Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΕΠΥΛΛΙΟΝ, ΜΟΣΧΟΣ - Εὐρώπη 63-124

Η αρπαγή της Ευρώπης

Μια από τις αγαπημένες μορφές της ελληνιστικής αφηγηματικής ποίησης είναι το ἐπύλλιον: ένα σχετικά σύντομο έπος με θέμα συνήθως ένα επεισόδιο από τη ζωή μιας μυθικής ηρωίδας ή ενός ήρωα, στο πλαίσιο του οποίου κατά κανόνα αναπτύσσεται και ένα δευτερεύον θέμα ή μια περιγραφή. Στο ποιητικό αυτό είδος ανήκει και η Εὐρώπη του Μόσχου από τις Συρακούσες. Στους 166 δακτυλικούς εξάμετρους του επυλλίου ο ποιητής αφηγείται με τρόπο αριστοτεχνικό τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης, της κόρης του Φοίνικα, από τον Δία, που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο (τον ίδιο μύθο είχαν πραγματευθεί πριν από τον Μόσχο ποιητές όπως ο Ησίοδος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης). Το ποίημα αρχίζει με το όνειρο της κόρης Ευρώπης: δύο ήπειροι με μορφή γυναικών, η Ασία και η "άλλη απέναντι" (η Ευρώπη), την διεκδικούν, ενώ η δεύτερη από τις δύο αναφέρει ότι είναι γραμμένο από τον Δία να κερδίσει η ίδια ως βραβείο την ηρωίδα. Η κόρη ξυπνά τρομαγμένη και πηγαίνει με τις φίλες της να μαζέψει άνθη κοντά στη θάλασσα. Η περιγραφή (ἔκφρασις) του χρυσού πανεριού της Ευρώπης με την παράσταση της Ιώς, γνωστής για την ερωτική της περιπέτεια με τον Δία, προεικονίζει την εξέλιξη της ιστορίας. Όταν ο Δίας βλέπει την Ευρώπη, κυριεύεται από σφοδρό πάθος. Μεταμορφώνεται σε ταύρο, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, και τη μεταφέρει καθισμένη στη ράχη του με τρόπο θαυμαστό στην Κρήτη. Το επύλλιο βρίθει από αναφορές σε λογοτεχνικά καθώς και σε σύγχρονα εικαστικά έργα.

Εὐρώπη 63-124

αἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν λειμῶνας ἐς ἀνθεμόεντας ἵκανον,
ἄλλη ἐπ᾽ ἀλλοίοισι τότ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἔτερπον.
65 τῶν ἣ μὲν νάρκισσον ἐύπνοον, ἣ δ᾽ ὑάκινθον,
ἣ δ᾽ ἴον, ἣ δ᾽ ἕρπυλλον ἀπαίνυτο· πολλὰ δ᾽ ἔραζε
λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πέτηλα.
αἳ δ᾽ αὖτε ξανθοῖο κρόκου θυόεσσαν ἔθειραν
δρέπτον ἐριδμαίνουσαι· ἀτὰρ μέσσῃσιν ἄνασσα
70 ἀγλαΐην πυρσοῖο ῥόδου χείρεσσι λέγουσα
οἷά περ ἐν Χαρίτεσσι διέπρεπεν Ἀφρογένεια.
οὐ μὲν δηρὸν ἔμελλεν ἐπ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἰαίνειν,
οὐδ᾽ ἄρα παρθενίην μίτρην ἄχραντον ἔρυσθαι.
ἦ γὰρ δὴ Κρονίδης ὥς μιν φράσαθ᾽ ὣς ἐόλητο
75 θυμὸν ἀνωίστοισιν ὑποδμηθεὶς βελέεσσι
Κύπριδος, ἣ μούνη δύναται καὶ Ζῆνα δαμάσσαι.
δὴ γὰρ ἀλευόμενός τε χόλον ζηλήμονος Ἥρης
παρθενικῆς τ᾽ ἐθέλων ἀταλὸν νόον ἐξαπατῆσαι
κρύψε θεὸν καὶ τρέψε δέμας καὶ γείνετο ταῦρος,
80 οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται, οὐδὲ μὲν οἷος
ὦλκα διατμήγει σύρων εὐκαμπὲς ἄροτρον,
οὐδ᾽ οἷος ποίμνῃς ἔπι βόσκεται, οὐδὲ μὲν οἷος
†ὅστις† ὑποδμηθεὶς ἐρύει πολύφορτον ἀπήνην,
τοῦ δή τοι τὸ μὲν ἄλλο δέμας ξανθόχροον ἔσκε,
85 κύκλος δ᾽ ἀργύφεος μέσσῳ μάρμαιρε μετώπῳ,
ὄσσε δ᾽ ὑπογλαύσσεσκε καὶ ἵμερον ἀστράπτεσκεν.
ἶσά τ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέρα ἀνέτελλε καρήνου
ἄντυγος ἡμιτόμου κεραῆς ἅτε κύκλα σελήνης.
ἤλυθε δ᾽ ἐς λειμῶνα καὶ οὐκ ἐφόβησε φαανθείς
90 παρθενικάς, πάσῃσι δ᾽ ἔρως γένετ᾽ ἐγγὺς ἱκέσθαι
ψαῦσαί θ᾽ ἱμερτοῖο βοὸς τοῦ τ᾽ ἄμβροτος ὀδμή
τηλόθι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀυτμήν.
στῆ δὲ ποδῶν προπάροιθεν ἀμύμονος Εὐρωπείης
καί οἱ λιχμάζεσκε δέρην, κατέθελγε δὲ κούρην.
95 ἣ δέ μιν ἀμφαφάασκε καὶ ἠρέμα χείρεσιν ἀφρόν
πολλὸν ἀπὸ στομάτων ἀπομόργνυτο καὶ κύσε ταῦρον.
αὐτὰρ ὃ μειλίχιον μυκήσατο· φαῖό κεν αὐλοῦ
Μυγδονίου γλυκὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν·
ὤκλασε δὲ πρὸ ποδοῖιν ἐδέρκετο δ᾽ Εὐρώπειαν
100 αὐχέν᾽ ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον.
ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι·
«δεῦθ᾽, ἑτάραι φίλιαι καὶ ὁμήλικες, ὄφρ᾽ ἐπὶ τῷδε
ἑζόμεναι ταύρῳ τερπώμεθα· δὴ γὰρ ἁπάσας
νῶτον ὑποστορέσας ἀναδέξεται οἷά τ᾽ ἐνηής
105 πρηύς τ᾽ εἰσιδέειν καὶ μείλιχος· οὐδέ τι ταύροις
ἄλλοισι προσέοικε, νόος δέ οἱ ἠύτε φωτός
αἴσιμος ἀμφιθέει, μούνης δ᾽ ἐπιδεύεται αὐδῆς».
ὣς φαμένη νώτοισιν ἐφίζανε μειδιόωσα,
αἱ δ᾽ ἄλλαι μέλλεσκον, ἄφαρ δ᾽ ἀνεπήλατο ταῦρος,
110 ἣν θέλεν ἁρπάξας, ὠκὺς δ᾽ ἐπὶ πόντον ἵκανεν.
ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα φίλας καλέεσκεν ἑταίρας
χεῖρας ὀρεγνυμένη, ταὶ δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχάνειν.
ἀκτάων δ᾽ ἐπιβὰς πρόσσω θέεν ἠύτε δελφίς,
χηλαῖς ἀβρεκτοῖσιν ἐπ᾽ εὐρέα κύματα βαίνων.
115 ἡ δὲ τότ᾽ ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα,
κήτεα δ᾽ ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν,
γηθόσυνος δ᾽ ὑπὲρ οἶδμα κυβίστεε βυσσόθε δελφίς.
Νηρεΐδες δ᾽ ἀνέδυσαν ὑπὲξ ἁλός, αἳ δ᾽ ἄρα πᾶσαι
κητείοις νώτοισιν ἐφήμεναι ἐστιχόωντο.
120 καὶ δ᾽ αὐτὸς βαρύδουπος ὑπεὶρ ἅλα Ἐννοσίγαιος
κῦμα κατιθύνων ἁλίης ἡγεῖτο κελεύθου
αὐτοκασιγνήτῳ· τοὶ δ᾽ ἀμφί μιν ἠγερέθοντο
Τρίτωνες, πόντοιο βαρύθροοι αὐλητῆρες,
κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες.

***
Ήρθαν λοιπόν στα λιβάδια εκείνες τα ολάνθιστα
κι η μια με το ένα κι η άλλη με τ᾽ άλλο λουλούδι χαιρόταν.
Μυρωδάτο νάρκισσο η μία, η άλλη υάκινθο,65
μενεξέδες η τρίτη και άλλη να κόβει το θυμάρι το εύοσμο-
πολλά τ᾽ ανθισμένα τα πέταλα που έβγαζε η γη
στ᾽ ανοιξιάτικα ετούτα λιβάδια.
Κι άλλα κορίτσια του ξανθού κρόκου1 τους ευώδεις πλοκάμους
να δρέπουν παράβγαιναν και στη μέση η πριγκίπισσα
να διαλέγει τα λαμπρά ολοπόρφυρα ρόδα70
και να αστράφτει

ωσάν τη θεά των αφρών Αφροδίτη στις Χάριτες μέσα.2

Δεν της έμελλε ωστόσο με άνθη για πολύ την καρδιά να φαιδρύνει
και φυλαγμένη να έχει της παρθενίας τη ζώνη την άχραντη.
Γιατί ως τη βλέπει του Κρόνου ο υιός κι εταράχθη ευθύς η καρδιά του
νικημένος από τα αιφνίδια βέλη της Κύπριδος-75
αυτή μονάχα μπορεί και δαμάζει τον Δία.
Να ξεφύγει τότε ζητά τη μεγάλη οργή και τη ζήλια της Ήρας
και της παρθένας θέλοντας τον ακάτεχο νου ν᾽ απατήσει
τη θεότητα αυτού αποκρύβει και το σώμα αλλάζοντας ταύρος εγίνη.
Ταύρος όχι σαν αυτόν που μέσα σε στάβλο εκθρέφεται80
ή σαν εκείνον που αυλάκι ανοίγει το καμπύλο το άροτρο σύροντας.
Ούτε τέτοιος που βόσκει στα κοπάδια ανάμεσα,
ή σαν αυτόν που τραβά υποταγμένος πολύφορτη άμαξα.
Το σώμα εκείνου ολόκληρο ήταν σε χρώμα πυρόξανθο
μονάχα στη μέση του μετώπου να λάμπει κύκλος αργύρου85
και τα μάτια να παίζουν λοξά, ιμερικά από πόθο αστράφτοντας.
Και τα κέρατα ίσα να ανατέλλουνε σύμμετρα απ᾽ το κεφάλι
σαν μισοφέγγαρα κερασφόρου σελήνης
που το στεφάνι της είναι μισό.
Ήρθε λοιπόν στο λιβάδι εκείνος.
Κι ως φανερώθηκε τις παρθένες καθόλου δεν φόβησε.
Αντίθετα όλες ο έρωτας κινεί να βρεθούνε κοντά του90
να αγγίξουν τον εράσμιο ταύρο -η αθάνατη οσμή του
από μακριά ξεπερνούσε κι αυτή τη γλυκειά ευωδιά του λειμώνα.
Εκείνος εμπρός στην Ευρώπη την άμωμη στέκεται,
της γλείφει τον τράχηλο και μαγεύει την κόρη.
Κι αυτή να χαϊδεύει αρχίζει τον ταύρο κι ήρεμα με τα χέρια95
καθαρίζει τον πολύ τον αφρό απ᾽ το στόμα και του δίνει φιλί.
Μουσικά εμουγκάνισε τότε και θαρρούσες πως άκουγες
αυλό φρυγικό3 τον γλυκύτατο ήχο να παίζει.
Μετά στα πόδια της μπρος γονατίζει και την Ευρώπη κοιτάζοντας
με τον αυχένα στραμμένο σ᾽ αυτήν την πλατειά του τη ράχη της δείχνει.100
Τότε εκείνη στις παρθένες τις φίλες
με τις βαθειές τις πλεξούδες γυρίζει και λέει:
«Ελάτε, κορίτσια μου φίλες και συνομήλικες, στον ταύρο αυτό
να καθίσουμε επάνω και να χαρούμε. Αλήθεια, όλες εμάς
μπορεί να κρατήσει την πλάτη του στρώνοντας.
Τόσο ήρεμος είναι και πράος αυτός να τον βλέπεις,
τόσο μειλίχιος κι ούτε μοιάζει ποσώς με τους ταύρους τους άλλους.105
Τον περιβάλλει ένα πνεύμα νοήμον, σαν άνθρωπος.
Του λείπει μονάχα η φωνή να μιλήσει».

Έτσι είπε κι ολόγελη στην πλάτη του ταύρου εκάθισε
κι οι λοιπές ετοιμάζονταν. Όμως πήδημα τότε δίνει ο ταύρος
αυτήν που ποθούσε αρπάζοντας και γοργά στο πέλαγος φθάνει.110
Στρέφεται τότε η Ευρώπη και τις καλές της τις φίλες φωνάζει
με απλωμένα τα χέρια. Αυτές να την φθάσουν αδύνατον.
Τις ακτές καβαλώντας ο ταύρος γοργά ετραβούσε μπροστά σαν δελφίνι
τα μεγάλα διαβαίνοντας κύματα με χηλές που δεν βρέχονταν.
Κι εγαλήνευε τότε η θάλασσα καθώς επερνούσε εκείνος.115
Τα κήτη παιγνίδιζαν στα πόδια του Δία ολόγυρα
κι από την άβυσσο μέσα το δελφίνι χαρμόσυνο αναπηδούσε
στο κύμα επάνω.
Από τον πόντο αναδύθηκαν οι Νηρηίδες4 και όλες
στα θαλάσσια κήτη καβάλλα σε σειρές προχωρούσαν.
Κι ο ίδιος ο βροντερός Ποσειδώνας, ο που σείει τη γη,120
ίσιωνε του πελάγου το κύμα ανοίγοντας δρόμο θαλάσσης
στον αδελφό του. Γύρω του συναγμένοι οι Τρίτωνες,5
του πόντου αυλητήρες βαρύφωνοι,
και στα μακριά τους κοχύλια εφυσούσαν γαμήλιο άσμα.
-------------------
1 Ο κρόκος είναι ποώδες φυτό με κίτρινα, λευκά ή μοβ άνθη.
2 Η παρομοίωση είναι εμπνευσμένη από την Οδύσσεια ζ 102-109, όπου η Ναυσικά ξεχωρίζει ανάμεσα στις κοπέλες που τη συνοδεύουν, όπως η Άρτεμη ανάμεσα στις Νύμφες.
3 Οι αυλοί της Φρυγίας (η αναφερόμενη στο πρωτότυπο Μυγδονία είναι περιοχή της Φρυγίας) είχαν ως χαρακτηριστικό ότι έπαιζαν σε χαμηλές νότες.
4 Θαλάσσιες νύμφες, κόρες του Νηρέα.
5 Θεότητες με ανθρώπινο σώμα και ουρά ψαριού που συνόδευαν τον Ποσειδώνα.

Η Ωραία Ελένη, ως νοητική εποπτεία, από τον Όμηρο, μέχρι τον Ελύτη

Ο γερο-Πρίαμος, ο πιό φρόνιμος, ανάμεσα στους Τρώες, ο εκατοχρονίτης, εκείνος ο βασιλιάς Πρίαμος, από την πλευρά των Τρώων ο Πρίαμος, από την πλευρά των Ελλήνων, σαν φρόνιμος άνθρωπος, ο γερο-Νέστορας, όπως ξέρετε.Λοιπόν, εκεί είναι κάποιοι που γνωρίζουνε και λέει, αυτός εκεί μακρυά που βλέπεις είναι ο Αγαμέμνονας, αυτός είναι ο Μενέλαος, αυτός είναι ο Αίαντας, με το επταβόηον κέρας, την ασπίδα με τα εφτά δέρματα βοδιού…Τούτος είναι.. γι’αυτό λέγεται τοιχοσκοπία ονομάστηκε η ραψωδία από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους.

Εκείνη τη στιγμή, έρχεται και ανεβαίνει επάνω στις επάλξεις, στο τείχος, η Ελένη. Συνοδεύεται από δύο κυρίες των τιμών, θα λέγαμε, που κρατάνε το λευκό της πέπλο που φοράει κι ανεβαίνει, προφανώς, θέλοντας να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στον πεθερό της, γιατί ήταν νόμιμη και ευλογητή γυναίκα του Πάρη, του Αλέξανδρου-Πάρη, στο πεθερό της να μεταφέρει ένα μήνυμα, δηλαδή κάποια ικετήρια παράκληση, έ… να γίνουν σπονδές και θυσίες στο ναό της θεάς Αθηνάς, για να εξευμενιστεί η θεά διότι έχει στραφεί με ιδιαίτερη οργή εναντίον των Τρώων, εκείνη τη στιγμή, και τα λοιπά.

Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πλησιάζει η Ελένη κοντά στους γέροντες που κάθονται εκεί και συζητούν και βλέπουν. Όταν λοιπόν έρχεται κοντά και τη γνωρίζουν και βλέπουν ότι αυτή είναι η Ελένη, εκεί ο Όμηρος βάζει στο στόμα του Πριάμου, τους ακόλουθους στίχους: Θα σας τους πω στο άγιο πρωτότυπο και θα σας τους μεταφράσω :

οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς

τοιῇδ᾽ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·

αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν·

(Γ, 156 – 8 ) .

Σημαίνουν αυτοί οι στίχοι: Χαλάλι, τόσοι παιδομοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη.

Αυτή είναι όλη, η μόνη και η όλη περιγραφή που γίνεται της Ελένης από τον Όμηρο. Τα σημεία στα οποία σταματάμε εδώ, είναι πρώτον: αυτή η λέξη, η φοβερή λέξη, φρικτά, μοιάζει στην όψη, θα το πούμε, – πού είναι η κιμωλία μου; – αινώς, λέει ο Όμηρος, έτσι, αυτό θα πει φρικτά, αινώς, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές.

Η λέξη αυτή, αμέσως μας δίνει την εικόνα του ωραίου. Η ομορφιά σκοτώνει, αγαπητοί μου φίλοι. Η ομορφιά σκοτώνει. Το κάλλος, η ομορφιά, είναι η αρχή του τρομερού, θα μας πει ένας νέος, Ευρωπαίος ωραίος λυρικός, ο Ρίλκε, στις Ελεγείες του Ντουίνο, γιατί η ομορφιά είναι η αρχή του τρομερού που μόλις την αντέχουμε και γαλήνια περιφρονεί και να μας καταστρέψει ακόμη. Η ομορφιά σκοτώνει.

Και από δω κάνοντας μιά προέκταση με μία μεγάλη… έτσι να πούμε ένα άλμα, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί όλοι οι μεγάλοι έρωτες μέσα στην ιστορία ή όπως τους έζησαν οι ποιητές, έχουνε την καταστροφή. Θυμάστε, λέγαμε κάποια μέρα σε άλλες συναρτήσεις ότι δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας, που να μην έχει μέσα του την καταστροφή. Εκείνο είναι που τον δικαιώνει και τον οδηγεί σε ακραία ακμή, που τον κάνει αρχέτυπο.

Λοιπόν, η ομορφιά σκοτώνει. Αυτό το μεγάλο κεφάλαιο, ν’ αρχίσουμε να πούμε γιατί σκοτώνει και τί είναι η ομορφιά, να δώσουμε δηλαδή την κατηγορία του ωραίου, όπως λέμε στην αισθητική, σ’ αυτό τον κλάδο της φιλοσοφίας.

Ομορφιάς έχουμε δύο είδη: έχουμε το ωραίο, το pulchrum, λατινικός όρος, ωραίο, κανονικές μορφές, έ; – αναλογίες, τομές, το όρισε ο Fechner, πρέπει να υπάρχουν ωρισμένες αναλογίες στη μορφή, στην όψη. Αυτό που λέμε ένα ωραίο τριαντάφυλλο, μία ωραία μορφή, μία ωραία γυναίκα, ένα ωραίο πρόσωπο, ένας ωραίος άντρας, μιά ωραία δύση του ηλίου, μιά ωραία ανατολή, έ; – ένα ωραίο…. η θάλασσα, απλές μορφές, αυτή είναι η κατηγορία του ωραίου.

Αλλά υπάρχει και το υπέροχο, σαν κατηγορία ομορφιάς, μας λέει ο Καντ, στην Κριτική του καθαρού λόγου, Kritik der Urtheilskraft στην αισθητική του δηλαδή, το υπέροχο είναι εκείνο που είναι μιά ανώτερη μορφή, από αυτό το αυτό….. και να πει το pulchrum, το ωραίο που έχει μέσα της τον κίνδυνο. Δηλαδή, ένας κεραυνός, όταν σκάζει δίπλα μας και καταλάβει ο τόπος και μας πιάνει αυτή η φρίκη στον ήχο του, έ; – Τι ομορφιά που έχει! Αλλά σκοτώνει. Μιά τρικυμία, μιά άγρια τρικυμία! Έχει ομορφιά μέσα της. Με κίνδυνο. Ένας σεισμός! Αυτό είναι το υπέροχο! Das Erhabene.

Όταν λέει λοιπόν, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές, θέλει να βάλει κι’ αυτή την κατηγορία του υπέροχου. Εντάξει. Όλα αυτά τα πράγματα δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι η Ελένη είναι η πιό όμορφη γυναίκα και θα είναι και στο μέλλον.

Κάποια άλλα στοιχεία που πρέπει εδώ να προσέξουμε, θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τί σημαίνει αυτή η κρίση του Πριάμου, αυτή η περιγραφή δηλαδή.

Το πρώτο είναι ότι … ποιός μιλάει για ποιόν; Μιλάει ένας γέροντας εκατό χρονών, γεμάτος φρόνηση, γεμάτος ανθρώπινη σοφία, γεμάτος ανθρώπινη πείρα, έ; – Δε μιλάει ένα τζόβενο, ένας έφηβος που είδε μιά ωραία γυναίκα και ξαφνικά κόπηκε στα δύο, έρωτας κεραυνός και δεν ξέρει τί λέει. Μιλάει ένας φρόνιμος άνθρωπος. Έτσι. Να πάθουμε όσα πάθαμε, έ; – δέκα χρόνια τώρα, σφαγή, λοιμός, πείνα, καταστροφή, αγωνία, να πάθουμε όσα πάθαμε, κι’ άλλα γι’ αυτή τη γυναίκα. Ένας φρόνιμος το λέει.

Και δεύτερον: ποιός είναι αυτός ο φρόνιμος; Είναι εκείνος που θάχε κάθε λόγο να μιλήσει με σκυλίσιο τρόπο, να βρίσει δηλαδή, και να ελεεινολογήσει και να ατιμάσει την Ελένη. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η αιτία της συμφοράς του λαού του. Απλά και μόνο να θυμήσουμε το γεγονός ότι ως τη στιγμή εκείνη, στο δέκατο χρόνο του πολέμου που γίνονται αυτά, ως τη στιγμή εκείνη, ο Αχιλλέας του είχε σκοτώσει είκοσι παιδιά, του Πριάμου. Είκοσι παιδιά. Επομένως, τι γνώμη εξ αντικειμένου, θα λέγαμε, έπρεπε νάχει γι’ αυτή τη γυναίκα, που είναι η πέτρα του σκανδάλου, που λέμε. Και όμως. Έ; Έμμεσα πιά συνάγεται το τί γυναίκα πρέπει να ήτανε, για να μιλάει αυτός ο φρόνιμος και ο πολύπαθος, έτσι, για την Ελένη. Αλλά, παρά ταύτα, δε φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι είναι η γυναίκα που προεξόφλησε την ομορφιά του αιώνια θηλυκού, όπως μας λέει ο Γκαίτε, και στο μέλλον. Μία γυναίκα μπορεί να γεννηθεί πιό ωραία.

Εδώ, για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, θα πρέπει πάλι να σκεφτούμε κάτι άλλο. Τί; Πως ήτανε αυτή η Ελένη; Για να πούμε ότι είναι η γυναίκα, η αξεπέραστη ομορφιά. Ήταν ψιλή, ήταν λιγνή, ηταν καμαροφρύδα; έ; Είχε ψιλό λαιμό, είχε ωραίες κνήμες, τί μέση; Τα στήθη της; Ήταν πλούσιο το στήθος της; «Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά», θα πει ο Σεφέρης στη δική του Ελένη. Ρούσα ήταν; Τα κινήματά της, τα μάτια της, πως ήταν γαλανά, μαύρα; Για κοιτάξτε. Κανένα απ’αυτά τα στοιχεία. Δεν μας δίνει κανένα συγκεκριμένο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό. Τι σημαίνει αυτό; Εδώ είναι η επίνοια και η εφεύρεση του Ομήρου. Την άφησε την Ελένη να την πλάσει ο καθένας μας όπως θέλει, κι όσο μπορεί κι όπου μπορεί και φτάνει με τη φαντασία του. Διότι αν μούλεγε ότι είχε μεγάλα στήθη, θάλεγα, ξέρεις εμένα μου αρέσουν οι μικροβύζες. Αν μούλεγε ότι είναι ξανθιά, η Μέριλιν Μονρόε, να πούμε, θάλεγα, ξέρεις, εμένα μ’αρέσει η Ρόμυ Σνάϊντερ, πούναι καστανή. Αν μούλεγε τούτο, εκείνο, περιόριζε δηλαδή την ομορφιά, καταλάβατε; Την περιόριζε, την έκανε πεπερασμένη, που σημαίνει ότι της αφαιρούσε το στοιχείο του απείρου. Ενώ τώρα, έτσι όπως την έδωσε, η Ελένη είναι το σύμβολο που έχουμε, η ιδέα που έχουμε, η αισθητική καλλιέργεια, σε τελική ανάλυση, που έχει ο καθένας μας, που τον οδηγεί πού; Για την ομορφιά.

Για να το πούμε πολύ απλά, θα σας θυμίσω ένα στίχο, έναν ωραίο στίχο του Ναζίμ Χικμέτ, του ωραίου αυτού τούρκου … πάνω από σωβινιστικές μερικότητες, που λέει σ’ένα τραγούδι του, οι πιό ωραίοι έρωτες, είναι εκείνοι που δε ζήσαμε. Αυτό το πράγμα κάνει ο Όμηρος εδώ. Είναι εκείνο που, δεν μιλάμε για κορυφές πιά, είναι μία ακραία μορφή ομορφιάς. Μιλάμε γιά ύψος. Και στο ύψος δε βρίσκουμε άκρη. Ανοιγόμαστε σε μιά άπειρη διάσταση. Είναι δηλαδή μια εφεύρεση, ένα τρικ, αν θέλετε, που επινόησε ο Όμηρος, αν και είναι συνηθισμένο και γιά άλλες μορφές αυτό, αλλά χαρακτηριστικά με την Ελένη,που προεξοφλεί ότι και στο μέλλον δε θα γεννηθεί γυναίκα καλύτερη από την Ελένη. Ωραιότερη, η Belle Ellene.

Πάει καλά λοιπόν ως εδώ. Ερχόμαστε στο δεύτερο τώρα σημείο. Γιατί αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, οι Έλληνες τη θελήσανε μοιχαλίδα και άπιστη; Ρε αδερφέ, ήταν ανάγκη μ’αυτή τη ρετσινιά τη φοβερή; Εδώ, αγαπητή φίλοι, έχουμε ένα από τα πιό σημαντικά σημεία της ελληνικής φιλοσοφίας, της ελληνικής κοσμοθεωρίας και της ελληνικής ηθικής. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό. Γιατί τη θελήσανε πόρνη αυτή τη γυναίκα και άπιστη. Ξελογιάστηκε με τον ωραίο αυτό Πάρη, κάτω εκεί, στους πορτοκαλεώνες της Λακεδαίμονας και στους καλαμιώνες του Ευρώτα και σηκώθηκε και έφυγε. Μα μιά γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, επιτρέπεται να τη θέλουμε άπιστη και μοιχαλίδα;

Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο, θάπρεπε να γίνει ειδική ανάλυση επάνω σ’αυτό, γιατί κατεβάζει ολόκληρη την ψυχολογία κι ολόκληρη τη φιλοσοφική ανθρωπολογία κάτω, και θέτει μπροστά στα πόδια μας..Θα σας το πω πολύ συνεπτυγμένα όμως. Πολύ συνοπτικά. Και είναι και η ουσία, το κεντρικό σημείο της ελληνικής ηθικής. Δεν είναι αυτό που λένε, που ακούμε στην τρέχουσα να λένε, ότι μία ωραία γυναίκα δεν ανήκει, δεν μπορεί να ανήκει ποτέ σε ένα μόνο άντρα. Έτσι λέει ο κόσμος, η αρβύλα και τα λοιπά. Μιά ωραία γυναίκα δεν μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα. Το πιό ισχυρό αρσενικό, είναι προορισμένο από τη φύση να την κατακτά. Και κατά τούτο είναι δραματική αυτή η γυναίκα. Δε λέω τραγική φύση, αλλά είναι δραματική. Το πιό; Αν κάτι ασυνείδητα από τη φύση της τη φέρνει, να θέλει, ίσως πληρώνει τα λύτρα της στην ευδοκία, στην εύνοια που της έδωσε η φύση να την κάνει τόσο όμορφη. Πληρώνει τα λύτρα… Είναι προορισμένη δηλαδή να κατακτιέται από το πιό ισχυρό, όταν λέμε πιό ισχυρό εννοούμε πιό ωραίο, αλλά ωραίο, έχουμε πει κι άλλη φορά, είναι βασικά κατηγορία δύναμης και νόησης η ομορφιά, έ; Μην τα λέμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Να κατακτιέται από το πιό ισχυρό αρσενικό γι’αυτό δε μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα, που σημαίνει κάπου, μοιχαλίς ή άπιστη. Αυτή η ερμηνεία, είναι μιά ερμηνεία που μπορεί να φτάσει μέχρι σ’ένα σημείο, αλλά δεν είναι εκείνο το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες. Το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες…και γι’αυτό θέλησαν να πλάσουν έτσι την Ελένη, δηλαδή μοιχαλίδα, είναι το γεγονός ότι την ανθρώπινη φύση μέσα στον ορίζοντα της ηθικής, έτσι; μέσα στην κατηγορία της ηθικής, την είδανε οι Έλληνες σαν μία φυσική απορροή, μέσα από τη φυσική πραγματικότητα.Εάν φύγουμε από την ηθική και πάμε στη φύση, εκεί δεν υπάρχει πίστη και απιστία ανάμεσα στα φύλλα, στο αρσενικό και στο θηλυκό. Δεν υπάρχει πίστη. Είναι άλλοι οι νόμοι που λειτουργούν. Και βέβαια το σωστό, το ακέραιο, το αληθινό, δεν είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από την οποιαδήποτε ηθική μιάς εποχής ή ενός πολιτισμού και τα λοιπά, αλλά είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από τη φυσική οδηγία. Και η φυσική οδηγία, εν προκειμένω, όταν θέλουμε να φτάσουμε πιά σ’αυτά τα βάθη, σ’αυτούς τους μυχούς, σ’αυτό το βαθύτερο κοίτασμα της φυσικής πραγματικότητας, των φυσικών νόμων, μας λέει ότι είναι μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, να μην ανήκει αυτή η έννοια της κατοχής και της κτήσης που έχουμε, σε παντρεύτηκα, με παντρεύτηκες, είσαι κτήμα μου, είμαι κτήμα σου.. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, είπε ο Pouldot, από τους τοπικούς σοσιαλιστές, τον περασμένο αιώνα. Λοιπόν. Κι’αυτό είναι που σκοτώνει τον έρωτα, γιατί τον περιορίζουμε, τον εγκλωβίζουμε και τα λοιπά.

Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι απόψεις πάνε κάπως κόντρα, έ; – Εναντιώνονται στις τρέχουσες ηθικές αντιλήψεις και μάλιστα σε μία αστική, μικροαστική ή μεσοαστική αντίληψη.Θα ιδούμε, από την άλλη πλευρά, για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, ότι και μέσα στην ιστορία, ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο νόμος της μονογαμίας, γι’αυτό σας έλεγα κάποτε, το ου μοιχεύσεις, η όγδοη εντολή του Μωσαϊκού Νόμου, είναι, ό,τι το πιό απάνθρωπο, επινόησε, καθιέρωσε και επέβαλλε η Ιστορία, στην Ηθική. Είναι μιά δαμόκλειος… είναι μιά σπάθα, που κατεβαίνει και κόβει κεφαλές. Γι’αυτό το μόνο νόημα που έχει αυτή η εντολή, έχουμε ξαναπεί, είναι σταθερά, μέσα στην Ιστορία, να παραβαίνεται. Γιατί παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που θα λέγαμε, στην έσχατη και πιό επιεική περίπτωση, για το γεγονός ότι θέλησαν οι Έλληνες την Ελένη μοιχαλίδα, είναι ότι είδανε αυτό το βάθος της ανθρώπινης φύσης που δε σημαίνει ότι εισάγει την ερωτική αναρχία ή την ηθική αναρχία.

Το πρόβλημα αυτό, μας δόθηκε η ευκαιρία, νομίζω, και το θίξαμε προχθές, που μιλήσαμε για Πλατωνικό Έρωτα, θυμάστε; Το πρόβλημα είναι, νάσαι πάντα ηθικά εγρήγορος και να αγωνίζεσαι. Κι αν πέσεις, να μπορέσεις να ξανασηκωθείς. Εκεί είναι η ομορφιά και η δραματικότητα, αν θέλετε, και το μεγαλείο, ο πόνος και η οδύνη, που έχει η ηθική, σα ζωντανή ηθική, που λειτουργεί με αίμα και με οστά και όχι με σχηματοποιημένες λύσεις και συνταγές και εντολές και σχήματα, να δίνουμε αυτόν τον περιορισμό, ο οποίος – εδώ θα συμφωνήσετε μαζί μου – εγώ επιχειρώ… δεν οικειοποιούμαι αυτές τις θέσεις, μην τα αποδίδετε σ’εμένα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον Όμηρο, έτσι; Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης και της ιστορικής πείρας, το δίκιο είναι με τους Έλληνες και όχι με τους Εβραίους, με το ου μοιχεύσεις, δηλαδή. Η απιστία είναι μέσα στους κανόνες και πάντα … Απόδειξη το γεγονός, που έχουμε πει πολλές φορές, ότι σήμερα στους τρεις ο ένας χωρίζει. Τι θα πει χωρίζει; Έχει προηγηθεί απιστία. Έχει προηγηθεί μοιχεία ας το πούμε. Έχει προηγηθεί, το γνήσιο αυτό φυσικό κοίτασμα της Ελένης, όπως τη θελήσανε οι Έλληνες. Αλλά. Για νάχουμε και ολοκληρωμένη την εικόνα, πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Εάν ο Όμηρος μας έδωσε την Ελένη μοιχαλίδα, μ’αυτό το στίγμα, μ’αυτή τη ρετσινιά, και στεκόμαστε κριτικά και με επιφυλάξεις απέναντί του, μιά περιορισμένη ηθική αντίληψη, εν πάσει περιπτώσει, αν δώσουμε τα νόμιμα του δικαίου, του δικαιώματος αυτής της αντίληψης, μη ξεχνάμε από την άλλη μεριά ότι ο Όμηρος μας έδωσε και το αντίθετο, τον άλλο πόλο. Η Ελένη άπιστη, αλλά μας έδωσε και την Πηνελόπη, την πιστή. Την Πηνελόπη την πιστή. Και δεν έχουμε σταθεί στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τί σημαίνει Πηνελόπη πιστή, στην Οδύσσεια. Κοιτάξτε να δείτε. Απλοποιούμε, αγαπητοί μου φίλοι. Για φανταστείτε μιά ωραία γυναίκα, στα είκοσι, εικοσιπέντε της χρόνια, που φεύγει, που έχει πλήρη ερωτική εμπειρία και ερωτική λειτουργία. Όμορφη, θηλυκό, βρυαρό, πλούσιο, τρυφερό, γεμάτο, που θέλει και διψάει το αρσενικό, να το’χει και να το χαίρεται, κάθε μέρα. Φανταστείτε ξαφνικά να μένει μόνη της, μέσα στα δώματα, και να περιμένει είκοσι χρόνια να γυρίσει ο άντρας της. Φέρτε στο μυαλό σας, κάντε μία ψυχική μετάθεση, και φέρτε το σε μία σύγχρονη γυναίκα. Μία, από σας, που είσαστε όλες ζωντανές. Λοιπόν. Τι σημαίνει είκοσι χρόνια να καίγεται και να σταυρώνεται και να πεθαίνει το θάνατο μέσα σ’αυτή τη στέρηση, τη θεία στέρηση, την πενία, που λέει ο Πλάτων. Και να μπορέσει να αντέξει αυτό το πράγμα. Ποιά θα το άντεχε; Κάποιες θα το αντέχανε, αλλά ποιές; Με την έννοια αυτή, η Πηνελόπη είναι μία νοητική εποπτεία, όπως λέμε, ένας τύπος που έχει πλάσει η παγκόσμια λογοτεχνία, άκρως δραματική. Εγώ δε λέω, καθόλου λιγότερο δραματική από τον Οδυσσέα, που πλέει στις θάλασσες και ταξιδεύει, αυτός γνώρισε και τον έρωτα σε όλα του τα μεγαλεία, έ; ………… ofurk (?) στον έρωτα.

Λοιπόν. Αυτή την εποπτεία όμως τη νοητική, σαν αντίθετο πόλο, μας την έδωσε ο Όμηρος. Ένας αντίλογος δηλαδή και μία απάντηση ότι αυτή είναι η Ελένη αλλά αυτή είναι και η Πηνελόπη. Πάει λοιπόν αυτό. Δε θα επιμείνω άλλο στην εικόνα που μας παρουσιάζει ο Όμηρος για την Ελένη, για να πάμε τώρα σε άλλα πράγματα, να ιδούμε πως επεξεργαστήκανε αυτή την υπέροχη μορφή, άλλες σπουδαίες στιγμές της κλασσικής, ελληνικής πρώτα, Τέχνης και ναρθούμε λίγο και στη νεώτερη.

Ο δεύτερος, αγαπητοί μου φίλοι, που δούλεψε αυτό το μοτίβο, αυτό το θέμα, το θέμα Ελένη, μετά τον Όμηρο, είναι ο Στησίχορος. Ο Στησίχορος είναι ένας λυρικός ποιητής, της χορικής ποίησης μάλιστα, δωρικής καταγωγής, δωριαίας, κάτω από τα δωρικά φύλλα της Πελοποννήσου, ο οποίος λέγεται και Στησίχορος διότι, κατά μία εκδοχή, έστησε χορόν, καθώς άρχιζε ο χορός, η λυρική έγινε μελική, και η μελική, έγινε χορική ποίηση. Λυρική με λύρα, μέλος τραγουδούσανε κιόλας, χορική χορεύανε. Εκεί λοιπόν, είχανε κάποιες κινήσεις που κάνανε και σε μιά στιγμή κάνανε τέσσερα-πέντε βήματα και στεκόντουσαν, ας πούμε. Έστησε χορόν. Και μετά, αυτό που λέμε στροφή-αντιστροφή, μετά στην Τραγωδία και λοιπά. Λοιπόν. Ο Στησίχορος, αναφέρεται μία υπέροχη ιστορία από τους Έλληνες για το Στησίχορο. Σκέφτηκε μιά μέρα την Ελένη σα μοιχαλίδα και τον έπιασε οργή. Και πιάνει και γράφει ένα pamflet, ένα λίβελλο. Πιάνει μιά ωδή και της ψέλνει τα εξ’αμάξης, που λέμε. Άτιμη, πόρνη, ελεεινή, φόνισσα, τούτα κείνα, με αφορμή τη μοιχεία της δηλαδή, ποιός είδε το Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε! Τί της καταμαρτύρησε, που λέμε… Εκείνη λοιπόν, όταν τελείωσε την ωδή, και το ευχαριστήθηκε κι’όλας, τάψαλλε, ξέρουμε, κι’΄άλλους ποιητές που ήταν και μισογύνηδες, έτσι; Κάποιοι λυρικοί, σπουδαίοι, ένας Σιμωνίδης Αμοργίνος, και λοιπά. Όταν λοιπόν τελείωσε αυτή την ωδή, – αχ, της τάψαλλα και ησύχασα, είπε. Ηρέμησε ο άνθρωπος! Εκείνη τη στιγμή, τυφλώθηκε, κατά την παράδοση. Έχασε το φως του. Χωρίς να υπάρχει λόγος. Δεν ήταν καταρράκτης, δεν ήταν γλαύκωμα. Έχασε το φως, τυφλώθηκε. Βρε τι έπαθα, στα καλά καθούμενα, το φως του… Έμεινε μερικές μέρες εκεί τυφλός, και τότε, εκεί του ήρθε ολίγο ο νους και αρχίνησε να λέει: Βρε, ποιός είμαι εγώ, που έβρισα την Ελένη; Την Ελένη! Τη Διογέννητη Ελένη! Την κόρη του Δία! Τη θεά! Που τη γέννησε σαν ωραίος κύκνος με τη λύρα, κάτω εκεί στον Ευρώτα. Αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αξεπέραστο πρότυπο της ομορφιάς και της θηλυκότητας. Ποιός είμαι εγώ ο άθλιος, ο ελεεινός, που έβρισα την Ελένη; Τούρθαν οι τύψεις. Κι αμέσως πιάνει, αγαπητοί μου φίλοι, και γράφει μία πάλιν ωδή, μία άλλη ωδή, ωδή γράφει πάλιν, στην οποία ωδή, πέφτει εκεί, ένδακρυς και ικέτης και ζητάει συγγνώμη και λέει: συγχώρεσέ με, μεγάλη Θεά. Βρέθηκα σε μιά στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας, σε μιά στιγμή ποιητικής και καλλιτεχνικής και ηθικής έκπτωσης, και σε έβρισα. Εσένα, το πιό αγνό, το πιό υπέροχο, το πιό όμορφο πλάσμα που αξιώθηκε να γεννήσει η φύση. Συγχώρεσέ με, αν έχεις τη μεγαλοψυχία. Και αμέσως, ξαναβρήκε το φως του. Απ’αυτό το πάλιν ωδή, σώθηκε σε όλες τις γλώσσες, ελληνικά πρώτα, και μετά και στις ευρωπαϊκές και τα λοιπά, η λέξη παλινωδία. Έτσι; Που λέμε μην παλινωδείς, λέω και ξελέω. Έτσι; Η λέξη παλινωδία, να ξέρετε ότι έχει την καταγωγή της εδώ, από το Στησίχορο.

Αυτή η ιστορία παραδίδεται και μάλιστα εκεί μας λέει πιά ο… εισηγείται, δε θυμάμαι αν το κάνει εδώ, ή, εάν πιά παίρνει την αφορμή, εδώ να φτάσουμε στο τρίτο μεγάλο σημείο, στον τρίτο κόμβο της επεξεργασίας της Ελένης, στον Ευρυπίδη. Αλλά ας το κατηγορήσουμε στον Ευρυπίδη, γιατί δε θυμάμαι εάν λέει ο Στησίχορος ότι δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Ο τρίτος μεγάλος που ασχολήθηκε με την Ελένη και Απαία η τιμή πάλι εδώ, είναι ο τρίτος τη τάξει μεγάλος τραγικός, ο Ευρυπίδης. (να μου σβύνει κάποιος τον πίνακα, θα σας χαλάσω τις αυτές… γελάει ) Ο Ευρυπίδης, στις δεκαεπτά σωσμένες, από τις ογδόντα περίπου τραγωδίες που έγραψε, μας έγραψε και μιά Ελένη. Που τύχη αγαθή, θα λέγαμε, πολύ καλότυχοι είμαστε, σώθηκε αυτή η Τραγωδία του. Έχει τον τίτλο Ελένη. Εκεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Ευρυπίδης εισηγείται, εισάγει και επεξεργάζεται μία νέα εκδοχή για την Ελένη, η οποία δεν υπάρχει στον Όμηρο. Τι μας λέει; Μας λέει ότι η Ελένη της Σπάρτης δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Στον Όμηρο δεν υπάρχει αυτό. Τι θα πει δεν πήγε ποτέ στην Τροία; Μας λέει ότι όταν πήγε να την αρπάξει ο Πάρης, ο Αλέξανδρος- Πάρης και την έβαλε κει κάτω, στο νησάκι Κρανάη, – ποιόν έχουμε από το Γύθειο; – στο νησάκι Κρανάη, από κει την πήρε, στο Γύθειο, στο Μαραθονήσι, που λένε, στο Λακωνικό κόλπο, στο μυχό, είναι ένα μικρό νησάκι κι από κει την έβαλε στο πλοίο και την πήρε. Όταν λοιπόν την έβαλε στο πλοίο, την αγκάλιασε, στα χέρια του αγκαλιά και την πήρε στο πλοίο για να φύγει, να πάει στα Πέργαμα, στην Τροία δηλαδή, εκείνη τη στιγμή επενέβη η θεά Ήρα, η οποία αγαπούσε εξεχόντως, ευνοούσε δηλαδή τους Δωριείς και μάλιστα το βασιλιά της Σπάρτης, το Μενέλαο, και δε θέλησε να του κάνει τέτοια ατιμία και έβαλε στην αγκαλιά του άρπαγος, του Πάρη, το είδωλο της Ελένης. Το είδωλο. Πως γίνεται αυτό;Έ, με λίγη ποιητική ελευθερία, φανταστείτε, κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και τον βλέπουμε εκεί. Αυτό είναι είδωλο, δεν είναι υλικό πράγμα.

Πέστε ότι τό κανε η θεά, τού δωσε, έτσι, υλική υπόσταση, και του βάζει το είδωλο της Ελένης και την αληθινή Ελένη την παίρνει, την έβαλε σ’ένα άλλο πλοίο και την έστειλε στην Αίγυπτο, στα παλάτια του βασιλιά Νηρέα, νομίζω. Εκεί, στις εκβολές, στο Δέλτα του Νείλου. Την έστειλε και της λέει… Ανάθεσε στο βασιλιά εκεί, να τη φυλάει στο παλάτι, ωσότου μια μέρα θα ρθεί ο σύζυγός της και θα την πάρει. Και περίμενε εκεί, αγνή, – έ; – πιστή, καθαρή, αμόλυντη, η Ελένη, δέκα ολόκληρους χρόνους. Και στην Τροία πήγε, ποιος Πήγε το είδωλο της Ελένης. Αυτή είναι η ιστορία, και μας λέει μετά πώς, ύστερα, η Τραγωδία αυτή, ύστερα από μύριες περιπέτειες, κατάφερε και ανακάλυψε ο Μενέλαος ότι είναι εκεί κάτω και την έφερε στη Σπάρτη. Έτσι λήγει, δεν είναι Τραγωδία, είναι… δεν είναι τραγική υπόθεση, είναι δραματική, όπως λέγαμε, κάθε φορά που κάναμε τη διάκριση ανάμεσα σε τραγικό και δραματικό, γιατί λήγει καλά, δε λήγει με καταστροφή.

Μας λέει λοιπόν.. Τώρα δε βρίσκει κανείς πού είναι η ουσία σ’αυτό το ποίημα που έπλασε ο Ευρυπίδης. Εντάξει, μας λέει μιά διαφορετική ιστορία. Υπάρχει μιά φοβερή ουσία! Υπάρχει μιά ουσία που θα μας κάνει, θα μας αφήσει άναυδους! Δε θα σας την πω αυτή τη στιγμή, θα σας την πω, μην αγωνιάτε, σήμερα θα σας το πω, αλλά θα σας το πω στην κατάλληλη θέση, όταν θα μιλήσουμε για την Ελένη του Γιώργου Σεφέρη.

Σαν κατακλείδα κλείνοντας, διότι ο Γιώργος Σεφέρης, τη δική του Ελένη που έπλασε, στην τελευταία περίοδο της ποιητικής του δημιουργίας, την ενεπνεύσθη από την Ελένη του Ευριπίδη Εκεί λοιπόν θα πούμε πού είναι η ουσία και τί φοβερή πάλι ιδέα έπιασε ο Ευριπίδης μ’αυτή την Ελένη! Για να’ρθούμε στην τέταρτη μεγάλη κορφή, μετά τον Ευριπίδη, ώχ! εδώ θέλω λίγο γερά νεύρα, έ; – στον Πλάτωνα. Πώς ο ωραίος αυτός αρσενοκοίτης, επεξεργάστηκε αυτό το υπέροχο πρότυπο, την Ελένη, Ο Πλάτων λοιπόν. Λέμε: Όμηρος, έτσι; Στησίχορος, Ευριπίδης, Πλάτων. Kαι θα σταματήσουμε εκεί, να μην πάμε… ο Γοργίας έχει πλέξει, ο περίφημος αυτός σοφιστής, ένα ωραίο εγκώμιο στην Ελένη, την ύμνησε, αλλά έχουν σωθεί λίγα, δεν έχει σωθεί,νομίζω, ολόκληρο το αυτό… και είναι μάλλον ένα γύμνασμα ρητορικό, οι σοφιστές ήταν και ρήτορες, αλλά εκεί τους πλέκει ωραία το εγκώμιο ο Γοργίας.

Πάμε λοιπόν στον Πλάτωνα. Στον Πλάτωνα έχουμε μία κορυφή, στην επεξεργασία του ειδώλου, που είναι αυτόχρημα της ίδιας ποιότητας με τον Ευρυπίδη και με τον Όμηρο, θάλεγα. Κοιτάξτε τί γίνεται: την Ελένη, του δίνει αφορμές για επεξεργασίες και ορθώματα καλλιτεχνικά, του Πλάτωνα, η Ελένη, στο διάλογο Φαίδρος.Ο Φαίδρος, ο Πλατωνικός Φαίδρος. Σας έχω πει πολλές φορές και τόχετε εντυπώσει πιά. Ο Πλατωνικός Φαίδρος είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο βαθμό, αγαπητοί φίλοι, που είναι ένας επαρκής αναγνώστης, δε βρίσκω πιό ΟΜΟΡΦΟ και πιό μεγάλο κατόρθωμα, στο χώρο της ερωτικής ποίησης, από τον Πλατωνικό Φαίδρο. Σας έλεγα κάποτε μάλιστα, ότι εδώ αναπτύσσει και τη θεωρία των Ιδεών, στοιχειωδώς. Καθώς επίσης και πολλά άλλα πράγματα λέει εδώ, ποιός είναι ο συγγραφέας, αυτά που λέμε που ψάχνουμε να βρούμε ο μεγάλος συγγραφέας, τα κριτήρια και τα λοιπά, υπέροχο!Μας λέει τους υπέροχους μύθους των Τεττίγων, του Θεύθ, του Θαμούζ, τις ανακαλύψεις, τις εφευρέσεις, τι κακό φέρνουν οι εφευρέσεις, χίλια δύο υπέροχα πράγματα, αλλά είναι ο κατ’εξοχήν ερωτικός διάλογος.

Για να δείτε, θα σας πω λίγα λόγια, είμαστε υποχρεωμένοι, να σας δώσω την εικόνα, έτσι; – τη σκηνογραφία του διαλόγου, για να ιδούμε πώς φτάνει στην Ελένη. Ένα πρωϊ, έτσι αρχίζει ο Φαίδρος, ένα πρωϊ, ένας ωραίος έφηβος, ο Φαίδρος, βρίσκει στην Αγορά, στην Αρχαία Αγορά, εκεί που την είδαμε προχθές, που είχαμε πάει στην Ακρόπολη, κάτω, να περιφέρεται ο Σωκράτης. Πάντα σε στοές, σε κρήνες, ο Σωκράτης, έ; – σε άλση και τα λοιπά. Πήγε λοιπόν και τον παίρνει από κοντά. – Καλημέρα, Σωκράτη. – Καλώς τον ωραίο, τον πάγκαλο!Τον Σωκράτη τον ετρέλαινε η ομορφιά, μας λέει σε πολλούς Διαλόγους ο Πλάτων, στο Θεαίτητο, κυρίως, όπου έβλεπε ωραίο αγόρι, ωραίο έφηβο… Του λέει: ξέρεις, ο Φαίδρος, θέλω να σου πω κάτι. – Πες το μου Χθες, του λέει, μού στειλε ένα γράμμα ερωτικό ο Λυσίας, ο ρήτορας Λυσίας. Θυμάστε, στο Γυμνάσιο μαθαίναμε Λυσίου Υπέρ Αδυνάτου , που μαθαίναμε. Μού στειλε ένα γράμμα, λέει, και μου τα ρίχνει κατευθείαν, μου την έριξε (γελάει) που λέτε σεις, στη γλώσσα σας, η νέα γε … (μου την έπεσε), μου την έπεσε, που λέτε στη γλώσσα σας, η νέα γενεά. Λοιπόν. Μού χει γράψει ένα γράμμα, μ’έχει ζαλίσει. Σαν το κοτόπουλο είμαι, του λέει. Δεν ξέρω, είμαι έτοιμος να εν δώσω – Και τί κάθεσαι; του λέει ο Σωκράτης. Άμα σούχει γράψει τέτοια πράγματα…- Κοίταξε, του λέει, προτού πάρω τις όποιες αποφάσεις, ο Φαίδρος, μιλάμε τώρα, ερχόμαστε, κάνουμε μία πολύ συνοπτική αναφορά στο φαινόμενο ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, είναι τεράστιο το πρόβλημα, δεν μπορούμε να το επεξεργαστούμε σήμερα, η σχέση, ως γνωστόν, ήτανε ανάμεσα στον έφηβο από δεκαπέντε έως είκοσι, εικοσιδύο χρονών και στον ώριμο άντρα, από σαράντα έως πενήντα χρονών. Ο ώριμος ήταν ο εραστής, που έπαιζε το ρόλο του παιδαγωγού, έκανε «καλόν καγαθόν», έφτανε μιά στιβαρή και ρωμαλέα προσωπικότητα εξωτερικά και εσωτερικά, από γυμνάσματα μέχρι καλλιέργειες πνευματικές, το ρόλο του παιδαγωγού, και ο ερώμενος, ήταν το αγόρι, ο ωραίος αυτός έφηβος, που η ομορφιά του, η ομορφιά του και η δροσιά του, το ίουλον και το χνούδι και τα τούτα και τα κείνα, ενέπνεε, διότι υπάρχει μιά ιδιότυπη αντίληψη στους Έλληνες, και όχι μόνο στους Έλληνες, για την ομορφιά, πώς μπορούσε ένα αγόρι, άντρας, να συγκινεί άντρα, από την άλλη μεριά έχουμε το ανάλογο φαινόμενο του λεσβιακού έρωτα, έτσι; Η Σαπφώ και τα λοιπά, γυναίκα με γυναίκα, αυτό που λέμε σήμερα… αχ, σήμερα πού έχουμε φτάσει… σε τι εκπεσμούς… Λοιπόν. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό, η απλή εκδοχή που μας λένε οι καλλιτέχνες, οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι ποιητές, και τα λοιπά, είναι ότι από πλευράς καθαρά αντικειμενικής, ένα αντρικό σώμα, σαν ομορφιά, αισθητικά, είναι πολύ πιό άρτιο, πολύ πιό τέλειο, από ένα γυναικείο, έστω και αν αυτή η γυναίκα είναι η Ελένη, το σώμα.

Λοιπόν. Πολύ συνοπτικά, πολύ γενικά, σας λέω, να μην αρχίσω την ιστορία, πώς άρχισε το φαινόμενο, πώς εξελίχθηκε, πώς τους λέγανε, ονοματολογίες, είναι ολόκληρη φιλολογία, σας λέω. Σας παραπέμπω εκεί. Ελπίζω να σας δώσω και βιβλιογραφία καμιά φορά, κάπου έχω, μου είχε στείλει πέρσι, ένας μετεκπαιδευόμενος, μία άρτια βιβλιογραφία! Χάζεψα όταν την είδα! Απ’όλους τους αρχαίους, δηλαδή, τί λένε γι’αυτό το … τους μεγάλους συγγραφείς. Λοιπόν. Του λέει, αυτό κι αυτό, είμαι ζαλισμένος με το γράμμα που μούστειλε.

Εντάξει, του λέει ο Σωκράτης.- Όχι, λέει, θέλω πρώτα να στο διαβάσω. Και να μου πεις η γνώμη σου. Να μου πεις, αν πράγματι είναι σωστή η κρίση μου. – Να μου το διαβάσεις του λέει ο Σωκράτης. Πάμε, του λέει, από δω, από την Αγορά. – Πού να πάμε; – Πάμε να καθίσουμε εκει πέρα, στο ποταμάκι, στον Ιλισσό, εκεί στα πόδια του Αρδηττού λόφου, που είναι το Καλλιμάρμαρο, που λέμε σήμερα, έρεε το ποταμάκι τότε, μέσα σε πλατάνια, δροσιές, (δεν ξέρω τα βάρβαρα….. ) εκεί που είναι η οδός Καλλιρόης σήμερα, απέναντι από τις στήλες. Πήγαν λοιπόν, καθίσαν εκεί, ξυποληθήκανε, βάλανε και τα πόδια τους να τα βρέχει το νεράκι, και πιάνει και του διαβάζει το γράμμα, του Λυσία. – Πές μου, του λέει, δεν είναι πράγματι ωραίο γράμμα;Του λέει ο Σωκράτης:

– Απορώ πώς κάθεσαι! Αυτό δεν είναι γράμμα, παιδί μου. Αυτό, του λέει, κόβει κεφαλές. Ωραιότερο γράμμα, δεν θα μπορούσα να ακούσω να μου διαβάζουν.

– Είδες που στά λεγα, του λέει ο Φαίδρος, είδες που στά λεγα;

– Έχεις δίκιο, του λέει, όρμα του!

-Δε μου λες, του λέει, του κάνει μιά επίθεση ο Φαίδρος. Εσύ, τάχα, του λέει, δεν θα μπορούσες να γράψεις ένα τέτοιο γράμμα;

-στο Σωκράτη. Τον κοιτάζει ο Σωκράτης, μ’ εκείνη την ειρωνία, την τραγική ειρωνία.

– Καϋμένε μου, του λέει. Σου γράψω γω, σου γράψω γράμμα μόνο τέτοιο; Σου καλουπώσω άγαλμα εγώ! Άγαλμα! Εκατό φορές καλύτερο!

– Γράφτο! του λέει ο Φαίδρος.

– Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, του λέει ο Σωκράτης.

Και πιάνει λοιπόν και του υπαγορεύει ένα γράμμα, ερωτικό. Που παίζει το ρόλο ο Σωκράτης εδώ του εραστή, που προσπαθεί να πείσει τον ερώμενο ότι πρέπει να δεχτεί να γίνει ο ερώμενός του, να δημιουργήσουν αυτό το δεσμό. Όταν λοιπόν τελειώνει το γράμμα, διάβασε, τώρα, του λέει, στο Φαίδρο. Και πες μου αν σ’αρέσει.

Το διαβάζει ο Φαίδρος και λέει: έχεις δίκιο, Σωκράτη. Ωχριά το γράμμα του Λυσία, μπροστά σ’αυτό το γράμμα που μού γραψες εσύ. Κανείς δε μπορεί να γράψει καλύτερο!Είδες που στάλεγα; – του λέει ο Σωκράτης. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί όμως εδώ, είναι ότι η όλη επεξεργασία του προβλήματος, ήτανε απάνω σε μία τακτική ή σε ένα επίπεδο μηχανιστικό. Δηλαδή. Το ερωτικό γράμμα πού χε γράψει ο Λυσίας στο Φαίδρο, τού λεγε ότι οφείλεις να διαλέξεις απ’όλους τους ώριμους άντρες, τους επίδοξους εραστές, εμένα για εραστή σου. Διότι θα είναι η καλύτερη επιλογή που έχεις να κάνεις διότι εάν διαλέξεις εμένα έχεις να πάρεις αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό. Θα κερδίσεις όλα αυτά τα πράγματα. Χίλια δύο! Φερεγγυότητα, πλούτο, ιδέες, καλλιέργεια, παιδαγωγική, αξιοπιστία, ότι δεν θα τον προδώσει, ότι δεν θα τον διαβάλλει, θα τον κατασυκοφαντήσει, θα τον εξευτελίσει, χίλια δυό πράγματα! Και συ θα μου δώσεις, λέει, αυτό, που θα μου δώσεις. Ήτανε δηλαδή ένα ερωτικό γράμμα, απάνω σε μιά… στη διαδικασία του do ut des, που λέμε. Σου δίνω, για να μου δώσεις. Σου δίνω για να μου δώσεις. Αυτό είναι έρωτας. Αυτό πράγματι γίνεται. Στην πιό χυδαία, στην πιό απλή, έτσι; – στην πιό εμπράγματη εκδοχή, αυτό γίνεται.Σου δίνω για να μου δώσεις. Όταν συναντιούνται δύο, να πούμε, και… σ’αυτή την οαριστήν, την ερωτική συνάντηση, o ένας δίνει στον άλλον και παίρνει από τον άλλον, είναι δηλαδή μία εμπορική σύμβαση. Ένα είδος τέτοιας, μηχανιστικής, συμπεριφοράς, – καταλάβατε; Κι απάνω σ’αυτό το μοτίβο είχε γράψει το γράμμα ο Λυσίας. Και βεβαίως ο Σωκράτης, ήταν υποχρεωμένος να του απαντήσει στο ίδιο ύφος. Στην ίδια προβληματική και στην ίδια …

Εκεί λοιπόν ήταν που υπερείχε το γράμμα του Σωκράτη. Εκείνη τη στιγμή, που έχει μείνει εκστατικός ο Φαίδρος, μπροστά στην ανάγνωση του γράμματος του Σωκράτη, γίνεται κάτι παράξενο! Κάτι αλλόκοτο, αγαπητοί μου φίλοι.

Ξαφνικά αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, να φανεί το ασπράδι. Μιά ταραχή και μιά σύγχυση, σαν τις αυτές .. τις.. κρίσεις ή τις εκστάσεις που πάθαινε ο Βοναπάρτης πριν απ’τις μεγάλες μάχες, όταν έπιανε τα σχέδια, πώς θα την κάνω, εκεί γινότανε τέρας! Γύριζε το μάτι του ανάποδα! Γιατί αυτό ήταν η φοβερή σύλληψη, εκείνο που δεν το πήρε κανένας άλλος, έτσι; Αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, πέφτει κάτω σε μιά κατάσταση υστερίας, σελληνιασμός! Τον έπιασε μιά κρίση…

– Τί έπαθες του λέει ο..

– Ι……. Φαίδρε, του λέει, ω, Φαίδρε καλέ, ώ ρε Φαίδρε, τι κόντεψα να πάθω!

– Τι έπαθες Σωκράτη; – του λέει

– Δεν έπαθα αλλά θα το πάθω, του λέει. Θα πάθω εκείνο που έπαθε ο Στησίχορος. Θα τυφλωθώ! Θα με τυφλώσει ο έρωτας! Γιατί; Γιατί τον ύβρισα! Τί είναι αυτά τα πράγματα που έπιασε ….. αυτό είναι ο έρωτας; Ντετερμινιστική διαλεκτική, εμπόριο, συναλλαγή, τέτοια αισχρή και ωμή, να πάρω για να πάρεις, σα να πουλάμε κρομμύδια και σκόρδα;

– Ι……Και πέφτει κάτω και ικετεύει, Ω, θείε έρωτα συγχώρεσέ με,που πρόφτασα την τελευταία στιγμή και γλύτωσα γιατί τώρα θα περιγράψω τον αληθινό έρωτα. Τώρα θα πω ποιός είναι ο έρωτας! Κάνει δηλαδή την παλινωδία του ο Σωκράτης προτού τυφλωθεί. Κάνει την παλινωδία του, με την έννοια ότι περιγράφοντας μ’αυτό τον χυδαίο τρόπο τον αυτόν.. και περιγράφει πιά τον έρωτα σαν ουσία, σα βάθος, σαν πέμπτη ουσία, σαν την ομορφιά, σαν τον βαθύτερο κοσμικό Νόμο που κυβερνάει ολόκληρο το σύμπαν. Η αγάπη που τον ήλιο κινάει και τάλλα τ’αστέρια. Έτσι τελειώνει πάντοτε τα τρία μέρη της Κωμωδίας του ο Δάντης. Κι ο Αριστοτέλης θα μας πει, ο Θεός είναι αγάπη, έρωτας δηλαδή με την έννοια του κινούντος-ακινήτου, ως ερωμένου.

Σας τόχω πει ποτέ αυτό; Αυτό είναι συγκλονιστικό! Τι λέει; Ο Αριστοτέλης μας λέει ότι ο Θεός είναι.. από έρωτα έπλασε τον κόσμο και ο έρωτας είναι αυτός που κινεί τον κόσμο, κατά την εξής έννοια: είναι το κινούν ακίνητον ο Θεός που έπλασε και όλα γυρίζουν γύρω, γύρω του, από μία ερωτική αναζήτηση. Τι σημαίνει αυτό, πολύ απλά; Φέρτε στο μυαλό σας την εξής εικόνα: ένας έφηβος ερωτεύεται ένα κορίτσι, μία κόρη, στα δεκαοχτώ της χρόνια. Έρωτας σφοδρότατος! Η κόρη δεν το ξέρει. Και κάθεται μες το σπίτι της, διαβάζει τα μαθήματά της, κεντάει σαν την Αρετή του Ερωτόκριτου, κάνει τις αυτές της… , είναι χαρούμενη, τραγουδάει, γελάει, και τα λοιπά. Ο νέος όμως έχει άγριο έρωτα! Και δεν της έχει πει ακόμη τίποτα. Και όλη η σκέψη του είναι κολλημένη απάνω της. Τι κάνει τώρα,πού είναι, τρέχει στο σπίτι της μήπως τη δει από το παράθυρο, γυρίζει γύρω-γύρω, κάνει κύκλους, ό,τι κάνει το κάνει για να σταθεί μιά μέρα άξιος όταν θα την ζητήσει, – να τι έκανα εγώ και τα λοιπά, εμπνέεται, εργασι … όλες οι κινήσεις, όλες οι δράσεις, όλες οι σκέψεις, εμπνέονται δηλαδή από το αντικείμενο του έρωτά του. Έτσι μας λέει ο Αριστοτέλης είναι και ο Θεός. Έπλασε τα πλάσματά του κι από ένα φοβερό έρωτα, όλα γυρίζουν γύρω από αυτόν κι αυτός δεν ξέρει τίποτα! Όπως η κόρη δεν ξέρει τίποτα! Κι αυτό, λέει, είναι το κινούν ακίνητον, ως ερώμενον, ο Αριστοτέλης, – ο έρωτας. Κάτι ανάλογο λοιπόν, αυτόν τον έρωτα, με όλο αυτό το βάθος και όλη την ουσία και όλη την ευγένεια, αυτό το άρωμα, τώρα, λέει, θα το περιγράψω, ο Σωκράτης. Κι αρχίζει λοιπόν να μας περιγράφει την εικόνα του αυθεντικού έρωτα.

Εδώ θα σταματήσω. Δεν θα πω πώς περιέγραψε την εικόνα του αυθεντικού έρωτα γιατί τα ξέρουμε. Είναι εκείνο το άρμα της ψυχής, που λέγαμε προχθές, με τα δύο κακά άλογα, έ; – Ο Ηνίοχος στη μέση, η άγρια πάλη που γίνεται, – έ; – Οι δυνάμεις, από τη μία να συναντηθούν τα κακά άλογα, επιπηδάν, να ζευγαρώσουν, και τούτα, από την άλλη το σεμνό άλογο, με την αιδώ και τα λοιπά, που αντιστέκεται, η βούληση, ο Ηνίοχος που δεν αφήνει, και όοολη αυτή η ιστορία που είδαμε, αυτά τα υπέροχα πράγματα, αυτό το βάθος και η ομορφιά, η μαγεία και η δραματικότητα της ελληνικής ηθικής, όπως λέγαμε, είναι πιά αυτό το πράγμα που μας λέει ο Σωκράτης κι εκεί δίνεται και η λύση, από μία οπτική, η λύση αυτή, που την έχει αποσιωπήσει η σεμνότυφη παιδεία μας, ότι δεν αποκλείεται ο Σωκράτης να είχε και ερωτική, -πώς το λένε; – σωματική επαφή με τους μαθητές του, ή και όπως τα είπαμε τότε, «την υπό των πολλών μακαριστήν αίρεσιν ειλέσθειν τε και διεπραξάσθην», «και διαπραξαμένω», άπαξ, θα το ξανακάνουν, πλην «σπανία δε», που λέγαμε, όλα αυτά τα πράγματα. Αυτή λοιπόν είναι η Ελένη στον Πλάτωνα. H περίφημη παλινωδία μέσα, που του δίνει αφορμή δηλαδή να περιγράψει μ’αυτόν τον υπέροχο τρόπο, το ερωτικό φαινόμενο.

Θα αφήσω τους αρχαίους, για να πάμε σε μία πιά νεώτερη, πολύ μεγάλη μορφή, που δούλεψε την Ελένη… λίγο-πολύ, όλους τους ποιητές, και στην ευρωπαϊκή μέσα λογοτεχνία, η Ελένη τους έχει απασχολήσει, αλλά θα πάμε σε ένα ακραίο μέγεθος, που έχει τις αξιώσεις, της ίδιας ποιότητας, όπως είναι ο Πλάτων, όπως είναι ο Ευρυπίδης και τα λοιπά. Θα σας πω μόνο πώς είδε ο Γκαίτε την Ελένη, ο μεγάλος αυτός γερμανός ποιητής, ο Ολύμπιος Γκαίτε, όταν λέμε Γκαίτε εννοούμε ο Ευρωπαίος καλλιτέχνης,ποιητής, θεωρητικός, και όλα αυτά τα πράγματα. Πώς την είδε λοιπόν ο Γκαίτε την Ελένη και θα τελειώσουμε, ύστερα, θα κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση, πώς την είδανε πιά οι Νεοέλληνες μεγάλοι ποιητές, τέσσερα-πέντε αναστήματα, πολύ μεγάλα, να τελειώσουμε την εισήγησή μας.

Ο Γκαίτε, όπως ξέρετε αγαπητοί μου φίλοι, το μεγάλο του αυτό έργο, η Τραγωδία είναι ο Φάουστ, δούλεψε όπως λέγαμε πενήντα χρόνια, είχαμε μιλήσει, στην ερώτηση της Μαργαρίτας, να μην τα ξανα-υπενθυμίζουμε και τα λοιπά. Ο Φάουστ έχει δύο μέρη: πρώτον και δεύτερον. Φάουστ eins και Φάουστ zwei. Το πρώτο μέρος είναι τέσσερεις, τεσσερσίμισυ περίπου χιλιάδες στίχοι κα το δεύτερο μέρος είναι επτά χιλιάδες στίχοι.Και τα δύο δηλαδή, μας δίνουν μία Ηλιάδα σχεδόν. Το έργο αυτό το δούλευε σε πενήντα χρόνια και εκεί υπάρχει, να πούμε, όλη η σοφία του.. όλες οι δεξαμενές του ευρωπαϊκού πνεύματος. Το δεύτερο μέρος, ο Γκαίτε, του δίνει υπότιτλο Die Tragedie vom Helena. H Tραγωδία της Ελένης. Αυτή η Ελένη, είναι η Ελένη της Σπάρτης. Και μας λέει εκεί, βέβαια ακολουθεί τη ροή, την υπόθεση, την πλοκή του μύθου του, με το Φάουστ, με το Μεφιστοφελή, όλες αυτές οι ιστορίες, η γνώση του κόσμου, η εμπλοκή με την πείρα και την πίκρα και τη μαγεία του κόσμου, όλα αυτά τα σημεία και τα τέρατα που λέει, αλλά συνεχώς παρουσιάζεται η Ελένη, είναι δηλαδή η διοίκουσα γραμμή, η σπονδυλική στήλη, θάλεγε κανείς, ε…. με πολλούς τρόπους την ανασταίνει, δηλαδή, την Ελένη, αυτός την ανάστησε – κάτι ανάλογο θα επιχειρήσει να κάνει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια, αλλά αυτουνού… θα πάθει νεκροφάνεια, θα βγει βρυκόλακας η Ελένη, δε θα αναστηθεί, όπως και ο Οδυσσέας του, του Καζαντζάκη δυστυχώς δε θα αναστηθεί στην Οδύσσειά του, γι’αυτό δε διαβάζεται – έχει διαβάσει κανείς σας την Οδύσσεια ολόκληρη, του Καζαντζάκη; Να κάνουμε και εφαρμογές, έ;

Να κάνουμε και εφαρμογές.

Λοιπόν. Του Γκαίτε η Ελένη αναστήθηκε όμως. Ζωοδοτήθηκε και ξαναπερπάτησε, σαν την Ελένη του Ομήρου. Λοιπόν. Στο τέλος, η όλη του ιδέα είναι, για να μη τα πολυλογώ, αν θέλετε να μάθετε ελληνική ιστορία, ελληνική γεωγραφία, κλασσική εννοώ, ελληνική μυθολογία, θα πάτε να διαβάσετε το δεύτερο Φάουστ του Γκαίτε. Δεν ξέρετε τι λέει για την Ελλάδα εκεί! Ολα τα λέει και τα περιγράφει λεπτομερώς. Από κοντά του θα τον ακολουθήσει ο Χέλντερλιν, την ίδια εποχή, παρ’ότι αυτοί οι δύο μεγάλοι ευρωπαίοι ποιητές δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα. Δεν ήρθαν, δεν την είδαν, δεν την επισκεφθήκανε, όπως ο Μπάϋρον, παραδείγματος χάριν, ενώ ζήσαν και την επανάσταση, και τα λοιπά. Ο Γκαίτε, μάλιστα, έχει προφητεύσει και τη δολοφονία του Καποδίστρια, σας τόχω πει, από τους Μαυρομηχαλαίους, ένα-δυό χρόνια προτού πεθάνει.

Λοιπόν. Γιατί μας βάζει την Ελένη, μέσα στο Φάουστ ο Γκαίτε; Την Ελένη τη βάζει σαν σύμβολο της κλασσικής ιδέας. Αυτό που λέμε το κλασσικόν, όχι το κλασσικιστικόν. Το κλασσικόν. Η κλασσική αντίληψη ζωής και Τέχνης, έτσι; Κλασσική Ελλάδα, Κλασσικός κόσμος, Κλασσική Γραμματεία, Κλασσική Τέχνη. Το Κλασσικό. Το κλασσικό είναι μία τεχνοτροπία, όπως λέμε το ρομαντικό, ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός – έ; , ο υπερρεαλισμός, τούτα-κείνα, ο ιμπρεσσιονισμός, εξπρεσσιονισμός, όλα αυτά τα πράγματα, είναι μία τεχνοτροπία, ένας τρόπος δηλαδή με τον οποίον γράφεις, και στους αντίποδές του έχει το ρομαντικό, το ρομαντισμό,αλλά εδώ κάνουμε μία πρώτη βασική παρατήρηση. Είναι οι δύο μόνες τεχνοτροπίες που συνιστούν και ολοκληρωμένους τρόπους ζωής. Δεν είναι απλώς τεχνοτροπία το κλασσικό. Σύμφωνα μ’αυτή την αντίληψη, μπορείς να ζήσεις από το Α ως το Ω, ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία. Το ίδιο και το ρομαντικό. Πράγμα που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με τις άλλες αυτές… αισθητικές κατηγορίες, παραδείγματος χάριν με τον υπερρεαλισμό. Δεν μπορείς να ζήσεις με τον υπερρεαλισμό. Υπερρεαλιστικά δεν μπορείς να ζήσεις. Μπορείς να γράψεις Τέχνη, να συγκινείς και τα λοιπά, αλλά να ζήσεις, όχι. Γι’αυτό ακριβώς είναι και μερικότερα αυτά τα φαινόμενα και κάποτε εξαντλούνται ενώ το κλασσικό και το ρομαντικό είναι ανεξάντλητα.

Λοιπόν. Μας παίρνει λοιπόν την Ελένη και τη βάζει στο δεύτερο Φάουστ, με την έννοια ότι πίσω από αυτό το σύμβολο, υπάρχει η κλασσική Ελλάδα. Και η αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για τη ζωή, η κοσμοθεωρία τους και η αντίληψη αυτή, όπως ήρθε στη νεώτερη εποχή και επηρέασε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, μετά την Αναγέννηση. Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει το ρομαντικό. Το άλλο μισό. Ο ρομαντισμός είναι αντίθετο πράγμα. Δεν είναι τώρα της στιγμής, να πιάσουμε να δώσουμε τα βασικά γνωρίσματα, τι είναι κλασσικό, τι είναι ρομαντικό, απλώς σας δίνω την εικόνα και αφορμές για προβληματικές προσωπικές. Δυστυχώς, πολλά πράγματα θα τελειώσουμε και δε θα προφθάσουμε να τα πούμε.

Λοιπόν. Ο ρομαντισμός είναι η Ευρώπη. Το ρομαντικό πνεύμα. Γι’αυτό η Ευρώπη, ο Ρομαντισμός, αρχίζει με τον Οсean, μας λέει ο Σολωμός μας, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, αυτόν τον Σκώτο αοιδό και φτάνει, αποκορυφώνεται την εποχή, στα τέλη του 18ου αιώνα – έτσι; Λαμαρτίνος, θυμηθείτε εκεί, όλος…. Ουγκώ, όλος αυτός ο αγώνας, ο ρομαντισμός στην Ευρώπη, η εποχή της Schturm und Drang, oρμής και θύελλας, που λένε στη Γερμανία, ρομαντικοί, και φτάνει στην Ελλάδα, έρχεται καθυστερημένος και πιά όταν έχει περάσει η ακμή του στην Ευρώπη, άρρωστος δηλαδή, και πολύ καθυστερημένος, η ρομαντική σχολή των Αθηνών, που λέμε, οι Φαναριώτες, μετά το 1830, όλα αυτά τα κινήματα, αντίθετα από τη σχολή του Σολωμού, τους Επτανησιώτες, που έχουνε περισσότερο κλασσικίζοντα χαρακτήρα. Λοιπόν.

Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν για τον Γκαίτε ήταν: μπορούν αυτά τα δύο ρεύματα, που είναι αντίθετα, το κλασσικό και το ρομαντικό ή η Αρχαία Ελλάδα και η Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, μπορούν αυτά τα δύο να συνδυαστούν, να αποτελέσουν μία εύκρατη, μία οργανική σύνθεση και να μας δώσουν το τέλειο; Εκεί είναι τα δύο μισά, που εάν είναι δυνατόν να τους γίνει η σύνθεση η σωστή, θα μας δώσουν το τέλειο. Κι’αυτό το πρόβλημα ερευνά εισάγοντας την Ελένη. Ρομαντισμός, θα πρέπει ίσως να πούμε δυό-τρία στοιχεία για να καταλάβετε, σαν εντελώς βασικές πληροφορίες, Α-Β, που λέμε η Ευρώπη είναι ρομαντική, ο σκοτεινός μεσαίωνας, που είναι η μήτρα, δέκα αιώνες κείται ο νέος άνθρωπος, ο Ευρωπαίος, στο Μεσαίωνα, για να τον τινάξει η Αναγέννηση και ναρθεί σαν σύνθεση κλασσικών, ελληνικών και λατινικών στοιχείων και από την άλλη μεριά χριστιανικών στοιχείων. Ο ρομαντισμός λοιπόν, είναι αυτό το σκοτεινό, το ομιχλώδες, τα δάση εκεί της Βόρειας Ευρώπης, με τις μάγισσες, φέρτε στο μυαλό σας τον Μακμπέθ, του Σαίξπηρ, το ακαθόριστο, αυτή η φαντασία, να δουλεύει έτσι τα πάθη, το συναίσθημα. Συναίσθημα, αυτό είναι ρομαντικό. Ενώ το κλασσικό, είναι λογική περισσότερο, είναι καθαρότητα, είναι επιστήμη, είναι εμπειρία, πιστεύω πρώτα στα μάτια μου και μετά προχωρώ. Εδώ είναι και η αντίθεση που σας λέω, υπάρχει πολύ μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην Αρχαία Ελλάδα και στο Χριστιανισμό, στη Χριστιανική διδασκαλία. Αυτά τα πράγματα είναι ασυμβίβαστα, είναι η φωτιά με το νερό. Γι’αυτό πολεμήσανε με τόση μανία οι Χριστιανοί τους πρώτους αιώνες και τα σπάσανε όλα τα κλασσικά, δεν αφήσαν τίποτα, έ; Κι ήρθε ο Θεοδόσιος και δεν άφησε ούτε σχολές, έκλεισε τις σχολές, ούτε θέατρα, ούτε αγώνες γυμναστικούς, υπάρχει μιά φοβερή σύγκρουση εδώ η οποία δεν είναι φαινομενική, είναι από τις μεγάλες κοσμικές αντινομίες, που μας λεει ο Καντ. Δεν συμπληρώνονται (?) ποτέ αυτά τα πράγματα.

Λοιπόν. Η ιδέα του Γκαίτε ήταν, μπορούν να συνδυαστούν αυτά τα πράγματα και να μας δώσουν το τρίτο, το τέλειο πιά; Και πάνω σ’αυτό δούλεψε την παράστασή του με την Ελένη. Μας παρουσιάζει λοιπόν την Ελένη, την οποίαν, τη φέρνει στη Σπάρτη, την ανεβάζει απάνω στο Μυστρά, όχι κλασσική Σπάρτη πιά αλλά ο ρομαντικός Μυστράς, με το Μεσαίωνα, οι Βιλλεαρδουίνοι, τα Κάστρα, το Χρονικό του Μωρέως, θυμάστε, η πρώτη κατάκτηση της πόλης … την ανεβάζει απάνω στο ρομαντικό Μυστρά, φέρνει και το Φάουστ από την Ευρώπη, το ρομαντικό Φάουστ, και τους παντρεύει. Τους παντρεύει λοιπόν, τον Ιππότη, αυτό το Φάουστ, την έκφραση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και την Ελένη, την κλασσική μορφή με το ρομαντικό. Τους παντρεύει, τους φέρνει εις γάμου κοινωνίαν, που λέμε, προσπαθώντας να ιδεί εάν από τη σύνδεση αυτή θα βγεί το τέλειο,που θάναι οργανικό, θάναι …..

Λοιπόν. Πράγματι. Μετά από εννέα μήνες, αυτός ο γάμος δίνει έναν υπέροχο καρπό. Γεννιέται ένα αγοράκι, ο Εyphoreon: Ευφορίων. Ο Ευφορίων. Eyphoreon, το λέει ο Γκαίτε. Ένα υπέροχο αγοράκι, το οποίον από μικρό είναι θαυματουργό και τί δεν κάνει, αυτό το αγοράκι! Πίσω από αυτό το σύμβολο ο Γκαίτε θα σαρκώσει την εικόνα του Μπάϋρον, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα. Βλέπετε υπάρχουν εσωτερικοί οιρμοί, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα ο Μπάϋρον και μάλιστα, όπως ξέρουμε θα πεθάνει στην Ελλάδα, ο ρομαντικός Μπάϋρον. Μας δίνει λοιπόν… γεννιέται αυτό το παιδάκι, από τον καρπό του έρωτα του Φάουστ και της Ελένης, του κλασσικού και του ρομαντικού, αλλά το παιδάκι αυτό είναι θνησιγέννητο. Όταν θα γεννηθεί, μετά από λίγο θα πεθάνει. Η ιδέα, δηλαδή, του Γκαίτε, είναι πιά ότι αυτά τα δύο πράγματα δεν μπορούν να οδηγηθούν σε οργανική σύνθεση, να δέσουν. Έχουνε τέτοιες αντίθετες δυνάμεις μέσα τους, εσωτερικές και διαλυτικές, που ποτέ δε θα φτάσουν στη χρυσή σύνθεση. Εκεί θα καταλήξει όλη η σοφία του Γκαίτε. Ότι πιά ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον ελληνικό πολιτισμό. Μπορεί να πήρε πολλά στοιχεία, να τα αφομοίωσε, κάτω από την οδηγία και την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας, γιατί η Ευρώπη είναι χριστιανισμός, έτσι; Μην το ξεχνάμε. Η Ευρώπη είναι τα πεντακόσια εκατομμύρια του Πάππα. Τα εφτακόσια εκατομμύρια του Πάππα, Ευρώπη και Αμερική. Ο Πάππας κυβερνάει, δεν κυβερνάνε οι Βοstpon πώς τους λέτε; Και Major. Πώς τον λένε το Γάλλο; Ντεμιρέλ. Το Γάλλο το… Μιτεράν, Μιραμπώ, παρολίγο να πω… Μιραμπώ. Λοιπόν. O Πάππας είναι αυτός που κυβερνάει. H Eυρώπη είναι χριστιανική και ο Νίτσε λέει κάπου, τέσσερι άνθρωποι τη χτίσαν την Ευρώπη, σας τόχω ξαναπεί, έ; Ένας ωραίος ποιητής πάναγνος, ένας φοβερά πονηρός οργανωτής, ο Παύλος, που την έκανε κοσμικό σύστημα, η Μαρία, αυτή η πάναγνη κόρη και ο Πέτρος, που είναι η βάση, η πέτρα, πάνω στην οποία χτίστηκε, είναι η συνέχεια των αποστόλων, ο Πέτρος, το Βατικανό, δηλαδή.

Μεγάλες ιστορίες, τα αφήνουμε αυτά. Η ιδέα του Γκαίτε είναι ότι αυτά τα δύο πράγματα δε μπορούν να συνδεθούν και θα μείνουν, γι’αυτό δίνει να πεθαίνει ο καρπός. Εδώ θέλω να κάνω τώρα μία σύνδεση, μιά σύνδεση με τον μεγάλο μας Σολωμό. Σας λέω πολλές φορές, σας έλεγα όλο το χρόνο πολλές φορές, τι γίγαντας ποιητής είναι ο Σολωμός! Και μου λέγατε, σας έβλεπα να αμφιβάλλετε, στα μάτια σας τόβλεπα, τί μας λέει τώρα… ο Σολωμός.. Αυτή η φοβερή πρόταση του Ελύτη στο «Άξιον Εστί» , ο Σολωμός είναι ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων και όλων των λαών. Πάσχα των Ελλήνων, έλεγε ο … – είχαμε Πάσχα προχθές, λέει ο Σικελιανός. Ημέρα της Λαμπρής, θα πει ο Σολωμός. Δε θα πει Πάσχα, εβραϊκή λέξη. Λαμπρή! Όπως βγήκε μέσα από τη λαχτάρα και την ομορφιά και την ευσέβεια του Έλληνα. Λαμπρή! Ξέρετε πόσο χάος αισθητικό και χάος μεγαλοσύνης, υπάρχει ανάμεσα στους δύο ποιητές ; Απ’αυτή μόνο τη λέξη! Ημέρα της Λαμπρής! Και θα μας δώσει τις περίφημες αυτές τρεις οκτάβες, που είναι ίσως από τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα.

Λοιπόν ο Σολωμός, όλη του τη ζωή, από τη στιγμή που άρχισε να γράφει και συνειδητοποιήθηκε, την πέρασε μέσα σε μία φρικτή αγωνία, συμπληγάδες πέτρες, να ενώσει το ρομαντικό με το κλασσικό. Για να βρει το τρίτο είδος, μικτό, αλλά νόμιμο, όπως το λέει, το τρίτο είδος, το μικτό, αλλά νόμιμο, η σύνθεση η μεγάλη, με το οποίον αυτό ύφος να επιχειρήσει να κάνει την Τέχνη του. Αυτό, μας τόχει πει μ’εκατό φωνές, θα το βρείτε στα γράμματά του, στα γράμματα προς τον πατέρα του Γεράσιμου Μαρκορά, θα το βρείτε μέσα στο… πέστε το…. μέσα στους στοχασμούς του ποιητή, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ότι, άχ, λέει, στους φίλους του, πόσο χαίρομαι που δεν σας βασανίζει αυτό που με βασανίζει εμένα, να συνθέσω το ρομαντικό με το κλασσικό, και να φέρει σαν άκρα παραδείγματα του κλασσικού, τον Όμηρο. Και σαν άκρα παραδείγματα του ρομαντικού, του ρομαντισμού, τρεις Ευρωπαίους ποιητές, το Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Εδώ πάει, τον Γκαίτε λιγώτερο. Τον Δάντη και τον Σαίξπηρ. κυρίως. Και όλος του ο αγώνας είναι να συνθέσει αυτά τα δύο πράγματα και να μπορέσει να δώσει ποίηση. Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Ότι ο Σολωμός δεν μας έδωσε ποίηση. Γιατί δεν μας έδωσε ποίηση, αγαπητοί μου φίλοι; Γιατί συντρίφτηκε μέσα σ’αυτά τα χασματικά του μετέωρα. Σ’αυτή την αδυνατότητα. Ο Σολωμός δεν το επεξεργάστηκε θεωρητικά το πρόβλημα σαν τον Γκαίτε. Ο Γκαίτε το επεξεργάζεται θεωρητικά, γι’αυτό μας καταλήγει με τον Ευφορίωνα, ότι θα πεθάνει ο Ευφορίωνας. Ο Σολωμός, τόζησε στην πράξη, όχι σαν θεωρητικός. Αλλά σαν αγωνιστής, με την έννοια ότι προσπάθησε να κάνει ποίηση. Μ’αυτή τη σύνθεση και αυτό, επειδή δεν μπορεί να γίνει αυτή η σύνθεση, το τρίτο είδος το μικτό αλλά νόμιμο, όπως το λέει, τρίτο είδος μικτό αλλά νόμιμο, επειδή δε μπορεί να γίνει η σύνθεση αυτών των πραγμάτων, γι’αυτό δε μας έγραψε ο Σολωμός και δεν μας άφησε ποίηση, αλλά μας άφησε αποσπάσματα, μόνο φραγκμέντα, στίχους, που κάθε ένα απόσπασμα όμως, κάθε ένας στίχος, αγαπητοί μου φίλοι, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, στην τελευταία φάση του Σολωμού, – ξέρετε πόσο βαραίνει; Για δέκα τόμους. Πάτε να διαβάσετε, εκείνος που κατανοεί βαθειά ποίηση και τέχνη, ένα… όταν λέει ο στίχος… ο Σολωμός, το στίχο: «ολίγο φως και μακρινό, σε μέγα σκότος κι’έρμο» .. , να μπορέσει να αναγνώσει κανείς και να ερμηνεύσει αυτό το στίχο. Θέλει να γράψει δέκα τόμους! Όταν λέει ο Σολωμός στα Τελικά του, «αχ, πού είν’ο ύπνος ο γλυκός και τ’όμορφο όνειρό του»… ένας στίχος, δέκα τόμους θα γράψει! Όταν λέει ο Σολωμός «άγγελε, μόνο στ’όνειρο, μου δίνεις τα φτερά σου», δέκα τόμους θα γράψεις! Και για να φτάσεις σε μιά τέτοια αυτή… μπορεί να βασανιζότανε ένα, δυό, τρία χρόνια, αυτό που λέγαμε.. Ποιές είναι οι κατηγορίες της Τέχνης; Ο Σολωμός λοιπόν δεν μας έδωσε ποίηση διότι στην πράξη επεχείρησε να κάνει, γιαυτό συντρίφτηκε, αυτό που θεωρητικά το έκανε ο Γκαίτε την ίδια εποχή και το δούλεψε. Ο μεγάλος Γκαίτε. Κάπου, ο Ελύτης, σε μιά στιγμή του ευνοημένη, τόπιασε αυτό, και μας τόπε σε δύο ωραίους στίχους, έλα δω Γιώργη, που έχεις κοντά σου το «Άξιον Εστί», πούν’ο Γιώργης; Πες τους ωραίους αυτούς στίχους, που λέει … μετά.. θα σας τους πω εγώ. Θα μας τους σχολιάσει ο Γιώργος.

Πρώτον. Οι περίφημοι εκείνοι στίχοι, που λέει, κάπου: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νούς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη«. Αλλά έχει δύο στίχους θεωρητικούς, που δεν τους κατάλαβε και ο Ελύτης. Είμαι βέβαιος, την ώρα που τους έγραφε, δεν ήξερε τί γράφει. Λέει: – δεν ήξερε, δηλαδή αυτό κάνουν οι μεγάλοι ποιητές, ο poete vates που λένε, ο μάντης ποιητής (η μούσα, η έμπνευση) η μούσα είναι αυτή, ναι, η μανία, δηλαδή. Γιά κοιτάξτε δύο στίχους, λέει: «Ποιητής», – στο Δοξαστικό, το τρίτο μέρος στο » Άξιον Εστί«, «Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι«. Για κοιτάξτε, τί θέλει να πει ο Ελύτης. «Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι». Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Δύο χέρια έχουμε. Ετούτο και κείνο. Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Που είναι και το ανεξίτηλο, το πραγματικό; Ήτανε αυτό το ύφος που αναζήτησε ο Σολωμός, σε όλη του τη ζωή. Τον πρόφτασε δηλαδή τον Γκαίτε, στην ίδια εποχή, ο Γκαίτε προηγήθηκε, όπως πρόφτασε και τη φοβερή σφαγή που έγινε ανάμεσα στον Νίτσε και το Βιλαμόβιτς, που σας έλεγα, που περιέγραψε, που κατηγορεί τον Ευρυπίδη, γιατί σκότωσε την αρχαία τραγωδία, που λέει ότι ο μεγαλότολμος Αισχύλος, την υποψιάστηκε, το ρομαντισμό, που θαρθεί μετά από οκτώ αιώνες στην Ευρώπη, αυτά όλα στους στοχασμούς του ποιητή, χίλια δύο άλλα πράγματα, και, όπως προέβλεψε λοιπόν αυτή τη φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στο Νίτσε και στο Βιλαμόβιτς, έτσι δούλεψε και στα επίπεδα του Γκαίτε, πολύ πιό αγνός όμως, γιατί αυτός έσπασε και τα μούτρα του κι έπεσε μέσα και συντρίφτηκε, εκεί που ο Γκαίτε, μακριά από την Ευρώπη, αυτό το πράγμα το είδε σαν θεωρητικός και το επεξεργάστηκε με τον τρόπο που επεξεργάστηκε. Θα μου πείτε: Αυτά βγαίνουν εμμέσως. Με την ίδια την Ελένη, έχει καμιά σχέση ο Σολωμός; Όπως θα ιδούμε έχει ο Ελύτης, έχει ο Σεφέρης, έχει, ξέρω εγώ, ο Σικελιανός, έχει ο Καβάφης. Για την Ελένη μας έχει δώσει ένα μόνο στίχο, ο οποίος δεν υπάρχει στην κλασσική έκδοση του Λίνου Πολίτη, που έχει κάνει ο «Ίκαρος», θα τον βρείτε στα αυτόγραφα έργα του, τις φωτοτυπίες δηλαδή, που τις φωτοτυπήσανε, τα χειρόγραφα που τα φωτοτύπησε ο Λίνος Πολίτης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο οποίος όμως αυτός στίχος, είναι από εκείνους τους στίχους που λέμε βαραίνει, βαραίνει, όσο ένα κυβικό εκατοστό από μάζα μελανής οπής. (γελάει)

Θυμάστε που σας έλεγα πόσο βαραίνει, ένα κυβικό εκατοστό μάζα, ένα ζάρι δηλαδή, δέκα εις την δεκάτην πέμπτη γραμμάρια, ένα δισεκατομμύριο τόνους δηλαδή. Ποιός είναι ο στίχος; «και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου«. Το «μνήσθητί μου» ο παπάς το λέει για να τον ακούσουμε, τη φριχτή ώρα του θανάτου, που πεθαίνουμε, «και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου». Για μιά στιγμή την έχασα, δηλαδή, την Ελένη, και χάνομαι. Αυτός ο στίχος είναι από τον «Κρητικό«, το απόσπασμα, το περίφημο εκείνο ποίημα, το απόσπασμα ο «Κρητικός» και θα σας πω, είναι αξιόλογο, ότι αυτό το «μνήσθητί μου», θα σας δώσω τη γραφή για να δείτε, στο «Σολωμό» μου τόχω βάλει, στο βιβλίο που είχα γράψει παλαιότερα στα νιάτα μου για το Σολωμό, τόχω βάλει μετωπίδα, όταν γρα…συμπεριλαμβάνω τον «Κρητικό» γιατί πιστεύω ότι είναι το καλύτερο κομμάτι του, το γράφει ως εξής: «μνί-σθι-τί μου» , όλα γιώτα, μία λέξη, φωνητική γραφή. Φωνητική, ούτε ορθογραφίες, ούτε τίποτα. Άλλωστε η γραφή του Σολωμού ξέρετε ότι είναι τέτοια, έ; Δεν υπάρχουν ούτε ορθογραφίες, τίποτα, από τα αυτά… Πόσο μακριά έβλεπε, δηλαδή, ή πόσο βλέπει, σε δύο αιώνες, γιατί δε θα γίνουμαι ποτέ, θα εξαφανιστούμε…

Έχω την ιδέα, θα σας πω κάτι πολύ μελαγχολικό, εάν εισαγάγουμε το λατινικό αλφάβητο και μεις, όπως τόκανε ο Ατατούρκ με τους Τούρκους, θα εξαφανιστούμε μέσα στην Ευρώπη. Είναι φοβερό αυτό που σας λέω. Και σαν υπόθεση ακόμη. Αλλά δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, τί τραγική μοίρα που έχουμε εμείς, ο μόνος λαός, μέσα στα εκατόν ογδόντα έθνη του ΟΗΕ, που έχουμε μία γλωσσική παράδοση τόσο ισχυρή, με τέτοιο πλούτο και με τέτοια δύναμη και που ζουν στις εκατό οι πενήντα λέξεις, όπως τις έλεγε ο λαός μας την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, και είμαστε τόσο απομονωμένοι από την Ευρώπη με το αλφάβητο αυτό, γιατί τα γράμματά μας τα βλέπουνε όπως βλέπουμε εμείς… , – σταματήσατε ποτέ σε Κινέζικα; σταματήσατε ποτέ σε Γιαπωνέζικα; σταματήσατε ποτέ στη γραφή του Ισραήλ; ‘Ετσι τα βλέπουνε. Δέκα Γερμανοί μούχαν πει, κατά καιρούς που έκανα στη Γερμανία, πότε, τέλος πάντων, θα βάλετε το λατινικό αλφάβητο, να σας διαβάσουμε και εμείς. Αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα φοβερό, απάνω σ’αυτό, γιατί ένας λόγος είναι να βάλεις το λατινικό αλφάβητο! Ένα δίλημμα φοβερό, σαν αυτό που αντιμετώπισε ο Σολωμός, με το κλασσικό και το ρομαντικό και συντρίφτηκε. Είναι μεγάλη ιστορία, θα μας πάει σε άλλα νερά…

Λοιπόν, τελειώνω με το Σολωμό και κάνω, πολύ, σε τρία λεπτά τελειώνω, πολύ σύντομες αναφορές. Σικελιανός, δεν έπιασε η Ελένη του, όπως δεν έπιασε τίποτα του Σικελιανού, έχει κάτι ωραίους στίχους, πολλά έχει γράψει για την Ελένη, την περίφημη εκείνη «κι ανάμεσα στ’αδέρφια της,που ακροποδίζουν το βουνό, σκυμμένη μέσα σε πέπλο αθάνατο, κατηφοράει σαν το νερό η Ελένη«, – από τον Ταϋγετο που κατεβαίνει, ανάμεσα στους Διοσκούρους, – ε; στον Κάστορα και στον Πολυδεύκη, Δυοσκούροι, οι κούροι του Διός, τα αδέρφια της, οι δύο αστερισμοί που βλέπουμε πάνω τώρα να μεσουρανούν, το βράδυ, στις δέκα η ώρα, έντεκα, οι Δίδυμοι, που λέμε, και είναι, νομίζω, και τώρα η εποχή των Διδύμων, έ; Τα ζώδιά σας και οι βλακείες τους. Οι Δίδυμοι δεν είναι τώρα; Το ζώδιο των Διδύμων είναι. Λοιπόν. Ο Ταύρος είναι. Μετά είναι οι Δίδυμοι. Τώρα είναι ο Αλντεμπαράν! Ω, τι έχουμε να πούμε αύριο για το Αλντεμπαράν του Εμπειρίκου ! Λοιπόν. Τίποτα, δε στάθηκε τίποτα για το (Σικελιανό) , είπε, αλλά δεν την άγγιξε την Ελένη. Την Ελένη την άγγιξε ο Καβάφης. Προσέξτε! Με την εξής ιδιοτυπία. Ο Καβάφης δεν έχει γυναίκες μές την ποίησή του. Το ξέρουμε αυτό. Τέσσερεις,πέντε μορφές, αλλά αυτές σεβάσμιες γυναίκες, η Κρατησίκλεια, αυτή η ωραία Σπαρτιάτισσα, η μάνα του Κλεομένη του Β’ και δυό-τρεις άλλες, να πούμε, Αλεξάνδρα και Ιαναίος, και τέτοια, δεν έχει γυναίκα γιατί έχει τους εφήβους, είχε τη γνωστή αυτή… ωραία , τον ελληνικό έρωτα, ομοφυλοφιλική συμπεριφορά του, αλλά το σύμβολο της Ελένης, θα μπορούσε να πει κανείς, το πέρασε μέσα στο ιδεώδες ζεύγος του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, οι οποίοι ήτανε ερωτικό ζευγάρι, όπως ξέρετε, έτσι; Ερώμενος ο Αχιλλέας και εραστής ο Πάτροκλος. Αυτά μας τα λέει.. θα τα διαβάσετε στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Αλλά και άλλες \ μαρτυρίες… , όπως επίσης ερωτικό ζευγάρι ήτανε ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, οι δύο αυτοί τυραννοκτόνοι που παραδίδονται, πηγαίνετε στο Θουκυδίδη να τα βρείτε αυτά. Και βέβαια για τον…. είπαμε ομοφυλοφιλικό έρωτα στην Ελλάδα, δεν έχουμε καιρό.. να ιδείτε τί .. λέει ο Πίνδαρος, έβλεπε ένα αγοράκι δώδεκα χρονών και λέει «λυώνω, όπως λυώνει το κερί της κερύθρας τον Ιούλιο», ή τι λέει ο Φειδίας ή τι λέει ο Σοφοκλής, είναι άλλα πράγματα, μας στέλνουνε μακριά. Τώρα απλώς, έτσι, αφορμές σας δίνω, αλλά μετά φόβου Θεού τα πλησιάζουμε αυτά.

Λοιπόν. Το ζευγάρι αυτό, ο Αχιλλέας και Πάτροκλος, οι περίφημοι, είτε «Η Κηδεία του Σαρπηδόνος» είτε τα περίφημα » Άλογα του Αχιλλέως», θάλεγε κανείς, μέσα από την ομοφυλική του ιδιαιτερότητα την ερωτική, συμπε… Εκείνος που πολλά έχει να πει για την Ελένη, αλλά όχι βέβαια στα βάθη του Σολωμού, – για το Θεό δηλαδή! – , μη μας ακούσουνε, είναι ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ – της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη – ΤΗΣ. Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; «κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα«, «με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι«, και άλλα μετά, «η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, «κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί » . «Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη«…. , μας έχει δώσει πολλά ωραία, ο Ελύτης, και σταματάμε στο Γιώργο Σεφέρη.

Τρία λεπτά και τελειώνουμε. Η περίφημη Ελένη του Σεφέρη, είναι της ύστερης ποιητικής δημιουργίας του Γιώργου Σεφέρη, μετά το 1950, είναι στο «Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ’«, …Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…», στα ποιήματα για την Κύπρο, την ενεπνεύσθη από κει, και εδω, σαν πηγή, δεν λαβαίνει πιά τον Όμηρο, αλλά λαβαίνει τον Ευρυπίδη. Μας λέει ότι – θυμάστε, εκεί, ότι πήγανε και πολεμούσαν δέκα χρόνια, οι Έλληνες, στην Τροία, και σκοτωνόντουσαν και γέμισε ο Σκάμανδρος κουφάρια, «και τα κορμιά μας σαν τα σταρόσπυρα στις μυλόπετρες», που τ’αλωνίζανε, γιατί; «Γιά ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν Ελένη«. Ο κλασσικός στίχος. Για κάτι που δεν υπήρχε, δηλαδή, για ένα στόχο που δεν υπήρχε, τούτα και κείνα. Αυτή είναι η ιδέα του Ευρυπίδη, βέβαια, στην Τραγωδία, αυτό που σας είπα τώρα, ξαναγυρίζουμε στον Ευριπίδη, γι’αυτό έχει και μετωπίδα στο ποίημά του αυτό ο Σεφέρης, τους στίχους αυτούς του Ευρυπίδη, κάποιους στίχους από την Ελένη,που λέει «ουκ εύα εις Πέργαμα Τροίας», δεν πήγε ποτέ στην Τροία, ούτε μπήκε στα «γαλαζόπλωρα καράβια», «αλλ’είδωλον ην», το είδωλό της ήταν αυτό που πήγε. Το ερώτημα, εδώ απάνω, αγαπητοί μου φίλοι, είναι το εξής: από τον Ευρυπίδη ο Σεφέρης απλά το μιμήθηκε και θέλησε να του δώσει και μιά πολιτική απόχρωση, με την ασβολερή μοίρα της Κύπρου, τώρα με την κατοχή από τους Άγγλους, την εποχή εκείνη που τόγραφε, και τα λοιπά.

Γιατί πολεμούσαν οι Έλληνες δέκα χρόνια στην Τροία; Για ένα στόχο. Για ένα σκοπό. Υπήρχε στόχος και σκοπός. Και για αυτό τον στόχο τάδωσαν όλα. Φύγανε, αφήσανε οικογένειες, πατρίδες, χωριά, περιουσίες, πλούτη, ειρήνη, χαρά, έρωτες και πηγαίναν και σκοτωνόντουσαν μέχρι τέλους και μέχρις εσχάτων. Ποιός ήταν αυτός ο στόχος; Να πάρουν την Ελένη. Η Ελένη δεν ήταν στην Τροία. Που σημαίνει ότι πίσω από αυτό το στόχο, δεν υπήρχε νόημα, δεν υπήρχε ουσία. Ο στόχος ήταν μία απάτη. Ήταν κάτι δηλαδή χωρίς λόγο, μιά ανοησία, μιά απάτη. Ως εδώ πάει καλά. Από εδώ το πράγμα γίνεται δραματικό και καταντάει τραγικό και μπορούμε να καταλάβουμε την ιδέα του Ευρυπίδη.

Μήπως, μήπως και όλοι αυτοί οι στόχοι που έχουμε και εμείς στη ζωή μας, δεν έχουνε ένα αντίκρυσμα, δεν έχουνε ένα κοίτασμα; Δεν έχουν μιά πραγματικότητα; Είναι μία απάτη; Και την παθαίνουμε και εμεις, όπως εκείνοι που πολεμούσαν για το τίποτα και πεθαίνανε; Μήπως όλη η ζωή μας είναι χωρίς λόγο; Που εισάγεται πιά ένας πεσσιμισμός, μιά απαισιοδοξία, μια…

Αυτό το πρόβλημα από την αρχαία εποχή απασχολεί τους έλληνες στοχαστές, και μάλιστα την εποχή που, έγραφε, είχε προηγηθεί του Ευρυπίδη, το είχανε επεξεργαστεί οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και το είχαν κλείσει κάτω από τη φοβερή αυτή στέγη, στην ιστορία της φιλοσοφίας που λέμε γιγαντομαχία της «περί της ουσίας». Εδώ γίνεται γιγαντομαχία, ουσία υπάρχει ή δεν υπάρχει;

 
Δ. Λιαντίνης

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

ΕλευσίναΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ, Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ “ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ” ΚΑΙ Η ΕΝ ΕΤΕΙ 431- 485 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΚΑΜΨΕΩΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΤΡΩΑΣ/ΕΦΕΣΤΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ

Το 170 μ.κ.ε., οι Σαρμάτες κατέστρεψαν τον Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από τον Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Βυζαντινού/Χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Ο Θεοδόσιος Α’ ως αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 μ.κ.ε. διέταξε το κλείσιμο όλων των ιερών/ναών των πατρώων/εφέστιων Ελλήνων Θεών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των κατά τα πάτρια/εφέστια λατρευόντων στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική και μόνη υπαρκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Έτσι τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσίνιων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396 μ.κ.ε., όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος μαζί με Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσαν όλο το ιερατείο.

Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος “ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα“. Ο Ευνάπιος στον βίο του Ιουλιανού μας αναφέρει εκτός των άλλων και τα εξής : «Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαιών, και βιαστικά πήγε να τον βρεί. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την οικογένεια των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει τις ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει αφιερωθεί σε άλλους θεούς, και να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε άλλους θεούς. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος.

Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά θα εκθεμελιώνοντας και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό, έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με λεπτομέρειες στην «Ιστορία» μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε εκείνον τις πύλες τις Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται.» Βλ. Ευνάπιος «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 7.3.1.1 – 7.3.5.6»

Όμως παρότι ο πανίερος της Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης ναός σταμάτησε να λειτουργεί (όντας κατεστραμμένος πλέον) και τα πάναγνα μυστήρια τους έπαυσαν δια ποινής θανάτου, τα Ελευσίνια του θείου Νεστόριου μυστήρια και η σύμπασα θεουργική αναγωγή δεν χάθηκε, μιας και αυτός μύησε σε αυτά, όπως λέγει ο Μαρίνος Νεαπόλεως στο “βίο του Πρόκλου”, τον υιό του Πλούταρχο (τον νεότερο).

Ο δε θείος Πλούταρχος – “το κάλλος και ο λυρισμός όλης της φιλοσοφίας” (ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα) όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Ευνάπιος – μύησε την κόρη του – και εγγονή του Νεστόριου – Ασκλειπιγένεια αλλά και τον μαθητή του τον θείο Συριανό.

Η δε θεία Ασκληπιγένεια μύησε τον θείο Πρόκλο, άμα την μύηση του τελευταίου στην του Πλάτωνος μυσταγωγία εκ μέρους του θείου Συριανού – ο οποίος τον κατέστησε όχι μόνον επόπτη των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή, αλλά τον κατέστησε και μέτοχο και κοινωνό σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος μυσταγωγία! Μάλιστα για να μην είναι αμύητος στους στην Λυδία της Μ. Ασία σωζόμενους θεσμούς, το θείο μηχανεύτηκε μια αφορμή για να τον κάνει να ταξιδεύσει εκεί. Κάποτε λοιπόν που βρέθηκε μέσα σε μια παραζάλη και τρικυμία περιστάσεων και σε τυφωνικούς ανέμους ου φυσούσαν ενάντια στην έννομη ζωή, αυτός σταθερά και ακλόνητα, αν και ριψοκίνδυνα, συνέχισε την ζωή του και, όταν σε μια δύσκολη περίσταση κατηγορήθηκε από γιγαντιαία αρπακτικά, έφυγε αμέσως από την Αθήνα, υπακούοντας στην περιφορά του σύμπαντος, και πραγματοποίησε το ταξίδι στην Μ. Ασία. Έτσι εκεί και αυτός ξεκάθαρα έμαθε όσα ίσχυαν σε εκείνους του τόπους και εκείνοι που ζούσαν εκεί, αν κάτι από το δρώμενο το παρέβλεπαν λόγω του μακρού χρόνου που είχε περάσει, το διδάχτηκαν, καθώς ο φιλόσοφος τους υποδείκνυε πιο διεξοδικά τα σχετικά με τους θεούς.

ΔΗΛ., ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΗΣ ΑΤΥΠΗ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΙΕΡΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ:

Νεστόριος

Πλούταρχος ο νεότερος

Συριανός + Ασκληπιγένια

Πρόκλος (ο Λύκιος).

Εξ ου και ο Μιχαήλ Ψελός, στα «Θεολογικά, 74.124 – 74.138», αναφερόμενος στον θείο Πρόκλο λέγει πως: «ο Πρόκλος υπήρξε των Ελλήνων ο τελευταίος Δαδούχος και Ιεροφάντης.» (Theologica 74.124 ` to Theologica 74.125 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶ ἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο). Ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431-485 μ.κ.ε., που απόηχός του έχει φθάσει μέχρι και τις ημέρες μας, είχε τόσο ισχυρά φιλοσοφικά θεμέλια, όντας το ισχυρότερο “κλαδί” του θρησκευτικού γενεαλογικού δένδρου της πατρώας των Ελλήνων θρησκείας, που τελικώς, αυτός ο ίδιος ο νεοπλατωνισμός, αποτέλεσε την ίδια τη βάση της χριστιανικής θρησκείας, η οποία για να μπορέσει να κυριαρχήσει απέναντι του αναγκάστηκε να “ασπαστεί” συγκαλυμμένα πάμπολλες θέσεις και απόψεις του καθώς προσπαθούσε η ίδια να δημιουργήσει εκείνη την εποχή το θεολογικό της υπόβαθρο!

Εν τέλει η θρησκεία του Χριστιανισμού αδυνατώντας να “κερδίσει” τον νεοπλατωνισμό, όντας ο μόνος ουσιαστικά εχθρός της, στο τέλος προέβη, μη έχοντας άλλο “όπλο”, στο κλείσιμο της του Πλάτωνος Ακαδημίας το 529 μ.κ.ε. από τον χριστιανό Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στη δια ποινής θανάτου απαγόρευση της διδασκαλίας της πατρώας φιλοσοφίας και στον αφορισμό των όσων ακολουθούσαν τα του Πλάτωνος δόγματα. Πράγμα που ανάγκασε, όπως λέγει ο βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα μ.κ.ε. Αγαθίας, τον τελευταίο σχολάρχη της, τον Δαμάσκιο από την Συρία, να αυτό-εξοριστεί μαζί με τους έξι μαθητές του (τους Σιμπλίκιο από την Σικελία, Ευλάμιο από τη Φρυγία, Πρισκιανό από τη Λυδία, Ερμεία και Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο από την Γάζα) στην Περσία στην αυλή του Πέρση βασιλέα Χοσρόη Α΄.

Αιώνια τιμή λοιπόν στους γνησιότερους και ουσιαστικότερους φορείς της ιερής πατρώας/εφέστιας θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και των μυστηρίων της!

Αιώνια τιμή: στον θείο Νεστόριο

Στον θείο Πλούταρχο τον Αθηναίο (έζησε κατά τα έτη 350 – 430 μ.κ.ε.).

Στον θείο Συριανό (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 432 – 450 μ.κ.ε.): σε εκείνον που υπήρξε αληθώς συμβακχεύσας του Πλάτωνα και εκείνος που συμπληρώθηκε πλήρως από την θεία Αλήθεια και κατέστη για εμάς οδηγός της Πλατωνικής θεωρίας και όντως Ιεροφάντης των θείων λόγων του Πλάτωνα, αυτός που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής του δέχτηκε τo γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας κατέστησε μετόχους και κοινωνούς όχι μόνον σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια αλλά και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων! Εκείνος που, όπως λέγει ο θείος Πρόκλος, ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την αγιστεία (=λατρεία) στο σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον!

Στον μεγάλο Ιεροκλή, τον συγγραφέα του υπομνήματος στα Χρυσά έπη του Πυθαγόρα

Στον θείο Πρόκλο (σχολάρχης της ακαδημίας κατά τα έτη 450 – 485 μ.κ.ε.), στον του όλου Κόσμου Ιεροφάντη: στον τελευταίο Δαδούχο και Ιεροφάντη των Ελλήνων! Ο οποίος ως ον/ψυχή άνηκε στην Ερμαϊκή σειρά/βαθμίδα και είχε την ψυχή του Πυθαγόρειου Νικόμαχου απο τα Γέρασα. Ήταν μια ψυχή/οντότητα που εμφυσά την δύναμη του πυρός και απλώνοντας τα φτερά του νου του σηκώνονταν προς τον πυρσοέλικτο αιθέρα και αντηχούσαν οι πολύαστροι κύκλοι της αθάνατης ψυχής του Κόσμου.

Ο θείος Πρόκλος, γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 412 μ.κ.ε. και πέθανε στην Αθήνα την 17η Μουνιχιώνα (17η Απριλίου) του έτους 485 μ.κ.ε. ή αλλιώς το 124ο έτος από την βασιλεία του Ιουλιανού, όταν άρχοντας στην σεπτή πόλη της Αθηνάς Παρθένου ήταν ο Νικαγόρας ο νεότερος.

Στην θεία Ασκληπιγένεια, την κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου – που εξ αυτής ο Πρόκλος μυήθηκε όχι μόνοο στα του μεγάλου Νεστόριου μυστήρια και τη σύμπασα θεουργική αναγωγή, μιας και μόνο από αυτήν εσώζετο του μεγάλου Νεστόριου τα μυστήρια και η σύμπασα θεουργική αναγωγή που της είχε παραδοθεί εκ του πατρός της, αλλά και στις των Χαλδαίων “συστάσεσι”, «εντυχίαις» και στις θείες και άφθεκτες στρόφαλους.

Στον Μαρίνο (Νεαπόλεως) – μαθητή, βιογράφο και διάδοχο του Πρόκλου στην του Πλάτωνος ακαδημία. που σε πείσμα της σαρωτικής επέλασης του εξουσιαστικού ιουδαϊκού χριστιανισμού, που στόχο είχε να αντικαταστήσει δια της ωμής βίας την κυριαρχία του ελληνικού τρόπου σκέψης και ζωής, στάθηκαν (ακόμη και με κίνδυνο της βιολογικής τους υπάρξεως) θεματοφύλακες και διέσωσαν με τα κείμενά τους την πατρώα/εφέστια των Ελλήνων θρησκευτική και θεολογική παράδοση!
 

Πώς Μπορείτε να Διαχειριστείτε την Κριτική των Άλλων

Κανένας δεν απολαμβάνει την κριτική, αλλά μερικοί από εμάς είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι σ’ αυτή.

-Το παίρνετε προσωπικά όταν το αφεντικό σας, σας λέει να σωπάσετε κατά την διάρκεια μιας συνάντησης;
-Σας χαλάει τη μέρα, που κάποιος σας ρίχνει μια επικριτική ματιά όταν το παιδί σας έχει ξεσπάσματα θυμού;
-Νιώθετε αποτυχημένοι όταν ένας πελάτης απορρίψει την πρότασή σας;

Για τους τελειομανείς, η κριτική είναι μία έκθεση των αδυναμιών τους. Δουλεύουν τόσο σκληρά για να τις κρύψουν, που είναι εξαιρετικά επώδυνο όταν βγαίνουν στο φως.

Πώς αντιδράτε στην κριτική;

Μερικοί άνθρωποι μοιάζουν σαν να μπορούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτή. Άλλοι μπορεί να την εσωτερικεύσουν και βαθιά μέσα τους να πιστεύουν ότι είναι αλήθεια. Μπορεί να κλάψουν ή να αισθανθούν άχρηστοι. Ως εκ τούτου μπορείτε να παίξετε εκ του ασφαλούς. Μερικοί αντιδρούν στην κριτική με θυμό και άμυνα. Μπορείτε επίσης να γίνετε τρομερά επικριτικοί με τους άλλους.

Η κριτική είναι μέρος της ζωής μας. Ο,τιδήποτε και αν κάνουμε, κινδυνεύουμε να κριθούμε για αυτό.

Ο Αριστοτέλης είπε: «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να αποφύγεις την κριτική: μην κάνεις τίποτα, μην πεις τίποτα και μην είσαι τίποτα».

Φυσικά, το να μην κάνεις ή το να μην λες τίποτα δεν είναι μια καλή στρατηγική για να αποφύγουμε την κριτική. Τα πάντα εμπεριέχουν κάποιον κίνδυνο. Και ο κίνδυνος συνοδεύει την πιθανότητα οι άλλοι να μην εγκρίνουν ή να μην τους αρέσει αυτό που κάνουμε.

Αφού δεν μπορούμε να αποφύγουμε την κριτική, πρέπει να βρούμε τρόπους να την διαχειριστούμε.

Πως να αντιμετωπίσετε την κριτική:

1. Αναρωτηθείτε για την πηγή της κριτικής: εκτιμάτε την άποψη του επικριτή σας; Τι μοτίβο συμπεριφοράς έχει το άτομο αυτό, βοηθητικό ή επιβλαβές; Η κριτική από κάποιο στενό οικογενειακό πρόσωπο έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή που μπορεί να ασκήσει κάποιος άγνωστος.

2. Τι είδους κριτική είναι: Μερικές φορές η κριτική είναι γεμάτη κακία. Άλλες μορφές κριτικής είναι εποικοδομητικές. Η εποικοδομητική κριτική δεν είναι προσωπική επίθεση. Μπορεί να είναι βοηθητική και να μας ωθήσει να προχωρήσουμε μπροστά. Δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει.

3. Να έχετε μια διάθεση εξέλιξης: Να είστε ανοιχτοί στη μάθηση και στην αλλαγή. Αντί να εστιάζετε στην αλλαγή, «μεταφράστε» την κριτική σαν μια ευκαιρία αυτο-βελτίωσης.

4. Απομακρυνθείτε από ότι δεν μοιάζει αληθινό και μην το παίρνετε προσωπικά: Αν η κριτική πραγματικά δεν μοιάζει έγκυρη, στρέψτε αλλού την προσοχή σας. Μην στέκεστε τόσο σ’ αυτή και μην την υπεραναλύετε. Προσπαθήστε να αποδεχθείτε ότι μπορεί να μην είναι αλήθεια και επικεντρωθείτε στις δικές σας δυνάμεις. Δεν είναι όλες οι κριτικές πραγματικά για εσάς. Μπορεί να είναι μια προβολή της ανασφάλειας, της ζήλειας ή της δυστυχίας κάποιου.

5. Νιώστε τα συναισθήματά σας: Επιτρέψτε στον εαυτό σας να νιώσει πληγωμένος ή θυμωμένος. Δεν είναι καθόλου βοηθητικό να αρνείστε ή να θάβετε τα συναισθήματά σας. Μιλήστε για αυτά, γράψτε για αυτά, αφήστε τα ελεύθερα να πάρουν μορφή. Μετά συνεχίστε να προχωράτε μπροστά.

6. Εκτιμήστε τον εαυτό σας: Σε συνδυασμό με τη βίωση αυτών των σκληρών συναισθημάτων, δείξτε καλοσύνη στον εαυτό σας και μην τον κατηγορείτε. Δώστε του μια θεραπευτική βοήθεια και χρησιμοποιείστε τον ενθαρρυντικό μονόλογο με φράσεις τύπου «Η κριτική πονάει, αλλά δεν μπορεί να με ορίσει».

Η αυτό-αξία μας δεν καθορίζεται μόνο από το πόσο μοιάζουμε στους άλλους ανθρώπους, από τα αποτελέσματα της εργασίας μας ή από τις επιλογές μας. Ο σεβασμός είναι κύριο συστατικό στην ομαλή επικοινωνία και αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους.

Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να τους ικανοποιήσουμε όλους. Όταν το αποδεχθούμε αυτό, θα μπορέσουμε να αποδεχθούμε και ολοκληρωμένα τον εαυτό μας.

Το Μονοπάτι της Αγάπης, Το Μονοπάτι του Φόβου

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ παρά ένα όνειρο. Ζούμε σε μια φαντασίωση, όπου όλα όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας είναι αληθινά μόνο για μας.

Η αλήθεια μας δεν είναι αλήθεια για κανέναν άλλο, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών η των γονιών μας. Ας αναλογιστούμε απλώς τι πιστεύουμε εμείς για τον εαυτό μας και τι πιστεύει η μητέρα μας για εμάς.

Μπορεί να ισχυρίζεται ότι μας ξέρει πολύ καλά, αλλά δεν έχει ιδέα ποιοι είμαστε πράγματι, και αυτό το γνωρίζουμε. Μπορεί να πιστεύουμε ότι ξέρουμε πολύ καλά τη μητέρα μας, αλλά δεν έχουμε ιδέα ποια είναι πραγματικά.

Στον νου της έχει όλες αυτές τις φαντασιώσεις πού δεν μοιράστηκε ποτέ με κανέναν άλλο. Δεν έχουμε ιδέα τι έχει στον νου της.

Αν εξετάσουμε τη ζωή μας και προσπαθήσουμε να θυμηθούμε τι κάναμε σε ηλικία έντεκα ή δώδεκα ετών, θα διαπιστώσουμε ότι θυμόμαστε μόνο λιγοστά πράγματα, θα θυμόμαστε βεβαίως τα πιο σημαντικά, όπως το όνομά μας, γιατί αυτά τα επαναλαμβάνουμε συνεχώς. Μερικές φορές, όμως, ξεχνάμε το όνομα των παιδιών ή των φίλων μας. Αυτό συμβαίνει γιατί η ζωή μας αποτελείται από όνειρα — πολλά σύντομα όνειρα που μεταβάλλονται διαρκώς.

Τα όνειρα έχουν την τάση να διαλύονται, και γι' αυτό ξεχνάμε τόσο εύκολα.

Κάθε άνθρωπος έχει ένα προσωπικό όνειρο ζωής και το όνειρο αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από αυτά των άλλων.

Ονειρευόμαστε σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μας και τροποποιούμε το όνειρό μας ανάλογα με τον τρόπο που κρίνουμε, ανάλογα με τον τρόπο που θυματοποιούμε τον εαυτό μας.

Γι' αυτό δύο άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν ποτέ το ίδιο όνειρο. Σε μια σχέση, μπορούμε να προσποιηθούμε ότι είμαστε ίδιοι, ότι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, ονειρευόμαστε κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά αυτό δεν μπορεί ποτέ να συμβεί.

Υπάρχουν δύο ονειρευτές και δύο όνειρα. Κάθε ονειρευτής ονειρεύεται με τον δικό του τρόπο. Γι' αυτό πρέπει να δεχόμαστε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε δύο ονειρευτές’ πρέπει να σεβόμαστε ο ένας το όνειρο του άλλου.

Μπορεί να έχουμε χιλιάδες σχέσεις ταυτόχρονα, αλλά κάθε σχέση υφίσταται μόνο ανάμεσα σε δύο άτομα. Έχω σχέση με κάθε έναν από τους φίλους μου, και η σχέση αυτή υφίσταται ανάμεσα στους δυο μας.

Έχω σχέση με κάθε ένα από τα παιδιά μου, και κάθε σχέση είναι εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Ανάλογα με τον τρόπο που ονειρεύονται οι δύο άνθρωποι, χαράσσουν την κατεύθυνση του ονείρου που ονομάζουμε σχέση. Κάθε σχέση μας -με τη Μαμά, τον Μπαμπά, τα αδέλφια, τους φίλους- είναι μοναδική, γιατί ονειρευόμαστε ένα σύντομο όνειρο μαζί. Κάθε σχέση μετατρέπεται σε ζωντανό ον που δημιουργήθηκε από δύο ονειρευτές.

Όπως ακριβώς το σώμα μας αποτελείται από κύτταρα, έτσι και τα όνειρά μας αποτελούνται από συναισθήματα. Υπάρχουν δύο κύριες πηγές συναισθημάτων: η μια είναι ο φόβος και όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από αυτόν’ η άλλη είναι η αγάπη και όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από αυτήν.

Βιώνουμε και τα δύο συναισθήματα, αλλά αυτό που υπερισχύει στους καθημερινούς ανθρώπους είναι ο φόβος. Θα λέγαμε ότι το φυσιολογικό είδος σχέσης σε αυτό τον κόσμο βασίζεται κατά 95% στον φόβο και κατά 5% στην αγάπη.

Αυτό μπορεί να αλλάξει, βέβαια, ανάλογα με τους ανθρώπους, αλλά ακόμα και αν ο φόβος αναλογεί στο 60% και η αγάπη στο 40%, και πάλι η σχέση βασίζεται στον φόβο.

Για να κατανοήσουμε αυτά τα συναισθήματα, θα ήταν καλύτερα να περιγράψουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της αγάπης και του φόβου, τα οποία εγώ αποκαλώ «το μονοπάτι της αγάπης» και «το μονοπάτι του φόβου».

Τα δύο αυτά μονοπάτια αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς για να δούμε πώς ζούμε τη ζωή μας. Ο διαχωρισμός αυτός γίνεται για να μπορέσει ο λογικός νους να καταλάβει και να αποκτήσει τον έλεγχο των επιλογών του.

Ας δούμε κάποια από τα χαρακτηριστικά της αγάπης και του φόβου.

Η αγάπη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις. Ο φόβος, αντίθετα, κατακλύζεται από υποχρεώσεις.

Στο μονοπάτι του φόβου, ότι κάνουμε οφείλεται στο ότι είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε και περιμένουμε και από τους άλλους να κάνουν κάτι επειδή είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν.

Είμαστε υποχρεωμένοι και μόλις πρέπει να κάνουμε κάτι, αρχίζουμε να αντιστεκόμαστε. Όσο περισσότερο αντιστεκόμαστε, τόσο περισσότερο υποφέρουμε. Αργά ή γρήγορα, προσπαθούμε να αποφύγουμε τις υποχρεώσεις μας.

Από την άλλη πλευρά, με την αγάπη δεν χρειάζεται να προβάλλουμε αντιστάσεις. Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε γιατί το θέλουμε. Γίνεται ευχαρίστηση’ είναι σαν παιχνίδι και το διασκεδάζουμε.

Η αγάπη δεν δημιουργεί προσδοκίες. Ο φόβος είναι γεμάτος προσδοκίες. Με τον φόβο κάνουμε πράγματα γιατί θεωρούμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να τα κάνουμε και περιμένουμε ότι και οι άλλοι θα κάνουν το ίδιο. Γι' αυτό μάς πληγώνει, ενώ η αγάπη όχι. Περιμένουμε κάτι και αν δεν συμβεί, νιώθουμε πληγωμένοι — είναι άδικο.

Κατηγορούμε τους άλλους που δεν εκπλήρωσαν τις προσδοκίες μας.

Όταν αγαπάμε, δεν έχουμε προσδοκίες’ κάνουμε κάτι γιατί το θέλουμε, και αν και οι άλλοι το κάνουν ή δεν το κάνουν είναι γιατί το θέλουν ή δεν το θέλουν, και κανείς δεν παίρνει τίποτα προσωπικά.

Όταν δεν περιμένουμε να συμβεί κάτι, και όντως δεν συμβεί, δεν έχει σημασία. Δεν αισθανόμαστε πληγωμένοι, επειδή ό,τι και να συμβεί δεν έχουμε πρόβλημα. Γι' αυτό και τίποτα σχεδόν δεν μπορεί να μας πληγώσει όταν είμαστε ερωτευμένοι.

Δεν περιμένουμε από τον αγαπημένο μας να κάνει κάτι και δεν έχουμε υποχρεώσεις.

Η αγάπη βασίζεται στον σεβασμό.

Ο φόβος δεν σέβεται τίποτα, ούτε καν τον ίδιο τον φόβο.

Αν σας λυπάμαι, σημαίνει ότι δεν σας σέβομαι. Δεν είστε σε θέση να κάνετε τις δικές σας επιλογές. Όταν πρέπει να επιλέξω εγώ για εσάς, τη στιγμή εκείνη δεν σας σέβομαι.

Αν δεν σας σέβομαι, προσπαθώ να σας ελέγξω. Τις περισσότερες φορές, όταν λέμε στα παιδιά μας πώς να ζήσουν τη ζωή τους, είναι γιατί δεν τα σεβόμαστε. Τα λυπόμαστε και προσπαθούμε να κάνουμε γι' αυτά ό,τι θα έπρεπε να κάνουν εκείνα για τον εαυτό τους. Όταν δεν σέβομαι τον εαυτό μου, τον λυπάμαι και αισθάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλός για να τα καταφέρω σε αυτό τον κόσμο. Πώς ξέρετε ότι δεν σέβεστε τον εαυτό σας;

Όταν λέτε: «Εγώ ο καημένος, δεν είμαι αρκετά δυνατός, δεν είμαι αρκετά έξυπνος, δεν είμαι αρκετά όμορφος, δεν μπορώ να τα καταφέρω».

Η μεμψιμοιρία πηγάζει από την έλλειψη σεβασμού.

Η αγάπη είναι αδίστακτη’ δεν λυπάται κανέναν, έχει όμως συμπόνια. Ο φόβος είναι γεμάτος οίκτο’ λυπάται τους πάντες. Λυπάστε κάποιον όταν δεν τον σέβεστε, όταν θεωρείτε ότι δεν είναι αρκετά δυνατός για να τα καταφέρει. Από την άλλη πλευρά, η αγάπη σέβεται. Αγαπάμε κάποιον και ξέρουμε ότι μπορεί να τα καταφέρει. Ξέρουμε ότι είναι αρκετά δυνατός, αρκετά έξυπνος, αρκετά καλός και ικανός να κάνει τις δικές του επιλογές. Δεν χρειάζεται να επιλέξουμε εμείς γι' αυτόν. Είναι σε θέση να τα καταφέρει μόνος του. Αν πέσει, μπορούμε να του δώσουμε το χέρι μας, να τον βοηθήσουμε να σηκωθεί και να του πούμε: «Μπορείς να το κάνεις, προχώρα». Αυτό είναι συμπόνια και διαφέρει από τον οίκτο. Η συμπόνια πηγάζει από τον σεβασμό και την αγάπη’ ο οίκτος από την έλλειψη σεβασμού και τον φόβο.

Η αγάπη είναι απολύτως υπεύθυνη. Ο φόβος αποφεύγει την ευθύνη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άμοιρος ευθυνών. Το να προσπαθούμε να αποφύγουμε την ευθύνη είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουμε, επειδή κάθε πράξη έχει συνέπειες.

Όλα όσα σκεφτόμαστε και όλα όσα κάνουμε έχουν συνέπειες. Με κάθε επιλογή, έχουμε μια έκβαση ή μια αντίδραση. Αν δεν επιλέξουμε, έχουμε πάλι μια έκβαση ή μια αντίδραση. Θα υποστούμε τις συνέπειες των πράξεων μας με τον έναν τρόπο ή με τον άλλον. Γι' αυτό κάθε άνθρωπος είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για τις πράξεις του, ακόμα και αν δεν το επιθυμεί. Ίσως κάποιος άλλος να προσπαθήσει να πληρώσει για τα δικά μας λάθη, αλλά γι' αυτά θα πληρώσουμε και εμείς ούτως ή άλλως, και τότε θα τα πληρώσουμε διπλά.

Όταν οι άλλοι προσπαθούν να είναι υπεύθυνοι για εμάς, αυτό που δημιουργείται τελικά είναι ένα μεγαλύτερο δράμα.
Η αγάπη γεννά ευγένεια και ο φόβος σκληρότητα.
 Με τον φόβο είμαστε πάντοτε γεμάτοι υποχρεώσεις και προσδοκίες, δεν έχουμε σεβασμό, αποφεύγουμε την ευθύνη και αισθανόμαστε οίκτο. Πώς μπορούμε να νιώσουμε καλά όταν υποφέρουμε από τόσο μεγάλο φόβο; Νιώθουμε ότι είμαστε θύματα: αισθανόμαστε θυμό, θλίψη, ζήλια, προδοσία.

Ο θυμός δεν είναι παρά φόβος κρυμμένος πίσω από ένα προσωπείο. 
Η θλίψη είναι φόβος κρυμμένος πίσω από ένα προσωπείο. 
Η ζήλια είναι φόβος κρυμμένος πίσω από ένα προσωπείο. 

Με όλα αυτά τα συναισθήματα που πηγάζουν από τον φόβο και προκαλούν πόνο, μπορούμε μόνο να προσποιούμαστε ότι είμαστε ευγενικοί.

Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε ευγενικοί, γιατί δεν αισθανόμαστε καλά, δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Αν ακολουθείτε το μονοπάτι της αγάπης, δεν έχετε υποχρεώσεις ούτε προσδοκίες. Δεν λυπάστε τον εαυτό σας ή τον σύντροφό σας. Όλα σας πάνε καλά και γι αυτό ένα χαμόγελο είναι μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σας. Αισθάνεστε καλά με τον εαυτό σας και, επειδή είστε ευτυχισμένοι, είστε και ευγενικοί. Η αγάπη είναι πάντοτε ευγενική, και αυτή η ευγένεια σας κάνει γενναιόδωρους και ανοίγει όλες τις πόρτες. Η αγάπη είναι γενναιόδωρη. Ο φόβος είναι εγωιστής’ τα πάντα αφορούν εμένα και μόνον εμένα. Ο εγωισμός κλείνει όλες τις πόρτες.

Η αγάπη, σε αντίθεση με τον φόβο, δεν θέτει όρους. Στο μονοπάτι του φόβου, αγαπάμε κάποιον αν μας αφήσει να τον ελέγχουμε, αν είναι καλός μαζί μας, αν ταιριάζει στην εικόνα που έχουμε φτιάξει γι αυτόν. Δημιουργούμε μια εικόνα τού πώς θα πρέπει να είναι και επειδή δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ αυτή η εικόνα, τον κρίνουμε και τον βρίσκουμε ένοχο. Πολλές φορές, μάλιστα, ντρεπόμαστε γι' αυτόν επειδή δεν είναι αυτό που θα θέλαμε. Αν δεν ταιριάζει στην εικόνα που έχουμε δημιουργήσει, μας φέρνει σε δύσκολη θέση, μας ενοχλεί, δεν έχουμε καθόλου υπομονή μαζί του. Απλώς προσποιούμαστε ότι είμαστε ευγενικοί. Στο μονοπάτι της αγάπης, δεν υπάρχουν αν, δεν υπάρχουν όροι. Αγαπάμε κάποιον χωρίς λόγο, χωρίς δικαιολογία. Τον αγαπάμε όπως είναι και είναι ελεύθερος να είναι ο εαυτός του. Αν δεν μας αρέσει όπως είναι, τότε καλύτερα να είμαστε με κάποιον άλλο που μας αρέσει. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αλλάξουμε κανέναν, και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μας αλλάξει.

Αν πρόκειται να αλλάξουμε, θα το κάνουμε επειδή το θέλουμε, επειδή θέλουμε να πάψουμε να υποφέρουμε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν ολόκληρη τη ζωή τους στο μονοπάτι του φόβου. Διατηρούν μια σχέση επειδή αισθάνονται ότι έτσι πρέπει. Διατηρούν μια σχέση, γεμάτοι προσδοκίες τόσο για τον σύντροφο όσο και για τον εαυτό τους. Οι διάφορες δραματικές καταστάσεις και ο πόνος απορρέουν από το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε διαύλους επικοινωνίας που υπήρχαν προτού γεννηθούμε. 
Οι άνθρωποι γίνονται κριτές και θύματα, κουτσομπολεύουν ο ένας τον άλλον, κουτσομπολεύουν με τους φίλους τους, κουτσομπολεύουν στα μπαρ. 

Σπέρνουν μίσος ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς τους. 
Συσσωρεύουν συναισθηματικό δηλητήριο και το μεταδίδουν στα παιδιά τους. «Κοίταξε τον πατέρα σου, κοίταξε τι μου έκανε. Μη γίνεις σαν τον πατέρα σου. Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι’ όλες οι γυναίκες είναι ίδιες». Αυτό κάνουμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε πολύ — με τα παιδιά, τους φίλους, τους συντρόφους μας.

Στο μονοπάτι του φόβου υπάρχουν τόσοι όροι, προσδοκίες και υποχρεώσεις που διαμορφώνουμε ένα πλήθος κανόνων μόνο και μόνο για να προστατευτούμε από τον συναισθηματικό πόνο, όταν στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να υπάρχουν κανόνες. Οι κανόνες αυτοί επηρεάζουν την ποιότητα των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ μας επειδή όταν φοβόμαστε λέμε ψέματα. Αν προσδοκάτε από μένα να έχω μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, τότε νιώθω την υποχρέωση να φέρομαι κατ' αυτόν τον τρόπο. 

Στην πραγματικότητα, δεν είμαι αυτό που θα θέλατε. Αν φερθώ με ειλικρίνεια και δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, αυτό θα σας πληγώσει και θα θυμώσετε. Τότε θα σας πω ψέματα, γιατί φοβάμαι την κρίση σας. Φοβάμαι ότι θα με κατηγορήσετε, θα με βρείτε ένοχη και θα με τιμωρήσετε. Και κάθε φορά που θα το θυμάστε, θα με τιμωρείτε ξανά και ξανά για το ίδιο λάθος.

Στο μονοπάτι της αγάπης υπάρχει δικαιοσύνη. Αν κάνετε ένα λάθος, πληρώνετε μόνο μια φορά γι' αυτό και αν αγαπάτε αληθινά τον εαυτό σας, μαθαίνετε από αυτό το λάθος. Στο μονοπάτι του φόβου δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Αναγκάζετε τον εαυτό σας να πληρώσει χίλιες φορές για το ίδιο λάθος. Αναγκάζετε τον σύντροφο ή τον φίλο σας να πληρώσει χίλιες φορές για το ίδιο λάθος. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση αδικίας και ανοίγει πολλές συναισθηματικές πληγές. Με αυτόν τον τρόπο, φυσικά, προκαλούμε οι ίδιοι την αποτυχία μας. Οι άνθρωποι δημιουργούν δράματα για τα πάντα, ακόμα και για κάτι πολύ απλό και ασήμαντο. Συναντάμε αυτά τα δράματα σε φυσιολογικές σχέσεις στην κόλαση, γιατί τα ζευγάρια ακολουθούν το μονοπάτι του φόβου.

Σε κάθε σχέση υπάρχουν δύο μισά: το ένα είστε εσείς και το άλλο ο γιος, η κόρη, ο πατέρας, η μητέρα, οι φίλοι ή ο σύντροφος σας.

Εσείς είστε υπεύθυνοι μόνο για το δικό σας μισό. Δεν έχει σημασία πόσο οικεία νιώθετε ή πόσο δυνατά νομίζετε ότι αγαπάτε’ δεν μπορείτε να είστε υπεύθυνοι για όσα υπάρχουν στο κεφάλι ενός άλλου ατόμου. Δεν μπορείτε ποτέ να γνωρίζετε τι αισθάνεται, τι πιστεύει ή τις υποθέσεις που κάνει. Δεν γνωρίζετε τίποτα γι αυτό το άτομο. Αυτή είναι η αλήθεια, αλλά τι κάνουμε; Προσπαθούμε να είμαστε υπεύθυνοι για το άλλο μισό και γι' αυτό το λόγο οι σχέσεις στην κόλαση βασίζονται στον φόβο, το δράμα και τον πόλεμο για την απόκτηση ελέγχου.

Αν βρισκόμαστε σε πόλεμο για την απόκτηση ελέγχου, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει σεβασμός. Η αλήθεια είναι ότι δεν αγαπάμε. Πρόκειται για εγωισμό και όχι για αγάπη’ θέλουμε να πάρουμε τις μικρές δόσεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά.

Όταν δεν υπάρχει σεβασμός, βρισκόμαστε σε πόλεμο για την απόκτηση ελέγχου, γιατί ο ένας αισθάνεται υπεύθυνος για τον άλλον. Πρέπει να ελέγχουμε τον άλλον, γιατί δεν τον σεβόμαστε. Πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για τον άλλον, γιατί ό,τι του συμβεί θα πληγώσει εμάς και θέλουμε να αποφύγουμε τον πόνο. Στη συνέχεια, αν δούμε ότι δεν "είναι υπεύθυνος’’, θα του το χτυπάμε συνεχώς για να τον κάνουμε να γίνει υπεύθυνος’ "υπεύθυνος", όμως, κατά τη δική μας άποψη, που δεν είναι πάντα και η σωστή.

Αυτό συμβαίνει όταν ακολουθούμε το μονοπάτι του φόβου. Επειδή δεν υπάρχει σεβασμός, συμπεριφερόμαστε στον άλλον σαν να μην είναι αρκετά καλός ή αρκετά έξυπνος για να διακρίνει τι είναι ή τι δεν είναι καλό γι' αυτόν. Υποθέτουμε ότι δεν είναι αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει κάποιες καταστάσεις και να φροντίσει τον εαυτό του. Πρέπει να πάρουμε τον έλεγχο και λέμε: «Άσε να το κάνω εγώ αντί για σένα» ή «Μην το κάνεις αυτό». Προσπαθούμε να καταπνίξουμε το δικό του μισό από τη σχέση και να πάρουμε εξ ολοκλήρου τον έλεγχο. Αν πάρουμε τον έλεγχο ολόκληρης της σχέσης, τότε πώς συμμετέχει το άλλο άτομο;

Με το άλλο μισό μπορούμε να μοιραστούμε, να διασκεδάσουμε, να δημιουργήσουμε το πιο όμορφο όνειρο. Αλλά το άλλο μισό έχει φτιάξει το δικό του όνειρο, τη δική του βούληση, και αυτό το όνειρο δεν μπορούμε ποτέ να το ελέγξουμε, όσο σκληρά και αν προσπαθούμε. Τότε, έχουμε μια επιλογή: μπορούμε να προκαλέσουμε συγκρούσεις και πόλεμο για την απόκτηση ελέγχου ή να γίνουμε συμπαίκτες. Οι συμπαίκτες παίζουν μαζί και ποτέ ο ένας ενάντια στον άλλον.

Αν παίζετε τένις με έναν παρτενέρ, αποτελείτε ομάδα και ποτέ δεν παίζετε ο ένας εναντίον του άλλου, ποτέ. Ακόμα και αν παίζετε με διαφορετικό τρόπο, έχετε τον ίδιο στόχο: να διασκεδάσετε μαζί, να παίξετε μαζί, να είστε συμπαίκτες. Αν ο παρτενέρ σας θέλει να ελέγχει το παιχνίδι σας και λέει: «Όχι, μην παίζεις έτσι, παίξε με αυτό τον τρόπο. Όχι, δεν το κάνεις σωστά», δεν πρόκειται να διασκεδάσετε. Τελικά, θα καταλήξετε να μη θέλετε πια να παίζετε μαζί του. Αντί να είστε ομάδα, εκείνος , θέλει να ελέγχει το τρόπο με τον οποίο παίζετε. Και χωρίς ομαδικό πνεύμα θα βρίσκεστε συνέχεια σε σύγκρουση. Αν αντιμετωπίσετε την ερωτική σας σχέση ως ομάδα,  όλα θα αρχίσουν να βελτιώνονται. Σε μία σχέση, όπως και σε ένα παιχνίδι, δεν έχει σημασία η νίκη ή η ήττα. Παίζετε γιατί θέλετε να διασκεδάσετε.

Στο μονοπάτι της αγάπης, δίνουμε περισσότερα από όσα παίρνουμε. Και φυσικά, αγαπάμε τόσο τον εαυτό μας που δεν επιτρέπουμε σε ιδιοτελείς ανθρώπους να μας εκμεταλλευτούν. Δεν επιζητούμε εκδίκηση, αλλά είμαστε σαφείς στην επικοινωνία μας. Μπορούμε να πούμε:
«Δεν μου αρέσει όταν προσπαθείς να με εκμεταλλευτείς, όταν δεν με σέβεσαι, όταν μου φέρεσαι με αγένεια. Δεν έχω ανάγκη κάποιον να με κακοποιεί λεκτικά, συναισθηματικά, σωματικά. Δεν θέλω να σε ακούω να βρίζεις συνεχώς. Όχι επειδή είμαι καλύτερος από σένα, αλλά επειδή αγαπώ την ομορφιά. Μου αρέσει να γελάω, να διασκεδάζω, νααγαπάω. Δεν είμαι εγωιστής, απλώς δεν χρειάζομαι ένα μεγάλο θύμα στο πλάι μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπάω, αλλά δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη για το δικό σου όνειρο. Μια σχέση μαζί μου θα δυσκολέψει πολύ το Παράσιτό σου, γιατί δεν πρόκειται να αντιδράσω καθόλου στις ανοησίες σου». Αυτό δεν είναι εγωισμός’ είναι αγάπη για τον εαυτό μας. Ο εγωισμός, ο έλεγχος και ο φόβος καταστρέφουν κάθε σχέση. Η γενναιοδωρία, η ελευθερία και η αγάπη δημιουργούν την πιο όμορφη σχέση: ένα ειδύλλιο που συνεχώς εξελίσσεται.

Το να τελειοποιήσουμε μια σχέση εξαρτάται μόνο από εμάς. Το πρώτο βήμα είναι να αποκτήσουμε επίγνωση, να κατανοήσουμε ότι ο καθένας ονειρεύεται το δικό του όνειρο. Μόλις το κατορθώσουμε αυτό, μπορούμε να είμαστε υπεύθυνοι για το δικό μας μισό της σχέσης -τον εαυτό μας- και να το ελέγξουμε με ευκολία. Αν έχουμε σεβασμό, γνωρίζουμε ότι ο σύντροφος μας, ο φίλος, ο γιος ή η μητέρα μας είναι απολύτως υπεύθυνοι για το δικό τους μισό. Αν σεβόμαστε το άλλο μισό, θα υπάρχει πάντα ειρήνη μέσα στη σχέση.

Στη συνέχεια, αν γνωρίζουμε τι είναι αγάπη και τι φόβος, αποκτούμε επίγνωση του τρόπου με τον οποίο εκφράζουμε το όνειρο μας στους άλλους. Η ποιότητα έκφρασης εξαρτάται από τις επιλογές που κάνουμε κάθε στιγμή, από το αν συντονίζουμε το συναισθηματικό μας σώμα στην αγάπη ή στον φόβο. Αν ανακαλύψετε ότι ακολουθείτε το μονοπάτι του φόβου, απλώς και μόνο έχοντας αυτή την επίγνωση μπορείτε να μεταθέσετε την προσοχή σας στο μονοπάτι της αγάπης. Απλώς και μόνο βλέποντας πού βρίσκεστε, απλώς και μόνο μετατοπίζοντας την προσοχή σας, τα πάντα γύρω σας θα αλλάξουν.

Τελικά, αν συνειδητοποιήσετε ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να σας κάνει ευτυχισμένους και ότι η ευτυχία είναι αποτέλεσμα της αγάπης που πηγάζει από μέσα σας, τότε θα κατανοήσετε τη σπουδαιότερη διδασκαλία, την Επίτευξη της Αγάπης.

Μπορούμε να μιλάμε για την αγάπη και να γράφουμε χιλιάδες βιβλία σχετικά με αυτήν, αλλά η αγάπη είναι εντελώς διαφορετική για τον καθένα μας, γιατί είναι κάτι που πρέπει να το βιώσουμε. Η αγάπη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια’ έχει να κάνει με τη δράση. Η αγάπη εν δράσει μόνο ευτυχία μπορεί να προκαλέσει. Ο φόβος εν δράσει, αντίθετα, φέρνει μόνο πόνο.

Ο μόνος δρόμος για να οδηγηθούμε στην επίτευξη της αγάπης είναι μέσω της εξάσκησης. Δεν χρειάζεται να δικαιολογείτε ή να εξηγείτε την αγάπη σας’ μόνο να την εξασκείτε χρειάζεται. Η εξάσκηση φέρνει την επίτευξη.