ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
150 τί ἐστι; τί με καλεῖτε; ΟΙ. Α’ δεῦρ᾽ ἔλθ᾽, ἵνα πύθῃ
ὡς εὐτυχὴς εἶ καὶ μεγάλως εὐδαιμονεῖς.
ΟΙ. Β’ ἴθι δή, κάθελ᾽ αὐτοῦ τοὐλεὸν καὶ τοῦ θεοῦ
τὸν χρησμὸν ἀναδίδαξον αὐτὸν ὡς ἔχει·
ἐγὼ δ᾽ ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα.
155 ΟΙ. Α’ ἄγε δὴ σὺ κατάθου πρῶτα τὰ σκεύη χαμαί·
ἔπειτα τὴν γῆν πρόσκυσον καὶ τοὺς θεούς.
ΑΛ. ἰδού· τί ἐστιν; ΟΙ. Α’ ὦ μακάρι᾽, ὦ πλούσιε,
ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δ᾽ ὑπέρμεγας,
ὦ τῶν Ἀθηνῶν ταγὲ τῶν εὐδαιμόνων.
160 ΑΛ. τί μ᾽, ὦγάθ᾽, οὐ πλύνειν ἐᾷς τὰς κοιλίας
πωλεῖν τε τοὺς ἀλλᾶντας, ἀλλὰ καταγελᾷς;
ΟΙ. Α’ ὦ μῶρε, ποίας κοιλίας; δευρὶ βλέπε.
τὰς στίχας ὁρᾷς τὰς τῶνδε τῶν λαῶν; ΑΛ. ὁρῶ.
ΟΙ. Α’ τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει,
165 καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός·
βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις,
δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
ΑΛ. ἐγώ; ΟΙ. Α’ σὺ μέντοι· κοὐδέπω γε πάνθ᾽ ὁρᾷς.
ἀλλ᾽ ἐπανάβηθι κἀπὶ τοὐλεὸν τοδὶ
170 καὶ κάτιδε τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ.
ΑΛ. καθορῶ. ΟΙ. Α’ τί δαί; τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας;
ΑΛ. ἔγωγε. ΟΙ. Α’ πῶς οὖν οὐ μεγάλως εὐδαιμονεῖς;
ἔτι νυν τὸν ὀφθαλμὸν παράβαλλ᾽ εἰς Καρίαν
τὸν δεξιόν, τὸν δ᾽ ἕτερον εἰς Καρχηδόνα.
175 ΑΛ. εὐδαιμονήσω δ᾽, εἰ διαστραφήσομαι;
ΟΙ. Α’ οὔκ, ἀλλὰ διὰ σοῦ ταῦτα πάντα πέρναται·
γίγνει γάρ, ὡς ὁ χρησμὸς οὑτοσὶ λέγει,
ἀνὴρ μέγιστος. ΑΛ. εἰπέ μοι, καὶ πῶς ἐγὼ
ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι;
180 ΟΙ. Α’ δι᾽ αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει μέγας,
ὁτιὴ πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ καὶ θρασύς.
ΑΛ. οὐκ ἀξιῶ ᾽γὼ ᾽μαυτὸν ἰσχύειν μέγα.
ΟΙ. Α’ οἴμοι, τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὅτι σαυτὸν οὐ φῂς ἄξιον;
ξυνειδέναι τί μοι δοκεῖς σαυτῷ καλόν.
185 μῶν ἐκ καλῶν εἶ κἀγαθῶν; ΑΛ. μὰ τοὺς θεούς,
εἰ μὴ ᾽κ πονηρῶν γ᾽. ΟΙ. Α’ ὦ μακάριε τῆς τύχης,
ὅσον πέπονθας ἀγαθὸν εἰς τὰ πράγματα.
ΑΛ. ἀλλ᾽, ὦγάθ᾽, οὐδὲ μουσικὴν ἐπίσταμαι
πλὴν γραμμάτων, καὶ ταῦτα μέντοι κακὰ κακῶς.
190 ΟΙ. Α’ τουτὶ μόνον σ᾽ ἔβλαψεν, ὅτι καὶ κακὰ κακῶς.
ἡ δημαγωγία γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ
ἔτ᾽ ἐστὶν ἀνδρὸς οὐδὲ χρηστοῦ τοὺς τρόπους,
ἀλλ᾽ εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν. ἀλλὰ μὴ παρῇς
ἅ σοι διδόασ᾽ ἐν τοῖς λογίοισιν οἱ θεοί.
***
ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
[150] Τί έχουμε; Γιατί με φωνάζετε;
ΠΡ. Δ. Κόπιασε, για να μάθεις πως έχεις τύχη βουνό και η ευτυχία σου τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου.
ΔΕ. Δ. Άιντε τώρα, κατέβασε από την πλάτη του τον πάγκο και ξήγησέ του τί γράφει ο χρησμός του θεού. Εγώ πάω μέσα για να παραφυλάω τον Παφλαγόνα. (Μπαίνει στο σπίτι).
ΠΡ. Δ. Έλα τώρα, ακούμπησε πρώτα τα σύνεργα και την πραμάτεια σου χάμω· ύστερα πέσε και προσκύνα τη γη και τους θεούς.
ΑΛΛ. Έγινε. Κι ύστερα;
ΠΡ. Δ. Βρε συ τυχερέ, βρε συ πλούσιε, βρε συ που
«μηδενικό ᾽σαι σήμερα
κι αύριο μεγάλος στους μεγάλους
ηγέτης στην Αθήνα μας την τρισευτυχισμένη!».
ΑΛΛ. [160] Δεν με παρατάς, ρε παλικάρι μου, να πλύνω τις κοιλιές και να πουλώ τα λουκάνικά μου — γιατί σπάζεις πλάκα με το χάλι μου;
ΠΡ. Δ. Τί κοιλιές κάθεσαι και μου λες, ρε βλάκα! (Δείχνει τους θεατές). Γιά κοίτα προς τα δω!
«Των λαών που στο θέατρο ήρθαν
τις πυκνές τις γραμμές δεν τις βλέπεις;»
ΑΛΛ. Τις βλέπω.
ΠΡ. Δ. Όλων αυτών θα γίνεις αυτοκράτορας, και της αγοράς και των λιμανιών και της Πνύκας· θα τσαλαπατήσεις τη βουλή, θα κουτσουρέψεις τους στρατηγούς, θ᾽ αλυσοδέσεις, θα μπουντρουμιάσεις, θα κάνεις το πρυτανείο μπουρδέλο.
ΑΛΛ. Εγώ;
ΠΡ. Δ. Αμ ποιός άλλος; κι ακόμα ούτε τα μισά δεν είδες. Γιά ξανανέβα πάνω στον πάγκο σου
[170] κι αγνάντεψε όλ᾽ αυτά τα νησιά που σχηματίζουν κύκλο.
ΑΛΛ. Τα βλέπω.
ΠΡ. Δ. Και τ᾽ άλλα; Τα εμπορικά λιμάνια και τις μαούνες;
ΑΛΛ. Εντάξει.
ΠΡ. Δ. Δεν σου ᾽λεγα λοιπόν ότι η ευτυχία τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου; Κι ακόμα, που λες, ρίξε το μάτι σου το δεξί κατά τη Μικρασία (δείχνει ανατολικά) και τ᾽ άλλο κατά την Καρχηδόνα (δείχνει προς τη δύση).
ΑΛΛ. Πώς, πώς, η ευτυχία θα τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια μου, αν γίνω αλλήθωρος!
ΠΡ. Δ. Κάθε άλλο· ίσα-ίσα όλ᾽ αυτά θα τα βγάλεις στο σφυρί. Γιατί το γράφει τούτος εδώ ο χρησμός, γίνεσαι ο πιο μεγάλος πολιτικός μας άντρας.
ΑΛΛ. Και δεν μου λες, πώς εγώ, ένας σαλαμοπουλητής, θα γίνω μέγας ανήρ;
ΠΡ. Δ. [180] Μα για τούτο ακριβώς γίνεσαι μέγας ανήρ, επειδή είσαι χαμένο κορμί, παιδί της πιάτσας, μούτρο.
ΑΛΛ. Να μου λείπουν τα μεγαλεία! Δεν είμαι άξιος γι᾽ αυτά.
ΠΡ. Δ. Αλίμονό μου, τί σε κάνει να λες ότι δεν τ᾽ αξίζεις; Ψυλλιάζομαι ότι κάτι τίμιο κρύβεις μες στην ψυχή σου. Μήπως οι γονιοί σου ήταν καθώς πρέπει και τίμιοι άνθρωποι;
ΑΛΛ. Μά τους θεούς, ήταν του σκοινιού και του παλουκιού.
ΠΡ. Δ. Μη βασκαθείς για την τύχη σου — τα ᾽χεις με το παραπάνω τα προσόντα του κυβερνήτη.
ΑΛΛ. Γιά σιγά, λεβεντιά μου· εγώ καλά-καλά ούτε μόρφωση πήρα· μόνο γραφή κι ανάγνωση έμαθα, κι αυτά κουτσά στραβά.
ΠΡ. Δ. [190] Μόνο αυτό γράφεται στο παθητικό σου, ότι τα ᾽μαθες, έστω και κουτσά στραβά. Γιατί το κομματαρχιλίκι δεν χρειάζεται μόρφωση και χαρακτήρα, αλλά αγραμματοσύνη και παλιανθρωπιά. Όμως μην αφήσεις να φύγουν απ᾽ τα χέρια σου όσα σου δίνουν οι θεοί — καταπώς τα λένε οι χρησμοί.
150 τί ἐστι; τί με καλεῖτε; ΟΙ. Α’ δεῦρ᾽ ἔλθ᾽, ἵνα πύθῃ
ὡς εὐτυχὴς εἶ καὶ μεγάλως εὐδαιμονεῖς.
ΟΙ. Β’ ἴθι δή, κάθελ᾽ αὐτοῦ τοὐλεὸν καὶ τοῦ θεοῦ
τὸν χρησμὸν ἀναδίδαξον αὐτὸν ὡς ἔχει·
ἐγὼ δ᾽ ἰὼν προσκέψομαι τὸν Παφλαγόνα.
155 ΟΙ. Α’ ἄγε δὴ σὺ κατάθου πρῶτα τὰ σκεύη χαμαί·
ἔπειτα τὴν γῆν πρόσκυσον καὶ τοὺς θεούς.
ΑΛ. ἰδού· τί ἐστιν; ΟΙ. Α’ ὦ μακάρι᾽, ὦ πλούσιε,
ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δ᾽ ὑπέρμεγας,
ὦ τῶν Ἀθηνῶν ταγὲ τῶν εὐδαιμόνων.
160 ΑΛ. τί μ᾽, ὦγάθ᾽, οὐ πλύνειν ἐᾷς τὰς κοιλίας
πωλεῖν τε τοὺς ἀλλᾶντας, ἀλλὰ καταγελᾷς;
ΟΙ. Α’ ὦ μῶρε, ποίας κοιλίας; δευρὶ βλέπε.
τὰς στίχας ὁρᾷς τὰς τῶνδε τῶν λαῶν; ΑΛ. ὁρῶ.
ΟΙ. Α’ τούτων ἁπάντων αὐτὸς ἀρχέλας ἔσει,
165 καὶ τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆς πυκνός·
βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις,
δήσεις, φυλάξεις, ἐν πρυτανείῳ λαικάσεις.
ΑΛ. ἐγώ; ΟΙ. Α’ σὺ μέντοι· κοὐδέπω γε πάνθ᾽ ὁρᾷς.
ἀλλ᾽ ἐπανάβηθι κἀπὶ τοὐλεὸν τοδὶ
170 καὶ κάτιδε τὰς νήσους ἁπάσας ἐν κύκλῳ.
ΑΛ. καθορῶ. ΟΙ. Α’ τί δαί; τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας;
ΑΛ. ἔγωγε. ΟΙ. Α’ πῶς οὖν οὐ μεγάλως εὐδαιμονεῖς;
ἔτι νυν τὸν ὀφθαλμὸν παράβαλλ᾽ εἰς Καρίαν
τὸν δεξιόν, τὸν δ᾽ ἕτερον εἰς Καρχηδόνα.
175 ΑΛ. εὐδαιμονήσω δ᾽, εἰ διαστραφήσομαι;
ΟΙ. Α’ οὔκ, ἀλλὰ διὰ σοῦ ταῦτα πάντα πέρναται·
γίγνει γάρ, ὡς ὁ χρησμὸς οὑτοσὶ λέγει,
ἀνὴρ μέγιστος. ΑΛ. εἰπέ μοι, καὶ πῶς ἐγὼ
ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι;
180 ΟΙ. Α’ δι᾽ αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει μέγας,
ὁτιὴ πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ καὶ θρασύς.
ΑΛ. οὐκ ἀξιῶ ᾽γὼ ᾽μαυτὸν ἰσχύειν μέγα.
ΟΙ. Α’ οἴμοι, τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὅτι σαυτὸν οὐ φῂς ἄξιον;
ξυνειδέναι τί μοι δοκεῖς σαυτῷ καλόν.
185 μῶν ἐκ καλῶν εἶ κἀγαθῶν; ΑΛ. μὰ τοὺς θεούς,
εἰ μὴ ᾽κ πονηρῶν γ᾽. ΟΙ. Α’ ὦ μακάριε τῆς τύχης,
ὅσον πέπονθας ἀγαθὸν εἰς τὰ πράγματα.
ΑΛ. ἀλλ᾽, ὦγάθ᾽, οὐδὲ μουσικὴν ἐπίσταμαι
πλὴν γραμμάτων, καὶ ταῦτα μέντοι κακὰ κακῶς.
190 ΟΙ. Α’ τουτὶ μόνον σ᾽ ἔβλαψεν, ὅτι καὶ κακὰ κακῶς.
ἡ δημαγωγία γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ
ἔτ᾽ ἐστὶν ἀνδρὸς οὐδὲ χρηστοῦ τοὺς τρόπους,
ἀλλ᾽ εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν. ἀλλὰ μὴ παρῇς
ἅ σοι διδόασ᾽ ἐν τοῖς λογίοισιν οἱ θεοί.
***
ΑΛΛΑΝΤΟΠΩΛΗΣ
[150] Τί έχουμε; Γιατί με φωνάζετε;
ΠΡ. Δ. Κόπιασε, για να μάθεις πως έχεις τύχη βουνό και η ευτυχία σου τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου.
ΔΕ. Δ. Άιντε τώρα, κατέβασε από την πλάτη του τον πάγκο και ξήγησέ του τί γράφει ο χρησμός του θεού. Εγώ πάω μέσα για να παραφυλάω τον Παφλαγόνα. (Μπαίνει στο σπίτι).
ΠΡ. Δ. Έλα τώρα, ακούμπησε πρώτα τα σύνεργα και την πραμάτεια σου χάμω· ύστερα πέσε και προσκύνα τη γη και τους θεούς.
ΑΛΛ. Έγινε. Κι ύστερα;
ΠΡ. Δ. Βρε συ τυχερέ, βρε συ πλούσιε, βρε συ που
«μηδενικό ᾽σαι σήμερα
κι αύριο μεγάλος στους μεγάλους
ηγέτης στην Αθήνα μας την τρισευτυχισμένη!».
ΑΛΛ. [160] Δεν με παρατάς, ρε παλικάρι μου, να πλύνω τις κοιλιές και να πουλώ τα λουκάνικά μου — γιατί σπάζεις πλάκα με το χάλι μου;
ΠΡ. Δ. Τί κοιλιές κάθεσαι και μου λες, ρε βλάκα! (Δείχνει τους θεατές). Γιά κοίτα προς τα δω!
«Των λαών που στο θέατρο ήρθαν
τις πυκνές τις γραμμές δεν τις βλέπεις;»
ΑΛΛ. Τις βλέπω.
ΠΡ. Δ. Όλων αυτών θα γίνεις αυτοκράτορας, και της αγοράς και των λιμανιών και της Πνύκας· θα τσαλαπατήσεις τη βουλή, θα κουτσουρέψεις τους στρατηγούς, θ᾽ αλυσοδέσεις, θα μπουντρουμιάσεις, θα κάνεις το πρυτανείο μπουρδέλο.
ΑΛΛ. Εγώ;
ΠΡ. Δ. Αμ ποιός άλλος; κι ακόμα ούτε τα μισά δεν είδες. Γιά ξανανέβα πάνω στον πάγκο σου
[170] κι αγνάντεψε όλ᾽ αυτά τα νησιά που σχηματίζουν κύκλο.
ΑΛΛ. Τα βλέπω.
ΠΡ. Δ. Και τ᾽ άλλα; Τα εμπορικά λιμάνια και τις μαούνες;
ΑΛΛ. Εντάξει.
ΠΡ. Δ. Δεν σου ᾽λεγα λοιπόν ότι η ευτυχία τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια σου; Κι ακόμα, που λες, ρίξε το μάτι σου το δεξί κατά τη Μικρασία (δείχνει ανατολικά) και τ᾽ άλλο κατά την Καρχηδόνα (δείχνει προς τη δύση).
ΑΛΛ. Πώς, πώς, η ευτυχία θα τρέχει απ᾽ τα μπατζάκια μου, αν γίνω αλλήθωρος!
ΠΡ. Δ. Κάθε άλλο· ίσα-ίσα όλ᾽ αυτά θα τα βγάλεις στο σφυρί. Γιατί το γράφει τούτος εδώ ο χρησμός, γίνεσαι ο πιο μεγάλος πολιτικός μας άντρας.
ΑΛΛ. Και δεν μου λες, πώς εγώ, ένας σαλαμοπουλητής, θα γίνω μέγας ανήρ;
ΠΡ. Δ. [180] Μα για τούτο ακριβώς γίνεσαι μέγας ανήρ, επειδή είσαι χαμένο κορμί, παιδί της πιάτσας, μούτρο.
ΑΛΛ. Να μου λείπουν τα μεγαλεία! Δεν είμαι άξιος γι᾽ αυτά.
ΠΡ. Δ. Αλίμονό μου, τί σε κάνει να λες ότι δεν τ᾽ αξίζεις; Ψυλλιάζομαι ότι κάτι τίμιο κρύβεις μες στην ψυχή σου. Μήπως οι γονιοί σου ήταν καθώς πρέπει και τίμιοι άνθρωποι;
ΑΛΛ. Μά τους θεούς, ήταν του σκοινιού και του παλουκιού.
ΠΡ. Δ. Μη βασκαθείς για την τύχη σου — τα ᾽χεις με το παραπάνω τα προσόντα του κυβερνήτη.
ΑΛΛ. Γιά σιγά, λεβεντιά μου· εγώ καλά-καλά ούτε μόρφωση πήρα· μόνο γραφή κι ανάγνωση έμαθα, κι αυτά κουτσά στραβά.
ΠΡ. Δ. [190] Μόνο αυτό γράφεται στο παθητικό σου, ότι τα ᾽μαθες, έστω και κουτσά στραβά. Γιατί το κομματαρχιλίκι δεν χρειάζεται μόρφωση και χαρακτήρα, αλλά αγραμματοσύνη και παλιανθρωπιά. Όμως μην αφήσεις να φύγουν απ᾽ τα χέρια σου όσα σου δίνουν οι θεοί — καταπώς τα λένε οι χρησμοί.