Η ΠΡΟΒΛΗΘΕΙΣΑ τόν 18ο αἰῶνα ἄποψη, ὅτι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα ἀνήκει στήν Ἰνδοευρωπαϊκή οἰκογένεια γλωσσῶν, καθώς καί ἡ ἄποψη ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι Φοινικοσημιτικῆς προελεύσεως ἀπετέλεσαν ἀντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα ἐντόνων συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων. Δύο θέματα, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά ἀφήνουν ἀδιάφορο κανένα Ἕλληνα, ἀφοῦ τό ὑψίστης σημασίας ἀγαθό τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, προφορική καί γραπτή, ἀρρήκτως συνδεδεμένη μέ τήν ταυτότητα, τήν συνέχεια, τήν ἐπιβίωση καί τήν προοπτική τοῦ Ἑλληνισμοῦ, εἶναι ὑπόθεση ὅλων μας. Βεβαίως καί τοῦ ὁμιλοῦντος, λόγω τῆς μακρόχρονης ἐνασχόλησής μου μέ τήν Ἐκπαίδευση καί τήν συναφῆ ἀρθρογραφία μου, μέ τήν ὁποία ἐστηλίτευσα τίς ὀλέθριες νομοθετικές παρεμβάσεις στή γλῶσσα μας, μέ τόν ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό ὡς Ἐκπαιδευτικῶν Μεταρρυθμίσεων. Δεδομένου ὅτι τά δύο αὐτά θέματα εἶναι διεπιστημονικοῦ χαρακτῆρα καί μάλιστα ἀντικείμενο πολλῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ ἐν προκειμένω προσπάθειά μου εἶναι νά παρουσιάσω αὐθεντικές γνῶμες γλωσσολόγων, ἀρχαιολόγων, ἱστορικῶν, ἀνθρωπολόγων, παλαιοντολόγων, ὥστε νά χυθεῖ περισσότερο φῶς στά δύο αὐτά περίπλοκα καί σκοτεινά ἀκόμη θέματα, βάσει καί τῶν νεοτέρων εὑρημάτων καί τῶν ἐξελίξεων στήν ἀνθρώπινη ἀρχαιογενετική (αDNA) καί τήν πληθυσμιακή γενετική. Ἐξελίξεων, οἱ ὁποῖες ἀνέτρεψαν ἤ καί ἐπιβεβαίωσαν προγενέστερες ὑποθέσεις.
Στόν Κρατύλο τοῦ Πλάτωνος πού ἀποτελεῖ διάλογο γιά τήν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων μέ συνομιλητές τόν Ἑρμογένη, τόν φιλόσοφο-μαθηματικό Κρατύλο (ἱδρυτή φιλοσοφικῆς σχολῆς τόν 5ο π.X. αἰ.) καί τόν Σωκράτη, βρίσκονται οἱ ἀπαρχές τῆς Συγκριτικῆς Γλωσσολογίας σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ ὀνόματα βαρβάρων (δηλ. ἀλλοεθνῶν) καί τῆς συγκριτικῆς μεθόδου (ὅσον ἀφορᾶ τίς διαλέκτους τῆς Ἑλληνικῆς, π.χ. Αἰολικῆς, Δωρικῆς, Ἰωνικῆς, Ἀττικῆς κ.λπ.), καθώς καί οἱ ἀπαρχές τῆς Ἐτυμολογίας γιά τό πῶς καθορίζεται ἡ ὀρθή ὀνοματοθέτηση (ὀνοματοδοσία) τῶν λέξεων (ὀνομάτων), φύσει ἤ νόμω. Σύμφωνα μέ τόν φύσει καθορισμό (κατά τόν Κρατύλο), ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ ὀνόματος (λέξεως) καί τοῦ ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου του ἐτυμολογικῶς (δηλ. μεταξύ σημαίνοντος καί σημαινομένου), ἐνῶ σύμφωνα μέ τόν νόμο καθορισμό τῶν ὀνομάτων (λέξεων) ἡ ὀνοματοθέτηση εἶναι συμβατική. Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἐννοιολογική ἤ νοηματική, δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ ὀνομάτων-λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους. Κατά τόν Πλάτωνα (Κρατύλος, 435-436) «ὅς ἄν τά ὀνόματα ἐπίσταται, ἐπίσταται καί τά πράγματα». Πρῶτος ὁ Διονύσιος ὁ Ἁλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. αἰ.) στό ἔργο του «Περί συνθέσεων ὀνομάτων» θεωρεῖ τόν Πλάτωνα θεμελιωτή τῆς Ἐτυμολογίας γράφοντας: «Τόν ὑπέρ ἐτυμολογίας λόγον πρῶτος εἰσήγαγε Πλάτων πολλαχῇ μέν καί ἄλλοθι, μάλιστα δέ ἐν τῷ Κρατύλῳ.». Γιά τήν ἀξία τῆς νοηματικῆς ἰδιότητας τῶν ὀνομάτων ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει: «Ὁ λόγος, ἐάν μή δηλοῖ, οὐ ποιήσει τό ἑαυτοῦ ἔργον.» (Τέχνη ρητορική Γ. 2149), στή συνέχεια δέ ἐξαίρει τήν Ἑλληνική μέ τήν φράσιν: «Τό Ἑλληνίζειν ἐστίν τό ὀρθῶς ὀνομάζειν.» (Τέχνη ρητορική Γ. 4.1407).
Ἀλλά καί στούς νεώτερους χρόνους ὁ Γερμανός φιλόσοφος-φυσικός Βένερ Χάιζενμπεργκ (Βραβεῖο Νομπέλ 1932) εἶχε δηλώσει: «Ἡ θητεία στήν ἀρχαία Ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μου ἄσκηση. Στή γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν λέξη καί τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο.». Ἄν τό πρῶτο ἀλφάβητο (ἀκριβέστερα σύστημα γραφῆς) εἶναι Σημιτικοφοινικικό καί ἄν οἱ Φοίνικες (κλάδος σημιτικῆς φυλῆς πού διακρίθηκε στήν ναυτιλία καί στό ἐμπόριο) τό πῆραν ἀπό τούς Ἑβραίους καί τό μετέδωσαν στούς Ἕλληνες, ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῶν συζητήσεων καί ἀμφισβητήσεων. Συναφῆ θέματα πρός διερεύνηση εἶναι τό πότε οἱ Φοίνικες μετανάστες ἐγκαταστάθηκαν στή Φοινίκη καί ποιές οἱ ἀρχαιότερες ἐπιγραφές ἤ γραπτά κείμενα τοῦ Φοινικικοῦ πολιτισμοῦ. Γιά τήν ὑπάρχουσα ἄποψη περί τῆς καταγωγῆς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπό τά «φοινικικά γράμματα», δηλαδή ἀπό τό φοινικικό οὐσιαστικῶς «Συλλαβάριο», ἀξίζει νά παρατηρηθεῖ ὅτι τήν ἄποψη αὐτή οἱ «Φοινικιστές ἐστήριξαν κυρίως στή γνωστή ρήση τοῦ Ἡροδότου: «Οἱ Φοίνικες …ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τούς Ἕλληνας καί δή καί γράμματα, οὐκ ἐόντα πρίν Ἕλλησι, ὡς ἐμοί δοκέειν…». Δηλαδή ὁ Ἡρόδοτος διατυπώνει τοῦτο μέ ἐπιφύλαξη (ὡς ἐμοί δοκεῖ), ἀναφερόμενος ἀορίστως σέ γράμματα καί ὄχι στά γράμματα συγκεκριμένης γραφῆς. Μέ τήν ἄποψη ὅμως τοῦ Ἡροδότου δέν συμφωνεῖ ὁ ἱστορικός Διόδωρος ὁ Σικελιώτης (Ε 74), ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι τά λεγόμενα «Φοινίκεια γράμματα» δέν εἶναι ἐφεύρεσις τῶν Φοινίκων ἀλλά διασκευή ἄλλων γραμμάτων, δηλαδή τῶν Ἑλληνικῶν-Κρητικῶν, δηλώνοντας: «φασί τούς Φοίνικας οὐκ ἐξ ἀρχῆς εὑρεῖν, ἀλλά τούς τύπους τῶν γραμμάτων μεταθεῖναι μόνον,…». Ἄς σημειωθεῖ ὅτι οἱ Φοίνικες, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἱστορικές πηγές, ἐγκατεστάθησαν στήν Φοινίκη (σημερινός Λίβανος καί ἐν μέρει Συρία) ἀναμειχθέντες μέ τούς αὐτόχθονες Χαναανίτες μεταξύ 1.200 καί 1.100 π.Χ. Γραπτά κείμενα ἤ ἐπιγραφές γιά τόν Φοινικικό πολιτισμό δέν ἔχουν εὑρεθεῖ μέχρι σήμερα.
Βάσει ἱστορικῶν δεδομένων, ἐπιγραφῶν καί πολλῶν ἀναφορῶν σέ (γνωστά) κείμενα ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἔχει γίνει δεκτό ἀπό τήν διεθνῆ ἐπιστημονική κοινότητα ὅτι ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή ὑπῆρχε πιθανότατα πρίν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. (Δέν ἐννοοῦμε τήν Γραμμική Α΄ ἤ Β΄ οὔτε βεβαίως τήν ἀρχαιότερη Κρητική μέσω ἰδεογραμμάτων ἱερογλυφική γραφή.) Ὡστόσο, ἡ Ἑλληνική (ἀλφαβητική) γραφή φαίνεται ὅτι βάσει ἱστορικῶν πηγῶν ὑπῆρχε πρίν ἀπό τούς χρόνους τοῦ Ὁμήρου. Π.χ. στήν Ἰλιάδα (περιγράφουσα τόν Τρωικό Πόλεμο) ὁ Ὅμηρος, ἀναφερόμενος στόν Βελλερεφόντη, γράφει «σήματα λυγρά γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά». (Ἐπιστολή Προίτου πρός τόν πενθερό του, τόν Ἰοβάτη. Ζ 169.) Ἐπίσης ὁ Ὅμηρος κατά τόν φιλόσοφο καί ἱστορικό Πορφύριο (3ος μ.Χ. αἰ.) ἔγραψε τήν Ἰλιάδα «οὔχ ἅμα, οὐδέ κατά τό συνεχές, καθάπερ σύγκεινται, ἀλλ’ αὐτός μέν ἑκάστην ῥαψῳδίαν γράψας καί ἐπιδειξάμενος ἐν τῷ περινοστεῖν τάς πόλεις τροφῆς ἕνεκεν ἀπέλιπεν…» (Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα).
Ὁ Μιστριώτης ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπολλόδωρος (180-110 π.Χ.) μᾶς γνωρίζει ὅτι ὁ Οἴαξ, κατά τόν Τρωϊκό Πόλεμο, ἔγραψε τήν εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ Παλαμήδη, ἐπάνω σέ πηδάλιο, τό ὁποῖον τά θαλάσσια κύματα μετέφεραν στόν πατέρα τους τόν Ναύπλιο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ Ἐπιστημονική Ἀνακοίνωση τῶν Ἑλλήνων ἐρευνητῶν Σταύρου Παπαμαρινόπουλου καί τῶν συνεργατῶν του, τήν ὁποία παρουσίασα στήν Δημόσια Συνεδρία τῆς Ἀκαδημίας (19/10/2017) μέ τίτλο «Ἀστρονομικές Χρονολογήσεις τοῦ τέλους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου καί τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Ὀδυσσέα» (Πρακτικά Ἀκαδημίας, τ. 92 Α΄, 2017). Ἡ Ἀνακοίνωση καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι τό τέλος τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου χρονολογεῖται πρό τοῦ 1200 π.Χ. Ἡ χρονολογία αὐτή ὑποδηλοῖ τήν ὕπαρξη γραφῆς κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου, ἐνόψει καί τῶν προεκτεθέντων ἀπό τόν Ὅμηρο περί τοῦ Βελλερεφόντη καί ἀπό τόν Μιστριώτη – Ἀπολλόδωρο γιά ὅσα ἀναφέρουν γιά τόν Οἴακα. Ἐάν πράγματι ὑπῆρχε γραφή πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ., τά ὑποστηριζόμενα ὅτι δῆθεν οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζονται, στερούμενα ἀξιοπιστίας. Βεβαίως τό ζήτημα αὐτό παραμένει ἀνοικτό ἐλλείψει ἀποδείξεων, διότι οἱ ὑπάρχουσες ἐνδείξεις δέν ἀρκοῦν. Κατά τόν Sir Arthur Evans «ἡ γραφή τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς Φοινικικῆς», ἐνῶ κατά τόν Ρενέ Ντυσσώ «Οἱ Φοίνικες εἶχαν παραλάβει πρωιμότατα τό ἀλφάβητόν των παρά τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες εἶχαν διαμορφώσει τοῦτο ἐκ τῆς Κρητο-Μυκηναϊκῆς γραφῆς». (Βλ. καί Γκεόργκιεφ, Προβλήματα τῆς Μινωικῆς Γλώσσας, Σόφια 1953.) Τό Φοινικικό δέν εἶναι ἀλφάβητο, ἀλλά «Συλλαβάριο», χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα καί χωρίς τά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου. Ἀλλά καί κατά τό Κέντρο τοῦ Πανεπιστήμιου Irvain TLG (Thesaurus Linguae Graecae), ὁ Κρητικός ἱστορικός Δωσιάδης (συγγράψας τήν τοπική ἱστορία τῆς Κρήτης) ἀναφέρει ὅτι τό ἀλφάβητο εὑρέθη ἀπό τούς Κρῆτας.
Ὁ Πλούταρχος (Προβλήματα 737) θεωρεῖ ἀφελῆ τήν ἄποψη ὅτι τό γράμμα «ἄλφα» εἶναι Φοινικικό ἐκ τοῦ «Ἄλεφ» πού ὀνόμαζαν τόν βοῦν (θεωρούμενον πρῶτον ἐκ τῶν ἀναγκαίων.) Κατά τό Μέγα Ἐτυμολογικό Λεξικό, το γράμμα «ἄλφα» προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ἄλφω (= εὑρίσκω), διότι «πρῶτον γάρ τῶν ἄλλων στοιχείων εὑρέθη.» Ἡ κάθε πόλις-κράτος ἤ περιοχή στόν ἀρχαϊκό ἑλληνικό κόσμο εἶχε τό δικό της ἀλφάβητο, (μέ μικρές παραλλαγές ἀπό ἐκεῖνα τῶν ἄλλων πόλεων.) Τό σημερινό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι τό ἐπικρατῆσαν Ἰωνικό, μέ 24 γράμματα, ἀπό τό 403 π.Χ. ἐπί ἄρχοντος Εὐκλείδου. Τό Κορινθιακό, ἐπίσης, διαθέτει 24 γράμματα, τό Κρητικό 21, τῆς Μιλήτου 24, τό Χαλκιδικό 25, ἀπό τό ὁποῖον προῆλθε τό σημερινό Λατινικό, μετά ἀπό προσαρμογή ἀπό τούς κατοίκους τοῦ Λατίου τῆς Ἰταλίας, (οἱ ὁποῖοι, ὡς φαίνεται, τό παρέλαβαν ἀπό Ἕλληνες τῆς Κύμης.) Ἀπό τό Ἑλληνικό, ἐπίσης, ἀλφάβητο προῆλθαν τό Ἐτρουσκικό, τό Κυριλλικό, τό ἀρχαῖο Φρυγικό, τό ἀλφάβητο τῆς Λυκίας, τό Λυδικό, τό Ἀρμενικό, τό Κοπτικό, τό Γοτθικό κ.λπ.
Πηγές γιά τίς ἀπαρχές τῆς Ἑλληνικῆς γραφῆς ὑπάρχουν πολλές, μεταξύ τῶν ὁποίων: 1) Ἡ πινακίδα τοῦ Δισπηλιοῦ τῆς Καστοριᾶς πού ἔφερε σέ φῶς τό 1993 ὁ καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης, τήν ὁποίαν ἀρχαιομέτρες τόσο ἀπό τό Ἐρευνητικό Κέντρο «Δημόκριτος» ὅσο καί τοῦ ἐξωτερικοῦ χρονολόγησαν στό 5250 π.Χ. 2) «Τό Ὄστρακο στήν Ἐρημονησίδα Γιούρα τῶν Σποράδων», τό ὁποῖον εὑρῆκε ὁ ἀρχαιολόγος Ἀδάμ Σαμψών μέ Ἑλληνική ἐπιγραφή τοῦ 5500 π.Χ., στήν ὁποία διακρίνονται εὐκρινῶς τά γράμματα Α Υ Δ χωρίς βεβαίως νά εἶναι γνωστή ἡ φωνητική τους ἀξία καί 3) «Τό Ὄστρακο στήν Περιοχή Πιλικάτα τῆς Ἰθάκης», χρονολογούμενο τό 2700 π.Χ., στό ὁποῖον ὑπάρχουν χαραγμένα συμβολικά σχήματα παρόμοια μέ αὐτά τῶν Γραμμικῶν Γραφῶν Α΄ καί Β΄. Ἐν προκειμένω, εὔλογο τίθεται τό ἐρώτημα πῶς εἶναι δυνατόν χιλιάδες στίχων τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν νά διατηροῦνται καί μεταφέρονται ἐπί πολλούς αἰῶνες ἀναλλοίωτοι μέ θαυμαστή ἀκρίβεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Μιστριώτης στό ἔργο του «Ἱστορία τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν» (Τύποις Σακελλαρίου, Ἀθήνα 1903, ἔκδοση Β΄) ἀναφέρει: «Τό πολύμορφον καί ἡ ἀστασία ἐν τῇ ἐκτάσει καί συστολῇ φωνηέντων, οὐ δύναταί τις ἀποδοῦναι τῇ ἐλλείψει τῆς γραφῆς.». Ὁ καθηγητής Τζίλμπερτ Χάιγκετ δηλώνει ὅτι ἕνα ποίημα ὅπως ἡ Ἰλιάδα εἶναι ἀδύνατον νά εἶχε παραδοθεῖ χωρίς γραφή (Ἡ Κλασσική παράδοση, Ἐκδ. ΜΙΕΤ), ἐνῶ ὁ διάσημος συγγραφέας Χόρστ Μπλάνκ (Ἐκδ. Παπαδήμα, σελ. 148) βεβαιώνει ὅτι: «Σήμερα ἕνα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλείνει πρός τήν ὑπόθεση ὅτι ἡ σύνταξη τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν εἶχε ἤδη καταστήσει ἀπαραίτητη τήν γραπτή παγίωση τοῦ κειμένου… οἱ ραψωδοί κουβαλοῦσαν μαζί τους τό γραπτό χειρόγραφο ἀντίτυπό τους.». Ἐπίσης, ἡ Γαλλίδα Ἑλληνίστρια Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ δηλώνει κατηγορηματικά: «Ὅμηρος καί γραφή συνυπάρχουν.». (Γιατί ἡ Ἑλλάδα, Ἐκδ. Τό «Ἄστυ», σελ. 28.) Tό δακτυλικό ἑξάμετρο στά Ὁμηρικά Ἔπη βασίζεται στήν προσωδία (μακρά καί βραχέα φωνήεντα, διπλά σύμφωνα, δίφθογγοι κ.λπ.). Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Φοίνικες δάνεισαν κάποια σύμφωνα καί ἀμέσως οἱ Ἕλληνες ἔγραψαν ὀρθογραφημένα τά Ἔπη, δέν ἔχει ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, ὅπως ἀναφέρει τό Λεξικό Σούδα ἤ Σουίδα (βλ. Φοινίκη πόλις).
Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀμερικανοῦ ἱστορικοῦ/φιλοσόφου, συντάκτη τῆς παγκόσμιας ἱστορίας πολιτισμοῦ, William Durant: «Οἱ Φοίνικες δέν ἦσαν οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου, τό κυκλοφόρησαν μόνο ἀπό τόπο σέ τόπο. Τό ἐπῆραν ἀπό τούς Κρῆτες καί τό μετέφεραν στήν Τύρο, στήν Σιδῶνα, στήν Βύβλο καί ἄλλες πόλεις τῆς Μεσογείου. Ὑπῆρξαν οἱ “γυρολόγοι” καί ὄχι οἱ ἐφευρέται τοῦ ἀλφαβήτου.». Ὁ ἀρχαιολόγος-ἐπιγραφικός Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος εἶχε δηλώσει: «Τό ἀλφάβητο ἐπενόησαν καί ἐφήρμοσαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες… ἐδώρισαν δέ αὐτό εἰς ἅπασαν τήν ἀνθρωπότητα ὡς κοινόν κτῆμα αὐτῆς.». Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες μέ κείμενα ἀρχαίων ἱστορικῶν καί συγγραφέων (μεταγενέστερα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου), τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπῆρχε γραπτή Ἑλληνική γλῶσσα (διάφορος τῆς Γραμμικῆς Β΄) περί τό 1200 π.Χ., δηλαδή πρίν ἀπό τό Φοινικικοσημιτικό Συλλαβάριο. Ὡστόσο, τεκμήρια (π.χ. ἐπιγραφές) γιά τήν ὕπαρξη Ἑλληνικῆς γραφῆς πού ἀνάγεται σ’ αὐτήν τήν περίοδο δέν ὑπάρχουν. Γι’ αὐτήν τήν ἀσύγκριτης τελειότητας γλῶσσα πού ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κακοποιήσαμε, ἐνῶ γιά τούς ξένους ἑλληνιστές καί γλωσσολόγους ἀποτελεῖ ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί μελέτης, χαρακτηριστική εἶναι ἡ δήλωση τοῦ διακεκριμένου Ἑλληνιστοῦ καθηγητοῦ στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray: «[…] μία σκέψη μπορεῖ νά διατυπωθεῖ μέ ἄνεση καί χάρι στήν Ἑλληνική, ἐνῶ γίνεται δύσκολη καί βαρειά στήν Λατινική, Ἀγγλική, Γαλλική, Γερμανική. Ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα, ἐπειδή ἐκφράζει τίς σκέψεις τελειοτέρων ἀνθρώπων.». Ὁ διακεκριμένος Ἑλληνιστής καί γλωσσολόγος Ἱσπανός καθηγητής F.R. Adrados, ξένος ἑταῖρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἔχει ἐπανειλημμένα δηλώσει ὅτι οἱ Δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες εἶναι ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές. Ἀξίζει, ἐπίσης, νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος (2ος π.Χ. αἰ.) θεωρεῖται ὅτι πρῶτος ἐπενόησε καί ἐφήρμοσε τούς τόνους καί τά πνεύματα.
«Στόν “δίσκον τῆς Φαιστοῦ” χρονολογούμενον πρό τοῦ 1200 π.Χ. (ὁ ὁποῖος εὑρέθη στήν Κρήτη καί δέν ἔχει ἀποκρυπτογραφηθεῖ μέχρι σήμερα) φαίνονται εὐκρινῶς “τυπωμένα” τά γράμματα Β Γ Λ Υ. Οἱ Michael Ventris καί John Chadwick ὑπεστήριξαν γιά πρώτη φορά ὅτι οἱ πινακίδες “ἀπό ψημένο πηλό, ἀπό τήν δεύτερη χιλιετία π.Χ., οἱ ὁποῖες βρέθηκαν στή Πύλο, στήν Κνωσό, στίς Μυκῆνες καί ἄλλα μέρη, περιεῖχαν ἑλληνικά ἔγγραφα πού προέρχονταν ἀπό τά ἀρχαῖα Μυκηναϊκά Βασίλεια”». Τά Μυκηναϊκά, ὅπως πρόσφατα ἐτόνισε ὁ F.R. Adrados (ἐν συνεχεία ἄλλων), ἦταν ἑλληνικά, γραμμένα μέ τήν βοήθεια μίας ἀρχαίας συλλαβικῆς γραφῆς πού στήν συνέχεια ξεχάστηκε. Ἐπίσης, σέ ὁμιλία του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (8-10 Μαρτίου 2013) ὁ διακεκριμένος Αὐστριακός γλωσσολόγος καί Μυκηνολόγος Osvald Panagl ἀνέφερε ὅτι: Οἱ ὡς ἄνω πινακίδες (Κνωσοῦ, Πύλου, Μυκηνῶν) ἦταν γραμμένες σέ μία ἀρχέγονη παραλλαγή τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, 500 χρόνια προγενέστερης τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν. Συνεπῶς, ἡ χρονολογία τους ἀνάγεται περί τό 1300 π.Χ. Πρόσφατα στήν Ἴκλαινα τῆς Μεσσηνίας (14 χλμ. ἀπό τήν Πύλο) ὁ ἀρχαιολόγος Μιχαήλ Κοσμόπουλος, καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μιζούρι τῶν ΗΠΑ (ὑπεύθυνος ἀνασκαφῶν ἀπό τό 1998 στό χῶρο αὐτό), βρῆκε «μέσα σέ μπάζα καί σκουπίδια» τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄ χρονολογούμενη μεταξύ 1450 καί 1400 π.Χ., ὅπως μοῦ ἐγνώρισε μέ σχετική ἐπιστολή του. Πάντως, ἡ ἀρχαιότερη ἀλφαβητική ἐπιγραφή, χαραγμένη σέ πήλινο ἀγγεῖο, στήν «Οἰνοχόη τοῦ Διπύλου» εἶναι τοῦ Η΄ π.Χ. αἰ.: «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ MΙΝ». Ὡστόσο, ἐνόψει τῶν προεκτεθέντων, ἡ ἐπιγραφή αὐτή δέν πρέπει νά εἶναι ἡ ἀρχαιότερη. Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι μέχρι σήμερα ποσοστό μικρότερο τοῦ 5% τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας ἔχει γίνει γνωστόν, εἶναι εὔλογο νά ἀναμένει κανείς ὅτι στό μέλλον νεώτερα εὑρήματα θά φέρει σέ φῶς ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη.
Κατά τόν γλωσσολόγο καθηγητή στό Πανεπιστήμιο Charles Sturt τῆς Αὐστραλίας Γεώργιο Καναράκη (ἀλλά καί ἄλλους ἐρευνητές), βάσει τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας, «ἡ ἑλληνική γλῶσσα δέν ἀνήκει σέ καμμία ἀπό τίς γλωσσικές ὁμάδες τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογενείας καί συνεπῶς κατατάσσεται ὡς μεμονωμένη γλῶσσα (isolate) μέσα στό πλαίσιο τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς.» Ὁ ὅρος Ἰνδοευρωπαῖοι εἰσήχθη τό 1813 ἀπό τόν Βρεταννό γλωσσολόγο, ἰατρό καί φυσικό Thomas Young (1779-1829). Ὁ κορυφαῖος διεθνῶς γλωσσολόγος – ἑλληνιστής F.R. Adrados σέ ἀνακοίνωσή του στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν εἶπε ὅτι οἱ Μινωίτες «τούς ὁποίους δέν ξέρουμε πῶς νά ὁρίσουμε μέ ἀκρίβεια, ἀλλά Ἰνδοευρωπαῖοι δέν ἦταν – δέν ἦταν Εὐρωπαῖοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔγραψαν τόν “δίσκο τῆς Φαιστοῦ”, οὔτε αὐτοί πού ἔγραψαν τήν Μυκηναϊκή γραφή.». Ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ἀντίθετη ἐκείνης τοῦ Sir Arthur Evans (κατά τήν ὁποία Λύβιοι καί Αἰγύπτιοι μετανάστευσαν στή Κρήτη ἀναπτύξαντες τόν Μινωικό πολιτισμό), εἶναι ὅτι οἱ Μινωίτες δέν ἀνήκουν στούς γλωσσικά Ἰνδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς πού ἐποίκησαν τήν Εὐρώπη τήν Νεολιθική ἐποχή. Ὡστόσο, ἡ ἐρευνητική ὁμάδα τοῦ Καθηγητοῦ Γενετικῆς καί Γενετικῆς Ἰατρικῆς στό Πανεπιστημίου G. Washington Γεωργίου Σταματογιαννόπουλου, σέ συνεργασία μέ Ἕλληνες καί ξένους ἐπιστήμονες διαφόρων εἰδικοτήτων, ἀπομόνωσε τό αDNA (ancient DNA) ἀπό Μινωικά ὑπολείμματα 4.300 χρόνων καί καθόρισε τούς πολυμορφισμούς τοῦ μιτοχονδριακοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρουσα εἶναι πρόσφατη δημοσίευση τοῦ ἴδιου καί συνεργατῶν του μέ τίτλο «Ἡ Πληθυσμιακή Γενετική καί ἡ Θεωρία Περί Δῆθεν Ἀφανισμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου κατά τόν Μεσαίωνα» πού ἀνακοίνωσα στήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν (27/4/2017), μέ τήν ὁποία ἀπεδεικνύετο ὅτι ἡ Πληθυσμιακή Γενετική μπορεῖ νά διευκρινίσει σημαντικά θέματα καταγωγῆς καί ἱστορίας τοῦ Ἀνθρώπινου πληθυσμοῦ. Ὁ διακεκριμένος Γερμανός γλωσσολόγος Franz Bopp (συντάκτης τῆς Συγκριτικῆς Γραμματικῆς τό 1857) ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι τά Σανσκριτικά στηρίζονται στά Ἑλληνικά, καί ὄχι τό ἀντίστροφο.
Μέ βάση τά προεκτεθέντα μποροῦμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:
1. Ὁ Πλάτων ἔθεσε τίς βάσεις τῆς Ἐτυμολογίας τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία εἶναι κατ’ ἐξοχήν νοηματική (ἐννοιολογική), δηλαδή ὑπάρχει αἰτιώδης σχέση μεταξύ τῶν λέξεων καί τῆς ἐτυμολογικῆς σημασίας τους.
2. Ἔρευνες μέσω τοῦ αDNA ἔδειξαν ὅτι ὑπῆρξαν ἐπεκτάσεις πληθυσμιακῶν ὁμάδων ἀπό τίς Ρωσικές στέπες τόσο Δυτικά (πρός Κεντρική καί Δυτική Εὐρώπη) ὅσο καί Ἀνατολικά τῆς Εὐρώπης, μέσω τῶν Ἀσιατικῶν στεπῶν. Γενετική ὑπογραφή μεταναστεύσεων πρός τήν Ἑλλάδα δέν ἐπιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα, ἄν ὅμως ὑπάρξει τέτοια κατά τόν κορυφαῖο γλωσσολόγο J. Mallory θά εἶναι πολύ μικρή ἐν σχέσει μέ τόν τότε ἐγκατεστημένο στόν Ἑλλαδικό χῶρο πληθυσμό αὐτοχθόνων.
3. Ὁ ὅρος Ἰνδο-Ευρωπαῖοι εἶναι καθαρά γλωσσικός καί δέν ὑποδηλοῖ ὁποιοδήποτε φυλετικό τύπο ἀνθρώπου. Ἡ ὕπαρξη Ἰνδο-Ευρωπαϊκῆς φυλῆς ἀμφισβητεῖται ἐντόνως ἀπό κορυφαίους εἰδικούς ἐπιστήμονες, μέ βάση πρόσφατα γενετικά δεδομένα. Καιρός εἶναι πλέον ἡ παλιά Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὑπόθεση νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τά σχολικά βιβλία.
4. Ἡ ἔνταξη τῆς Πρωτο-ελληνικῆς στήν Ἰνδο-Ευρωπαϊκή ὁμογλωσσία δέν ἀμφισβητεῖται, παραμένει, ὅμως, ἄγνωστη ἡ μητέρα-γλῶσσα τῆς ὁμογλωσσίας αὐτῆς. Ὡστόσο, ὡς προεξετέθη, ἡ Πρωτο-ελληνική φαίνεται νά ὑπερτερεῖ τῶν ὑπολοίπων γλωσσῶν (συμπεριλαμβανομένων τῶν Σανσκριτικῶν), τό ζήτημα ὅμως τοῦ χρόνου ἐμφανίσεώς της στόν Ἑλλαδικό χῶρο παραμένει ἀνοικτό (κατά τόν Δρ. Ι. Λαζαρίδη).
5. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο, καί συγκεκριμένα στήν Κρήτη, ἐμφανίζεται πρίν ἀπό 5.000 χρόνια τό πρῶτο σύστημα γραφῆς μέ ἰδεογράμματα (ἱερογλυφικά), ἀκολουθεῖ πρίν ἀπό περίπου 4.000 χρόνια ἡ Γραμμική γραφή Α΄ (πού δέν ἔχει ἀκόμη ἀποκρυπτογραφηθεῖ), τήν ὁποία διαδέχεται πρίν ἀπό 3.500 χρόνια (15ος π.Χ. αἰ.) ἡ Γραμμική γραφή Β΄ (περιλαμβάνουσα καί φωνήεντα), τήν ὁποία ἀποκρυπτογράφησε ὡς Ἑλληνική ὁ Βρεταννός ἀρχιτέκτων Μ. Ventris. Κατά τόν διάσημο γλωσσολόγο – Μυκηνολόγο Osvald Panagl, οἱ πινακίδες Κνωσοῦ καί Μυκηνῶν χρονολογοῦνται περί τό 1300 π.Χ., τῆς δέ Πύλου περί τό 1200 π.Χ., ἐνῶ ὁ διαπρεπής ἀρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος ἀνεκάλυψε στήν Ἴκλαινα (14 χλμ. ἀπό τή Πύλο) τήν ἀρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικῆς Β΄, χρονολογούμενη περί τό 1450-1400 π.Χ.
1. Στή Μέση Ἀνατολή καί συγκεκριμένα στήν πρώην Φοινίκη ἐμφανίζεται περί τό 1150 π.Χ. τό καλούμενο Φοινικικοσημιτικό σύστημα γραφῆς, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀλφάβητο ἀλλά συλλαβάριο χωρίς φωνήεντα, μέ 22 σύμφωνα, (στά ὁποῖα δέν περιλαμβάνονται τά ἑλληνικά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ.) Ἄν ὑπῆρχε γραφή κατά τούς χρόνους τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (δηλ. πρίν ἀπό τό 1200 π.Χ.), ἡ ὑπόθεση ὅτι οἱ Ἕλληνες πῆραν τό σύστημα γραφῆς (Συλλαβάριο) ἀπό τούς Φοίνικες κλονίζεται, στερούμενη αξιοπιστίας.
2. Τό πρῶτο ἀλφάβητο στόν κόσμο εἶναι τό Ἑλληνικό, τοῦ 8ου π.Χ. αἰ. Ἀρχικῶς εἶχε 27 γράμματα, ἀπό δέ τό 403 π.Χ. 24 γράμματα, μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ δίγαμμα, τοῦ Κόπα καί τοῦ σαμπί. Ὡστόσο, ὑπάρχουν σοβαρές ἐνδείξεις βάσει ἱστορικῶν πηγῶν (Ὁμηρικά Ἔπη, Μιστριώτης κτλ) καί ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, ὅτι τό Ἑλληνικό ἀλφάβητο εἶναι πολύ ἀρχαιότερο, ἀναγόμενο πιθανότατα στά χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου (Μιστριώτης , Ἀπολλόδωρος, κ.ἄ.), πολύ δέ πιθανότερο εἶναι τά Ὁμηρικά Ἔπη νά εἶχαν παραδοθεῖ γραπτά (Μιστριώτης, Τζ. Χάιγκετ, Χ. Μπλάνκ, Ζακλίν Ντέ Ρομιγύ).
Ἐν ὄψει τῶν προεκτεθέντων, εἶναι ἀναγκαία ἡ συνέχιση τῆς διεπιστημονικῆς ἔρευνας, τῆς ὁποίας τά συμπεράσματα τῶν διαφορετικῶν ἐπιστημῶν θά πρέπει νά συγκλίνουν ἰδιαίτερα μάλιστα πρός ἐκεῖνα τῆς Ἀρχαιογενετικῆς καί τῆς Πληθυσμιακῆς Γενετικῆς, λόγω τῶν ραγδαίων ἐξελίξεών τους. Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, φαινόμενο συνέχειας καί ἀκτινοβολίας, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀντικείμενο θαυμασμοῦ καί σπουδῆς ἀπό κορυφαίους γλωσσολόγους, ἑλληνιστές καί διανοουμένους . Κατά μέν τόν παγκοσμίως γνωστόν ἑλληνιστή καί καθηγητή γλωσσολογίας F.R. Adrados, ἡ Ἑλληνική ἔχει θέσει ἀνεξίτηλη τήν σφραγῖδα της σ’ ὅλες τίς δυτικοευρωπαϊκές γλῶσσες πού θεωροῦνται ἡμιελληνικές ἤ κρυπτοελληνικές, κατά δέ τόν ἐπιφανῆ ἑλληνιστή καθηγητή στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης Gilbert Murray ἡ Ἑλληνική εἶναι ἡ τελειότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου. Πράγματι, ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, γραπτή καί προφορική, ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἀνυπερβλήτου τελειότητος.