Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (10.72-10.147)

Ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπεν ἀδελφεὸν εὖ ἐπιτείλας·
αὐτὰρ ὁ βῆ ῥ᾽ ἰέναι μετὰ Νέστορα, ποιμένα λαῶν·
τὸν δ᾽ εὗρεν παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ· παρὰ δ᾽ ἔντεα ποικίλ᾽ ἔκειτο, 75
ἀσπὶς καὶ δύο δοῦρε φαεινή τε τρυφάλεια.
πὰρ δὲ ζωστὴρ κεῖτο παναίολος, ᾧ ῥ᾽ ὁ γεραιὸς
ζώννυθ,᾽ ὅτ᾽ ἐς πόλεμον φθισήνορα θωρήσσοιτο
λαὸν ἄγων, ἐπεὶ οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ.
ὀρθωθεὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ἀγκῶνος, κεφαλὴν ἐπαείρας, 80 
Ἀτρεΐδην προσέειπε καὶ ἐξερεείνετο μύθῳ·
«τίς δ᾽ οὗτος κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν ἔρχεαι οἶος
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι,
ἠέ τιν᾽ οὐρήων διζήμενος, ἤ τιν᾽ ἑταίρων;
φθέγγεο, μηδ᾽ ἀκέων ἐπ᾽ ἔμ᾽ ἔρχεο· τίπτε δέ σε χρεώ;» 85
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
γνώσεαι Ἀτρεΐδην Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων
Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, εἰς ὅ κ᾽ ἀϋτμὴ
ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ. 90
πλάζομαι ὧδ᾽, ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ᾽ ὄμμασι νήδυμος ὕπνος
ἱζάνει, ἀλλὰ μέλει πόλεμος καὶ κήδε᾽ Ἀχαιῶν.
αἰνῶς γὰρ Δαναῶν περιδείδια, οὐδέ μοι ἦτορ
ἔμπεδον, ἀλλ᾽ ἀλαλύκτημαι, κραδίη δέ μοι ἔξω
στηθέων ἐκθρῴσκει, τρομέει δ᾽ ὑπὸ φαίδιμα γυῖα. 95
ἀλλ᾽ εἴ τι δραίνεις, ἐπεὶ οὐδὲ σέ γ᾽ ὕπνος ἱκάνει,
δεῦρ᾽ ἐς τοὺς φύλακας καταβήομεν, ὄφρα ἴδωμεν,
μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνῳ
κοιμήσωνται, ἀτὰρ φυλακῆς ἐπὶ πάγχυ λάθωνται.
100 δυσμενέες δ᾽ ἄνδρες σχεδὸν ἥαται· οὐδέ τι ἴδμεν,
μή πως καὶ διὰ νύκτα μενοινήσωσι μάχεσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα μητίετα Ζεὺς
105 ἐκτελέει, ὅσα πού νυν ἐέλπεται· ἀλλά μιν οἴω
κήδεσι μοχθήσειν καὶ πλείοσιν, εἴ κεν Ἀχιλλεὺς
ἐκ χόλου ἀργαλέοιο μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ.
σοὶ δὲ μάλ᾽ ἕψομ᾽ ἐγώ· ποτὶ δ᾽ αὖ καὶ ἐγείρομεν ἄλλους
ἠμὲν Τυδεΐδην δουρικλυτὸν ἠδ᾽ Ὀδυσῆα
110 ἠδ᾽ Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος ἄλκιμον υἱόν.
ἀλλ᾽ εἴ τις καὶ τοῦσδε μετοιχόμενος καλέσειεν,
ἀντίθεόν τ᾽ Αἴαντα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα·
τῶν γὰρ νῆες ἔασιν ἑκαστάτω, οὐδὲ μάλ᾽ ἐγγύς.
ἀλλὰ φίλον περ ἐόντα καὶ αἰδοῖον Μενέλαον
115 νεικέσω, εἴ πέρ μοι νεμεσήσεαι, οὐδ᾽ ἐπικεύσω,
ὡς εὕδει, σοὶ δ᾽ οἴῳ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι.
νῦν ὄφελεν κατὰ πάντας ἀριστῆας πονέεσθαι
λισσόμενος· χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτός.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
120 «ὦ γέρον, ἄλλοτε μέν σε καὶ αἰτιάασθαι ἄνωγα·
πολλάκι γὰρ μεθιεῖ τε καὶ οὐκ ἐθέλει πονέεσθαι,
οὔτ᾽ ὄκνῳ εἴκων οὔτ᾽ ἀφραδίῃσι νόοιο,
ἀλλ᾽ ἐμέ τ᾽ εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁρμήν.
νῦν δ᾽ ἐμέο πρότερος μάλ᾽ ἐπέγρετο καί μοι ἐπέστη·
125 τὸν μὲν ἐγὼ προέηκα καλήμεναι οὓς σὺ μεταλλᾷς.
ἀλλ᾽ ἴομεν· κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων
ἐν φυλάκεσσ᾽, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«οὕτως οὔ τίς οἱ νεμεσήσεται οὐδ᾽ ἀπιθήσει
130 Ἀργείων, ὅτε κέν τιν᾽ ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ.»
Ὣς εἰπὼν ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν
διπλῆν ἐκταδίην, οὔλη δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.
135εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
βῆ δ᾽ ἰέναι κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
πρῶτον ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον,
ἐξ ὕπνου ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ
φθεγξάμενος· τὸν δ᾽ αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ᾽ ἰωή,
140 ἐκ δ᾽ ἦλθε κλισίης καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπε·
«τίφθ᾽ οὕτω κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, ὅ τι δὴ χρειὼ τόσον ἵκει;»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
145 μὴ νεμέσα· τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς.
ἀλλ᾽ ἕπε᾽, ὄφρα καὶ ἄλλον ἐγείρομεν, ὅν τ᾽ ἐπέοικε
βουλὰς βουλεύειν, ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι.»

***
Είπε κι εξεπροβόδησε μ᾽ αυτά τον αδελφόν του·
κι επήγε αυτός στον Νέστορα· τον ήβρε πλαγιασμένον
εις κλίνην αναπαυτικήν εις την σκηνήν πλησίον.
75 Στο πλάγι του είχε τ᾽ άρματα, την περικεφαλαίαν
ολόλαμπρην, κοντάρια δυο και την καλήν ασπίδα,
και το ζωνάρι τ᾽ όμορφον, οπού φορούσε ο γέρος,
όταν κινούσε τον λαόν στην ανδροφθόρον μάχην,
ότι το γήρας το κακό δεν τον νικούσε ακόμη.
80 Την κεφαλήν εσήκωσεν, oρθώθη στον αγκώνα
και στον Ατρείδην έλεγε κι ερώτα: «Ποίος είσαι
συ που στα πλοί᾽ ανάμεσα μες στον στρατόν γυρίζεις,
μόνος στο σκότος της νυκτός, οι άλλοι ενώ κοιμώνται;
Μη σύντροφον, μη φύλακα ζητείς; Ομίλησέ μου,
85 μη με σιμώνεις άλαλος· ποια σ᾽ έφερεν ανάγκη;»
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Ω Νέστωρ Νηλιάδη,
ω καύχημα των Αχαιών, ακούεις τον Ατρείδην·
ιδού τον Αγαμέμνονα, που απ᾽ όλους τους ανθρώπους
ο Δίας ακατάπαυστα με θλίψεις βασανίζει,
90 όσο αναπνέω κι ελαφρά κινώ τα γόνατά μου·
ύπνος δεν κλει τα μάτια μου, κι εδώ πλανώμαι ως βλέπεις,
απ᾽ τον καημόν των Δαναών, πόχουν βαρύν αγώνα.
Δι᾽ αυτούς τρομάζω και η ψυχή την στάσιν της δεν έχει,
αδημονώ, κι έξω η καρδιά πετιέται από τα στήθη,
95 και όλοι μού τρέμουν οι αρμοί· και αν να ενεργήσεις θέλεις
αφού και συ μάτι δεν κλεις, ας κατεβούμε αντάμα,
κει που φρουρούν οι φύλακες, να ιδούμε μην ο κόπος
κι η αγρύπνια τούς εδάμασεν, ώστ᾽ έπεσαν στον ύπνον,
και λησμονούν την φύλαξιν· άνδρες εχθροί πλησίον
100 εις τον στρατόν μας κάθονται· και φόβος είναι μήπως
και μες στην νύκτα στοχασθούν την μάχην ν᾽ αρχινήσουν».
Σ᾽ αυτόν τότε ο Γερήνιος ο Νέστωρ αποκρίθη:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, ω Ατρείδη δοξασμένε,
του Έκτορος τους λογισμούς και όσα ελπίζει τώρα
105 δεν θα εκτελέσει ο πάνσοφος Κρονίδης· αλλ᾽ αγώνες
βαρύτεροι θα τον εβρούν, εάν αλλάξει γνώμην
ο Αχιλλεύς, και τον κακόν θυμόν του παραιτήσει.
Πρόθυμα εγώ σ᾽ ακολουθώ και ας σηκωθούνε και άλλοι,
ο Διομήδης, ο ακουστός εις τ᾽ άρματα Οδυσσέας,
110 ο ταχύς Αίας και μ᾽ αυτούς ο Μέγης Φυλεΐδης.
Κανένα τώρα ηθέλαμε, και αυτούς να προσκαλέσει
και τον ισόθεον Αίαντα και τον Ιδομενέα,
ότι έχουν τούτοι ξέμακρα τα πλοία τους στημένα·
αλλ᾽ όμως τον Μενέλαον, αν κι είναι σεβαστός μου
115 και αγαπητός, δεν επαινώ, και αν σε θενά λυπήσω,
ότι κοιμάται και άφησε σε μόνον να κοπιάζεις·
τώρα έπρεπε να τρέχει αυτός στους πολεμάρχους όλους,
τώρα στον άκρον κίνδυνον σ᾽ εκείνους να προσπέσει».
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Άλλες φορές, ω γέρε,
120 πρώτος σ᾽ επαρακίνησα, εσύ να τον ελέγξεις,
διότι αργεί πολλές φορές, να εργάζεται δεν θέλει.
Μωρός δεν είναι, ούτε οκνηρός· όμως σ᾽ εμέ προσβλέπει
και περιμένει την αρχήν εγώ να κάμω πρώτος·
αλλά τώρα μ᾽ επρόλαβε κι ήλθε να μ᾽ έβρει πρώτος
125 και αυτός τους άνδρες που ζητείς εστάλη να καλέσει·
πηγαίνομε· εις τους φύλακες, όπου φρουρούν στες πύλες,
θα τους εβρούμεν, ότι αυτού να συναχθούν τους είπα».
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος απάντησέ του κι είπε:
«Τότε κανείς των Αχαιών δεν θα τον παρακούσει
130 και θα ενεργήσει αγόγγυστα την κάθε προσταγήν του».
Είπε και περιέβαλε το στήθος με χιτώνα,
στα λαμπρά πόδια πέδιλα προσέδεσεν ωραία,
επανωφόρι πορφυρό περόνησε στους ώμους
διπλό, μακρύ, με τρυφερό και φουντωμένο χνούδι,
135 κοντάρι επήρε δυνατό μ᾽ ακονισμένην λόγχην,
κι εκίνησε των Αχαιών προς τα γοργά καράβια.
Και πρώτον τον ισόπαλον στην γνώσιν προς τον Δία,
τον Οδυσσέα σήκωσεν ο Νέστωρ απ᾽ τον ύπνον
με την φωνήν· και τον αχόν ως άκουσεν εκείνος,
140 πετάχθη μέσ᾽ απ᾽ την σκηνήν και προς εκείνους είπε:
«Διατί στα πλοί᾽ ανάμεσα και στον στρατόν γυρνάτε
την νύκτα μόνοι, τ᾽ είναι αυτό που τόσο σας βιάζει; »
Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Πολύτεχνε Οδυσσέα,
μη μας ελέγχεις· συμφορά στενοχωρεί μεγάλη
145 τους Αχαιούς· στέρξε και συ να μας ακολουθήσεις,
και άλλους να σηκώσουμε καλούς, να δώσουν γνώμην
εις τα συμβούλια, την φυγήν να εκλέξομε ή την μάχην».

Η επίμονη πρόκλησή μας

Όταν ξεχνάμε πράγματα σημαντικά μέσα στην καθημερινότητά μας, συνήθως σημαίνει πως δεν τα έχουμε μάθει όπως νομίζαμε. Αλλά με τόση υπερφόρτωση άσχετων και ασύνδετων πληροφοριών, ποια είναι τα ουσιαστικά και ποια όχι;

Αυτό βέβαια, το να ξεχνάμε, να κάνουμε λάθη, σύμφωνα με την σχολική και κοινωνική κατήχηση μας απαιτεί «εαυτοκριτική», εαυτοαπόρριψη, εαυτοδιόρθωση (σωστά γραμμένα). Αλλά αυτή η εαυτοδιόρθωση δεν υπάρχει πραγματικά, ούτε σαν λέξη ούτε σαν πραγματικότητα, αν και παραμένει η μεγαλύτερη ίσως αυταπάτη και βία, στους εικονικούς κόσμους.

Δεν είναι όμως και τόσο εύκολο να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι, την αλήθεια από το ψέμα, την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση. Αν ήταν, ίσως και να μην χρειαζόταν καν να υπάρχει αυτός ο κόσμος…

Συνήθως άλλα ξεκινάω να γράφω, άλλα φαίνονται να εννοώ και αλλού φαίνεται να καταλήγω. Πλέον είμαι ήρεμη πως όλες αυτές οι αντιλήψεις και τα υποθετικά παράγωγά τους, είναι εντελώς φυσιολογικές στους κόσμους της γραμμικής, επιφανειακής πραγματικότητας που ζούμε. Έχω συμφιλιωθεί με αυτό, το δέχομαι και ρισκάρω την έκφρασή μου...

Η «κατάβαση» στον κβαντικό κόσμο είναι αφενός πολύ δύσκολη για τα ήδη σχηματισμένα/διαμορφωμένα μυαλά μας (σε αντίθεση με τα μικρά παιδιά) που έχουν γαλουχηθεί να δέχονται μόνο τον επιφανειακό κόσμο της ύλης και του γραμμικού χρόνου ως πραγματικό. Πόσο μάλλον να διατηρείς παράλληλα και ταυτόχρονα και τους δυο, εντελώς διαφορετικούς κόσμους στην ίδια αντίληψη: με διαφορετικές λειτουργίες ο καθένας, δικούς του νόμους, άλλες διαδρομές.

Βέβαια, ακόμα βολεύει να παραμένουμε σε άγνοια: να υποθέτουμε πως επειδή εμείς δεν κατέχουμε τι εστί κβαντική, αυτό σημαίνει και αυτόματα πως δεν υπάρχει, πως δεν επηρεάζει την φυσική/υλική μας ζωή, την καθημερινότητά μας. Ή ακόμα, πως εμείς μπορούμε να ελέγξουμε, να επηρεάσουμε και να ορίσουμε τον κβαντικό κόσμο, από την επιφάνεια της ύπαρξής μας. Παρανόηση, όμως υπαρκτή και ακόμα ισχυρή, όσο κυνηγάμε το χρόνο, τις ψευδαισθήσεις μας, τους κοινωνικούς και εγωικούς στόχους μας, όσο διατηρούμε τη συνείδησή μας στην δυαδική πραγματικότητα..

Οι άνθρωποι συγχέουν την παιδεία με την εκπαίδευση κι αυτή η σύγχυση προκαλεί πολύ περισσότερο πόνο και παρανόηση από όσο αντιλαμβάνονται. Συγχέουν τις ιδέες, τις πεποιθήσεις, τις ανάγκες τους με τον τρόπο σκέψης τους, θεωρώντας πως αυτό αφορά απλή αντικατάσταση λέξεων, ιδεών ή πεποιθήσεων. Θεωρούν πως η παιδεία είναι κάτι που συμβαίνει αυτόματα, από μόνο του, «από το σπίτι», πολύ πριν ενταχθεί ένα παιδί στο σχολικό και κοινωνικό σύστημα κι ότι δε χρειάζεται να κάνουν κάτι ξεχωριστό ή διαφορετικό γι' αυτό.

Νομίζουν ότι η παιδεία αφορά τους «καλούς τρόπους», την χρήση του πληθυντικού ως «σεβασμός», την ευγνωμοσύνη για το ότι «εμείς έχουμε περισσότερα» ή «είμαστε πιο τυχεροί από κάποιους άλλους» και «να κάνουμε καλές πράξεις». Νομίζουν πως η παιδεία αφορά «διαχείριση συναισθημάτων», να «αναλαμβάνουν υπεύθυνα τις υποχρεώσεις τους», να «μην πετάνε σκουπίδια έξω από το παράθυρο», να «μη βρίζουν» κλπ κλπ.

Αυτά όμως και άλλα πολλά σε παρόμοιο μοτίβο αποτελούν απλά τα επιφανειακά στρώματα μιας κοινωνικής κουλτούρας που στηρίζεται στο φαίνεσθαι, ενώ λείπει τρανταχτά το Είναι! Η απόδειξη βρίσκεται ολοκάθαρα μπροστά μας, στην ίδια κοινωνία και καθημερινότητα που συναντάμε καθημερινά, η οποία όμως παραμένει αόρατη αν δεν είμαστε έτοιμοι ή δεν έχουμε την ικανότητα (λόγω διαμόρφωσης) να την αντιληφθούμε. Της λείπει η ουσία!

Η πραγματική παιδεία που έχουμε λάβει, στη θέση της απαιτούμενης αληθινής που χρειάζεται, παραμένει αόρατη στην επιφάνεια της σκέψης μας. Και είναι πολλές οι υπόγειες διαδρομές της για να αναλυθεί τόσο απλά, θεωρητικά και γενικά. Γιατί, μόνο αν κάποιος την αντιληφθεί στον εαυτό του εμπειρικά, μπορεί μετά να την αναγνωρίσει, να την καταλάβει και άρα να έχει επιλογή δημιουργικής δράσης.

Δεν αναιρείται όλο αυτό το υπόγειο υπόστρωμα ούτε διαφοροποιείται με επιφανειακές, ορθολογιστικές πρακτικές. Ο ισχυρισμός, η προσπάθεια και η εμμονή μας αυτή, είναι γελοία!

Οι δυο εντελώς διαφορετικοί αυτοί κόσμοι, θα μπορούσαν να συγκριθούν με την Νευτώνεια και την Κβαντική Φυσική ή με τον χειρισμό και αντίστοιχα τον προγραμματισμό ενός υπολογιστή.

Συνυπάρχουν, συλλειτουργούν, αλλά καμία σχέση δεν έχουν οι νόμοι της μιας πραγματικότητας με την άλλη. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι με τελείως άλλα χαρακτηριστικά και λειτουργίες, άλλη γλώσσα, άλλη κατανόηση, τελείως άλλη θέαση.

Επιχειρώντας λοιπόν να αλλάξουμε το επιφανειακό πεδίο της υλικής/φυσικής/κοινωνικής ύπαρξης μας χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα πώς λειτουργεί το βάθος (ή ο κόσμος των κβάντων, ο κόσμος της ενέργειας, η ηλεκτρομαγνητική σύνδεση όλων) και πώς, με ποιους τρόπους, συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται τα δύο, είναι τουλάχιστον ανώριμο και τελικά άσκοπο.

Μέρος της κατήχησής μας είναι πως θα χρειαζόμασταν διδακτορικό δίπλωμα ή πτυχίο πυρηνικής φυσικής για να τολμήσουμε καν να εισχωρήσουμε σε τέτοια στρώματα, «εξειδικεύσεις», πόσο μάλλον να ισχυριζόμαστε πως «γνωρίζουμε», πως έχουμε τη δυνατότητα και την ικανότητα να καταλάβουμε. Έμαθα, από το ίδιο το παιδί μου, και δεν ήταν «βολική» διαδικασία, πως όλη αυτή η παρανόηση δεν ισχύει! Αυτό που ισχύει αποτελεί και τη μεγαλύτερη μας πρόκληση ως ανθρωπότητα, στο στάδιο εξέλιξης που βρισκόμαστε.

Να τολμήσουν όλοι να κατέβουν από τα βάθρα της αλαζονικής εξειδίκευσής τους (η εξειδίκευση χωρίς την αλαζονεία είναι απαραίτητη και χρήσιμη), να έχουν την πρόθεση να συνεργαστούν ο ένας με τον άλλον τομέα και με όλους μαζί, να ακούσουν πραγματικά οι «ειδικοί» τους «μη ειδικούς», να ανεβάσουμε τον Άνθρωπο στο βάθρο και να κατεβάσουμε τους ρόλους που έχουμε στήσει στη θέση του, να είμαστε ανοιχτοί να μετακινηθούμε από τις αρτηριοσκληρωμένες θέσεις μας (αλλιώς είναι ψεύτικες ούτως ή άλλως), να συμπεριλάβουμε στα τραπέζια αποφάσεων όλες τις διαφορετικές θεάσεις, να έχουμε το θάρρος να ανακαλύψουμε όσα δεν ξέρουμε, να ανακτήσουμε και πάλι την χαμένη μας αθωότητα και ταπεινότητα.

Ίσως στο παρελθόν να είχαμε δικαιολογία την άγνοια και πολλές άλλες δικαιολογίες, απαραίτητες για την επιβίωσή μας. Σήμερα η άγνοια είναι επιλογή και η επιβίωση δεν είναι πλέον αρκετή. Η επίμονη πρόκληση που έχουμε μπροστά μας είναι νομοτελειακό ζητούμενο, απαραίτητο, όσο κι αν κλωτσάμε, αντιστεκόμαστε και εκβιάζουμε τη διατήρηση του παλιού πεισματικά.

Δεν είναι «περίεργη» η κβαντική πραγματικότητα και οι νόμοι της (που ακόμα ανακαλύπτουμε και έχουμε πολύ δρόμο μέχρι να γνωρίζουμε...το απόλυτο δεν υπάρχει σε αυτό το επίπεδο). Είναι η επιφανειακή μας αντίληψη υπερβολικά (πλέον) ασφυκτικά μυωπική.

Ο σκοπός δεν μπορεί να είναι πλέον να προσπαθούμε να αλλάξουμε τη γνώμη ο ένας του άλλου (με όποια εκβιαστικά ή ορθολογιστικά μέσα) ή να συσπειρωνόμαστε με ασφάλεια σε ομάδες ομοίων μας. Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί μόνο πολέμους, αδικία, βία, έλλειψη, πολιτισμική παρακμή. Σκοπός είναι να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να μετακινήσει/να διευρύνει τη συνείδησή του (που είναι τελείως άλλο από τη συνηθισμένη σκέψη), ώστε να δει από μόνος του μια πιο ευρεία θέαση, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα απ' ότι αρχικά υπέθετε, όπου θα σχηματίσει, από μόνος τους, τη δική του συνειδητή βούληση.

Η διαφορά αυτής της νέας πρόκλησης/πραγματικότητας από τους προηγούμενους – γνωστούς και άγνωστους στην κοινή αντίληψη - πατριαρχικο-μητριαρχικούς πολιτισμούς είναι η κατάργηση της διάζευξης (ή το ένα ή το άλλο) και η ένωση των μερών ισότιμα γιατί το όλον αποτελείται από πολύ περισσότερα από το άθροισμα των μερών του. Αυτό το «πολύ περισσότερα» όμως μένει να γεννηθεί από την ένωση, την ισότιμη συνύπαρξη. Πριν από αυτό, ό,τι και επιχειρούμε να κάνουμε, σύμφωνα με τον παλιό τρόπο σκέψης μας, θα πέφτει απλά στο κενό, θα προκαλεί βία, αλυσιδωτό πόνο και θα έχει προσωρινή διάρκεια καθώς και επιδερμική επίδραση.

Είναι αδύνατον να συμβεί αυτό μέσα από την θυματοποιητική και αλαζονική εκπαίδευσή μας, την διαμόρφωση του μυαλού μας σε καλούπια και στερεότυπα. Το σίγουρο, αν και όχι ακόμα αντιληπτό, είναι πως τα κλειστά συστήματα, τα κλειδωμένα ιδρύματα, τα εξουσιαστικά στερεότυπα, είναι πλέον απαρχαιωμένα, παρωχημένα και επικίνδυνα...

Εαυτοκριτική, εαυτοαπόρριψη, εαυτοδιόρθωση... όσο παράλογες λέξεις κι αν φαίνονται, λανθασμένα γραμμένες, ανύπαρκτες στα κοινά λεξικά, άλλο τόσο επίμονα πραγματικές ως στάση ζωής παραμένουν και διδάσκονται...εντελώς υπόγεια!

Αν δε βγάλουμε τον εαυτό μας από την εξίσωση των αντιδράσεων, των πεποιθήσεων και απόψεων της εικονικής μας πραγματικότητας, δεν έχουμε καμιά ευκαιρία διεύρυνσης της συνείδησής μας.

Άρρητη θεωρία προσωπικότητας

Η άρρητη θεωρία προσωπικότητας είναι θεωρία η οποία αναφέρεται στις προσδοκίες των μη ειδικών αναφορικά με τη συνύπαρξη γνωρισμάτων της προσωπικότητας και μορφών συμπεριφοράς.

Άρρητη θεωρία προσωπικότητας

Για παράδειγμα, οι άνθρωποι θεωρούν ότι τα κοινωνικά άτομα είναι και ομιλητικά. Το νόημα της άρρητης θεωρίας προσωπικότητας είναι πολύ πιο συγκεκριμένο από το νόημα των «άρρητων θεωριών», που αναφέρονται σε αδόκιμες απόψεις για ένα ευρύ φάσμα φαινομένων.

Η δομή της θεωρίας έχει μελετηθεί ακολουθώντας δυο προσεγγίσεις, μια άμεση και μια έμμεση. Η άμεση προσέγγιση δίνει στους κριτές τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο είναι πιθανό τα άτομα με ένα γνώρισμα Α να έχουν επίσης το γνώρισμα Β (π.χ. ένα κοινωνικό άτομο μπορεί να είναι και ομιλητικό).

Η έμμεση προσέγγιση πραγματοποιείται με εκτιμήσεις αγνώστων που βασίζονται σε ελάχιστες πληροφορίες. Οι άγνωστοι τείνουν να διαφωνούν αναφορικά με τα γνωρίσματα ενός συγκεκριμένου ατόμου (τι πάει σε ποιον), ενώ οι μεταξύ των κριτών συσχετίσεις των εκτιμήσεων διαφορετικών γνωρισμάτων (τι πάει με τι) είναι παρόμοιες, αντανακλώντας τις κοινές υποθέσεις σχετικά με τη συνύπαρξη γνωρισμάτων.

Για παράδειγμα, κάποιοι παρατηρητές, που η μόνη πληροφορία την οποία έχουν στη διάθεσή τους για την προσωπικότητα της Αλίκης είναι μια φωτογραφία) είναι πιθανό να διαφωνήσουν για το αν είναι ή όχι νευρική. Εντούτοις οι κριτές που θεωρούν την Αλίκη νευρική είναι πιθανό να θεωρήσουν επίσης ότι είναι αγχώδης.

Οι άμεσες και οι έμμεσες προσεγγίσεις της άρρητης θεωρίας προσωπικότητας έχουν οδηγήσει σε παρόμοια ευρήματα αναφορικά με τη δομή της, που ως έναν βαθμό είναι παρόμοια με τη δομή των εκτιμήσεων ενήμερων πληροφοριοδοτών.

Από την άλλη υπάρχουν και διαφορές: οι εκτιμήσεις των άγνωστων παρουσιάζουν υψηλότερες συσχετίσεις από τις αυτοαναφορές και τις εκτιμήσεις κοντινών γνωστών - το οποίο δείχνει ότι όσο περισσότερα γνωρίζουν οι κριτές για ένα άτομο, τόσο πιο σύνθετη είναι η περιγραφή τους για την προσωπικότητά του.

Επιπλέον, η άρρητη θεωρία προσωπικότητας δεν αντανακλά ασυμμετρίες στις πιθανότητες που προκύπτουν από διαφορετικές συχνότητες.

Για παράδειγμα, επειδή η φιλικότητα είναι πιο διαδεδομένη από την ομοφυλοφιλία, θεωρείται πιο πιθανό ένα ομοφυλόφιλο άτομο να είναι και φιλικό, παρά ένα φιλικό άτομο να θεωρηθεί επίσης ομοφυλόφιλο. Ωστόσο, οι κριτές εκτιμούν γενικά ως ίδιες αυτές τις δυο πιθανότητες.

Πειράματα για τη μνήμη προσώπων δείχνουν ότι η άρρητη θεωρία προσωπικοτήτων λειτουργεί ως ένα σχήμα: αν οι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν θυμούνται όλες τις πληροφορίες για τους φανταστικούς χαρακτήρες, οι αναμνήσεις τους τείνουν να επηρεάζονται από τη θεωρία.

Έτσι, όσο περισσότερο το άτομο αδυνατεί να ανακαλέσει πληροφορίες για την προσωπικότητα, τόσο πιο πολύ βασίζεται στην άρρητη θεωρία προσωπικότητας για να καλύψει τα κενά.

Ένα συναφές φαινόμενο είναι οι πλασματικές συσχετίσεις. Μια πηγή πλασματικών συσχετίσεων φαίνονται να είναι οι συνειρμικές σχέσεις: η συνύπαρξη δύο σπάνιων γεγονότων τείνει να υπερεκτιμάται, καθώς τα σπάνια γεγονότα προσελκύουν περισσότερο την προσοχή και γι'αυτό έρχονται ευκολότερα στον νου των παρατηρητών. Αυτό εξηγεί και τον λόγο που τα στερεότυπα για μέλη μειονοτικών ομάδων είναι ιδιαίτερα ισχυρά.

Από τα πειραματικά ευρήματα για την πιθανώς εσφαλμένη αντίληψη της συνύπαρξης γνωρισμάτων φαίνεται ότι οι συσχετίσεις μεταξύ εκτιμήσεων της προσωπικότητας είναι θεμελιωδώς ατελείς και αντανακλούν τη δομή της άρρητης θεωρίας προσωπικότητας, και όχι τη δομή της προσωπικότητας.

Η θέση αυτή ωστόσο προκαλεί διαμάχες.

Οι υπέρμαχοι της άποψης ότι η άρρητη θεωρία προσωπικότητας είναι αβάσιμη ισχυρίζονται ότι αυτή αντανακλά τις συνειρμικές σχέσεις μεταξύ γνωρισμάτων προσωπικότητας οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές καταστάσεις, και ότι κατά συνέπειες η άρρητη θεωρία προσωπικότητας διαστρεβλώνει συστηματικά τις συσχετίσεις μεταξύ εκτιμήσεων της προσωπικότητας.

Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της άποψης ότι η άρρητη θεωρία προσωπικότητας είναι ακριβής υποστηρίζουν ότι αυτή αντανακλά την ορθά προσλαμβανόμενη συνύπαρξη γνωρισμάτων και συμπεριφορών, και γι' αυτό δεν οδηγεί σε μεροληπτικές συσχετίσεις μεταξύ εκτιμήσεων της προσωπικότητας.

Το ζήτημα είναι σημαντικό επειδή οι συσχετίσεις των εκτιμήσεων για την προσωπικότητα συγκροτούν μια μεγάλη πηγή δεδομένων για πολλούς τομείς της ψυχολογίας. Φαίνεται όμως ότι η πραγματική συνύπαρξη γνωρισμάτων της προσωπικότητας αντικατοπτρίζει εν μέρει τις νοηματικές τους σχέσεις: υπάρχουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία παρόμοια γνωρίσματα αφορούν αλληλοκαλυπτόμενα σύνολα δεικτών.

Για παράδειγμα, το δεδομένο ότι η νευρικότητα συσχετίζεται με το άγχος σημαίνει εν μέρει ότι πολλοί δείκτες της νευρικότητας (δυσάρεστο συναίσθημα, οργανική διέγερση) είναι επίσης δείκτες άγχους.

Αριστοτέλης: Είναι τα παιδιά ευτυχισμένα;

«Έχει ειπωθεί λοιπόν ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργειας της ψυχής σύμφωνα με την αρετή. Εύλογα λοιπόν δεν μπορούμε να ονομάσουμε ούτε το βόδι ούτε το άλογο ούτε κανένα άλλο ζώο ευδαίμον· γιατί κανένα από αυτά δεν μπορεί να συμμετέχει σε αυτή την ενέργεια. Για την ίδια αιτία ούτε ένα παιδί είναι ευδαίμον». Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ο Αριστοτέλης δεν έχει συγγράψει ξεχωριστή πραγματεία για τα παιδιά. Οι απόψεις του βρίσκονται διάσπαρτες καταρχήν στα ηθικά του έργα και στη συνέχεια στα πολιτικά και βιολογικά. Η ευδαιμονία είναι για τον ίδιο ο σκοπός της ζωής αλλά δεν έχει για όλους την ίδια σημασία. Κατά τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν μετριέται με την καλοσύνη, την τύχη ή την ηδονή:

«Όσοι θεωρούν ευδαίμονα αυτόν που βασανίζεται και έχει βρεθεί σε μεγάλες δυστυχίες, εάν είναι αγαθός, θέλοντας και μη, λένε ανοησίες. Επειδή όμως η ευδαιμονία χρειάζεται την τύχη μερικοί θεωρούν ότι η ευτυχία είναι ευδαιμονία, ενώ δεν είναι, καθώς και η υπερβολική ευτυχία αποτελεί εμπόδιο και ίσως δεν είναι σωστό να την ονομάζουμε ευτυχία. Γιατί ο όρος ευτυχία εξαρτάται από την ευδαιμονία. Και το ότι όλα τα ζώα και οι άνθρωποι επιδιώκουν την ηδονή είναι απόδειξη του ότι αυτή είναι το ύψιστο αγαθό. Ίσως όμως επιδιώκουν όχι αυτή που νομίζουν ότι είναι ηδονή ούτε αυτή που ισχυρίζονται ότι είναι ηδονή αλλά μόνο ένα είδος της». Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Το να είναι κανείς αγαθός δεν συνιστά εχέγγυο της ευδαιμονίας. Ούτε η ικανοποίηση των βασικών ηδονών συνιστά την ευδαιμονία. Η τύχη, από την άλλη, έχει άδηλα αποτελέσματα που θα φανούν σε βάθος χρόνου. Τα παιδιά είναι δυνάμει ευδαίμονα. Μπορεί να είναι χαρούμενα, να αναζητούν την ηδονή και να αποφεύγουν τη λύπη, να κατορθώνουν να ικανοποιήσουν βασικές επιθυμίες, ακόμη και να έχουν όλα τα εξωτερικά αγαθά αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Όπως δεν είναι αρκετό ούτε για τους ενήλικες.

Ως εκ τούτου, κανείς δεν γεννιέται ευδαίμων. Καθώς έχει αποκλειστεί ο παράγοντας της τύχης η ευδαιμονία βασίζεται στην ατομική προσπάθεια. Τα παιδιά όμως έχουν την τάση να επιζητούν την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους χωρίς όρια. Το ευχάριστο είναι άπληστο:

«Τα παιδιά ζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και πολύ περισσότερο υπάρχει σ’ αυτά η επιθυμία του ευχάριστου. Αν λοιπόν το παιδί δεν μάθει να πειθαρχεί και να άρχεται, θα οδηγηθεί αλλού· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι άπληστη και πηγάζει από παντού σε έναν ανόητο άνθρωπο, και η ενέργεια της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη τάση, και αν οι επιθυμίες γίνουν μεγάλες και σφοδρές, αποκρούουν τη λογική ικανότητα. Γι’ αυτό πρέπει οι επιθυμίες αυτές να είναι μέτριες και λίγες, και να μην εναντιώνονται στη λογική, και αυτό το αποκαλούμε ευπείθεια και σωφρονισμό- και όπως ακριβώς πρέπει να ζει το παιδί κατά τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό πρέπει να υπακούει στη λογική». Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Η ηδονή, ακόμη και η πιο βασική, θέλει τον έλεγχο του ατόμου για να εξυψωθεί σε ευδαιμονία. Ναι, τα παιδιά μπορούν να ευτυχήσουν, αλλά ο δρόμος είναι μακρύς. Η ευδαιμονία δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι όμως εφικτή. Ίσως όχι από μικρή ηλικία, ωστόσο, οι βάσεις τίθενται εκεί. Τα παιδιά μαθαίνουν να ευτυχούν όπως και οι μεγάλοι. Η ευδαιμονία διδάσκεται και αυτό ξεκινά από νωρίς. Πρώτα από την οικογένεια, συνεχίζει με την εκπαίδευση και τέλος είναι ευθύνη της πόλεως. Αλλά χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια. Δική τους και κυρίως των άλλων. Εκείνων που θέτουν αδιαπραγμάτευτα όρια επενδύοντας σε μια μακροχρόνια ευδαιμονία. Εν τέλει, γιατί να περιμένουν να την ανακαλύψουν μόνα τους; Ας τη διδαχτούν εξ απαλών ονύχων. Τότε που όλα είναι πιο εύκολα.

Υπάρχει λόγος για ό,τι «βλακεία» κάνεις

Σου έχει τύχει να κάνεις μια βλακεία και μετά να πεις; «Γιατί το έκανα αυτό; Τι σκεφτόμουν; Ποιος ήταν ο λόγος;»

Ένα είναι σίγουρο. Ότι μάλλον δεν ήταν αυτός που νομίζεις…
Γιατί το έκανα αυτό;

Συχνά αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο κάναμε κάτι άσχημο, κάτι «κακό» ή κάτι λάθος και συνήθως καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Ο λόγος που το κάναμε είναι επειδή είμαστε «κακοί» άνθρωποι. Δε μας αξίζει να μας φέρονται καλά, δεν μας αξίζει να ζούμε, δε θέλουμε τη συμπόνοια κανενός.

Ευτυχώς κάνουμε και σε αυτό λάθος…

Οι άνθρωποι δεν ξυπνάνε και ξαφνικά θέλουν να κάνουν κακό σε κάποιον. Δεν ξυπνάνε ξαφνικά και χάνουν μια προθεσμία στη δουλειά. Δεν ξυπνάνε και πληγώνουν τα συναισθήματα ενός άλλου.

Υπάρχει πάντα λόγος.

Υπάρχει πάντα απόλυτα ψυχο-λογική εξήγηση για ό,τι κάνουμε και είναι πολύ διαφορετική από αυτή που εμείς δίνουμε για εμάς. Ο λόγος που κάνουμε ό,τι κάνουμε είναι επειδή με κάποιο τρόπο έχουμε ταλαιπωρηθεί στο δικό μας παρελθόν.

Οι λόγοι

Αν έχεις την τάση να πληγώνεις τους δικούς σου ανθρώπους, μάλλον φοβάσαι να συνδεθείς, γιατί όταν ήσουν μικρός δεν εισέπραξες την αγάπη όπως την είχες ανάγκη. Μάλλον υπήρξε πολύ πόνος στη δική σου ανατροφή και από τότε έχεις συνδέσει τις κοντινές σχέσεις με τον πόνο. Πληγώνεις τους άλλους και επιλέγεις άλλους που σε πληγώνουν. Δεν είσαι κακός. Πληγωμένος είσαι.

Αν δυσκολεύεσαι να κάνεις κοντινές σχέσεις, αν επιλέγεις ανθρώπους που δεν είναι διαθέσιμοι, τότε κατά πάσα πιθανότητα όταν ήσουν παιδί, οι γονείς σου ήταν απόμακροι προς τις δικές σου ανάγκες. Δεν ήταν διαθέσιμοι για σένα όπως τους είχες ανάγκη και δε σε φρόντισαν επαρκώς. Αυτό έμαθες. Δεν είσαι κακός. Ταλαιπωρημένος είσαι.

Αν χάνεις προθεσμίες στη δουλειά, αν τα κάνεις όλα τελευταία στιγμή, αν φτάνεις μέχρι τη βρύση και τελικά δεν πίνεις νερό, δεν είσαι τεμπέλης ή έχεις κακή οργάνωση χρόνου. Μάλλον μέσα σου φοβάσαι να επιτύχεις γιατί από μικρός είτε έμαθες πως πρέπει να μειώνεις την αξία σου για να υπάρχει ισορροπία στην οικογένεια, ή ότι δεν είναι «σωστό» να δείχνεσαι στους άλλους, ή ότι κάποιος θα στεναχωρηθεί με τη δική σου επιτυχία. Δεν είσαι κακός. Φοβισμένος είσαι.

Αν αγχώνεσαι διαρκώς με όλα, αν πολλές καταστάσεις σου προκαλούν πανικό, αν νιώθεις πως πρέπει να τους έχεις διαρκώς όλους ευχαριστημένους, υπάρχει εξήγηση. Ίσως μεγάλωσες σε μια αυστηρή οικογένεια, όπου έπρεπε να κάνεις τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο για να είναι καλά οι γονείς.

Ίσως άκουγες συχνά την ατάκα: «Μη με στεναχωρείς παιδί μου κι εσύ» από τη μαμά σου.

Ίσως μεγάλωσες με έναν γονιό με κατάθλιψη, ο οποίος ήταν χαμένος στο δικό του κόσμο και ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί ερμηνεύει μια τέτοια κατάσταση είναι ότι εκείνο φταίει που η μαμά δεν του μιλάει. Η λύση που εφευρίσκει είναι ότι θα είναι όσο καλύτερο παιδί γίνεται, μήπως και καταφέρει να είναι καλά η μαμά.

Ίσως μεγάλωσες με ένα γονέα (ή δυο) πολύ αγχωτικό που ανησυχούσε διαρκώς για όλα και έμαθες και εσύ να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός για να μην τον αγχώνεις έξτρα, αφού εκείνος δεν μπορούσε να διαχειριστεί το δικό του άγχος.

Δεν είσαι κακός. Αγχωμένος και φοβισμένος είσαι.

Αν είσαι επιθετικός, απότομος, απόμακρος και οργισμένος με τους άλλους, τότε μάλλον ο κόσμος σου έχει φερθεί πολύ άσχημα κι εσένα από πολύ μικρό. Ίσως έχεις φάει ξύλο στην οικογένειά σου ή στο σχολείο, ίσως σε έχουν προδώσει τα πρόσωπα που αγαπούσες ή που έπρεπε να σε αγαπάνε και έτσι ασυνείδητα σχημάτισες την εικόνα πως όλοι οι άνθρωποι θα σε πληγώσουν. Οπότε καλύτερα να τους αποφεύγεις ή να τους διώχνεις από τη ζωή σου για να μην ξαναπεράσεις τα ίδια. Μέσα σου θέλεις τόσο πολύ κάποιος να σε πλησιάσει και να σου δείξει πως όσα πιστεύεις είναι λάθος, αλλά φοβάσαι να το κάνεις. Δεν είσαι κακός. Απίστευτα πληγωμένος και φοβισμένος είσαι.

Αν είσαι αναποφάσιστος και δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση ακόμα και στα απλά πράγματα, αν δεν μπορείς να βρεις τι θέλεις από τη ζωή σου (κάτι το οποίο είναι απόλυτα φυσιολογικό για τους περισσότερους ανθρώπους) τότε πιθανώς να μεγάλωσες σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για το τι ήθελες εσύ. Είτε επειδή υπήρχαν πολλοί κανόνες, είτε επειδή σου έγινε ξεκάθαρο ότι έπρεπε να είσαι το καλό παιδί για να πάρεις την αγάπη των γονιών σου (ακόμα και αν δεν ίσχυε αυτό στην πραγματικότητα), έμαθες ότι πρέπει να πληροίς προϋποθέσεις προκειμένου να είσαι αποδεκτός από τους γονείς σου. Δεν έμαθες να ψάχνεις τι θέλεις. Έμαθες να ψάχνεις τι θέλουν οι άλλοι.

Δεν είσαι κακός. Ταλαιπωρημένος και φοβισμένος είσαι.

Και το ίδιο είναι και όλοι οι άλλοι…
Η κοινωνία

Αλλά εσύ δεν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Και κανείς δεν καταλαβαίνει εσένα. Και εσύ δεν καταλαβαίνεις τους άλλους. Αυτό είναι το δράμα του να είσαι άνθρωπος, όπως αναλύω στο νέο μου βιβλίο.

Ζούμε σε μια κοινωνία που ακόμα και μετά από παραπάνω από 120 χρόνια ψυχολογίας αρνείται πεισματικά να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο άνθρωπος. Τόσες φωνές στην αυτοβοήθεια φωνάζουν για να βρεις τα όνειρά σου και ξεχνάνε πως δεν είναι τόσο απλό το να έχεις όνειρα.

Σου λένε πώς να πετύχεις τους στόχους σου και ξεχνάνε πως δεν αρκεί να θέλεις για να τους πετύχεις. Ψυχολογικοί παράγοντες σε εμποδίζουν από το να κάνεις πράξη όσα θεωρητικά θέλεις.

Σου λένε ανεύθυνα πως είσαι ξεχωριστός και μοναδικός και έτσι σε κάνουν να νιώθεις ακόμα πιο μόνος και θυμωμένος.

Η κοινωνία μας σε κάνει να νιώθεις διαρκώς ανεπαρκής. Οι γκουρού θα σου προσφέρουν βοήθεια ανεφάρμοστη, ώστε να μην μπορείς να την εφαρμόσεις, να νιώθεις ότι εσύ φταις που δεν την εφαρμόζεις και να συνεχίσεις τους πληρώνεις για το επόμενο πανάκριβο σεμινάριο που θα έχει εξίσου ουτοπικές συμβουλές (οι οποίες ακούγονται πολύ ωραίες) τύπου: «Σκέψου Θετικά», «Να πιστεύεις στον εαυτό σου», «Άκου την καρδιά σου» και «Να μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι, αλλά να κάνεις το δικό σου».

Μα τι ωραία που τα λένε. Πρέπει να είναι πολύ σοφοί αυτοί οι άνθρωποι…
Αν καταλάβαινες τον εαυτό σου

Αν καταλάβαινες τον εαυτό σου, όπως πραγματικά είναι, θα συνειδητοποιούσες πόσα έχεις περάσει. Πόσο έχεις ταλαιπωρηθεί. Δεν είναι ότι σου αξίζει καμιά ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς όλοι τα ίδια τραβάμε. Αλλά σου αξίζει να σου δείξεις συμπόνοια. Γιατί και εσύ τραβάς ό,τι τραβάμε όλοι. Και όλοι αξίζουμε αυτή τη συμπόνοια. Μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε. Μόνο και μόνο επειδή είμαστε άνθρωποι.

Δυστυχώς κρίνουμε τον εαυτό μας και τους πάντες και οι πάντες κρίνουν εμάς. Ο θυμός και τα νεύρα περισσεύουν, καθώς πνιγόμαστε στις παρεξηγήσεις.

Κι όμως όλοι είμαστε άνθρωποι που χρειαζόμαστε να γίνουμε λίγο πιο ευγενικοί με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Όχι να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας (ή τις πράξεις των άλλων) αλλά να κατανοήσουμε πως τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται με πρώτο μάτι.

Η συμπόνοια δεν είναι συγχωροχάρτι. Η συμπόνοια είναι το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση της ατελούς, προβληματικής και τόσο ταλαιπωρημένης ανθρώπινης φύσης. Είναι το βήμα για να κάνουμε επιτέλους ειρήνη με τον εαυτό μας και με τους άλλους.

Και από εκεί και μετά να χτίσουμε κάτι καινούριο. Με γερές βάσεις. Όχι με όμορφα λόγια και ελκυστικές θεωρίες. Αλλά με το βρώμικο χώμα και τη λάσπη από τα οποία είμαστε όλοι φτιαγμένοι.

Από εκεί δεν βγαίνουν άλλωστε και τα πιο ωραία λουλούδια;

Τα πιο φωτεινά χαμόγελα ανήκουν σε όσους γνωρίστηκαν με το σκοτάδι

Υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που έχουν μάθει να ζουν με έναν φόβο κρυμμένο. Έναν φόβο που θρέφουν οι ίδιοι υποσυνείδητα, αλλά ταυτόχρονα μισούν γιατί τους καταδικάζει σε μία μοναχική ζωή.

Το μέσα τους είναι πεδίο μάχης, όπου αντίπαλοι είναι δύο εαυτοί. Αυτός που ζητά το κάτι παραπάνω και θέλει να διεκδικήσει και ο άλλος που κρύβεται σαν φοβισμένο παιδί πίσω από την πόρτα.

Σε έναν ονειρικό τους κόσμο θα μπορούσαν με ευκολία να πάρουν το ρίσκο να δοθούν ολοκληρωτικά, να ανοιχτούν χωρίς τον φόβο της απόρριψης ,της εγκατάλειψης, του πληγώματος. Εκεί, όλοι θα άνοιγαν τις αγκάλες τους στην αγάπη τους και θα ανταπέδιδαν σε διπλάσιες ποσότητες. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι πάντοτε ρόδινη. Κάτι οι παιδικές τραυματικές εμπειρίες, κάτι οι λάθος φιλίες και ένας έρωτας που ξεψύχησε πριν ξημερώσει, τους έκαναν να κλειστούν στο καβούκι τους.

Μιλώ για εκείνους τους ανθρώπους που συνήθως δεν μιλούν πολύ για τον εαυτό τους, αλλά κάνουν άπειρους διαλόγους μέσα στο μυαλό τους.

Πολλοί δε θα τους καταλάβουν, γιατί δεν μπορούν να τους νοιώσουν. Ίσως τους βαφτίσουν περίεργους, κλειστούς, μυστικοπαθείς. Άλλοι θα σαγηνευτούν από αυτούς, καθώς θα τους θεωρήσουν αίνιγμα μυστήριο, κλειδωμένο κουτί θησαυρού, κείμενο που διψούν να αποκωδικοποιήσουν. Και άλλοι θα τους αναγνωρίσουν αμέσως με ένα βλέμμα γιατί θα δουν τον ίδιο τους τον εαυτό να καθρεπτίζεται στα μάτια τους.

Θα τους εντοπίσουν από αυτό το αληθινό χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο που ξεγελά πολλούς και τους κάνει να νομίζουν εσφαλμένα πως είναι απόρροια μίας ήρεμης και εύκολης ζωής και κάπως έτσι σιγοβράζει η ζήλια μέσα τους. Δεν γνωρίζουν όμως πως τα πιο φωτεινά χαμόγελα ανήκουν σε εκείνους που έχουν ζήσει για καιρό στο σκοτάδι.

Σε αυτή την ζωή εκτιμάς το οτιδήποτε μέσα από το αντίθετό του. Εκτιμούμε την ζωή επειδή γνωρίζουμε πως θα επέλθει ο θάνατος. Λατρεύουμε το καλοκαίρι γιατί βιώνουμε το ψύχος του χειμώνα. Απολαμβάνουμε τις όμορφες στιγμές ακριβώς επειδή υπάρχουν οι άσχημες. Εκείνες τις ώρες λοιπόν, που οι δαίμονες απουσιάζουν από τις κάμαρες του νου τους, ένας ήλιος ανατέλλει στην ψυχή τους στολίζοντας το πρόσωπό τους με ένα φωτεινό χαμόγελο.

Το κάθε σήμερα για αυτούς είναι σαν την σελήνη. Μια λαμπερά αισιόδοξη ύπαρξη πάνω στο μαύρο πέπλο του παρελθόντος. Όταν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι γελούν, γελούν με την καρδιά τους, γιατί νιώθουν ευγνώμονες για την όμορφη στιγμή που τους δόθηκε. Δεν γελά μόνο το στόμα τους αλλά και τα μάτια τους, τα οποία πολλές νύχτες φιλοξένησαν θάλασσες που αγκάλιασαν τα μάγουλα τους.

Αν δεν σ’ αρέσουν τα βαθιά νερά μην ασχοληθείς με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί δεν τους ταιριάζουν οι ρηχότητες. Συνήθως κολυμπούν στα βαθιά μονάχοι, από επιλογή.

Μοιάζουν να έχουν εθιστεί στην μοναξιά τους αλλά μέσα τους ικετεύουν για ένα ζεστό ψυχικό άγγιγμα.

Θέλει κόπο να φτάσεις μέχρι τα νερά τους, αλλά αν σ’ αφήσουν να κολυμπήσεις πλάι τους δεν θα σε αφήσουν ποτέ μονάχο σου απέναντι σε κύμα.

Δεν υπάρχει πιο ατρόμητος από τον ερωτευμένο που τον έχουν ερωτευθεί εξίσου

Το ερωτικό ενδιαφέρον ξεκινά σαν μια προσδοκία. Προσδοκία αποδοχής αν είσαι στα πρώτα σου βήματα, επούλωσης αν έχεις να θυμάσαι φορές που αυτή διαψεύστηκε. Κυρίαρχα όμως γεννιέται στην -κι από την- προσδοκία να ερωτευτείς τον εαυτό σου ώστε στη συνέχεια να το πράξει κι ο άλλος.

Κάθε φορά που ένα νέο πρόσωπο αρχίζει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χρόνο στις ημερήσιες αναλογίσεις μας, η σκέψη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας είναι το πόσο κατάφωρα θα εντυπωσιαστεί από εμάς. Και λίγο λίγο μες σ’ αυτή τη μεθυστική προσμονή άξαφνα αρχίζουμε να μας βλέπουμε αλλιώτικους. Σαν να ομορφύναμε, σαν να ‘μαστε οι πιο ενδιαφέροντες (συν)ομιλητές που ξέρουμε, σαν να έλαμψε το δέρμα και τα μαλλιά μας, σαν τα βήματά μας να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος. Χαμογελάμε στον περαστικό, ο καφές μας φαίνεται πιο γλυκός, το μποτιλιάρισμα παύει να ενοχλεί, -κι ο άλλος, αυτός ο εξέχουσας σημασίας άλλος που πυροδότησε τούτη τη μεταμόρφωση ίσως ακόμη και ν’ αγνοεί προς το παρόν την ύπαρξή μας. Μα έχει τόση λίγη σημασία στ’ αλήθεια – καθώς έτσι κι αλλιώς στον έρωτά του ο καθείς είναι πάντα μόνος· κι ας τρέμει τούτη τη συνειδητοποίηση.

«Κράτα μικρό καλάθι».

«Να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά».

«Κοίτα μην παραμυθιαστείς».

«Πρόταξε τη λογική».

«Μην πέσεις με τα μούτρα».

«Να κρατάς πισινή».

«Κι αν σακατευτείς;»

«Δεν έχεις ιδέα τι σόι άνθρωπος είναι». «Μην υπερενθουσιάζεσαι».

«Μέτρα τα λόγια σου».

Θα γεμίζαμε βδομάδες ολόκληρες αν καθόμασταν ν’ απαριθμήσουμε παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Είμαστε στ’ αλήθεια εξαιρετικά εφευρετικοί όταν πρόκειται να υπερασπιστούμε το αδύνατον. Ο έρωτας χωρίς προσδοκία αποτελεί ανθρώπινο, θεωρητικό κατασκεύασμα με και μία πιθανότητα εφαρμογής στην πραγματική ζωή με τα πραγματικά συναισθήματα. Μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της ψευδαίσθησης του ελέγχου, μια καλοστημένη και πολυδιαφημισμένη (αυτ)απάτη που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά κι από παρέα σε παρέα με ύφος τάχα μου εμπειρικό κι περισπούδαστο, με τη σωστή αναλογία νιασίματος και σύνεσης απ’ τον αποστολέα του σπουδαίου μηνύματος στον παραλήπτη και με σκληρή, με αδυσώπητη αυτοκριτική όταν τυγχάνει αυτοί οι δύο να είναι το ίδιο πρόσωπο.

Έρχεται σε κυματισμό. Σαν αεράκι που ίσα που φυσάει σ’ αιγαιοπελαγίτικο παράθυρο και την αμέσως επόμενη στιγμή σαν πρώιμη οδύνη τοκετού. Η στιγμή της παραδοχής ότι κάποιος σου γυάλισε. Οι περισσότεροι έρωτες τελειώνουν πριν καν αρχίσουν ακριβώς στη στιγμή της εναλλαγής απ’ τον μπάτη στις συσπάσεις. Εκεί είναι που ο αναστατωμένος θα εκλογικεύσει. Θα πανικοβληθεί.

«Δεν έχω καμία ελπίδα».

«Είναι εντελώς out of my league».

«Έχω άλλες προτεραιότητες σ’ αυτή τη φάση». «Αποκλείεται να μην έχει σχέση».

«Δε θέλω μπλεξίματα».

«Θα ‘χουμε μπλεξίματα».

«Έχω σκουριάσει».

«Δεν υπάρχει περίπτωση να ταιριάζουμε».

«Δε θα πάει πουθενά».

«Όλα είναι στο μυαλό μου μόνο, να πάει να γαμηθεί».

Προφανώς θα ‘θελαμε πολλές εβδομάδες για ν’ απαριθμήσουμε τις παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Όποιος φαντάζεται τον έρωτα σαν ηλιόλουστη πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες προφανώς δεν έχει ερωτευτεί και προφανέστερα δε θα -επιτρέψει να- του συμβεί όσο επιμένει ν’ αναζητά πίνακες του Βαν Γκογκ. Όχι γιατί αποκλείεται στο πέρασμα απ’ τη μια σκηνή στην άλλη να βρεθεί άξαφνα μπροστά σε μια πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες, για να σταθεί να κόψει μερικές, να κυλιστεί στο χώμα και να γεμίσει με βιταμίνη D, αλλά γιατί ο έρωτας είναι χορός εναλλαγών. Και στην επόμενη σκηνή, με τον ίδιο σύντροφο πάντα, είναι αρκετά πιθανό να βρεθεί σε σεληνιακό τοπίο, ξερό, σκοτεινό, γεμάτο λακκούβες. Οι παπαρούνες ίσως ξανάρθουν, ίσως κι όχι. Η διαρκής ψυχαναγκαστική εμμονή όμως σ’ αυτές το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι ακόμη περισσότερα σεληνιακά τοπία.

Το λεπτό σχοινί στο οποίο καλείται ο ακροβάτης ερωτευμένος να ισορροπήσει είναι η αποδοχή της προσδοκίας με τη γνώση ότι ίσως αυτή δεν εκπληρωθεί ή έστω ότι ίσως δεν εκπληρωθεί εντελώς στον τόπο, τον χρόνο, την ένταση, τον ρυθμό, τον τρόπο που φαντάζεται.

Δεν μπορεί να υπάρξει ταυτοχρόνως έρωτας κι έλεγχος. Πρόκειται για έννοιες αλληλοεξουδετερωτικές. Όπου υπάρχει η μία δεν αφήνει χώρο για την άλλη. Σαν να θες να στριμώξεις φορτηγό σε σπιρτόκουτο. Αδύνατον. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μετριασμός της έκφρασης. Κατά πόσο δηλαδή θ’ αφήσεις στον άλλον το περιθώριο να υποψιαστεί τη δύναμη που σου ασκεί. Όποιος ποθεί παραχωρεί μέρος της δύναμής του κι όποιος ποθείται εν γνώσει του, αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια τι θα κάνει με τούτη την ανέλπιστη δύναμη που του χαρίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότεροι από εμάς θα μπούμε στον πειρασμό να την εκμεταλλευτούμε κι όχι απαραίτητα προς ζημία της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι απαραίτητα συνειδητά. Ο έχων την εξουσία της επίδρασης στον ψυχισμό του άλλου, είναι σαν να κατέχει ταυτοχρόνως και το λυχνάρι και το τζίνι. Αποφασίζει και εκπληρώνει, επιθυμεί και πραγματοποιεί. Ακόμα και στους έρωτες τους σχετικά συγχρονισμένους και ισομερώς αμοιβαίους οι εραστές μεθούν από αυτή την εναλλαγή κι όταν τους δίνεται η ευκαιρία απολαμβάνουν να προβάλουν αναμεταξύ τους τη σαγήνη που προκαλούν ο ένας στον άλλον, Φράσεις όπως: «Πού θα πας βρε, πού αλλού θα βρεις καλύτερα;» και «αφού για μένα λιώνεις!» πίσω απ’ την περιπαικτική διάστασή τους καταδεικνύουν ακριβώς αυτή την ικανοποίηση κι ας αφήνουν παράλληλα ν’ αχνοφαίνεται η αγωνία μην και εκλείψει.

Δεν υπάρχει πιο ατρόμητος απ’ τον ερωτευμένο που τον έχουν ερωτευτεί εξίσου. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όπου υπάρχει έρως, αμφίδρομος και πλήρης, κάθε άλλος φόβος μεμιάς παραμερίζεται. Βλέπεις ανθρώπους που πότε άλλοτε έτρεμαν τ’ αεροπλάνα να επιβιβάζονται σε δεκάωρες πτήσεις μόνο και μόνο για να δουν ο ένας τον άλλον. Ανθρώπους δυσκοίλιους και δυσκίνητους να υποκλίνονται στην παρόρμησή τους, ανθρώπους στρείδια να φλυαρούν ακατάπαυστα, να εκτίθενται, ν’ ανασύρουν αναμνήσεις της ιστορίας τους και να τις μοιράζονται, αναμνήσεις που καλά δε συγκρατούσαν κι ίδιοι.

Η Άγια μεταμόρφωση στην οποία μας υποβάλει ο έρωτας. Η αίσθηση του «όλα είναι δυνατά», η ακλόνητη πίστη ότι τούτη η πεποίθηση δεν είναι άλλος ένας ευσεβής πόθος, η σωματική ενέργεια, η ταχύτητα του νου, η ευφράδεια του λόγου, ο οργανισμός που χορταίνει με πέντε ώρες ύπνο και πάνω και κύρια απ’ όλα η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μην μπορείς να υποστεί, ή να υπερνικήσεις για χάρη του έρωτά σου,

Ασφαλώς ένας υποψιασμένος θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλη αυτή η αφοβία δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η απόδειξη του αντιθέτου. Ο φόβος μη χάσει τον έρωτά του (κι εδώ η λέξη «έρωτας» έχει διττή ερμηνεία. Και μη χάσει τον αντικείμενο των προσδοκιών του, αλλά και μη μια μέρα ξυπνήσει και δεν αισθάνεται το ίδιο.) Την πρώτη περίπτωση υπάρχουν αρκετές που φορές που και τη συνειδητοποιεί και την ονοματίζει και την αποδέχεται. Τη δεύτερη είναι απίθανο. Ο ερωτευμένος πιστεύει ακλόνητα ότι θα είναι ερωτευμένος αιωνίως. Οποιαδήποτε διαφορετική υποψία εκλαμβάνεται για προδοσία απέναντι στον εαυτό του πρωτίστως γι’ αυτό και δεν του επιτρέπει τέτοιες σκέψεις. Αν πάει καμιά αμφιβολία να εισβάλει θα κουνήσει νευρικά το κεφάλι 2-3 φορές, όπως κάνουμε όταν φάμε κάτι πολύ ξινό ή αν δαγκώσου με τη γλώσσα μας, και θα τη διαγράψει.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Φρόιντ δεν επέτρεπε στους ασθενείς του κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και για όσο καιρό διαρκούσε αυτή, να δημιουργούν ερωτικές σχέσεις. Κι αν στο σήμερα
τέτοιες απαγορεύσεις ακούγονται ακραίες κι υπερβολικές, στα σίγουρα οι ψυχολόγοι δεν πετούν και
τη σκούφια τους όταν στο ντιβάνι τους κάθεται ένας ερωτευμένος. 

Κι αυτό γιατί η ψυχοθεραπεία,
απαιτεί κατά το δυνατόν διαύγεια, περισυλλογή και όσο γίνεται αντικειμενικότητα. Προφανώς το ερωτικό πάθος καταλύει σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα. Είναι επίσης αλήθεια, ότι οι περισσότεροι οδηγούνται στο γραφείο ή το ιατρείο ενός ειδικού βαθιά πληγωμένοι από διάψευση προσδοκιών. Ασφαλώς όταν τελικά η θεραπεία προχωρά, κι αν στο μεταξύ ο ερωτευμένος δεν την εγκαταλείψει απογοητευμένος όταν διαπιστώσει ότι δεν υπόσχεται άμεσες και δραστικές λύσεις σε ό,τι τον προβληματίζει, αλλά πρόκειται για διαδικασία χρονοβόρα και κοπιαστική, τότε θ’ αναδυθούν πολλά ακόμη που δε σχετίζονται άμεσα με την αφορμή της αρχικής επίσκεψης. Το πρώτο αμήχανο χτύπημα όμως στο κουδούνι του ψυχοθεραπευτή το κάνει κάποιος που πονά από έρωτα και ψάχνει εναγωνίως μια παρηγοριά, μια λύτρωση, μια τεχνική αποπλάνησης.

Όλα αυτά στο σενάριο, που είναι και το συνηθέστερο στατιστικά, ότι κάτι θα στραβώσει ή έστω δε θα πάει βάσει του αρχικού προγραμματισμού στη διάρκεια ενός ειδυλλίου. Όπου αρχικός προγραμματισμός, βάλτε, τις πρωταρχικές προσδοκίες.

Το πρώτο που προσδοκά ο ερωτευμένος είναι ο θαυμασμός. Κάποιοι το λένε και εκτίμηση, το ίδιο όμως εννοούν. Θέλει να νιώθει ότι τον λογίζουν ως σημαντικό και ιδανικά αξιολάτρευτο. Αυτή η προσδοκία ακούγεται εξωφρενικά γενικόλογη, φανταστείτε την όμως σαν ένα πελώρια κορμό υπεραιωνόβιου πεύκου επάνω στον οποίο στηρίζονται δεκάδες μικρότερα κλαδιά και χιλιάδες παρακλάδια. Στη διαφαινόμενη έλλειψη θαυμασμού, βρίσκει την αιτιολογία της ένα απ’ το πιο κλασικά παράπονα «Δε με ακούς όταν σου μιλάω! Συνέχεια με κάτι άλλο ασχολείσαι και ούτε που μου δίνεις σημασία.». Κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές που περιλαμβάνουν φράσεις όπως «Έχεις άλλες προτεραιότητες», «Δε μου κάνεις χώρο στη ζωή σου», «Πάντα εσύ αποφασίζεις πού θα πάμε και τι θα δούμε», «Μα καλά δε θα με ρωτήσεις τι γράφω;» και ό,τι μπορεί ο καθένας να φανταστεί.

Στην ουσία τους το παράπονο ταυτίζεται και συνοψίζεται στο: Δε με θαυμάζεις. Διότι αν με θαύμαζες θα κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου, θα ‘μουν πάντα η μία και μόνη προτεραιότητά σου, δε θα ετίθετο θέμα χώρου στη ζωή σου μιας και θα ήθελες να ‘ μαστε διαρκώς μαζί, αν με θαύμαζες θ’ άφηνες εμένα να διαλέξω προορισμό και ταινία αφού θα θαύμαζες και το γούστο μου και εννοείται θα τρελαινόσουν να ‘ σαι ο πρώτος μου αναγνώστης. Μπορεί να μας φαίνονται λόγια αιθεροβάμονος ή κακομαθημένου παιδιού τα παραπάνω, είναι όμως λόγια ερωτευμένου- μικρή η απόκλιση δηλαδή.

Ο ίδιος όμως αυτό δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και όχι γιατί υστερεί σε στοιχειώδη νου ή ενσυναίσθηση, αλλά γιατί στο δικό του μυαλό αυτός ο θεωρούμενος «μετριασμός» του θαυμασμού απ’ τον άλλον, καθρεφτίζει μια αυτοπεποίθηση κατακερματισμένη. Δεν τον πονά τόσο η υποψία ότι δε θαυμάζεται όσο επιθυμεί, αλλά η πιθανότητα να μη βρίσκει ο ίδιος εαυτόν αξιοθαύμαστο. Και ως γνωστόν όταν δεν μπορείς να ελκύσεις το ενδιαφέρον με θαυμασμό τότε καταφεύγεις στην ενοχή και τον οίκτο. Εξού και τα κατηγορώ, τα τελεσίγραφα, οι επικλήσεις στο φιλότιμο – κι όλα αυτά όχι με μοναδικό αποδέκτη τον σύντροφό του, μα και τον ίδιο.

Θυματοποίηση κι αυτομαστίγωμα εναλλάσσονται και δημιουργούν το γνωστό δίπολο μελαγχολίας κι οργής του ερωτευμένου. Και στα δύο άκρα ενυπάρχουν τόσο θλίψη όσο και θυμός απλώς διαφέρουν τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται.

Μέχρι τη στιγμή που ο θαυμασμός θα επιστρέψει, θα τοποθετηθούν τα κουτάκια στη θέση τους βάσει του αρχικού προγραμματισμού, θα μπει η ψυχή στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως την επόμενη φορά βέβαια που μια, ίσως κι ανούσια, αφορμή θα αφυπνίσει τις διαψευσμένες του προσδοκίες και τον θέσει πάλι σ’ αμφισβήτηση κα θώς θα παραχωρεί οικειοθελώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του στον άλλο. Ήρθε ξανά η ώρα για μια σκυταλοδρομία.

Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό, στο μεγαλύτερό τους ίσως, διαδραματίζονται στις εντυπώσεις του. Και η έλλειψη θαυμασμού κι οι παραπονεμένες προσδοκίες ακόμη και η ίδια η σκυταλοδρομία. Η αντίληψη του χρόνου επηρεάζεται καθώς οι υπερβολικά ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες μας, στην προσπάθειά τους να μη χάσουν την παραμικρή λεπτομέρεια, το παραμικρό στοιχείο απ’ το έργο που διαδραματίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και τον λατρεμένο άλλο, χάσκουν. Ασφαλώς και δε γίνεται ένας άνθρωπος σήμερα να σε επιθυμεί ωσάν τρελός κι αύριο -στο κυριολεκτικό αύριο- να ‘χει μπουχτίσει από σένα και να μη θέλει να σε βλέπει μπροστά του. Αυτές είναι διαδικασίες προοδευτικές, δε γίνονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Ο τραγέλαφος του έρωτα. Ο απαραίτητος. Καθώς εν’ απουσία του θα ‘χε στερηθεί η ανθρωπότητα εκατομμύρια αποστάγματα τέχνης που βασίστηκαν επάνω του. Τρέμω να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα ‘χαν γραφτεί ποτέ, πόσα ποιήματα, πόσα σενάρια. Και ακόμη κι αν όλα αυτά στον πυρήνα τους νοσούν απ’ την αναπόφευκτη επαναληπτικότητα αυτή η νόσος καθόλου δεν τα εμπόδισε απ’ το να παραμένουν βασικοί συνοδοιπόροι των στιγμών μας, να μπουν μέσα μας, να τα ρουφήξουμε, να ταυτιστούμε, ώστε στο τέλος να μας ρουφούν εκείνα. Παρηγοριά τα τραγούδια, οπλοστάσιο τα ποιήματα.

Τι σημαίνει πουλάει την ψυχή του στον διάβολο;

Οι Άλπεις, ένα τεράστιο εμπόδιο στη μέση της Ευρώπης.

Επί αιώνες εμπόδιζαν τη μεταφορά ανθρώπων και αγαθών μεταξύ Βορρά και Νότου. Ξανά και ξανά οι περιπετειώδεις άνθρωποι προσπαθούσαν να τις ανεβούν και να τις διασχίσουν. Το πιο ελπιδοφόρο πέρασμα ήταν το Γκότχαρτ που βρίσκεται στο κέντρο των Άλπεων, μεταξύ των ελβετικών καντονιών Ούρι και Τιτσίνο. Αλλά στη μέση υπήρχε το άγριο, βαθύ φαράγγι Σέλενεν που οδηγεί από τα βόρεια στο πέρασμα. Πώς να ξεπεραστεί αυτή η τεράστια ρωγμή της γης; Η απάντηση ήταν η κατασκευή της αποκαλούμενης γέφυρας του διαβόλου τον 13ο αιώνα.

Ξανά και ξανά οι κάτοικοι του Ούρι προσπαθούσαν να τη χτίσουν. Τέλος, ο επικεφαλής της τοπικής κοινότητας, ο «Landammann», αναφώνησε απελπισμένα στην τοπική διάλεκτο: «Επιτέλους, ας χτίσει τη γέφυρα ο ίδιος ο διάβολος!». Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια, μπροστά στους αποσβολωμένους χωρικούς εμφανίστηκε ο διάβολος και πρότεινε μια συμφωνία – ήθελε πολύ να χτίσει τη γέφυρα, αλλά με έναν όρο: η ψυχή του πρώτου που θα την περνούσε να παραδοθεί σ’ αυτόν, στον διάβολο.

Οι χωρικοί όμως σκαρφίστηκαν κάτι πονηρό. Αφού ο διάβολος έχτισε τη γέφυρα, έβαλαν μια κατσίκα να περάσει τη γέφυρα. Τότε ο διάβολος, διάβολος από τη φύση του, άρπαξε μια θεόρατη πέτρα, έτοιμος να σπάσει τη γέφυρα. Τότε βρέθηκε μπροστά μια ευσεβής γυναίκα που σκάλισε έναν σταυρό πάνω την πέτρα. Η σύγχυση του διαβόλου μπροστά σ’ αυτό το θεϊκό σύμβολο τον έκανε να πετάξει την πέτρα, η οποία πέρασε ξυστά από τη γέφυρα, κύλησε στο φαράγγι του Σέλενεν και στάθηκε μετά το χωριό Γκέσενεν. Εκεί μπορείτε να τη δείτε και σήμερα – τη λένε «πέτρα του διαβόλου»

Οι κάτοικοι του Ούρι πούλησαν την ψυχή τους αλλά τη γλίτωσαν με αμυχές και με το μεγάλο κέρδος μιας επαναστατικής γέφυρας. Παρόμοιους μύθους συναντάμε σε όλους τους πολιτισμούς – αλλά οι περισσότεροι δεν είναι τόσο ήπιοι. Στο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ το Πορτρέτο τον Ντόριαν Γκρέν ο ήρωας πουλάει την ψυχή του στον διάβολο προκειμένου να παραμείνει αιώνια νέος και ωραίος στο μεταξύ γερνάει το πορτρέτο του. Ο Γκρέυ γίνεται ένας έκλυτος αμαρτωλός, το πορτρέτο του γίνεται ένας θλιβερός γέρος. Ώσπου δεν μπορεί πια να το αντέξει, καταστρέφει το πορτρέτο και αυτοκτονεί. Ακόμα πιο περίφημη είναι η συμφωνία με τον διάβολο του αλχημιστή Γιόχαν Γκέοργκ Φάουστ. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Φάουστ πούλησε την ψυχή του για να αποκτήσει όλες τις γνώσεις του κόσμου και να γνωρίσει όλες τις απολαύσεις, ακόμα και τις πιο εξεζητημένες. Ο Γκαίτε έκανε τον μύθο κλασικό αριστούργημα που έγινε μέρος της παιδείας μας στις γερμανόφωνες χώρες.

Τι σημαίνει πουλάει την ψυχή του; Προφανώς, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς, υπάρχουν ορισμένα πράγματα που είναι ταμπού: που απαγορεύεται να γίνουν αντικείμενο οικονομικών συναλλαγών, συμφωνιών, εμπορίου. Υπάρχουν πράγματα ιερά, χωρίς τίμημα.

Ωστόσο, για έναν οικονομολόγο δεν υπάρχει τίποτα χωρίς τίμημα. Τα ιερά πράγματα είναι απλούστατα «υπερβολικά υπερτιμημένα», λέει- τα πάντα μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν. Αυτό κάνει τόσο ελκυστικές τις ιστορίες όπως “Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας” του Φρίντριχ Ντύρρενματ. Στο έργο του Ντύρρενματ η Κλαιρ Τσαχανασσιάν προσφέρει ένα δισεκατομμύριο ελβετικά φράγκα στους κατοίκους ενός φτωχού χωριού για να σκοτώσουν έναν πρώην εραστή της – και το καταφέρνει.

Αναρωτηθείτε το εξής: υπάρχουν ιερά πράγματα στη ζωή σας που ποτέ δεν θα πουλούσατε ακόμα και για ένα δισεκατομμύριο; Γράψτε τα στην άκρη αυτής της σελίδας βιβλίου.

Τι γράψατε; Φυσικά, τη ζωή σας, τη ζωή των αγαπημένων σας, τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας, τους φίλους σας, ίσως κάθε ανθρώπινη ζωή. Την υγεία σας θα την ανταλλάσσατε με ένα δισεκατομμύριο; Θα ήσασταν έτοιμος να προσβληθείτε από μια ασθένεια, λευχαιμία ή κατάθλιψη, ας πούμε; Θα πουλούσατε τις απόψεις σας; Οι απόψεις σας έχουν τιμή; Ορισμένοι πολιτικοί πουλάνε τις ψήφους τους στις εταιρείες με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό. Θα εξετάζατε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αν το επίπεδο διαβίωσής σας ήταν πολύ χαμηλό; Τον χρόνο σας; Την προσοχή σας; Τις αρχές σας; Υπάρχουν κάποιες που δεν θα τις πετούσατε ποτέ, όσα δισεκατομμύρια κι αν σας έδιναν;

Σίγουρα δεν υπάρχει έλλειψη προσφορών στη ζωή σας. Στο βιβλίο του What Money Can’t Buy ο καθηγητής του Χάρβαρντ Μάικλ Σάντελ δείχνει πώς τα τελευταία πενήντα χρόνια η «συμφωνία» διεισδύει σε όλο και περισσότερους τομείς της ζωής. Τα πράγματα που στο παρελθόν δεν ήταν διαπραγματεύσιμα τώρα είναι. Για παράδειγμα, μια γυναίκα δέχτηκε να κάνει τατουάζ στο κούτελο το λογότυπο μιας επιχείρησης για 10.000 δολάρια προκειμένου να πληρώσει για το σχολείο του γιους της . Ενώ η πράξη είναι εθελοντική αγγίζει κάτι που δεν πρέπει να υποβαθμίζεται σε φορέα διαφημίσεων. Επίσης, οι τράπεζες επενδύουν σε ασφάλειες ζωής για συνταξιούχους: όσο πιο γρήγορα πεθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο περισσότερα χρήματα βγάζουν οι τράπεζες. Εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι η χρηματική οικονομία επεκτείνεται και επιτίθεται σε περιοχές που ήταν κάποτε ιερές. Δεν μπορείτε να περιμένετε από τον νομοθέτη να σταματήσει αυτόν τον παραλογισμό της οικονομικής τακτικής. Εναπόκειται σ’ εσάς να αποκρούστε τις επιθέσεις στον δικό σας κύκλο αξιοπρέπειας.

Συμπέρασμα: Ορίστε ξεκάθαρα τον κύκλο της αξιοπρέπειάς σας. Μη μολύνεστε από τον οικονομικό ιό που προσπαθεί να εισέλθει στο ανοσοποιητικό αξιακό σας σύστημα. Τα πράγματα που εμπίπτουν στον κύκλο της αξιοπρέπειας δεν είναι ποτέ διαπραγματεύσιμα, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα μπορείτε να εισπράξετε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν συμφωνία με τον διάβολο – από την οποία σπανίως θα γλιτώσετε χωρίς απώλειες όπως οι χωρικοί με τη γέφυρα του διαβόλου.

Ο Ηρώδης και η σφαγή των 14.000 νηπίων τής Βηθλεέμ

Η «ιστορία» -που διδάσκεται και στα σχολεία- γνωστή: Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, ο βασιλιάς τής Ιουδαίας, Ηρώδης ο Μέγας, μόλις έμαθε δήθεν από τους τρεις μάγους, ότι γεννήθηκε ο νέος «βασιλιάς τής Ιουδαίας» (δηλαδή ο Ιησούς), πανικοβλήθηκε, και δρώντας προληπτικά, διέταξε την σφαγή όλων των άρρενων νηπίων κάτω των δύο ετών, στην Βηθλεέμ και τα περίχωρα αυτής. Αν ανατρέξει σήμερα κανείς σε κάποιο χριστιανικό ημερολόγιο, θα διαπιστώσει ότι αυτή την ημέρα (29 Δεκεμβρίου) τιμάται η «Μνήμη των υπό τού Ηρώδου αναιρεθέντων δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων εν Βηθλεέμ».

Μάλιστα... Καλό το παραμύθι βέβαια, αλλά δεν έχει δράκο...

Αν παραβλέψουμε το γεγονός, ότι είναι αμφίβολο αν ο Ηρώδης και ο Ιησούς συνυπήρξαν (η ζωή τού Ηρώδη είναι τεκμηριωμένη ιστορικά, ενώ τού Ιησού όχι), θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μερικά αδιέξοδα:

1. Η μόνη πηγή που αναφέρει την σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη, είναι το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον». Καμμία άλλη πηγή, είτε βιβλική είτε εξωβιβλική δεν μνημονεύει αυτό το «γεγονός». Το ερώτημα που γεννάται βέβαια, είναι πως αυτό το φοβερό «γεγονός», «διέφυγε» όχι μόνο από τούς Ιουδαίους ιστορικούς (π.χ. Ιώσηπος), αλλά κυρίως από τους άλλους «σύγχρονους» ευαγγελιστές (Ιωάννης, Λουκάς και Μάρκος). Και όπως προαναφέρθηκε, καμμία εξωβιβλική ιστορική πηγή δεν αναφέρει τέτοιος γεγονός, παρ' όλο που ο Ηρώδης, ιστορικά πάντα, ήταν αδιαμφισβήτητα ένας σκληρός και αδίστακτος βασιλιάς (όπως κι ένας άλλος «Μέγας», ο Κωνσταντίνος, έτσι κι αυτός, είχε «ξεπαστρέψει» ακόμη και μέλη τής οικογένειάς του, δηλαδή συζύγους, τέκνα και λοιπούς συγγενείς).

2. Το βασικό ερώτημα, στο οποίο οι αφελείς Ιουδαιοχριστιανοί δεν τολμούν να δώσουν απάντηση, είναι, πως είναι δυνατόν να σφαγιάσθηκαν 14.000 νήπια στο χωριό τής Βηθλεέμ και τα περίχωρά της, όταν ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις μερικές εκατοντάδες ψυχές και, αναλογικά, τα νήπια πάνω από μερικές δεκάδες, μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. «Λεπτομέρεια» θα πείτε...

Σωστά. Αν και βάσει αυτής της «λεπτομέρειας», στο «απόκρυφο» κείμενο «Πράξεις του Ματθαίου στην πόλη Καχενάτ», ο αριθμός των υποτιθέμενων φονευθέντων νηπίων, εκτινάχθηκε ακόμα και στις... 440.000! Φαίνεται όμως ότι οι «πατέρες» της Εκκλησίας κατόρθωσαν να διακρίνουν το γελοίο τού πράγματος, κι έτσι περιορίστηκαν στις 14.000 (που μνημονεύεται στο ευαγγέλιο τού Ματθαίου), καθώς αυτός ο αριθμός φάνηκε πιο... «λογικός».

3. Ένα δεύτερο βασικό ερώτημα, που προκύπτει, είναι, πως ο «πανάγαθος» Θεός και «προστάτης» των Ιουδαίων, επέτρεψε να συμβεί μια τέτοια σφαγή, διασώζοντας μόνο την «αγία οικογένεια», δείχνοντάς τους, μέσω αγγέλου, τον δρόμο διαφυγής προς την Αίγυπτο; Βέβαια, αν λάβουμε υπόψιν τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, η αναισθησία τού «Πανάγαθου», δεν θα πρέπει να μας ξενίζει.

Αν εξαιρέσουμε την πιο λογική εκδοχή, που λέει πως, η Μαρία όντας μοιχαλίδα που έφερε στον κόσμο ένα νόθο παιδί, κατέφυγε στην Αίγυπτο, για να αποφύγει τις συνέπειες τού εβραϊκού νόμου, ο οποίος ήταν πολύ σκληρός γι' αυτή την περίπτωση (προέβλεπε θανατική ποινή), οδηγούμαστε και σε μια άλλη, πολύ προφανή, εκδοχή: Το ανύπαρκτο, ιστορικά, «γεγονός», εκπληρώνει «πανηγυρικά» την «προφητεία» τού Ιερεμία, σύμφωνα με την οποία ο Κύριος είπε: «Aπό την Aίγυπτο κάλεσα το Υιό μου».

Την εκπλήρωση τής «προφητείας», σπεύδει, με περισσή χαρά θα μπορούσε να πει κανείς, να τονίσει ο Ματθαίος σε δύο σημεία και μάλιστα μέσα σε λίγες γραμμές: α) «Ο δε εγερθείς παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού νυκτὸς και ανεχώρησεν εις Αίγυπτον, και ην εκεί έως τής τελευτής Ηρῴδου, ίνα πληρωθή το ρηθὲν υπό τού Κυρίου διὰ τού προφήτου λέγοντος· εξ Αιγύπτου εκάλεσα τὸν υιόν μου» (Κατά Ματθαίον 2: 14-15) και β) «τότε επληρώθη το ρηθέν τού υπό Ιερεμίου τού προφήτου» (Κατά Ματθαίον 2: 17).

Είναι προφανές λοιπόν, ότι αυτό μυθιστόρημα, δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να εκπληρώσει την «προφητεία» τής Παλαιάς Διαθήκης και να ενισχύσει έτσι, την υποτιθέμενη και επιδιωκούμενη σύνδεσή της με την Καινή Διαθήκη μαζί με μία δόση συναισθηματισμού και οίκτου.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

3.1.3. Οι εξαγωγές αθηναϊκών αγγείων και ο εμπορικός ανταγωνισμός Αθηναίων και Κορινθίων

Από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι κεραμείς, χωρίς να εγκαταλείψουν τα μεγάλα αγγεία, που ήταν τα πιο λαμπρά προϊόντα τους, αρχίζουν να δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη προτίμηση σε μικρότερα σχήματα (όπως είναι οι κύλικες, από τις οποίες έπιναν κρασί), που ο ζωγραφικός τους διάκοσμος οργανώνεται συνήθως σε ζώνες με ζώα ή μυθικά όντα (όπως οι σφίγγες), σε σειρές ή αντωπά, και φυτικά κοσμήματα. Η διακόσμηση αυτή κάνει τα αττικά αγγεία να μοιάζουν με τα κορινθιακά. Παρατηρούμε επίσης το φαινόμενο ορισμένα εργαστήρια να ειδικεύονται στην παραγωγή συγκεκριμένων σχημάτων. Υπήρχαν κεραμείς που κατασκεύαζαν μόνο κύλικες με χαμηλό πόδι και μικρό χείλος, που τις ονομάζουμε κύλικες των κωμαστών γιατί διακοσμούνται με μορφές ανδρών που κωμάζουν, δηλαδή γλεντούν και χορεύουν μεθυσμένοι.

Δεν είναι τυχαίο ότι από την εποχή αυτή τα αττικά αγγεία αρχίζουν να εμφανίζονται ολοένα και περισσότερο έξω από την Αττική, και μάλιστα σε σχετικά μακρινές περιοχές όπως η κεντρική Ιταλία, όπου ως τότε κυριαρχούσαν τα κορινθιακά. Είναι προφανές ότι οι Αθηναίοι άρχισαν να ανταγωνίζονται σοβαρά τους Κορινθίους στις εξαγωγές αγγείων και, όπως θα δούμε, σύντομα τους ξεπέρασαν. Στην πρώτη περίοδο του ανταγωνισμού τα αττικά αγγεία μιμούνται, όπως είναι λογικό, ως έναν βαθμό τα κορινθιακά. Οι Αθηναίοι κεραμείς ειδικεύονται στα αγγεία που σχετίζονται με το συμπόσιο και υιοθετούν αρκετά από τα σχήματα των Κορινθίων, όπως οι κρατήρες και οι κύλικες. Όσο για τους αγγειογράφους, είδαμε ότι εγκαταλείπουν τις μεγάλες παραστάσεις, που καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το σώμα των αγγείων, και αρχίζουν να διακοσμούν τα αγγεία με επάλληλες ζώνες, όπως οι Κορίνθιοι. Αλλά ενώ οι τελευταίοι τυποποιούν όλο και περισσότερο την παραγωγή τους, καταφεύγοντας σε σχήματα που επαναλαμβάνονται μονότονα, οι Αθηναίοι αγγειογράφοι δημιουργούν νέες και πρωτότυπες, συχνά πολυπρόσωπες συνθέσεις, εμπνευσμένες κυρίως από τη μυθολογία. Έτσι, ως τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., τα αττικά αγγεία επιβάλλονται με την ποιότητά τους και επικρατούν στην αγορά των πολυτελών αγγείων που είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ετρουρία, δηλαδή στο βόρειο τμήμα της κεντρικής Ιταλίας.

Ο καλύτερος μαθητής του «ζωγράφου του Νέσσου», ο οποίος είναι ταυτόχρονα ένας από τους πρώτους Αθηναίους αγγειογράφους που ανταγωνίζονται τους Κορινθίους και ακολουθούν συνειδητά τον δικό τους τρόπο διακόσμησης των αγγείων, έχει το συμβατικό όνομα «ζωγράφος των Γοργόνων». Το γνωστότερο έργο του, στο οποίο οφείλει το όνομά του, είναι ένας στρογγυλός κρατήρας χωρίς λαβές (λέβητας ή δίνος στην αρχαιολογική ορολογία), που σώζεται μαζί με την περίτεχνη βάση του (η οποία ονομαζόταν ἐπίστατον στην αττική διάλεκτο και ὑποκρητήριον στην ιωνική. Το σχήμα αυτό είναι εμπνευσμένο από τους χάλκινους λέβητες, το αγγείο ήταν όμως, όπως είπαμε ήδη, κρατήρας, δηλαδή ένα μεγάλο βαθύ δοχείο με ανοιχτό στόμιο, που το χρησιμοποιούσαν στα συμπόσια για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Η ανάμειξη αυτή ήταν αναγκαία όχι μόνο γιατί τα αρχαία κρασιά συχνά ήταν αρκετά δυνατά (ιδιαίτερα μάλιστα όταν ήταν λιαστά) και προκαλούσαν εύκολα μέθη, αλλά κυρίως για να μπορούν οι συμπότες να πίνουν περισσότερο, παρατείνοντας τη χαρά και τη διασκέδαση του συμποσίου. Η συνηθισμένη αναλογία ανάμειξης ήταν ένα μέρος κρασί με δύο μέρη νερό.

Η κύρια παράσταση στο σώμα του αγγείου είναι ο γνωστός μας μύθος του Περσέα και της Μέδουσας. Βλέπουμε την αποκεφαλισμένη Μέδουσα που πέφτει στο έδαφος και τις δύο Γοργόνες που καταδιώκουν τον φονιά της αδελφής τους. Με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία έχουν αποδοθεί τα φυτικά κοσμήματα και οι σειρές των ζώων και των σφιγγών στις στενότερες διακοσμητικές ζώνες στο σώμα αλλά και στην ψηλή βάση του αγγείου.

ΔΕΣ: ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

9.6. Διογένης: ένας σκύλος που γαβγίζει και δαγκώνει


Αντίθετα με τις άλλες σχολές, οι Κυνικοί δεν είχαν κάποιες βασικές διδασκαλίες ή καταστατικά κείμενα τα οποία να αναλύσουν. Πρότυπά τους είχαν τους παραδειγματικούς βίους. Γι᾽ αυτό οι αληθινοί τους ήρωες ήταν ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας· και πολύ γρήγορα ο Διογένης, το μόνο ιστορικό πρόσωπο.

Ο Διογένης δεν ήταν ο δάσκαλος, ο συγγραφέας, ο φιλόσοφος - όπως ήταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ζήνων. Ήταν το μυθικό πρόσωπο του Κυνισμού, γιατί η ίδια του η ζωή έγινε μύθος. Πολλές μικρές ιστορίες φτιάχτηκαν και κυκλοφορούσαν ευρέως στην αρχαιότητα για τον Διογένη. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του χάθηκαν (αν ήταν ποτέ γνωστά) μέσα σε μια σειρά από ανέκδοτα, σκανδαλώδεις πράξεις και λεκτικά παιχνίδια που αποδόθηκαν στον πρώτο κυνικό.

Τα άλλα σκυλιά δαγκώνουν τους εχθρούς τους. Εγώ δαγκώνω τους φίλους μου, για να τους σώσω.
(στον Ιωάννη Στοβαίο, Ανθολόγιον 3.13.44)

Πολλές ιστορίες φαίνονται απλώς αστείες ή γελοίες - όπως τις πάρει κανείς. Και πράγματι, επιφανειακά η σημασία τους είναι αστεία· το συγκαλυμμένο νόημά τους έχει όμως κάποια οξύτητα. Έτσι ήταν ο λόγος των Κυνικών: «έμοιαζε με σκύλο που γλείφει και συνάμα δαγκώνει.»

Ο Διογένης και άλλοι Κυνικοί έγραψαν πολλά βιβλία. Δεν σώθηκαν, όπως δεν σώθηκαν εκατοντάδες άλλα φιλοσοφικά βιβλία των σύγχρονών τους και μεταγενέστερων σχολών. Αυτό που έμεινε είναι ιστορίες για τη ζωή τους - πιο ταιριαστό για εκείνους που τόνιζαν ότι σημασία δεν έχουν τα βιβλία αλλά ο τρόπος ζωής.