Τέοντορ Αντόρνο: 1903-1969
MINIMA MORALIA
Πολιτικό σύστημα: Ο παραλογισμός και τα παράσιτά του
§1. Στο έργο του Minima Moralia [=Μικρά Ηθικά], που έγραψε στο τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ο Αντόρνο συμπυκνώνει στοχασμούς του για την εποχή του και την εποχή μας με τη μορφή Αφορισμών. Το φιλοσοφικό πνεύμα των εν λόγω Αφορισμών απηχεί τη φθαρμένη ζωή, που ξεδιπλώνεται από το αδύναμο προς ριζοσπαστική δράση υποκείμενο, από την πανταχού παρούσα πολιτιστική βιομηχανία του καπιταλιστικού κόσμου, από μια ολοκληρωτικά δομημένη κοινωνία, από τις αυταπάτες της μαζικής δημοκρατίας, από τις ηθικολογικές θεωρίες ή ιδεολογίες των φαινομενικά διαφοροποιημένων πολιτικών στρατοπέδων. Μέσα σε τούτη την κοινωνία, ο ατομικισμός έχει λεηλατήσει κάθε δυνατότητα ή διάθεση του ατόμου για κριτική αντιπαράθεση με τον παραλογισμό του συστήματος εξουσίας και για μια αληθινή απελευθέρωση της ύπαρξής του· η δυσαρμονία ανάμεσα στο επί μέρους, το ατομικό, και το καθολικό, το οικουμενικό, έχει παραλύσει κάθε είδους συμπαντική δραστηριότητα· ο απόλυτος φετιχισμός της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας απονεκρώνει, χωρίς την παραμικρή αντί-σταση, κάθε ζωντανό κύτταρο των ενεργών ακόμα μορφών ζωής. Δεσπόζουσα είναι σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης η αρνητική ολότητα.
§2. Πώς μπορεί να διαπεραστεί, έστω και κατ’ ελάχιστο, μια τέτοια ολότητα; Με τον αλληγορικό ερμηνευτικό λόγο. Εάν λάβουμε υπόψη πως την εποχή, που ο Αντόρνο έγραφε το συγκεκριμένο φιλοσοφικό κείμενο, η σκέψη του Μαρξ ‒ό,τι αυθεντικό περιείχε‒ είχε υπονομευθεί, κυρίως εκ των έσω, από έναν στείρο οικονομισμό και από τον πιο βάναυσο, γραφειοκρατικό και χυδαίο υλισμό, με ορισμένες εξαιρέσεις βέβαια τον Λούκατς και άλλους διανοητές, όπως ο Ε. Μπλοχ, τότε ο ως άνω αλληγορικός ερμηνευτικός λόγος αποτελούσε μια εφικτή δυνατότητα, για να αποτυπώσει ο φιλόσοφος τις τραυματικές εμπειρίες του ατόμου της μαζικής δημοκρατίας· και τούτο σε σχέση πάντα με την ως άνω αρνητική ολότητα. Μια εικόνα της συντριβής της ελεύθερης ατομικότητας από την ανεξέλεγκτη δράση της πολιτικής και κοινωνικής βαρβαρότητας μας δίνει ο τρίτος Στοχασμός-Αφορισμός από τα Minima Moralia που μεταφράζεται και σχολιάζεται κατά τμηματική υπο-ενότητα στη συνέχεια.
§3. Minima Moralia 3: Ψάρι στο νερό
[Ι]. «–Αφότου ο εκτεταμένος μηχανισμός διανομής της πάρα πολύ συγκεντρωμένης βιομηχανίας έχει αντικαταστήσει τη σφαίρα της κυκλοφορίας, η τελευταία τούτη αρχίζει μια πολύ περίεργη μετα-ύπαρξη. Ενώ η οικονομική βάση για τα μεσιτικά επαγγέλματα εξαφανίζεται, η ιδιωτική ζωή αναρίθμητων ανθρώπων μεταποιείται σε εκείνη των πρακτόρων και των μεσιτών, η σφαίρα του ιδιωτικού μάλιστα καταβροχθίζεται εξ ολοκλήρου από μια αινιγματώδη πολυπραγμοσύνη, που φέρει όλα τα γνωρίσματα του εμπορικού είδους, χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει κάποια εμπορική κατάσταση».
Σχόλιο: Η σφαίρα της κυκλοφορίας από καθαρά οικονομική σφαίρα γίνεται μια σφαίρα πολυπράγμονος δραστηριότητας, όπου κυριαρχούν οι μηχανισμοί των πρακτόρων, μεταπρατών και μεσιτών. Εδώ μέσα συνθλίβεται κάθε ίχνος ιδιωτικής, προσωπικής ζωής, καθώς η τελευταία μαζοποιείται και φετιχοποιείται σε εμπόρευμα.
[ΙΙ]. «Οι καταπτοημένοι, από τον άνεργο ως τη διασημότητα, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επισύρει την οργή εκείνων, την επένδυση των οποίων αντιπροσωπεύει, πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της εκτελεστικής εξουσίας που φαντάζει ως πανταχού παρούσα μόνο με ευαισθησία, με ζήλο/αφοσίωση, με εκδούλευση, με πονηριές και κατεργαριές, δηλαδή με ιδιότητες των εμπόρων· και σε λίγο δεν θα υπάρχει καμιά σχέση πλέον, που δεν θα απέβλεπε σε σχέσεις, καμιά παρόρμηση που δεν θα βρισκόταν υπό την εξουσία προληπτικής λογοκρισίας, προκειμένου να μην παρεκκλίνει από το αποδεκτό/ το αρεστό [στην εκτελεστική εξουσία]. Η έννοια των σχέσεων, μια κατηγορία της μεσίτευσης και της κυκλοφορίας, ποτέ δεν ευδοκίμησε στην πραγματική σφαίρα της κυκλοφορίας, στην αγορά, αλλά σε κλειστές ιεραρχίες μονοπωλιακού είδους».
Σχόλιο: Τα άτομα, με την αντίστοιχη κοινωνική τους μοίρα [=άνεργοι] ή τον αντίστοιχο ρόλο [=διασημότητες] μετατρέπονται σε φοβισμένες, κατατρομαγμένες υπάρξεις, καθότι καθορίζονται από αδιόρατους και διεφθαρμένους μηχανισμούς, πρόθυμες πλέον να γίνουν φιλήσυχοι υπηρέτες αυτών των εξουσιαστικών μηχανισμών. Η διανθρώπινη σχέση τώρα έχει χάσει κάθε πρωταρχική της ζωτικότητα και εκφυλίζεται σε υπολογιστική σχέση. Στη βάση αυτών των υπολογιστικών σχέσεων οικοδομείται το κλειστό σύστημα των ιεραρχιών, ενισχυμένο και με ένα απροσπέλαστο ηθικό ψεύδος, που μονοπωλεί κάθε άλλη σχέση και δραστηριότητα.
[ΙΙΙ]. «Τώρα που ολόκληρη η κοινωνία γίνεται ιεραρχική, οι αδιαφανείς σχέσεις κολλούν παντού, ακόμη κι εκεί που εννοούσε να υπάρχει η επίφαση της ελευθερίας. Ο παραλογισμός του συστήματος δεν εκφράζεται λιγότερο στην παρασιτική ψυχολογία των επί μέρους ατόμων απ’ ό,τι στην οικονομική τους μοίρα. Παλιότερα, όταν εξακολουθούσε να υπάρχει κάτι σαν εκείνο τον δυσφημισμένο αστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο επάγγελμα και την ιδιωτική ζωή, που διακαώς σχεδόν θα επιθυμούσε κανείς τώρα να αναπολήσει, όποιος επιδίωκε συγκεκριμένους σκοπούς στην ιδιωτική σφαίρα, τον περιεργάζονταν με καχυποψία σαν ένα άξεστο παρείσακτο. Σήμερα, όποιος ασχολείται με κάτι ιδιωτικό, χωρίς έναν ευδιάκριτο σκοπό, περνάει για αλαζόνας, ξένος και ανοίκειος. Όποιος δεν «θέλει» τίποτε, δηλ. δεν θέλει, δεν επιθυμεί να κάνει κάτι, είναι σχεδόν ύποπτος: κανένας δεν εμπιστεύεται κάποιον άλλο, πως θα μπορούσε να του παρασταθεί για να τα βγάλει πέρα, χωρίς να νομιμοποιείται με ανταπαιτήσεις».
Σχόλιο: Τα πάντα –συναισθήματα, ευαισθησίες, ελευθερία βούλησης και σκέψης, σχέσεις κ.λπ.– υποτάσσονται στο κλειστό και απρόσωπο σύστημα υπό το άγρυπνο βλέμμα της αδιαφάνειας και της μαζικής εθελοδουλείας. Ο παραλογισμός του δεν εντοπίζεται μόνο στο ότι επιφέρει οικονομικές ανισότητες με αντίστοιχες εξαθλιώσεις στα άτομα, αλλά και στο γεγονός ότι έχει μετατρέψει μυριάδες από αυτά σε παρασιτικά όντα, τα οποία με τη σειρά τους αναπαράγουν τον φαύλο κύκλο, ως λειτουργικά-πειθήνια όργανα μιας μυστικοποιημένης εξουσίας. Οι σχέσεις έχουν πια μεταποιηθεί σε ανταλλακτικές: ο καθένας σκέπτεται το ίδιον όφελος· κάθε μορφή συμπαράστασης, ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης απαιτεί τα ανταλλάγματά της.
[ΙV]. «Αναρίθμητοι κάνουν επάγγελμά τους, [δηλαδή ρυθμίζουν τη διαβίωσή τους με βάση], μια κατάσταση, που προκύπτει από την κατάλυση του επαγγέλματος. Αυτοί είναι οι ευγενείς άνθρωποι, οι αρεστοί, που είναι φίλοι με όλους, οι δίκαιοι, που συγχωρούν κάθε είδους προστυχιά ως ανθρώπινη και αδέκαστα αποκλείουν από την κοινωνία, ως συναισθηματική, κάθε μη συμμορφωμένη προς τα πρότυπά της παρόρμηση. Είναι απαραίτητοι, χάρη στο ότι γνωρίζουν όλα τα κανάλια και τους μηχανισμούς της εξουσίας, μαντεύουν τις πιο μυστικές ετυμηγορίες της και ζουν από την επιδέξια διάδοσή τους».
Σχόλιο: Ο μαζικός χαρακτήρας της αστικής κοινωνίας, η μαζική δημοκρατία, δεν επιφυλάσσει κάποια σχετική αφύπνιση των μαζών. Απεναντίας φέρνει στο προσκήνιο, καθιστά κυριολεκτικά κυρίαρχες, ευρείες μάζες επιτήδειων ανθρώπων, που επανδρώνουν τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς και φροντίζουν, με ένα κατ’ επίφαση ήθος και με κίβδηλους κώδικες ηθικής, για την αντι-ανθρώπινη λειτουργία των εν λόγω μηχανισμών. Δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο πέρα από έναν, ταιριαστό στην κοινωνικο-πολιτική τους αυτο-υποδούλωση, βάναυσο καθωσπρεπισμό, που συνεπάγεται ευθέως την κατάπνιξη κάθε ατομικής αυτενέργειας. Έτσι εξελίσσονται σε αναπόσπαστο τμήμα κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και μάλιστα πολύ «ικανό» για τη διάδοση της μαζικής κουλτούρας· για την εδραίωση επομένως της πιο απίστευτης βαρβαρότητας, που επιτίθεται με βίαιο μένος σε καθετί το πνευματικό, εξολοθρεύει τις δημιουργικές τάσεις των ενικών ατόμων και δεν τους αφήνει περιθώρια για αυτοστοχασμό και αυτενέργεια, ώστε να μην μπορέσει να αμφισβητηθεί ο φαύλος κόσμος της ως άνω κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής τάξης.
[V]. «Αυτούς τους συναντάμε σε όλα τα πολιτικά στρατόπεδα, ακόμη κι εκεί, όπου η απόρριψη του συστήματος λογίζεται αυτονόητη και γι’ αυτό έχει αναπτύξει έναν χαλαρό και πανούργο κομφορμισμό που τις ταιριάζει. Συχνά κερδίζουν τη συμπάθεια των ανθρώπων χάρη σε μια ορισμένη «καλοκαγαθία», μια συμπάσχουσα συμπαράσταση στη ζωή των άλλων: η ανιδιοτέλεια ως κερδοσκοπία. Είναι έξυπνοι, πνευματώδεις, ευαίσθητοι και ευέλικτοι: έχουν ξαναγυαλίσει το παλιό εμπορικό πνεύμα με τα επιτεύγματα της κάθε φορά προχθεσινής ψυχολογίας. Είναι ικανοί για όλα, ακόμη και για αγάπη, αλλά πάντοτε άπιστοι. Δεν απατούν από ενστικτώδη ορμή, αλλά από μια αρχή: ακόμη και την αξία του ίδιου του εαυτού τους την μετρούν ως κέρδος, το οποίο δεν επιθυμούν να μοιραστούν με κανέναν άλλο. Με το πνεύμα τούς συνδέει εκλεκτική συγγένεια και μίσος: για αυτούς που σκέπτονται είναι ένας πειρασμός, αλλά και οι χειρότεροι εχθροί τους. Γιατί είναι αυτοί που έξυπνα σφετερίζονται και ατιμάζουν και τις τελευταίες ακόμα εστίες της αντίστασης, τις ώρες που μένουν ακόμα ελεύθερες από τις αξιώσεις του μηχανισμού. Ο καθυστερημένος ατομικισμός τους δηλητηριάζει ό,τι ίσως ακόμα απομένει από το άτομο».
Σχόλιο: Διερωτάται ο Αντόρνο: σε ποιους πολιτικούς χώρους «ευδοκιμούν» τέτοια παρασιτικά όντα; Και απαντά: σε όλους, μηδέ εξαιρουμένων και εκείνων των πολιτικών χώρων που λεκτικά στρέφονται ενάντια στο σύστημα· ας πούμε των «δημοκρατικο-σοσιαλιστικών», των πιο ύπουλων και τυραννικών, ακόμη κι από τα καθαυτά αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Σε τέτοιους χώρους συνήθως επωάζεται ο πιο δόλιος και μη αντιμετωπίσιμος δηλητηριασμός της μαζικής συνείδησης: αντικαθιστούν την αυθεντικά ριζοσπαστική δράση με αντικαπιταλιστική ρητορεία, ενώ στην πράξη εργάζονται με ζήλο για τη διατήρηση των ιεραρχικών δομών της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά υπό τη δική τους διαχείριση. Ο Αντόρνο εδώ έχει υπόψη του και τις ένοχες πολιτικές όλων των πολιτικών παρατάξεων της Γερμανίας, που με την ανοχή τους, αλλά και με μια έμμεση σύμπραξη, διευκόλυναν αντικειμενικά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χωρίς βέβαια να φείδονται αντιφασιστικής και αντικαπιταλιστικής ρητορείας. Εν τέλει τα άτομα με την παρασιτική ψυχολογία δεν έχουν καμιά πατρίδα ιδεών και αρχών: προσφέρουν αναίσχυντα τις εκδουλεύσεις τους σε κάθε πολιτικό χώρο. Τέτοιες εμπειρίες που μας περιγράφει ο Αντόρνο αποτελούν το σήμα κατατεθέν στα πολιτικά στρατόπεδα της Ελλάδας· και μάλιστα σε εκείνα τα καθεστωτικο-αριστερά, που ανέξοδα ρητορεύουν αντικαπιταλιστικά, αλλά στην πράξη καθιστούν την αναρρίχησή τους στην εξουσία στιλπνό αντικείμενο αγοραπωλησίας: μόνο τους μέλημα η κατάληψη της εξουσίας για βόλεμα συγγενών και ερωμένων, κι η κοινωνία , όπως και η πολιτεία, ας καίγεται.