Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία


2.4.Β.iii.ε. Επιγράμματα

Αρχικά η λέξη ἐπί-γραμμα σήμαινε γενικά την επιγραφή, οποιοδήποτε κείμενο, ποιητικό ή πεζό, ήταν γραμμένο πάνω σε κάτι, π.χ. σε κάποιο ανάθημα, σε ένα άγαλμα, ή σε έναν τάφο. Στη γραμματολογία ονομάζουμε επιγράμματα μόνο τις εξαιρετικά σύντομες ποιητικές συνθέσεις, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και τον προορισμό τους.

Το επίγραμμα απαιτεί ποιητική μαστοριά, καθώς το νόημα πρέπει να ολοκληρωθεί σε περιορισμένη έκταση, να διατυπωθεί επιγραμματικά, όπως λέμε, δηλαδή με μεγάλη συντομία και επιδεξιότητα. Κυρίαρχο μέτρο στα επιγράμματα ήταν το ελεγειακό δίστιχο. Μονόστιχα ή και δίστιχα επιγράμματα συνθεμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, ή σε άλλα μέτρα, υπήρχαν, αλλά ήταν σπάνια.

Πιο συνηθισμένα στα αρχαϊκά χρόνια ήταν τα επιτάφια επιγράμματα, προορισμένα να χαραχτούν σε ταφικά μνημεία, όπου συχνά τα ανακαλύπτουν στις ανασκαφές οι αρχαιολόγοι.

Στα περισσότερα επιτάφια επιγράμματα, ιδιαίτερα σε όσα μας σώζονται ως επιγραφές, το όνομα του ποιητή παραμένει άγνωστο. Τυχαίνει όμως να μας έχουν σωθεί και επιγράμματα που κατά την παράδοση ήταν έργα του ενός ή του άλλου γνωστού ποιητή, π.χ. του Σιμωνίδη, που αρχαίες πηγές τού αποδίδουν πλήθος πετυχημένα επιγράμματα, ανάμεσά τους και το γνωστό επίγραμμα για τους Σπαρτιάτες μαχητές στις Θερμοπύλες.

Ο Ξενοφώντας, η Σπάρτη και οι περιπέτειες των ισχυρών

Όταν ο Δερκυλίδας κατέλαβε τη Γέργιθα, ήταν φανερό ότι είχε υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Αιολίδας. Ο σπαρτιατικός επεκτατισμός ήταν πλέον απολύτως ορατός, και η Σπάρτη ήταν ξεκάθαρος ρυθμιστικός παράγοντας στα παράλια της Ασίας. Ο Δερκυλίδας είχε καταφέρει να κυριεύσει εννιά πόλεις μέσα σε οχτώ μέρες.

Ο Φαρνάβαζος φοβούμενος ότι θα μπορούσε να κινδυνεύσει και η Φρυγία προτίμησε να κάνει ανακωχή με το Δερκυλίδα. Μετά από αυτά ο Δερκυλίδας δεν είχε τίποτε άλλο κατά νου απ’ το να βρει ένα ασφαλές μέρος να ξεχειμωνιάσει, χωρίς να επιβαρύνει τους συμμάχους, όπως έκανε ο Θίβρων. Αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη Θράκη της Βιθυνίας: «τούτο δεν πολυστενοχώρησε τον Φαρνάβαζο, που βρισκόταν συχνά σε πόλεμο με τους Βιθυνούς. Το μεγαλύτερο διάστημα ο Δερκυλίδας λεηλατούσε ανενόχλητος τη Βιθυνία κι είχε άφθονα τα εφόδια. Αργότερα ωστόσο του ήρθαν σύμμαχοι από την αντικρινή όχθη, σταλμένοι από τον Σεύθη, κάπου διακόσιοι Οδρύσες ιππείς και τριακόσιοι πελταστές». (3,2,2).

Αυτές οι συμμαχικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν σε διαφορετικό σημείο από το στρατό του Δερκυλίδα κι άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο μάζεψαν τόσους αιχμαλώτους και λάφυρα, που οι Βιθυνοί θορυβήθηκαν. Τελικά, αφού παρακολούθησαν την κίνηση του στρατοπέδου, επιτέθηκαν τη στιγμή που ο κύριος όγκος του στρατού ήταν εκτός, κατέσφαξαν τους φρουρούς, πήραν πίσω τα συγκεντρωμένα λάφυρα κι άφησαν πίσω τους γυμνά πτώματα.

Ο Δερκυλίδας, όταν πληροφορήθηκε τη σφαγή, έσπευσε να βοηθήσει, αλλά ήταν πολύ αργά. Κατόπιν αυτών, οι Οδρύσες σύμμαχοι στρατοπέδευσαν στο ίδιο μέρος με τους σπαρτιάτες και συνέχισαν να πλιατσικολογούν τη Βιθυνία.

Με τον ερχομό της άνοιξης ο Δερκυλίδας κατέφυγε στη Λάμψακο, όπου συναντήθηκε με τον Άρακο, το Ναυβάτη και τον Αντισθένη, οι οποίοι ήρθαν από τη Σπάρτη για να του δηλώσουν την ικανοποίηση των σπαρτιατικών αρχών από τη δράση του, κυρίως επειδή δεν προσπάθησε να απομυζήσει τους απελευθερωμένους συμμάχους προξενώντας δυσαρέσκεια, όπως είχε κάνει ο Θίβρων πρωτύτερα.

Ήταν βέβαιο ότι ο Δερκυλίδας θα παρέμενε αρχηγός του σπαρτιατικού στρατού στην Ασία: «Την ώρα που οι απεσταλμένοι της Σπάρτης βρίσκονταν στην ίδια σκηνή με τον Δερκυλίδα, κάποιος από την ακολουθία του Αράκου θύμισε ότι είχαν αφήσει στη Λακεδαίμονα πρέσβεις των Χερσονησιωτών, που δήλωναν ότι δεν μπορούσαν πια να καλλιεργήσουν τη Χερσόνησο επειδή την καταλήστευαν οι Θράκες – ενώ αν χτιζόταν ένα προστατευτικό τείχος από τη μια θάλασσα ως την άλλη θα υπήρχε άφθονη κι εύφορη γη να καλλιεργήσουν κι αυτοί κι όσοι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν. Για τούτο, είπαν οι απεσταλμένοι, δεν θα τους παραξένευε αν η πόλη έστελνε κάποιον Λακεδαιμόνιο, με στρατό, γι’ αυτόν τον σκοπό». (3,2,8).

Ο Δερκυλίδας, χωρίς να δείξει τις προθέσεις του για το θέμα, έστειλε τους πρέσβεις στην Έφεσο με σκοπό να περάσουν από όλες τις ελληνικές πόλεις και να διαπιστώσουν προσωπικά τις συνθήκες ειρήνης κι ευημερίας που απολάμβαναν. Αφού ανανέωσε την ανακωχή με το Φαρνάβαζο κατευθύνθηκε προς τη Χερσόνησο. Όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα έλεγαν οι Χερσονησιώτες, ανέλαβε αμέσως δράση: «Μετρώντας τον ισθμό βρήκε πως είχε πλάτος τριάντα εφτά στάδια· τότε, χωρίς να χάσει καιρό, έκανε θυσία κι άρχισε να κατασκευάζει τείχος, μοιράζοντας τη δουλειά στις μονάδες με την υπόσχεση ότι θα ‘δινε βραβεία σ’ εκείνους που πρώτοι θα τέλειωναν το κομμάτι τους, και στους άλλους ανάλογα με την επίδοσή τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε το τείχος – που ‘χε αρχίσει μόλις την άνοιξη – πριν τελειώσει το καλοκαίρι». (3,2,10).

Όλα είχαν διευθετηθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες του Δερκυλίδα· μόνο μία υπόθεση έμενε να εκκρεμεί: «εξόριστοι από τη Χίο κατείχαν τον Αταρνέα, ισχυρή τοποθεσία απ’ όπου έκαναν εξορμήσεις και καταλήστευαν την Ιωνία, ζώντας από τη λεηλασία». (3,2,11). Δεν έχασε καθόλου χρόνο: «Σαν έμαθε πως είχαν πολύ στάρι, στρατοπέδευσε τριγύρω τους και τους πολιόρκησε. Σ’ οχτώ μήνες τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν». (3,,2,11).

Ο Δερκυλίδας είχε αναδειχθεί σε άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Όποια πόλη είχε προβλήματα κι ένιωθε ότι καταπιέζεται ή αδικείται δεν είχε παρά να απευθυνθεί σ’ αυτόν. Όταν διευθετήθηκε και το θέμα στον Αταρνέα, αυτό που έμενε ήταν η επόμενη αποστολή. Κι όσο κρατούσε η ανακωχή με το Φαρνάβαζο, ήταν φανερό ότι τα πράγματα θα οδηγούσαν στον Τισσαφέρνη: «Ως εκείνο τον καιρό οι σχέσεις ανάμεσα στον Τισσαφέρνη και τον Δερκυλίδα, καθώς κι ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους της περιοχής, ήταν ειρηνικές. Τότε όμως πήγαν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις από τις ιωνικές πόλεις κι εξήγησαν ότι στο χέρι του Τισσαφέρνη ήταν, αν ήθελε, να παραχωρήσει αυτονομία στις ελληνικές πόλεις και θα τους την παραχωρούσε μια ώρα αρχύτερα, είπαν, αν πάθαινε καταστροφές η Καρία όπου ζούσε ο ίδιος. Ακούγοντας αυτά οι έφοροι έστειλαν διαταγή στον Δερκυλίδα να πάρει τον στρατό και να διαβεί το ποτάμι προς την Καρία, ενώ ο ναύαρχος Φάραξ θα πήγαινε από τα παράλια με τον στόλο. Έτσι κι έγινε». (3,2,12).

Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνάντηση Τισσαφέρνη και Φαρναβάζου κρίνεται απολύτως αναμενόμενη. Βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιο αιώνιο νόμο της ιστορίας που θέλει το δυναμικό επεκτατισμό της ισχύος να συνασπίζει όλους τους άλλους προς αποκατάσταση των ισορροπιών. Το ότι οι σχέσεις Τισσαφέρνη και Φαρναβάζου δεν ήταν οι καλύτερες, αφού ανταγωνίζονταν για το ποιος θα ευνοηθεί περισσότερο από το βασιλιά – και το γεγονός ότι δόθηκε η αρχιστρατηγία στον Τισσαφέρνη είχε δυσαρεστήσει το Φαρνάβαζο –, δε θα μπορούσε να επηρεάσει στο ελάχιστο τις εξελίξεις.

Η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται με τους ίδιους νόμους, όπως τους είχε ορίσει ο Θουκυδίδης. Τότε, μπροστά στην αθηναϊκή ισχύ συμμάχησαν οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες. Τώρα, που η Αθήνα έχει εξουδετερωθεί, η απειλή είναι η Σπάρτη και θα συμμαχήσουν ο Τισσαφέρνης με το Φαρνάβαζο. Είναι βέβαιο ότι, αν δεν υπήρχε στο προσκήνιο η Σπάρτη, ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος θα είχαν τις χειρότερες σχέσεις. Η δύναμη που κινεί την ιστορία είναι το συμφέρον. Και το συμφέρον είναι υπόθεση των ισχυρών. Οι ανίσχυροι δεν μπορούν να έχουν αξιώσεις.

Ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος, αφού οχύρωσαν την Καρία, ώστε να είναι αδύνατο στο Δερκυλίδα να την καταλάβει, κατευθύνθηκαν προς την Ιωνία: «Μαθαίνοντας ο Δερκυλίδας ότι είχαν ξαναπεράσει τον Μαίανδρο, είπε στον Φάρακα ότι φοβόταν μήπως ο Τισσαφέρνης κι ο Φαρνάβαζος, βρίσκοντας τη χώρα απροστάτευτη, κάνουν επιδρομές και τη λεηλατήσουν· διάβηκε λοιπόν κι αυτός το ποτάμι. Ενώ όμως βάδιζαν με τον στρατό τους ασύνταχτο, νομίζοντας ότι ο εχθρός είχε κιόλας προχωρήσει προς την περιοχή της Εφέσου, βλέπουν ξαφνικά Κάρες με λευκές ασπίδες. Όλο τον περσικό στρατό που έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή, όλους τους Έλληνες μισθοφόρους του ενός και του άλλου σατράπη και πολύ ιππικό – του Τισσαφέρνη στο δεξιό κέρας και του Φαρναβάζου στο αριστερό». (3,2,14).

Η σύγκρουση απεφεύχθη χάρη στην πρωτοβουλία του Τισσαφέρνη να στείλει απεσταλμένους και να ζητήσει συνάντηση. Η αλήθεια είναι ότι δίστασε να δώσει τη μάχη «λογαριάζοντας το πώς είχαν πολεμήσει τους Πέρσες οι μισθοφόροι του Κύρου και πιστεύοντας ότι όλοι οι Έλληνες τους έμοιαζαν». (3,2,18).

Όμως, κι ο Δερκυλίδας, αν και παρατάχτηκε κανονικά, ήταν φανερό ότι επίσης δεν ήθελε αυτή τη μάχη: «Ενώ οι Πελοποννήσιοι στρατιώτες ετοιμάζονταν ήρεμα να πολεμήσουν, από τους άλλους – όσοι ήταν από την Πριήνη, το Αχίλλειο, τα νησιά και τις ιωνικές πόλεις – μερικοί το ‘βαλαν στα πόδια πετώντας τα όπλα τους μέσα στα στάχυα αλλά κι εκείνοι που έμεναν στις θέσεις τους έδειχναν φανερά πως δεν θα ‘μεναν για πολύ. Ταυτόχρονα μαθεύτηκε ότι ο Φαρνάβαζος ζητούσε να δώσουν μάχη». (3,2,17-18).

Στη συνάντηση, ο Δερκυλίδας ζήτησε να μεταφέρουν στο βασιλιά το αίτημα να αφήσει ελεύθερες τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ο Τισσαφέρνης και να αποσυρθούν άμεσα τα σπαρτιατικά στρατεύματα από την Ασία: «Έπειτα απ’ αυτή την ανταλλαγή απόψεων έκαναν ανακωχή, ώσπου ν’ αναφερθούν ο Δερκυλίδας στη Λακεδαίμονα κι ο Τισσαφέρνης στον Βασιλέα». (3,2,20).

Από την άλλη, και μέσα στην Πελοπόννησο το κλίμα ήταν επίσης συγκρουσιακό. Οι Ηλείοι έχοντας κερδίσει συμμαχίες προκαλούσαν ανοιχτά τη Σπάρτη: «δεν άφηναν τους Λακεδαιμονίους να πάρουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες – ούτε στους ιππικούς ούτε στους αθλητικούς –, με τον ισχυρισμό ότι είχαν σε βάρος τους καταδίκη· κι ως να μην έφταναν αυτά, όταν ο Λίχας – που ‘χε δώσει το άρμα στους Θηβαίους – μπήκε να στεφανώσει τον ηνίοχο την ώρα που τους ανακήρυξαν νικητές, τον μαστίγωσαν – γέρον άνθρωπο – και τον έδιωξαν. Αργότερα πάλι, μια φορά που ο Άγις στάλθηκε να κάνει θυσία στον Δία σύμφωνα μ’ έναν χρησμό, οι Ηλείοι δεν τον άφησαν να προσευχηθεί, για νίκη στον πόλεμο, λέγοντας ότι αποτελούσε αρχαίο έθιμο να μη ζητάνε οι Έλληνες χρησμό για πολέμους αναμεταξύ τους· έτσι ο Άγις έφυγε δίχως να κάνει θυσία». (3,2,21-22).

Οι Ηλείοι, προφανώς, θεωρώντας ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους Λακεδαιμονίους θέλησαν να επιδείξουν τη δική τους δύναμη καθιερώνοντας το δικό τους πόλο ισχύος μέσα στην Πελοπόννησο. Κι αποθρασύνθηκαν εντελώς, όταν, ενώ εκστράτευσαν οι Σπαρτιάτες εναντίον τους, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω ματαιώνοντας την εκστρατεία λόγω ενός σεισμού. Την επόμενη χρονιά όμως, η Σπάρτη έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης: «Μόλις ο Άγις εισέβαλε από την Αυλώνα, αμέσως αποστάτησαν από τους Ηλείους και πήγαν με το μέρος τους οι Λεπρεάτες, το ίδιο και οι Μακίστιοι, κι αμέσως μετά οι Επιταλιείς· καθώς περνούσε το ποτάμι προσχώρησαν οι Λετρίνοι, οι Αμφίδολοι κι οι Μαργανείς». (3,2,25).

Τώρα πια κανείς δεν εμπόδισε τον Άγι να κάνει θυσία. Οι Σπαρτιάτες λεηλάτησαν τη χώρα και κυριολεκτικά κατέστρεψαν την ύπαιθρο. Ο Άγις έφτασε μέχρι την πόλη χωρίς καμία αντίσταση και διέλυσε τα προάστια. Την πόλη όμως δεν την κατέλαβε, αν και ήταν ανοχύρωτη. Η άποψη που επικράτησε ήταν ότι δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό. Το επόμενο καλοκαίρι οι Ηλείοι αναγκάστηκαν να αποδεχτούν όλους τους όρους που επέβαλε η Σπάρτη.

Όταν κάποιος προκαλεί την ισχύ, χωρίς να έχει τα μέσα να την αντιμετωπίσει, δεν προβάλλει τη γενναιότητα αλλά την ανοησία. Ο συμβιβασμός είναι η μοναδική διέξοδος – εκτός αν επιλέξει την καταστροφή. Τελικά, αυτό που απομένει είναι μάλλον η γελοιοποίηση. Το σίγουρο είναι ότι η ισχύς δεν επαναπαύεται ποτέ. Είτε ασκώντας επεκτατισμό είτε αντιμετωπίζοντας προκλήσεις – σοβαρές ή γελοίες – είναι αναγκασμένη σε διαρκή εγρήγορση. Ο πόλεμος μετατρέπεται σε μόνιμη συνθήκη. Ο εφησυχασμός είναι το τέλος της ισχύος. Όποιος δεν έχει όρεξη για περιπέτειες, δε θα γίνει ποτέ ισχυρός.

Ακόμη και μέσα στην πόλη τα πράγματα δεν ήταν ήρεμα. Ο θάνατος του Άγιδος έφερε τη διαμάχη της διαδοχής: «Τότε τσακώθηκαν, για το ποιος θα γίνει βασιλιάς, ο Λεωτυχίδης – που έλεγε πως ήταν γιος του Άγιδος – κι ο Αγησίλαος, που ήταν αδελφός του». (3,3,1).

Έχουμε περάσει πια στο 398 π. Χ., όταν τα πράγματα έδειχναν ότι έφταναν σε αδιέξοδο. Ο Αγησίλαος επανέφερε στο προσκήνιο τις φήμες που έλεγαν πως ο Λεωτυχίδης ήταν νόθο παιδί του Αλκιβιάδη, ο οποίος υπήρξε εραστής της γυναίκας του Άγιδος, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα και πέρασε στη Σπάρτη. Εφόσον δεν υπήρχε γνήσιος απόγονος έπρεπε ο αδερφός να αναλάβει τη βασιλεία.

Από την πλευρά του κι ο Λεωτυχίδης κάθε άλλο παρά ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τον αγώνα. Κι όπως ήταν φυσικό, ο καθένας είχε τους δικούς του συμμάχους: «Ο Διοπείθης – δεινός ερμηνευτής χρησμών – υποστήριξε τον Λεωτυχίδη λέγοντας πως υπήρχε και χρησμός του Απόλλωνα που συμβούλευε να φυλαχτούν από “κουτσή βασιλεία”. Ο Λύσανδρος όμως, παίρνοντας το μέρος του Αγησιλάου, του αποκρίθηκε ότι κατά τη γνώμη του δεν είχε συμβουλέψει ο θεός να φυλαχτούν από άνθρωπο που θα κούτσαινε από χτύπημα, αλλά μάλλον να μη γίνει βασιλιάς κάποιος που δεν βαστούσε από βασιλική γενιά – γιατί τότε θα ήταν κουτσή η βασιλεία, όταν δεν θα κυβερνούσαν την πόλη απόγονοι του Ηρακλή». (3,3,3). Τελικά, οι πολίτες επέλεξαν για βασιλιά τον Αγησίλαο.

Όμως, πριν κλείσει χρόνος, οι θυσίες που έκανε ο Αγησίλαος στους θεούς έδειχναν ξεκάθαρα αρνητικά σημάδια. Ο μάντης – ερμηνευτής της θεϊκής βούλησης διέβλεπε συνωμοσία σε βάρος του νέου βασιλιά. Οι θυσίες έγιναν τρεις φορές δίνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στους εφόρους επίσημη καταγγελία για τη συνωμοσία που γεννιόταν, εμπνευστής και οργανωτής της οποίας ήταν ο Κινάδων, ένας γενναίος νεαρός, που δεν ανήκε στους καθαυτό Σπαρτιάτες.

Ο άνθρωπος που έκανε την καταγγελία ανέφερε «ότι κατά τα λεγόμενα του Κινάδωνος αυτός κι οι άλλοι ηγέτες είχαν μυήσει λίγους, αλλά έμπιστους· οι ίδιοι όμως έλεγαν ότι ήταν μαζί τους όλοι οι είλωτες, οι νεοδαμώδεις, οι υπομείονες και οι περίοικοι – γιατί όποτε γινόταν λόγος ανάμεσα σ’ αυτούς για τους Σπαρτιάτες, κανένας δεν μπορούσε να κρύψει ότι μ’ ευχαρίστηση θα τους έτρωγε κι ωμούς». (3,3,6).

Οι είλωτες, οι φτωχοί και οι νεοφερμένοι πολίτες, που δεν απολαμβάνουν τη ζωή και την αναγνώριση των άλλων αποτελούν πάντα την προσφιλέστερη μαγιά για τα επαναστατικά κινήματα. Το μόνο που μένει είναι η οργανωτική πνοή και η πίστη της επιτυχίας, που, συνήθως, παρέχουν κάποιοι επιφανείς εποφθαλμιώντας την εξουσία.

Η Σπάρτη είχε γνωρίσει πολλές φορές απειλή από τους είλωτες. Πού αλλού θα μπορούσαν να απευθυνθούν οι δυσαρεστημένοι από τα υψηλά στρώματα, που θέλουν ανατροπές; Ο ίδιος ο Κινάδων, όταν τον ρώτησαν μετά τη σύλληψή του τους λόγους που τα έκανε όλα αυτά, απάντησε: «Να μην είμαι κατώτερος από κανέναν στη Λακεδαίμονα». (3,3,10). Όσο για τον οπλισμό: «μαχαίρια, σπαθιά, σούβλες, τσεκούρια, αξίνες και δρεπάνια κι όλα τούτα, που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να δουλέψουν τη γη, το ξύλο ή το λιθάρι, αποτελούν όπλα». (3,3,7).

Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για τον Αγησίλαο. Δεν ήταν όμως εύκολα ούτε και για το λαό της Σπάρτης, που διαρκώς εκστράτευε είτε στα παράλια της Ασίας, προς απελευθέρωση των άλλων, είτε μέσα στην Πελοπόννησο προς συμμόρφωση όσων αυθαδιάζουν. Το όραμα της νίκης επί των Αθηναίων, που υποσχόταν ήρεμη και χωρίς κινδύνους ζωή δε φαίνεται να επαληθεύεται. Η αναταραχή του αρχαίου κόσμου συνεχίζεται, αν και οι «κακοί» Αθηναίοι έχουν φύγει από το προσκήνιο…

Ξενοφώντος, Ελληνικά, βιβλίο τρίτο

Πνεύμα και Ύλη

Το πρόβλημα της σχέσης του Πνεύματος, της επίγνωσης, με την ύλη... Αγαπητοί φίλοι... Δεν θα λυθεί, επιστημονικά, όταν μάθουμε τι είναι Πνεύμα, επίγνωση... αλλά όταν μάθουμε τι είναι ύλη!

Οι επιστήμονες σήμερα το υποψιάζονται... Ο Αϊνστάιν με τη «γενική θεωρία της σχετικότητας» (που απέχει ακόμα από μια γενική θεωρία που εξηγεί όλα τα φαινόμενα...), προσπάθησε να δώσει μια εξήγηση, τουλάχιστον σε μακροσκοπικό επίπεδο... Τι βρίσκουμε ότι υπάρχει, είναι ένα μαθηματικό, καθολικό, ενεργητικό, πεδίο... Οι συμπυκνώσεις, οι παραμορφώσεις, οι εντοπισμένες εντάσεις, μέσα στο πεδίο, κάνουν τη μάζα, την ύλη να εμφανίζεται - που είναι ο τετραδιάστατος σχετικός χωροχρόνος - . .. Λοιπόν, αυτό που υπάρχει είναι το ενεργειακό πεδίο, οι παραμορφώσεις, η μάζα, ο χωροχρόνος, τα απτά πράγματα (προϊόντα μακράς εξέλιξης...)... Αυτό που βλέπουμε με τα μάτια μας, ο κόσμος των υλικών πραγμάτων, είναι απλά αυτό που βλέπω...

Πώς προχωρά η επιστήμη, αγαπητοί φίλοι; Από τις ενδείξεις διατυπώνει μια θεωρία και μετά προσπαθεί να την επιβεβαιώσει με το πείραμα...

Λοιπόν, με τις ενδείξεις, (Ενδείξεις, που μπορεί να μην γίνονται αντιληπτές από τον απλό άνθρωπο ή το περιστασιακό μυαλό...) ακούστε μια «όμορφη» θεωρία. Και μην βιαστείτε να πείτε «θεωρίες»!, πριν διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο...

Αν το μαθηματικό, καθολικό, ενεργειακό, πεδίο, των επιστημόνων, δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά μετασχηματισμός κάποιου άλλου είδους ενέργειας; Επειτα? Γιατί να περιοριστεί η εξέλιξη στον αισθητό κόσμο;

Αν από αυτή την άλλη ενέργεια (ας την ονομάσουμε νοητική ενέργεια), καθώς επιβραδύνεται και «παγώνει», προέρχεται το παγκόσμιο ενεργειακό πεδίο (ο κόσμος των απτών πραγμάτων), τι θα σήμαινε αυτό;

Η νοητική ενέργεια επιβραδύνεται, «παγώνει» και μετασχηματίζεται (εν μέρει μόνο) στο παγκόσμιο ενεργειακό πεδίο (μάζα, χωροχρόνος, απτά πράγματα...)... Τότε η νοητική ενέργεια απελευθερώνεται από την ύλη (η παγωμένη νοητική ενέργεια ) και αναδύεται ως πνεύμα, ως επίγνωση..

Συμπεράσματα: Το πνεύμα και η ύλη είναι το ίδιο πράγμα, αν και διαφορετικής μορφής. Το πνεύμα προηγείται της ύλης τόσο ποιοτικά όσο και στην εξέλιξη της δημιουργίας. Η επίγνωση που αναδύεται από την ύλη (τον ανθρώπινο εγκέφαλο) είναι η ψυχική ενέργεια που απελευθερώνεται. Η επίγνωση, αν και είναι ίδια με την ύλη (τον εγκέφαλο), που είναι παγωμένη ψυχική ενέργεια, είναι ωστόσο ποιοτικά διαφορετική και ανώτερη. Η συνείδηση, αν και συνδέεται με την κατώτερη μορφή της, την ύλη (τον εγκέφαλο), δεν χρειάζεται την ύλη... και τελικά θα επιβιώσει από την ύλη...

Όλα αυτά, θα πείτε, είναι μια όμορφη θεωρία... Είναι η θεωρία όλων των θρησκειών, επαναδιατυπωμένη... Σύμφωνοι. Ωστόσο, η επιστήμη δεν έχει άλλη κατεύθυνση... Το πρόβλημα της σχέσης πνεύματος-ύλης (επίγνωση-εγκέφαλος) θα λυθεί, επιστημονικά, όχι όταν μάθουμε τι είναι πνεύμα αλλά όταν μάθουμε τι είναι ύλη...

Αν τα πάρουμε όλα αυτά στα σοβαρά και προσπαθήσουμε να τα επαληθεύσουμε, τότε θα δικαιώσουμε τον Χέγκελ (ναι, ναι, εκείνον τον παλιό φιλόσοφο που τώρα έχει ξεχαστεί...)...

Για τον Χέγκελ η Αντίληψη, (Καθαρή Γνώση) ταυτίζεται με το Είναι (Το Είναι είναι Αντίληψη, δραστηριότητα, νοητική ενέργεια, όχι ουσία)... Η αντίληψη εξωτερικεύεται, παγώνει, στη Φύση. Από τη Φύση, η Αντίληψη αναδύεται ξανά, ως Πνεύμα, Επίγνωση..

Είναι η ίδια παλιά θεωρία...

Μερικοί άνθρωποι, λοιπόν, ενστικτωδώς καταλαβαίνουν ότι η επίγνωση είναι κάτι διαφορετικό και ανώτερο από την ύλη που είναι το ίδιο πράγμα, αλλά κατώτερης μορφής... Καταλαβαίνουν ότι η ανάδυση της επίγνωσης από την ύλη δεν είναι η πρώτη αλλά η τρίτη πράξη της δημιουργίας. Δυστυχώς εμείς οι άνθρωποι μπήκαμε σε αυτή τη φάση του έργου...

Η επίγνωση δεν ταυτίζεται ούτε με την ύλη, τον εγκέφαλο, ούτε τη χρειάζεται, πέρα από το να εκφραστεί μέσα στην υλική σφαίρα.

Η επίγνωση είναι η διανοητική ενέργεια που προηγήθηκε της ύλης, που ήταν συνδεδεμένη με την ύλη και τώρα απελευθερώνεται...

Αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι η επίγνωση, δεν είναι οι μηχανισμοί του εγώ, της σκέψης, της αντίληψης...τα υπερβαίνει όλα αυτά..

Με την εμπειρία (με την υπερβατική εμπειρία, τη μυστικιστική εμπειρία, με την απελευθέρωση της επίγνωσης από τους μηχανισμούς λειτουργίας, το εγώ, τη σκέψη, την εξωτερική αντίληψη... πείτε το όπως θέλετε...), τελικά πείθονται (από τις ενδείξεις), ότι η επίγνωση ότι αναδύεται από την ύλη (που είναι απλώς μια κατώτερη μορφή νοητικής ενέργειας)... δεν είναι κάτι μεμονωμένο, αλλά κέντρο επίγνωσης του Συμπαντικού, του Αντικειμενικού... Αυτή είναι η πρώτη επαφή με Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν Ο Θεός... Και όσο βαθαίνει η επίγνωση καταλαβαίνει όλο και περισσότερο την Ενότητά τους με τον Συμπαντικό Νου...

Ίσως το ένστικτο εξαπατά αυτούς τους ανθρώπους και ίσως ο Αντικειμενικός Θεός που νομίζουν ότι αντιλαμβάνονται δεν είναι αυτή η Πρώτη Αντίληψη, που ξεκίνησε όλη αυτή την εξέλιξη.. ίσως αυτοί οι άνθρωποι είναι απλώς ηλίθιοι... Αλλά τουλάχιστον βγήκαν έξω να βρουν την Ιθάκη τους (όπως ο Οδυσσέας , όπως λέει και ο εθνικός μας ποιητής Όμηρος ) και δεν φοβήθηκαν τίποτα από την «προπαγάνδα»... δεν εγκλωβίστηκαν στο ερώτημα: Τι είμαι; Που πάω ; Τόλμησαν...

Καλές οι θεωρίες... και δεν διεκδικούμε καμία πρωτοτυπία σε αυτόν τον τομέα... αλλά το γεγονός, αγαπητοί φίλοι, είναι ένα: Το πρόβλημα της σχέσης πνεύματος-ύλης δεν θα λυθεί, επιστημονικά, όταν ξέρουμε τι είναι πνεύμα (που ποτέ δεν θα μάθουμε): Θα λυθεί όταν μάθουμε τι είναι η ύλη..

Μέχρι τότε θα περιμένουμε κάποια ιδιοφυΐα όπως ο Αϊνστάιν ή κάποιος άλλος να μας το εξηγήσει... Και στο μεταξύ εμείς οι απλοί θνητοί θα τσακωθούμε για το αν η επίγνωση είναι απλώς λειτουργία του εγκεφάλου ή όχι...

Ο Θεός (έτσι αφηρημένα) να μας φωτίσει... γιατί έξω είναι πολύ σκοτάδι...

Επίγνωση και εγκέφαλος

Η Εσωτερική Θεώρηση

Η Συνείδηση είναι η Πύλη της Πραγματικότητας. Πώς δομείται και πώς ολοκληρώνεται η αντίληψη της πραγματικότητας; Η Συνείδηση αντιλαμβάνεται, σκέφτεται, αισθάνεται, έχει εμπειρία (επαφή) των εξωτερικών πραγμάτων. Όταν χρησιμοποιεί αυτές τις δυνατότητες, δυνάμεις, λειτουργίες, για να σχηματίσει μια εικόνα της εξωτερικής πραγματικότητας αυτόματα καθίσταται ένα υποκείμενο που ζει σε ένα αντικειμενικό κόσμο. Αντιλαμβάνεται μέσα από ένα κέντρο, τον κόσμο γύρω της, απέναντί της. Σε αυτή την αντίληψη, που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακριβής καταγραφή της εξωτερικής πραγματικότητας δεν λαμβάνεται υπόψιν το υποκείμενο, που τοποθετείται έξω (σαν απόλυτη αρχή) από την αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι μια αντίληψη μόνο της εξωτερικής πραγματικότητας.

Τι είναι όμως η Συνείδηση, το υποκειμενικό στοιχείο; Δεν μπορεί να ερμηνευθεί μέσω της εξωτερικής γνώσης. Η γνώση αναφέρεται πάντα στον εξωτερικό κόσμο.

Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε το υποκείμενο; την αληθινή ουσία; Η Συνείδηση μπορεί να ερευνηθεί μόνο μέσω της Συνείδησης, της αντίληψης, όταν δεν στρέφεται προς τα έξω αλλά προς τα έσω, προς τον εαυτό. Όταν η αντίληψη στρέφεται έσω καθίσταται αυτόματα εσωτερική αντίληψη, ενόραση, Άμεση Όραση της Φύσης της Συνείδησης. Όταν ξεκινά μια τέτοια διαδικασία δεν αποκτάμε αμέσως πλήρη γνώση της φύσης του εαυτού. Συνειδητοποιούμε σιγά-σιγά αυτό που είμαστε, δυνατότητες και χαρακτηριστικά. Αυτό που κατανοείται γρήγορα είναι ότι η Συνείδηση δεν είναι απλά η Αρχή της Ύπαρξης. Συνειδητοποιούμε ότι η Συνείδηση είναι η Μοναδική Αρχή της Ύπαρξης. Όλα είναι Συνείδηση. Μέσα στη Συνείδηση συμβαίνουν όλα. Και όλα τα φαινόμενα δεν είναι παρά δραστηριότητες, εκδηλώσεις, συμβάντα, εντός της Συνείδησης. Όλα συμβαίνουν μέσα στη Συνείδηση, ακόμα και οι κόσμοι της μορφής και ο υλικός κόσμος και η ενσωμάτωση στον υλικό κόσμο, σε ένα σώμα, και η ενσωματωμένη ζωή και οι εξωτερικές εμπειρίες, όλα.

Βλέπουμε ότι εδώ η αντίληψη για την ύπαρξη για τους κόσμους, για τη ζωή, έχει αντιστραφεί (σε σχέση με την προηγούμενη εξωτερική δυαδική αντίληψη του υποκειμένου που είναι μέσα σε έναν αντικειμενικό κόσμο). Η Εσωτερική Αντίληψη ξεκινά από την Ανοιχτή Χωρίς Ιδιότητες Συνείδηση, που είναι χωρίς περιεχόμενο, αλλά υποδέχεται οποιοδήποτε περιεχόμενο δομείται μέσα στο πεδίο της. Αυτή η Εσωτερική Αντίληψη είναι πιο ολοκληρωμένη, αφού συμπεριλαμβάνει και τους εξωτερικούς κόσμους, (αυτούς που το δυαδικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται σαν αντικειμενικούς, εξωτερικούς).

Τελικά, τόσο η Εσωτερική Αντίληψη της Πραγματικότητας όσο και η εξωτερική δυαδική σύλληψη της ύπαρξης και της ζωής είναι φυσικές λειτουργίες της Συνείδησης. Εξαρτάται από Πού βλέπουμε. Πως βλέπουμε. Η Συνείδηση έχει όλες τις δυνατότητες και να βλέπει και να εστιάζει την προσοχή της και να λειτουργεί μέσα από ένα περιορισμένο κέντρο αντίληψης.

Στην πραγματικότητα, η Ορθή Αντίληψη της Ύπαρξης είναι η Εσωτερική Προσέγγιση, γιατί βασίζεται στην Συνείδηση και περιλαμβάνει όλα τα φαινόμενα, αντικειμενικές καταστάσεις και υποκειμενικές εμπειρίες. Εδώ το υποκείμενο, η ατομικότητα είναι περιορισμοί της Ανοιχτής Συνείδησης σε πιο περιορισμένα πεδία, που εμφανίζονται σαν διαφορετικοί κόσμοι. Στην πραγματικότητα όλα υπάρχουν μέσα στη Συνείδηση, αλλά γίνεται αντιληπτό μόνο αυτό στο οποίο εστιάζεται η Προσοχή.

Αντίθετα στην αντίληψη της ύπαρξης μέσα από ένα κέντρο αντίληψης, το υποκείμενο ή την πιο περιορισμένη ακόμα ατομικότητα, η αντίληψη της πραγματικότητας είναι ανολοκλήρωτη, μισή αντίληψη. Αφήνει τελείως έξω το υποκείμενο, την ατομικότητα, που βιώνει την ύπαρξη και εξετάζει μόνο το περιεχόμενο της αντίληψης, τον εξωτερικό κόσμο.

Το μεγαλύτερο φιλοσοφικό πρόβλημα εδώ και χιλιετηρίδες είναι ακριβώς αυτό: Η Συνείδηση και η μορφή, (το υλικό σώμα), η Φύση της Συνείδησης, η Σχέση της Συνείδησης με το σώμα. Είναι πιο λογικό να αποδεχτούμε, να παραδεχτούμε, ότι η Συνείδηση Προηγείται και ότι η μορφή δεν είναι παρά μια εκδήλωση στην οποία ενοικεί η Συνείδηση και την οποία εγκαταλείπει όταν η ζωή κάνει τον κύκλο της.

Ο δυαδικός νους που ερευνά τον εξωτερικό κόσμο δεν μπορεί ακόμη να βρει απάντηση για την Φύση της Συνείδησης. Το να υποθέσουμε αυθαίρετα ότι η Συνείδηση είναι προϊόν της ύλης, του εγκεφάλου, είναι απλά μια κακή υπόθεση.

Η Εσωτερική Θεωρία

Υπάρχει ΜΙΑ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΥΣΙΑ, Χωρίς Ιδιότητες. Κι Εντός Αυτής της Ουσίας Υφίστανται (σαν Δραστηριότητες) όλες οι Εμπειρίες της ύπαρξης.

Αυτό που Αναδύεται πρώτα είναι η Αντίληψη της Δραστηριότητας, της Διαφοροποίησης. Όσο η Αντίληψη Αντανακλά την Ακινησία της Ουσίας, Αντιλαμβάνεται την Ουσία. Είναι Αυτοσυνειδησία.

Όταν η Αντίληψη συλλαμβάνει την Διαφοροποίηση αναδύονται τα φαινόμενα της ύπαρξης. Ενώ, όλα αυτά, είναι μονάχα δραστηριότητες, φαινόμενα, καθώς η Αντίληψη απορροφιέται στα φαινόμενα, σταματά να τα βλέπει σαν απλές δραστηριότητες της Ουσίας, παροδικά φαινόμενα, και τα βιώνει σαν απόλυτες ξεχωριστές πραγματικότητες.

Όταν η Αντίληψη Αντιλαμβάνεται Άμεσα την Πραγματικότητα, χωρίς επεξεργασία, Αντιλαμβάνεται την Ενότητα της Ύπαρξης, Βιώνει την Φωτεινή Όψη της Ύπαρξης, «Κατοικεί» στις Ουράνιες Περιοχές.

Όταν η Αντίληψη δεν περιορίζεται σε αυτό που συμβαίνει, αλλά επεξεργάζεται, διορθώνει, συμπληρώνει, φτιάχνει μια εικόνα της Πραγματικότητας στο νοητικό πεδίο. Δομεί ένα νοητικό πυρήνα ύπαρξης στο νοητικό πεδίο και χτίζει γύρω του ένα εγώ, που συντίθεται από προσωρινά χαρακτηριστικά, μια προσωπικότητα. «Κατοικεί» στους τρεις κατώτερους κόσμους, σαν νους, ψυχή, ή ενσωματωμένη οντότητα, ανάλογα την καθαρότητα της ύπαρξής του.

Αν τα όντα που ενσωματώνονται στη γη θυμούνταν την πορεία τους στην ύπαρξη, στις διαδοχικές ζωές, και την επάνοδό τους ξανά και ξανά στον υλικό κόσμο, όπου τα δένει η επιθυμία, θα πάθαιναν σύγχυση, ή θα τρελαίνονταν. Ευτυχώς δεν μένει τίποτα από τις προσωρινές προσωπικότητες. Η Φύση λειτουργεί πάντα με σοφό τρόπο.

Κι έτσι έρχονται τα όντα στη γη, αγνοώντας την Ουσία μέσα στην Οποία Υπάρχουν, αγνοώντας τι είναι πραγματικά, αγνοώντας την ύπαρξη των ανώτερων κόσμων που διασχίζουν για να φτάσουν στη γη, και στους οποίους αποσύρονται περιοδικά για να ξαναέρθουν πάλι στην γη.

Ο Κόσμος της Σκιάς, του Νου, της Ψυχής, της Ύλης, είναι στις χαμηλότερες βαθμίδες της ύπαρξης. Κι από όλους αυτούς τους κόσμους, ο κόσμος της ύλης είναι ο πιο σκοτεινός

Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Αγαπητοί φίλοι... Η επίγνωση, ο «θεατής», (η πραγματική οντότητα, αν θέλετε), δεν ταυτίζεται ούτε με το εγώ, ούτε με την διανοητική διαδικασία, ούτε με την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου... Έχει γνώση όλων αυτών αλλά είναι κάτι περισσότερο...

Η επίγνωση, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, δεν μπορεί να εντοπιστεί «πουθενά». Όμως η διαδικασία εγώ, η διανοητική διαδικασία κι η αντίληψη, εντοπίζονται σε συγκεκριμένα μέρη και λειτουργίες του εγκεφάλου...

Συγκεκριμένα:

Η απελευθέρωση της επίγνωσης, από τους μηχανισμούς εγώ, σκέψη, αντίληψη, παρατηρείται και στην εγκεφαλική δραστηριότητα... Αναλυτικότερα ο τρόπος που λειτουργεί η απελευθερωμένη επίγνωση είναι τελείως διαφορετικός από αυτή του συνηθισμένου ανθρώπου. Ενώ στην απελευθερωμένη επίγνωση δεν εντοπίζεται ιδιαίτερο μέρος και λειτουργία, όταν λειτουργεί το εγώ, η σκέψη, η αντίληψη, αυτά εντοπίζονται σε συγκεκριμένα μέρη και λειτουργίες του εγκεφάλου...

Αυτό, το ότι η επίγνωση είναι κάτι ευρύτερο του εγκεφάλου, το υποψιαζόμαστε κι από το γεγονός ότι υπάρχει επίγνωση κι ας μην υπάρχουν πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε διανοητική διεργασία, ούτε αντίληψη του εγώ... Φαίνεται ότι η επίγνωση δεν έχει καν ανάγκη τον εγκέφαλο. Σίγουρα όμως μία διακοπή της έστω και «αόρατης» σχέσης με τον εγκέφαλο, θα επέφερε θάνατο... Όλα αυτά όμως μας επιτρέπουν να πιστεύουμε ότι η επίγνωση επιβιώνει του χωρισμού από το σώμα...

Η απελευθερωμένη επίγνωση, όχι μόνο φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από τον εγκέφαλο που την κρατάει εδώ, στον οργανισμό... αλλά, καθώς συμμετέχει σε κάτι Ευρύτερο, φαίνεται ότι δεν είναι απλά μία ατομική οντότητα αλλά ότι συνδέεται με το Παγκόσμιο...

Αν όλα αυτά είναι έτσι, τότε η επίγνωση είναι και εδώ (αφού συνδέεται με τον εγκέφαλο...) και ταυτόχρονα είναι πέρα από εδώ... Για ποια τοπολογία μιλάμε; Η απελευθερωμένη επίγνωση δεν έχει τοπολογία γιατί είναι εδώ και ταυτόχρονα απλώνεται στο Ευρύτερο, στο Παγκόσμιο, στο Αντικειμενικό...

Είναι ολέθριο, πριν η επιστήμη αποφανθεί τελικά... κι ίσως να περάσουν εκατοντάδες χρόνια, για να γίνει αυτό... να περιορίζουμε την επίγνωση στον εγκέφαλο... όλα θα ήταν φαντασίωση τότε... Αυτό το πλάσμα, που περιγράφουμε, θα ήταν ένας μοναχικός τρελός μέσα στο σύμπαν...

Η Ανεξιχνίαστη Ουσία της Αλήθειας

Η Ασύλληπτη Φύση της Αλήθειας


Η αλήθεια, στην πιο αγνή της ουσία, είναι πέρα​​από την αντίληψη του νου. Ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια να συλληφθεί, να οριστεί ή να περιοριστεί. Είναι μια άπιαστη παρουσία, ένας σιωπηλός ψίθυρος στην απέραντη έκταση της ύπαρξης. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να συμβολίσουμε κάτι που αψηφά όλα τα σύμβολα; Πώς μπορούμε να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι για να κατακτήσουμε αυτό που είναι ανίκητο για κατάκτηση;

Το Σύμβολο πέρα ​​από τα σύμβολα

Το να αντιπροσωπεύεις την Αλήθεια με ένα σύμβολο είναι να περιορίζεις το απεριόριστο. Ωστόσο, αν πρέπει να κάνουμε χειρονομία προς αυτήν, ας είναι με το κενό ενός κύκλου - μια αδιάσπαστη γραμμή που δεν περικλείει τίποτα, που σημαίνει την ολότητα και το κενό ταυτόχρονα. Ένας κύκλος είναι και τα πάντα και τίποτα, ένα τέλειο παράδοξο που υπαινίσσεται τη φύση της Αλήθειας.

Το Ταξίδι του Μη-Ταξιδιού

Η μύηση στην Αλήθεια δεν είναι ενεργητική επιδίωξη αλλά παράδοση. Είναι στη διακοπή κάθε προσπάθειας που αρχίζουμε να Την προσεγγίζουμε. Το μονοπάτι του κατακτητή είναι το μονοπάτι της ταπεινότητας και της σιωπής, όπου οι επιθυμίες του εγώ διαλύονται στο απόκοσμο φως της νοερής νύχτας. Σε αυτή τη βαθιά ακινησία, ο Αληθινός Θεός, η ουσία της Αλήθειας, γεννιέται μέσα μας.

Η Απεριόριστη Ελευθερία της Αλήθειας

Η αλήθεια δεν είναι μια ιδιότητα που πρέπει να αποκτηθεί ή μια έννοια που πρέπει να κατανοηθεί. Είναι η ίδια η ελευθερία - απελευθέρωση από τα δεσμά της αντίληψης, της σκέψης και της επιθυμίας. Η αλήθεια υπάρχει σε ένα βασίλειο πέρα ​​από τις δυαδικότητες του χρόνου και του χώρου, μια μυστική εμπειρία μιας άλλης πραγματικότητας που βρίσκεται εντελώς έξω από τα πάντα.

Η Σιωπηλή Αποκάλυψη

Όταν όλες οι επιθυμίες για τον εξωτερικό κόσμο έχουν σβήσει και οι μάταιες προσπάθειες να συλλάβουμε το Ασύλληπτο με εξωτερικά μέσα εγκαταλείπονται, η Αλήθεια αποκαλύπτεται. Αυτή η αποκάλυψη δεν είναι μια αναγνώριση από το μυαλό, αλλά μια εμπειρία τόσο βαθιά που μεταμορφώνει τον ίδιο τον ιστό της ύπαρξής μας. Στην ταπεινοφροσύνη της παράδοσής μας, στη σιωπή του εσωτερικού μας κενού, η Αλήθεια αναδύεται ως η ίδια η φύση μας.

Η Άφατη Εμπειρία

Δεν μπορούμε ούτε να αναγνωρίσουμε την Αλήθεια ούτε να την σκεφτούμε. Οι περιγραφές υπολείπονται και η χειραγώγηση διαστρεβλώνει την ουσία Της. Η αλήθεια είναι μια εμπειρία που ξεπερνά τους περιορισμούς της γλώσσας και της σκέψης. Είναι η εσωτερική φωτεινότητα που λάμπει στη νοερή νύχτα, ένα φως που μας οδηγεί πέρα ​​από το γνωστό στην απέραντη έκταση του Άγνωστου.

Συμπέρασμα

Η αλήθεια είναι η ουσία αυτού που είμαστε—μια απεριόριστη, ελεύθερη και ασύλληπτη πραγματικότητα. Στη σιωπή του μυαλού μας και στην ταπεινοφροσύνη της καρδιάς μας, βρίσκουμε τη μυστική πόρτα προς αυτή την ιερή εμπειρία. Ας αγκαλιάσουμε την ησυχία, ας παραδώσουμε τις προσπάθειές μας και ας απολαύσουμε το απόκοσμο φως όπου γεννιέται ο Αληθινός Θεός. Σε αυτόν τον χώρο, ανακαλύπτουμε ότι η Αλήθεια δεν είναι κάτι που πρέπει να αναζητήσουμε ή να βρούμε, αλλά κάτι που πρέπει να βιωθεί ως η ίδια η φύση μας.

Η Ζωή είναι Μία: Αγκαλιάζοντας τη Μυστικιστική Ενότητα της Ύπαρξης

Στην απέραντη έκταση του σύμπαντος, υπάρχει μια βαθιά και ενωτική αλήθεια: Η Ζωή είναι Μία. Αυτή η έννοια, που ξεπερνά τα όρια της ατομικής ύπαρξης, μας καλεί να αναγνωρίσουμε τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων. Η ζωή δεν είναι μια απλή ιδιότητα του ζωντανού. είναι μια θεμελιώδης ουσία που διαπερνά κάθε άτομο, κάθε αναπνοή και κάθε στιγμή. Είναι μια συμφωνία ενότητας, ένας κοσμικός χορός στον οποίο κάθε στοιχείο παίζει ζωτικό ρόλο.

Η Πανταχού Παρουσία της Ζωής

Η ΖΩΗ είναι σε όλα. Αυτή η απλή αλλά βαθιά δήλωση μας προσκαλεί να δούμε πέρα από την επιφάνεια των καθημερινών μας εμπειριών. Ο ουρανός, με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες αποχρώσεις του και τον ακατάπαυστο χορό των σύννεφων, ψιθυρίζει τον αιώνιο ρυθμό της ύπαρξης. Η θάλασσα, απέραντη και μυστηριώδης, καθρεφτίζει τα βάθη της δικής μας ψυχής, αντανακλώντας την απεριόριστη φύση της ζωής. Η γη, στερεή και γαλουχητική, μας γειώνει στην πραγματικότητα της διασυνδεδεμένης ύπαρξής μας. Ο άνεμος που φυσάει, το πουλί που πετά, το λουλούδι που ανθίζει και τα φθινοπωρινά φύλλα που ακουμπούν στο έδαφος—όλα είναι εκφράσεις της ίδιας ζωτικής δύναμης.

Η Ολότητα της Εμπειρίας

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Βρίσκεται Ολόκληρη σε όλα. Κάθε στιγμή, κάθε αναπνοή, κάθε καρδιακός παλμός είναι μια απόδειξη της ολότητας της ύπαρξης. Η ζωή δεν είναι κατακερματισμένη. είναι μια απρόσκοπτη συνέχεια. Στους ήχους που ταξιδεύουν και στις εικόνες που αλλάζουν, δημιουργώντας μια αίσθηση «συνέχειας», βρίσκουμε μια βαθύτερη αλήθεια: Όλα είναι Ζωντανά, Όλα είναι Ζωή, Όλα είναι Εδώ, Τώρα. Αυτή η στιγμή, εδώ και τώρα, περιέχει ολόκληρη τη ζωή. Είναι μια ιερή πρόσκληση να είμαστε πλήρως παρόντες, να αγκαλιάσουμε τη ζωή που υπάρχει μέσα και γύρω μας.

Η Αιώνια Παρουσία και η Αποκάλυψη του Άπειρου

Αυτή η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ και θα ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ. Ακόμη και όταν οι αισθήσεις σβήνουν, όταν οι φυσικές μας μορφές επιστρέφουν στη γη, η ουσία της ζωής συνεχίζεται. Γιατί τότε, ένας Μεγαλύτερος Κόσμος θα σας Αποκαλυφθεί—μια πραγματικότητα στην οποία ο παλιός κόσμος δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό μέρος. Αυτή η μεγαλύτερη πραγματικότητα δεν είναι ένας μακρινός παράδεισος αλλά μια βαθύτερη, πιο εκτεταμένη διάσταση της ύπαρξης. Είναι η ΑΠΕΙΡΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, η Ατελείωτη Έκταση της Ύπαρξης, ο Ατελείωτος Παράδεισος της Πραγματικότητας. Σε αυτή την απέραντη σιωπή, βρίσκουμε την αληθινή φύση της ζωής, μια αδιάσπαστη συνέχεια που εκτείνεται πέρα από το χρόνο και τον χώρο.

Το Ταξίδι στο Άπειρο

Και έτσι, από τον Παράδεισο στον Παράδεισο, στους Ευρύτερους και Ευρύτερους Ορίζοντες, ταξιδεύουμε. Αυτό το ταξίδι δεν είναι ένα ταξίδι φυσικό αλλά ένα ταξίδι πνευματικής αφύπνισης. Είναι ένα μονοπάτι που μας οδηγεί στην συνειδητοποίηση της αληθινής μας φύσης, της ενότητάς μας με ό,τι υπάρχει. Κάθε βήμα, κάθε ανάσα, κάθε στιγμή συνειδητοποίησης μας φέρνει πιο κοντά στην ΑΠΕΙΡΗ ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Σε αυτή τη σιωπή, βρίσκουμε την απόλυτη αλήθεια: Η ζωή είναι μία.

Αγκαλιάζοντας αυτή τη μυστικιστική ενότητα, ξεπερνάμε την ψευδαίσθηση του χωρισμού. Φτάνουμε να δούμε ότι κάθε ον, κάθε στοιχείο της δημιουργίας, είναι μέρος της ίδιας ζωτικής δύναμης. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ταυτόχρονα ταπεινωτική και ενδυναμωτική. Μας καλεί να ζήσουμε με μεγαλύτερη συμπόνια, να τιμήσουμε τη ζωή που κυλάει μέσα μας και όλα τα πράγματα και να αναγνωρίσουμε την ιερότητα της κάθε στιγμής.

Συμπέρασμα

Η ζωή είναι Μία. Αυτή η μυστικιστική αλήθεια μας καλεί να αφυπνιστούμε στην πραγματικότητα της διασυνδεδεμένης ύπαρξής μας. Μας καλεί να δούμε το θείο στα εγκόσμια, να βρούμε το ιερό στην καθημερινότητα και να αγκαλιάσουμε την αιώνια παρουσία της ζωής σε όλες τις μορφές της. Καθώς ταξιδεύουμε στην ατελείωτη έκταση της ύπαρξης, ας θυμόμαστε πάντα ότι είμαστε μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μιας ενιαίας δύναμης ζωής που ενώνει όλη τη δημιουργία. Σε αυτή την ενότητα, βρίσκουμε το αληθινό μας σπίτι, την απόλυτη πραγματικότητά μας και την απέραντη σιωπή του Θεού.

Για τις σχέσεις αγάπης

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος ποιος από τους δύο ήταν πιο κοντά στην αλήθειαΦανταστείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν, παράλληλα με την εκμάθηση μαθηματικών και ιστορίας, υπήρχε κι ένα μάθημα σχετικά με τις προσωπικές μας σχέσεις το οποίο θα περιελάμβανε ένα εγχειρίδιο για το πώς να αγαπάμε. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν ποτέ την άλγεβρα μετά το σχολείο και ξεχνούν ιστορικές ημερομηνίες μόλις τελειώσουν οι εξετάσεις.

Οι προσωπικές μας σχέσεις όμως διαρκούν δεκαετίες, αν όχι ολόκληρη τη ζωή μας, και δεν υπάρχει καμία καθοδήγηση σχετικά με το πώς θα τα καταφέρουμε σε αυτό το δύσκολο ζήτημα των ανθρώπινων σχέσεων.

Αυτά που μαθαίνουμε προέρχονται από την παραδοσιακή κουλτούρα, η οποία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη σοφία του Disney: γνωρίζεστε, ερωτεύεστε, ξέρετε ότι έχετε συναντήσει τον «ένα και μοναδικό σας έρωτα», νιώθετε ελκυστικοί για πάντα, έχετε έντονη σεξουαλική ζωή και ζείτε ευτυχισμένοι. Παρά τη συνειδητή γνώση ότι η πραγματική αγάπη στον πραγματικό κόσμο δεν λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο, διατηρούμε ακόμα αυτές τις εικόνες και τις πεποιθήσεις οι οποίες αποτελούν την αναμενόμενη διαδικασία για το πώς λειτουργεί η αγάπη.

Ίσως το πιο καταστροφικό μήνυμα που λαμβάνουμε είναι ότι η αγάπη είναι εύκολη υπόθεση. Χωρίς παραδείγματα που να αναφέρονται στους δύσκολους καιρούς και στο γεγονός ότι οι προσωπικές σχέσεις είναι μια ευκαιρία για να θεραπευτούμε και να αυξήσουμε την ικανότητά μας να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη, είναι τρομερά εύκολο να φεύγουμε όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.

Αυτός είναι ο λόγος που οι οδηγίες είναι τόσο σημαντικές. Προκειμένου να απαλύνουμε τις θύελλες της αμφιβολίας που αναπόφευκτα διεισδύουν στις σχέσεις όταν περνά ο μήνας του μέλιτος (αν ποτέ υπήρξε μήνας του μέλιτος), πρέπει να έχουμε ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό.
Αν είχαμε λάβει οδηγίες και συμβουλές, θα περιελάμβαναν κάτι σαν τα παρακάτω:

1. Η αγάπη είναι ένα ζήτημα περίπλοκο και μπερδεμένο.

Επίσης, είναι μυστηριώδης και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ορισμένοι άνθρωποι περνούν από ένα στάδιο ελεύθερης σχέσης στην αρχή, άλλοι όχι. Είτε έτσι είτε αλλιώς, κάποτε θα συνειδητοποιήσετε ότι η αγάπη απαιτεί ισχυρή δέσμευση για να αντιμετωπίσετε τις δυσκολίες μαζί και χωριστά και ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά.

2. Η αγάπη είναι μια ικανότητα που μπορεί να καλλιεργηθεί.

Η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα που λάμπει σαν νεραϊδόσκονη. Αν μπορείτε να διδαχτείτε τα μαθηματικά, μπορείτε να διδαχτείτε και την αγάπη.

3. Η έλξη έχει εξάρσεις και υφέσεις.

Η έλξη συνήθως είναι μια ευρύτερη σύνδεση: με τον εαυτό σας, μέσω του συντρόφου σας και ο ένας με τον άλλο. Με άλλα λόγια, όταν η σύνδεση διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις, μπορείτε να δείτε τον σύντροφό σας με καθαρά μάτια και τότε η έλξη αποτελεί φυσικό επακόλουθο.

4. Το σεξ απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι το σεξ δεν έχει καμία σχέση με τα όσα διαβάζετε στα περιοδικά. Όλα τα ζευγάρια με τα οποία έχω συνεργαστεί σε συνεδρίες θεραπείας έχουν δώσει τον αγώνα τους στον σεξουαλικό τομέα κάποια στιγμή. Τα περισσότερα ζευγάρια έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο σεξ: άλλοι έχουν χαμηλότερη σεξουαλικότητα κι άλλοι υψηλότερη και αυτό από μόνο του δημιουργεί συγκρούσεις.

5. Η αγάπη δεν είναι κάτι που παίρνετε από τον σύντροφό σας.

Στην πραγματικότητα η αγάπη είναι αυτή που εσείς δίνετε. Με άλλα λόγια, δεν είναι δουλειά του συντρόφου σας να σας κάνει να νιώσετε ζωντανοί, πλήρεις κι ερωτικοί. Αυτή είναι δουλειά δική σας και όταν μάθετε να δημιουργείτε πληρότητα μέσω του εαυτού σας, η αγάπη ρέει με φυσικό τρόπο προς τον σύντροφό σας με την προσφορά.

6. Ο ρομαντισμός δεν εκδηλώνεται μόνο με δείπνα με κεριά και τριαντάφυλλα.

Ρομαντισμός είναι κι όταν ο σύντροφός σας καθαρίζει το χιόνι από το αυτοκίνητό σας όταν έξω κάνει κρύο, όταν αφήνει σημειώματα αγάπης στην τσάντα σας, όταν έρχεται μαζί σας στις οικογενειακές σας συγκεντρώσεις παραμένοντας χαμογελαστός ή όταν σας ζητά συγγνώμη.

7. Στην πραγματική αγάπη πάντα υπάρχει φόβος.

Να θυμάστε ότι η παρουσία του φόβου σε όλες τις εκφάνσεις του συμπεριλαμβανομένων της αμφιβολίας και του άγχους, δεν σημαίνει ότι βρίσκεστε σε λάθος σχέση. Με άλλα λόγια, η αμφιβολία δεν είναι πάντα αρνητική.

8. Θα υπάρξουν στιγμές που θα θέλετε να φύγετε.

Τέτοιες στιγμές συνήθως εμφανίζονται προτού υπάρξει βαθύτερη γνώση της διαδικασίας της αγάπης.

9. Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε για να μάθετε την έννοια της «προβολής».

Αυτή η έννοια στην ψυχολογία σημαίνει την τάση που έχουμε να εκτοπίζουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες πάνω σε κάποιον άλλο. Έτσι, όταν ανακαλύψετε τον εαυτό σας να εκνευρίζεται με τον σύντροφό σας ή να μην έλκεται ξαφνικά από αυτόν, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνετε είναι να κοιτάξετε μέσα σας και να αναρωτηθείτε μήπως κάνετε λάθος.

10. Οι σκέψεις δεν σημαίνει ότι ισχύουν στην πραγματικότητα.

Είτε πρόκειται για ανασφάλεια ή άποψη (ή κάποιο άλλο έντονο συναίσθημα), τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν να μας κατακλύσουν εύκολα. Ακριβώς όμως επειδή μια σκέψη γεμίζει το μυαλό μας ή ακόμη και το σώμα μας, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αληθινή. Όταν μια σκέψη σας βασανίζει δώστε της την απαραίτητη σημασία, αλλά δεν είναι απαραίτητο να θεωρήσετε ότι πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός.

11. Οι φαντασιώσεις με πρώην συντρόφους δεν σημαίνει ότι κατά βάθος θέλετε να είστε με κάποιον άλλο.

Τα όνειρα είναι αλληγορικά, είναι η γλώσσα του ασυνειδήτου, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά υποδηλώνουν την επιθυμία της ψυχής σας να ενωθεί με μη ενσωματωμένες πτυχές του εαυτού σας.

12. Δεν χρειάζεται να έχετε αντιδράσεις σε όλα τα συναισθήματά σας.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα αρνητικά συναισθήματα. Άλλα συναισθήματα, όπως αυτά που προκύπτουν μέσα στα όνειρα, δεν πρέπει πάντα να λαμβάνονται ουσιαστικά υπόψη.

13. Η γκρίνια δεν βοηθά ποτέ.

Στην πραγματικότητα, με την πάροδο του χρόνου θα διαβρώσει τη σχέση σας. Μια από τις πιο σημαντικές δεξιότητες για να διατηρήσετε τη σχέση σας είναι να μάθετε να κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Αυτό μπορεί να μοιάζει πολύ δύσκολο, ειδικά αν στην οικογένειά σας υπήρχαν πολλά άτομα με αυτή τη συνήθεια.

14. Είναι απαραίτητο να εκφράζετε την ευγνωμοσύνη σας.

Η ευγνωμοσύνη είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας και τη σχέση σας. Κρατήστε ένα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης στο οποίο θα καταγράφετε απλόχερα την ευγνωμοσύνη σας. Αυτό θα σας βοηθήσει να θυμάστε πάντοτε αυτές τις στιγμές, διατηρώντας παράλληλα ανοιχτά την καρδιά και το μυαλό σας.

15. Μερικές φορές θα πέσετε για ύπνο θυμωμένοι.

Αντίθετα με τις δημοφιλείς συμβουλές που δίνονται συνήθως στους γάμους, σίγουρα θα αφήσετε κάποια προβλήματα άλυτα πριν πάτε για ύπνο. Αυτό δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας, οι συγκρούσεις αποτελούν μια φυσιολογική και υγιή έκφραση κάθε στενής σχέσης. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς θα τα ξαναβρείτε με τον σύντροφό σας και τι μπορείτε να μάθετε από τις συγκρούσεις εξετάζοντάς τις υπό το πρίσμα της λογικής.

16. Η επίλυση των συγκρούσεων απαιτεί τον δικό της τρόπο αντιμετώπισης.

Η πιο σημαντική ικανότητα που μπορείτε να αποκτήσετε είναι να απομακρύνεστε ακριβώς τη στιγμή που κάποιος από εσάς έχει αρχίσει να εκνευρίζεται. Οι συγκρούσεις δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζετε κι όταν αντιδράτε στα συναισθήματά σας αντί να αποκρίνεστε σε αυτά είναι πολύ πιθανό να πολλαπλασιαστούν και τελικά να καταλήξετε σε καβγά.

17. Δεν πειράζει αν μερικές φορές νιώθετε ότι βαριέστε ή ότι είστε αδιάφοροι και αναποφάσιστοι.

Δεν μπορείτε πάντα να υπερνικήσετε τα αισθήματα του πάθους και της ευχαρίστησης, αλλά αυτό είναι κάτι φυσιολογικό.

18. Δεν πειράζει αν δεν σας λείπει ο σύντροφός σας όταν βρίσκεται μακριά.

Στην πραγματικότητα, η απόλαυση της μοναξιάς αποτελεί σημάδι υγείας, αφού δεν είστε δύο μισά που ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα σύνολο, αλλά δύο σύνολα που δημιουργούν ένα τρίτο σύνολο, αυτό της σχέσης σας.

19. Δεν πειράζει να φαντάζεστε πώς θα ήταν η ζωή σας με κάποιον άλλο.

Αυτό δεν σημαίνει ότι έχετε επιλέξει τον λάθος σύντροφο.

20. Δεν υπάρχει «σωστό» ή «λάθος».

Υπάρχει μόνο μάθηση. Αν μπορέσετε να υιοθετήσετε μια νοοτροπία μάθησης αντί για κάποια που κατηγοριοποιεί τη ζωή και τις επιλογές σας σε σωστό / λάθος ή καλό / κακό, τα πάντα θα αλλάξουν μέσα σας.

Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου

Ξαφνικά, λες και κάποιο πεπρωμένο μαγικό με γιάτρεψε από μια τύφλωση παλιά, με αποτελέσματα εκπληκτικά κι αιφνίδια, σηκώνω το κεφάλι πάνω από την ανώνυμη μου ύπαρξη, για να γνωρίσω το πώς ζω.

Και βλέπω πως ό,τι έκανα, ό,τι σκέφτηκα κι ό,τι υπήρξα, είναι ένα είδος αυτοεξαπάτησης και τρέλας.

Μένω έκθαμβος μπροστά σ’ αυτά που κατάφερα να μη δω. Στέκω άφωνος μπροστά σ’ αυτό που ήμουν και που σήμερα βλέπω πως τελικά δεν είμαι.

Βλέπω, σαν μια έκταση αχανή κάτω από μια ακτίδα φωτός που σκίζει ξαφνικά τα σύννεφα, τη ζωή μου που πέρασε· και διαπιστώνω, με μια κατάπληξη μεταφυσική, σε ποιο βαθμό οι κινήσεις μου οι πιο σίγουρες, οι ιδέες μου οι πιο σοφές και οι πιο λογικοί μου στόχοι, δεν υπήρξαν τελικά παρά ένα είδος μέθης έμφυτης, μία τρέλα φυσιολογική, μία πλήρης άγνοια. Ούτε καν υποκρίθηκα, το ρόλο μου τον παίξαν άλλοι για λογαριασμό μου. Δεν υπήρξα ο ηθοποιός, μα οι κινήσεις του.

Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα, δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ’ ένα ον τεχνητό που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας από αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα.

Είμαι, σ’ αυτή τη στιγμή της διαύγειας, ένα πλάσμα ξαφνικά μοναχικό, που βλέπει τον εαυτό του εξόριστο όταν όλη του τη ζωή την πέρασε πολίτης.

Μέχρι και στις σκέψεις μου τις πιο μύχιες — δεν ήμουν εγώ.

Με πιάνει, λοιπόν, ένας τρόμος της ζωής σαρκαστικός, μια σύγχυση που ξεπερνάει τα όρια της συνειδητής μου ατομικότητας.

Καταλαβαίνω πως υπήρξα μόνο σφάλμα και πλάνη, που δεν έζησα ποτέ, πως υπήρξα μόνο στο βαθμό που γέμισα το χρόνο με συνείδηση και σκέψη.

Για τον εαυτό μου έχω την αίσθηση κάποιου που ξυπνάει μετά από έναν ύπνο γεμάτο με όνειρα πραγματικά ή κάποιου που απελευθερώθηκε ξαφνικά, μ’ ένα σεισμό, από το λιγοστό φως της φυλακής που είχε συνηθίσει.

Και με βαραίνει, στ’ αλήθεια, με βαραίνει σαν μια καταδίκη στη γνώση, αυτή η αιφνίδια συνειδητοποίηση της αληθινής μου ατομικότητας, αυτής που πάντα υπνοβατούσε ανάμεσα σ’ αυτό που αισθανόταν κι αυτό που έβλεπε.

Είναι τόσο δύσκολο να περιγράφει κανείς τι αισθάνεται όταν αισθάνεται πως πράγματι υπάρχει, πως η ψυχή του είναι μια ενότητα πραγματική, τόσο δύσκολο που δεν βρίσκω ανθρώπινες λέξεις για να το ορίσω.

Δεν ξέρω αν, όπως νομίζω, έχω πυρετό ή αν μόλις γιατρεύτηκα από τον πυρετό του να κοιμάμαι τη ζωή.

Ναι, το ξαναλέω, είμαι ένας ταξιδιώτης που βρίσκεται ξαφνικά σε μια πόλη άγνωστη, χωρίς να ξέρει πώς έφτασε μέχρι εκεί’ κι έρχονται έτσι στο νου μου οι περιπτώσεις των ανθρώπων που χάνουν τη μνήμη τους, και γίνονται άλλοι για πολύ καιρό.

Για πολύ καιρό υπήρξα άλλος —από τη γέννησή μου κι από την εποχή που απέκτησα συνείδηση— και σήμερα ξυπνάω, στη μέση μιας γέφυρας, γερμένος πάνω απ’ το ποτάμι, και γνωρίζοντας πως τώρα υπάρχω πολύ πιο σταθερός απ’ ό,τι υπήρξα μέχρι τώρα.

Η πόλη όμως μου είναι ξένη, οι δρόμοι άγνωστοι, κι ο πόνος μου δε βρίσκει γιατρειά. Περιμένω λοιπόν, σκυμμένος πάνω απ’ το ποτάμι, να μου περάσει η αλήθεια, και να επανέλθω πλαστός και άχρηστος, ευφυής και φυσιολογικός.

Δεν ήταν παρά μια στιγμή, πέρασε κιόλας. Βλέπω και πάλι τα έπιπλα γύρω μου, τα σχέδια πάνω στο φθαρμένο χαρτί των τοίχων, τον ήλιο μέσα από τα σκονισμένα τζάμια.

Είδα την αλήθεια για μια στιγμή. Υπήρξα μια στιγμή με τη συνείδηση μου αυτό που είναι οι μεγάλοι άνδρες στη ζωή.

Φέρνω στο νου μου τις πράξεις και τα λόγια τους, κι αναρωτιέμαι αν κι αυτοί κάποια στιγμή ενέδωσαν στον πειρασμό του Δαίμονα της Πραγματικότητας.

Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου.

Σκέψη είναι η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου.

Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής.

Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα, αναλώνει τα πάντα. Μας απογυμνώνει ακόμη κι από τον εαυτό μας.

Δεν ήταν παρά μια στιγμή, και με είδα.

Ύστερα δεν θα ξέρω ούτε καν να πω τι ήμουν.

Και, τελικά, νυστάζω, γιατί μου φαίνεται, χωρίς να ξέρω γιατί, πως το νόημα όλων αυτών είναι ο ύπνος.

Τα Πλοία των Φαιάκων Πήγαιναν Παντού

Κέρκυρα ιστορία
Απήδαλος ναυς: σύμβολο
της ναυτικής τέχνης
και πνευματικής ρώμης των Φαιάκων
Η θεά Αθηνά, έχοντας καλύψει τον Οδυσσέα με την θεϊκή ομίχλη ώστε να είναι αόρατος από τούς άλλους, του λέει, μεταξύ άλλων, για τούς Φαίακες: «Αυτοί με εμπιστοσύνη στα γοργοκίνητα καράβια τους περνούν την απέραντη θάλασσα, χάρισμα πού τούς έδωσε ο κοσμοσείστης. είvαι τόσο γρήγορα τα πλοία τους, σαν το φτερό και σαν την σκέψη».
(ΟΔΥΣΣΕΙΑ η, στίχ, 34-36)

Και εδώ τίθεται το ερώτημα:

Να πρόκειται άραγε για ιπτάμενες μηχανές πού ταξίδευαν στον αέρα και στην θάλασσα και κινούνταν με την εφαρμογή φυσικομαθηματικών γνώσεων ανώτατου βαθμού, εφ' όσον κατά την φράση της θεάς ήσαν γρήγορα σαν την σκέψη;

Ας δούμε όμως και ένα άλλο σχετικό απόσπασμα της «ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ» όπου παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Αλκίνοος, ζητώντας από τον Οδυσσέα πληροφορίες για την χώρα του και τον λαό του, του λέει: «Πες μου και την χώρα σου και τον λαό σου και την πόλη, για να πάρουν προς τα εκεί κατεύθυνση τα πλοία και να σε πάνε, γιατί δεν υπάρχουν κυβερνήτες στους Φαίακες, ούτε πηδάλια κι εκείνα πού έχουν τ' άλλα καράβια, παρά τα πλοία τους ξέρουν τις διαθέσεις και τις σκέψεις των ανθρώπων και γνωρίζουν τις πατρίδες όλων και τούς εύφορους αγρούς και σαν πουλιά διαβαίνουν τις θαλασσινές αποστάσεις, σκεπασμένα με σκοτάδι και συvvεφιά και ποτέ δεν υπάρχει φόβος να πάθουν καμία βλάβη ή ν' άφανισθούv».
(ΟΔΥΣΣΕΙΑ θ, στίχ. 555-­564)

Διακρίνεται σαφέστατα στα λόγια του Αλκινόου ότι τα πλοία των Φαιάκων δεν είχαν καμμία σχέση, ούτε από άποψη μορφής, ούτε από άποψη λειτουργίας με τα συνηθισμένα αρχαία πλοία.Τα πλοία των Φαιάκων κινούνταν χωρίς ανθρώπους κυβερνήτες, δηλαδή ήσαν αύτο κυβερνώμενα, ενώ ή αναφορά ότι αυτά, γνώριζαν τις ανθρώπινες σκέψεις και τις πατρίδες όλων, μάς εμβάλλει την υποψία μήπως επρόκειτο για ιπτάμενες μηχανές (προϊόντα εφαρμογής υψηλής τεχνολογίας) πού ανίχνευαν τις σκέψεις και τις διαθέσεις όλων όσων επέβαιναν σε αυτές… Η επισήμανσης του Αλκινόου ότι αυτά διάβαιναν «σαν πουλιά τις θαλασσινές αποστάσεις, σκεπασμένα με σκοτάδι και συννεφιά» μάς υπενθυμίζει ότι αυτά είναι ιπτάμενα (βλέπε τι είπε ή Αθηνά στον “Οδυσσέα γι' αυτά ) ενώ ο «άήρ» (το «θεϊκό σκοτάδι») και η «νεφέλη» («συννεφιά», «θεϊκή ομίχλη») μάς παραπέμπει κατά σαφή τρόπο στα ιερά όπλα των αθάνατων θεών, σε εφαρμογή θεωριών μαγνητικών πεδίων, οπωσδήποτε ανωτέρων από εκείνη την όποία υποτίθεται ότι «ανακάλυψε» ο «μέγας επιστήμων» Αϊνστάιν…

Και ή τελευταία αύτή παρατήρησης μας, σαφώς προκύπτει από την επισήμανση του Αλκινόου ότι «δεν υπάρχει φόβος να πάθουν καμία βλάβη ή ν' αφανισθούν», πράγμα πού βεβαίως δεν συνέβη με το αντιτορπιλικό «Λέων» («Πείραμα Φιλαδέλφειας») όπου όχι μόνον παρουσιάσθηκαν στο πλοίο αλλά και επικίνδυνες συνέπειες στην υγειά όσων πήραν μέρος στο «πείραμα». Αυτό με αλλά λόγια σημαίνει ότι οι Αμερικανοί κατέχουν μόνο ένα τμήμα τής γνώσεως του ιερού όπλου των αθάνατων Ελλήνων θεών πού φέρει τις ονομασίες κάποιας χαρακτηριστικής ιδιότητος του («άχλύς», «άήρ», «νεφέλη»). Τα πλοία λοιπόν των Φαιάκων, οποιαδήποτε μορφή κι αν είχαν αυτά, είχαν την ικανότητα να πηγαίνουν παντού, σε κάθε χώρα, εννοείται, φυσικά με την εφαρμογή υψηλής τεχνολογίας και χωρίς να υπάρχει περίπτωσης να υποστούν κάποια βλάβη ή καταστροφή…

Πέρασε η ζωή ψάχνοντας ένα δυνατό “θέλω” να δολοφονήσει ένα “πρέπει”

Μια καθημερινή, συνεχόμενη ακούσια επιβολή, μια απαίτηση, χωρίς υπόβαθρο. Στηριγμένα σε ανυπόστατα, συνήθως, επιχειρήματα και χωρίς λογική, δογματικά εφαρμόζονται και τρώνε τα σωθικά του ανθρώπου. “Πρέπει να συμπεριφερθείς έτσι, δεν πρέπει να μιλάς μ´ αυτόν τον τρόπο, πρέπει να κάνεις υπομονή… πρέπει και μόνο πρέπει.”

Ποιος ορίζει τελικά τα “πρέπει” και τι σημαίνουν αυτά για τον καθένα από μας; Διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ μας, διαφορετικά βιώματα, οικονομικό επίπεδο και ποιότητα ζωής. Άλλα μέτρα και άλλα σταθμά. Δεν γίνεται να εγκλωβίζεις μια ολόκληρη ζωή πίσω από μια λέξη. Δεν γίνεται να φυλακίζεις μια καρδιά, να πνίγεις την ελεύθερη βούληση, να καταστρατηγείς το δικαίωμα της επιλογής.

Λαχταρά η ψυχή. Σαν να μοιάζει μονόδρομος τελικά η ζωή. Ένα μονοπάτι, ένας δρόμος, μόνο με παρωπίδες και σκυμμένο το κεφάλι. Περνά η ζωή και χάνεται. Μετά; Απλά φεύγουμε και την εγκαταλείπουμε με απωθημένα, πίκρα και θυμό. Τα φτερά που μας δόθηκαν δεν χρησιμοποιήθηκαν. Η θέληση και η τόλμη θάφτηκαν μαζί μας, χωρίς να προλάβουν να δείξουν τη δύναμή τους, χωρίς να μπορούν να μας βγάλουν από το τέλμα τελικά.

Ποτισμένο το μυαλό με ιδέες, αντιλήψεις και αποφάσεις που πήραν κάποιοι άλλοι, πορώθηκε και κούρνιασε. Έδωσε τόπο και χρόνο, στα “πρέπει” των πολλών και θόλωσε. Δεν μέθυσε, δεν έζησε την παραζάλη, δεν έσπασε τις αλυσίδες και τα δεσμά. Με αναβλητικότητα και υπομονή πέρασε η ζωή ψάχνοντας ένα δυνατό “θέλω” να δολοφονήσει ένα “πρέπει”.

Πόσο πιο κάτω ακόμη και γιατί άραγε;

Το μυσταγωγικό «εις εαυτόν» ταξίδι τη ψυχής, και η ένωση με το Θείο.

Υπάρχουν τρεις τύποι ανθρώπων.


Ο πρώτος αφορά τους ανθρώπους εκείνους που θεωρούν την επίγεια ζωή σαν την αρχή και το τέλος.

Ο δεύτερος αφορά αυτούς που είναι ικανοί σε κάποιο βαθμό να στρέφουν τη ψυχή τους σε πιο υψηλές αξίες.

Και τέλος υπάρχουν οι σοφοί άνθρωποι των οποίων τα μάτια στρέφονται προς το Φως, την Θεϊκή πηγή όπου τα πάντα προέρχονται.

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε με την νόηση τον Θεό και είναι αδύνατο να τον εκφράσουμε και αν ακόμη τον συλλάβουμε με την νόηση. Διότι είναι αδύνατον να ορίσεις το άυλο με το υλικό και δεν είναι δυνατόν να συλλάβεις το τέλειο με το ατελές και το αιώνιο είναι δύσκολο να συναντηθεί και να συνυπάρξει με το εφήμερο.

Διότι το ένα υπάρχει στην αιωνιότητα, ενώ το άλλο είναι παροδικό και το ένα υπάρχει πραγματικά, ενώ το άλλο από φαινομενική άποψη σκιάζεται. Και βρίσκεται σε τόσο μεγάλη απόσταση το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και το κατώτερο από το ανώτερο, σε όση βρίσκεται το θνητό από το Θείο. Και η μεταξύ τους απόσταση αμαυρώνει την θέα του ωραίου. Διότι δύνασαι να δεις με τα μάτια τα υλικά σώματα και να περιγράψεις με την γλώσσα τα ορατά.

Αλλά το ασώματο και αόρατο και άμορφο και άυλο δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις μας. (Ερμής προς ΤΑΤ , Ερμητικά κείμενα αποσπ.)

Αν λοιπόν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους (Οδύσσεια ρ 218), έτσι και πάντα ο Θεός τον όμοιο κοντά στο όμοιο φέρνει.

Τα λουλούδια δεν ονειρεύονται τη μέλισσα. Ανθίζουν και η μέλισσα έρχεται....!

Πρέπει να δεχόµαστε τους θεούς και να τους αφήνουμε όπως ο καθένας, σύµφωνα µε το νόµο και το έθιµο, είναι διατεθειµένος να αντιλαµβάνεται (Πλούταρχος, Περί κοινών εννοιών προς Στωικούς, 1074, 31).

Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ατάραχοι και προστατευόμενοι από τις τελετές, τότε την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς μεταλαμβάνουν.

Η ψυχή μοιάζει με τον Γλαύκο, το θεό εκείνο της θάλασσας που έχει κολλημένες επάνω του αχιβάδες, φύκια και πέτρες, έτσι που να δυσκολεύεται κανείς να την αναγνωρίσει (Πλάτων, Πολιτεία 611c-d).).Η ψυχή όμως εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και τον θεό. Και στην ένωση της με το κέντρο της ζωής, ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια στην πηγή της.

Κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς.

Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» (Πρόκλου «Κατά Πλάτωνος Θεολογία)».

Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Η ψυχή, πρωταρχικά αμέριστη, γίνεται μεριστή με την επέλευσή της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να την δεχτούν χωρίς μερισμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι, πάνω από αυτά, γύρω από αυτά και μέσα σ' αυτά!» (Πλωτίνος Ενν. ΙΙΙΙ)

Η ομορφιά της καλής ψυχής διακρίνεται όταν ο άνθρωπος αποσυρθεί στον εαυτό του, τον οποίο και παρατηρεί. Οι αλήθειες της φιλοσοφίας πρέπει να ενσταλαχτούν σ’ αυτόν για να τον κάνουν να πιστέψει σ’ αυτό που, χωρίς να το ξέρει, έχει εντός του (Πλωτίνος Εν Ι.3, 1-2). Ο μυσταγωγικός φιλοσοφικός αυτός έρωτας είναι συνεκτικός, επιθυμεί την αρχέγονη ένωση, δεν ενέχει τίποτε το εγωιστικό και το επιτηδευμένο, είναι το μέσο της ένωσης της ψυχής με την ωραία εικόνα του Ενός από την οποία αποκολλήθηκε.

Όπως ο δημιουργός του ωραίου αγάλματος, παρόμοια και ο άνθρωπος σμιλεύει με την σκέψη και την ενόραση του παντός (Εν- ός), ώστε το μυσταγωγικό ερωτικό ταξίδι της ψυχής να καταλήξει σε μυστική ένωση με την πηγή των Πάντων.

To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας (Πλωτίνος, Εν ΙΙΙ,8 6 37-40). Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί.

Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα.

Και εάν κάποιος ρωτούσε αυτόν που κατάφερε να «δει» το νοητό φως, από πού αυτό προήρθε , από έξω ή από μέσα, πλανάται. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε, και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου...!

Το ταξίδι της ψυχής στον Πλωτίνο

Για τον Πλωτίνο και τον Νεοπλατωνισμό υφίσταται μία κυκλική κίνηση της πραγματικότητας, καθώς όλα τα όντα παράγονται δια της αυτομάτου υπερχειλίσεως του Εν -ός, στο οποίο και επιστρέφουν τελικά.

Κάτω από την υπέρτατη πραγματικότητα του Εν -ός ή Αγαθού ξεδιπλώνονται οι λοιπές υποστάσεις, με κυρίαρχες τις εξής τρεις: EN –NOΥΣ - ΨΥΧΗ.

Ο Νους, εμπεριέχει τις λογικές αρχές κατά το πρότυπο των οποίων θα προκύψει η δημιουργία του κόσμου. Με τη μεσολάβηση της υπόστασης της Ψυχής, κάτω από το Νου, τα υλικά όντα θα αποκτήσουν μορφή και ύπαρξη. Εδώ αναλαμβάνει το ρόλο της και η Φύσις, ως ένας ακόμη ενδιάμεσος κρίκος που συνδέει τις ανώτερες υποστάσεις με την ύλη.

Ο σχηματισμός των υλικών πραγμάτων και η ζωογόνηση των έμψυχων οργανισμών, συνεπώς και του ανθρώπου, προϋποθέτει ακριβώς αυτή την ακολουθία των επιπέδων.

Αντίστροφη αυτής της κίνησης απορροής από το Εν, είναι η επιστροφή όλων στην πηγή και αιτία του "Είναι" τους. Κατά τον ίδιο τρόπο οι ατομικές ψυχές επιστρέφουν σε αυτό που τις γέννησε.

Μέσα σε όλη αυτή την κίνηση απορροής, επιστροφής και μονής η ψυχή βρίσκει τον εαυτό της. Διότι πέφτοντας στον κόσμο των σωμάτων δεν λησμόνησε εντελώς τον υπερουράνιο τόπο καταγωγής της.

Η επίτευξη της "μέθεξης", ως στάσης πλήρους ευδαιμονίας εντός του Εν- ός, συνιστά το αποκορύφωμα της Νεοπλατωνικής μυστικής ενώσεως...!

Η αγάπη που προσφέρεται από μια αίσθηση καθήκοντος ή υποχρέωσης, είναι η μεγαλύτερη προσβολή

Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται τους άλλους.

Δεν θεωρούν την ανάγκη αυτή για αγάπη και οικειότητα σαν υποχρέωση να υποβιβάζουν τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο σαν μέσο αντανάκλασης των μεγάλων δυνατοτήτων τους και μοιράσματός τους με άλλους.

Δεν αισθάνονται περιορισμένοι από την αγάπη και τις στενές σχέσεις, αλλά τις θεωρούν ιδιαίτερη ευκαιρία για ανάπτυξη.

Κατανοούν πως ποτέ δεν μπορούν να κατέχουν κάποιον άλλο και δεν έχουν καμιά επιθυμία να ανήκουν σε κάποιον.

Ξέρουν ότι η οικειότητα φέρνει κοντά τους ανθρώπους, αλλά ότι είναι ευθύνη του καθένα να διατηρήσει την αυτονομία του. Ότι πρέπει να αναπτύσσονται χωριστά για να εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται με άλλους.

Ο έρωτας και οι στενές σχέσεις προκαλούνται, δεν απειλούνται από τις διαφορές.

Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι που ξέρουν πώς όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν στενή σχέση, ενώνουν, δύο διαφορετικούς κόσμους, κι έτσι, όχι μόνον φέρνουν ο ένας στον άλλον κοινά στοιχεία, αλλά και διαφορές.

Οι διαφορές είναι που θα συνεχίζουν να τους κινητοποιούν ν’ αναπτυχθούν.

Το βάθος της αγάπης μας μπορεί συνήθως να μετρηθεί από το βαθμό στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να μοιράζουμε τον εαυτό μας με άλλους.

Αρχίζουμε με ξεχωριστά Εγώ. Φτιάχνουμε έναν κοινό χώρο ανάμεσα στα δύο Εγώ και τον ονομάζουμε Εμείς. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο αναπτύσσεται η οικειότητα. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινή εμπειρία, τόσο μεγαλύτερος και ο χώρος του Εμείς.

Ο έρωτας και η οικειότητα έχουν πολλά στάδια και γι’ αυτό μεταβάλλονται διαρκώς.

Η οικειότητα της πρώτης συνάντησης δεν θα είναι η οικειότητα του μήνα του μέλιτος, αλλά θα υπάρξουν πολλές περίοδοι μήνα του μέλιτος.

Η περίοδος του διαμερίσματος ενός δωματίου με δανεικά έπιπλα, η περίοδος του πρώτου παιδιού, η περίοδος της αγοράς του σπιτιού, η περίοδος της πρώτης σημαντικής προαγωγής, η περίοδος της ανάπτυξης με την οικογένεια, παρατηρώντας τα παιδιά να φτιάχνουν τη δική τους οικογένεια, η περίοδος των γηρατειών.

Κάθε περίοδος θα είναι καινούργια και θα δημιουργεί νέες διαστάσεις στην οικειότητα.

Επιβάλλεται γι’αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να έχει πάντα συνειδητότητα και να είναι ανοιχτός στην αλλαγή.

Το πρόσωπο στα χέρια σήμερα κάποιου δεν θα είναι το ίδιο πρόσωπο αύριο, ή ακόμα για το λόγο αυτό, την επόμενη ώρα. Ο έρωτας δεν ανατρέφεται ούτε αυξάνεται κοιτάζοντας προς τα πίσω, βιώνεται πάντα στο παρόν.

Η ώριμη οικειότητα και η αγάπη δεν στηρίζονται στις προσδοκίες.

Αφού κανείς, ούτε κι ένας άγιος, δεν μπορεί να ξέρει ή να εκπληρώσει όλες μας τις προσδοκίες, το να έχουμε προσδοκίες από τους άλλους σημαίνει ότι επιζητούμε τον πόνο και την απογοήτευση.

Η μόνη βάσιμη προσδοκία στον έρωτά βρίσκεται στην ελπίδα ότι αυτοί που αγαπάμε θα γίνουν ο εαυτός τους, όπως κι εμείς. Η αγάπη που προσφέρεται από μια αίσθηση καθήκοντος ή υποχρέωσης είναι η μεγαλύτερη προσβολή και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου αγάπη.

Ο αληθινός έρωτας και η οικειότητα αναπτύσσονται με τον καλύτερο τρόπο αυθόρμητα και προσφέρουν μια πληθώρα ευκαιριών για εμπειρίες χαράς, ομορφιάς και γέλιου.

Όλοι έχουμε γνωρίσει τη θαυμάσια αίσθηση του κοινού βιώματος μιας έντονης εμπειρίας με κάποιον, είτε γέλιου είτε πόνου. Στιγμιαία, η κοινή εμπειρία παίρνει τους δύο και τους κάνει ένα.

Οι στιγμές αυτές βαθειάς οικειότητας θα συνεχίσουν να κάνουν τον έρωτα πιο φρέσκο, γοητευτικό και αναζωογονημένο.

Η ώριμη οικειότητα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εμπεριέχει τη σωματική επαφή.

Ενσωματωμένη σ’ αυτή φαίνεται να είναι μια αισθησιακή ανάγκη να βρεθούμε κοντά στους αγαπημένους μας, να έχουμε σωματική επαφή, να τους αγκαλιάζουμε και να τους κρατάμε κοντά μας. Θα χρειαστεί γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλικότητά του. Δεν υπάρχει ίσως πιο φυσική, ούτε πιο ικανοποιητική πράξη που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος απ’ αυτή που βρίσκεται σε μια ώριμη σεξουαλική οικειότητα.

Εδώ, στην υψηλότερη μορφή της, υπάρχει μια βαθειά επιθυμία ολοκληρωτικής συγχώνευσης με τον άλλο. Είναι μια έσχατη έκφραση αγάπης που συνδυάζει όλα τα θετικά της χαρακτηριστικά -φροντίδα, προσφορά, μοίρασμα. επιβεβαίωση, αποδοχή παραχώρηση και παραδοχή. Η σεξουαλικότητα, όταν είναι η έκφραση πραγματικής αγάπης, μπορεί να είναι η θεμελιώδης ανθρώπινη ένωση.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια λεκτική έκφραση. Πολύ συχνά υποθέτουμε ότι το άλλο ή τα άλλα πρόσωπα ξέρουν τι σκεφτόμαστε ή πώς αισθανόμαστε. Πολλές φορές εκπλησσόμαστε όταν ανακαλύπτουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Είναι ευθύνη του καθένα να απλώσει το χέρι και ν’ αγγίξει την καρδιά αυτού που αγαπάει – μια κουβέντα, ένα σημείωμα, ένα λουλούδι, ένα απλό ποίημα, μπορούν να δώσουν το πολύ αναγκαίο μήνυμα της επιβεβαίωσης. Κανείς δεν κουράζεται ποτέ από την έκφραση αγάπης.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια συμπάθεια. Αν δεν μπορούμε να συναισθανόμαστε με κάποιον, δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε τέλεια εμπάθεια με τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά ενός άλλου.

Μου είναι οδυνηρό ν’ ακούω κάποιον να λέει, “Ξέρω ακριβώς πώς αισθάνεσαι”! Δεν ξέρει! Δεν μπορεί να ξέρει! Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να καταλάβουμε μόνον αυτό που έχουμε βιώσει πραγματικά, και κάθε εμπειρία είναι πάντα πολύ προσωπική.

Όταν όμως έχουμε μια γνώση των προσωπικών μας συγκρούσεων και συναισθημάτων που στηρίζονται πάνω σε γενικές ανθρώπινες εμπειρίες μπορούμε ν’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πως αισθάνονται ίσως οι άλλοι. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η συμπάθεια.

Η αγάπη και η οικειότητα δεν έχουν καμιά σχέση με την εκμετάλλευση. Υπάρχει ένα παλιό ρητό, αλλά ισχύει ακόμα, “Χρησιμοποίησε τα πράγματα, αγάπα τους ανθρώπους”.

Είναι τρομακτικό το πόσο πολλοί κάνουν ακριβώς το αντίθετο στο όνομα της αγάπης: Γονείς που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους, σύζυγοι που χρησιμοποιούν τις/τους συζύγους τους, εκπαιδευτικοί που χρησιμοποιούν τους μαθητές τους, προοδευτικοί που χρησιμοποιούν την κοινωνία τους.

Χρησιμοποιούν τη ζωή άλλων για να επιβεβαιώσουν την δική τους ύπαρξη και αξία. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η αγάπη έχει γίνει τόσο αμφίβολη και απειλητική έννοια. Χρησιμοποιείται τόσο συχνά για να καταστρέφει παρά να προάγει.

Η εκμετάλλευση σε μια σχέση, ανεξάρτητα από το πώς την δικαιολογούμε, δεν μπορεί ποτέ να είναι αγάπη!

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αληθινό ιερατείο. Ο ιερέας διακονεί τον ναό, θυσιάζει για τους πιστούς, διαχειρίζεται τα έσοδα του ναού και διερμηνεύει τη βούληση της θεότητας. Είναι ένας συνηθισμένος κρατικός υπάλληλος ή και απλός ιδιώτης, που διαθέτει ή προφασίζεται ότι διαθέτει ορισμένες τεχνικές γνώσεις. Δεν περιβάλλεται από καμιά ξεχωριστή οσιότητα, το πολύ πολύ του κρατάνε μια προνομιούχα θέση στο θέατρο και στις λαϊκές συνελεύσεις. Δεν ανήκει σε καμιά «αόρατη» Εκκλησία ούτε σε καμιά άλλη ανώτερη κοινότητα, ούτε κηρύγματα κάνει ούτε τους νέους κατηχεί. Στους μεγάλους ναούς διευθύνει ένα πολυάριθμο προσωπικό από υπηρέτες και δούλους, φύλακες και ταμίες, αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε κανενός είδους ιεραρχία, εκτός από αυτή που καθόριζε η προσωπική υπόληψη. Ίσως το σωστότερο θα ήταν να συγκρίνουμε τη θέση του αρχαίου Έλληνα ιερέα μ’ εκείνη των δικών μας καθηγητών και διδακτόρων, που τους συμβουλεύεται κανείς σε κάθε λογής επιστημονικά ζητήματα και τους εκτιμά ανάλογα με τη φήμη τους και το κύρος του ιδρύματος στο οποίο εργάζονται, αλλά δεν τους θεωρεί ούτε αναντικατάστατους ούτε ιερούς. Για την επικοινωνία του πιστού με τη θεότητα δεν χρειαζόταν κανένας μεσολαβητής: ο βασιλιάς θυσίαζε εξ ονόματος της κοινότητας, ο οικογενειάρχης εξ ονόματος της οικογένειας. Η οικιακή λατρεία υπήρξε πάντα η σημαντικότερη θρησκευτική εκδήλωση στην αρχαία Ελλάδα. Οι κρατικές γιορτές είχαν πάντοτε θρησκευτικό χαρακτήρα· οι επίσημες αργίες δεν υστερούσαν αριθμητικά από τις δικές μας· αλλά δεν υπήρχε κάτι ανάλογο με τη δική μας Κυριακή.

Ο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ αποκαλεί, πολύ εύστοχα, την αρχαία ελληνική θρησκεία «μια πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του ελληνικού λαού». Ήταν η συναρπαστικότερη μυθολογία που έπλασε ποτέ ένας λαός xat αργότερα μερικοί φιλόσοφοι την έκαναν μεταφυσική και ηθική, αλλά δεν μπορούμε να την ονομάσουμε θρησκεία με την ανώτερη έννοια, αν όχι γι’ άλλο λόγο τουλάχιστον επειδή δεν απαλλάχτηκε ποτέ από την έννοια της μοίρας. Όπως όλες οι θρησκευτικές αντιλήψεις των Ελλήνων, έτσι κι αυτή είναι κάτι πολύ αντιφατικό: πότε σημαίνει αναπόδραστη αναγκαιότητα, πότε μια ιδιοτροπία της τύχης, πότε θεία δίκη, πότε μια μυστική κληρονομική κατάρα, αλλά πάντοτε καθρεφτίζει μια εξαιρετικά μοιρολατρική αντίληψη. Η ανάγκη είναι το απρόσωπο, αναίσθητο πεπρωμένο, η ειμαρμένη ο αναπόδραστος προορισμός, η αἴσα (=η ἴση, επικά: ἐίση) είναι το κοινό για όλους ριζικό- η τύχη είναι η αστάθμητη καλοτυχία (ή κακοτυχία), ο πότμος ο λαχνός που πέφτει στον καθένα, η ἄτη η θεόσταλτη παραφροσύνη· ακόμα και το άγος, το ανοσιούργημα, και ο ἀλάστωρ, ο δαίμονας της εκδίκησης, είναι, όπως καθένας ξέρει από τις αρχαίες τραγωδίες, τυφλές δυνάμεις. Αλλά η πιο τρέχουσα έννοια ήταν η μοί­ρα, δηλαδή ο κλήρος, το μερίδιο που ορίζεται στον κάθε άνθρωπο μόλις γεννιέται. Τη μοίρα δεν μπορούν να την αλλάξουν ούτε οι ίδιοι οι θεοί, τουλάχιστο κατά κανόνα: γιατί μερικές φορές φαίνεται σάμπως η μοίρα να είναι όργανό τους. Μερικές φορές πάλι προσπαθούν τουλάχιστο να την επηρεάσουν ή, ας πούμε, να συνεργασθούν μαζί της. Και υπάρχουν, ακόμα, περιπτώσεις που μερικοί ιδιαίτερα προικισμένοι ή υβριστές άνθρωποι βαδίζουν ενάντια στους θεούς και τη μοίρα: αυτό είναι το ὑπέρμορον, αυτό δηλαδή που ξεπερνάει τα όρια της μοίρας και που είναι κάτι φοβερό όσο και αξιοθαύμαστο, κάτι που συνεπιφέρει ενοχή όσο και ανταμοιβή.

Έπειτα απ’ όλα αυτά καταλαβαίνουμε γιατί οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν καμιά λέξη για τη «θρησκεία». Η λέξη ευσεβής (από το ρήμα σέβειν = λατρεύω, τιμώ, σέβομαι) σημαίνει «πιστός στα ιερά έθιμα», και η ευσέβεια είναι, σύμφωνα με τον ορισμό των Στωικών, δικαιοσύνη προς θεούς, δηλαδή το ν’ αποδίδει κανείς στους θεούς τις τιμές που τους αξίζουν. Για τους αρχαίους Έλληνες, ευσέβεια σήμαινε να λατρεύουν τους θεούς και τίποτ’ άλλο. Αφού οι θεοί δεν διευθύνουν τις τύχες του κόσμου, δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται ιδιαίτερα ηθικοί. Ο Βιλαμόβιτς λέει: «Την ηθική δεν τη δίδαξαν οι θεοί, μπορούμε να πούμε ότι την έμαθαν από τους, ανθρώπους». Η οργή τους δεν είναι καθόλου απαραίτητο να οφείλεται πάντοτε σε κάποια ανθρώπινη αμαρτία και ο άνθρωπος δεν τη θεωρεί τιμωρία, παρά απλώς συμφορά. Οι θεοί θυμώνουν περισσότερο όταν ο θνητός έχει την αποκοτιά να θέλει να παραβγεί μαζί τους, και το ισχυρότερο ελατήριό τους είναι ο φθόνος: απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πόσο φθονεροί πρέπει να ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η βασική σχέση του θνητού μαζί τους είναι η δυσπιστία, κι όταν κανείς υπακούει στις εντολές τους δεν το κάνει από αφοσίωση παρά από φρονιμάδα, για να μη τους εξερεθίσει. Ασέβεια είναι το να τους προσβάλλει κανείς· οι άλλες αδικίες δεν προκαλούν την αγανάκτησή τους. Οι δίκες λόγω «προσβολής των θεών» ήταν αρκετά συχνές· αλλά αναρωτιόμαστε τι μπορούσε να προσβάλει κανείς σ’ αυτούς τους θεούς. Οίκτο - που συχνά μάλιστα ήταν τελείως άτοπος - ένιωθαν μόνο για τους ευνοούμενούς τους· κατά τα άλλα ήταν άσπλαχνοι. Ούτε και μεταξύ τους αγαπιόντουσαν. Στην Ιλιάδα, η κατάσταση που επικρατεί στον ουρανό ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στην κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας: ο Δίας είναι ο Αγαμέμνων, οι θεοί είναι τυπικά υποτελείς, αλλά ισάξιοί του και πάντα έτοιμοι να σηκώσουν κεφάλι. Ο Όλυμπος είναι μια ακρόπολη που την κατοικούν έξυπνοι και μπουνταλάδες, όλοι όμως το ίδιο θεϊκοί, το ίδιο άφθαρτοι, θρεμμένοι με νέκταρ και αμβροσία.

Η φύση και γενικά η «πραγματικότητα» δεν έχει καμιά ηθική. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για γνήσια θρησκεία παρά μόνον όταν στον φυσικό κόσμο αντιπαρατίθεται ένας άλλος, ανώτερος. Αυτό όμως δεν το κάνει ποτέ η ομηρική θρησκεία: ο θείος κόσμος που μας παρουσιάζει είναι μια επανάληψη του γήινου στον υπερθετικό βαθμό: οι θεοί είναι μακάρια ζωώδεις, όλα διέπονται από μια άψογη φυσική. Το μόνο που ξεχωρίζει τους Ολύμπιους από τους κατοίκους της γης είναι ότι είναι αθάνατοι, επομένως στα πρόσωπά τους διαγωνίζεται η ανθρώπινη ατέλεια, και δεν τους αγγίζουν ούτε γεράματα, ούτε λύπες, ούτε αρρώστιες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι εξαιρέσεις: ούτε η δική τους ύπαρξη είναι πάντα ανέφελη (αν όχι τίποτ' άλλο, τους την κάνει ξινή η αιώνια ζηλοφθονία τους)· έχουν ένα γιατρό, τον Παιώνα, που γιατρεύει τις πληγές του Άδη και του Άρη, ενώ η Αφροδίτη τραυματίζεται· ο Ερμής κουράζεται απ’ τις μακρινές αποστάσεις που διανύει, τον Δία μάλιστα τον παίρνει μια φορά ο ύπνος. Το αποκορύφωμα αυτού του ρεαλισμού, του γοητευτικού στην αφέλεια και την παραστατικότητά του, είναι η στιγμή που ο Άρης ξαποσταίνει απ’ τη μάχη μέσα στο σύννεφο που του χρησιμεύει ως ρούχο, κρεβάτι, μεταφορικό μέσο και μεταμφίεση, κι ακουμπάει το δόρατό του πάνω στο σύννεφο. Ο ορφισμός, που περιέκλειε σπέρματα μιας πραγματικής θεολογίας, δεν υπήρξε ποτέ εθνική θρησκεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καν αίρεση (όπως την χαρακτηρίσαμε πιο πάνω), αφού δεν υπήρχε η αντίθετη έννοια της ορθόδοξης Εκκλησίας. Η θρησκεία περιοριζόταν σε λατρευτικές εκδηλώσεις. Μόνον αυτές αποτελούσαν καθήκον, μόνον η παράβασή τους ήταν αθεία, «ασέβεια». Συνέβαινε ό, τι περίπου και στην Αναγέννηση, όπου μπορούσε κανείς να σκέφτεται, να λέει και να γράφει ό, τι ήθελε, αρκεί να υποταζόταν στην Εκκλησία, στην εξουσία της και στο τελετουργικό της: στην αρχαία Ελλάδα αυτόν τον ρόλο τον έπαιζε η πόλις.

Σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη αυτή η αντίληψη για τη σκοτεινή, αναίσθητη μοίρα, την τύχη που ρίχνει τα ζάρια, τους ματαιόδοξους και οργίλους θεούς υπήρχε ακριβώς εξαιτίας του ανορθολογικού χαρακτήρα της, για να υπάρχει κάποιος φταίχτης όταν ο άνθρωπος δεν ήθελε ν’ αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του, των καρπών του πάθους του και της μωρίας του. Η θεότητα δεν είναι το αρνί που κουβαλάει πάνω του την κληρονομική ενοχή της ανθρωπότητας, παρά ο τράγος, στον οποίο φορτώνεται η αμαρτία. Μόνο μια τέτοια θρησκεία έκανε υποφερτό το βάρος του κρίματος. Ένας ηθικός θεός θα προκαλούσε τη συντριβή ενός Έλληνα με μέση ηθική. Δεν μιλάμε εδώ για τους εξαιρετικούς χαρακτήρες, που θα συναντήσουμε σε πολλά σημεία της διαδρομής μας. Η θεότητα στην οποία πίστευε ο Σωκράτης, λόγου χάρη, ήταν τόσο ακατανόητη για τον πολύ λαό ώστε ο κόσμος θεωρούσε τον Σωκράτη βλάσφημο, και μάλιστα με απόλυτη ειλικρίνεια.

Στον Όμηρο, όπως είναι γνωστό, όλα είναι θεία: όχι μόνον ο ήλιος και η αυγή, η μέρα και η νύχτα, παρά και η ελιά και το κλήμα, ο γιατρός και ο κήρυκας, ο ζητιάνος και ο γουρουνάρης, ακόμα και ο αξιοκαταφρόνητος Πάρις και ο βδελυρός εσμός των μνηστήρων, και λίγο έλειπε ν’ ανακηρυχθεί θεϊκός ακόμα και ο Θερσίτης. Οι Έλληνες υπήρξαν οι δάσκαλοι της ανθρωπιάς, αλλά με μια ολότελα διαφορετική έννοια απ’ αυτή που έδωσε στη λέξη ο νεοουμανισμός, δηλαδή με την έννοια ότι έβλεπαν τα πάντα ανθρωπομορφικά και με ανθρώπινες διαστάσεις. Η ρήση «παντός μέτρον άνθρωπος», με την οποία οι Σοφιστές συνόψιζαν το πρόγραμμά τους, ήταν απ’ την αρχή το αστέρι που οδηγούσε τους Έλληνες στα μονοπάτια της Ιστορίας. Γι’ αυτό και οι Έλληνες δεν έμαθαν ποτέ το νόημα της ύπαρξης· αλλά και γι’ αυτό ακριβώς έγιναν ο καλλιτεχνικότερος λαός της ιστορίας.

Οι Έλληνες λοιπόν δεν πίστευαν κατά βάθος σε τίποτα, εκτός από μερικές υπερβολικά ανθρώπινες προκαταλήψεις· όταν με τον καιρό διαλύθηκαν κι αυτές, δεν έμεινε στη θέση τους παρά ένας πλαδαρός ντεϊσμός ή ένας απροκάλυπτος αθεϊσμός. Κι ωστόσο, χωρίς να το υποψιασθούν, το δάχτυλο του Θεού φανερώθηκε περίτρανα στην ιστορική τους μοίρα. Ή ίσως να μην ήταν το δάχτυλο του Θεού, παρά η εξουσία των δικών τους θεών, που, σύμβολα της ελληνικής ψυχής, οδηγούσαν ύπουλα τους ανθρώπους στην ύβρη. Παράλληλα όμως, επειδή κάθε λαός γράφει ο ίδιος την ιστορία του, όπως και κάθε άτομο γράφει το ίδιο τη βιογραφία του (σ’ αυτό συνίσταται η ελευθερία της βούλησης), η ελληνική ιστορία, με την άνοδο και την ακμή, την κρίση και την παρακμή, είναι κι αυτή ένα ολοκληρωμένο πλαστικό καλλιτέχνημα, σμιλευμένο απ’ το χέρι ενός έθνους που υπήρξε ο πιο προικισμένος γλύπτης απ’ όλους τους λαούς του κόσμου. Οι επιμέρους «περίοδοι», που συνήθως γεννούν δικαιολογημένα την υποψία ότι είναι υποκειμενικές αυθαιρεσίες ή εγκεφαλικές κατασκευές, εδώ ξεχωρίζουν από μόνες τους, σαν ένα λαμπρό παράδειγμα της ανθοφορίας, της ωρίμανσης και του μαρασμού του ανθρώπινου φυτού. Θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με τη δομή ενός αετώματος ή μιας τραγωδίας ή και με τη σαφή, αυστηρή κι ωστόσο αβίαστη διάρθρωση του ελληνικού κίονα. Αυτή η τελευταία παρομοίωση, μάλιστα, θα δικαίωνε επιτέλους την όψιμη περίοδο του οικουμενικού ελληνισμού, που θα έπαιζε έτσι τον ρόλο του πλούσιου κιονόκρανου.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ - Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ, Ο ΑΡΙΣΤΟΣ

Θάνατος του Περικλέους

Επέζησε δε δύο έτη και εξ μήνας μετά την έναρξιν του πολέμου, και αφού απέθανεν έτι μάλλον κατεδείχθη η ορθότης των προβλέψεών του, ως προς τον πόλεμον.

Η πολεμική πολιτική του Περικλέους

Διότι εκείνος μεν υπεστήριξεν ότι θα επικρατήσουν, εάν επεδίωκαν την νίκην όχι δι' αποφασιστικών μαχών, αλλά δια κατατριβής του αντιπάλου, εάν κατέβαλλαν πάσαν επιμέλειαν δια την καλήν κατάστασιν του στόλου των, εάν δεν επεζήτουν νέας κατακτήσεις διαρκούντος του πολέμου, και εάν δεν εξέθεταν εις κίνδυνον την ύπαρξιν της πόλεως. Αυτοί όμως, μετά τον θάνατόν του, όχι μόνον έπ ραξαν τα εναντία ακριβώςαπό όλα αυτά, αλλά και εις ζητήματα, τα οποία εφαίνοντο άσχετα με τον
πόλεμον, ηκολούθησαν, από προσωπικάς φιλοδοξίας και ιδιοτέλειαν, επιζήμιον δια τας Αθήνας και τας προς τους συμμάχους σχέσεις πολιτικήν, η οποία εν περιπτώσει επιτυχίας θα έφερε τιμήν και ωφέλειαν εις ιδιώτας κυρίως, αποτυγχάνουσα όμως θα έφερε βλάβην εις την πόλιν κατά την διεξαγωγήν του πολέμου.

Χαρακτηρισμός του Περικλέους

Αιτία τούτου ήτο ότι ο Περικλής, έχων μεγάλην επιρροήν, πηγάζουσαν από την προς αυτόν κοινήν εκτίμησιν και την προσωπικήν του ικανότητα, και πασιφανώς αναδειχθείς εις ύψιστον βαθμόν ανώτερος χρημάτων, συνεκράτει τον λαόν, μολονότι σεβόμενος τας ελευθερίας του, και αυτός μάλλον ωδήγει αυτόν παρά ωδηγείτο από αυτόν. Καθόσον, μη επιδιώκων ν' αποκτήση επιρροήν δι' αθεμίτων μέσων, δεν ωμίλει προς κολακείαν, αλλά στηριζόμενος εις την κοινήν προς αυτόν εκτίμησιν, ηδύνατο και ν' αντιταχθή κατ' αυτών, προκαλών εν ανάγκη και την οργήν των. Εν πάση περιπτώσει, οσάκις τους ήθελεν αντιληφθή παραλόγως επηρμένους και αλαζόνας, τους κατέπλησσεν, εμπνέων φόβον δια των λόγων του, και αντιθέτως, οσάκις ήθελε τους αντιληφθή επτοημένους, επανέφερε πάλιν το θάρρος των. Ως εκ τούτου, αι Αθήναι, μολονότι κατ' όνομα δημοκρατία, εκυβερνώντο πραγματικώς από τον πρώτον των πολίτην. Ενώ οι διάδοχοί του όντες μάλλον ίσοι ο εις προς τον άλλον, επιδιώκοντες όμως έκαστος να γίνη πρώτος, ήσαν έτοιμοι και αυτήν την κατεύθυνσιν των δημοσίων υποθέσεων να θυσιάζουν εις τας εκάστοτε ορέξεις του πλήθους. Τοιαύτη όμως αδυναμία, όπως είναι επόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης και ασκούσης ηνεμονίαν, ωδήγησε και εις άλλα πολλά σφάλματα και εις την Σικελικήν εκστρατείαν της οποίας η αποτυχία ωφείλετο όχι τόσον εις κακόν υπολογισμόν, λαμβανομένης υπ' όψιν της δυνάμεως του εχθρού όσον εις το ότι οι υπεύθυνοι δια την εκστρατείαν, μετά τη αποστολήν της, δεν είχαν υπ' όψιν το συμφέρον της, αλλά κατεγίνοντο να διαβάλλουν οι μεν τους δε δια να επιτύχουν την λαϊκήν ηγεσίαν και ως εκ τούτου όχι μόνον έγιναν αιτία της χαλαρώσεως των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και δια πρώτην φοράν ανεφύησαν εις την πόλιν εσωτερικαί διχόνοιαι. Εν τούτοις, οι Αθηναίοι, μετά την απώλειαν του στρατού των και του μεγαλυτέρου μέρους του στόλου των εις την Σικελίαν, και ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί ελυμαίνοντο ήδη την πόλιν, κατώρθωσαν όμως ν' ανθέξουν επί δέκα έτη, όχι μόνον κατά των αρχικών εχθρών, αλλά και κατά των εκ Σικελίας, όσοι ηνώθησαν με αυτούς, ακόμη δε κατά των περισσοτέρων συμμάχων των, οι οποίοι είχαν επαναστατήσει, βραδύτερον δε και κατ' αυτού του Κύρου, υιού του Βασιλέως, ο οποίος ηνώθη με τους Πελοποννησίους και παρείχεν εις αυτούς χρήματα δια τον στόλον των, και τότε μόνον υπέκυψαν, όταν, συνεπεία των προσωπικών των διενέξεων, συνεκρούσθησαν προς αλλήλους και αυτοκατεστράφησαν. Τόσον είναι αληθές ότι κατά την αρχήν του πολέμου ο Περικλής διέθετε πράγματι αφθόνους πόρους, ώστε να ημπορή να υποστηρίζη εκ των προτέρων, ότι πολύ ευκόλως θα νικήσουν τους Πελοποννησίους κατά τον πόλεμον, εφόσον οι τελευταίοι αυτοί θα ήσαν μόνοι.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ Βιβλίον Β'

Αιτωλοί: Οι ανυπότακτοι που νίκησαν τον στρατό ακόμα και του Μεγάλου Αλεξάνδρου


Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Μακεδόνες, Θηβαίοι. Αυτοί έρχονται συνήθως στο μυαλό μας όταν ακούμε κάτι περί Αρχαίας Ελλάδας. Υπάρχει, όμως, ένα φύλο που παραμένει εδώ και χιλιάδες στην αφάνεια.

Πώς, άλλωστε, να δικαιολογήσει κανείς το γεγονός πως οι Αιτωλοί, ένας λαός μερικών χιλιάδων βοσκών (μπορούσαν να καλέσουν περίπου 10.000 πολεμιστές στη μάχη) κατάφεραν να αναχαιτίσουν και τελικά να επικρατήσουν έναντι του πανίσχυρου στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου;

Αυτή είναι η ιστορία μίας από τις πιο απρόσμενες πολεμικές νίκες που σημειώθηκαν ποτέ στην Αρχαία Ελλάδα.

Αιτωλοί, ο άγριος λαός που νίκησε τους Μακεδόνες

Βρισκόμαστε στο 322 π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος μπορεί να έχει πεθάνει, ωστόσο, οι Μακεδόνες έχουν κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Ελλάδα, υποτάσσοντας μεταξύ άλλων την Αθήνα και τη Σπάρτη. Υπήρχε, όμως, μια μικρή περιοχή που παρέμενε ακόμη ανεξάρτητη. Ήταν η περιοχή στην οποία κατοικούσαν οι αρχαίοι Αιτωλοί.

Έτσι, λοιπόν, το καλοκαίρι του 321 π.Χ. ένας στρατός 30 χιλιάδων και πλέον Μακεδόνων κατευθύνθηκε προς την περιοχή για να τους υποτάξουν. Αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο Κρατερός, ένας βετεράνος στρατηγός που είχε σταθεί στο πλευρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην επέλαση προς την Ασία. Αυτό που ακολούθησε όμως δεν το περίμενε κανείς.

Παρά το γεγονός ότι οι Αιτωλοί ήταν πολύ λιγότεροι, κατάφεραν να τους αντιμετωπίσουν στα ίσια. Ο κύριος τρόπος για να καταφέρουν: ο ανταρτοπόλεμος. Γνωρίζοντας πολύ καλά την περιοχή, έστησαν ενέδρες και άμυνες σε καίρια σημεία και παγίδευσαν τους Μακεδόνες. Οι Αιτωλοί, με αυτόν τον τρόπο, κατάφεραν να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στο στρατόπεδο του εχθρού.

Το σχέδιο του Κρατερού που δεν έπιασε

Ο Κρατερός τότε αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που θεωρούσε πως θα έφερνε τη νίκη. Έτσι, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εμπόδισε τους Αιτωλούς να κατέβουν στα πεδινά, που ήταν ιδανικός τόπος για την αναζήτηση τροφής. Η πείνα και το τρομερό κρύο τους γονάτισε, ωστόσο αρνήθηκαν να υποχωρήσουν. Και η αντίσταση τελικά απέδωσε.

Ύστερα από αρκετούς μήνες αδιάκοπης μάχης, οι Μακεδόνες αποφάσισαν να κάνουν πίσω, να τερματίσουν την εκστρατεία και να κάνουν προσπάθειες για να επέλθει ειρήνη.

Η ιστορία αυτή, που παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη στο ευρύ κοινό, είναι πραγματικά συναρπαστική. Ένα φύλο βοσκών κατάφερε να αντιμετωπίσει στα ίσια μια πολεμική υπερδύναμη. Την ίδια ώρα, η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν ηττηθεί.

Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΟΥ 600 Π.Χ. - ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής και διάδοχος του Θαλή στη διεύθυνση της Σχολής της Μιλήτου.

Φιλοσοφική σχολή στη μικρασιατική Μίλητο, κατά την αρχαιότητα. 

Η σχολή ιδρύ­θηκε γύρω στο 600 π.Χ. και θεωρείται το πρώ­το πανεπιστήμιο του κόσμου. Μοναδικός καθηγη­τής της ήταν ο Θαλής (ο Μιλήσιος), ο οποίος δίδασκε μερικές δεκάδες φοιτητών. Από τον Αριστοτέλη έχουμε μερικές πλη­ροφορίες για το έργο της σχολής, τις οποίες έγραψε περίπου 250 χρόνια μετά τον θάνατο του Θαλή. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, ασχολείται μόνο με τις φιλοσοφικές θεωρίες της Σχολής, ενώ μόνο από μεταγενέστερους συγγραφείς σώθηκαν μερικές πληροφορίες που μας βοηθούν να σχηματί­σουμε κάποια εικόνα για το έργο της. 

Ο Θαλής είχε επιδοθεί στην απόδειξη γεωμετρικών προ­τάσεων, η αλήθεια των οποίων είχε διαπιστωθεί εμπει­ρικά. Αναφέρονται μερικές αποδείξεις θεωρημάτων περί ομοιότητας καθώς και η κατασκευή κάποιου απλού οργάνου, με τη βοήθεια του οποίου μπορούσε να υπολογιστεί από την παραλία η απόσταση ενός πλοίου που πλησίαζε. Λέγεται πως για τη μέτρηση της απόστασης αυτής είχε αποδείξει το θεώρημα πως «αν δύο τρίγωνα έχουν μία πλευρά ίση και τις προσκείμενες γωνίες ίσες, είναι ίσα». 

Δεν υπάρχουν πληροφορίες αν ο Θαλής είχε ασχοληθεί με τη θεωρία των αριθμών. Ωστόσο, είναι γνωστές οι αστρονομικές του ενασχολήσεις και οι μετεωρολο­γικές του έρευνες. Θεωρείται ο πρώτος μετεωρολόγος του κόσμου και ο πρώτος φυσικός, αφού αυ­τός ανακάλυψε τον μαγνητισμό και τον ηλεκτρισμό. Έχει παραμείνει μνημειώδης η πρόβλεψή του, πολλούς μήνες νωρίτερα, της έκλειψης του Ηλίου της 28ης Μαΐου του 585 π.Χ.)

Αντάξιος μαθητής του και διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής υπήρξε ο Αναξίμανδρος. Ήταν ο πρώτος που επινόησε την κατασκευή των ηλιακών ρολογιών, τα οποία έστη­σε στη Λακεδαίμονα, όπως μας πληροφορεί ο Διο­γένης ο Λαέρτιος. «Ανακάλυψε πρώτος τον γνώ­μονα και έστησε στη Λακεδαίμονα τις συσκευές που δείχνουν με τη σκιά τις τροχιές και τις ισημερίες», όπως αναφέρει και ο Φαβωρίνος στην πραγματεία του που φέρει τον τίτλο Παντοδαπή Ιστορία. Κατα­σκεύασε επίσης ηλιακά ρολόγια. 

Ο Αναξίμανδρος είχε κληθεί στη Σπάρτη, που ήταν εκείνη την εποχή μια πολύ ισχυρή δύναμη, για να εγκαταστήσει στη Λακεδαίμονα αστεροσκοπεία και ηλιακά ρολόγια, που είχαν ως όργανα παρατηρήσεων τους γνώ­μονες. 

Ο Κικέρων, μάλιστα, μας δίνει την πληροφορία ότι το αστεροσκοπείο στη Λακεδαίμονα είχε στηθεί από τον Αναξίμανδρο στην κορυφή του Ταΰγετου. 

Ο Αναξίμανδρος στις έρευνές του φαί­νεται πως είχε υπερβεί και τον δάσκαλό του. 

Στην αστρονομία, είναι ο πρώτος που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τη γεωμετρία για τον υπολογισμό των αποστάσεων και των μεγεθών του Ηλίου και της Σελήνης, προκαλώντας τον θαυμασμό των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων του για το εκπλη­κτικό για την εποχή του εγχείρημα. Κατάπληξη προ­ξενεί στους συγχρόνους η θεωρία του Αναξίμαν­δρου ότι το παν ήταν κάποτε διάπυρο και ενιαίο και από αυτό προήλθαν οι άλλοι κόσμοι. 

Η σημερινή επιστήμη δεν είναι σε θέση να προσθέσει τίποτα περισσότερο στη θεωρία αυτή. 

Ο Αναξίμανδρος είχε γράψει πολλές πραγματείες σχεδόν για όλους τους κλάδους των θετικών επιστημών, οι οποίες δυστυχώς χάθηκαν. Για το περιεχόμενο αυτών των πραγματειών έχουμε ελάχιστες πληροφορίες, από συγγραφείς που έζησαν τουλάχιστον πεντακόσια χρόνια μετά τον θάνατο του Μιλήσιου φιλοσόφου. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Αέτιος, ο Πλούταρχος, ο Ιππόλυτος, ο Θέων ο Σμυρναίος και άλλοι. Κατά τον Ιππόλυτο, ο Αναξίμανδρος πρέσβευε πως η Γη βρίσκεται στη μέση του κόσμου, αλλά δεν στηρίζεται πουθενά και αιωρείται λόγω της έλξης των ουράνιων σωμάτων που βρίσκονται γύρω της. Ο Θέων ο Σμυρναίος μας δίνει την πληροφορία ότι, κατά τον Αναξίμανδρο, η Γη είναι μετέωρη και κινείται «περί το του κόσμου μέσον». 

Περίπου εκατό χρόνια πριν από τους πυθαγόρειους φιλοσόφους Ικέτα και Εκφάντη, στους οποίους ο Κοπέρνικος αναγνωρίζει σε μια επιστολή του προς τον πάπα πως είχαν διατυπώσει τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, ο Αναξίμανδρος είχε πρώτος διατυπώσει τη θεωρία αυτή. Ο σπόρος που είχε σπείρει ο Θαλής αναπτύχθηκε απίστευτα με τον Αναξίμανδρο. Είναι ο πρώτος που κατασκεύασε γεωγραφικό χάρτη της τότε οικουμένης, και ο πρώτος που έγραψε πραγματεία φυσικής ιστορίας. Ο Θεμίστιος το τονίζει αυτό: «Ο Α­ναξίμανδρος τόλμησε πρώτος από όσους Έλληνες γνωρίζουμε να γράψει βιβλίο περί φύσης». Ο Διο­γένης ο Λαέρτιος και ο Λατίνος συγγραφέας Πλί­νιος μας παρέχουν την πληροφορία ότι ο Ανα­ξίμανδρος είχε κατασκευάσει σφαίρα. Πρόκειται για την κατασκευή του πρώτου πλανητάριου του κόσμου, όπου ήταν σημειωμένες οι κινήσεις του Ηλίου και των πλανητών. 

Από τον Αναξίμανδρο επίσης γράφτηκε το πρώτο βιβλίο γεωμετρίας του κόσμου καθώς και το πρώτο βιβλίο γεωγραφίας. Από τον Πλούταρχο επίσης γνωρίζουμε τη βιολο­γική θεωρία του Αναξίμανδρου για την προέλευση του ανθρώπου από τα ψάρια, η οποία ενέπνευσε τον Δαρβίνο και τους μεταγενέστερους βιολόγους. Τρί­τος και τελευταίος, όπως φαίνεται, διευθυντής της σχολής ήταν ο Αναξιμένης, που επο­νομαζόταν Φυσικός, γιατί εξακολούθησε με ζήλο τις έρευνες του δασκάλου του, Αναξίμανδρου, επά­νω στα φυσικά φαινόμενα. Ελάχιστες πληροφορίες έχουν περισωθεί για το έργο του Αναξιμένη, αλλά από αυτές που υπάρχουν, φαίνεται ότι είχε βαδίσει ακριβώς πάνω στα χνάρια που είχε χαράξει ο μεγάλος του δάσκαλος των φυσικών επιστημών.