(μέρη τοῦ λόγου, partes orationis)
Ο λόγος, ανεξάρτητα από το γένος του, χωρίζεται στα ακόλουθα τμήματα: αρχή (προοίμιον, exordium), διήγηση (πρόθεσις/διήγησις, narratio), επιχειρηματολογία (πίστις, ἀπόδειξις, argumentatio), επίλογος (ἐπίλογος, peroratio). Η μετάβαση από το ένα τμήμα του λόγου στο άλλο και οι τεχνικές της απαιτούν την προσοχή του συντάκτη του λόγου. Είναι πιθανότατα η ρητορική σχολή του Ισοκράτη που έδωσε για πρώτη φορά ιδιαίτερο βάρος στα θέματα δομής του λόγου και διάρθρωσης των τμημάτων του. Ούτε όμως ο Αριστοτέλης παραλείπει να αναφερθεί σε αυτά (Ῥητορική 3.13-19).
Προοίμιο
(προοίμιον, exordium)
Δύο είναι οι βασικοί, γενικοί στόχοι του πρώτου μέρους του λόγου, της εισαγωγής του:
1. να δώσει στον ακροατή μια εικόνα της θέσης του ομιλητή εισάγοντάς τον στο θέμα με τρόπο που προκαλεί την προσοχή και το ενδιαφέρον,
2. να τον προδιαθέσει να παρακολουθήσει με ευνοϊκή διάθεση τον λόγο.
Ειδικότερα, ο ομιλητής θα πρέπει κιόλας από το προοίμιο να κερδίσει την προσοχή του ακροατή (attentum parare), να προκαλέσει το ενδιαφέρον και τη διάθεσή του να ακούσει και να μάθει (docilem parare), κι ακόμη να κερδίσει την εύνοιά του (captatio benevolentiae). Βεβαίως, οι συγκεκριμένοι στόχοι αφορούν και τα υπόλοιπα τμήματα του λόγου. Για την επίτευξή τους ο ομιλητής θα πρέπει να καταφύγει στη χρήση συγκεκριμένων κάθε φορά ρητορικών τόπων. Κερδίζει, για παράδειγμα, κανείς την προσοχή του κοινού, όταν υπόσχεται πως θα είναι σύντομος και περιεκτικός ή όταν δίνει την εντύπωση στο ακροατήριο ότι συζητείται ένα θέμα που αφορά άμεσα αυτούς τους ίδιους τους ακροατές. Όταν επίσης αρχίζει τον λόγο του με τρόπο ανέλπιστο, που εντυπωσιάζει ακριβώς εξαιτίας της παραδοξότητάς του· ο Λυσίας, για παράδειγμα, τόσο στον λόγο του Ὑπὲρ τοῦ Ἀδυνάτου όσο και στον λόγο του Ὑπὲρ Μαντιθέου ξεκινά σχεδόν με ευχαριστίες προς τους κατηγόρους του. Ο ομιλητής κερδίζει εξάλλου την εύνοια των ακροατών του, όταν δίνει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του και την παράταξή του ή επαινεί τους ακροατές του· υπενθυμίζει, για παράδειγμα, στους δικαστές πόσο ακριβοδίκαιοι ήταν σε παλαιότερες περιπτώσεις. Ανάλογο είναι το αποτέλεσμα της προβολής από τον ίδιο τον ομιλητή της αδυναμίας του να συντάξει έναν ευχάριστο λόγο - αφού το πλήθος, κατά την κοινή αντίληψη, εκδηλώνει μεγαλύτερη συμπάθεια προς τους μετριοπαθείς, ταπεινούς και αδύναμους.
Το προοίμιο θα πρέπει να είναι ανάλογο προς την ανάπτυξη, όπως στις κατοικίες και τους ναούς οι προθάλαμοι και οι είσοδοι βρίσκονται σε σωστή αναλογία προς το οικοδόμημα (Κικέρων, De oratore 2.320). Γενικά η έκτασή του θα πρέπει να είναι περιορισμένη, ενώ η διάκρισή του από τη διήγηση σαφής και ευκρινής.
Έχουμε τους εξής τύπους προοιμίου: την απλή, άμεση εισαγωγή (principium) και το έμμεσο προοίμιο (insinuatio). Ο πρώτος τύπος συνιστάται στις ακόλουθες περιπτώσεις: στο genus honestum (στην περίπτωση ενός καθαρού, αξιοπρεπούς και έντιμου θέματος που προσφέρει αίγλη), όπου μάλιστα η εισαγωγή μπορεί να παραλειφθεί, στο genus dubium (αν η υπόθεση γεννά αμφιβολίες, το άμεσο προοίμιο αποβλέπει να προκαλέσει την εύνοια και τη συμπάθεια), στο genus humile (στην περίπτωση ενός ταπεινού θέματος το προοίμιο επιδιώκει να προκαλέσει την προσοχή), στο genus obscurum (όταν το θέμα είναι δύσκολο και σκοτεινό, το άμεσο προοίμιο θα βοηθήσει το ακροατήριο να δεχτεί και να προσλάβει ευκολότερα όσα έχει να του πει ο ομιλητής). Αν όμως ο λόγος είναι πιθανό να προκαλέσει με κάποια στοιχεία του την αποστροφή του ακροατή -σε αυτή την περίπτωση ο λόγος ανήκει στο genus turpe (στο αισχρόν, εν ευρεία εννοία, γένος)-, θα πρέπει η εισαγωγή να είναι έμμεση (insinuatio), θα πρέπει δηλαδή ο ομιλητής να αποπροσανατολίσει κατά βάσιν και να παραπλανήσει κατά κάποιον τρόπο το ακροατήριο, ώστε να κερδίσει με πλάγιο τρόπο τη συμπάθεια και την εύνοιά του για το θέμα που θα αναπτύξει.
Το προοίμιο του λόγου Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας (§§1-2) του Δημοσθένη προσφέρει ένα παράδειγμα έμμεσης εισαγωγής. Εδώ ο ρήτορας δεν αναφέρεται παρά εμμέσως στο θέμα του, που είναι η υποστήριξη του αιτήματος των Ροδίων, να στείλουν οι Αθηναίοι στρατιωτική βοήθεια στο νησί, προκειμένου οι Ρόδιοι να αποτινάξουν την καρική επικυριαρχία, κάνοντας κιόλας σε αυτό το πρώιμο στάδιο υπαινικτική αλλά σαφή αναφορά στις θετικές διαστάσεις που θα έχει μια τέτοια απόφαση για την Αθήνα. Πώς εξηγείται αυτή η τακτική; Ο ρήτορας γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν είναι εύκολο να πείσει τους συμπολίτες του να αναλάβουν αυτή τη δράση, για τον λόγο ότι μόλις πριν από τέσσερα περίπου χρόνια (357-355 π.Χ.) οι Ρόδιοι είχαν οδηγήσει την Αθήνα με τη στάση τους στον ατυχή για εκείνη «συμμαχικό πόλεμο», που κατέληξε στην εγκατάσταση φρουράς στη Ρόδο από τον Μαύσωλο, σατράπη της Καρίας. Αντί λοιπόν να αναφερθεί άμεσα και με σαφήνεια στην ανάγκη συνδρομής των Αθηναίων -αυτή η αναφορά θα μπορούσε να προκαλέσει εξαρχής τη δυσαρέσκεια και την αρνητική διάθεση του ακροατηρίου- στρέφει καταρχάς την προσοχή των ακροατών του σε μια ιστορικά αποδεδειγμένη αδυναμία τους, την αναβλητικότητα στην εφαρμογή των σχεδίων τους, χαρακτηριστικό των Αθηναίων που δεν φαίνεται -προς το παρόν τουλάχιστον- να σχετίζεται άμεσα με το θέμα του λόγου, και ύστερα στην ευλογημένη από τους θεούς, όπως την παρουσιάζει, τύχη τους, να εξαρτάται πια η σωτηρία εκείνων που συμπεριφέρθηκαν πριν από λίγο σχετικά χρόνο υβριστικά προς την Αθήνα, από τη στάση των ίδιων των Αθηναίων. Με αυτόν τον τρόπο μια δυσάρεστη και δύσκολη κατά βάσιν απόφαση παρουσιάζεται εξαρχής, αν και συνοπτικά, ως ιδανική τιμωρία των παλαιών αντιπάλων και ευκαιρία για την πόλη να κερδίσει θετικές εντυπώσεις. Είναι προφανές ότι με αυτή τη μέθοδο ο ομιλητής κινεί την προσοχή αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού, που προδιατίθεται να ακούσει με ευνοϊκή διάθεση τη συνέχεια του λόγου, από την οποία βεβαίως δικαιούται να περιμένει εξηγήσεις για τις αρχικές εκτιμήσεις του ομιλητή.
Διήγηση
(πρόθεσις, propositio / διήγησις, narratio, expositio)
Στη διήγηση παρουσιάζεται η κρίσιμη για την υπόθεση που εκδικάζεται ή συζητιέται δράση (κατάσταση ή διαδικασία), που μπορεί πράγματι να έχει λάβει χώρα ή μπορεί απλώς να παρουσιάζεται σα να έχει λάβει χώρα (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 4.2.31). Από αυτή την άποψη το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ουσιαστικά την πηγή ολόκληρης της υπόλοιπης ομιλίας. Μάλιστα στη διήγηση μπορεί κανείς να αμφισβητήσει κάποια στοιχεία της υπόθεσης, να προσθέσει άλλα, να αλλάξει ορισμένα, ενώ δεν αποκλείεται -ανάλογα με το συμφέρον της πλευράς που εκπροσωπεί ο ομιλητής- κάποια στοιχεία ή πλευρές της υπόθεσης να αποσιωπηθούν.
Πιο συγκεκριμένα, στόχος της διήγησης είναι να ενημερώσει το κοινό για τον πυρήνα της υπόθεσης, να διαφωτίσει, να κατατοπίσει τον ακροατή με τρόπο επωφελή για την πλευρά που εκπροσωπείται, να τον προετοιμάσει για την απόδειξη που ακολουθεί, προκαλώντας του παράλληλα το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει την ανάπτυξη του θέματος. Ορισμένα βασικά στοιχεία της απόδειξης διασπείρονται στη διήγηση. Με αυτή τη μέθοδο, που ονομάζεται προκατασκευή (praeparatio), προετοιμάζεται καλύτερα το κοινό για το κατεξοχήν απoδεικτικό μέρος του λόγου.
Ο αρχικός χαρακτηρισμός της διήγησης ήταν πρόθεσις (Αριστοτέλης, Ῥητορική 3.13.1414b8-9). Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος κατέληξε να σημαίνει απλώς την περιληπτική, συνοπτική και ταυτόχρονα εποπτική παρουσίαση του θέματος (propositio): αν το θέμα παρουσιάζει διάφορες πτυχές, απαριθμούνται εδώ εν συντομία τα μέρη του· οι οπτικές που προσφέρει διαχωρίζονται και γίνεται ξεχωριστή αναφορά σε αυτές, έτσι ώστε ο ακροατής να έχει σαφή εικόνα των ζητημάτων που τίθενται και να μπορεί να παρακολουθήσει την ανάπτυξή τους ή/και την ανάπτυξη των αποδείξεων. Με αυτή τη στενή έννοια η πρόθεσις μεσολαβεί μεταξύ του προοιμίου και της διήγησης ή μεταξύ της διήγησης και της πίστεως (του αποδεικτικού μέρους του λόγου). Η διάκριση μεταξύ των συγκεκριμένων τμημάτων του λόγου δεν είναι πάντοτε ευκρινής. Έτσι στον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου του Λυσία η τελευταία περίοδος του προοιμίου (ό.π. 3: πρῶτον δὲ ἀποδείξω ὡς οὐκ ἵππευον [οὔτ᾽ ἐπεδήμουν] ἐπὶ τῶν τριάκοντα, οὐδὲ μετέσχον τῆς τότε πολιτείας, «καταρχάς θα αποδείξω ότι δεν ανήκα στους ιππείς κατά την περίοδο των Τριάκοντα κι ούτε είχα κάποια ανάμειξη στο πολίτευμα εκείνης της περιόδου») λειτουργεί ως πρόθεση, αφού ο Μαντίθεος παρουσιάζει εδώ τα βασικά θέματα της απόδειξης του λόγου του. Η μετάβαση από τη διήγηση στην πίστιν μπορεί να γίνει και μέσω μιας παρέκβασης, μιας αφηγηματικής εξόδου από το βασικό θέμα με στόχο κυρίως τη διέγερση των παθών. Με την παρέκβαση αποφεύγεται εξάλλου μια μακρά διήγηση, που θα μπορούσε να προκαλέσει την κόπωση και τον κορεσμό και, κατά συνέπεια, την απώλεια του ενδιαφέροντος των ακροατών.
Η αποτελεσματική, δηλαδή ενδιαφέρουσα και πειστική, διήγηση διακρίνεται από συγκεκριμένα θετικά χαρακτηριστικά (ἀρεταί τῆς διηγήσεως, virtutes narrationis): θα πρέπει να είναι σύντομη (brevis / brevitas), σαφής (aperta, dilucida / perspicuitas) και αληθοφανής (credibilis, veri similis). Επιπλέον να είναι, όπου αυτό ενδείκνυται, μεγαλοπρεπής (magnifica / magnificentia), να προκαλεί την αίσθηση του ωραίου, ώστε να γοητεύει τον ακροατή (Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 4.2.31, 36, 40, 52, 61-62).
Πώς και από πού ξεκινά η διήγηση; Αρχίζουμε με την προϊστορία της ιστορίας που αποτελεί τον πυρήνα της υπόθεσης; Συχνά κάποια στοιχεία αυτής της προϊστορίας καθίστανται σαφή καθώς προχωρεί η διήγηση. Από αυτήν την άποψη η λεπτομερής αναφορά σε ό,τι έχει προηγηθεί δεν είναι πάντοτε σκόπιμη. Άλλωστε η έναρξη του συγκεκριμένου τμήματος του λόγου μπορεί να εξαρτηθεί ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο έχει παρουσιάσει την ιστορία ο αντίπαλος. Δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθεί κάτι, αν έχει ήδη ειπωθεί από εκείνον, εκτός βεβαίως κι αν είναι απαραίτητη η ανασκευή του.
Απόδειξη
(πίστις, argumentatio, probatio)
Πρόκειται για το σημαντικότερο τμήμα του λόγου, αφού φέρει το κύριο βάρος της απόδειξης της θέσης που υποστηρίζεται· άλλωστε η εὕρεσις αφορά κυρίως αυτό το τμήμα. Στο πλαίσιο της πίστεως η θέση της πλευράς που εκφωνεί τον λόγο υποστηρίζεται με τα άτεχνα μέσα πειθούς (ἄτεχνοι πίστεις: νόμοι, όρκοι, αρχεία, μαρτυρίες κ.λπ.) και με τα έντεχνα (ἔντεχνοι πίστεις: ήθος, πάθος, σημεία, ενθυμήματα-συλλογισμοί, παραδείγματα, γνώμες).
Ένα μέρος της πίστεως αφιερώνεται καταρχήν στην κατασκευήν (probatio, confirmatio) της θέσης που υποστηρίζεται, την πειστική προβολή της, ένα άλλο στην ἀνασκευήν (refutatio) των θέσεων του αντιπάλου, την πειστική αμφισβήτηση και εν τέλει την άρνησή τους. Ωστόσο είναι προφανές ότι οι δύο αυτές διαδικασίες συνδέονται στενά μεταξύ τους και ότι εν τέλει η σαφής διάκρισή τους δεν είναι πάντοτε ευχερής, αφού δεν μπορεί κανείς να ανασκευάσει τα επιχειρήματα του αντιπάλου χωρίς να ενισχύσει τα δικά του ούτε βεβαίως να ενισχύσει τα δικά του επιχειρήματα χωρίς να ανατρέψει εκείνα του αντιπάλου (Κικέρων, De oratore 2.331).
Στόχος της πίστεως είναι να διαφωτίσει τον ακροατή και να τον πείσει για το δίκαιο της θέσης που υποστηρίζεται. Είναι επομένως σαφές ότι μεταξύ των αρετών της πίστεως συγκαταλέγεται η σαφήνεια και η καθαρότητα τόσο ως προς τις ιδέες όσο και ως προς το ύφος, όπως και το πρέπον (aptum), η αντιστοιχία των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται προς τα δεδομένα της ίδιας της υπόθεσης.
Όσο πιο πλατύ είναι το φάσμα των γνώσεων και των εμπειριών του ομιλητή, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευχέρειά του να διακρίνει σωστά το ειδικό βάρος των αποδεικτικών μέσων που διαθέτει και να χρησιμοποιεί το καθένα από αυτά στην κατάλληλη θέση και την κατάλληλη στιγμή, ώστε να πετύχει το αποτέλεσμα που επιδιώκει κάθε φορά (Κοϊντιλιανός, Institutio οratoria 5.10.15).
Στην περίπτωση μιας ιδιαίτερα πολύπλοκης υπόθεσης (genus obscurum) είναι σκόπιμη, αν και όχι αδιαφιλονίκητη ως προς αυτή τη σκοπιμότητα, η απαρίθμηση των στόχων του λόγου κοντά στην αρχή του (πρόθεσις, προκατασκευή- propositio, praeparatio, divisio, partitio). Ο ακροατής κερδίζει έτσι μια σαφή, απτή και κατανοητή βάση για τον λόγο που ακολουθεί. Ωστόσο, δεν αποκλείεται αυτή η απαρίθμηση να έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα: για παράδειγμα, η δυσκολία του εγχειρήματος, που προβάλλει πια με σαφήνεια, μπορεί να προκαταλάβει αρνητικά τον ακροατή προκαλώντας του δυσφορία και δυσαρέσκεια, ακόμη και αποστροφή.
Επίλογος
(ἐπίλογος, peroratio)
Το τελευταίο τμήμα του λόγου πρέπει να είναι σύντομο και περιεκτικό. Ο σκοπός του είναι διττός: από τη μια ο ομιλητής θα συνοψίσει εδώ τα δεδομένα και τις βασικές θέσεις του λόγου του, ώστε ο ακροατής να τα εντυπώσει στη μνήμη του· από την άλλη θα δώσει με σύντομες φράσεις εμφατικά την κεντρική ιδέα της ομιλίας του, ώστε επηρεάζοντας συναισθηματικά τον ακροατή του να κερδίσει απολύτως την επιδοκιμασία του για τη θέση που υποστηρίχθηκε και, αντίστροφα, την αποδοκιμασία του για τη θέση του αντιπάλου. Επομένως, αυτό είναι το τμήμα του λόγου όπου κατεξοχήν έχουν θέση οι κοινοί τόποι με τους οποίους προκαλείται η συγκίνηση του κοινού. Ο επίλογος θα πρέπει φυσικά να βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον υπόλοιπο λόγο, ώστε να είναι δυνατό να αντλεί το περιεχόμενό του τόσο από τη διήγηση όσο και από την απόδειξη.