Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (59-95)

[ΧΡΥΣΙΣ] [. . . ]. .[. . .].[
σπουδῇ πρὸς ἡμᾶς .[. . .]δ[
60 ἐγὼ δ᾽ ἀναμείνασ᾽ ὅ τι λέγουσ᾽ ἀ̣[κροάσομαι.
ΜΟ. ἑόρακας αὐτὸς τὸν πατέρα σύ Παρμένων;
ΠΑΡ(ΜΕΝΩΝ)
οὔκουν ἀκούεις; φημί. (ΜΟ.) καὶ τὸν γείτονα;
(ΠΑ.) πάρεισιν. (ΜΟ.) εὖ γ᾽ ἐπόησαν. (ΠΑ.) ἀλλ᾽ ὅπως ἔσει
ἀνδρεῖος εὐθύς τ᾽ ἐμβαλεῖς περὶ τοῦ γάμου
65 λόγον. (ΜΟ.) τίνα τρόπον; δειλὸς ἤδη γίνομαι
ὡς πλησίον τὸ πρᾶγμα γέγονε. (ΠΑ.) πῶς λέγεις;
(ΜΟ.) αἰσχύνομαι τὸν πατέρα. (ΠΑ.) τὴν δὲ παρθένον
ἣν ἠδίκηκας τήν τε ταύτης μητέρα;
ὅμως τρέμεις, ἀνδρόγυνε. ΧΡ. τί βοᾷς, δύσμορε;
70 ΠΑ. καὶ Χρυσὶς ἦν ἐνταῦθ᾽. ἐρωτᾷς δή με σὺ
τί βοῶ· γελοῖον. βούλομ᾽ εἶναι τοὺς γάμους
ἤδη, πεπαῦσθαι τουτονὶ πρὸς ταῖς θύραις
κλάοντα ταύταις, μηδ᾽ ἐκεῖν᾽ ἀμνημονεῖν
ὧν ὤμοσεν· θύειν, στεφανοῦσθαι, σήσαμον
75 κόπτειν παρελθών· αὐτὸς οὐχ ἱκανὰς ἔχειν
προφάσεις δοκῶ σοι; (ΜΟ.) πάντα πο‹ι›ήσω· τί δεῖ
λέγειν; (ΧΡ.) ἐγὼ μὲν οἴ‹ο›μαι. (ΠΑ.) τὸ δὲ παιδίον
οὕτως ἐῶμεν ὡς ἔχει ταύτην τρέφειν
αὐτήν τε φάσκειν τετοκέναι; (ΧΡ.) τί δὴ γὰρ οὔ;
80 (ΜΟ.) ὁ πατὴρ χαλεπανεῖ. (ΧΡ.) ‹τί δέ;› πεπαύσεται πάλιν.
ἐρᾷ γάρ, ὦ βέλτιστε, κἀκεῖνος κακῶς,
οὐχ ἧττον ἢ σύ· τοῦτο δ᾽ εἰς διαλλαγὰς
ἄγει τάχιστα καὶ τὸν ὀργιλώτατον.
πρότερον δ᾽ ἔγωγε πάντ᾽ ἂν ὑπομεῖναι δοκῶ
85 ἢ τοῦτο τίτθην ἐν συνοικίᾳ τινὶ
[. . . [. . . ]. . [
(desunt uersus fere xx)
]. . [
[ΜΟ.] [ . . .] βο]ύλομαι
[ . . . ]λάβοις
90 [ . . . γ]ὰρ ἀθλιώτερον
[ . . . ]πάντων· οὐκ ἀπάγξομαι ταχύ;
[ . . . ῥ]ήτωρ μόνος γὰρ φιλόφρονος
[ . . .]ότερός εἰμ᾽ ἔν γε τοῖς νυνὶ λόγοις
[ . . . ἀ]πελθὼν εἰς ἐρημίαν τινὰ
γυμν]άζομ᾽· οὐ γὰρ μέτριος ἁγών ἐστί μοι.

***
ΧΡΥΣΙΣ
. . . [Νά ο Μοσχίων με τον Παρμένοντα,
έρχονται] βιαστικά στο σπίτι μας.
60 Εγώ θα περιμένω ν᾽ ακούσω τί λένε.
ΜΟΣ. Τον είδες με τα μάτια σου, Παρμένων, τον πατέρα;

ΠΑΡΜΕΝΩΝ
Δεν ακούς; Τον είδα. ΜΟΣ. Και τον γείτονα;
ΠΑΡ. Είναι εδώ. ΜΟΣ. Καλώς ήρθανε. ΠΑΡ. Κοίταζε να φανείς
γενναίος και να του κάνεις αμέσως λόγο
65 για τον γάμο. ΜΟΣ. Με ποιό τρόπο; Τώρα δειλιάζω,
όσο η ώρα πλησιάζει να μιλήσω. ΠΑΡ. Τί εννοείς;
ΜΟΣ. Ντρέπομαι τον πατέρα. ΠΑΡ. Και την κοπέλα
που αδίκησες και τη μητέρα της;
Αλλά συ τρέμεις, άνανδρε. ΧΡΥ. Τί φωνάζεις, καημένε;
70 ΠΑΡ. Εδώ είναι κι η Χρυσίς. Ρωτάς κι εσύ
γιατί φωνάζω; Αστείο. Θέλω να γίνει πια ο γάμος,
να πάψει αυτός εδώ να κλαίει μπροστά
σ᾽ αυτή την πόρτα, να μη ξεχνά τους όρκους του,
να πάει μέσα να κάνει τη θυσία στεφανωμένος,
75 να κοπανίσει το σουσάμι. Εγώ δεν έχω, λες εσύ,
λόγους αρκετούς να βάλω τις φωνές;
ΜΟΣ. Όλα θα τα κάνω. Τί χρειάζεται να μου τα λες;
ΧΡΥ. Εγώ το πιστεύω. ΠΑΡ. Το παιδί το αφήνουμε έτσι,
όπως είναι, να το φροντίζει αυτή και να λέει
ότι το γέννησε η ίδια; ΧΡΥ. Ναι. Γιατί όχι;
80 ΜΟΣ. Ο πατέρας θα θυμώσει. ΧΡΥ. Ε, και; Μετά θα του περάσει.
Είναι κι αυτός, χρυσέ μου, βαριά ερωτευμένος,
όχι λιγότερο από σένα. Αυτό οδηγεί σε γρήγορη
συμφιλίωση και τον πιο θυμωμένο.
Πάντως εγώ όλα δέχομαι να τα υπομείνω
παρά να δώσουμε το παιδί σε μια παραμάνα
85 σε σπίτι φτωχικό.
(λείπουν περίπου 20 στίχοι)
90 ΜΟΣ. . . . Είμαι ο πιο δυστυχισμένος απ᾽ όλους.
Δεν πάω να κρεμαστώ αμέσως;
Εδώ χρειάζεται ρητορική. Αλλά εμένα σίγουρα
θα μου κοπεί η λαλιά, όταν ανοίξω αυτό το θέμα.
Θα πάω σε μια ερημιά να εξασκηθώ.
95 Με περιμένει πολύ δύσκολος αγώνας.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα


10.7.7 Υποχωρεί η ευκτική

Η ευκτική, ως ξεχωριστή κλίση του ρήματος, αρχίζει επίσης να υποχωρεί. 

Και ένας από τους λόγους ήταν σίγουρα, όπως είδαμε πριν, η σύμπτωση των ει, η, οι σε [ί],

Τόλμα να κυνηγήσεις μέχρι τέλους τα όνειρα σου

Τα όνειρα λένε είναι για τους τρελούς. Για τους αλλοπαρμένους.

Για αυτούς που η ζωή παραμένει γλυκιά ακόμα και όταν θα ξεσπάσει μεγάλη μπόρα και λιώσει κάθε κόκκο ζάχαρης.

Είναι για εκείνους που κλείνουν τα μάτια και βρίσκονται σε έναν δικό τους κόσμο, μοναδικό, φανταστικό μα συνάμα τόσο αληθινό. Τα όνειρα λένε είναι για εκείνους που δεν φοβούνται την απογοήτευση.

Όμως τα όνειρα είναι για όλους. Για μικρούς και μεγάλους. Δεν κάνουν διακρίσεις.

Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κλείσεις τα μάτια και να αφήσεις το μυαλό σου να ταξιδέψει σε μέρη που δεν έχεις πάει, σε ανθρώπους που είναι μακριά σου και θες να αγκαλιάσεις σφιχτά, σε υλικά αγαθά που θες να κάνεις δικά σου.

Τόλμα να ονειρευτείς.

Τόλμα να κυνηγήσεις μέχρι τέλους τα όνειρα σου. Μπορεί να μην φτάσεις στο στόχο αλλά στην πορεία προς το όνειρο θα βρεις και θα ανακαλύψεις πράγματα για εσένα που δεν φανταζόσουν ποτέ.

Θα καταλάβεις τι έχει πραγματικά αξία στην ζωή και τι όχι.

Καλή η ευγνωμοσύνη αρκεί να μη σε οδηγεί σε στασιμότητα

Η ευγνωμοσύνη αποτελεί προσόν, το οποίο κάποιοι έχουν αναπτυγμένο σε μεγαλύτερο βαθμό και κάποιοι σε μικρότερο. Το να την έχουμε ως βάση στη ζωή μας σίγουρα είναι κάτι θετικό, αφού πρόκειται για ένα γνώρισμα που δεν αποζητά τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που λέει και το όνομά του: να είσαι ευχαριστημένος με τη θέση στην οποία βρίσκεσαι, με αυτά που σου προσφέρουν και με αυτά που έχεις. Καμιά φορά όμως η υπερβολική ευγνωμοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την προσωπική μας εξέλιξη. Δεν το σκεφτόμαστε συχνά αυτό όταν αναφερόμαστε στην ευγνωμοσύνη, όμως ενίοτε μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποιας μορφής στασιμότητα, να μας κάνει να ρισκάρουμε λιγότερο και να μην προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε το κάτι παραπάνω.

Το να είναι κανείς ευγνώμων είναι ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα. Αλίμονο σε όσους πατάνε επί πτωμάτων για να πετύχουν προσωπικούς στόχους και για να προχωρήσουν. Παρ’ όλα αυτά πολλές φορές παρασυρόμαστε από τις συγκυρίες και την καθημερινότητα ή τη συνήθεια και νιώθουμε πως μια αρετή ή ένα προσόν από τη στιγμή που αποκτάται μπορεί να πάψει πια να μας απασχολεί. Με άλλα λόγια εφόσον έχουμε κατακτήσει κάτι πάμε για κάτι άλλο που μπορεί να μοιάζει πιο σύνθετο. Το θέμα με την ευγνωμοσύνη είναι πως κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με ταβάνι ως προς το πού μας παίρνει να φτάσουμε και ποιες ενδεχομένως να είναι οι δυνατότητές μας. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ευγνώμονες για να καθησυχάσουν τον εαυτό τους και να επαναπαυτούν σε αυτά που έχουν καταφέρει, ώστε να μη χρειαστεί να συνεχίσουν να προσπαθούν να φτάσουν πιο μακριά.

Το συμπέρασμα είναι ότι πολλές φορές το να αρκείσαι σε κάτι σημαίνει ότι δε φτάνεις στο μέγιστο των δυνατοτήτων σου, εκεί που θα μπορούσες να είχες φτάσει εάν ήσουν λίγο περισσότερο αγνώμων και λίγο πιο αλαζόνας. Κανείς δεν είπε να αλλάξουμε τις αξίες με τα αντίθετά τους και να είμαστε αλαζόνες απέναντι σε ανθρώπους, σε ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται και σε καταστάσεις, αλλά το να είμαστε υπερβολικά ευγνώμονες ρίχνει σκόνη εφησυχασμού για το ότι κάναμε ό,τι έπρεπε και δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να διεκπεραιώσουμε.

Κανένα επίτευγμα στον κόσμο δεν συνέβη επειδή απλώς παραμείναμε αδρανείς και σταματήσαμε όταν φτάσαμε σε τέλμα. Για τον καθένα όμως το επίτευγμα μπορεί να έχει διαφορετική σημασία. Τα μεγάλα σχέδια στη ζωή και τα κατορθώματα για τα οποία παλεύει κανείς έρχονται κυρίως όταν διψάς και λαχταράς να πας πιο ψηλά και προσπαθείς πάντοτε για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που θα είναι ένας συνδυασμός δυνατοτήτων, ικανοτήτων και τύχης. Χρειάζεται καμιά φορά να έχεις λίγο παραπάνω τσαμπουκά, να είσαι κάπως πιο περίεργος, λίγο επαναστάτης και κάμποσο φιλόδοξος για να φτάσεις πέρα από αυτά που πίστεψες και φαντάστηκες. Η ευγνωμοσύνη αν σε συνοδεύει είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη αλλά για άλλη μια φορά καταλήγουμε στο γνωστό και χιλιοειπωμένο «Μέτρον άριστον».

Εν ολίγοις μη σταματήσετε να είστε ευγνώμονες για τη ζωή σας και για όσα καταφέρατε με κόπο και προσωπική προσπάθεια. Δε χρειάζεται όμως να βρισκόμαστε είτε στο ένα άκρο είτε στο άλλο. Κρατήστε τις αξίες και τις αρετές που ενδεχομένως έχετε ενστερνιστεί ψηλά και παράλληλα μάθετε πώς λειτουργούν τα πράγματα στη ζούγκλα της ζωής. Δυστυχώς ή ευτυχώς όσα μας έμαθαν όταν ήμασταν μικροί σε σχέση με όσα διδαχθήκαμε αργότερα απέχουν έτη φωτός κι αυτό γίνεται αντιληπτό από τον καθένα μας με διαφορετικούς τρόπους. Να είστε ευγνώμονες αρκεί αυτή η ευγνωμοσύνη να μη σας οδηγήσει σε στασιμότητα.

Το Αίσθημα Κενού

Έχουμε συναντήσει φιλόδοξους ανθρώπους που θέτουν υψηλούς στόχους, αγωνίζονται σκληρά για να τους πετύχουν και αφιερώνουν χρόνο και χρήμα σε μια προσπάθεια να φτάσουν όσο γίνεται πιο κοντά στην πραγματοποίηση τους.

Όμως, όταν τελικά έρχεται η πολυπόθητη στιγμή της ολοκλήρωσης όχι μόνο δεν νιώθουν υπερήφανοι για όλη την προσπάθεια που κατέβαλλαν, απεναντίας βιώνουν μια ανυποχώρητη αίσθηση κενού και μια διαρκή αίσθηση απουσίας νοήματος για τη ζωή.
Το αίσθημα κενού

Το αίσθημα κενού ορίζεται ως μια γενικευμένη κατάσταση που δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχει πυροδοτηθεί από κάποιο σημαντικό γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου. Είναι απροσδιόριστο και αδιευκρίνιστο αίσθημα, ένα αόρατος πόνος για πράγματα που έχουμε ή δεν είχαμε ποτέ. Είναι κάτι που φαίνεται πως μας απομακρύνει από τις επιθυμίες μας και μας εντείνει το αίσθημα της μοναξιάς.

Επίσης, μας απομακρύνει από τα πράγματα που μας έδιναν κάποτε χαρά, μειώνει το κίνητρο να κάνουμε οτιδήποτε, μας δίνει την αίσθηση ότι πάντα κάτι λείπει από τη ζωή μας, με λίγα λόγια μας αποσυνδέει ολοκληρωτικά από τον εαυτό μας.

Τι προκαλεί το αίσθημα κενού;

Τα μοτίβα επαναλαμβανόμενων αποτυχιών και η έλλειψη αυταξίας, που μεταξύ άλλων επηρεάζονται από την ποιότητα συναισθηματικής υποστήριξης των κοντινών μας ανθρώπων, οφείλονται για την ανικανότητα μας να χαρούμε για οποιοδήποτε έργο φέρνουμε εις πέρας.

Όταν, λόγου χάριν, έχουμε μάθει να βιώνουμε τις προκλήσεις της ζωής ως αποτυχίες και κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύσκολα γεγονότα τα αντιμετωπίζουμε με μεγάλο φόβο και άγχος είναι πολύ πιθανόν να μην μπορούμε να ανταποκριθούμε με το μέγιστο δυναμικό μας.

Ως αποτέλεσμα, σε μελλοντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε είτε θα υποχωρήσουμε είτε θα φοβηθούμε και θα αντιδράσουμε με λάθος τρόπο υιοθετώντας το μοτίβο των επαναλαμβανόμενων αποτυχιών.

Συνεπώς, θα θεωρούμε πως οι σπάνιες επιτυχημένες προσπάθειες μας προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες όπως η τύχη, ο Θεός κ.α. τους οποίους δεν ελέγχουμε εμείς και πως η δυνατότητα επανάληψης αυτών είναι πολύ μικρή.

Έλλειψη επιβράβευσης προσπαθειών στην παιδική ηλικία

Από την άλλη μεριά, η έλλειψη επιβράβευσης των προσπαθειών μας από την παιδική ηλικία και η υιοθέτηση μη υγιών προτύπων μας μεταδίδουν την εσφαλμένη αντίληψη πως ο κόσμος είναι άδικος και δεν αξίζει να καταβάλλουμε οποιαδήποτε προσπάθεια για να φτάσουμε στην προσωπική μας ευτυχία. Βλέπουμε ανθρώπους που θέτουν υπερβολικά υψηλούς στόχους και είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί και απαιτητικοί ως προς τον εαυτό τους να οδηγούνται στην αυτοθυσία για να φτάσουν εκεί που θέλουν.

Ωστόσο, αδυνατούν να δουν τη σπουδαιότητα του έργου που έχουν επιτεύξει και μόλις το ολοκληρώσουν περνούν αγωνιωδώς στην εκπλήρωση του επόμενου. Σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ πιθανό το οικογενειακό περιβάλλον να ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και οι αντιπαλότητες για την επικράτηση του ισχυρότερου μέλους πολλές.

Αυτό βέβαια το εσφαλμένο μοτίβο συμπεριφοράς θα υιοθετηθεί και στην ενήλικη ζωή έχοντας ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μην αγωνίζονται για προσωπικό τους όφελος και επιτυχία αλλά για να επικρατήσουν έναντι των άλλων.

Να καταφέρουν δηλαδή να διεκπερεώσουν με αθέμιτο τρόπο ένα δύσκολο έργο για να υπερισχύσουν έναντι των άλλων. Αυτοί οι τρόποι επικράτησης είναι σαφώς μη υγιείς και κλονίζουν τις κοινωνικές μας σχέσεις. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος που απομακρύνει το άτομο όλο και πιο πολύ από την προσωπική του ευτυχία και το οδηγεί στην μοναχικότητα.

Υπερκαταναλωτισμός

Επιπροσθέτως, έχουμε τον υπερ-καταναλωτισμό ο οποίος σήμερα συχνότερα από ποτέ, δημιουργεί την ψεύτικη ανάγκη για απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών που δεν σημαίνουν τίποτα για μας αλλά καλύπτουν το εσωτερικό κενό που δε γεμίζει με αλλά πιο ουσιώδη πράγματα τα οποία έχουμε ανάγκη όπως τη φιλία, τον έρωτα, την εργασία, τα ταξίδια κ.α..

Με αυτό τον τρόπο, ικανοποιείται η ατέρμονη επιθυμία να αποκτήσουμε ολοένα και περισσότερα και εκπληρώνεται άμεσα και εύκολα η ανάγκη της κτητικότητας αλλά στο τέλος της ημέρας πρόκειται μόνο για ενέσεις ευτυχίας οι οποίες θα μας εφοδιάσουν με το αίσθημα της χαράς και έχουν ελάχιστη χρονική διάρκεια.

Γι' αυτό, όσο περισσότερα κι αν αγοράζουμε, τόσο λιγότερο ευχαριστημένοι θα είμαστε. Πάντα θα γυρνάμε στο αρχικό σημείο απογοήτευσης που είχαμε γιατί το συναίσθημα της χαράς θέλει ειλικρινή προσπάθεια και δύσκολο προσωπικό αγώνα ο οποίος δεν σταθεροποιείται με τον παραπάνω επιφανειακό τρόπο.

Η γνώμη των άλλων

Εν συνεχεία, η έλλειψη ισχυρών κοινωνικών δεσμών και η συνεχής ενασχόληση με τη γνώμη των άλλων μας απομακρύνουν με τον ίδιο τρόπο από την προσωπική μας ευτυχία. Πολλοί, έχουν την αίσθηση ότι οφείλουν να ικανοποιούν τις επιδιώξεις της κοινωνίας και όχι του εαυτού τους. Μάχονται συνεχώς για να κάνουν υπερήφανους γονείς, φίλους, έναν σύντροφο.

Και όταν τα καταφέρνουν βιώνουν τη ματαιότητα χωρίς να αναγνωρίζουν την προσωπική τους προσπάθεια στην ολοκλήρωση ενός στόχου. Κι αυτό, γιατί σημασία γι’ αυτούς έχει η γνώμη των άλλων, όμως, η ικανοποίηση δεν έρχεται ποτέ γιατί ο στόχος που θέτουν δεν ανταποκρίνεται στις προσωπικές τους ανάγκες αλλά στις ανάγκες του κοινωνικού τους περιγύρου.

Η αλήθεια είναι πως πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους είμαστε δυστυχισμένοι ή ακόμη- ακόμη τους υποτιμούμε.

Ως εκ του τούτου, αυτοί μεγεθύνονται και ξαφνικά μετά από χρόνια ερχόμαστε αντιμέτωποι με αγχώδεις διαταραχές, φοβίες, αυπνίες και διατροφικά προβλήματα χωρίς να μπορούμε ουσιαστικά να εξηγήσουμε από που εμφανίστηκαν και για ποιο λόγο ενώ στη ζωή μας κυλούσαν φαινομενικά όλα ομαλά.

Και όμως σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που αναζητούν θεραπεία δεν έρχονται υποκινούμενοι από ένα σημαντικό γεγονός που άλλαξε τη ζωή τους αλλά λόγω της αδυναμίας τους να νοηματοδοτήσουν τα παραπάνω συμπτώματα.

Μηχανισμοί άμυνας

Στην καλύτερη περίπτωση, κάποιοι αναγνωρίζουν όντως ότι δεν είναι ευτυχισμένοι και προσφεύγουν στην βοήθεια των ειδικών, ωστόσο, υπάρχει και μια ομάδα ανθρώπων που χρησιμοποιεί ασυνείδητους μηχανισμούς άμυνας όπως η άρνηση της δυστυχίας τους ή η απώθησή της στο ασυνείδητο.

Έτσι δεν αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο την απειλή και δεν καταφέρνουν να φτάσουν ποτέ στην πηγή της δυστυχίας τους. Αυτή η κατάσταση γίνεται μόνιμη και μακροχρόνια με αποτέλεσμα μια διάχυτη αρνητικότητα και δυστυχία η οποία δεν ξεκουράζεται ποτέ.

Ο ρόλος των φίλων και της οικογένειας

Σημαντικός σε αυτή την περίπτωση είναι ο ρόλος των φίλων και της οικογένειας. Πολλές φορές το ρόλο του ψυχολόγου αναλαμβάνουν άτομα που μπορούν να δουν πίσω από τη συμπεριφορά του ατόμου που υποφέρει και να τον συμβουλεύσουν πως το αίσθημα κενού δεν είναι κάτι που βιώνει μόνο το ίδιο αλλά αρκετοί άνθρωποι και είναι κάτι που επιδέχεται θεραπείας.

Κι αν αυτό είναι κάτι που δεν βλέπει ή δεν θέλει να δει το άτομο, υπάρχουν αρκετοί από εμάς που μπορούμε να το εντοπίσουμε και να το βοηθήσουμε να αναγνωρίσει πραγματικά πως η ευτυχία είναι ένας επιτεύξιμος στόχος που χρειάζεται όμως αρκετή προσπάθεια και όπως είπε και ο Πυθαγόρας «είναι πάντα μέσα μας» και δεν αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο ή τις επιδιώξεις των άλλων ανθρώπων.

Ενοχή

Συνοδεύει τους ανθρώπους από τον Κήπο της Εδέμ, ως απόρροια της αμαρτίας, και προϋποθέτει τη γνώση του καλού και του κακού. Ξεκινά από τη στιγμή που το παιδί θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη και εδραιώνεται στην ηλικία 3-5 ετών ως αντίβαρο στη χαρά του παιχνιδιού, της προσωπικής έκφρασης και της αυθόρμητης πρωτοβουλίας.

Συνεπικουρεί ή καταρρακώνει την αγάπη, τον έρωτα, την κοινωνική δράση, την ηθική. Προκαλεί κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, αλλά συνέχει τα μέλη μιας κοινότητας και αποτρέπει τις παρεκκλίσεις.

Αδελφή του πόθου, του φόβου, του διλήμματος, της νεύρωσης, της τραγικότητας. Νέμεσις με τη μορφή Ερινύας, χαρακτηριστικό ανθρώπων με πάθη και ορμή. Αριστουργήματα λογοτεχνικά γράφτηκαν, για να την εξυφάνουν, περιγράψουν, ερμηνεύσουν και σίγουρα ο καθείς κουβαλά μια Αντιγόνη μέσα του, που αναρωτιέται αν θα υπακούσει στον Θείο ή ανθρώπινο νόμο.

Η απουσία της δημιουργεί αναλγησία, αμοραλισμό, αντικοινωνικές προσωπικότητες, δολοφόνους κατά συρροή, ευδαιμονισμό, ηδονισμό. Όλοι οι μηχανισμοί άμυνας επιστρατεύονται, για να την καταπνίξουν, θεωρίες ανακατασκευάζονται, δικαιολογίες και επιχειρήματα εφευρίσκονται. Κι όμως αυτή βλοσυρή, αδέκαστη και αμείλικτη συμπορεύεται, αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα και ποινές χωρίς συγκατάβαση..

Διαφέρει πολιτισμικά. Στις δυτικές ατομοκεντρικές κοινωνίες ακούγεται ως εσωτερική φωνή και στην ανατολική φιλοσοφία ως κοινωνικός έλεγχος και απομάκρυνση από την ομάδα ή τους θεϊκούς στόχους. Συσχετίζεται με αξίες, νόρμες, παραδόσεις. Η ζωή χωρίς αυτήν θα ήταν απαλή, αν οι ανθρώπινες δράσεις δεν ήταν ανταγωνιστικές. Πρόκειται για ένα από τα ζοφερότερα συναισθήματα: Την ενοχή.

Κι αν, κατά την ψυχανάλυση, η πρώτη της εκδήλωση εδράζεται στον έρωτα προς το γονέα του αντιθέτου φύλου, κατά την ενήλικη ζωή επεκτείνεται σε κάθε έκφανση. Για όσα πράξαμε πληγώνοντας άλλους, για εκείνα που δεν κάναμε, για ενέργειες κάποιων, που δεν αποτρέψαμε, για σκέψεις άνομες και παρορμήσεις μη επιθυμητές. Οι τελειοθήρες πιστεύουν πως δεν έκαναν αρκετά, όσοι διαθέτουν ανελαστικό υπερεγώ, ότι κάθε τι είναι λάθος, όσοι ασπάζονται το σχετικισμό χάνονται μέσα στους κανόνες, που οι ίδιοι μεταβάλλουν, ανάλογα με την περίσταση..

Η σκιά της απειλεί όσους διασώθηκαν από ατυχήματα, εκείνους, που επεβίωσαν, ενώ άλλοι δεν τα κατάφεραν. Ο φόρος της βαρύς για τις μητέρες, που μόλις γέννησαν και δεν πλημμύρισαν από συναισθήματα ευφορίας για το βρέφος: Λογισμοί αποτροπιαστικοί, ενάντιοι στις προσδοκίες, που αργότερα θα μεταλλαχθούν σε υπερπροστατευτικότητα ή σε κατάθλιψη. Η γυναικεία φύση συνώνυμη της ενοχής ανά τους αιώνες, φορτώθηκε τα αιτήματα για αγνότητα, σεμνοτυφία, πορνεία, πανάκεια. Ακόμα και στην κακοποίηση, το μαζοχισμό, την ταπείνωση, το αδηφάγο πρόσωπό της παρίσταται αμετάκλητο: Αξίζω την τιμωρία, τον εξευτελισμό, τον πόνο.

Κατά τη γνωστική ψυχολογία η ενοχή προκαλείται από αυτόματες σκέψεις, που καταλογίζουν ευθύνες, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο είναι παράλογο. Ανδρώνεται μέσα από φαύλους κύκλους συλλογιστικής. που χρεώνουν, προσωποποιούν, μεγεθύνουν το αρνητικό και ελαχιστοποιούν το θετικό. Αν εκπορεύεται από τον κρυφό εαυτό και συνδυάζεται με την αυτόνομη ηθική, εκλαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις. Αν όμως, αναμιχθεί με κοινωνικό έλεγχο, μετατρέπεται σε ντροπή, καταισχύνη, όνειδος, διαπόμπευση.

Όσοι ονειρεύονται έλεγχο των μαζών την έχουν αναγάγει σε όπλο προπαγάνδας, για να καταστείλουν, να ψέξουν, να καθηλώσουν, να υποτάξουν: ´Εσείς φταίτε για την κρίση. Η οικονομική δυσπραγία σας αξίζει. Μαζί τα φάγαμε ´ Εφόσον είσαι άνεργος, δεν έχεις δικαίωμα να λέγεσαι καλός πατέρας, αφού δεν φέρνεις πόρους στην οικογένεια

Το σχολείο και οι γονείς, το σύστημα εκπαιδεύουν σε αυτήν από νωρίς, για να αποφύγουν πρωτοβουλίες, καινοτομίες, ρίσκα και για να βεβαιωθούν πως οι σύννομες ή αποδεκτές συμπεριφορές θα ακολουθηθούν: ' Άλλη μια μπουκιά για το μπαμπά, τη μαμά, το Χριστούλη ´ Όλη τη μέρα ακούς μουσική.. Δεν θα περάσεις στο Πανεπιστήμιο, ενώ οι φίλοι σου θα είναι φοιτητές.

Η καταναλωτική μανία εισήγαγε μορφές ενοχής, που οδηγούν σε ψυχαναγκασμό: Παραβίασες τη δίαιτα, δεν ξοδεύεις αρκετά για τα παιδιά, δεν ακολούθησες τη μόδα ή τις τάσεις της εποχής.

Η λαίλαπά της κατακυρίευσε και τους κοινωνικούς ρόλους: Δεν είσαι καλός εραστής / ερωμένη επειδή δεν είχες ΄γενναία στύση', δεν έφτασες σε οργασμό, δεν εντρύφησες στο Κάμα Σούτρα, το ταντρικό σεξ ή δεν έδωσες βάση στα λόγια των τηλεοπτικών σεξολόγων, καταδίκη επειδή είσαι ανεπαρκής σύζυγος, τύψεις για τη διάλυση μιας οικογένειας, μειονεξία γιατί παρέμεινες ψηφιακά αναλφάβητος, αρά, καθόσον δεν καταρτίστηκες αρκετά, μομφή που δεν έχεις κατάλληλες γνωριμίες, επίκριση γιατί δεν έμαθες δέκα ξένες γλώσσες. Όσο περισσότερες οι απαιτήσεις για να θεωρηθεί κάποιος ολοκληρωμένος, τόσο οι ενοχές για την ασυμβατότητα των στόχων και του προσωπικού δυναμικού θα πληθαίνουν.

Η ενοχή η συνοδοιπόρος του ανθρώπου από τη γένεσή του, τον συντροφεύει μέχρι το τέλος του βίου του. Επειδή οι ρίζες της βρίσκονται στη θνητότητα, που σε αναγκάζει να αναπολείς το αιώνιο και να συμβιβάζεσαι με το εφήμερο και επιδερμικό.

Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν

Οι χαμένες ψευδαισθήσεις: από την εποχή του ρομαντισμού, συνηθίζουμε να τις αντιπαρατάσσουμε στα ηρωικά όνειρα της νεότητας. Η ζωή υποτίθεται πως είναι το μοιραίο ταξίδι της ελπίδας προς την απογοήτευση, μια αιώνια εντροπία. Όμως σε αυτή την κοινοτοπία για τα χαμένα όνειρα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε ένα άλλο μοντέλο: της τρισμακάριστης έκπληξης, των ψευδαισθήσεων που επανακτήθηκαν επειδή ο κόσμος των ονείρων, αντίθετα με τα όσα λέγονται, είναι φτωχός και ευτελής, ενώ η πραγματικότητα, μόλις αρχίσουμε να την εξερευνούμε, μας πνίγει με την αφθονία και την ποικιλομορφία της.

«Ονομάζω μέθη του πνεύματος», έλεγε ο Ρόισμπρουκ, ένας Φλαμανδός μυστικιστής της Αναγέννησης, «εκείνη την κατάσταση όπου η απόλαυση ξεπερνάει τις δυνατότητες που είχε διαβλέψει η επιθυμία».

Στην αρχή της προτεραιότητας, κατά την οποία η ζωή κρίνεται σύμφωνα με ένα πρόγραμμα, πρέπει να αντιπαραθέσουμε την αρχή της εξωτερικότητας: ο κόσμος ξεπερνάει κατά πολύ τις αναπαραστάσεις ή τις προσμονές μας, πρέπει να τις διαγράψουμε για να αρχίσουμε να τον αγαπάμε.

Ο κόσμος δεν είναι απογοητευτικός, απογοητευτικές είναι οι χίμαιρες που παραλύουν το πνεύμα μου.

Η ανουσιότης των προσευχών που εισακούστηκαν: υπάρχει κάτι το πολύ βαθύ σε αυτή τη σοφία που μας συνιστά να μη βρούμε ποτέ αυτό που αναζητούμε: «Προφυλάξτε με από αυτό που θέλω», είθε να μη ζήσω ποτέ στη Χρυσή Εποχή, στον κήπο των ευχών που εκπληρώθηκαν.

Τίποτα το πιο θλιβερό από το μέλλον όταν μοιάζει με αυτό που φανταστήκαμε.

Τι απογοήτευση όταν οι ευχές μας συμπίπτουν με αυτό που βιώνουμε, ενώ υπάρχει μία ιδιαίτερη συγκίνηση στο να βλέπουμε τις προσδοκίες μας να αλλάζουν κατεύθυνση λόγω κάποιων ιδιαίτερων συμβάντων. (Και η λογοτεχνία της ευτυχίας είναι τις περισσότερες φορές μια λογοτεχνία όπου είτε η ελπίδα διαψεύδεται, είτε – αυτό είναι ακόμα πιο συνταρακτικό – πραγματώνεται, οπότε η επιθυμία ικανοποιείται, δηλαδή σκοτώνεται.)

Η απόλαυση δεν γεννιέται τόσο από ένα πραγματοποιημένο σχέδιο, όσο από ένα σχέδιο που αλλάζει κάθε φορά που μια περιπέτεια το παρασύρει αλλού.

Ενώ η πλήξη βρίσκεται πάντα στην πλευρά της ισορροπίας, δημιουργείται μία περίσσεια χαράς από τη στιγμή που το φαντασιακό αποδείχνεται πιο φτωχό σε θαύματα από την πραγματικότητα: «Είχα να διαλέξω ανάμεσα στη σφύρα και την καμπάνα, και τώρα ομολογώ πως αυτό που ουσιαστικά εισέπραξα ήταν ο ήχος» (Βικτόρ Σεγκαλέν).

Κάθε παθιασμένη ζωή είναι ταυτόχρονα πραγμάτωση και ανατροπή, δηλαδή μια εξαίσια απογοήτευση όταν συμβαίνει εκείνο που δεν το λαχταρούσαμε και γινόμαστε ευαίσθητοι δέκτες όλων αυτών που καθιστούν τη ζωή πλούσια, φλογερή, μεθυστική.

Η καταστροφή της αυταπάτης είναι πάντα μια πόρτα ανοιχτή στα θαύματα.

Με άλλα λόγια, ίσως να μην παύουμε ποτέ να ταλαντευόμαστε ανάμεσα σε δυο βασικές στάσεις: τη στάση του εισαγγελέα που καταδικάζει τη ζωή επειδή την αξιολογεί, παίρνοντας σαν βάση μία ουτοπία ή μία προκατειλημμένη ιδέα (ο Παράδεισος, το ευτυχισμένο αύριο, η ευτυχία) και τη στάση του δικηγόρου που την υποστηρίζει και την εκθειάζει με όλες του τις δυνάμεις τόσο με τις πίκρες όσο και με τις χαρές της, είτε τον πληγώνει άγρια είτε τον χαιδεύει γλυκά.

Και όταν ο κατήγορος αναφωνεί: εξαπατήθηκα, ο συνήγορος απαντά: ευχαριστήθηκα.

Εντοπίζοντας τις αδυναμίες μας

Είμαστε απλά άνθρωποι• το γνωρίζουμε και οι δύο αυτό. Ωστόσο, πολύ συχνά προσπαθούμε να ξεγελάσουμε ο ένας τον άλλο (και τον εαυτό μας), συμπεριφερόμενοι σαν να είμαστε αήττητοι και σαν να μπορούμε να καταφέρουμε τα πάντα. Φυσικά και υπάρχουν κάποιες ποιότητες που θαυμάζω, όπως η ανθεκτικότητα και το σθένος. Εντούτοις, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι έχουμε και τα όριά μας. Και αν δεν γνωρίζετε ποια είναι αυτά τα όρια, μπορεί να καταλήξετε να μπλέξετε σε κάτι που δεν θέλετε.

Ήρωας είναι αυτός που, παρά τις αδυναμίες, την αμφιβολία ή το γεγονός ότι δεν γνωρίζει όλες τις απαντήσεις, προχωρά μπροστά παρ’ όλα αυτά.” -Christopher Reeve

Χρειάζεται να γνωρίσετε σε βάθος τον εαυτό σας

Είναι σημαντικό να γίνετε ο «ειδικός του εαυτού σας», όπως προτιμώ να το λέω. Το να γίνετε αυτό σημαίνει ότι γνωρίζετε ποιοι είστε. Γνωρίζετε τι είναι αυτό που σας χαρακτηρίζει και έχετε τελειοποιήσει αυτό το «εργαλείο», μαθαίνοντας όλα όσα μπορείτε για ό,τι αφορά σε εσάς. Μέρος αυτού του έργου είναι και η αντίληψη των αδυναμιών σας.

Μπορεί να νομίζετε ότι δεν έχετε αδυναμίες. Αλλά όλοι έχουμε κάτι που εμποδίζει ορισμένες φορές τις προσπάθειές μας, είτε αυτό είναι καριέρα, είτε οικογενειακή ζωή ή κάτι άλλο. Μελετώντας ενδελεχώς τις πράξεις σας, υπολογίζοντας την επίδοσή σας, τα αποτελέσματα, την ανατροφοδότηση που λαμβάνετε από άλλους και πολλές άλλες σκέψεις – μπορείτε να ανακαλύψετε ποιες είναι αυτές οι αδυναμίες και να κάνετε κάτι γι’ αυτές.

Τι συμβαίνει όμως αν δεν είστε ειδικοί του εαυτού σας; Αν δεν γνωρίζετε ποιες είναι οι αδυναμίες σας εξαρχής; Είναι πιθανό να καταλήξετε με ένα αυτό – επιβαλλόμενο εμπόδιο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την υπόληψή σας, να αφήσει μια κακή εντύπωση από το βιογραφικό σας ή να επηρεάσει μια σχέση σας, οπότε δεν είναι κάτι που θα θέλατε να αφήσετε να εξελιχθεί.

Δεν χρειάζεται να «μπαλώσετε» τις αδυναμίες σας

Υπάρχουν τόσα παραδείγματα ανθρώπων που προσπαθούσαν ακατάπαυστα να βελτιώσουν τις αδυναμίες τους, όπως την αντικοινωνικότητά τους, την τάση να ενθουσιάζονται υπερβολικά και να βιάζονται σε projects. Μπορεί να ξοδέψετε όσο χρόνο θέλετε, προσπαθώντας, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρετε τόσο πολύ να «διορθώσετε» μια αδυναμία σας.

Επομένως, τι ακριβώς προτείνω; Φαίνεται ότι αυτό στο οποίο έχω καταλήξει είναι αυτό που ακολουθούν και όλοι οι επιτυχημένοι άνθρωποι που έχω γνωρίσει μέχρι τώρα.

Αντισταθμίστε τις αδυναμίες σας, εστιάζοντας στα δυνατά σας σημεία

Όλοι μας, λοιπόν, έχουμε ορισμένα σημεία, στα οποία είμαστε αδύναμοι. Αλλά πώς προσεγγίζουμε αυτές τις αδυναμίες; Πώς επιδιορθώνετε μια αδυναμία, αν δεν εργαστείτε ενεργά για τη βελτίωσή της;

Για να «επιδιορθώσετε» τη μεγαλύτερη αδυναμία σας, χρειάζεται να σχεδιάσετε τη ζωή σας, την επιχείρησή σας και την εργασιακή ροή με έναν τρόπο που να απενεργοποιεί εκείνες τις αδυναμίες, προβάλλοντας περισσότερο τα δυνατά σας σημεία. Φέρνοντας στην επιφάνεια θετικές σας, ισχυρές ιδιότητες, εκεί που είστε περισσότερο αδύναμοι, μπορείτε να δημιουργήσετε μια άμεση στροφή στην ποιότητα της ζωής σας και στα αποτελέσματα.

Με αυτό τον τρόπο, δεν θα καλύψετε μόνο τις αδυναμίες σας, αλλά θα είστε και σε θέση να επιτρέψετε στα δυνατά σας σημεία να ανθίσουν και να νιώσετε ότι όντως συνεισφέρουν σε αυτό που κάνετε.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.

Γενικά μπορεί να πει κανείς, ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου.

Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Arthur Schopenhauer, Η τέχνη να επιβιώνεις

Ερευνητές αποκάλυψαν κρυμμένες – μέχρι πρότινος – μαγνητικές δομές σε «καθαρό» αντισιδηρομαγνητικό υλικό

«Ενδιαφέρον αλλά άχρηστο», έτσι περιέγραψε ο Louis Néel τους αντισιδηρομαγνήτες, υλικά των οποίων η ανακάλυψη του χάρισε το 1970 το βραβείο Nobel στη Φυσική. Κάνοντας ένα άλμα εμπρός κατά 50 χρόνια, τα υλικά αυτά βρίσκονται να αποτελούν τάση να χρησιμοποιούνται μεταξύ των φυσικών συμπυκνωμένης ύλης, που εξερευνούν τη χρήση τους στην επόμενη γενιά συσκευών επεξεργασίας της πληροφορίας και αποθήκευσης. Όμως για να γίνει το βήμα από άχρηστα σε χρήσιμα υλικά, πολλά άγνωστα ακόμη χρειάζεται να αποκαλυφθούν. Πρόσφατα, ο Martin Wörnle και οι συνεργάτες του στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (Eidgenössische Technische Hochschule ή ETH) στη Ζυρίχη έλυσε ένα από αυτά τα μυστήρια: πώς τα σπιν σε ένα «καθαρό» αντισηδιρομαγνητικό υλικό – ένα υλικό όπου τα σπιν μπορούν να δείχνουν μόνο είτε επάνω είτε κάτω – περιστρέφονται μεταξύ των (μαγνητικών) περιοχών.

Η ομάδα χρησιμοποίησε μια τεχνική μαγνητομετρίας νανοκλίμακας (nanoscale scanning diamond magnetometry), η οποία μπορεί να μετρήσει μαγνητικά πεδία μόλις λίγα μικροτέσλα με χωρική ανάλυση λιγότερο από 50 nm, για να χαρτογραφήσουν τα διαφεύγοντα μαγνητικά πεδία σε διάφορα δείγματα οξειδίου του χρωμίου. Τα διαφεύγοντα μαγνητικά πεδία είναι πεδία που προεξέχουν από ένα υλικό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βρεθεί ο προσανατολισμός των σπιν στο εσωτερικό των διεπαφών των υποπλεγμάτων μαγνήτισης.

Ο Wörnle και οι συνεργάτες του παρατήρησαν δυο τύπους διεπαφών υποπλεγμάτων: Στις τύπου Bloch, οι διευθύνσεις των σπιν περιστρέφονται ομαλά στο επίπεδο της διεπαφής, περνώντας το μεσαίο σημείο στο κέντρο του υποπλέγματος. Στις τύπου Néel διεπαφές, η διεύθυνση των σπιν είναι κάθετη σε αυτές και τα σπιν έχουν μια χειραλική περιστροφή. Τα περισσότερα δείγματα περιείχαν την ενεργειακά προνομοιούχα διεπαφή τύπου Bloch, η οποία έχει μικρότερα διαφεύγοντα μαγνητικά πεδία. Άλλοι ερευνητές έχουν συλλάβει παρόμοιες εικόνες για αντισιδηρομαγνήτες στους οποίους τα σπιν μπορούν να δείχνουν σε περισσότερες από δυο διευθύνσεις, όμως η ομάδα σημειώνει ότι αυτές είναι οι πρώτες εικόνες για έναν όγκο δειγμάτων καθαρού αντισιδηρομαγνήτη.

Λογική: Ο Νόμος της Μη Αντίφασης

Χωρίς τη λογική, ο συλλογισμός είναι άχρηστος.
Μ’ αυτή, μπορείς να κερδίσεις σε διαμάχες και να αποξενώσεις πλήθη.


Ας ξεκινήσουμε με ένα κλασικό ανέκδοτο που βασίζεται στην Αριστοτελική λογική.

Ένας ραβίνος προεδρεύει σε μια δίκη στο χωριό του. Ο Σμούελ σηκώνεται και απευθύνεται στο δικαστήριο, λέγοντας: «Ραβίνε, ο Ιτζάκ περνά τα πρόβατά του από τη γη μου κάθε μέρα και καταστρέφει τα σπαρτά μου. Είναι δική μου η γη. Δεν είναι δίκαιο».
Ο Ραβίνος λέει: «Έχεις δίκιο!»
Αλλά τότε σηκώνεται ο Ιτζάκ και λέει: «Μα Ραβίνε, η γη του είναι ο μόνος δρόμος από τον οποίο μπορούν τα πρόβατά μου να περάσουν για να πιουν νερό από τη λίμνη. Χωρίς αυτό θα πεθάνουν. Για αιώνες, κάθε βοσκός είχε το δικαίωμα να περνά από τη γη που περιβάλλει τη λίμνη, το ίδιο δικαίωμα πρέπει να έχω και εγώ».
Και ο Ραβίνος λέει: «Έχεις δίκιο!»
Η καθαρίστρια, η οποία τα άκουσε όλα αυτά, λέει στο Ραβίνι: «Μα Ραβίνε, δεν μπορούν και οι δύο να έχουν δίκιο!»
Και ο Ραβίνος απαντά: «Έχεις δίκιο!»

Η καθαρίστρια έχει πληροφορήσει το Ραβίνο ότι παραβίασε το Νόμο της Μη Αντίφασης του Αριστοτέλη, Ο Νόμος της Μη Αντίφασης λέει ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι έτσι και συγχρόνως να μην είναι έτσι.

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.15.1-1.17.4)

[1.15.1] Τοιαῦτα ἔπασχε, τοιαῦτα ἔλεγεν, ἐπιζητοῦσα ‹τὸ› τοῦ ἔρωτος ὄνομα. Δόρκων δὲ ὁ βουκόλος, ὁ τὸν Δάφνιν ἐκ τοῦ σιροῦ καὶ τὸν τράγον ἀνιμησάμενος, ἀρτιγένειος μειρακίσκος καὶ εἰδὼς ἔρωτος καὶ τὰ ἔργα καὶ τὰ ὀνόματα εὐθὺς μὲν ἐπ᾽ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐρωτικῶς τῆς Χλόης διετέθη, πλειόνων δὲ διαγενομένων μᾶλλον τὴν ψυχὴν ἐξεπυρσεύθη καὶ τοῦ Δάφνιδος ὡς παιδὸς καταφρονήσας ἔγνω κατεργάσασθαι δώροις ἢ βίᾳ. [1.15.2] Τὰ μὲν δὴ πρῶτα δῶρα αὐτοῖς ἐκόμισε, τῷ μὲν σύριγγα βουκολικήν, καλάμους ἐννέα χαλκῷ δεδεμένους ἀντὶ κηροῦ, τῇ δὲ νεβρίδα βακχικήν, καὶ αὐτῇ τὸ τρίχωμα ἦν ὥσπερ γεγραμμένον χρώμασιν. [1.15.3] Ἐντεῦθεν δὲ φίλος νομιζόμενος τοῦ μὲν Δάφνιδος ἠμέλει κατ᾽ ὀλίγον, τῇ Χλόῃ δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπέφερεν ἢ τυρὸν ἁπαλὸν ἢ στέφανον ἀνθηρὸν ἢ μῆλον ὡραῖον· ἐκόμισε δέ ποτε αὐτῇ καὶ μόσχον ἀρτιγέννητον καὶ κισσύβιον διάχρυσον καὶ ὀρνίθων ὀρείων νεοττούς. Ἡ δὲ ἄπειρος οὖσα τέχνης ἐραστοῦ, λαμβάνουσα μὲν τὰ δῶρα ἔχαιρε, μᾶλλον δὲ ἔχαιρεν ὅτι Δάφνιδι εἶχεν αὐτὴ χαρίζεσθαι. [1.15.4] Καὶ —ἔδει γὰρ ἤδη καὶ Δάφνιν γνῶναι τὰ ἔρωτος ἔργα— γίνεταί ποτε τῷ Δόρκωνι πρὸς αὐτὸν ὑπὲρ κάλλους ἔρις, καὶ ἐδίκαζε μὲν Χλόη, ἔκειτο δὲ ἆθλον τῷ νικήσαντι φιλῆσαι Χλόην. Δόρκων δὲ πρότερος ὧδε ἔλεγεν·
[1.16.1] «Ἐγώ, παρθένε, μείζων εἰμὶ Δάφνιδος, καὶ ἐγὼ μὲν βουκόλος, ὁ δ᾽ αἰπόλος· τοσοῦτον ‹ἐγὼ› κρείττων ὅσον αἰγῶν βόες· καὶ λευκός εἰμι ὡς γάλα, καὶ πυρρὸς ὡς θέρος μέλλον ἀμᾶσθαι, καὶ ἔθρεψε μήτηρ, οὐ θηρίον. [1.16.2] Οὗτος δέ ἐστι μικρὸς καὶ ἀγένειος ὡς γυνή, καὶ μέλας ὡς λύκος· νέμει δὲ τράγους, ὀδω‹δὼς ἀπ᾽ αὐτῶν› δεινόν, καὶ ἔστι πένης ὡς μηδὲ κύνα τρέφειν. Εἰ δέ, ὡς λέγουσι, καὶ αἲξ αὐτῷ γάλα δέδωκεν, οὐδὲν ἐρίφων διαφέρει.» [1.16.3] Ταῦτα καὶ τοιαῦτα ὁ Δόρκων καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Δάφνις· «Ἐμὲ αἲξ ἀνέθρεψεν ὥσπερ τὸν Δία· νέμω δὲ τράγους τῶν τούτου βοῶν μείζονας· ὄζω δὲ οὐδὲν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι μηδὲ ὁ Πάν, καίτοι γε ὢν τὸ πλέον τράγος. [1.16.4] Ἀρκεῖ δέ μοι ὁ τυρὸς καὶ ἄρτος ὀβελίας καὶ οἶνος λευκός, ὅσα ἀγροίκων πλουσίων κτήματα. Ἀγένειός εἰμι, καὶ γὰρ ὁ Διόνυσος· μέλας, καὶ γὰρ ὁ ὑάκινθος· ἀλλὰ κρείττων καὶ ὁ Διόνυσος Σατύρων ‹καὶ› ὁ ὑάκινθος κρίνων. [1.16.5] Οὗτος δὲ καὶ πυρρὸς ὡς ἀλώπηξ καὶ προγένειος ὡς τράγος καὶ λευκὸς ὡς ἐξ ἄστεος γυνή· κἂν δέῃ σε φιλεῖν, ἐμοῦ μὲν φιλεῖς τὸ στόμα, τούτου δὲ τὰς ἐπὶ τοῦ γενείου τρίχας. Μέμνησο δέ, ὦ παρθένε, ὅτι ‹καὶ› σὲ ποίμνιον ἔθρεψεν, ἀλλὰ καὶ εἶ καλή.»
[1.17.1] Οὐκέθ᾽ ἡ Χλόη περιέμεινεν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἡσθεῖσα τῷ ἐγκωμίῳ, τὰ δὲ πάλαι ποθοῦσα φιλῆσαι Δάφνιν, ἀναπηδήσασα αὐτὸν ἐφίλησεν, ἀδίδακτον μὲν καὶ ἄτεχνον, πάνυ δὲ ψυχὴν θερμᾶναι δυνάμενον. [1.17.2] Δόρκων μὲν οὖν ἀλγήσας ἀπέδραμε, ζητῶν ἄλλην ὁδὸν ἔρωτος· Δάφνις δέ, ὥσπερ οὐ φιληθείς, ἀλλὰ δηχθείς, σκυθρωπός τις εὐθὺς ἦν καὶ πολλάκις ἐψύχετο καὶ τὴν καρδίαν παλλομένην κατεῖχε, καὶ βλέπειν μὲν ἤθελε τὴν Χλόην, βλέπων δ᾽ ἐρυθήματι ἐπίμπλατο. [1.17.3] Τότε πρῶτον καὶ τὴν κόμην αὐτῆς ἐθαύμασεν ὅτι ξανθή, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅτι μεγάλοι καθάπερ βοός, καὶ τὸ πρόσωπον ὅτι λευκότερον ἀληθῶς καὶ τοῦ τῶν αἰγῶν γάλακτος, ὥσπερ τότε πρῶτον ὀφθαλμοὺς κτησάμενος, τὸν δὲ πρότερον χρόνον πεπηρωμένος. [1.17.4] Οὔτε οὖν τροφὴν προσεφέρετο πλὴν ὅσον ἀπογεύσασθαι· καὶ ποτόν, εἴ ποτε ἐβιάσθη, μέχρι τοῦ [ἂν] διαβρέξαι τὸ στόμα προσεφέρετο. Σιωπηλὸς ἦν ὁ πρότερον τῶν ἀκρίδων λαλίστερος, ἀργὸς ὁ περιττότερα τῶν αἰγῶν κινούμενος. Ἠμέλητο καὶ ἡ ἀγέλη· ἔρριπτο καὶ ἡ σῦριγξ· χλωρότερον τὸ πρόσωπον ἦν πόας θερινῆς. Εἰς μόνην Χλόην ἐγίνετο λάλος· καὶ εἴ ποτε μόνος ἀπ᾽ αὐτῆς ἐγένετο, τοιαῦτα πρὸς αὑτὸν ἀπελήρει·

***
[1.15.1] Τέτοια τα βάσανά της, τέτοια τα λόγια της καθώς αποζητούσε του έρωτα τ᾽ όνομα. Στο μεταξύ ο Δόρκων, ο γελαδάρης που είχε ανεβάσει τον Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο —παλικαράκι που είχε αρχίσει να βγάζει γένια κι ήξερε και τα ονόματα και τα καμώματα του έρωτα— είχε ερωτευτεί τη Χλόη ευθύς από κείνη τη μέρα, και με κάθε μέρα που περνούσε φλογιζόταν όλο και παραπάνω η καρδιά του. Τον Δάφνη δεν τον λογάριαζε, θεωρώντας τον παιδί, κι ήταν αποφασισμένος να πετύχει το σκοπό του είτε με το καλό είτε με το ζόρι. [1.15.2] Στην αρχή λοιπόν τους έφερε δώρα: στον Δάφνη μια φλογέρα γελαδάρη, που ᾽χε εννιά καλάμια δεμένα με χαλκό αντί για κερί· και στη Χλόη μια προβιά από ελάφι σαν αυτές που φοράν οι Βάκχες, με χρώματα σα ζωγραφιστά. [1.15.3] Ύστερα απ᾽ αυτό τον νόμιζαν φίλο τους. Εκείνος ωστόσο άρχισε λίγο-λίγο να δείχνει αδιαφορία για τον Δάφνη, ενώ στη Χλόη έφερνε κάθε μέρα πότε ένα τρυφερό τυρί, πότε ένα στεφάνι από λουλούδια, πότε ένα καλογινωμένο μήλο. Μια φορά μάλιστα της έφερε κι ένα νιογέννητο μοσχαράκι, ένα χρυσωμένο κύπελλο και μικρά πουλάκια του βουνού. Η Χλόη, αμάθητη από ερωτικά τερτίπια, χαιρόταν παίρνοντας τα δώρα, κι ακόμα περισσότερο χαιρόταν γιατί έτσι μπορούσε να κάνει η ίδια δώρα στον Δάφνη. [1.15.4] Κάποτε λοιπόν —γιατί έπρεπε πια να μάθει κι αυτός του έρωτα τα καμώματα— έβαλε στοίχημα ο Δάφνης με τον Δόρκωνα, ποιός από τους δυο ήταν πιο ωραίος. Κριτής ήταν η Χλόη, και το βραβείο του νικητή θα ᾽ταν ένα φιλί της. Πρώτος μίλησε ο Δόρκων με τ᾽ ακόλουθα λόγια:
[1.16.1] «Εγώ, κοπέλα μου, είμαι πιο ψηλός από τον Δάφνη. Έπειτα είμαι γελαδάρης ενώ αυτός είναι γιδάς, γι᾽ αυτό και αξίζω τόσο περισσότερο από κείνον, όσο οι αγελάδες από τις γίδες. Άλλωστε είμαι άσπρος σαν το γάλα και πυρρόξανθος σαν το σπαρτό πριν απ᾽ το θέρος, και μ᾽ έθρεψε μάνα — όχι ζώο. [1.16.2] Ενώ τούτος δω είναι κοντός, σπανός σα γυναίκα και μαυριδερός σα λύκος. Κι ακόμα, από το να βόσκει τράγους βρομάει φριχτά τραγίλα, κι είναι και τόσο φτωχός που μήτε σκύλο δεν έχει να ταΐσει. Κι αν, όπως λένε, γίδα είναι που τον βύζαξε, καμιά διαφορά δεν έχει από τα γίδια». [1.16.3] Αυτά κι άλλα παρόμοια είπε ο Δόρκων. Ύστερα μίλησε ο Δάφνης: «Εμένα μ᾽ έθρεψε γίδα, όπως ακριβώς και τον Δία, και βόσκω τράγους πιο μεγάλους από τουτουνού τις αγελάδες. Και καθόλου δε βρομάω από δαύτους, αφού μήτε ο Παν βρομάει, που είναι πιότερο τράγος από άνθρωπος. [1.16.4] Μου φτάνει το τυρί και το ψωμί της σούβλας και τ᾽ άσπρο κρασί — ό,τι έχουν οι πλούσιοι χωριανοί. Γένια δεν έχω, αλλά μήπως έχει ο Διόνυσος; Μελαχρινός είμαι, αλλά μήπως δεν είναι κι ο υάκινθος; Κι όμως ο Διόνυσος ξεπερνάει τους Σατύρους, κι ο υάκινθος τα κρίνα. [1.16.5] Τούτος δω είναι κοκκινοτρίχης σαν αλεπού, μουσάτος σαν τράγος κι άσπρος σαν τις γυναίκες της πόλης. Κι αν είναι φιλί να δώσεις, σε μένα θα φιλήσεις στόμα, ενώ σ᾽ αυτόν τις τρίχες του γενιού. Και θυμήσου, κοπέλα, ότι και σένα προβατίνα σ᾽ έθρεψε — κι όμως είσαι ωραία».
[1.17.1] Πιο πολύ δεν ήθελε η Χλόη. Ευχαριστημένη με τον καλό λόγο —χώρια που από καιρό ποθούσε να φιλήσει τον Δάφνη— πετάχτηκε και του ᾽δωσε ένα φιλί δίχως βέβαια πείρα και τέχνη, αλλά τέτοιο που ν᾽ ανάβει τα σωθικά. [1.17.2] Ο Δόρκων έφυγε πονεμένος, αποζητώντας άλλον τρόπο για να ικανοποιήσει τον έρωτά του. Ο Δάφνης ωστόσο, σα να μην είχε πάρει φιλί αλλά δαγκωματιά, σκυθρώπασεν ευθύς. Από τότε ένιωθε συχνά ρίγος, κι έβαζε το χέρι στην καρδιά του που χτυπούσε. Ήθελε να βλέπει τη Χλόη, συνάμα όμως γινόταν κατακόκκινος όταν την έβλεπε. [1.17.3] Τότε πρωτοάρχισε να θαυμάζει τα μαλλιά της γιατί ήταν ξανθά, τα μάτια της γιατί ήταν μεγάλα σαν της αγελάδας, το πρόσωπό της γιατί ήταν στ᾽ αλήθεια πιο άσπρο κι από το κατσικίσιο γάλα — λες και, τυφλός ως τότε, για πρώτη φορά αποχτούσε μάτια. [1.17.4] Μόλις που γευόταν πια το φαγητό· όσο για πιοτό, με το ζόρι έβρεχε τα χείλια του. Έγινε αμίλητος, αυτός που πρωτύτερα φλυαρούσε κι από τα τριζόνια πιο πολύ· αργοκίνητος, αυτός που ήταν πιο πηδηχτός κι από τα γίδια. Άρχισε να παραμελεί το κοπάδι, πέταξε τη φλογέρα, το δέρμα του έγινε πιο χλωμό κι από το χορτάρι του καλοκαιριού. Μονάχα με τη Χλόη γινόταν ομιλητικός. Κι όποτε πάλι λάχαινε να βρεθεί μακριά της μονολογούσε με τέτοια λόγια: