σπουδῇ πρὸς ἡμᾶς .[. . .]δ[
60 ἐγὼ δ᾽ ἀναμείνασ᾽ ὅ τι λέγουσ᾽ ἀ̣[κροάσομαι.
ΜΟ. ἑόρακας αὐτὸς τὸν πατέρα σύ Παρμένων;
ΠΑΡ(ΜΕΝΩΝ)
οὔκουν ἀκούεις; φημί. (ΜΟ.) καὶ τὸν γείτονα;
(ΠΑ.) πάρεισιν. (ΜΟ.) εὖ γ᾽ ἐπόησαν. (ΠΑ.) ἀλλ᾽ ὅπως ἔσει
ἀνδρεῖος εὐθύς τ᾽ ἐμβαλεῖς περὶ τοῦ γάμου
65 λόγον. (ΜΟ.) τίνα τρόπον; δειλὸς ἤδη γίνομαι
ὡς πλησίον τὸ πρᾶγμα γέγονε. (ΠΑ.) πῶς λέγεις;
(ΜΟ.) αἰσχύνομαι τὸν πατέρα. (ΠΑ.) τὴν δὲ παρθένον
ἣν ἠδίκηκας τήν τε ταύτης μητέρα;
ὅμως τρέμεις, ἀνδρόγυνε. ΧΡ. τί βοᾷς, δύσμορε;
70 ΠΑ. καὶ Χρυσὶς ἦν ἐνταῦθ᾽. ἐρωτᾷς δή με σὺ
τί βοῶ· γελοῖον. βούλομ᾽ εἶναι τοὺς γάμους
ἤδη, πεπαῦσθαι τουτονὶ πρὸς ταῖς θύραις
κλάοντα ταύταις, μηδ᾽ ἐκεῖν᾽ ἀμνημονεῖν
ὧν ὤμοσεν· θύειν, στεφανοῦσθαι, σήσαμον
75 κόπτειν παρελθών· αὐτὸς οὐχ ἱκανὰς ἔχειν
προφάσεις δοκῶ σοι; (ΜΟ.) πάντα πο‹ι›ήσω· τί δεῖ
λέγειν; (ΧΡ.) ἐγὼ μὲν οἴ‹ο›μαι. (ΠΑ.) τὸ δὲ παιδίον
οὕτως ἐῶμεν ὡς ἔχει ταύτην τρέφειν
αὐτήν τε φάσκειν τετοκέναι; (ΧΡ.) τί δὴ γὰρ οὔ;
80 (ΜΟ.) ὁ πατὴρ χαλεπανεῖ. (ΧΡ.) ‹τί δέ;› πεπαύσεται πάλιν.
ἐρᾷ γάρ, ὦ βέλτιστε, κἀκεῖνος κακῶς,
οὐχ ἧττον ἢ σύ· τοῦτο δ᾽ εἰς διαλλαγὰς
ἄγει τάχιστα καὶ τὸν ὀργιλώτατον.
πρότερον δ᾽ ἔγωγε πάντ᾽ ἂν ὑπομεῖναι δοκῶ
85 ἢ τοῦτο τίτθην ἐν συνοικίᾳ τινὶ
[. . . [. . . ]. . [
(desunt uersus fere xx)
]. . [
[ΜΟ.] [ . . .] βο]ύλομαι
[ . . . ]λάβοις
90 [ . . . γ]ὰρ ἀθλιώτερον
[ . . . ]πάντων· οὐκ ἀπάγξομαι ταχύ;
[ . . . ῥ]ήτωρ μόνος γὰρ φιλόφρονος
[ . . .]ότερός εἰμ᾽ ἔν γε τοῖς νυνὶ λόγοις
[ . . . ἀ]πελθὼν εἰς ἐρημίαν τινὰ
γυμν]άζομ᾽· οὐ γὰρ μέτριος ἁγών ἐστί μοι.
***
ΧΡΥΣΙΣ. . . [Νά ο Μοσχίων με τον Παρμένοντα,
έρχονται] βιαστικά στο σπίτι μας.
60 Εγώ θα περιμένω ν᾽ ακούσω τί λένε.
ΜΟΣ. Τον είδες με τα μάτια σου, Παρμένων, τον πατέρα;
ΠΑΡΜΕΝΩΝ
Δεν ακούς; Τον είδα. ΜΟΣ. Και τον γείτονα;
ΠΑΡ. Είναι εδώ. ΜΟΣ. Καλώς ήρθανε. ΠΑΡ. Κοίταζε να φανείς
γενναίος και να του κάνεις αμέσως λόγο
65 για τον γάμο. ΜΟΣ. Με ποιό τρόπο; Τώρα δειλιάζω,
όσο η ώρα πλησιάζει να μιλήσω. ΠΑΡ. Τί εννοείς;
ΜΟΣ. Ντρέπομαι τον πατέρα. ΠΑΡ. Και την κοπέλα
που αδίκησες και τη μητέρα της;
Αλλά συ τρέμεις, άνανδρε. ΧΡΥ. Τί φωνάζεις, καημένε;
70 ΠΑΡ. Εδώ είναι κι η Χρυσίς. Ρωτάς κι εσύ
γιατί φωνάζω; Αστείο. Θέλω να γίνει πια ο γάμος,
να πάψει αυτός εδώ να κλαίει μπροστά
σ᾽ αυτή την πόρτα, να μη ξεχνά τους όρκους του,
να πάει μέσα να κάνει τη θυσία στεφανωμένος,
75 να κοπανίσει το σουσάμι. Εγώ δεν έχω, λες εσύ,
λόγους αρκετούς να βάλω τις φωνές;
ΜΟΣ. Όλα θα τα κάνω. Τί χρειάζεται να μου τα λες;
ΧΡΥ. Εγώ το πιστεύω. ΠΑΡ. Το παιδί το αφήνουμε έτσι,
όπως είναι, να το φροντίζει αυτή και να λέει
ότι το γέννησε η ίδια; ΧΡΥ. Ναι. Γιατί όχι;
80 ΜΟΣ. Ο πατέρας θα θυμώσει. ΧΡΥ. Ε, και; Μετά θα του περάσει.
Είναι κι αυτός, χρυσέ μου, βαριά ερωτευμένος,
όχι λιγότερο από σένα. Αυτό οδηγεί σε γρήγορη
συμφιλίωση και τον πιο θυμωμένο.
Πάντως εγώ όλα δέχομαι να τα υπομείνω
παρά να δώσουμε το παιδί σε μια παραμάνα
85 σε σπίτι φτωχικό.
(λείπουν περίπου 20 στίχοι)
90 ΜΟΣ. . . . Είμαι ο πιο δυστυχισμένος απ᾽ όλους.
Δεν πάω να κρεμαστώ αμέσως;
Εδώ χρειάζεται ρητορική. Αλλά εμένα σίγουρα
θα μου κοπεί η λαλιά, όταν ανοίξω αυτό το θέμα.
Θα πάω σε μια ερημιά να εξασκηθώ.
95 Με περιμένει πολύ δύσκολος αγώνας.