κῆρυξ, νεοχμῶν μύθων ταμίας,
στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύων.
τί φέρει; τί λέγει; δοῦλαι γὰρ δὴ
Δωρίδος ἐσμὲν χθονὸς ἤδη.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
235 Ἑκάβη, πυκνὰς γὰρ οἶσθά μ᾽ εἰς Τροίαν ὁδοὺς
ἐλθόντα κήρυκ᾽ ἐξ Ἀχαϊκοῦ στρατοῦ,
ἐγνωσμένος δὲ καὶ πάροιθέ σοι, γύναι,
Ταλθύβιος ἥκω κοινὸν ἀγγέλλων λόγον.
ΕΚ. τόδε [τόδε], φίλαι Τρῳάδες, ὃ φόβος ἦν πάλαι.
240 ΤΑ. ἤδη κεκλήρωσθ᾽, εἰ τόδ᾽ ἦν ὑμῖν φόβος.
ΕΚ. αἰαῖ, τίνα Θεσσαλίας πόλιν ἢ
Φθιάδος εἶπας ἢ Καδμείας χθονός;
ΤΑ. κατ᾽ ἄνδρ᾽ ἑκάστη κοὐχ ὁμοῦ λελόγχατε.
ΕΚ. τίν᾽ ἄρα τίς ἔλαχε; τίνα πότμος εὐτυχὴς
245 Ἰλιάδων μένει;
ΤΑ. οἶδ᾽· ἀλλ᾽ ἕκαστα πυνθάνου, μὴ πάνθ᾽ ὁμοῦ.
ΕΚ. τοὐμὸν τίς ἄρ᾽ ἔλαχε
τέκος, ἔννεπε,τλάμονα Κασάνδραν;
ΤΑ. ἐξαίρετόν νιν ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ.
250 ΕΚ. ἦ τᾷ Λακεδαιμονίᾳ νύμφᾳ δούλαν;
ἰώ μοί μοι.
ΤΑ. οὔκ, ἀλλὰ λέκτρων σκότια νυμφευτήρια.
ΕΚ. ἦ τὰν τοῦ Φοίβου παρθένον, ᾇ γέρας ὁ
χρυσοκόμας ἔδωκ᾽ ἄλεκτρον ζωάν;
255 ΤΑ. ἔρως ἐτόξευσ᾽ αὐτὸν ἐνθέου κόρης.
ΕΚ. ῥῖπτε, τέκνον, ζαθέους κλῇ-
δας καὶ ἀπὸ χροὸς ἐνδυ-
τῶν στεφέων ἱεροὺς στολμούς.
ΤΑ. οὐ γὰρ μέγ᾽ αὐτῇ βασιλικῶν λέκτρων τυχεῖν;
260 ΕΚ. τί δὲ τὸ νεοχμὸν ἀπ᾽ ἐμέθεν ἐλάβετε τέκος, ποῦ μοι;
ΤΑ. Πολυξένην ἔλεξας, ἢ τίν᾽ ἱστορεῖς;
ΕΚ. ταύταν· τῷ πάλος ἔζευξεν;
ΤΑ. τύμβῳ τέτακται προσπολεῖν Ἀχιλλέως.
265 ΕΚ. ὤμοι ᾽γώ· τάφῳ πρόσπολον ἐτεκόμαν.
ἀτὰρ τίς ὅδ᾽ ἢ νόμος ἢ
τί θέσμιον, ὦ φίλος, Ἑλλάνων;
ΤΑ. εὐδαιμόνιζε παῖδα σήν· ἔχει καλῶς.
ΕΚ. τί τόδ᾽ ἔλακες; ἆρά μοι ἀέλιον λεύσσει;
270 ΤΑ. ἔχει πότμος νιν, ὥστ᾽ ἀπηλλάχθαι κακῶν.
ΕΚ. τί δ᾽ ἁ τοῦ χαλκεομήστορος Ἕκτορος δάμαρ,
Ἀνδρομάχα τάλαινα, τίν᾽ ἔχει τύχαν;
ΤΑ. καὶ τήνδ᾽ Ἀχιλλέως ἔλαβε παῖς ἐξαίρετον.
273 ΕΚ. ἐγὼ δὲ τῷ πρόσπολος ἁ τριτοβάμονος χερὶ
δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ;
ΤΑ. Ἰθάκης Ὀδυσσεὺς ἔλαχ᾽ ἄναξ δούλην σ᾽ ἔχειν.
ΕΚ. ἒ ἔ.
ἄρασσε κρᾶτα κούριμον,
280 ἕλκ᾽ ὀνύχεσσι δίπτυχον παρειάν.
ἰώ μοί μοι.
μυσαρῷ δολίῳ λέλογχα φωτὶ δουλεύειν,
πολεμίῳ δίκας, παρανόμῳ δάκει,
285 ὃς πάντα †τἀκεῖσ᾽ ἐνθάδ᾽
ἀντίπαλ᾽ αὖθις ἐκεῖσε† διπτύχῳ γλώσσᾳ
ἄφιλα τὰ πρότερα φίλα τιθέμενος πάντων.
γοᾶσθ᾽, ὦ Τρῳάδες, με.
290 βέβακα δύσποτμος, οἴχομαι
ἁ τάλαιν᾽, ἃ δυστυχεστάτῳ
προσέπεσον κλήρῳ.
ΧΟ. τὸ μὲν σὸν οἶσθα, πότνια, τὰς δ᾽ ἐμὰς τύχας
τίς ἆρ᾽ Ἀχαιῶν ἢ τίς Ἑλλήνων ἔχει;
ΤΑ. ἴτ᾽, ἐκκομίζειν δεῦρο Κασάνδραν χρεὼν
295 ὅσον τάχιστα, δμῶες, ὡς στρατηλάτῃ
ἐς χεῖρα δούς νιν, εἶτα τὰς εἰλεγμένας
καὶ τοῖσιν ἄλλοις αἰχμαλωτίδων ἄγω.
ἔα, τί πεύκης ἔνδον αἴθεται σέλας;
πιμπρᾶσιν, ἢ τί δρῶσι, Τρῳάδες μυχούς,
300 ὡς ἐξάγεσθαι τῆσδε μέλλουσαι χθονὸς
πρὸς Ἄργος, αὑτῶν τ᾽ ἐκπυροῦσι σώματα
θανεῖν θέλουσαι; κάρτα τοι τοὐλεύθερον
ἐν τοῖς τοιούτοις δυσλόφως φέρει κακά.
ἄνοιγ᾽ ἄνοιγε, μὴ τὸ ταῖσδε πρόσφορον,
305 ἐχθρὸν δ᾽ Ἀχαιοῖς, εἰς ἔμ᾽ αἰτίαν βάλῃ.
ΕΚ. οὐκ ἔστιν, οὐ πιμπρᾶσιν, ἀλλὰ παῖς ἐμὴ
μαινὰς θοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ.
***
Φαίνεται από πέρα να έρχεται ο Ταλθύβιος· τον ακολουθούν δορυφόροι.Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
230 Αλλά νά, απ᾽ των Αργείων το στρατό
ένας κράχτης σιμώνει γοργά κατά δω,
κομιστής καμιάς νέας προσταγής.
Τί να φέρνει; Τί να ᾽χει να πει; Η δωρική
γη μάς έχει πια σκλάβες.
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Εκάβη, επίσημη είδηση σας φέρνω.
Είμαι ο Ταλθύβιος· βέβαια θα με ξέρεις·
γιατί πολλές φορές ήρθα στην Τροία
απ᾽ το στρατό σταλμένος των Ελλήνων.
ΕΚΑ. Αυτό ᾽ναι που φοβόμουνα, Τρωαδίτισσες, τόσον καιρό.
240 ΤΑΛ. Η κλήρωση έγινε, αν αυτό φοβόσουν.
ΕΚΑ. Αχ αχ, ποιά πόλη θα μας πεις της Θεσσαλίας
ή και της Φθίας ή κάτω κει που ᾽ναι του Κάδμου η χώρα;
ΤΑΛ. Την καθεμιά σας δίνει ο κλήρος σε άλλον.
ΕΚΑ. Σε ποιόν λοιπόν η καθεμιά έχει πέσει;
τύχη καλή σαν ποιά από μας να καρτερεί;
ΤΑΛ. Ξέρω· ένα ένα ρώτα και θα μάθεις.
ΕΚΑ. Ποιός την Κασσάντρα μου λοιπόν, τη δύστυχή μου κόρη,
κληρώθηκε να πάρει;
ΤΑΛ. Ο Αγαμέμνονας· δώρο, όχι με κλήρο.
250 ΕΚΑ. Δούλα να πάει σε μια γυναίκα από τη Σπάρτη;
Αλίμονό μου!
ΤΑΛ. Ταίρι κρυφό της κλίνης του, όχι δούλα.
ΕΚΑ. Τί λες; τί λες; του Φοίβου μια παρθένα,
που αγνή ζωή τής όρισε για δώρο ο χρυσομάλλης;
ΤΑΛ. Τρελή στην ένθεη κόρη αγάπη αισθάνθηκε.
ΕΚΑ. Μακριά, μακριά σου, του ναού,
κόρη μου, ρίξε τα κλειδιά
κι απ᾽ το κορμί σου τις ιερές ταινίες που το στολίζουν.
ΤΑΛ. Την παίρνει βασιλιάς· για λίγο το ᾽χεις;
260 ΕΚΑ. Κι εκείνη που μου πήρατε τώρα στερνά πού να ᾽ναι;
ΤΑΛ. Θέλεις να πεις την Πολυξένη; Ή άλλη;
ΕΚΑ. Την Πολυξένη, ναι· σε ποιόν τη δίνει ο κλήρος;
ΤΑΛ. Θα υπηρετεί στον τάφο του Αχιλλέα.
ΕΚΑ. Αχ, για υπηρέτρα εγώ λοιπόν τη γέννησα ενός τάφου;
Σαν τί συνήθεια να ᾽ναι αυτή,
τί νόμος των Ελλήνων, είν᾽ αυτός, καλέ μου;
ΤΑΛ. Καλά ᾽ναι ως είναι· καλοτύχιζέ την.
270 ΕΚΑ. Σαν τί να λες; Τάχα να ζει;
ΤΑΛ. Έτσι όπως είναι, είν᾽ απ᾽ τα βάσανα έξω.
ΕΚΑ. Και του κονταρομάχου μου Έχτορα τη χήρα,
την άμοιρη Αντρομάχη του, ποιά τύχη την προσμένει;
ΤΑΛ. Ακλήρωτη κι αυτή την ξεχωρίσαν
και στ᾽ Αχιλλέα το γιο την κάμαν δώρο.
ΕΚΑ. Κι εγώ, που χρειάζομαι ραβδί στο γέρικό μου χέρι
στήριγμα τρίτο του κορμιού, σε ποιόν θα πάω για δούλα;
ΤΑΛ. Σε δίνει ο κλήρος σκλάβα του Οδυσσέα.
ΕΚΑ. Το γυμνό κεφάλι
χτύπα το, αχ·
αχ θα σκούξω πάλι·
280 σκίσε με τα νύχια
τα δυο μάγουλά σου,
σκίσ᾽ τα, συφορά σου.
Αχ αλίμονό μου,
που με δίνει ο κλήρος
σε άντρα δολερό,
τέρας έξω νόμου
και του δίκιου οχτρό·
με τη δίβουλή του γλώσσα
φέρνει εδώ τα πέρα, κι όσα
είναι δώθε, εκεί τα σέρνει,
κι όπου αγάπη, μίσος σπέρνει.
Κλάψτε με, Τρωαδίτισσες,
290 χάθηκα, αχ, η μαύρη·
ο χειρότερος λαχνός
ήρθε εμένα νά βρει
ΚΟΡ. Την τύχη σου, βασίλισσα, την ξέρεις,
μα της δικιάς μου ποιός ο αφέντης θα είναι
Έλληνας ή Αχαιός;
ΤΑΛ. Γρήγορα, δούλοι,
πρέπει να φέρετε έξω την Κασσάντρα,
για να παραδοθεί στο στρατηλάτη,
κι έπειτα να οδηγήσω και στους άλλους
όσες ξεδιαλεχτήκανε για σκλάβες.
Οι δορυφόροι πηγαίνουν κι ανοίγουν τη θύρα μιας καλύβας· μέσα φαίνεται ζωηρή λάμψη· η θύρα ξανακλείνει.
Μπα, τί ᾽ναι η λάμψη αυτή που φέγγει μέσα;
Μην ίσως οι Τρωαδίτισσες, που μάθαν
300 πως θα τις στείλουν στο Άργος, στις καλύβες
βάλαν φωτιά και πέφτουν να καούνε;
Σε τέτοιας δυστυχίας ζυγό δε σκύβουν
οι ελεύθεροι εύκολα έτσι το κεφάλι.
Ανοίξτε· αυτές το θέλουν, μα κακό ᾽ναι
για τους Αχαιούς κι ύστερα εγώ θα μπλέξω.
Η θύρα ξανανοίγει και φαίνεται πάλι η λάμψη.
ΕΚΑ. Δε βάζουνε φωτιά, η Κασσάντρα μου είναι,
που κατά δω, μαινάδα, ορμάει τρεχάτη.