ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
§8.1. Η πρώτη μορφή σύνταξης του προφορικού λόγου των αρχαίων κοινωνιών ήταν η δημιουργία σύντομων και ισοδύναμων προτάσεων που παρατάσσονταν η μια μετά την άλλη. Στη μορφή αυτή ο λόγος παρέθετε ουσιαστικά τα νοήματα ισότιμα, παρόλο που στη λογική ακολουθία που δημιουργούνταν προφανώς κάποια νοήματα κατείχαν δευτερεύουσα θέση σε σχέση με άλλα. Στην εξελικτική πορεία της δομής του λόγου αυτή η νοηματική υπόταξη των νοημάτων καταρχήν εκφράστηκε με τα απαρέμφατα και τις μετοχές και μετά δημιούργησε στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες το πλήθος των δευτερευουσών προτάσεων. Η κατά παράταξη, όμως, σύνταξη εξακολουθεί να είναι ένας δημοφιλής τρόπος δόμησης του λόγου κατά την κλασική περίοδο, ο οποίος προσδίδει ιδιαίτερη ζωντάνια στον λόγο. Όπως είναι γνωστό, επίσης, ήταν ο κατεξοχήν τρόπος με τον οποίο δομήθηκε ο λόγος των ομηρικών επών, γεγονός που υποδηλώνει την αρχαϊκότητα και την προφορικότητα αυτής της ποίησης. Στο παράδειγμα που ακολουθεί από την Ιλιάδα φαίνεται η ισοδυναμία των πράξεων κατά τη χρονική ακολουθία τους:
ΟΜ Ιλ 17.50 δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. αἵματί οἱ δεύοντο κόμαι || και έπεσε κάτω με κρότο, και από πάνω του βρόντηξαν τα όπλα. Και τα μαλλιά του μούσκεψαν με αίμα.
Τρόποι εκφοράς της κατά παράταξη σύνταξης
§8.2. Στην κατά παράταξη σύνταξη ανάμεσα σε όμοιες προτάσεις (κύριες ή δευτερεύουσες) έχουμε δύο τρόπους εκφοράς (α) το ασύνδετο σχήμα και (β) τη σύνδεση με παρατακτικούς συνδέσμους (οι οποίοι ήταν αρχικά απλά μόρια).
§8.3. Το ασύνδετο σχήμα μπορεί να εξυπηρετεί είτε μια απλή παράθεση γεγονότων είτε είναι ένα προμελετημένο υφολογικό στοιχείο που προσδίδει ζωηρότητα στον λόγο. Οι προτάσεις, που παρατίθενται, χωρίζονται με κόμματα:
ΛΥΣ 12.100 παύσομαι κατηγορῶν. ἀκηκόατε, ἑωράκατε, πεπόνθατε, ἔχετε·δικάζετε || θα τελειώσω το κατηγορητήριο. Έχετε ακούσει, έχετε δει, έχετε υποφέρει, τους έχετε: βγάλτε απόφαση.
ΞΕΝ Ελλ 2.4.33 καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ εὐθὺς ἐκδραμόντες ἠκόντιζον, ἔβαλλον, ἐτόξευον, ἐσφενδόνων· και οι ελαφρά οπλισμένοι αφού όρμησαν αμέσως άρχισαν να βάλουν με ακόντια, να ρίχνουν πέτρες, να τοξεύουν, να βάλουν με σφενδόνες.
Είναι φανερό από τα παραδείγματα ότι ο Ξενοφώντας ακολουθεί με το ασύνδετο σχήμα τη ροή των πολεμικών πράξεων τις οποίες παραθέτει, ενώ ο Λυσίας προσπαθεί να εντυπώσει στη συνείδηση των ακροατών του τη δύναμη των επιχειρημάτων του και να τους ωθήσει στη λήψη της επιθυμητής απόφασης.
§8.4. Σύνδεση με παρατακτικούς συνδέσμους. Η χρήση των παρατακτικών συνδέσμων δημιουργεί στην ουσία ένα πολυσύνδετο σχήμα, το οποίο υποδηλώνει μια συγκεκριμένη νοηματική σχέση των συνδεόμενων μερών (συμπλοκή, διάζευξη, αντίθεση, συμπέρασμα και αιτιώδης σχέση). Επιπλέον, τα συνδεόμενα μέρη δεν χάνουν τη νοηματική αυτοτέλειά τους που αν συνέβαινε, θα τα είχε "υποβιβάσει" σε δευτερεύουσες προτάσεις:
ΙΣΟΚΡ 1.24 βραδέως μὲν φίλος γίγνου, γενόμενος δὲ πειρῶ διαμένειν || να γίνεσαι με αργούς ρυθμούς φίλος, όταν όμως γίνεις προσπάθησε να διατηρείς τη φιλία.
ΞΕΝ Ελλ 2.1.2 πυθόμενος δὲ τὸ σύνθημα ὁ Ἐτεόνικος, ἀπόρως μὲν εἶχε τί χρῷτο τῷ πράγματι διὰ τὸ πλῆθος τῶν καλαμηφόρων· τό τε γὰρ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἐπιχειρῆσαι σφαλερὸν ἐδόκει εἶναι || ο Ετεόνικος, όμως, όταν έμαθε το σύνθημα, βρισκόταν σε αμηχανία πώς να χειριστεί το ζήτημα εξ αιτίας του πλήθους των καλαμηφόρων. Γιατί έκρινε ότι ήταν επικίνδυνο να επιτεθεί εναντίον τους φανερά.
Στο πρώτο παράδειγμα διατυπώνεται μια αντίθεση μολονότι οι προτάσεις διατηρούν την αυτοτέλειά τους· στο δεύτερο υπάρχει μια αιτιώδης σχέση, η οποία, επίσης, δεν αλλοιώνει την νοηματική αυτοτέλεια των προτάσεων.
Σύνδεσμοι παρατακτικοί
§8.5. Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι συμπλέκουν καταφατικά ή αποφατικά τις προτάσεις. Αυτοί είναι:
• συμπλεκτικοί καταφατικοί: τέ (μπαίνει πάντοτε μετά τη λέξη που συνδέει), καί:
ΞΕΝ Ελλ 1.1.1 καὶ εὐθὺς ἐναυμάχησαν αὖθις Λακεδαιμόνιοι καὶ Ἀθηναῖοι, ἐνίκησαν δὲ Λακεδαιμόνιοι ἡγουμένου Ἀγησανδρίδου || και αμέσως ναυμάχησαν και πάλι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, νίκησαν μάλιστα οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον Αγησανδρίδη.
ΙΣΑΙΟΣ 1.12 ἔσωσεν ἡμῖν, ἐπεμελεῖτό τε ὁμοίως τῶν ἡμετέρων || μας έσωσε, και φρόντιζε επίσης και τις υποθέσεις μας.
• συμπλεκτικοί αποφατικοί: οὔτε, μήτε, οὐδέ, μηδέ (άρνηση και στις δυο προτάσεις), καὶ οὐ, καὶ μή, οὔτε τε, μήτε τε (άρνηση σε μια μόνο από δυο προτάσεις):
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.2.26 ὁ δ᾽ οὔτε πρότερον οὐδενί πω κρείττονι ἑαυτοῦ εἰς χεῖρας ἐλθεῖν ἔφη οὔτε τότε Κύρῳ ἰέναι ἤθελε || και αυτός είπε ότι ούτε προηγουμένως είχε θέσει ποτέ τον εαυτό του στα χέρια κάποιου δυνατότερού του, ούτε τότε θα τον έθετε στα χέρια του Κύρου.
ΘΟΥΚ 1.86.5 μήτε τοὺς Ἀθηναίους ἐᾶτε μείζους γίγνεσθαι μήτε τοὺς ξυμμάχους καταπροδιδῶμεν || μην αφήνετε τους Αθηναίους να γίνουν ισχυρότεροι και ας μην εγκαταλείψουμε τους συμμάχους!
ΘΟΥΚ 2.5.2 ὁ γὰρ Ἀσωπὸς ποταμὸς ἐρρύη μέγας καὶ οὐ ῥᾳδίως διαβατὸς ἦν ο Ασωπός || γιατί ο Ασωπός ποταμός φούσκωσε και έτσι δεν μπορούσε κανείς να τον διαβεί εύκολα.
ΠΛ Λαχ 201c αὔριον ἕωθεν ἀφίκου οἴκαδε καὶ μὴ ἄλλως ποιήσῃς || αύριο νωρίς το πρωί έλα σπίτι μου και μην το παραμελήσεις!
ΘΟΥΚ 2.1.1 οὔτε ἐπεμείγνυντο ἔτι ἀκηρυκτεὶ παρ᾽ ἀλλήλους καταστάντες τε ξυνεχῶς ἐπολέμουν || τώρα πια δεν επικοινωνούσαν παρά μόνο με κήρυκες και αφού άρχισαν τις εχθροπραξίες πολεμούσαν αδιάκοπα.
• Εμφατική σύνδεση με τους συνδυασμούς: τὲ - καί, καὶ - καί:
ΙΣΑΙΟΣ 2.12 ἐπῄνεσέ τε τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ εἶπεν ὅτι δέοιτο… || και επιδοκίμασε την πρότασή του και συμφώνησε ότι χρειαζόταν…
ΞΕΝ Ελλ 3.1.11 ὁ ἀνήρ σοι ὁ ἐμὸς καὶ τἆλλα φίλος ἦν καὶ τοὺς φόρους ἀπεδίδου. || ο άντρας μου και κατά τα άλλα ήταν φίλος σου και σου πλήρωνε τους φόρους.
•Ειδικές κατηγορίες του συνδέσμου καὶ στην παρατακτική σύνδεση προτάσεων:
Ο σύνδεσμος καὶ αποκτά ποικίλες νοηματικές αποχρώσεις, επειδή αρχικά ήταν επίρρημα και σήμαινε "ακόμη, επίσης, ακόμα και". Από αυτήν τη σημασία απορρέουν όλες οι υπόλοιπες:
• προσθετικός (=ακόμη, επίσης):
ΞΕΝ KΑναβ 1.2.8 ἔστι δὲ καὶ μεγάλου βασιλέως βασίλεια ἐν Κελαιναῖς || υπάρχει επίσης ένα παλάτι του Μεγάλου Βασιλιά στις Κελαινές.
• επιδοτικός (=ακόμη και)·συνήθως βρίσκεται στα οὐ (μὴ) μόνον - ἀλλὰ καί, οὐχ (μὴ) ὅτι - ἀλλὰ καί (πρβ. τις αντίστοιχες εκφράσεις στα Λατινικά: non solum / non tantum / non modo … sed etiam):
ΔΗΜ 2.31 οὐ τὸν εἰπόντα μόνον παραχρῆμ᾽ ἐπαινέσεσθε, ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ὕστερον <ἐπαινέσεσθε> || όχι μόνον τον αγορητή θα επαινέσετε τώρα αμέσως, αλλά αργότερα και εσάς τους ίδιους <θα επαινέσετε>.
Απλός ο σύνδεσμος συναντάται επίσης με επιδοτική έννοια:
γνωμικό: ἀνάγκᾳ καὶ θεοὶ πείθονται || στην ανάγκη ακόμη και οι θεοί υπακούν.
• εναντιωματικός (=αν και, μολονότι), συντάσσεται με μετοχή όπως ο καίπερ
ΞΕΝ Ελλ 3.5.2 Ἀθηναῖοι δὲ καὶ οὐ μεταλαβόντες τούτου τοῦ χρυσίου ὅμως πρόθυμοι ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον || οι Αθηναίοι αν και δεν πήραν μερίδιο από αυτά τα χρήματα, ήταν ωστόσο πρόθυμοι να πολεμήσουν.
• μεταβατικός·στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου για να δηλώσει απλή μετάβαση:
ΞΕΝ KΑναβ 1.2.6 ἐνταῦθα ἔμεινεν ἡμέρας ἑπτά· καὶ ἧκε Μένων ὁ Θετταλὸς ὁπλίτας ἔχων χιλίους || εκεί παρέμεινε επτά μέρες∙ και έφτασε ο Μένων ο Θεσσαλός μαζί με χίλιους οπλίτες.
§8.6. Οι διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί σύνδεσμοι συνδέουν διαζευκτικά τις προτάσεις. Οι διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί σύνδεσμοι είναι: ἤ, ἤτοι, εἴτε, ἐάντε, ἄντε, ἤντε:
ΘΟΥΚ 2.40.2 καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα || και εμείς οι ίδιοι είτε αποφασίζουμε για τα πολιτικά ζητήματα ή προσπαθούμε να βρούμε σωστές λύσεις γι' αυτά.
ΠΛ Θεαιτ 210c ὦ Θεαίτητε, ἐάντε γίγνῃ, βελτιόνων ἔσῃ πλήρης διὰ τὴν νῦν ἐξέτασιν, ἐάντε κενὸς ᾖς… || Θεαίτητε, αν πραγματικά συλλάβεις, θα γεμίσεις καλύτερες σκέψεις εξαιτίας της παρούσας έρευνας, αν, από την άλλη, μείνεις κενός…
ΞΕΝ Απομν 2.1.28 ἀλλ᾽ εἴτε τοὺς θεοὺς ἵλεως εἶναί σοι βούλει, […] εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεις ἀγαπᾶσθαι || αλλά ή θέλεις τους θεούς να είναι ευμενείς μαζί σου ή επιθυμείς να αγαπιέσαι από τους φίλους.
Η εμφατική διάζευξη δηλώνεται με τον συνδυασμό των συνδέσμων: ἢ - ἤ, ἤτοι - ἤ, ἢ - ἢ καί:
ΑΝΔΟΚ 1.26 ἢ ἐμήνυσα κατά του, ἢ οὐχ ἕκαστοι ἔφυγον κατὰ τὰς μηνύσεις || ή εγώ έκανα μήνυση εναντίον κάποιου από αυτούς ή οι διάφορες ομάδες δεν εξορίστηκαν ως αποτέλεσμα των δικών μου μηνύσεων.
ΑΝΔΟΚ 4.29 ὅσοι δὲ ἢ παρὰ τῶν πολιτῶν ἤκουον ἢ καὶ ἐπεγίγνωσκον τὰ τούτου, κατεγέλων ἡμῶν || όσοι πάλι ή τα άκουγαν από τους πολίτες ή και γνώριζαν τα ζητήματα που τον αφορούν, γελούσαν σε βάρος μας.
§8.7. Οι αντιθετικοί ή εναντιωματικοί σύνδεσμοι συνδέουν αντιθετικά τις προτάσεις. Οι αντιθετικοί ή εναντιωματικοί σύνδεσμοι είναι: μέν, δέ, μέντοι, ἀλλά, ὅμως, μήν (=όμως), ἀλλὰ μήν (=αλλά όμως), καὶ μήν (=και όμως), οὐ μὴν ἀλλά (=αλλά όμως), καίτοι (=όμως), ἀλλά (ἀλλ' ἤ) (δηλώνεται ισχυρή αντίθεση μεταξύ των μερών):
ΑΝΤΙΦ 1.13 ταῦτα μὲν οὖν μέχρι τούτου· περὶ δὲ τῶν γενομένων πειράσομαι ὑμῖν διηγήσασθαι τὴν ἀλήθειαν || αρκετά λοιπόν με αυτά μέχρις εδώ. Τώρα όμως θα επιχειρήσω να σας διηγηθώ την αλήθεια για τα γεγονότα.
ΑΝΤΙΦ 1.26 ἡ μὲν ἑκουσίως καὶ βουλεύσασα ἀπέκτεινεν, ὁ δ᾽ ἀκουσίως καὶ βιαίως ἀπέθανε || αυτή μεν τον σκότωσε από πρόθεση και αφού το προσχεδίασε, αυτός όμως πέθανε χωρίς τη θέλησή του και με βίαιο τρόπο.
ΘΟΥΚ 2.22.2 ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν καὶ Ἀθηναίων οὐ πολλοί· ἀνείλοντο μέντοι αὐτοὺς αὐθημερὸν ἀσπόνδους || δεν πέθαναν πολλοί από τους Αθηναίους και τους Θεσσαλούς, αυτούς όμως [τους νεκρούς] τους πήραν την ίδια μέρα από το πεδίο της μάχης χωρίς να γίνει ανακωχή.
ΑΝΤΙΦ 5.75 ὅμως μέντοι καθ᾽ ὅσον ἐγὼ οἶδα, οὐ προδώσω τὸν πατέρα || εγώ όμως θα χρησιμοποιήσω ό,τι γνώση έχω και δεν θα αφήσω ανυπεράσπιστο τον πατέρα μου.
ΙΣΑΙΟΣ 1.37 ὥστ᾽ οὐ χρὴ παρ᾽ ἡμῶν, ἀλλὰ [καὶ] παρ᾽ αὐτῶν τούτων πυνθάνεσθαι τὸ δίκαιον || ώστε όχι τόσο από εμάς, αλλά κυρίως από αυτούς τους ίδιους πρέπει να μάθετε το δίκαιο.
εμφατική αντιθετική σύνδεση προτάσεων: οὐ (μὴ) μόνον - ἀλλὰ καί, οὐχ (μὴ) ὅπως - ἀλλ' οὐδέ, οὐχ ὅπως - ἀλλὰ καί:
ΙΣΟΚΡ 17.1 οὐ γὰρ μόνον περὶ πολλῶν χρημάτων κινδυνεύω, ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ μὴ δοκεῖν ἀδίκως τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν || γιατί δεν διακυβεύω μόνο ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, αλλά και την υπόληψή μου, μη θεωρηθεί δηλαδή ότι εποφθαλμιώ παράνομα αυτά που ανήκουν στους άλλους.
ΙΣΟΚΡ 14.5 οὐχ ὅπως τῆς κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ᾽ οὐδὲ δουλείας μετρίας τυχεῖν ἠξιώθημεν || όχι μόνον δεν μετέχουμε στην ελευθερία που απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι, αλλά και δεν θεωρηθήκαμε άξιοι ούτε και μιας μετριοπαθούς δουλείας.
ΞΕΝ Ελλ 5.4.34 οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐχ ὅπως τιμωρήσαιντο, ἀλλὰ καὶ ἐπαινέσειαν τὸν Σφοδρίαν || οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνον δεν θα τιμωρούσαν, αλλά αντίθετα θα επαινούσαν κιόλας τον Σφοδρία.
§8.8. Με τους συμπερασματικούς συνδέσμους εισάγεται συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα. Οι συμπερασματικοί σύνδεσμοι είναι: ἄρα, δή, δῆτα, οὖν, γοῦν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, οὔκουν (εισάγει αποφατικό συμπέρασμα), οὐκοῦν (εισάγει καταφατικό συμπέρασμα), ὥστε (είναι παρατακτικός στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου):
ΑΝΔΟΚ 1.4 οὗτος ἄρα βουλήσεται περὶ τοῦ σώματος τοῦ ἑαυτοῦ κινδυνεῦσαι; || αυτός λοιπόν θα θελήσει να διακινδυνεύσει τη ζωή του;
ΞΕΝ Ελλ 2.4.37 ἔπεμπον δὴ καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐκ τοῦ ἄστεως λέγοντας… || έστειλαν λοιπόν και οι δημόσιες αρχές απεσταλμένους να διαμηνύσουν…
ΘΟΥΚ 6.38.5 καὶ δῆτα, ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην, τί καὶ βούλεσθε, ὦ νεώτεροι; || και λοιπόν, κάτι που πολλές φορές αναρωτήθηκα, τι ακριβώς επιδιώκετε εσείς οι νεότεροι;
ΙΣΑΙΟΣ 2.44 ἐγὼ οὖν δέομαι ὑμῶν πάντων, ὦ ἄνδρες, καὶ ἀντιβολῶ καὶ ἱκετεύω ἐλεῆσαί με καὶ ἀποψηφίσασθαι τοῦ μάρτυρος τουτουί || σας παρακαλώ, λοιπόν, κύριοι, σας εκλιπαρώ και σας ικετεύω να με λυπηθείτε και να απαλλάξετε αυτόν εδώ τον μάρτυρα.
ΙΣΟΚΡ 21.5 Νικίας τοίνυν Εὐθύνου πλείω μὲν ἔχει, ἧττον δὲ δύναται λέγειν ο Νικίας λοιπόν έχει περισσότερα χρήματα από τον Ευθύνουν, αλλά είναι λιγότερο ικανός ρήτορας.
ΘΟΥΚ 6.38.3 τοιγάρτοι δι᾽ αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει, στάσεις δὲ πολλὰς καὶ ἀγῶνας […] ἀναιρεῖται || αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο σπάνια η πολιτεία μας έχει ησυχία και υποφέρει από επαναστάσεις και αγώνες.
ΞΕΝ Απομν 3.5.12 τοιγαροῦν πολλῶν μὲν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν διέμειναν ἐν τῇ ἑαυτῶν || γι' αυτό λοιπόν, μολονότι έγιναν πολλές μετακινήσεις στην Ελλάδα, αυτοί έμειναν στη χώρα τους.
ΑΝΔΟΚ 1.40 οὔκουν ἕλοιτο παρὰ τῆς πόλεως χρήματα λαβεῖν μᾶλλον ἢ παρ᾽ ἡμῶν || θα προτιμούσε, λοιπόν, να πάρει τα χρήματα από εμάς παρά από την πολιτεία.
ΞΕΝ Ελλ 7.1.13 οὐκοῦν οὕτως ἐκεῖνοι μὲν ὑμῶν αὐτῶν γίγνονται ἡγεμόνες, ὑμεῖς δὲ τῶν ἐκείνων δούλων καὶ ἐλαχίστου ἀξίων || έτσι λοιπόν εκείνοι αποκτούν την εξουσία πάνω σε σας τους ίδιους, ενώ εσείς πάνω στους δούλους τους και σε ανθρώπους ανάξιους λόγου.
§8.9. Οι αιτιολογικοί σύνδεσμοι είναι: γάρ, ἐπεί, ὡς. Η παρατακτική αιτιολογική σύνδεση γίνεται κυρίως με τον αιτιολογικό σύνδεσμο γὰρ και σπανιότερα με τους ἐπεὶ και ὡς. Οι σύνδεσμοι αυτοί συνδέουν περιόδους και ημιπεριόδους και εισάγεται νόημα, το οποίο αιτιολογεί ή δικαιολογεί άλλο. Προσοχή: ο σύνδεσμος γὰρ δεν είναι ποτέ η πρώτη λέξη στην πρόταση:
ΑΝΔΟΚ 1.18 κάλει δὲ καὶ Φίλιππον καὶ Ἀλέξιππον· οὗτοι γάρ εἰσιν Ἀκουμενοῦ καὶ Αὐτοκράτορος συγγενεῖς || να καλέσεις τον Φίλιππο και τον Αλέξιππο. Γιατί αυτοί είναι συγγενείς του Ακουμενού και του Αυτοκράτορα.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.2.25 ἢν δὲ νικῶμεν […] φυλάξασθαι δεῖ τὸ ἐφ᾽ ἁρπαγὴν τραπέσθαι· ὡς ὁ τοῦτο ποιῶν οὐκέτ᾽ ἀνήρ ἐστιν, ἀλλὰ σκευοφόρος || αν νικήσουμε πρέπει να αποτρέψουμε τη λεηλασία∙γιατί αυτός που το κάνει αυτό δεν είναι στρατιώτης, αλλά αχθοφόρος.
§8.10.Παρατηρήσεις για τις σημασίες του συνδέσμου γάρ. Ο σύνδεσμος γάρ, ο οποίος προέρχεται από τη συγχώνευση των μορίων γε και ἂρ (ἄρα), αρχικά ήταν βεβαιωτικό επίρρημα. Στη συνέχεια, όμως, αποκτά διάφορες σημασίες στην κατά παράταξη σύνδεση των προτάσεων:
• αιτιολογικός:
ΞΕΝ Ελλ 1.1.14 Ἀλκιβιάδης […] παρακελεύετο αὐτοῖς ὅτι ἀνάγκη εἴη καὶ ναυμαχεῖν καὶ πεζομαχεῖν καὶ τειχομαχεῖν· Οὐ γὰρ ἔστιν, ἔφη, χρήματα ἡμῖν, τοῖς δὲ πολεμίοις ἄφθονα παρὰ βασιλέως || ο Αλκιβιάδης τους έλεγε ότι ήταν ανάγκη να επιτεθούν και από θάλασσα και από ξηρά και να προσβάλουν τα τείχη. "Γιατί", είπε, "εμείς δεν έχουμε χρήματα, ενώ οι εχθροί μας έχουν άφθονα από τον Βασιλιά."
• παρενθετικός: όταν διακόπτεται η ροή της πρότασης και παρεμβάλλεται μια παρενθετική πρόταση που εισάγεται με τον γάρ, τότε ο σύνδεσμος έχει αιτιολογική σημασία (καμιά φορά και με βεβαιωτική απόχρωση, γιατί βέβαια). Μπορεί, μάλιστα, τότε να θεωρηθεί ότι ο γὰρ συνδέει καθ' υπόταξη και ισοδυναμεί με αιτιολογικό σύνδεσμο, γιατί διακόπτεται η πρόταση που αιτιολογείται και παρεμβάλλεται η πρόταση που εισάγεται με τον γὰρ:
ΞΕΝ Ελλ 1.7.5 μετὰ ταῦτα δὲ οἱ στρατηγοὶ βραχέως ἕκαστος ἀπελογήσατο (οὐ γὰρ προυτέθη σφίσι λόγος κατὰ τὸν νόμον), καὶ τὰ πεπραγμένα διηγοῦντο || μετά από αυτά οι στρατηγοί απολογήθηκαν σύντομα (γιατί βέβαια δεν τους παραχωρήθηκε ο οριζόμενος προς απολογία από τον νόμο χρόνος) και εξιστόρησαν αυτά που έκαναν.
ΞΕΝ Ελλ 3.2.27 τὴν δὲ πόλιν (ἀτείχιστος γὰρ ἦν) ἐνόμισαν αὐτὸν μὴ βούλεσθαι μᾶλλον ἢ μὴ δύνασθαι ἑλεῖν || τη δε πόλη (γιατί βέβαια ήταν ατείχιστη) νόμισαν ότι μάλλον δεν θέλησε παρά δεν μπόρεσε να την καταλάβει.
• βεβαιωτικός: διατηρείται η αρχική βεβαιωτική σημασία του συνδέσμου:
ΠΛ Φαιδ 69a τοῦτο δ᾽ ὅμοιόν ἐστιν ᾧ νυνδὴ ἐλέγετο, τῷ τρόπον τινὰ δι᾽ ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι. Ἔοικε γάρ. || αυτό είναι όμοιο με τούτο που λεγόταν μόλις τώρα, ότι γίνονται φρόνιμοι περνώντας κατά κάποιον τρόπο μέσα από την αποχαλίνωση. Πράγματι, έτσι φαίνεται.
Συχνά συναντάται με τον σύνδεσμο ἀλλά (ἀλλὰ γάρ= βέβαια, πραγματικά):
ΙΣΟΚΡ 19.1 Ἀλλὰ γὰρ ἴσως ἀνάξιος ἦν υἱὸς εἰσποιηθῆναι Θρασυλόχῳ καὶ λαβεῖν αὐτοῦ τὴν ἀδελφήν || πραγματικά ίσως να ήταν ανάξιος ο γιος του να συγγενέψει με τον Θρασύλοχο και να παντρευτεί την αδελφή του.
Πολύ συχνά εμφανίζεται σε απαντήσεις στους πλατωνικούς λ.χ. διαλόγους:
ΠΛ Πολ 376b Ἀλλὰ μέντοι, εἶπον ἐγώ, τό γε φιλομαθὲς καὶ φιλόσοφον ταὐτόν; Ταὐτὸν γάρ, ἔφη. || Άραγε, όμως, είπα εγώ, η αγάπη για τη μάθηση και η αγάπη για τη φιλοσοφία ταυτίζονται; Ταυτίζονται, ναι, είπε.
• επεξηγηματικός-διασαφητικός: εισάγει επεξήγηση ή διασάφηση των προηγούμενων· συχνά ακολουθεί φράσεις, όπως σημεῖον δέ, τεκμήριον δέ, τὸ μέγιστον:
ΙΣΟΚΡ 9.17 Σημεῖον δὲ μέγιστον· περὶ μὲν γὰρ ἄλλων πολλῶν καὶ παντοδαπῶν λέγειν τολμῶσιν οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες, περὶ δὲ τῶν τοιούτων οὐδεὶς πώποτ᾽ αὐτῶν συγγράφειν ἐπεχείρησεν || αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη: ότι δηλαδή για πολλά άλλα και διάφορα πράγματα τολμούν να μιλήσουν αυτοί που ασχολούνται με τη φιλοσοφία, αλλά γι' αυτά κανείς ποτέ από αυτούς δεν προσπάθησε να γράψει.
• καὶ γάρ: ο σύνδεσμος καὶ σε αυτήν την περίπτωση είναι επιδοτικός και αναφέρεται στη λέξη που ακολουθεί το γάρ. Ο συνδυασμός των δύο συνδέσμων μεταφράζεται γιατί και … ή και μάλιστα…:
ΣΟΦ Αντ 488 αὐτή τε χἠ ξύναιμος οὐκ ἀλύξετον μόρου κακίστου· καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου || αυτή και η αδελφή της δεν θα διαφύγουν τον αθλιότατο θάνατο. Γιατί και κείνη την κατηγορώ εξίσου ότι σχεδίασε αυτήν την ταφή.
ΙΣΑΙΟΣ 5.13 καὶ ἡμεῖς μὲν καταψευδομαρτυρηθέντες ἀπωλέσαμεν τὰ ὄντα· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ οὐ πολλῷ χρόνῳ ὕστερον μετὰ τὴν δίκην ἐτελεύτησε || και εμείς χάσαμε την περιουσία μας επειδή μάρτυρες κατέθεσαν ψευδώς εναντίον μας∙ και μάλιστα λίγο καιρό μετά τη δίκη ο πατέρας μου πέθανε.
Πέμπτη 27 Απριλίου 2023
Με πληγές μπορείς να ζήσεις, με τα απωθημένα όμως μπορείς;
Η ζωή έκτος από ωραίο ταξίδι, είναι και ένας αδιάκοπος αγώνας. Αγώνας με μάχες. Με νίκες πανηγυρικές και ήττες καταστροφικές. Τις μεγαλύτερες μάχες, όμως, τις δώσαμε με τον εαυτό μας. Συνήθως δεν τις έμαθε κανείς. Τις πνίξαμε μέσα μας, δεν μιλήσαμε για αυτές ποτέ και πουθενά, ειδικά όταν νιώσαμε νικημένοι και προδομένοι από τον εαυτό μας πρώτα.
Γιατί καλή η λογική, αλλά ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε να υπακούει πιστά σε αυτή. Έχει και συναισθήματα. Και αυτά γεννούν αδυναμίες, που πολλές φορές οδηγούν στην συντριβή. Εκεί να δεις μάχες και ξενύχτια. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις όχι αντιπάλους, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό, που έχει διχαστεί και χωριστεί στα δύο. Που δεν ξέρεις πως να τον βάλεις σε τάξη.
Από τη μία ξέρεις τι συμβαίνει. Το μυαλό σου λειτουργεί σαν λεπίδα κοφτερή και αναλύει τα πάντα.
Ξέρεις τι συμβαίνει, ξέρεις τι θες και πως πρέπει να προχωρήσεις. Και εκεί που κάπου, κάπως, το κοντρολάρεις το πράγμα, ξάφνου ξυπνά η καρδιά. Και αρχίζουν τα προβλήματα. Και αρχίζει το συναίσθημα να σε τραβά πίσω, στην αντίθετη τροχιά και να γεννά αμφιβολίες.
Και εσύ στη μέση ανήμπορος να διαλέξεις πια. Γιατί ξέρεις πως σε τέτοια διλήμματα δεν θα βγεις ποτέ κερδισμένος. Το θέμα είναι πια πόσα αντέχεις να χάσεις. Από σένα τον ίδιο. Αν επιλέξεις τη λογική, θα χάσεις λιγότερα υλικά, όμως θα σου μείνει το απωθημένο και “τι θα γινόταν άραγε αν…”. Αν διαλέξεις την καρδιά, απωθημένα και αν δε θα υπάρχουν, ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να συντριβείς τόσο πολύ συναισθηματικά και υλικά, που θα ευχόσουν να σε είχε σταματήσει η λογική σου.
Χαμένη η μάχη, σου λέω. Ότι κι αν κάνεις, λαβωμένος θα βγεις. Τώρα πόσο βαθιά και πολλά θα ‘ναι τα τραύματα, από σένα εξαρτάται. Όλα είναι μέσα στο μυαλό μας πάντα. Εκεί κουβαλάμε επιλογές, πόνο και γιατρειά ακόμα. Και η γιατρειά είναι η αποδοχή. Διάλεξε πάντα αυτό που θες πραγματικά. Με πληγές μπορείς να ζήσεις, με τα απωθημένα όμως αντέχεις;
Γιατί καλή η λογική, αλλά ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε να υπακούει πιστά σε αυτή. Έχει και συναισθήματα. Και αυτά γεννούν αδυναμίες, που πολλές φορές οδηγούν στην συντριβή. Εκεί να δεις μάχες και ξενύχτια. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις όχι αντιπάλους, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό, που έχει διχαστεί και χωριστεί στα δύο. Που δεν ξέρεις πως να τον βάλεις σε τάξη.
Από τη μία ξέρεις τι συμβαίνει. Το μυαλό σου λειτουργεί σαν λεπίδα κοφτερή και αναλύει τα πάντα.
Ξέρεις τι συμβαίνει, ξέρεις τι θες και πως πρέπει να προχωρήσεις. Και εκεί που κάπου, κάπως, το κοντρολάρεις το πράγμα, ξάφνου ξυπνά η καρδιά. Και αρχίζουν τα προβλήματα. Και αρχίζει το συναίσθημα να σε τραβά πίσω, στην αντίθετη τροχιά και να γεννά αμφιβολίες.
Και εσύ στη μέση ανήμπορος να διαλέξεις πια. Γιατί ξέρεις πως σε τέτοια διλήμματα δεν θα βγεις ποτέ κερδισμένος. Το θέμα είναι πια πόσα αντέχεις να χάσεις. Από σένα τον ίδιο. Αν επιλέξεις τη λογική, θα χάσεις λιγότερα υλικά, όμως θα σου μείνει το απωθημένο και “τι θα γινόταν άραγε αν…”. Αν διαλέξεις την καρδιά, απωθημένα και αν δε θα υπάρχουν, ωστόσο υπάρχει ο κίνδυνος να συντριβείς τόσο πολύ συναισθηματικά και υλικά, που θα ευχόσουν να σε είχε σταματήσει η λογική σου.
Χαμένη η μάχη, σου λέω. Ότι κι αν κάνεις, λαβωμένος θα βγεις. Τώρα πόσο βαθιά και πολλά θα ‘ναι τα τραύματα, από σένα εξαρτάται. Όλα είναι μέσα στο μυαλό μας πάντα. Εκεί κουβαλάμε επιλογές, πόνο και γιατρειά ακόμα. Και η γιατρειά είναι η αποδοχή. Διάλεξε πάντα αυτό που θες πραγματικά. Με πληγές μπορείς να ζήσεις, με τα απωθημένα όμως αντέχεις;
Η διάθεση ως καθρέφτης του εαυτού
Η ζωή χαρίζει ευχάριστες στιγμές, αλλά παράλληλα μας δίνει και πολλές αντιξοότητες, όπου καλούμαστε να ξεπεράσουμε. Απ’ όσα, όμως, θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε, ποτέ δεν θα γνωρίσουμε αρκετά, ώστε να αδιαφορήσουμε.
Κάθε φορά απαιτείται η νέα ματιά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και βρίσκεται σε συνεχή ροή. Έτσι, ο βαθμός προσαρμογής στους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής, καθορίζει και τις διαθέσεις μας.
Τα βήματά μας στην ζωή συνήθως οδηγούν στο απρόβλεπτο και το άγνωστο. Αυτό, από την μία, δημιουργεί συχνά ανασφάλεια και φόβο, ο οποίος ενεργοποιεί με την σειρά του αρνητικές διαθέσεις.
Από την άλλη, τα γνώριμα και τα οικεία, διαμορφώνουν θετικές και αισιόδοξες διαθέσεις. Το να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε τις διαθέσεις μας εν γένει, αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό την εξοικείωση και προσαρμογή στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Αυτό που κάθε στιγμή στην ζωή συναντάμε και αντιμετωπίζουμε, είναι το ίδιο που θα μας πληροφορήσει για την δική μας ύπαρξη.
Η διάθεση, μέσω της οποίας προσεγγίζουμε κάτι, δηλώνει πολλές φορές την διανοητική και ψυχολογική μας υγεία. Κάθε σκέψη ή ενέργεια στον πυρήνα της, κινητοποιείται από ένα συναισθηματικό φορτίο, το οποίο επιχειρεί να δηλωθεί και να μοιραστεί.
Η διάθεση αναδεικνύει την σύνδεση με ένα εσωτερικό συναίσθημα, το οποίο αναζητά την ένταξή του σε ένα ευρύτερο όλον.
Βάσει αυτού διαμορφώνεται και η συμπεριφορά μας. Δεν είναι μια απλή και επιφανειακή παρόρμηση, αλλά μια βαθύτερη προσπάθεια ένταξης και συμβίωσης εντός του Υπάρχειν εν γένει.
Οι διαθέσεις αναδεικνύουν τον τρόπο που ως κοινωνία σχετιζόμαστε και συγκλίνουμε, καθώς και τον βαθμό που χωριζόμαστε μεταξύ μας και αποκλίνουμε.
Η αποκάλυψη της διάθεσης στην οποία βρίσκεται κάποιος, στην ουσία ομολογεί το πως βιώνει ο ίδιος την ένταξη του ή μη, σε μια κατάσταση ή ένα συμβάν που ενδέχεται να τον αφορά. Οι διαθέσεις φανερώνουν τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις σε ένα σύστημα σχέσεων, μεταξύ του εαυτού, καθώς επίσης και των άλλων ανθρώπων.
Κάθε διατύπωση επιχειρεί να αποκαλύψει τις προ-διαθέσεις. Να φανερώσει, δηλαδή, τον τρόπο που θεάται κάποιος ένα συμβάν. Εκθέτει έτσι την συναισθηματική του θέση, η οποία γίνεται ορατή μέσω της διάθεσης.
Όταν μοιραζόμαστε, εξερχόμαστε από την δική μας θέση στιγμιαία, προς την θέση του άλλου, μηδενίζοντας τις αποστάσεις μεταξύ μας. Επίσης, όταν μοιραζόμαστε, επιχειρεί ο εαυτός να εκτεθεί, μηδενίζοντας τις αποστάσεις των τάσεων εντός του.
Στην ολότητα του εαυτού, εντάσσονται συμπωματικά επίσης και οι διαθέσεις μας. Με το μοίρασμα, υποβαθμίζεται η νοητική αίσθηση της θέσης στην οποία βρισκόμαστε, και γινόμαστε διαθέσιμοι στην ανοικτότητα του άλλου.
Ετυμολογία και σημασία της λέξης "διάθεση"
Ετυμολογικά η λέξη διάθεση από το (διατίθημι) σημαίνει τακτοποίηση, διάταξη. Αφορά την σύνθεση των μερών που μας διατίθενται. ΙΙ. Αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας. (Μέγα Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας Liddell & Scott).
Για να είναι κάτι διαθέσιμο, θα πρέπει να είναι παρευρισκόμενο. Το παρευρισκόμενο για να γίνει αντιληπτό, θα πρέπει να έχει έναν κοινό εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας με το αντικείμενο που το αφορά. Μόνο τότε υπάρχει η δυνατότητα εύρεσης. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτού που είναι διαθέσιμο, ώστε να ευρεθεί, είναι η αναγκαιότητα της συν-ύπαρξης του, μαζί μας. Μόνο τότε μας καθίσταται κάτι διαθέσιμο.
Η Ύπαρξη εν γένει, είναι το κοινό αφετηριακό πεδίο των πάντων. Στην Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία το "Υπάρχειν" διατυπώνεται ως "Είναι". Εντός του Είναι, όλα συνυπάρχουν ως υποκείμενα. Ως απαρέμφατο (το Υπάρχειν) δεν αναγνωρίζει κανένα αντικείμενο. Δίνει έμφαση και αναφέρεται στην υποκείμενη εσωτερική διαδικασία των σχέσεων, ως την μόνη ενιαία αλήθεια της Ύπαρξης.
Το θεμελιώδες στοιχείο κάθε διαθέσιμου μέρους προς ανεύρεση, είναι η αναγνώριση της κοινής αφετηριακής συνύπαρξης του με το όλον. Οντολογικά μια δυνατότητα καθίσταται εφικτή, όταν γίνεται επιτρεπτή (=διανοίγεται προς διάθεσιν), η έκθεση της καθολικότητας του προς το επιμέρους. Έτσι, η εκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση οποιουδήποτε όντος, (ψυχολογική, νοητική, η υπαρξιακή) μας δια-τίθεται. Βρίσκεται, δηλαδή, στην διάθεση του κοινού υποκείμενου ως συνεύρεση εντός του Εν-Είναι.
Ο άνθρωπος πάντοτε προσφέρει εαυτόν (=είναι προς διάθεσιν), (εκούσια ή μη), ώστε να προκληθεί η συνάντησή του με το Είναι του. Γι’ αυτό ο βίος του γίνεται αγωνιώδης.
Ο τρόπος που αισθάνομαι κάθε φορά, ορίζεται από την αντίληψη της θέσης μου εντός του ευρύτατου υποκείμενου που θεωρώ ότι βρίσκομαι. Το Είναι, είναι το ενιαίο πεδίο, εντός του οποίου η συνύπαρξη είναι απροϋπόθετη. Εκτός αυτού ουδέν υπάρχει.
Κατά τον επιφανή Γερμανό φιλόσοφο του 20 αιώνα, Martin Heidegger, και λάτρη της Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, η διάθεση ορίζεται από μια «διαθεσιμότητα προς εύρεση», όχι με την ενεργητική της έννοια, αλλά την μεταβατική της σημασία. Υποδηλώνει μια διαμονή, εντός μιας «ψυχικής ηρεμίας» που συνήθως «περνά απαρατήρητη». Το γεγονός ότι οι διαθέσεις μπορούν να χαλάσουν ή να μεταβληθούν, σημαίνει ότι «πάντοτε ήδη το εδώ-του-Είναι βρίσκεται εκάστοτε σε μια διάθεση».
Η ευχάριστη διάθεση, είναι η κατάσταση η οποία υποδηλώνει μια ανοιχτότητα ανεύρεσης, που με καθιστά να «είμαι έτσι όπως είμαι κάθε φορά». Σε αυτή την περίπτωση, «το εδώ-του-Είναι έχει παραδοθεί διανοιγόμενο, προς εκείνο το Είναι που υπάρχοντας, πρέπει να είναι».
Η δυσάρεστη διάθεση, από την άλλη, είναι η κατάσταση η οποία αναφέρεται σε ένα γίγνεσθαι (δηλ. μια εναγώνια διαδικασία ανεύρεσης), προς αυτό που αν και είναι διαθέσιμο, καθότι Είναι, το αναζητώ.
Ο προπλατωνικός μέγιστος φιλόσοφος Παρμενίδης μας αποκαλύπτει: “Είναι καθήκον σου να τα μάθεις όλα με πειστικό για εσέ τρόπο. Τόσο και για αυτό που είναι σύμφωνο με την αλήθεια την σφαιρική (ολοστρόγγυλη, καθολική) και ακλόνητη (χωρίς εξαιρέσεις), όσο και τις δοξασίες των θνητών ανθρώπων, στις οποίες δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και βεβαιότητα αλήθειας, (καθότι το αληθές είναι κρυμμένο, όταν είναι διηρημένο και τεμαχισμένο και έτσι δεν γίνεται φανερό)” (απ.1.28-30).
Μόνο τότε θα γαληνεύσει ο νους του ανθρώπου και θα βελτιωθεί η διάθεση του, όταν πειστεί ο ίδιος, για την ένταξή του στο όλον. Τότε θα αποκτήσει ακλόνητο νόημα η ύπαρξη του. Αυτό θα συμβεί όταν θεωρήσει ότι είναι μέρος του ενιαίου αδιαίρετου και αδιάσπαστου Είναι.
Αν μας ενδιαφέρει η «ολοστρόγγυλη αλήθεια» στην αναφορά του Παρμενίδη, θα πρέπει να μην ξεχάσουμε να συμπεριλάβουμε εντός της όλα όσα είμαστε.
Ο βαθμός παρέκκλισης από την σφαιρική αλήθεια, μας διαχωρίζει (ψευδώς) από το ίδιο το Είναι, διαμελίζοντας μας από Αυτό. Όπως το ίδιο που συμβαίνει με τον καθρέφτη. Εστιάζουμε στο είδωλο, το οποίο διαχωρίζει το αληθινό από το πραγματικό όλον, ενώ μας φανερώνει ως αντι-κείμενο ως εικονικό. Έτσι με τον διαχωρισμό αυτόν, παραβλέπεται (υποβαθμίζεται) το αφανές της ενιαίας κοινής ουσίας.
Η προσωποκεντρική ματιά του ψυχοθεραπευτή Carl Rogers, όπως την διατυπώνει, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πως: “το βαθιά ατομικό είναι οικουμενικό”.
Οι διαθέσεις μας είναι οι οδοδείκτες της πορείας μας στην ζωή. Κάθε προοπτική των βημάτων μας, οδηγεί στον ίδιο ενιαίο Είναι, όπου όλα συν-ανήκουν και οικούν.
Κάθε αίσθηση διαμελισμού ή αποκοπής είναι αποχωρισμός που προκαλεί πόνο. Η ενσυναίσθηση αναζητά να συν-αισθανθεί ως εν. Αυτή καθίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση επούλωσης των διαχωρισμών.
Μια σκέψη πάντοτε κινητοποιείται από ένα πρωταρχικό συναίσθημα. Αναζητά έτσι να ανοίξει διαδρομές συνένωσης. Να φανερώσει τρόπους να εκφραστεί (να εκ-δηλωθεί). Όταν το μερικό ενός συστήματος πάσχει, τότε και όλο σώμα υποφέρει επίσης.
Η διά-θεση είναι η προαγγελία ενός δια-χωρισμού που έχει ήδη συντελεστεί, προμηνύοντας αποκλίσεις ή συγκλίσεις. Με την εκδήλωση της διάθεσης, αναζητούνται τρόποι προσέγγισης ή απομάκρυνσης, ως προς την σχέση μας με το Είναι. Η νοητική αίσθηση της ενσωμάτωσης, όταν εφευρίσκει τρόπους να ενισχυθεί, οδηγεί στην νοητική ψυχική και σωματική υγεία. Όταν το καθολικότερο συναίσθημα (ως Είναι), μέσα από την μοναδικότητα της ατομικότητας, επιτραπεί να εκφραστεί και να μην αμφισβητηθεί το συμπαγές και ενιαίο θεμέλιο του, ότε όλα υγιαίνουν.
Όταν ο άνθρωπος βιώνει την ανεστιότητα της ύπαρξης του, η αρνητική του διάθεση αναζητά συνοδοιπορίες ένταξης.
Ο φίλος για να είναι αποτελεσματικός και χρήσιμος, θα πρέπει να “συνοδοιπορεί” με τον πάσχοντα συνάνθρωπο, χωρίς να χάνει την αυθεντικότητα της δικής του θέσης.
Επίσης δεν θα πρέπει να κρίνει, αλλά να υπονοεί με την στάση του και με πειστικό τρόπο να διατυπώνει την δική του πεποίθηση πως: η μετάλλαξη του πρόσημου προς το θετικότερο εντός του Είναι, είναι πάντοτε μια εφικτή εν δυνάμει δυνατότητα για κάθε άνθρωπο.
Το δικαίωμα να συν-υπάρχουμε εντός του Είναι, είναι αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο. Εκεί οπού όλα συνανήκουν και συνυπάρχουν, μέσα από την ελευθέρια της διαφορετικότητας τους, εκεί γεννιούνται οι προϋπόθεσεις να βιώσουν την χαρά της ύπαρξης τους ως συμμετοχή.
Διάθεση και αυτογνωσία
Για να αγαπήσεις κάτι πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις. Ομοίως, για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει επίσης πρώτα να τον γνωρίσεις. Για να τον γνωρίσεις όμως, θα πρέπει να του ανα-γνωρίσεις όλα όσα είναι και εκφράζει. Η αποδοχή όλων όσων είμαστε, καθρεφτίζει το Είναι εντός του οποίου πορευόμαστε. Εντός του Είναι και τα αδύνατα δύνανται. Το Είναι, είναι μέσα στον οικείο και δικό Του διάκοσμο.
Το Είναι, είναι ο ψυχολογικός μας καθρέφτης. Εκεί καθρεφτιζόμαστε πάντοτε εμπρός του. Στο αυθεντικό του εαυτού που ήδη είμαστε και έχουμε βρεθεί διαισθητικά να συναντήσουμε. Αυτό το αντάμωμα όμως, μόνο βιωματικά μπορεί να γίνει αισθητό ως συν-απάντημα, στο κάθε αίτημα ανεύρεσης. Μια ανεύρεση που εν μέσω των ορίων και της τυφλότητας, ιχνηλατεί εαυτόν ως Είναι. Όλα εντός του Είναι εγγίζονται, ώστε να φανερώνουν στο Φως Του την παρ-ουσία τους, μέσω Αυτού. Εκείνο που θεωρούμε ότι μας απειλεί, είναι το εικονικό της από-στασης μας από το Είναι. Πάραυτα συν-ίσταται και αυτό (το εικονικό) μαζί με εμάς, ως κινουμένη σκιά στο Φως, ενώ μας αποκαλύπτει το ξέφωτο στον κοινό “τόπο” του Είναι.
Ψηλαφώντας τα σκοτεινά της ζωής περάσματα, ενδέχεται να διαπιστώσουμε πως αυτό που μας λείπει, είναι ο προάγγελος της ανεύρεσης του αυθεντικού εαυτού. Το Είναι ενσυναισθητικά υπομένων, μας παραδίδεται αδιάκοπα. Αναμένει δε σε κάθε ευκαιρίας το κάλεσμα, για μια νέα συνάντηση γνωριμίας, όπου Αυτό ανατέλλει αιώνια αληθεύον.
Η αποστολή του κάθε ανθρώπου και ειδικά του θεραπευτή προς το συνάνθρωπο του, είναι να αφουγκραστεί το μη λεγόμενο του άλλου. Να συν-αισθανθεί το αισθανόμενο βάθος των λόγων που κάποιος επιχειρεί να ερμηνεύσει και να επικοινωνήσει. Όταν αυτό συμβεί και έχει κοινωνηθεί, θα επιστρέψει διάφανη η βεβαιότητα χαράς και ελπίδας σταδιακά, φωτίζοντας τον κόσμο γύρω μας. Έναν κόσμο γεμάτο φως, που αξίζει όλοι να ζούμε με εμπιστοσύνη, όταν τα λόγιά πέρα από ήχους (και όχι συμβουλές), μεταφέρουν μηνύματα αποδοχής και Αγάπης προς τον συνάνθρωπο μας. Τότε τα λόγια γίνονται φορείς νοημάτων απελευθέρωσης, μιας ειδικής αποστολής, όπου ο καθένας θα έπρεπε να υπηρετεί πιστά. Αυτή είναι η ύψιστη αμοιβή, για κάθε άνθρωπος που αν και είναι φορέας της, είναι δύσκολο να εννοήσει και να μετρήσει στην ολότητα της. Να εν-νοήσει, δηλαδή, το Εν, ως το Όλον του Παρμενίδη (Εν το Παν), όντας ο ίδιος όχι απλώς και μόνο παρατηρητής, αλλά και ως εν έργω συμμέτοχος.
Ας μην αφήσουμε την ευκαιρία που μας διατίθεται (ως διάθεση) κάθε φορά να παρέλθει, σε όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Ας αποδεχθούμε τα δώρα που μας προσφέρει η ζωή, αν θέλουμε να τα δώσουμε με την σειρά μας σε αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη.
Η ελπίδα και η χαρά είναι δικαίωμα όλων, να ζήσουν στην επάρκεια τους. Η ζωή έτσι και αλλιώς μέσα από την πολυμορφία της, απλόχερα και συνεχώς όλα μας τα διαθέτει. Αυτός που θα καταφέρει να γνωρίσει την αληθινή αποστολή του την κάθε στιγμή, θα ευτυχεί και θα γίνεται φορέας χαράς, ειρήνης και ελπίδας. Η ζωή που μας προσφέρει τα δώρα της, αν τα αναγνωρίσουμε ως τέτοια, τότε η κάθε στιγμή γίνεται, κάλεσμα της αιωνιότητας να τη βιώσουμε εντός μας.
Αυτός που αγαπά αληθινά, θα πρέπει το θέλημά του να είναι η απαλλαγή του αλλού από τον πόνο με κάθε τρόπο. Η βελτίωση της διάθεσης, είναι ο ψυχολογικός καταλυτικός παράγων, ο οποίος ανοίγει δρόμους ελπίδας και προοπτικής, για κάθε πάσχοντα συνάνθρωπο.
Αν αφουγκραστούμε αληθινά το πόνο του άλλου, ενδέχεται η ψυχολογική του διάθεση να μεταστραφεί και να φωτίσει εσωτερικές λεωφόρους ελπίδας. Τότε χωρίς εμείς να έχουμε διατυπώσει καν τίποτα, ενδέχεται να έχουμε επιτελέσει το έργο μας: μόνο και μόνο που θα επιτρέψουμε σε κάποιον να εκφράσει την ανάγκη του μέσω των διαθέσεων του, και τον διασφαλίσουμε ότι θα του είμαστε διαθέσιμοι.
Κάθε φορά απαιτείται η νέα ματιά σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και βρίσκεται σε συνεχή ροή. Έτσι, ο βαθμός προσαρμογής στους ξέφρενους ρυθμούς της ζωής, καθορίζει και τις διαθέσεις μας.
Τα βήματά μας στην ζωή συνήθως οδηγούν στο απρόβλεπτο και το άγνωστο. Αυτό, από την μία, δημιουργεί συχνά ανασφάλεια και φόβο, ο οποίος ενεργοποιεί με την σειρά του αρνητικές διαθέσεις.
Από την άλλη, τα γνώριμα και τα οικεία, διαμορφώνουν θετικές και αισιόδοξες διαθέσεις. Το να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε τις διαθέσεις μας εν γένει, αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό την εξοικείωση και προσαρμογή στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Αυτό που κάθε στιγμή στην ζωή συναντάμε και αντιμετωπίζουμε, είναι το ίδιο που θα μας πληροφορήσει για την δική μας ύπαρξη.
Η διάθεση, μέσω της οποίας προσεγγίζουμε κάτι, δηλώνει πολλές φορές την διανοητική και ψυχολογική μας υγεία. Κάθε σκέψη ή ενέργεια στον πυρήνα της, κινητοποιείται από ένα συναισθηματικό φορτίο, το οποίο επιχειρεί να δηλωθεί και να μοιραστεί.
Η διάθεση αναδεικνύει την σύνδεση με ένα εσωτερικό συναίσθημα, το οποίο αναζητά την ένταξή του σε ένα ευρύτερο όλον.
Βάσει αυτού διαμορφώνεται και η συμπεριφορά μας. Δεν είναι μια απλή και επιφανειακή παρόρμηση, αλλά μια βαθύτερη προσπάθεια ένταξης και συμβίωσης εντός του Υπάρχειν εν γένει.
Οι διαθέσεις αναδεικνύουν τον τρόπο που ως κοινωνία σχετιζόμαστε και συγκλίνουμε, καθώς και τον βαθμό που χωριζόμαστε μεταξύ μας και αποκλίνουμε.
Η αποκάλυψη της διάθεσης στην οποία βρίσκεται κάποιος, στην ουσία ομολογεί το πως βιώνει ο ίδιος την ένταξη του ή μη, σε μια κατάσταση ή ένα συμβάν που ενδέχεται να τον αφορά. Οι διαθέσεις φανερώνουν τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις σε ένα σύστημα σχέσεων, μεταξύ του εαυτού, καθώς επίσης και των άλλων ανθρώπων.
Κάθε διατύπωση επιχειρεί να αποκαλύψει τις προ-διαθέσεις. Να φανερώσει, δηλαδή, τον τρόπο που θεάται κάποιος ένα συμβάν. Εκθέτει έτσι την συναισθηματική του θέση, η οποία γίνεται ορατή μέσω της διάθεσης.
Όταν μοιραζόμαστε, εξερχόμαστε από την δική μας θέση στιγμιαία, προς την θέση του άλλου, μηδενίζοντας τις αποστάσεις μεταξύ μας. Επίσης, όταν μοιραζόμαστε, επιχειρεί ο εαυτός να εκτεθεί, μηδενίζοντας τις αποστάσεις των τάσεων εντός του.
Στην ολότητα του εαυτού, εντάσσονται συμπωματικά επίσης και οι διαθέσεις μας. Με το μοίρασμα, υποβαθμίζεται η νοητική αίσθηση της θέσης στην οποία βρισκόμαστε, και γινόμαστε διαθέσιμοι στην ανοικτότητα του άλλου.
Ετυμολογία και σημασία της λέξης "διάθεση"
Ετυμολογικά η λέξη διάθεση από το (διατίθημι) σημαίνει τακτοποίηση, διάταξη. Αφορά την σύνθεση των μερών που μας διατίθενται. ΙΙ. Αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας. (Μέγα Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας Liddell & Scott).
Για να είναι κάτι διαθέσιμο, θα πρέπει να είναι παρευρισκόμενο. Το παρευρισκόμενο για να γίνει αντιληπτό, θα πρέπει να έχει έναν κοινό εσωτερικό κώδικα επικοινωνίας με το αντικείμενο που το αφορά. Μόνο τότε υπάρχει η δυνατότητα εύρεσης. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτού που είναι διαθέσιμο, ώστε να ευρεθεί, είναι η αναγκαιότητα της συν-ύπαρξης του, μαζί μας. Μόνο τότε μας καθίσταται κάτι διαθέσιμο.
Η Ύπαρξη εν γένει, είναι το κοινό αφετηριακό πεδίο των πάντων. Στην Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία το "Υπάρχειν" διατυπώνεται ως "Είναι". Εντός του Είναι, όλα συνυπάρχουν ως υποκείμενα. Ως απαρέμφατο (το Υπάρχειν) δεν αναγνωρίζει κανένα αντικείμενο. Δίνει έμφαση και αναφέρεται στην υποκείμενη εσωτερική διαδικασία των σχέσεων, ως την μόνη ενιαία αλήθεια της Ύπαρξης.
Το θεμελιώδες στοιχείο κάθε διαθέσιμου μέρους προς ανεύρεση, είναι η αναγνώριση της κοινής αφετηριακής συνύπαρξης του με το όλον. Οντολογικά μια δυνατότητα καθίσταται εφικτή, όταν γίνεται επιτρεπτή (=διανοίγεται προς διάθεσιν), η έκθεση της καθολικότητας του προς το επιμέρους. Έτσι, η εκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση οποιουδήποτε όντος, (ψυχολογική, νοητική, η υπαρξιακή) μας δια-τίθεται. Βρίσκεται, δηλαδή, στην διάθεση του κοινού υποκείμενου ως συνεύρεση εντός του Εν-Είναι.
Ο άνθρωπος πάντοτε προσφέρει εαυτόν (=είναι προς διάθεσιν), (εκούσια ή μη), ώστε να προκληθεί η συνάντησή του με το Είναι του. Γι’ αυτό ο βίος του γίνεται αγωνιώδης.
Ο τρόπος που αισθάνομαι κάθε φορά, ορίζεται από την αντίληψη της θέσης μου εντός του ευρύτατου υποκείμενου που θεωρώ ότι βρίσκομαι. Το Είναι, είναι το ενιαίο πεδίο, εντός του οποίου η συνύπαρξη είναι απροϋπόθετη. Εκτός αυτού ουδέν υπάρχει.
Κατά τον επιφανή Γερμανό φιλόσοφο του 20 αιώνα, Martin Heidegger, και λάτρη της Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, η διάθεση ορίζεται από μια «διαθεσιμότητα προς εύρεση», όχι με την ενεργητική της έννοια, αλλά την μεταβατική της σημασία. Υποδηλώνει μια διαμονή, εντός μιας «ψυχικής ηρεμίας» που συνήθως «περνά απαρατήρητη». Το γεγονός ότι οι διαθέσεις μπορούν να χαλάσουν ή να μεταβληθούν, σημαίνει ότι «πάντοτε ήδη το εδώ-του-Είναι βρίσκεται εκάστοτε σε μια διάθεση».
Η ευχάριστη διάθεση, είναι η κατάσταση η οποία υποδηλώνει μια ανοιχτότητα ανεύρεσης, που με καθιστά να «είμαι έτσι όπως είμαι κάθε φορά». Σε αυτή την περίπτωση, «το εδώ-του-Είναι έχει παραδοθεί διανοιγόμενο, προς εκείνο το Είναι που υπάρχοντας, πρέπει να είναι».
Η δυσάρεστη διάθεση, από την άλλη, είναι η κατάσταση η οποία αναφέρεται σε ένα γίγνεσθαι (δηλ. μια εναγώνια διαδικασία ανεύρεσης), προς αυτό που αν και είναι διαθέσιμο, καθότι Είναι, το αναζητώ.
Ο προπλατωνικός μέγιστος φιλόσοφος Παρμενίδης μας αποκαλύπτει: “Είναι καθήκον σου να τα μάθεις όλα με πειστικό για εσέ τρόπο. Τόσο και για αυτό που είναι σύμφωνο με την αλήθεια την σφαιρική (ολοστρόγγυλη, καθολική) και ακλόνητη (χωρίς εξαιρέσεις), όσο και τις δοξασίες των θνητών ανθρώπων, στις οποίες δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και βεβαιότητα αλήθειας, (καθότι το αληθές είναι κρυμμένο, όταν είναι διηρημένο και τεμαχισμένο και έτσι δεν γίνεται φανερό)” (απ.1.28-30).
Μόνο τότε θα γαληνεύσει ο νους του ανθρώπου και θα βελτιωθεί η διάθεση του, όταν πειστεί ο ίδιος, για την ένταξή του στο όλον. Τότε θα αποκτήσει ακλόνητο νόημα η ύπαρξη του. Αυτό θα συμβεί όταν θεωρήσει ότι είναι μέρος του ενιαίου αδιαίρετου και αδιάσπαστου Είναι.
Αν μας ενδιαφέρει η «ολοστρόγγυλη αλήθεια» στην αναφορά του Παρμενίδη, θα πρέπει να μην ξεχάσουμε να συμπεριλάβουμε εντός της όλα όσα είμαστε.
Ο βαθμός παρέκκλισης από την σφαιρική αλήθεια, μας διαχωρίζει (ψευδώς) από το ίδιο το Είναι, διαμελίζοντας μας από Αυτό. Όπως το ίδιο που συμβαίνει με τον καθρέφτη. Εστιάζουμε στο είδωλο, το οποίο διαχωρίζει το αληθινό από το πραγματικό όλον, ενώ μας φανερώνει ως αντι-κείμενο ως εικονικό. Έτσι με τον διαχωρισμό αυτόν, παραβλέπεται (υποβαθμίζεται) το αφανές της ενιαίας κοινής ουσίας.
Η προσωποκεντρική ματιά του ψυχοθεραπευτή Carl Rogers, όπως την διατυπώνει, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πως: “το βαθιά ατομικό είναι οικουμενικό”.
Οι διαθέσεις μας είναι οι οδοδείκτες της πορείας μας στην ζωή. Κάθε προοπτική των βημάτων μας, οδηγεί στον ίδιο ενιαίο Είναι, όπου όλα συν-ανήκουν και οικούν.
Κάθε αίσθηση διαμελισμού ή αποκοπής είναι αποχωρισμός που προκαλεί πόνο. Η ενσυναίσθηση αναζητά να συν-αισθανθεί ως εν. Αυτή καθίσταται η απαραίτητη προϋπόθεση επούλωσης των διαχωρισμών.
Μια σκέψη πάντοτε κινητοποιείται από ένα πρωταρχικό συναίσθημα. Αναζητά έτσι να ανοίξει διαδρομές συνένωσης. Να φανερώσει τρόπους να εκφραστεί (να εκ-δηλωθεί). Όταν το μερικό ενός συστήματος πάσχει, τότε και όλο σώμα υποφέρει επίσης.
Η διά-θεση είναι η προαγγελία ενός δια-χωρισμού που έχει ήδη συντελεστεί, προμηνύοντας αποκλίσεις ή συγκλίσεις. Με την εκδήλωση της διάθεσης, αναζητούνται τρόποι προσέγγισης ή απομάκρυνσης, ως προς την σχέση μας με το Είναι. Η νοητική αίσθηση της ενσωμάτωσης, όταν εφευρίσκει τρόπους να ενισχυθεί, οδηγεί στην νοητική ψυχική και σωματική υγεία. Όταν το καθολικότερο συναίσθημα (ως Είναι), μέσα από την μοναδικότητα της ατομικότητας, επιτραπεί να εκφραστεί και να μην αμφισβητηθεί το συμπαγές και ενιαίο θεμέλιο του, ότε όλα υγιαίνουν.
Όταν ο άνθρωπος βιώνει την ανεστιότητα της ύπαρξης του, η αρνητική του διάθεση αναζητά συνοδοιπορίες ένταξης.
Ο φίλος για να είναι αποτελεσματικός και χρήσιμος, θα πρέπει να “συνοδοιπορεί” με τον πάσχοντα συνάνθρωπο, χωρίς να χάνει την αυθεντικότητα της δικής του θέσης.
Επίσης δεν θα πρέπει να κρίνει, αλλά να υπονοεί με την στάση του και με πειστικό τρόπο να διατυπώνει την δική του πεποίθηση πως: η μετάλλαξη του πρόσημου προς το θετικότερο εντός του Είναι, είναι πάντοτε μια εφικτή εν δυνάμει δυνατότητα για κάθε άνθρωπο.
Το δικαίωμα να συν-υπάρχουμε εντός του Είναι, είναι αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο. Εκεί οπού όλα συνανήκουν και συνυπάρχουν, μέσα από την ελευθέρια της διαφορετικότητας τους, εκεί γεννιούνται οι προϋπόθεσεις να βιώσουν την χαρά της ύπαρξης τους ως συμμετοχή.
Διάθεση και αυτογνωσία
Για να αγαπήσεις κάτι πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις. Ομοίως, για να αγαπήσεις τον εαυτό σου, πρέπει επίσης πρώτα να τον γνωρίσεις. Για να τον γνωρίσεις όμως, θα πρέπει να του ανα-γνωρίσεις όλα όσα είναι και εκφράζει. Η αποδοχή όλων όσων είμαστε, καθρεφτίζει το Είναι εντός του οποίου πορευόμαστε. Εντός του Είναι και τα αδύνατα δύνανται. Το Είναι, είναι μέσα στον οικείο και δικό Του διάκοσμο.
Το Είναι, είναι ο ψυχολογικός μας καθρέφτης. Εκεί καθρεφτιζόμαστε πάντοτε εμπρός του. Στο αυθεντικό του εαυτού που ήδη είμαστε και έχουμε βρεθεί διαισθητικά να συναντήσουμε. Αυτό το αντάμωμα όμως, μόνο βιωματικά μπορεί να γίνει αισθητό ως συν-απάντημα, στο κάθε αίτημα ανεύρεσης. Μια ανεύρεση που εν μέσω των ορίων και της τυφλότητας, ιχνηλατεί εαυτόν ως Είναι. Όλα εντός του Είναι εγγίζονται, ώστε να φανερώνουν στο Φως Του την παρ-ουσία τους, μέσω Αυτού. Εκείνο που θεωρούμε ότι μας απειλεί, είναι το εικονικό της από-στασης μας από το Είναι. Πάραυτα συν-ίσταται και αυτό (το εικονικό) μαζί με εμάς, ως κινουμένη σκιά στο Φως, ενώ μας αποκαλύπτει το ξέφωτο στον κοινό “τόπο” του Είναι.
Ψηλαφώντας τα σκοτεινά της ζωής περάσματα, ενδέχεται να διαπιστώσουμε πως αυτό που μας λείπει, είναι ο προάγγελος της ανεύρεσης του αυθεντικού εαυτού. Το Είναι ενσυναισθητικά υπομένων, μας παραδίδεται αδιάκοπα. Αναμένει δε σε κάθε ευκαιρίας το κάλεσμα, για μια νέα συνάντηση γνωριμίας, όπου Αυτό ανατέλλει αιώνια αληθεύον.
Η αποστολή του κάθε ανθρώπου και ειδικά του θεραπευτή προς το συνάνθρωπο του, είναι να αφουγκραστεί το μη λεγόμενο του άλλου. Να συν-αισθανθεί το αισθανόμενο βάθος των λόγων που κάποιος επιχειρεί να ερμηνεύσει και να επικοινωνήσει. Όταν αυτό συμβεί και έχει κοινωνηθεί, θα επιστρέψει διάφανη η βεβαιότητα χαράς και ελπίδας σταδιακά, φωτίζοντας τον κόσμο γύρω μας. Έναν κόσμο γεμάτο φως, που αξίζει όλοι να ζούμε με εμπιστοσύνη, όταν τα λόγιά πέρα από ήχους (και όχι συμβουλές), μεταφέρουν μηνύματα αποδοχής και Αγάπης προς τον συνάνθρωπο μας. Τότε τα λόγια γίνονται φορείς νοημάτων απελευθέρωσης, μιας ειδικής αποστολής, όπου ο καθένας θα έπρεπε να υπηρετεί πιστά. Αυτή είναι η ύψιστη αμοιβή, για κάθε άνθρωπος που αν και είναι φορέας της, είναι δύσκολο να εννοήσει και να μετρήσει στην ολότητα της. Να εν-νοήσει, δηλαδή, το Εν, ως το Όλον του Παρμενίδη (Εν το Παν), όντας ο ίδιος όχι απλώς και μόνο παρατηρητής, αλλά και ως εν έργω συμμέτοχος.
Ας μην αφήσουμε την ευκαιρία που μας διατίθεται (ως διάθεση) κάθε φορά να παρέλθει, σε όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Ας αποδεχθούμε τα δώρα που μας προσφέρει η ζωή, αν θέλουμε να τα δώσουμε με την σειρά μας σε αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη.
Η ελπίδα και η χαρά είναι δικαίωμα όλων, να ζήσουν στην επάρκεια τους. Η ζωή έτσι και αλλιώς μέσα από την πολυμορφία της, απλόχερα και συνεχώς όλα μας τα διαθέτει. Αυτός που θα καταφέρει να γνωρίσει την αληθινή αποστολή του την κάθε στιγμή, θα ευτυχεί και θα γίνεται φορέας χαράς, ειρήνης και ελπίδας. Η ζωή που μας προσφέρει τα δώρα της, αν τα αναγνωρίσουμε ως τέτοια, τότε η κάθε στιγμή γίνεται, κάλεσμα της αιωνιότητας να τη βιώσουμε εντός μας.
Αυτός που αγαπά αληθινά, θα πρέπει το θέλημά του να είναι η απαλλαγή του αλλού από τον πόνο με κάθε τρόπο. Η βελτίωση της διάθεσης, είναι ο ψυχολογικός καταλυτικός παράγων, ο οποίος ανοίγει δρόμους ελπίδας και προοπτικής, για κάθε πάσχοντα συνάνθρωπο.
Αν αφουγκραστούμε αληθινά το πόνο του άλλου, ενδέχεται η ψυχολογική του διάθεση να μεταστραφεί και να φωτίσει εσωτερικές λεωφόρους ελπίδας. Τότε χωρίς εμείς να έχουμε διατυπώσει καν τίποτα, ενδέχεται να έχουμε επιτελέσει το έργο μας: μόνο και μόνο που θα επιτρέψουμε σε κάποιον να εκφράσει την ανάγκη του μέσω των διαθέσεων του, και τον διασφαλίσουμε ότι θα του είμαστε διαθέσιμοι.
Είναι, ο έρωτας δημοκρατικός;
«Ελευθέρους αφήκε πάντας ο Θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε», είπε ο Αλκιδάμας 2.500 χρόνια πριν, κι ο υπαρξιστής Ζαν Πολ Σαρτρ: «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος».
Σωστά τα των φιλοσόφων περί της ελευθερίας του ανθρώπου, με μια διαφορά όμως: ότι στο μόνον που ο άνθρωπος εκχωρεί οικειοθελώς την ελευθερία του για να δεθεί με τα γλυκόπικρα «δεσμά» του είναι ο έρωτας!
Είναι, λοιπόν, ο ΕΡΩΤΑΣ δημοκρατικός; Η απάντηση βγαίνει άμεση κι αυθόρμητη: Καθόλου, ο έρωτας δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοκρατία! Συμβιβάζεται ο έρωτας με την ελευθερία; Δεν συμβιβάζεται, διότι καθόσο διαρκεί μας «κατέχει», είμαστε «υποτακτικοί» του, κι απέναντι σ’ έναν κατακτητή οι έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας διασαλεύονται, κι αν δεν αφανίζονται, υπολείπονται πολύ του πραγματικού νοήματός των.
Οι «αρρώστιες» του: ζήλεια, κτητικότητα, μοναδικότητα ή καμιά φορά και απιστία δεν είναι καθόλου δημοκρατικές! Ο έρωτας αντιστέκεται στις ουτοπίες της δικαιοσύνης και της ισότητας, αφού το ν’ αγαπάς σημαίνει να προτιμάς!.. Πολλοί λένε ότι ο έρωτας είναι μια “φυλακή”! Ο ένας θέλει να επιβληθεί επί του άλλου, να τον κάνει κτήμα του, να τον εξουσιάζει. Όμως μέσα σ’ αυτήν την ωραία “φυλακή” αναπνέουμε άπαντες, σ’ αυτήν την ίδια οφείλουμε να μάθουμε να ερωτεύομαστε, να πενθήσουμε και να υμνήσουμε την ιδιότητά μας του “δεσμώτη”!
”Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας”, έλεγε σ’ ένα ποίημά του ο Αραγκόν. Στην πραγματικότητα όμως, για όσο διαρκεί, κι όποιες μεταπτώσεις και να έχει, ο έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι ένα πάθος (για την/τον αγαπημένη/νο), με τα ευτυχή και δυστυχή που μπορεί να περικλείει. Ασφαλώς υπάρχει πόνος στους έρωτές μας, αλλά είναι ένας πόνος που προκαλεί μια αγωνία που δημιουργεί ηδονή. Ίσως το πάθος του μας οδηγήσει ακόμα και στη δυστυχία. Μα είναι ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία το να μην έχεις νιώσει ποτέ στη ζωή σου το πάθος του έρωτα!», (από συνέντευξη του Πασκάλ Μπρικνέρ)…
«”Τι εστί έρως, λοιπόν; αναρωτιόταν ο Τζιάκομο Καζανόβα και ο οποίος αφού τον βίωσε όσο κανείς άλλος ίσως απαντούσε: έρως, ο μη ορισμός! Της φύσεως θεός. Η γλυκύτερη πικρία, η πικρότερη γλυκύτης. Τέρας θεϊκό, που ορίζεται μόνον διαμέσου των παράδοξων. Ο έρωτας είναι η απάντηση σε όλα. Το παράδοξο είναι ότι ο ίδιος είναι και η ερώτηση. Έρωτας λοιπόν σημαίνει έρωτας”.
Ο Ησίοδος γράφει στη Θεογονία του: “…και ο Έρωτας, που είναι ο πιο ωραίος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, ο λυσιμελής, και όλων των θεών και όλων των ανθρώπων δαμάζει μες στα στήθη τους τη γνώση και τη φρονιμάδα.”…”Δαίμονα” τον αποκαλεί ο Πλάτων στο Συμπόσιό του, λοιδορώντας το παράδοξό του, “ανίκατος μάχαν” κατά τον Σοφοκλή, “παγίδα” κατά τους Σοπενάουερ και Χάρτμαν, και “διά του έρωτος συνέρχονται εις εν άπαντα”, θεωρούσε ο Εμπεδοκλής!
Και η Σαπφώ: “…με καίει ο πόθος και μ’ ανάβει σύγκορμη, τι θέλω μήτε ξέρω, δυο γνώμες είναι μέσα μου, σταγόνα τη σταγόνα ο πόνος στην ψυχή μου…Ο έρωτας που βάσανα μοιράζει, ο έρωτας που παραμύθια πλάθει, μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας ”!
– Ο Πλούταρχος για τον έρωτα:
«Ο έρως ούτε την γένεσιν εξαίφνις λαμβάνει και αθρόαν ως θυμός, ούτε παρέχεται ταχέως, καίπερ πτηνός λεγόμενος, αλλ’ εξάπτεται μαλακώς και σχεδόν οίον εντήκων εαυτόν, αψάμενός τε της ψυχής παραμένει πολύν χρόνον, ουδ’ εν γηρώσιν ενίοις αναπαυόμενος αλλ’ εν πολλιαίς ακμάζων έτι πρόσφατος και νεαρός, αν δε και λήξη και διαλυθή, χρόνω μαρανθείς ή λόγω τινί κατασβεσθείς, ούπω παντάπασιν εξαπήλλακται της ψυχής αλλ’ εναπολείπει πυρίκαυτον ύλην κσαι σημεία θερμά, καθάπερ οι κεραυνοί οι τυφόμενοι.
Λύπης μεν γαρ ουδέν απαλλαγείσης ίχνος εν τη ψυχή παραμένει σύνοικον ουδ’ οργής τραχείας πεσούσης, συστέλλεται δε και φλεγμονή επιθυμίας παρεχούσης τραχύ κίνημα, τα δ’ ερωτικά δήγματα, καν αποστή το θηρίον, ουκ εξανίησι τον ιόν, αλλ’ ενοιδεί τα εντός σπαράγματα, και αγνοείται τι ην, πώς συνέστη, πόθεν εις την ψυχήν ενέπεσεν».
(Ο έρωτας ούτε γεννιέται και ολοκληρώνεται μονομιάς, όπως ο θυμός, ούτε περνάει και φεύγει γρήγορα, παρόλο που λένε πως έχει φτερά. Αντίθετα, θουντώνει σιγά σιγά, σχεδόν σα να λειώνει μέσα μας. Και από τη στιγμή που αγγίξει την ψυχή, μένει εκεί για πολύ καιρό, και σε μερικούς ανθρώπους δεν ησυχάζει ούτε κι όταν γεράσουν, αλλά παραμένει ακμαίος, φρέσκος και θαλερός, ακόμη κι αν ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Αν πάλι σβήσει και διαλυθεί, επειδή μαράθηκε από το χρόνο ή ύστερα από λογικές σκέψεις, δεν εγκαταλείπει ούτε τότε ολότελα την ψυχή, αλλά αφήνει μέσα της καμένο υλικό και θερμά αποτυπώματα, όπως ακριβώς οι κεραυνοί αφήνουν πίσω τους φωτιά που σιγοκαίει. Η λύπη, όταν πάψουμε να είμαστυε λυπημένοι, δεν αφήνει κανένα σημάδι στην ψυχή, ούτε η άγρια οργή μας όταν υποχωρήσει, η έξαψη της επιθυμίας, όσο βίαια κι αν μας συγκλονίζει, επίσης καταλαγιάζει. Αντίθετα, οι λαβωματιές του έρωτα, ακόμη κι αν απομακρυνθεί το θηρίο, δεν χάνουν το κεντρί τους, αλλά προκαλούν πρήξιμο στα κομμάτια της ψυχής. Και κανείς δεν ξέρει τι ήταν, πως ξεκίνησε και από πού εφόρμησε εναντίον της ψυχής.)
Σωστά τα των φιλοσόφων περί της ελευθερίας του ανθρώπου, με μια διαφορά όμως: ότι στο μόνον που ο άνθρωπος εκχωρεί οικειοθελώς την ελευθερία του για να δεθεί με τα γλυκόπικρα «δεσμά» του είναι ο έρωτας!
Είναι, λοιπόν, ο ΕΡΩΤΑΣ δημοκρατικός; Η απάντηση βγαίνει άμεση κι αυθόρμητη: Καθόλου, ο έρωτας δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοκρατία! Συμβιβάζεται ο έρωτας με την ελευθερία; Δεν συμβιβάζεται, διότι καθόσο διαρκεί μας «κατέχει», είμαστε «υποτακτικοί» του, κι απέναντι σ’ έναν κατακτητή οι έννοιες της δημοκρατίας και της ελευθερίας διασαλεύονται, κι αν δεν αφανίζονται, υπολείπονται πολύ του πραγματικού νοήματός των.
Οι «αρρώστιες» του: ζήλεια, κτητικότητα, μοναδικότητα ή καμιά φορά και απιστία δεν είναι καθόλου δημοκρατικές! Ο έρωτας αντιστέκεται στις ουτοπίες της δικαιοσύνης και της ισότητας, αφού το ν’ αγαπάς σημαίνει να προτιμάς!.. Πολλοί λένε ότι ο έρωτας είναι μια “φυλακή”! Ο ένας θέλει να επιβληθεί επί του άλλου, να τον κάνει κτήμα του, να τον εξουσιάζει. Όμως μέσα σ’ αυτήν την ωραία “φυλακή” αναπνέουμε άπαντες, σ’ αυτήν την ίδια οφείλουμε να μάθουμε να ερωτεύομαστε, να πενθήσουμε και να υμνήσουμε την ιδιότητά μας του “δεσμώτη”!
”Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας”, έλεγε σ’ ένα ποίημά του ο Αραγκόν. Στην πραγματικότητα όμως, για όσο διαρκεί, κι όποιες μεταπτώσεις και να έχει, ο έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι ένα πάθος (για την/τον αγαπημένη/νο), με τα ευτυχή και δυστυχή που μπορεί να περικλείει. Ασφαλώς υπάρχει πόνος στους έρωτές μας, αλλά είναι ένας πόνος που προκαλεί μια αγωνία που δημιουργεί ηδονή. Ίσως το πάθος του μας οδηγήσει ακόμα και στη δυστυχία. Μα είναι ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία το να μην έχεις νιώσει ποτέ στη ζωή σου το πάθος του έρωτα!», (από συνέντευξη του Πασκάλ Μπρικνέρ)…
«”Τι εστί έρως, λοιπόν; αναρωτιόταν ο Τζιάκομο Καζανόβα και ο οποίος αφού τον βίωσε όσο κανείς άλλος ίσως απαντούσε: έρως, ο μη ορισμός! Της φύσεως θεός. Η γλυκύτερη πικρία, η πικρότερη γλυκύτης. Τέρας θεϊκό, που ορίζεται μόνον διαμέσου των παράδοξων. Ο έρωτας είναι η απάντηση σε όλα. Το παράδοξο είναι ότι ο ίδιος είναι και η ερώτηση. Έρωτας λοιπόν σημαίνει έρωτας”.
Ο Ησίοδος γράφει στη Θεογονία του: “…και ο Έρωτας, που είναι ο πιο ωραίος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, ο λυσιμελής, και όλων των θεών και όλων των ανθρώπων δαμάζει μες στα στήθη τους τη γνώση και τη φρονιμάδα.”…”Δαίμονα” τον αποκαλεί ο Πλάτων στο Συμπόσιό του, λοιδορώντας το παράδοξό του, “ανίκατος μάχαν” κατά τον Σοφοκλή, “παγίδα” κατά τους Σοπενάουερ και Χάρτμαν, και “διά του έρωτος συνέρχονται εις εν άπαντα”, θεωρούσε ο Εμπεδοκλής!
Και η Σαπφώ: “…με καίει ο πόθος και μ’ ανάβει σύγκορμη, τι θέλω μήτε ξέρω, δυο γνώμες είναι μέσα μου, σταγόνα τη σταγόνα ο πόνος στην ψυχή μου…Ο έρωτας που βάσανα μοιράζει, ο έρωτας που παραμύθια πλάθει, μου άρπαξε την ψυχή μου και την τράνταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας ”!
– Ο Πλούταρχος για τον έρωτα:
«Ο έρως ούτε την γένεσιν εξαίφνις λαμβάνει και αθρόαν ως θυμός, ούτε παρέχεται ταχέως, καίπερ πτηνός λεγόμενος, αλλ’ εξάπτεται μαλακώς και σχεδόν οίον εντήκων εαυτόν, αψάμενός τε της ψυχής παραμένει πολύν χρόνον, ουδ’ εν γηρώσιν ενίοις αναπαυόμενος αλλ’ εν πολλιαίς ακμάζων έτι πρόσφατος και νεαρός, αν δε και λήξη και διαλυθή, χρόνω μαρανθείς ή λόγω τινί κατασβεσθείς, ούπω παντάπασιν εξαπήλλακται της ψυχής αλλ’ εναπολείπει πυρίκαυτον ύλην κσαι σημεία θερμά, καθάπερ οι κεραυνοί οι τυφόμενοι.
Λύπης μεν γαρ ουδέν απαλλαγείσης ίχνος εν τη ψυχή παραμένει σύνοικον ουδ’ οργής τραχείας πεσούσης, συστέλλεται δε και φλεγμονή επιθυμίας παρεχούσης τραχύ κίνημα, τα δ’ ερωτικά δήγματα, καν αποστή το θηρίον, ουκ εξανίησι τον ιόν, αλλ’ ενοιδεί τα εντός σπαράγματα, και αγνοείται τι ην, πώς συνέστη, πόθεν εις την ψυχήν ενέπεσεν».
(Ο έρωτας ούτε γεννιέται και ολοκληρώνεται μονομιάς, όπως ο θυμός, ούτε περνάει και φεύγει γρήγορα, παρόλο που λένε πως έχει φτερά. Αντίθετα, θουντώνει σιγά σιγά, σχεδόν σα να λειώνει μέσα μας. Και από τη στιγμή που αγγίξει την ψυχή, μένει εκεί για πολύ καιρό, και σε μερικούς ανθρώπους δεν ησυχάζει ούτε κι όταν γεράσουν, αλλά παραμένει ακμαίος, φρέσκος και θαλερός, ακόμη κι αν ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Αν πάλι σβήσει και διαλυθεί, επειδή μαράθηκε από το χρόνο ή ύστερα από λογικές σκέψεις, δεν εγκαταλείπει ούτε τότε ολότελα την ψυχή, αλλά αφήνει μέσα της καμένο υλικό και θερμά αποτυπώματα, όπως ακριβώς οι κεραυνοί αφήνουν πίσω τους φωτιά που σιγοκαίει. Η λύπη, όταν πάψουμε να είμαστυε λυπημένοι, δεν αφήνει κανένα σημάδι στην ψυχή, ούτε η άγρια οργή μας όταν υποχωρήσει, η έξαψη της επιθυμίας, όσο βίαια κι αν μας συγκλονίζει, επίσης καταλαγιάζει. Αντίθετα, οι λαβωματιές του έρωτα, ακόμη κι αν απομακρυνθεί το θηρίο, δεν χάνουν το κεντρί τους, αλλά προκαλούν πρήξιμο στα κομμάτια της ψυχής. Και κανείς δεν ξέρει τι ήταν, πως ξεκίνησε και από πού εφόρμησε εναντίον της ψυχής.)
Τι αποκαλούμε «Εγώ»;
Οι πνευματικές μας δυνατότητες θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από αυτό που είμαστε ως ο εαυτός μας. Από υλική άποψη, ο καθένας από εμάς είναι ένα σύστημα, κλειδωμένο σε μία συνεχή εναλλαγή και ενέργειας με το ευρύτερο σύστημα της γης.
Η ζωή των ιδίων των κυττάρων μας είναι δομημένη σε ένα δίκτυο ανταλλαγών, επάνω στο οποίο μπορούμε να ασκήσουμε μία εξαιρετικά χονδροειδή συνειδητή επιρροή -που παίρνει τη μορφή της απόφασης να κρατήσουμε την αναπνοή μας ή να πάρουμε ακόμη ένα κομμάτι πίτσα από το ψυγείο.
Ως υλικό σύστημα, δεν είμαστε αυτή τη στιγμή περισσότεροι ανεξάρτητοι από τη φύση, απ’ όσο είναι το συκώτι μας από το υπόλοιπο σώμα μας. Ως ένα σύνολο από αυτορυθμιζόμενα και συνεχώς διαιρούμενα κύτταρα, αποτελούμε επίσης μία συνέχεια με τους γεννητικούς μας προκατόχους: τους γονείς μας, τους γονείς των γονέων μας, και προς τα πίσω, επί δεκάδες εκατομμύρια γενεές οπότε σε κάποιο σημείο οι πρόγονοί μας αρχίζουν να φαίνονται λιγότερο ως άνδρες και ως γυναίκες με σάπια δόντια, και περισσότερο με αφρό στην επιφάνεια ενός βάλτου.
Είναι αρκετά σωστό να πει κανείς ότι, από υλική άποψη, δεν είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από μία αμπώτιδα στο μεγάλο ποτάμι της ζωής.
Αλλά, φυσικά, το ίδιο το σώμα μας είναι ένα περιβάλλον κατάμεστο από όντα, σε σχέση με τα οποία είμαστε κυρίαρχοι μόνο κατ’ όνομα. Αν εξετάσουμε το σώμα ενός ατόμου, τα όργανα και τους ιστούς του, τα κύτταρα και την εντερική του χλωρίδα (δυστυχώς μερικές φορές και πανίδα), βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο ο οποίος δεν εμφανίζει ενδείξεις μίας κυρίαρχης συνειδητής νοημοσύνης περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα. Υπάρχει κάποιος λόγος να σκεφθεί κανείς, όταν παρατηρεί τη λειτουργία μίτοχονδρίας μέσα σε ένα κύτταρο, ή τις συσπάσεις των μυϊκών ινών σε ένα χέρι, ότι υπάρχει κάποιο πνεύμα, που βρίσκεται υπεράνω και πέραν αυτών των διαδικασιών, το οποίο σκέπτεται Το κράτος είμαι εγώ; Και μάλιστα, αν μπούμε στον πειρασμό να αποδώσουμε κάποιο προνόμιο στο σύνορο που αποτελεί το δέρμα μας στην έρευνά μας για τον σωματικό μας εαυτό, αυτό φαίνεται τελείως αυθαίρετο.
Τα σύνορα του νοητικού μας εαυτού είναι εξ ίσου δυσδιάκριτο; Αναμνηστικά, ταμπού, κανόνες συμπεριφοράς, γλωσσικές συμβάσεις, προκαταλήψεις, ιδανικά, αισθητικές προκαταλήψεις, εμπορικά κλισέ -τα φαινόμενα που κατοικούν στον χώρο του μυαλού μας είναι μετανάστες από τον έξω κόσμο. Είναι πράγματι επιθυμία μας να διατηρούμαστε σε καλή σωματική κατάσταση -ή οι ενδυματολογικές μας προτιμήσεις, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε κάποια κοινότητα, η ιδέα της αμοιβαίας καλοσύνης, η συστολή μας, η εγκαρδιότητα, οι σεξουαλικές μας ιδιομορφίες κλπ - κάτι το οποίο έχει την προέλευσή του μέσα μας; Είναι κάτι που ορθώς θεωρεί κανείς ότι εδρεύει μέσα μας; Αυτά τα φαινόμενα είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ενσωμάτωσής μας σε έναν κόσμο κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμού (και συγχρόνως προϊόν των γονιδίων μας). Σε τελική ανάλυση, πολλά από αυτά φαίνονται να μην είναι περισσότερο «εγώ» από τους κανόνες της αγγλικής γραμματικής.
Και όμως, αυτή η αίσθηση ότι είσαι ένας κάποιος εαυτός παραμένει. Αν ο όρος «εγώ» σημαίνει κάτι, δεν αναφέρεται πάντως απλώς στο σώμα. Εξ άλλου, οι περισσότεροι αισθανόμαστε ότι εξατομικευόμαστε ως εαυτός μέσα στο σώμα.
Αναφέρομαι στο σώμα «μου» λίγο ως πολύ όπως αναφέρομαι στο αυτοκίνητό «μου», για τον απλό λόγο ότι κάθε πράξη αίσθησης αναγνώρισης ή γνώσης μεταδίδει τη σιωπηρή αίσθηση ότι αυτό που αποκτά τη γνώση είναι κάτι άλλο από το αντικείμενο της γνώσης. Ακριβώς όπως το γεγονός ότι γνωρίζω την ύπαρξη του αυτοκινήτου μου δείχνει ότι εγώ, ως υποκείμενο, είμαι κάτι άλλο από αυτό, ως αντικείμενο, μπορώ να αισθανθώ το χέρι μου ή ένα συναίσθημα, και να βιώσω την ίδια διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο. Για αυτόν τον λόγο, ο εαυτός δεν μπορεί απλώς να εξισωθεί με το σύνολο της πνευματικής νοητικής ζωής ενός ατόμου ή με την προσωπικότητά του ως συνόλου. Μάλλον πρόκειται για τη σκοπιά, γύρω από την οποία φαίνεται ότι περιστρέφονται οι μεταβαλλόμενες καταστάσεις του πνεύματος και του σώματός του.
Όποια και αν είναι στην πραγματικότητα η σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στο σώμα, από την άποψη των εμπειριών το σώμα είναι κάτι με το οποίο ο συνειδητός εαυτός, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, έχει κάποια σχέση. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς διαμορφώνεται αυτή η άποψη, με όρους εξέλιξης ή ανάπτυξης, ένα όμως είναι σαφές: σε κάποιο σημείο στα πρώτα χρόνια της ζωής, οι περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις αποκαλούνται «εγώ», το αιώνιο υποκείμενο, για το οποίο όλα τα φαινόμενα, μέσα και έξω, γίνονται κάποιου είδους αντικείμενα, που περιμένουν να αναγνωρισθούν.
Και με την ιδιότητα του «εγώ» όλοι οι επιστήμονες ξεκινούν την ερευνά τους σχετικώς με τη φύση του κόσμου ενώ οι ευσεβείς πιστοί γονατίζουν και προσεύχονται.
Η ζωή των ιδίων των κυττάρων μας είναι δομημένη σε ένα δίκτυο ανταλλαγών, επάνω στο οποίο μπορούμε να ασκήσουμε μία εξαιρετικά χονδροειδή συνειδητή επιρροή -που παίρνει τη μορφή της απόφασης να κρατήσουμε την αναπνοή μας ή να πάρουμε ακόμη ένα κομμάτι πίτσα από το ψυγείο.
Ως υλικό σύστημα, δεν είμαστε αυτή τη στιγμή περισσότεροι ανεξάρτητοι από τη φύση, απ’ όσο είναι το συκώτι μας από το υπόλοιπο σώμα μας. Ως ένα σύνολο από αυτορυθμιζόμενα και συνεχώς διαιρούμενα κύτταρα, αποτελούμε επίσης μία συνέχεια με τους γεννητικούς μας προκατόχους: τους γονείς μας, τους γονείς των γονέων μας, και προς τα πίσω, επί δεκάδες εκατομμύρια γενεές οπότε σε κάποιο σημείο οι πρόγονοί μας αρχίζουν να φαίνονται λιγότερο ως άνδρες και ως γυναίκες με σάπια δόντια, και περισσότερο με αφρό στην επιφάνεια ενός βάλτου.
Είναι αρκετά σωστό να πει κανείς ότι, από υλική άποψη, δεν είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από μία αμπώτιδα στο μεγάλο ποτάμι της ζωής.
Αλλά, φυσικά, το ίδιο το σώμα μας είναι ένα περιβάλλον κατάμεστο από όντα, σε σχέση με τα οποία είμαστε κυρίαρχοι μόνο κατ’ όνομα. Αν εξετάσουμε το σώμα ενός ατόμου, τα όργανα και τους ιστούς του, τα κύτταρα και την εντερική του χλωρίδα (δυστυχώς μερικές φορές και πανίδα), βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο ο οποίος δεν εμφανίζει ενδείξεις μίας κυρίαρχης συνειδητής νοημοσύνης περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα. Υπάρχει κάποιος λόγος να σκεφθεί κανείς, όταν παρατηρεί τη λειτουργία μίτοχονδρίας μέσα σε ένα κύτταρο, ή τις συσπάσεις των μυϊκών ινών σε ένα χέρι, ότι υπάρχει κάποιο πνεύμα, που βρίσκεται υπεράνω και πέραν αυτών των διαδικασιών, το οποίο σκέπτεται Το κράτος είμαι εγώ; Και μάλιστα, αν μπούμε στον πειρασμό να αποδώσουμε κάποιο προνόμιο στο σύνορο που αποτελεί το δέρμα μας στην έρευνά μας για τον σωματικό μας εαυτό, αυτό φαίνεται τελείως αυθαίρετο.
Τα σύνορα του νοητικού μας εαυτού είναι εξ ίσου δυσδιάκριτο; Αναμνηστικά, ταμπού, κανόνες συμπεριφοράς, γλωσσικές συμβάσεις, προκαταλήψεις, ιδανικά, αισθητικές προκαταλήψεις, εμπορικά κλισέ -τα φαινόμενα που κατοικούν στον χώρο του μυαλού μας είναι μετανάστες από τον έξω κόσμο. Είναι πράγματι επιθυμία μας να διατηρούμαστε σε καλή σωματική κατάσταση -ή οι ενδυματολογικές μας προτιμήσεις, η αίσθηση ότι ανήκουμε σε κάποια κοινότητα, η ιδέα της αμοιβαίας καλοσύνης, η συστολή μας, η εγκαρδιότητα, οι σεξουαλικές μας ιδιομορφίες κλπ - κάτι το οποίο έχει την προέλευσή του μέσα μας; Είναι κάτι που ορθώς θεωρεί κανείς ότι εδρεύει μέσα μας; Αυτά τα φαινόμενα είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ενσωμάτωσής μας σε έναν κόσμο κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμού (και συγχρόνως προϊόν των γονιδίων μας). Σε τελική ανάλυση, πολλά από αυτά φαίνονται να μην είναι περισσότερο «εγώ» από τους κανόνες της αγγλικής γραμματικής.
Και όμως, αυτή η αίσθηση ότι είσαι ένας κάποιος εαυτός παραμένει. Αν ο όρος «εγώ» σημαίνει κάτι, δεν αναφέρεται πάντως απλώς στο σώμα. Εξ άλλου, οι περισσότεροι αισθανόμαστε ότι εξατομικευόμαστε ως εαυτός μέσα στο σώμα.
Αναφέρομαι στο σώμα «μου» λίγο ως πολύ όπως αναφέρομαι στο αυτοκίνητό «μου», για τον απλό λόγο ότι κάθε πράξη αίσθησης αναγνώρισης ή γνώσης μεταδίδει τη σιωπηρή αίσθηση ότι αυτό που αποκτά τη γνώση είναι κάτι άλλο από το αντικείμενο της γνώσης. Ακριβώς όπως το γεγονός ότι γνωρίζω την ύπαρξη του αυτοκινήτου μου δείχνει ότι εγώ, ως υποκείμενο, είμαι κάτι άλλο από αυτό, ως αντικείμενο, μπορώ να αισθανθώ το χέρι μου ή ένα συναίσθημα, και να βιώσω την ίδια διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο. Για αυτόν τον λόγο, ο εαυτός δεν μπορεί απλώς να εξισωθεί με το σύνολο της πνευματικής νοητικής ζωής ενός ατόμου ή με την προσωπικότητά του ως συνόλου. Μάλλον πρόκειται για τη σκοπιά, γύρω από την οποία φαίνεται ότι περιστρέφονται οι μεταβαλλόμενες καταστάσεις του πνεύματος και του σώματός του.
Όποια και αν είναι στην πραγματικότητα η σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στο σώμα, από την άποψη των εμπειριών το σώμα είναι κάτι με το οποίο ο συνειδητός εαυτός, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, έχει κάποια σχέση. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς διαμορφώνεται αυτή η άποψη, με όρους εξέλιξης ή ανάπτυξης, ένα όμως είναι σαφές: σε κάποιο σημείο στα πρώτα χρόνια της ζωής, οι περισσότερες ανθρώπινες υπάρξεις αποκαλούνται «εγώ», το αιώνιο υποκείμενο, για το οποίο όλα τα φαινόμενα, μέσα και έξω, γίνονται κάποιου είδους αντικείμενα, που περιμένουν να αναγνωρισθούν.
Και με την ιδιότητα του «εγώ» όλοι οι επιστήμονες ξεκινούν την ερευνά τους σχετικώς με τη φύση του κόσμου ενώ οι ευσεβείς πιστοί γονατίζουν και προσεύχονται.
Κρατάμε το επίπεδό μας ψηλά και συνεχίζουμε
Η λάσπη είναι ο καθρέφτης μέσα στον οποίο βλέπουν το πρόσωπό τους αυτοί που τη ρίχνουν. Θα ‘πρεπε να την έχει πει κάποιος μεγάλος και πάνσοφος αυτή τη φράση αλλά επειδή κανείς δεν διεκδίκησε ποτέ την πατρότητά της, έμεινε ορφανή μα πάντα αληθινή.
Δυσώδη παράθυρα ανοίγουν μέσα στα σπίτια μας, στις ζωές μας, και ρυπαίνουν το περιβάλλον με τα διαπλεκόμενα λεγόμενά τους, με το ειρωνικό ύφος του δήθεν κατήγορου που όλα τα ξέρει και τίποτα δεν φοβάται, όντας λασπολόγοι. Ο διεστραμμένος τους εγκέφαλος έχει κάνει πάλι το θαύμα του. Εκτοξεύουν τα βέλη τους σε μορφή παρατηρήσεων που χαρακτηρίζονται από πικρά σχόλια. Πάντα άδικοι στους χαρακτηρισμούς και μικροί, πολύ μικροί μέσα στην επίμονη ενασχόλησή τους με τις πράξεις του άλλου. Διαταραγμένες προσωπικότητες με μια μόνιμη πεποίθηση ότι οι ίδιοι είναι τέλειοι.
Άνθρωποι στην ουσία τους κομπλεξικοί, διότι περί αυτών πρόκειται, παραζαλισμένοι από την ποταπότητά τους και μην έχοντας κάτι αξιοσέβαστο να επιδείξουν, κουβαλώντας την ανεπάρκειά τους και υποφέροντας οικτρά, παρασύρονται από τη φαινομενική υποκειμενικότητά τους, κρατώντας στα λερωμένα τους χέρια το λάβαρο της υποτιθέμενης ανωτερότητάς τους. Ελπίζουν συνειδητά με αυτόν τον τρόπο να γεμίσουν το κενό της ύπαρξής τους με ψεύδη. Άνθρωποι φρενοβλαβείς.
Τα κόμπλεξ και η μισαλλοδοξία δεν κάνουν διακρίσεις και δυστυχώς, αν ανήκεις στους καλοπροαίρετους αυτής της γης, μάλλον την έχεις ήδη πατήσει. Είναι αδίστακτοι οι αθεράπευτα κομπλεξικοί. Θα χρησιμοποιήσουν πρόσωπα και καταστάσεις για να τονώσουν το (Ε)γώ τους. Το παν είναι να αποδείξουν μέσα στην ανυπαρξία τους ότι το σύμπαν περιστρέφεται γύρω τους, ότι είναι δημοφιλείς, αξιαγάπητοι και τα συναφή. Η ανάγκη για αναγνώριση που εξελίχθηκε σε παθογένεια.
Στο στόχαστρο αυτών των παθολογικά ανασφαλών τύπων βρίσκονται επίσης και άνθρωποι με πνευματικό και κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο που αρνούνται να υποκύψουν στην τάχα χειριστικότητά τους. Εκείνοι που αρνούνται να επηρεαστούν από τα τερτίπια της κουτοπονηριάς και που οι ομολογουμένως έντονες προσωπικότητές τους κερδίζουν εντυπώσεις ανεπιτήδευτα. Πώς να μπορέσει να φτάσει ο κομπλεξικός το μεγαλείο και την απλότητα του χαρισματικού ανθρώπου;
Ξεμπροστιάζοντας την παραμικρή σου αδυναμία και διατυμπανίζοντάς την ώστε να σιγουρευτούν πως έγινε γενικώς αντιληπτή, καλύπτουν τις δικές τους πολλαπλές αδυναμίες. Στρέφουν όλη την αρνητική προσοχή σε τρίτους ώστε να προκύπτουν οι ίδιοι αθώοι και αψεγάδιαστοι. Φυσικά και συνηθίζουν να δείχνουν με το δάχτυλο εξαπολύοντας κρίσεις και επικρίσεις κατά πάντων, δημιουργώντας έτσι στα μάτια των άλλων το νέο εξιλαστήριο θύμα. Κάπως έτσι επιτυγχάνουν αυτή την περίφημη κατασκευή εντυπώσεων. Κι όλα αυτά μέχρι να αντιληφθούν ότι ρεζιλεύονται, αφού στην ουσία είναι θρασύδειλοι.
Γι’ αυτό μην πτοείσαι από το φαινομενικό θράσος όσων προσπαθούν να σε μειώσουν με κάθε ευκαιρία. Δεν έχουν άλλον τρόπο να νιώσουν οι ίδιοι άξιοι. Ο φθόνος είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις που θέτουν συνήθως σε λειτουργία τις επιθετικές άμυνες των κακοπροαίρετων. Πάγια τακτική πίσω από την οποία, θα τους βρεις πάντα να κρύβονται. Στη ζωή όμως, όπως και στο κρυφτό που παίζαμε μικροί, αυτός που ‘’μετράει’’ δεν κρύβεται.
Αν είσαι λίγο υποψιασμένος, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος σου πει καλημέρα, κοίτα έξω και ψάξε το φεγγάρι. Αν όχι, αργά ή γρήγορα, θα βρεθείς μπλεγμένος, παρασυρμένος από τη δίνη της ψευτιάς τους.
Προσωπικά σήμερα απόλαυσα την παρέα του εαυτού μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Για όλα τα παραπάνω, η λύση είναι η κυνική τεμπέλικη αδιαφορία. Αυτή που σκοτώνει την τοξικότητα. Άλλωστε, δεν μπορεί να σε βλάψει αυτό που δεν επιτρέπεις να σε αγγίξει.
Τους αφήνουμε λοιπόν μέσα στο λίγο τους να ζουν.
Κρατάμε το επίπεδό μας ψηλά και συνεχίζουμε. Αδιαφορώντας.
Δυσώδη παράθυρα ανοίγουν μέσα στα σπίτια μας, στις ζωές μας, και ρυπαίνουν το περιβάλλον με τα διαπλεκόμενα λεγόμενά τους, με το ειρωνικό ύφος του δήθεν κατήγορου που όλα τα ξέρει και τίποτα δεν φοβάται, όντας λασπολόγοι. Ο διεστραμμένος τους εγκέφαλος έχει κάνει πάλι το θαύμα του. Εκτοξεύουν τα βέλη τους σε μορφή παρατηρήσεων που χαρακτηρίζονται από πικρά σχόλια. Πάντα άδικοι στους χαρακτηρισμούς και μικροί, πολύ μικροί μέσα στην επίμονη ενασχόλησή τους με τις πράξεις του άλλου. Διαταραγμένες προσωπικότητες με μια μόνιμη πεποίθηση ότι οι ίδιοι είναι τέλειοι.
Άνθρωποι στην ουσία τους κομπλεξικοί, διότι περί αυτών πρόκειται, παραζαλισμένοι από την ποταπότητά τους και μην έχοντας κάτι αξιοσέβαστο να επιδείξουν, κουβαλώντας την ανεπάρκειά τους και υποφέροντας οικτρά, παρασύρονται από τη φαινομενική υποκειμενικότητά τους, κρατώντας στα λερωμένα τους χέρια το λάβαρο της υποτιθέμενης ανωτερότητάς τους. Ελπίζουν συνειδητά με αυτόν τον τρόπο να γεμίσουν το κενό της ύπαρξής τους με ψεύδη. Άνθρωποι φρενοβλαβείς.
Τα κόμπλεξ και η μισαλλοδοξία δεν κάνουν διακρίσεις και δυστυχώς, αν ανήκεις στους καλοπροαίρετους αυτής της γης, μάλλον την έχεις ήδη πατήσει. Είναι αδίστακτοι οι αθεράπευτα κομπλεξικοί. Θα χρησιμοποιήσουν πρόσωπα και καταστάσεις για να τονώσουν το (Ε)γώ τους. Το παν είναι να αποδείξουν μέσα στην ανυπαρξία τους ότι το σύμπαν περιστρέφεται γύρω τους, ότι είναι δημοφιλείς, αξιαγάπητοι και τα συναφή. Η ανάγκη για αναγνώριση που εξελίχθηκε σε παθογένεια.
Στο στόχαστρο αυτών των παθολογικά ανασφαλών τύπων βρίσκονται επίσης και άνθρωποι με πνευματικό και κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο που αρνούνται να υποκύψουν στην τάχα χειριστικότητά τους. Εκείνοι που αρνούνται να επηρεαστούν από τα τερτίπια της κουτοπονηριάς και που οι ομολογουμένως έντονες προσωπικότητές τους κερδίζουν εντυπώσεις ανεπιτήδευτα. Πώς να μπορέσει να φτάσει ο κομπλεξικός το μεγαλείο και την απλότητα του χαρισματικού ανθρώπου;
Ξεμπροστιάζοντας την παραμικρή σου αδυναμία και διατυμπανίζοντάς την ώστε να σιγουρευτούν πως έγινε γενικώς αντιληπτή, καλύπτουν τις δικές τους πολλαπλές αδυναμίες. Στρέφουν όλη την αρνητική προσοχή σε τρίτους ώστε να προκύπτουν οι ίδιοι αθώοι και αψεγάδιαστοι. Φυσικά και συνηθίζουν να δείχνουν με το δάχτυλο εξαπολύοντας κρίσεις και επικρίσεις κατά πάντων, δημιουργώντας έτσι στα μάτια των άλλων το νέο εξιλαστήριο θύμα. Κάπως έτσι επιτυγχάνουν αυτή την περίφημη κατασκευή εντυπώσεων. Κι όλα αυτά μέχρι να αντιληφθούν ότι ρεζιλεύονται, αφού στην ουσία είναι θρασύδειλοι.
Γι’ αυτό μην πτοείσαι από το φαινομενικό θράσος όσων προσπαθούν να σε μειώσουν με κάθε ευκαιρία. Δεν έχουν άλλον τρόπο να νιώσουν οι ίδιοι άξιοι. Ο φθόνος είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις που θέτουν συνήθως σε λειτουργία τις επιθετικές άμυνες των κακοπροαίρετων. Πάγια τακτική πίσω από την οποία, θα τους βρεις πάντα να κρύβονται. Στη ζωή όμως, όπως και στο κρυφτό που παίζαμε μικροί, αυτός που ‘’μετράει’’ δεν κρύβεται.
Αν είσαι λίγο υποψιασμένος, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος σου πει καλημέρα, κοίτα έξω και ψάξε το φεγγάρι. Αν όχι, αργά ή γρήγορα, θα βρεθείς μπλεγμένος, παρασυρμένος από τη δίνη της ψευτιάς τους.
Προσωπικά σήμερα απόλαυσα την παρέα του εαυτού μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Για όλα τα παραπάνω, η λύση είναι η κυνική τεμπέλικη αδιαφορία. Αυτή που σκοτώνει την τοξικότητα. Άλλωστε, δεν μπορεί να σε βλάψει αυτό που δεν επιτρέπεις να σε αγγίξει.
Τους αφήνουμε λοιπόν μέσα στο λίγο τους να ζουν.
Κρατάμε το επίπεδό μας ψηλά και συνεχίζουμε. Αδιαφορώντας.
Η στιγμή της αλήθειας, της κόπωσης και της μεγάλης απόφασης λέγεται… ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Και φτάνει φίλε μου κάποτε η στιγμή που δεν μπορείς άλλο, που βαριέσαι να ασχοληθείς πια, που κουράζεσαι, και ψιθυρίζεις μέσα σου ένα δυνατό “άι στο διάολο”.
Φτάνει κάποτε εκείνη η ευλογημένη στιγμή, που ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις μπροστά σου την αλήθεια ολόγυμνη, που κοιτάζεις πίσω σου και μετράς κόπους, προσπάθειες και αγώνες, μάταιους τελικά.
Αγώνες δικούς σου, που κάποιοι ηλίθιοι ποτέ τους δεν τους κατάλαβαν, και ασφαλώς ποτέ τους δεν τους εκτίμησαν. Αγώνες που έδωσες για την σωτηρία!
Όχι για την δική σου σωτηρία, γιατί εσύ δεν την χρειάζεσαι, αλλά για την δική τους. Αγώνες για να σώσεις μια άλλη ψυχή κι όχι την δική σου. Και νιώθεις πια κατάκοπος και απογοητευμένος.
Φτάνει κάποτε αυτή η άγια στιγμή που το μυαλό σου γυρίζει ανάποδα και παίρνεις την πιο μεγάλη και την πιο σπουδαία απόφαση.
Αποφασίζεις, ότι αρκετά ασχολήθηκες με τελειωμένα ναυάγια, αρκετά πάλεψες για να σώσεις κάτι που τελικά σωτηρία δεν έχει. Που η ψυχούλα σου από μόνη της παίρνει την πρωτοβουλία και κάνει το ξεσκαρτάρισμα, και εκεί ακριβώς είναι που συνειδητοποιείς πόση πολύ σαβούρα υπήρχε σε σωρούς μέσα στην “αυλή” σου.
Αποφασίζεις, ότι λίγοι είναι εκείνοι που είδαν τι έκανες τόσο καιρό τώρα, και ακόμη πιο λίγοι εκείνοι που αναγνώρισαν τον αγώνα σου.
Αποφασίζεις, ότι μοναχά για αυτούς τους πολύ λίγους, που πραγματικά το αξίζουν, θα αφιερώσεις από εδώ και πέρα τον πολύτιμο χρόνο σου, και θα παλέψεις για αυτούς.
Αποφασίζεις, ότι έφτασε επιτέλους η ώρα για να ξαποστάσεις, για να ησυχάσεις, για να λυτρωθείς, για να αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα, και για να ζήσεις. Να διώξεις μακριά και να στείλεις στον διάολο όλους τους αχάριστους, τους εγωιστές, τους παρτάκηδες, τους άχρηστους, και τους τελειωμένους.
Τότε είναι η στιγμή που ξεκινάς το μέτρημα, αφαιρώντας από την λίστα σου όλους εκείνους που τελικά ήταν λίγοι, που ήταν εκεί για να πάρουν μονάχα, και για να φθείρουν την ψυχή σου.
Αυτή ακριβώς η στιγμή της αλήθειας, της κόπωσης και της μεγάλης απόφασης λέγεται…
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Φτάνει κάποτε εκείνη η ευλογημένη στιγμή, που ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις μπροστά σου την αλήθεια ολόγυμνη, που κοιτάζεις πίσω σου και μετράς κόπους, προσπάθειες και αγώνες, μάταιους τελικά.
Αγώνες δικούς σου, που κάποιοι ηλίθιοι ποτέ τους δεν τους κατάλαβαν, και ασφαλώς ποτέ τους δεν τους εκτίμησαν. Αγώνες που έδωσες για την σωτηρία!
Όχι για την δική σου σωτηρία, γιατί εσύ δεν την χρειάζεσαι, αλλά για την δική τους. Αγώνες για να σώσεις μια άλλη ψυχή κι όχι την δική σου. Και νιώθεις πια κατάκοπος και απογοητευμένος.
Φτάνει κάποτε αυτή η άγια στιγμή που το μυαλό σου γυρίζει ανάποδα και παίρνεις την πιο μεγάλη και την πιο σπουδαία απόφαση.
Αποφασίζεις, ότι αρκετά ασχολήθηκες με τελειωμένα ναυάγια, αρκετά πάλεψες για να σώσεις κάτι που τελικά σωτηρία δεν έχει. Που η ψυχούλα σου από μόνη της παίρνει την πρωτοβουλία και κάνει το ξεσκαρτάρισμα, και εκεί ακριβώς είναι που συνειδητοποιείς πόση πολύ σαβούρα υπήρχε σε σωρούς μέσα στην “αυλή” σου.
Αποφασίζεις, ότι λίγοι είναι εκείνοι που είδαν τι έκανες τόσο καιρό τώρα, και ακόμη πιο λίγοι εκείνοι που αναγνώρισαν τον αγώνα σου.
Αποφασίζεις, ότι μοναχά για αυτούς τους πολύ λίγους, που πραγματικά το αξίζουν, θα αφιερώσεις από εδώ και πέρα τον πολύτιμο χρόνο σου, και θα παλέψεις για αυτούς.
Αποφασίζεις, ότι έφτασε επιτέλους η ώρα για να ξαποστάσεις, για να ησυχάσεις, για να λυτρωθείς, για να αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα, και για να ζήσεις. Να διώξεις μακριά και να στείλεις στον διάολο όλους τους αχάριστους, τους εγωιστές, τους παρτάκηδες, τους άχρηστους, και τους τελειωμένους.
Τότε είναι η στιγμή που ξεκινάς το μέτρημα, αφαιρώντας από την λίστα σου όλους εκείνους που τελικά ήταν λίγοι, που ήταν εκεί για να πάρουν μονάχα, και για να φθείρουν την ψυχή σου.
Αυτή ακριβώς η στιγμή της αλήθειας, της κόπωσης και της μεγάλης απόφασης λέγεται…
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Οι αντιξοότητες “χτυπούν” περισσότερο εκείνους που δεν τις περιμένουν
Για τους Ρωμαίους Στωικούς, η ζωή είναι γεμάτη αντιξοότητες, και ένα από τα βασικά καθήκοντα της φιλοσοφίας είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα πάνω και τα κάτω της ζωής.
Κανείς δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από τον Σενέκα, που η ζωή του απείχε πολύ από το ιδανικό της γαλήνης που υποστήριζε. Στη διάρκεια του ταραχώδους 1ου αιώνα μ.Χ., ο Σενέκας έπρεπε να αντιμετωπίσει τον θάνατο του γιου του, την εξορία του στην Κορσική για μια δεκαετία περίπου, τη διάσωσή του από την εξορία (αλλά μόνο με τον όρο να αναλάβει τον ρόλο του δασκάλου του νεαρού Νέρωνα), την καριέρα ως συμβούλου του Νέρωνα, την οποία δεν μπορούσε εύκολα να αφήσει, τον θάνατο ενός στενού φίλου και, πάνω απ’ όλα, τη δική του αναγκαστική αυτοκτονία. Όταν ο Σενέκας θεωρήθηκε ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, ο Νέρωνας απαίτησε τον θάνατο του παλιού του δασκάλου. Η γυναίκα του Σενέκα επέμεινε να ακολουθήσει τη μοίρα του, κι έτσι και οι δύο έκοψαν τις φλέβες τους. Κανείς δεν πέθανε γρήγορα. Η γυναίκα του Παυλίνα επέζησε, ενώ στον Σενέκα έδωσαν τελικά κώνειο και τον αποτέλειωσαν με ένα ατμόλουτρο. Αυτό σίγουρα δεν ήταν μια ήσυχη «φιλοσοφική ζωή».
Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν επιζητεί τις αντιξοότητες, ακόμα κι αν μπορούν να μας δώσουν κάποια χρήσιμα μαθήματα. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων, όμως, για να τις αντιμετωπίσουμε όταν προκύψουν –γιατί θα προκύψουν-, μπορεί μόνο να μας ωφελήσει.
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, λέει ο Σενέκας σε μια επιστολή στη μητέρα του, για όσους δεν τις περιμένουν, αλλά οι αντιξοότητες αντιμετωπίζονται πολύ πιο εύκολα όταν είσαι προετοιμασμένος. Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται και σε μια άλλη επιστολή, παρηγορητική αυτή τη φορά, προς τη Μαρκία, μια φίλη του που πάλευε με τη θλίψη. Είχε χάσει έναν από τους γιους της τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο ο πόνος της δεν είχε υποχωρήσει. Η φυσική περίοδος του πένθους είχε τελειώσει και τώρα ο πόνος της είχε γίνει μια εξουθενωτική πνευματική κατάσταση. Είχε έρθει η ώρα να παρέμβει κάποιος.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της απάντησης του Σενέκα για αυτή την κατάσταση είναι αυτό που συχνά ονομάζουμε πρόβλεψη των μελλοντικών κακών. Είναι κάτι που είχε αναφερθεί νωρίτερα από προγενέστερους Στωικούς, όπως ο Χρύσιππος. Η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να σκέφτεται τα άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένος γι’ αυτά αν τελικά συμβούν. Μέρος του προβλήματος της Μαρκίας, σύμφωνα με τον Σενέκα, είναι ότι δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα θανάτου του γιου της. Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι από τη στιγμή που γεννιέται κάποιος είναι προορισμένος να πεθάνει. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, είναι κάτι που θα συμβεί απαραιτήτως.
Το πένθος χτυπά δυνατά τους ανθρώπους, λέει ο Σενέκας, γιατί δεν το περιμένουν από πριν. Βλέπουμε και ακούμε συνεχώς τον θάνατο και τις κακοτυχίες να χτυπούν τους άλλους, ειδικά στην εποχή της τόσο γρήγορης μετάδοσης των ειδήσεων, αλλά σπάνια αναλογιζόμαστε πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σε ανάλογη περίσταση. Ο Σενέκας λέει στη Μαρκία -και σε εμάς μια σειρά από πράγματα που θα προτιμούσαμε να μην ακούσουμε: είμαστε όλοι ευάλωτοι. Οι αγαπημένοι μας θα πεθάνουν αναπόφευκτα, και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όποια ευημερία και ασφάλεια κι αν απολαμβάνουμε μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή από δυνάμεις που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πάντα είναι πιθανόν να γίνουν ακόμα χειρότερα. Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα αν η τύχη στραφεί εναντίον μας; Θα αντιδράσουμε ήρεμα και αδιάφορα, όπως όταν ακούμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε ξένους κάπου μακριά μας; Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως βλέπουμε τον πόνο αυτό ως κομμάτι της ζωής, κάτι δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο. Είναι εύκολο να «φιλοσοφείς» όταν δεν συμβαίνει σ’ εσένα ή στους αγαπημένους σου, αλλά τι γίνεται όταν έρθει η δική σου σειρά;
Είναι απλώς παράλογο, λέει ο Σενέκας, να σκέφτεται κάποιος ότι «δεν περίμενα να συμβεί σ’ εμένα» κάποια κακοτυχία, ειδικά όταν ξέρει ότι θα μπορούσε να του συμβεί και έχει δει να συμβαίνει σε πολλούς άλλους. Γιατί όχι και σ’ εσάς; Στην περίπτωση του πένθους, ακόμα περισσότερο, δεδομένης της αναπόφευκτης φύσης του θανάτου κάθε ζωντανού πλάσματος στη γη. Θα συμβεί κάποια στιγμή, οπότε γιατί όχι τώρα; Είναι παράλογο να περιμένει κάποιος ότι η τύχη του θα κρατήσει για πάντα. Ο Σενέκας πιστεύει ότι, αν σκεφτόμαστε τις αντιξοότητες που μπορεί να συμβούν μαζί με όσες πρέπει να συμβούν κάποια στιγμή, θα βοηθήσουμε να μειωθεί το χτύπημα όταν τελικά προκύψουν. Θα μειωθεί το σοκ και θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουμε
Κανείς δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από τον Σενέκα, που η ζωή του απείχε πολύ από το ιδανικό της γαλήνης που υποστήριζε. Στη διάρκεια του ταραχώδους 1ου αιώνα μ.Χ., ο Σενέκας έπρεπε να αντιμετωπίσει τον θάνατο του γιου του, την εξορία του στην Κορσική για μια δεκαετία περίπου, τη διάσωσή του από την εξορία (αλλά μόνο με τον όρο να αναλάβει τον ρόλο του δασκάλου του νεαρού Νέρωνα), την καριέρα ως συμβούλου του Νέρωνα, την οποία δεν μπορούσε εύκολα να αφήσει, τον θάνατο ενός στενού φίλου και, πάνω απ’ όλα, τη δική του αναγκαστική αυτοκτονία. Όταν ο Σενέκας θεωρήθηκε ύποπτος συμμετοχής σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα, ο Νέρωνας απαίτησε τον θάνατο του παλιού του δασκάλου. Η γυναίκα του Σενέκα επέμεινε να ακολουθήσει τη μοίρα του, κι έτσι και οι δύο έκοψαν τις φλέβες τους. Κανείς δεν πέθανε γρήγορα. Η γυναίκα του Παυλίνα επέζησε, ενώ στον Σενέκα έδωσαν τελικά κώνειο και τον αποτέλειωσαν με ένα ατμόλουτρο. Αυτό σίγουρα δεν ήταν μια ήσυχη «φιλοσοφική ζωή».
Κανείς σώφρων άνθρωπος δεν επιζητεί τις αντιξοότητες, ακόμα κι αν μπορούν να μας δώσουν κάποια χρήσιμα μαθήματα. Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων, όμως, για να τις αντιμετωπίσουμε όταν προκύψουν –γιατί θα προκύψουν-, μπορεί μόνο να μας ωφελήσει.
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, λέει ο Σενέκας σε μια επιστολή στη μητέρα του, για όσους δεν τις περιμένουν, αλλά οι αντιξοότητες αντιμετωπίζονται πολύ πιο εύκολα όταν είσαι προετοιμασμένος. Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται και σε μια άλλη επιστολή, παρηγορητική αυτή τη φορά, προς τη Μαρκία, μια φίλη του που πάλευε με τη θλίψη. Είχε χάσει έναν από τους γιους της τρία χρόνια νωρίτερα, ωστόσο ο πόνος της δεν είχε υποχωρήσει. Η φυσική περίοδος του πένθους είχε τελειώσει και τώρα ο πόνος της είχε γίνει μια εξουθενωτική πνευματική κατάσταση. Είχε έρθει η ώρα να παρέμβει κάποιος.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της απάντησης του Σενέκα για αυτή την κατάσταση είναι αυτό που συχνά ονομάζουμε πρόβλεψη των μελλοντικών κακών. Είναι κάτι που είχε αναφερθεί νωρίτερα από προγενέστερους Στωικούς, όπως ο Χρύσιππος. Η ιδέα ότι κάποιος πρέπει να σκέφτεται τα άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, ώστε να είναι καλύτερα προετοιμασμένος γι’ αυτά αν τελικά συμβούν. Μέρος του προβλήματος της Μαρκίας, σύμφωνα με τον Σενέκα, είναι ότι δεν αναλογίστηκε ποτέ την πιθανότητα θανάτου του γιου της. Κι όμως, όλοι ξέρουμε ότι από τη στιγμή που γεννιέται κάποιος είναι προορισμένος να πεθάνει. Αυτό δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, είναι κάτι που θα συμβεί απαραιτήτως.
Το πένθος χτυπά δυνατά τους ανθρώπους, λέει ο Σενέκας, γιατί δεν το περιμένουν από πριν. Βλέπουμε και ακούμε συνεχώς τον θάνατο και τις κακοτυχίες να χτυπούν τους άλλους, ειδικά στην εποχή της τόσο γρήγορης μετάδοσης των ειδήσεων, αλλά σπάνια αναλογιζόμαστε πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σε ανάλογη περίσταση. Ο Σενέκας λέει στη Μαρκία -και σε εμάς μια σειρά από πράγματα που θα προτιμούσαμε να μην ακούσουμε: είμαστε όλοι ευάλωτοι. Οι αγαπημένοι μας θα πεθάνουν αναπόφευκτα, και αυτό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όποια ευημερία και ασφάλεια κι αν απολαμβάνουμε μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή από δυνάμεις που δεν είναι υπό τον έλεγχό μας. Ακόμα κι όταν πιστεύουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, πάντα είναι πιθανόν να γίνουν ακόμα χειρότερα. Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα αν η τύχη στραφεί εναντίον μας; Θα αντιδράσουμε ήρεμα και αδιάφορα, όπως όταν ακούμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε ξένους κάπου μακριά μας; Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως βλέπουμε τον πόνο αυτό ως κομμάτι της ζωής, κάτι δυσάρεστο αλλά αναπόφευκτο. Είναι εύκολο να «φιλοσοφείς» όταν δεν συμβαίνει σ’ εσένα ή στους αγαπημένους σου, αλλά τι γίνεται όταν έρθει η δική σου σειρά;
Είναι απλώς παράλογο, λέει ο Σενέκας, να σκέφτεται κάποιος ότι «δεν περίμενα να συμβεί σ’ εμένα» κάποια κακοτυχία, ειδικά όταν ξέρει ότι θα μπορούσε να του συμβεί και έχει δει να συμβαίνει σε πολλούς άλλους. Γιατί όχι και σ’ εσάς; Στην περίπτωση του πένθους, ακόμα περισσότερο, δεδομένης της αναπόφευκτης φύσης του θανάτου κάθε ζωντανού πλάσματος στη γη. Θα συμβεί κάποια στιγμή, οπότε γιατί όχι τώρα; Είναι παράλογο να περιμένει κάποιος ότι η τύχη του θα κρατήσει για πάντα. Ο Σενέκας πιστεύει ότι, αν σκεφτόμαστε τις αντιξοότητες που μπορεί να συμβούν μαζί με όσες πρέπει να συμβούν κάποια στιγμή, θα βοηθήσουμε να μειωθεί το χτύπημα όταν τελικά προκύψουν. Θα μειωθεί το σοκ και θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να τις αντιμετωπίσουμε
To James Webb αποκάλυψε το «πρίκουελ» του Πρώιμου Σύμπαντος
Το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb της NASA έχει αρχίσει να ρίχνει φως στα χρόνια διαμόρφωσης της ιστορίας του σύμπαντος που μέχρι στιγμής ήταν απρόσιτα και αναφέρονται στο σχηματισμό και τη συναρμολόγηση των γαλαξιών.
Για πρώτη φορά, ένα πρωτοσμήνος επτά γαλαξιών επιβεβαιώθηκε σε απόσταση που οι αστρονόμοι αναφέρουν ως redshift 7.9, ή μόλις 650 εκατομμύρια χρόνια, μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
Με βάση τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, οι αστρονόμοι υπολόγισαν τη μελλοντική ανάπτυξη του εκκολαπτόμενου σμήνους, διαπιστώνοντας ότι πιθανότατα θα αυξηθεί σε μέγεθος και μάζα που θα μοιάζει με το σύμπλεγμα Coma, ένα τέρας του σύγχρονου σύμπαντος.
Το σύμπλεγμα Coma:
«Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική τοποθεσία επιταχυνόμενης εξέλιξης των γαλαξιών και ο Webb μας έδωσε την άνευ προηγουμένου ικανότητα να μετράμε τις ταχύτητες αυτών των επτά γαλαξιών και να επιβεβαιώσουμε με σιγουριά ότι είναι συνδεδεμένοι μαζί σε ένα πρωτοσμήνος», δήλωσε ο Takahiro Morishita του Ινστιτούτου IPAC-California. of Technology, ο κύριος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Astrophysical Journal Letters.
Οι ακριβείς μετρήσεις που καταγράφηκαν από το φασματογράφο του Webb ( NIRSpec ) ήταν το κλειδί για την επιβεβαίωση της συλλογικής απόστασης των γαλαξιών και των υψηλών ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται μέσα σε ένα φωτοστέφανο σκοτεινής ύλης – περισσότερα από δύο εκατομμύρια μίλια την ώρα (περίπου χίλια χιλιόμετρα), ανά δευτερόλεπτο).
Τα φασματικά δεδομένα επέτρεψαν στους αστρονόμους να μοντελοποιήσουν και να χαρτογραφήσουν τη μελλοντική ανάπτυξη της ομάδας, μέχρι την εποχή μας στο σύγχρονο σύμπαν.
Η πρόβλεψη ότι το πρωτοσμήνος θα μοιάζει τελικά με το Σμήνος Κόμα σημαίνει ότι θα μπορούσε τελικά να είναι μεταξύ των πυκνότερων γνωστών συλλογών γαλαξιών, με χιλιάδες μέλη.
Τα σμήνη γαλαξιών είναι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μάζας στο γνωστό σύμπαν, οι οποίες μπορούν να παραμορφώσουν δραματικά τον ιστό του ίδιου του χωροχρόνου.
Αυτή η παραμόρφωση, που ονομάζεται βαρυτικός φακός, μπορεί να έχει μεγεθυντικό αποτέλεσμα για αντικείμενα πέρα από το σμήνος, επιτρέποντας στους αστρονόμους να κοιτάζουν μέσα από το σμήνος σαν γιγάντιος μεγεθυντικός φακός.
Η ερευνητική ομάδα μπόρεσε να χρησιμοποιήσει αυτό το φαινόμενο, κοιτάζοντας μέσα από το Σμήνος της Πανδώρας για να δει τα πρωτοσύστατα. Ακόμη και τα ισχυρά όργανα του Webb χρειάζονται βοήθεια από τη φύση.
Η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μεγάλα σμήνη όπως η Πανδώρα και το Κόμα ήταν δύσκολη, λόγω της επέκτασης του σύμπαντος που τεντώνει το φως πέρα από τα ορατά μήκη κύματος στο υπέρυθρο, όπου οι αστρονόμοι δεν είχαν δεδομένα υψηλής ανάλυσης πριν από τον Webb.
Τα όργανα υπερύθρων του Webb αναπτύχθηκαν ειδικά για να καλύψουν αυτά τα κενά στην αρχή της ιστορίας του σύμπαντος.
Οι επτά γαλαξίες που επιβεβαιώθηκαν από τον Webb καθιερώθηκαν για πρώτη φορά ως υποψήφιοι για παρατήρηση χρησιμοποιώντας δεδομένα από το πρόγραμμα Frontier Fields του διαστημικού τηλεσκοπίου Hubble.
Το πρόγραμμα αφιέρωσε τον χρόνο Hubble σε παρατηρήσεις με χρήση βαρυτικού φακού, για να παρατηρήσει λεπτομερώς πολύ μακρινούς γαλαξίες. Ωστόσο, επειδή το Hubble δεν μπορεί να ανιχνεύσει φως πέρα από το εγγύς υπέρυθρο, υπάρχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες που δε μπορεί να δει.
Το Webb ανέλαβε την έρευνα, εστιάζοντας στους γαλαξίες που ανίχνευσε το Hubble και συλλέγοντας λεπτομερή φασματοσκοπικά δεδομένα εκτός από εικόνες.
Η ερευνητική ομάδα αναμένει ότι η μελλοντική συνεργασία μεταξύ του Webb και του ρωμαϊκού διαστημικού τηλεσκοπίου Nancy Grace της NASA , μια αποστολή έρευνας ευρέως πεδίου υψηλής ανάλυσης, θα αποφέρει ακόμη περισσότερα αποτελέσματα σε πρώιμα σμήνη γαλαξιών.
Με 200 φορές το υπέρυθρο οπτικό πεδίο του Hubble σε μία μόνο λήψη, ο Roman θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει περισσότερους υποψήφιους γαλαξίες πρωτοσμήνους, κάτι που ο Webb μπορεί να παρακολουθήσει για να επιβεβαιώσει με τα φασματοσκοπικά του όργανα.
Η αποστολή είναι επί του παρόντος στόχος για εκτόξευση έως τον Μάιο του 2027.
Για πρώτη φορά, ένα πρωτοσμήνος επτά γαλαξιών επιβεβαιώθηκε σε απόσταση που οι αστρονόμοι αναφέρουν ως redshift 7.9, ή μόλις 650 εκατομμύρια χρόνια, μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
Με βάση τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, οι αστρονόμοι υπολόγισαν τη μελλοντική ανάπτυξη του εκκολαπτόμενου σμήνους, διαπιστώνοντας ότι πιθανότατα θα αυξηθεί σε μέγεθος και μάζα που θα μοιάζει με το σύμπλεγμα Coma, ένα τέρας του σύγχρονου σύμπαντος.
Το σύμπλεγμα Coma:
«Πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική τοποθεσία επιταχυνόμενης εξέλιξης των γαλαξιών και ο Webb μας έδωσε την άνευ προηγουμένου ικανότητα να μετράμε τις ταχύτητες αυτών των επτά γαλαξιών και να επιβεβαιώσουμε με σιγουριά ότι είναι συνδεδεμένοι μαζί σε ένα πρωτοσμήνος», δήλωσε ο Takahiro Morishita του Ινστιτούτου IPAC-California. of Technology, ο κύριος συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Astrophysical Journal Letters.
Οι ακριβείς μετρήσεις που καταγράφηκαν από το φασματογράφο του Webb ( NIRSpec ) ήταν το κλειδί για την επιβεβαίωση της συλλογικής απόστασης των γαλαξιών και των υψηλών ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται μέσα σε ένα φωτοστέφανο σκοτεινής ύλης – περισσότερα από δύο εκατομμύρια μίλια την ώρα (περίπου χίλια χιλιόμετρα), ανά δευτερόλεπτο).
Τα φασματικά δεδομένα επέτρεψαν στους αστρονόμους να μοντελοποιήσουν και να χαρτογραφήσουν τη μελλοντική ανάπτυξη της ομάδας, μέχρι την εποχή μας στο σύγχρονο σύμπαν.
Η πρόβλεψη ότι το πρωτοσμήνος θα μοιάζει τελικά με το Σμήνος Κόμα σημαίνει ότι θα μπορούσε τελικά να είναι μεταξύ των πυκνότερων γνωστών συλλογών γαλαξιών, με χιλιάδες μέλη.
Τα σμήνη γαλαξιών είναι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μάζας στο γνωστό σύμπαν, οι οποίες μπορούν να παραμορφώσουν δραματικά τον ιστό του ίδιου του χωροχρόνου.
Αυτή η παραμόρφωση, που ονομάζεται βαρυτικός φακός, μπορεί να έχει μεγεθυντικό αποτέλεσμα για αντικείμενα πέρα από το σμήνος, επιτρέποντας στους αστρονόμους να κοιτάζουν μέσα από το σμήνος σαν γιγάντιος μεγεθυντικός φακός.
Η ερευνητική ομάδα μπόρεσε να χρησιμοποιήσει αυτό το φαινόμενο, κοιτάζοντας μέσα από το Σμήνος της Πανδώρας για να δει τα πρωτοσύστατα. Ακόμη και τα ισχυρά όργανα του Webb χρειάζονται βοήθεια από τη φύση.
Η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μεγάλα σμήνη όπως η Πανδώρα και το Κόμα ήταν δύσκολη, λόγω της επέκτασης του σύμπαντος που τεντώνει το φως πέρα από τα ορατά μήκη κύματος στο υπέρυθρο, όπου οι αστρονόμοι δεν είχαν δεδομένα υψηλής ανάλυσης πριν από τον Webb.
Τα όργανα υπερύθρων του Webb αναπτύχθηκαν ειδικά για να καλύψουν αυτά τα κενά στην αρχή της ιστορίας του σύμπαντος.
Οι επτά γαλαξίες που επιβεβαιώθηκαν από τον Webb καθιερώθηκαν για πρώτη φορά ως υποψήφιοι για παρατήρηση χρησιμοποιώντας δεδομένα από το πρόγραμμα Frontier Fields του διαστημικού τηλεσκοπίου Hubble.
Το πρόγραμμα αφιέρωσε τον χρόνο Hubble σε παρατηρήσεις με χρήση βαρυτικού φακού, για να παρατηρήσει λεπτομερώς πολύ μακρινούς γαλαξίες. Ωστόσο, επειδή το Hubble δεν μπορεί να ανιχνεύσει φως πέρα από το εγγύς υπέρυθρο, υπάρχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες που δε μπορεί να δει.
Το Webb ανέλαβε την έρευνα, εστιάζοντας στους γαλαξίες που ανίχνευσε το Hubble και συλλέγοντας λεπτομερή φασματοσκοπικά δεδομένα εκτός από εικόνες.
Η ερευνητική ομάδα αναμένει ότι η μελλοντική συνεργασία μεταξύ του Webb και του ρωμαϊκού διαστημικού τηλεσκοπίου Nancy Grace της NASA , μια αποστολή έρευνας ευρέως πεδίου υψηλής ανάλυσης, θα αποφέρει ακόμη περισσότερα αποτελέσματα σε πρώιμα σμήνη γαλαξιών.
Με 200 φορές το υπέρυθρο οπτικό πεδίο του Hubble σε μία μόνο λήψη, ο Roman θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει περισσότερους υποψήφιους γαλαξίες πρωτοσμήνους, κάτι που ο Webb μπορεί να παρακολουθήσει για να επιβεβαιώσει με τα φασματοσκοπικά του όργανα.
Η αποστολή είναι επί του παρόντος στόχος για εκτόξευση έως τον Μάιο του 2027.
Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα.
Αρχαιοκαπηλίες και Αρχαιοκαταστροφές στην τουρκοκρατουμένη Ελλάδα.
«Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μικρών ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί χρηματιζόντουσαν. Και συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, θα αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, Παρίσι, 1902.
«Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη (της Μήλου) το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό.
Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπότε οι εξ ανατολών βάρβαροι δήλωναν συστηματικά τις ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους. Το ίδιο έπρατταν και οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας1. Εξ ίσου ζοφερή περίοδος για την πολιτισμική μας κληρονομιά υπήρξε η Ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως Ελλαδικού χώρου.
Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από την Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού, ως επίσημης θρησκείας, και την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές, όπου οι εισβολείς λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι, υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους –μετέπειτα κατακτητές– Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι αβάσιμη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόνο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν.
Ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος, στο τετράτομο έργο του Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (τ. Α΄, σελ. 126), μεταφέρει την μαρτυρία του Ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξίδι του τελευταίου στην Τροία το 1435:
“Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάι στις αρχαιότητες. Ομοίως, και ο Γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι, ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στην Δύση καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών χριστιανών”.
Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λεμπρούν:
“Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης”
Όσο για τους υπαινιγμούς που αφήνει ο περιηγητής E. Beule στο έργο του Athenes et les Grecs Modernes (Paris, 1855) περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς, λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λεμπρούν γράφει:
“Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς χριστιανούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων.”
Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι Ευρωπαίοι ιστοριοδίφες για τους «πολιτισμένους» Δυτικούς της προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg, αναφέρουν παραστατικά την σύληση Ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει, χαρακτηριστικά, ότι:
«Ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα», ο δε δεύτερος, για την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».
Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας κυρίως, η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας ήταν, φυσικά, το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Την ζήτηση των Αρχαίων Ελληνικών Μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, την Γαλλία, την Γερμανία και την Ολλανδία.
Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί, και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους Ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες –με το αζημίωτο, φυσικά– για την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλοϊκό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυρίως η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας, τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.
Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον Ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού, φυσικά, αλλά είχε διηνεκή απόηχο με την άνθηση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στην αρχαία Ελληνική «λογιοσύνη», ο εμπορικός ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η μετανάστευση Ελλήνων στην Δύση, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια, με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Άρπαγες και καταστροφείς κατά τον 17ο αιώνα
Βασιλικοί Οίκοι αλλά και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές στην Ανατολή με σκοπό την συλλογή αρχαιοτήτων. Οι τυχοδιώκτες αυτοί έπρεπε να επιλέξουν την διαδρομή προς τα εδάφη μας μεταξύ της χερσαίας οδού (Κεντρική Ευρώπη – Δαλματία – Ελλάδα) ή της θαλασσίας (Μασσαλία – Μάλτα – Αιγαίο – Δαρδανέλια, ή Βενετία – Κέρκυρα – Αιγαίο). Την δεύτερη προτίμησε ο Paul Lucas, Γάλλος «περιηγητής» που ταξίδεψε ως την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πώς, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών. Η επιτυχία του αυτή ήταν αρκετή για να του δοθεί μια επίσημη άδεια αρχαιοπώλη. Στάθηκε όμως κι άτυχος, καθώς κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερη αποστολή, ληστεύθηκε από έναν, επίσης Γάλλο, κουρσάρο…
Στο κυνήγι των αρχαίων αντικειμένων, ωστόσο, και οι Άγγλοι είχαν εισέλθει δυναμικά, δεκαετίες πριν από τον Lucas. Ο Thomas Roe, άτομο κυνικό και φιλάργυρο, υπήρξε για μία επταετία (1622-1628) πρεσβευτής του βρετανικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Η θέση του τον καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνο για τα αρχαία μνημεία στην οθωμανική επικράτεια, δεδομένου ότι και η προηγούμενη θητεία του ως διπλωματικού εκπροσώπου της Αγγλίας στην Αυλή των Μογγόλων είχε σημαδευτεί από την μεταφορά και μεταπώληση σε συλλέκτες, πλήθους ασιατικών θησαυρών.
Ο Roe, εμφορούμενος από φιλοτουρκικά αισθήματα και φανατικός μισέλληνας, εκμυστηρευόταν το 1625 στον… πελάτη του, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, την προσπάθειά του να εξαπατήσει τον Πατριάρχη2 για να του αποσπάσει αρχαία χειρόγραφα και βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Εκτός από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, όμως, ο Roe προσεταιρίστηκε κι άλλους κληρικούς, επενδύοντας στην αδιαφορία ή και την αμάθεια του Κλήρου, όπως π.χ. τον επίσκοπο Άνδρου, ο οποίος του υπέδειξε τη Δήλο ως χώρο άγρας αρχαιοτήτων.
Εκτός από τον αρχιεπίσκοπό του, ο Roe εξυπηρετούσε ακόμη δύο επιφανείς άνδρες στην Αγγλία: τον κόμητα Howard του Arundel και τον δούκα του Μπάκιγχαμ. Για να ικανοποιήσει τις ορέξεις και των δύο, στοχοποιεί, εκτός από την Δήλο, τους Δελφούς3, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έχει «βάλει στο μάτι» τα γλυπτά της Χρυσόπορτας4. Στο μεταξύ, όμως, αποκτά κι έναν –κατ’ επίφαση– συνεργό, στην πραγματικότητα όμως ανταγωνιστή, τον Petty, γραμματέα του Howard.
Ο τελευταίος αποδεικνύεται κατά πολύ αποτελεσματικότερος, αφού ύστερα από πολλές περιπέτειες κατορθώνει να συλλέξει τεράστιο όγκο ελληνικών αρχαιοτήτων (περίπου 200 τεμάχια), αλλά και να πάρει στην κατοχή του μια παρτίδα από κατασχεμένες αρχαιότητες (που θα κατέληγαν στη Γαλλία). Μέσα στην παρτίδα αυτή ήταν και το περίφημο Πάριον Χρονικόν5. Εν τω μεταξύ ο Roe στέλνει «συστημένους» ανθρώπους του για έρευνα στην Θράκη, την Θάσο, την Καβάλα και τους Φιλίππους.
Δεν διστάζει να αποκαλεί «απατεώνες» τους Έλληνες, καθώς αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν με τις πληροφορίες που του δίνουν. Οι «κόποι» του, πάντως, ανταμείβονται όταν, ύστερα από επίσκεψή του στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, καταφέρνει να αποσπάσει άφθονα αρχαία αντικείμενα, τα οποία φορτώνονται σε πλοία στην Πάτρα, τον Πειραιά και τις Κυκλάδες, με προορισμό την Αγγλία. Είναι αμφίβολο όμως αν έφθασαν ποτέ εκεί…
Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων. Ο Κολμπέρ, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και ακόρεστος συλλέκτης καλλιτεχνικών θησαυρών, είχε αποστείλει τον Γερμανό θεολόγο Johann Michael Wansleben το 1673 στην Χίο για σχετική αναζήτηση, αφού του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή μια επισκοπική έδρα. Το γεγονός ότι τελικά του έδωσε μια θέση απλού εφημερίου προδίδει ότι μάλλον δεν στέφθηκε με τόση επιτυχία η αποστολή του…
Σε αντίθεση με αυτόν, τον αμέσως επόμενο χρόνο (1674), ένας άλλος Γάλλος «επισκέπτης» κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με το πλιάτσικο. Πρόκειται για τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιο του Νουαντέλ, ο οποίος, με μεθόδους που θα ζήλευε ακόμα και σήμερα το οργανωμένο έγκλημα, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Πολύ συχνά κουρσάρικες γαλιότες συνόδευαν τιμητικά το καράβι του και ενίοτε το ρυμουλκούσαν.
Περνώντας από τον Άθω, την Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και την Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα, στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα. Σε ολόκληρη την Ανατολή, μέχρι την Παλαιστίνη, οργάνωσε περαιτέρω εκστρατείες αρπαγής ή αγοράς αρχαιοτήτων, ειδών τέχνης και σπανίων ελληνικών χειρογράφων για την προσωπική συλλογή του ή για λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή του Κολμπέρ6.
Υπήρξε ο τελευταίος περιηγητής που είδε ολόκληρο τον Παρθενώνα, ενώ σε δική του πρωτοβουλία οφείλονται και τα πρώτα σχέδια του αρχαίου ναού, που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος της ακολουθίας του. Ήταν ίσως μια παρηγοριά γι’ αυτόν, δεδομένου ότι, παρά τα πεσκέσια που προσέφερε στον Τούρκο δισδάρη (υφάσματα και χήνες..!) κι εξασφάλισε την κάλυψη της φρουράς, δεν κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει τεμάχια από τον Ναό της Παλλάδος Αθηνάς. Του προκάλεσε, πάντως, πολύ σοβαρές φθορές. Τελικώς, αρκέστηκε σε λίγα γλυπτά.
Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Νουαντέλ, ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προόριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας – Γαλλίας – Ισπανίας – Γερμανίας.”
Τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα έχουν σημαδευτεί από την καταστροφή του Παρθενώνα, από τον βομβαρδισμό των Βενετών. Τον Σεπτέμβριο του 1687, τα μισθοφορικά στρατεύματα του Μοροζίνι κατέλαβαν την Αθήνα. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Από την 21η έως την 25η του μήνα, καθώς το συνεχές σφυροκόπημα από τα βενετικά πυροβόλα δεν απέδιδε κι ο υπαρχηγός της βενετικής αρμάδας, κόμης Κένιξμαρκ, που ανησυχούσε για ενδεχόμενη άμεση άφιξη ενισχύσεων των Τούρκων, ενέτεινε τον βομβαρδισμό, η «εύστοχη» βολή ενός λοχαγού του έστειλε ένα βλήμα στην κορυφή του ναού.
Η μπάλα διαπέρασε την στέγη και κατέληξε στο μέσον του Παρθενώνα, όπου εξερράγη, ανατινάζοντας, μαζί με το οθωμανικό οπλοστάσιο, και το εσωτερικό του7. Η ισχυρότατη έκρηξη θύμισε στους παλαιότερους Αθηναίους εκείνην της παραμονής του αγ. Δημητρίου του 1640 (από την πτώση ενός κεραυνού), που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα των Προπυλαίων και φόνευσε την οικογένεια του Τούρκου διοικητή και πολλούς από την ακολουθία του.
Ο Βενετός δόγης, πάντως, εμφορούνταν και από «αρχαιολατρικό» πνεύμα… Εκτός από την απόπειρα αφαίρεσης τεμαχίων από τον Παρθενώνα8, έναν χρόνο μετά το ηροστράτειο έγκλημα στην Ακρόπολη, φρόντισε να αφαιρέσει από το βάθρο του (στον Τινάνειο Κήπο) τον ευμεγέθη αρχαίο Λέοντα του Πειραιώς και να τον μεταφέρει στη Βενετία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ακόμη, πάνω σε νησίδα του ναυστάθμου της πόλης9. Παράλληλα, όλοι οι μισθοφόροι γέμιζαν τα δισάκκια τους με αρχαιότητες, οπουδήποτε τις εντόπιζαν. Ο γραμματικός του αρχιστράτηγου, κάποιος San Gallo, κράτησε για τον εαυτό του την κεφαλή της Νίκης από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ ο Δανός λοχαγός Hartmand απέσπασε δύο κεφάλια από τη μετώπη.
Στα ίχνη του μαρκησίου τού Nointel βάδιζε, παράλληλα με τον Μοροζίνι, και ο Γάλλος περιηγητής Corneille Le Brun. Κατά την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου το 1687, του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχαιότητες είναι εξόχως προσοδοφόρο εμπόρευμα. Πρώτη του υπολογίσιμη «δουλειά» ήταν η αρπαγή ενός αναγλύφου γυναίκας από την Δήλο, που κατέστη δυνατή με την μεσολάβηση δύο κληρικών από την Μύκονο, που του είχαν δώσει και τις σχετικές πληροφορίες. Το γλυπτό κατέληξε στην Ολλανδία. Εκτός αυτού, είχε αποσπάσει κι ένα τεμάχιο από τον κορμό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνος, επίσης από την Δήλο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του:
«Όσοι πέρασαν από ’δω, έκοβαν κι ένα κομμάτι… Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα για ενθύμιο»10.
Οι βάνδαλοι του 18ου αιώνα
Το ιδιοτελές ενδιαφέρον των ξένων βασιλικών αυλών και των ευγενών για αρχαία Ελληνικά έργα τέχνης εντάθηκε κατά κόρον αυτήν την εποχή, καθώς υποδαυλιζόταν διαρκώς από συνεχείς αναφορές διαφόρων περιηγητών που έφθαναν με την μορφή επιστολών ή ταξιδιωτικών αφηγήσεων σε άπληστους και «ορεξάτους» παραλήπτες.
Ο τυχοδιώκτης Paul Lucas, χωρίς να έχει ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά με εκπληκτικές ικανότητες εκτιμητή, έκανε μια δυναμική επανεμφάνιση στον ελλαδικό χώρο, για λογαριασμό, κυρίως, του βασιλιά του. Τα στοιχεία που συγκέντρωνε γίνονταν πλήρη συγγράμματα, κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι – μόνο που τα συνέγραφαν Γάλλοι ακαδημαϊκοί κι όχι ο ίδιος, συμμετέχοντας έτσι σε μια ιδιότυπη απάτη.
Με την μεσολάβηση της προστάτιδάς του, δούκισσας της Βουργουνδίας, απεστάλη εκ νέου στην υπόδουλη Ελλάδα, όπου και περιπλανιόταν από το 1704 για περισυλλογή αρχαιοτήτων, σημαντικών σε είδος και ποσότητα, τις οποίες προωθούσε συσκευασμένες μέσω Μασσαλίας. Περνώντας από την Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και τα νησιά, συγκέντρωνε κυρίως μετάλλια και νομίσματα, βυζαντινά ως επί το πλείστον, αλλά και επιγραφές. Όσα δε, για πρακτικούς λόγους, αδυνατούσε να πάρει κατά τις επισκέψεις του, τα κατέγραφε, ώστε να τα έχει κατά νου σε επόμενο ταξίδι του11.
Ο Lucas,παράλληλα, εκμεταλλευόταν και την ιδιότητά του ως… ιατρού (μολονότι ήταν εντελώς ανίδεος από Ιατρική, αλλά το διαβατήριό του ανέφερε αυτήν ως επάγγελμα), προκειμένου να αποσπά παλαιά νομίσματα από εύπορες οικογένειες ασθενών στην Θεσσαλονίκη, καθώς απαιτούσε να πληρώνεται με αυτά για τις υπηρεσίες του. Μέχρι το 1708, ο Γάλλος συλλέκτης είχε αποστείλει στις Βερσαλλίες περί τα 900 αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματα (χωρίς να υπολογίζονται άλλα τόσα που του είχαν αρπάξει οι πειρατές), 22 αρχαία χειρόγραφα και 52 επιγραφές.
Το 1714 έλαβε νέα βασιλική διαταγή, συνοδευόμενη βεβαίως και με την δέουσα συστατική επιστολή, για να επιστρέψει και να συνεχίσει το σύνηθες «έργο» του στον ελλαδικό χώρο. Προκλητικότατος και θρασύς, αρνούμενος κάθε έλεγχο αποσκευών και κάθε πληρωμή δασμών, ξεκινά από την Πόλη και, περνώντας από την Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και τον Πλαταμώνα, φθάνει ώς την Λάρισα, όπου βρίσκει άφθονα χρυσά και ασημένια μετάλλια όλων των βασιλέων της Μακεδονίας12.
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1724, σε αναφορά του κατά την διάρκεια μιας άλλης αποστολής του, παραδέχεται:
«Βρίσκω την χώρα πολύ αλλαγμένη. Τα πολύτιμα αντικείμενα σπανίζουν. Όλα τα έθνη βρίσκονται εδώ και αναζητούν αρχαιότητες»13.
Όταν, οκτώ μήνες μετά, επέστρεψε στο Παρίσι με 500 ακόμα αρχαία μετάλλια και νομίσματα στις αποσκευές του, κι αφού δεν βρήκε χρηματοδότη για επόμενη εξόρμηση, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου και άνοιξε κατάστημα, στο οποίο πωλούσε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει/κλέψει κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΕ΄ η αρχαιογνωσία είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονική επιστήμη. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξανόταν, οι λόγιοι έγραφαν συνεχώς πραγματείες και οι διπλωμάτες ανελάμβαναν τη διευκόλυνση των αρχαιοδιφικών αποστολών. Η αρχαιολογία και η αρχαιοκαπηλία δεν είχαν πλέον σαφή όρια, αφού ο αγώνας μεταξύ των διεκδικητών έργων αρχαίας τέχνης είχε καταστεί αδυσώπητος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε τη δραστηριότητά του και ο βασιλικός βιβλιοθηκάριος, αββάς Jean Paul Bignon.
Με την συνεργασία του πρέσβεως μαρκησίου de Bonnac, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: την απόσπαση βυζαντινών χειρογράφων που, κατ’ εικασία, φυλάσσονταν στην βιβλιοθήκη του σουλτανικού ανακτόρου14! Η ευκαιρία τούς δόθηκε το 1727, όταν, κατόπιν αιτήματος του διευθυντού του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, που –ως γιος διπλωμάτη– διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Γάλλους, οι επιστήμονες Francois Sevin και Étienne Fourmont απεστάλησαν ως ειδικοί για να εργαστούν στο σεράι ως βιβλιοθηκονόμοι. Εκτός αυτού, βεβαίως, είχαν επιφορτισθεί και με το καθήκον να μεταβούν στο Άγιο Όρος, αλλά κι όπου αλλού κρίνουν απαραίτητο, με τον ίδιο σκοπό, για την εκπλήρωση του οποίου τους είχε πιστωθεί το ποσόν των 10.000 λιβρών.
Στην Πόλη αρχικά απογοητεύθηκαν, ακούγοντας τον γιατρό του μεγάλου βεζύρη, Πορτογαλο-εβραίο Daniel de Fonseca, να τους διαβεβαιώνει ότι, με εντολή του σουλτάνου, τα βιβλία είχαν καταστραφεί προ πολλού. Στράφηκαν προς τα μοναστήρια για αγορά χειρογράφων, αλλά η συγκομιδή τους ήταν πενιχρή, όπως ανέφερε στους ανωτέρους του ο Sevin15. Άλλωστε, είχε προηγηθεί ένας Έλληνας, επίσης ενδιαφερόμενος, που φέρεται να διέθεσε συνολικά 200.000 τάλιρα για την αγορά χειρογράφων.
Πρόκειται για τον λόγιο ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, οσποδάρο της Βλαχίας (1719-1730). Παρ’ όλα αυτά, τελικά, ώς τα τέλη του 1729, οι απεσταλμένοι του Bignon κατόρθωσαν να συλλέξουν από την κυρίως Ελλάδα, την Μ. Ασία και την Παλαιστίνη (από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τα μετόχια αυτού) περίπου 500 τόμους, που τακτοποιήθηκαν σε πέντε κασόνια και προωθήθηκαν. Όσο για την πολυσυζητημένη και πολυδιεκδικούμενη συλλογή του Μαυροκορδάτου, κατέληξε να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Πόλη στις 27 Ιουλίου του έτους εκείνου.
Το κυνήγι των αρχαιοτήτων συνέχισε και ο έτερος απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά, αββάς Michel Fourmont, του οποίου το καταστροφικό μένος έμεινε παροιμιώδες. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1729 και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους χώρους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με αυτό το έγγραφο στο χέρι, ο Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας, αλλά, αντιθέτως, καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. Στην Λέσβο, για πρώτη φορά προσανατολίστηκε στην αναζήτηση επιγραφών και αναγλύφων. Σταθμεύοντας στην Αθήνα, άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του, διαταραγμένο, χαρακτήρα. Οργώνοντας, κυριολεκτικά, την πόλη, αποσπούσε από υπόγεια, από σπίτια, από περιβόλους, και ξέθαβε, κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή, το οποίο, αφού αντέγραφε, το εγκατέλειπε πεταμένο, για να καταλήξει συνήθως στα ασβεστοκάμινα, ή το κατέστρεφε, για να μη γίνει αντικείμενο έρευνας από άλλους και χάσει έτσι αυτός την δόξα του ως ερευνητή και μελετητή… Το δυστύχημα είναι ότι πολλοί αργυρολόγοι κι απολίτιστοι Ρωμιοί τον βοηθούσαν «δι’ ολίγους παράδας», υποδεικνύοντάς του, σε κάθε σημείο της Αττικής που επισκεπτόταν, σημεία όπου υπήρχαν αρχαία μνημεία…
Μετά την Αθήνα και την Αίγινα, o Fourmont πέρασε στην Πελοπόννησο. Φθάνοντας στην Κόρινθο, επιχείρησε έναν πρώτο απολογισμό του υλικού που είχε συγκεντρώσει: 750 επιγραφές, 150 σχέδια αναγλύφων και 100 ασημένια μετάλλια που αγόρασε εκεί. Συνεχίζοντας στην Ερμιόνη, στο ύψωμα του ακρωτηρίου, βρήκε ένα παλιό κάστρο, το οποίο γκρέμισε συθέμελα, για να βρει επιγραφές, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν κτισμένο με λείψανα αρχαίων ναών16.
Η αρχαιοθηρική του πορεία συνεχίστηκε ως τον νότο του Μωριά, όπου, φοβισμένος από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου, τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και, αργότερα, είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του Γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες.
Επί 53 συνεχείς ημέρες σάρωσε σχεδόν τα πάντα στον Μυστρά, την Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές, τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία φόρτωσε αμέσως σε πλοία και τα έστειλε στην Γαλλία.
Στην ίδια την Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του, τού Απριλίου 1730, προς τον φίλο του Φρενέ:
“Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από την μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν την Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στην Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα”17.
Παρακάτω συνεχίζει:
“Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω, κύριε και αγαπητέ φίλε, εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει την δυνατότητα να σκορπίσει στους ανέμους την στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψει τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, την Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες, επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. Φανταστείτε την χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω-κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη την δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους την δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα χρήσιμα πράγματα”18.
Στις 20 Απριλίου 1730, ο Γάλλος καταστροφέας γράφει από την Σπάρτη στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Villeneuve, δικαιολογώντας τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του:
“Πέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, έριξα την θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου. Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της;
Έχω την τιμή να σας απαντήσω ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώματά της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Μέχρι τώρα κανείς ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει· ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάσθηκαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί θύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς”19.
Η ολέθρια παρουσία του μοχθηρού αββά στην Ελλάδα κράτησε συνολικά δεκαέξι μήνες. Μπαρκάροντας από το Ναύπλιο, ο ίδιος έδωσε τον απολογισμό του ταξιδιού του: αντίγραφα 2.600 επιγραφών και 300 αναγλύφων, μετάλλια, σχέδια, απόψεις πόλεων και μνημείων. Ερεύνησε για αρχαιότητες σε 63 μοναστήρια και 122 μετόχια. Ύστερα απ’ όλα αυτά, με την επιστροφή του στην Γαλλία, αντί για δόξα και επιστημονικές «δάφνες», τον περίμεναν η χλεύη, η αποδοκιμασία και η γενική κατακραυγή. Σ’ αυτές προστέθηκαν και οι κατηγορίες για πλαστογραφία, απάτη και καταστροφή πολιτισμικών μνημείων. Ο ίδιος, οι συνεργάτες και οι «πάτρωνές» του είχαν στιγματιστεί ανεπανόρθωτα…
Έξι χρόνια μετά (1738), ο καταδηωμένος ελληνικός χώρος δέχτηκε ακόμα έναν επισκέπτη με αρπακτικές διαθέσεις, τον John Montague Earl of Sandwich. Νεώτατος, τολμηρός και ευκατάστατος, κατάφερε να συλλέξει μούμιες, μετάλλια και παπύρους από την Αίγυπτο, που επισκέφθηκε πρώτη, αλλά και αρχαία αγγεία, ανάγλυφα και επιγραφές από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο χρονικό του ταξιδιού του, γραμμένο από τον ίδιο, στην Σαλαμίνα είχε επιστρατεύσει ντελάληδες να γνωστοποιήσουν ότι “αγοράζει μετάλλια έναν παρά το κομμάτι”20…
Ο Pωσοτουρκικός Πόλεμος της περιόδου 1770-1774 δεν υπήρξε λιγότερο κρίσιμος για τις αρχαιότητες. Oι Ρώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν όχι μόνον ότι αφαίρεσαν λείψανα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ότι, με την μανία της αρπαγής, έσπασαν και κατέστρεψαν πολλές φορές μνημεία. O Ολλανδός κόμης H. L. Pasch Van Krienen, για χρόνια στον ρωσικό στρατό, είναι γνωστό ότι μετέφερε στο Λιβόρνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία από τα νησιά του Αιγαίου.
Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων, με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη, Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier, εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί, διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά την διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη. Το περιστατικό αναφέρεται σε υπόμνημα (σχετικά με την καταστροφική επιδρομή του Έλγιν στην Ακρόπολη, είκοσι χρόνια αργότερα):
“Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν να αφαιρέσουν πολλά γλυπτά από διάφορα κτίσματα του φρουρίου και κυρίως από τον Παρθενώνα. Αλλά ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και τα γλυπτά κατέπεσαν και θρυμματίσθηκαν. Τα υλικά και τα εργαλεία των Γάλλων, τους ματρακάδες, τις σκάλες κ.λπ., θα χρησιμοποιήσουν οι πράκτορες του Έλγιν το 1801. Όχι τυχαία, λοιπόν, ο Λόρδος του Έλγιν τον χαρακτήριζε «δάσκαλό του”21…
Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε για έναν χρόνο, το είχε πραγματοποιήσει το 1776, και είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό για τις ελληνικές αρχαιότητες και για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της εποχής του, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τα κείμενά του συνοδεύονταν από χαλκογραφίες και σχεδιαγράμματα22. Παρά την κατ’ επίφαση συμπάθεια προς την Ελλάδα, ως πολιτισμικό μέγεθος, δεν έπαυε να είναι ένας κοινός αρχαιοκάπηλος. Είχε αναγάγει τη σύληση σε βασική απασχόλησή του. Διενεργούσε ανασκαφές και συγκέντρωνε αρχαία αντικείμενα στην κατοικία του. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Στον φίλο και συνεργό του Fauvel έγραφε, χαρακτηριστικά, το 1789:
Άρπαξε ό,τι μπορέσεις. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μην λυπάσαι ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους23.
Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από την μεταφορά στην Γαλλία ολοκλήρου του ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου του οποίου την εκτέλεση είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο, κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης οι ανασκαφές –και συνακόλουθες λεηλασίες, φυσικά– στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από την Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στην Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη, το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από τον λόφο του Αγίου Στεφάνου στην Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1789, με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπιγράφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μίας κολόνας του Ερεχθείου, ενός ενεπιγράφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μίας φιάλης από τον Παρθενώνα24.
Μετά τον θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο βάνδαλος Γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!). Δόθηκε, μάλιστα, και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό, επειδή υπήρξε… αρχαιολάτρης. Όσο για τον Fauvel, ραδιούργος και πολιτικά επαμφοτερίζων όπως ήταν, κατόρθωσε μέσα από πολλές περιπέτειες και με μεγάλο κόστος, να συμβιβαστεί με τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Γαλλία και να παραμείνει στην Ελλάδα ασκώντας τα προξενικά του καθήκοντα ώς την έκρηξη της Επανάστασης το 1821.
Λίγο πριν την Εθνεγερσία – Ο κλέφτης Έλγιν
Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα, η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου οδήγησε στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι Άγγλοι, φυσικά, δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα. Αναλογικά, οι «ταξιδιώτες» τους αυξήθηκαν πολύ, συγκριτικά με τους αντίστοιχους Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, αλλά κι Αμερικανούς. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν συνολικά «μυλόρδους» τους ξένους επιφανείς επισκέπτες.
Το 1799 διορίστηκε ως πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη ο Thomas Bruce, 7ος κόμης του Έλγιν. Αμέσως άρχισε να ζητά διευκολύνσεις από την Πύλη για τον εντοπισμό και την αρπαγή αρχαίων θησαυρών. Εκτός από αυτές, εξασφάλισε επίσης και την συνεργασία δύο διορισμένων «ειδικών»: του κληρικού και λογοτέχνη Joseph D. Carlyle και του νεαρού εφημερίου Philip Hunt.
Ο πρώτος, ως γνώστης της αραβικής γλώσσας, έστρεψε εξ αρχής το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων, με βιβλικό περιεχόμενο κατά προτίμηση, σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδρυμάτων –στην Ελλάδα και το Αιγαίο– αλλά και μέσα στο ανάκτορο του σουλτάνου.
Ο δεύτερος, νεώτερος και δυναμικότερος, αποδύθηκε στην συλλογή κυρίως γλυπτών μνημείων. Είχε σκεφθεί επίσης να αποσπάσει ακόμη και τους λαξευμένους λέοντες από την πύλη των Μυκηνών, αλλά το πλοίο στο οποίο τους προόριζε για φόρτωση ήταν πολύ μακριά, κάτι που καθιστούσε αδύνατη την μεταφορά τους. Τον Σεπτέμβριο του 1801 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη και αφαίρεσε από το Ερεχθείο μία από τις Καρυάτιδες, αφού πρώτα, με την άδεια του βοεβόδα, γκρέμισε το περιτείχισμα που τις κάλυπτε. Σε σχετική αναφορά του προς τον Λόρδο του Έλγιν έγραφε:
“Αν βρισκόταν στον Πειραιά μεγάλο αγγλικό πολεμικό πλοίο, θα μπορούσαμε να φορτώσουμε ολόκληρο το εξαίσιο αυτό κτίσμα κι όχι μόνο μία κόρη”25.
Η Τρωάδα, το Άγιο Όρος (Καρυές, Αθωνιάδα, Μονές) και η Χαλκιδική υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αναζήτησης χειρογράφων και αναγλύφων των δύο απεσταλμένων του πρεσβευτή, που δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε «επιτυχία» τους. Στο μυαλό του τελευταίου, πάντως, είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο, καθώς φοβόταν μια νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης.
Το πολυπόθητο γι’ αυτόν φιρμάνι26 με την υπογραφή του Καϊμακάμ Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπε στα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών».
Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά»27.
Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα, εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετόπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την αφαίρεσή τους από την θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.
Πολλά από τα αρχαία σπαράγματα φορτώθηκαν στο πλοίο «Μέντωρ», με σκοπό την μεταφορά τους στη Βρετανία. Αυτό, όμως, ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα. Επιστρατεύοντας ντόπιους βουτηχτές, ο λόρδος κατάφερε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολυτίμου φορτίου. Η πλούσια συλλογή των κλεμμένων θησαυρών παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την εποχή που χρεωκόπησε κι αναγκάστηκε να την πουλήσει στο κράτος28.
Τα έργα και οι ημέρες του Thomas Bruce στην Ακρόπολη των Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις λογίων και επιφανών Ευρωπαίων όπως ο Βύρων, κέντρισαν γρήγορα την βουλιμία πολλών αρχαιοφίλων της Ευρώπης. Το 1807, στην Ρώμη, συγκροτήθηκε μια «εταιρεία» («συμμορία» είναι ο πιο δόκιμος όρος) για την προώθηση της διενέργειας ανασκαφών στο ελληνικό έδαφος29. Ο φιλότουρκος νεαρός Άγγλος αρχιτέκτων Charles Robert Cockerell ήταν από τα σημαντικότερα στελέχη της.
Έφθασε στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1810, και για έξι χρόνια, με πρόσχημα την αρχαιοδιφία, είχε επιδοθεί σε ανασκαφές και υφαρπαγές μνημείων. Ερευνώντας στην Αίγινα το 1811, σε συνεργασία με άλλους, έφερε στο φως αγάλματα και ανάγλυφα από τα αετώματα του ναού της Αφαίας. Προσεταιριζόμενος τοπικούς προεστούς, κατόρθωσε να τα βγάλει από το νησί. Κατέληξαν στην Αθήνα, για να συγκολληθούν και να αναζητηθεί αγοραστής. Τελικά, μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο, μακριά από τον τουρκικό ζυγό, όπου και δημοπρατήθηκαν διεθνώς30.
Η ομάδα υπό τον Cockerell επέστρεψε στον Μωριά το 1812, με σκοπό αυτή την φορά τον Ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Ηλείας. Ωστόσο, οι Ανδριτσάνοι που είχαν μισθωθεί για τις δέουσες ανασκαφές, από δεισιδαιμονία κυρίως, δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν, αφήνοντας μόνους τους ξένους. Κάποιες επιχειρήσεις εκφοβισμού τους από ντόπιους, λίγο αργότερα, έφεραν αποτέλεσμα και, τελικά, η ομάδα έφυγε σχεδόν άπρακτη. Επανήλθε, όμως, το καλοκαίρι του 1813 και, με έγγραφη άδεια του Βεληπασά της Τριπολιτσάς (με το αζημίωτο, φυσικά), προχώρησε σε ανασκαφές και εξαγωγή των γλυπτών κυρίως ευρημάτων από το λιμάνι του Ναυαρίνου, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα, όπου πουλήθηκαν στον Άγγλο διοικητή κι από εκεί στο Λονδίνο.
Ζηλωτής της δόξας τού Cockerell δεν άργησε να γίνει κι ο φίλος και συνεργάτης του Δανός αρχαιολόγος, P.O. Bronsted. Το 1811 βρέθηκε στην Κέα για ανασκαφικές επιχειρήσεις. Είναι από τους ελάχιστους που εκφράστηκαν στα χρονικά τους με συμπάθεια για τον υπόδουλο Ελληνισμό31, χωρίς ωστόσο αυτό να τον εμποδίσει να επωφεληθεί από την αμάθειά του και, ύστερα από ανασκαφές τριών εβδομάδων, να πάρει πλήθος αρχαίων αντικειμένων που βρήκε στην νησιωτική γη.
Την πρωτοκαθεδρία των Βρετανών στην βιομηχανία της αρπαγής αρχαιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας Γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται για τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη, το 1816, και για τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό.
Σ’ αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πώς απέκτησε την Αφροδίτη της Μήλου όταν επισκέφθηκε το νησί, το 1820. Το άγαλμα, βέβαια, το οποίο είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του, το εποφθαλμιούσε ένας καλόγερος του νησιού για να το δωρίσει στον Δραγουμάνο του Στόλου, Νικ. Μουρούζη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του.
Ο Γάλλος κόμης, δυναμικός και… γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν για τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στην Σμύρνη, κι από εκεί, τον Φεβρουάριο του 1821, βρέθηκε στο Παρίσι32.
Παραταύτα, όμως, είναι μάλλον απίθανο να έφυγε η Αφροδίτη από το νησί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις33, ενώ είναι γεγονός ότι η συναισθηματική απήχηση της απομάκρυνσης του αγάλματος από το νησί, και την Ελλάδα γενικότερα, υπήρξε καίρια, επηρεάζοντας και τις κατοπινές γενεές34. Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου, πάντως, ήταν και η τελευταία μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά-σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως η αρπαγή της Νίκης της Σαμοθράκης35.
Συμπεράσματα
Μια χρονικά επιτομική θεώρηση της καταστάσεως της Ελληνικής μνημειακής κληρονομιάς επί τουρκοκρατίας, χωρίς την ιδιαίτερη παράθεση λεπτομερειακών στοιχείων, είναι αρκετή για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα. Έχουμε προ οφθαλμών πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα τοποθετημένα μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι από το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το κυριότερο από αυτά δεν μπορεί να είναι άλλο από την διαπίστωση ότι οι διάφοροι «περιηγητές», «ταξιδιώτες», «επισκέπτες», ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν οι κάθε λογής αρχαιολάγνοι διερχόμενοι, μόνο φίλοι του ελληνικού πολιτισμού και του Ελληνισμού δεν υπήρξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Μπορεί να άφησαν πίσω τους χρονικά και απομνημονεύματα που, ομολογουμένως, παρέχουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού Γένους, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τόσο τους ιδίους, όσο και τους αποστολείς τους, για τον παραλογισμό και την απερίγραπτη και με διαχρονικές επιπτώσεις φθορά που προξένησαν στην Ελλάδα ως χώρα και ως πολιτισμικό μέγεθος.
Η τακτική των μικρόψυχων και τυχάρπαστων ανθρώπων, προερχομένων από πολιτισμικά ασήμαντους λαούς, που ταξιδεύουν από σκοτεινές χώρες για να «πλιατσικολογήσουν» στο Ελληνικό Φως, προσπαθώντας να γεμίσουν τα άδεια μουσεία τους και να καλύψουν έτσι το κενό της ιστορικής ανυπαρξίας τους, είχε καταστεί για αιώνες εγκληματική συνήθεια. Ο βάρβαρος αυτός ιμπεριαλισμός αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης, χωρίς κανένα ψιμύθιο. Σαν πραγματικό προφητικό βάλσαμο ακούγονται τα λόγια του Αθανασίου Ψαλλίδα (προς τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, Hobehouse, το 1815 στα Ιωάννινα):
“Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Κάποια μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε”.
------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ / ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ΄ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας, τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερευνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων ανδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».
2 The negotiations of sir Thomas Roe in his embassy to the Ottoman Porte, Λονδίνο, 1740.
3 Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου… Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου» (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 137).
4 Είναι η γνωστή ως Porta Aurea, που, κατά την παράδοση, είχε κτίσει ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’. Πλαισιωνόταν από δύο μεγάλους κίονες, και το υπέρθυρο διακοσμούσαν δώδεκα πλακίδια από μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.
5 Πρόκειται για ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, αγνώστου δημιουργού, γραμμένη σε αττική διάλεκτο περί το 264/263 π.κ.ε. Αναφέρει συνοπτικά τα γεγονότα από την εποχή του Κέκροπος έως τις ημέρες του Αθηναίου άρχοντος Διογνήτου. Το 1897 ανακαλύφθηκαν κι άλλα κομμάτια από την ίδια πλάκα.
6 Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842), η βόμβα «άνηψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι αι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων» (Πρακτικά της ΣΤ΄ γενικής συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, τη 12η Μαΐου 1846, σελ. 146 κ.ε.). Η αυτόπτις της καταστροφής Anna Akerhjem, συνοδός της συζύγου τού Οtto Kunigsmark, διοικητή της πολιορκίας, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Ο κόσμος δεν θα ξαναδημιουργήσει τέτοιο αριστούργημα».
7 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, σελ. 651.
8 Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι δεν αρκέστηκε στην καταστροφή του Παρθενώνα. Θέλησε να μεταφέρει στην Βενετία και τρόπαιο από τον γκρεμισμένο ναό. Διάλεξε το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα του δυτικού διαζώματος με τον Ποσειδώνα και τα δύο άλογα. Αλλά κατά την απόσπαση των γλυπτών γκρεμίστηκε ολόκληρο τμήμα του ναού κι όλα τα μάρμαρα θρυμματίστηκαν καταγής. Στην αναφορά του προς την σύγκλητο ο άξεστος στρατηγός δεν εκφράζει ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια για την κατάρρευση του ναού και την καταστροφή του διαζώματος.
9 Κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας, καθώς μετατρεπόταν μεταφορικά σε απεικόνιση του ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου της. Γι’ αυτό τον λόγο, και η Βενετία είναι γεμάτη από λέοντες κάθε μορφής, κλεμμένους από όλο τον κόσμο, που ταυτόχρονα απεικονίζουν και την, πάλαι ποτέ, δύναμη της βενετικής θαλασσοκρατορίας.
10 Missions archéologiques françaises en orient aux XVΙIe et XVΙIIe siècles, Documents publiés par Henri Omont, Paris 1902.
11 «Μέσα στον μισοχαλασμένο ναό [στη Δράμα] βρήκα την προτομή ενός Ηρακλή εξαιρετικής ομορφιάς από λευκό μάρμαρο. Χρησιμοποιείται ως βάθρο μιας ξύλινης κολώνας που υποστηρίζει τον γυναικωνίτη. Η μισή είναι θαμμένη στο χώμα. Αν βρισκόταν στη Δράμα ο μητροπολίτης, θα την αγόραζα… Δεν πειράζει όμως… Θα την πάρω σε άλλο ταξίδι» (Voyage du Sieur Paul Lucas au Levant, τόμ. Α΄, Παρίσι 1712, σελ. 253).
12 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 38.
13 Αυτόθι, σελ. 40.
14 Υπήρξε και προγενέστερη προσπάθεια διεισδύσεως στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, αλλά χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα. Το 1687 ο Γάλλος πρεσβευτής Pierre Girardin διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχαν τουλάχιστον 200 ελληνικοί τόμοι. Με την βοήθεια ενός Ιταλού μεσάζοντος ξεχώρισε και μετέφερε έξω από το σεράι κάποιους από αυτούς, για αξιολόγηση, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να τους αποσπάσει.
15 «Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί δεν κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μεγάλων ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί έμειναν αλύγιστοι. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, υπάρχει κίνδυνος να αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» (Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, τόμ. Α΄, Παρίσι, 1902, σελ. 459).
16 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 135.
17 Αυτόθι, σελ. 139.
18 Βλ. Β. Ρασσιάς: «Ένας αγροίκος κληρικός καταστρέφει τον 18ο αιώνα ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία Σπάρτη».
19 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄σελ. 143.
20 A voyage performed by the late Earl of Sandwich round the Mediterranean in the years 1738 and 1739 written by himself, Λονδίνο 1799.
21 Χατζηφώτης Ι.Μ., Η Καθημερινή Ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 75-76.
22 Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul Gouffier, Voyage pittoresque de la Grece, Παρίσι 1782.
23 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄ σελ. 463.
24 Αυτόθι, σελ. 464.
25 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ΄ σελ. 96.
26 Το φιρμάνι αυτό δεν βρέθηκε ώς σήμερα, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία. Μια μετάφρασή του στα ιταλικά, την οποία είχε κάνει ο διερμηνέας της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Πιζάνι, βρέθηκε στο αρχείο τού Philip Hunt. Από αυτό το ιταλικό κείμενο έγινε η μετάφραση του φιρμανίου στα αγγλικά, την οποία έδωσε ο Hunt στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή, που είχε συστήσει η αγγλική Βουλή για την αγορά των «Ελγινείων», όταν ο ίδιος κλήθηκε ως μάρτυρας.
27 «Qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure», όπως αναφέρεται στο κείμενο του Hunt (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
28 Πριν από την τελική απόφαση της αγγλικής κυβερνήσεως για την αγορά της συλλογής, το 1816, έγινε μεγάλη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, και ακούστηκαν πολλά για την κατάχρηση της εξουσίας από τον κόμη του Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη. Τελικά, αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά η αγορά των αρχαιοτήτων (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
29 Μέλη της Εταιρείας αυτής ήταν επίσης ο Εσθονός αρχαιολόγος και καλλιτέχνης Otto Magnus von Stackelberg, ο Βυρτεμβέργιος ζωγράφος Linekh, οι Δανοί αρχαιολόγοι Bronsted και Koes, ο Βαυαρός Von Haken κ.ά. (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες, ό.π., τ. Γ2΄, σελ. 132).
30 Έναν χρόνο μετά μεταφέρθηκαν στη Μάλτα, όπου η προσφορά του Λουδοβίκου της Βαυαρίας κατέστη πλειοδοτική (70.000 φιορίνια). Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
31 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες… τ. Γ2΄σελ. 166.
32 Αυτόθι, σελ. 542.
33 «Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
34 Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε μετακίνηση της Αφροδίτης σε άλλη θέση. Όταν σήκωσαν το άγαλμα, ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κομμάτι χαρτί κιτρινισμένο από τον χρόνο, το οποίο έγραφε το εξής: «Στην λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του Δροσίνη». Και στην συνέχεια ήταν γραμμένο ολόκληρο το ποίημα του Δροσίνη για την Αφροδίτη. Υπογραφή στο σημείωμα: «Με πόνο. Βεατρίκη Κώττα, ετών 12». Η ανεύρεση του σημειώματος αυτού και ο τρόπος της εκφράσεως των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαμαν τότε ζωηρότατη εντύπωση στο Παρίσι. Ο γαλλικός Τύπος και το ραδιόφωνο του Παρισιού ασχολήθηκαν επανειλημμένα. Το σημείωμα τοποθετήθηκε σε μια γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.
35 Στην Σαμοθράκη, το 1863, κοντά στο Ιερό των Καβείρων, βρέθηκε διαμελισμένη, προφανώς από σεισμό, η Νίκη της Σαμοθράκης, από μια αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Charles Champoiseau, υποπρόξενο της Γαλλίας στην Αδριανούπολη, ο οποίος κατόρθωσε να πάρει έγκριση από τις τουρκικές Αρχές για να μεταφερθεί το άγαλμα στην Γαλλία. Η Νίκη, τελικά, θα εκτεθεί στο Λούβρο, χωρίς τα φτερά και το επάνω μέρος του σώματός της, 2 χρόνια αργότερα, στις 11 Μαΐου 1864.
«Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μικρών ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί χρηματιζόντουσαν. Και συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, θα αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, Παρίσι, 1902.
«Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη (της Μήλου) το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό.
Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, οπότε οι εξ ανατολών βάρβαροι δήλωναν συστηματικά τις ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους. Το ίδιο έπρατταν και οι εκ νότου ορμώμενοι Καρχηδόνιοι στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας1. Εξ ίσου ζοφερή περίοδος για την πολιτισμική μας κληρονομιά υπήρξε η Ρωμαϊκή κατάκτηση του κυρίως Ελλαδικού χώρου.
Οι πληροφορίες που παραδίδουν ο Παυσανίας, ο Στράβων και ο Πολύβιος για τις εκτεταμένες επιχειρήσεις αρπαγής ελληνικών έργων τέχνης εντυπωσιάζουν, όσον αφορά στους αριθμούς και την αξία των μνημείων που μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Πεντακόσια αγάλματα από τους Δελφούς, τρεις χιλιάδες από την Ρόδο και εκατοντάδες γλυπτά και έργα ζωγραφικής από την Κόρινθο έγιναν λεία των κατακτητών. Από την επικράτηση του Χριστιανισμού, ως επίσημης θρησκείας, και την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν πολλές βαρβαρικές επιδρομές, όπου οι εισβολείς λαφυραγωγούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
Δεν έλειψαν όμως και οι μιαρές πράξεις από ντόπιους. Κάποιοι, υποκινούμενοι, όχι μόνο κατέστρεφαν κτήρια και ακρωτηρίαζαν αγάλματα, αλλά πωλούσαν «δι’ ολίγα τάλλαρα» τα τεμάχιά τους σε ξένους επισκέπτες. Κάποιες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι «είχαν ξεπεράσει και τους –μετέπειτα κατακτητές– Οθωμανούς σε καταστροφικό μένος». Η άποψη αυτή βέβαια είναι αβάσιμη, καθώς οι Τούρκοι δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ιστορικά δεύτερο όρο συγκρίσεως, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις επαφής τους με αρχαιολογικά στοιχεία και υλικό, όχι μόνο δεν τα πείραζαν, αλλά τα περιφρουρούσαν.
Ο αείμνηστος ιστορικός συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος, στο τετράτομο έργο του Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (τ. Α΄, σελ. 126), μεταφέρει την μαρτυρία του Ισπανού ευγενούς Πέντρο Ταφούρ κατά το ταξίδι του τελευταίου στην Τροία το 1435:
“Όλη η περιοχή είναι γεμάτη από αγροτικές κατοικίες. Οι Τούρκοι θεωρούν μνημεία τα αρχαία οικοδομήματα και δεν τα γκρεμίζουν. Συνηθίζουν μάλιστα να κτίζουν τα σπίτια τους πλάι στις αρχαιότητες. Ομοίως, και ο Γάλλος περιηγητής Βιλλαμόν γράφει ότι, ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στην Δύση καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους» και προσθέτει: «δεν διστάζω να πω ότι οι Τούρκοι δεν έχουν την αγριότητα των αιρετικών χριστιανών”.
Τα ίδια περίπου γράφει και ο Λεμπρούν:
“Οι Τούρκοι ήσαν μετριοπαθείς κατακτητές και μετά την κατάληψη των Αθηνών (1456) έδειξαν πως εκτιμούν την αξία των αρχαίων έργων τέχνης”
Όσο για τους υπαινιγμούς που αφήνει ο περιηγητής E. Beule στο έργο του Athenes et les Grecs Modernes (Paris, 1855) περί ακρωτηριασμού αγαλμάτων από τους Οθωμανούς, λόγω της δεδομένης θρησκευτικής τους αντιθέσεως στην ανθρωπομορφική τέχνη, ο Λεμπρούν γράφει:
“Λάθος! Απέδειξα ότι οι ακρωτηριασμοί που υπαινίσσεται ο Baule, έγιναν από φανατικούς χριστιανούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων.”
Την αντίθετη ακριβώς άποψη έχουν οι Ευρωπαίοι ιστοριοδίφες για τους «πολιτισμένους» Δυτικούς της προ της Τουρκοκρατίας περιόδου. Τόσο ο πάστορας Ludolph Suchen, όσο και ο G. Herzberg, αναφέρουν παραστατικά την σύληση Ελληνικών μνημείων. Ο μεν πρώτος γράφει, χαρακτηριστικά, ότι:
«Ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι κτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα», ο δε δεύτερος, για την ίδια περίπτωση, ότι «οι Ιταλοί και πολύ περισσότερο οι Γενοβέζοι, μετέφεραν, όπως φαίνεται, όγκο οικοδομικών υλικών από τα ανεξάντλητα αρχαιολογικά μνημεία των Αθηνών, κυρίως ωραιότατους μαρμάρινους κίονες».
Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας κυρίως, η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας ήταν, φυσικά, το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Την ζήτηση των Αρχαίων Ελληνικών Μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, την Γαλλία, την Γερμανία και την Ολλανδία.
Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί, και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Τα εκτελεστικά τους όργανα αποτελούνταν από διπλωματικούς απεσταλμένους στην Υψηλή Πύλη, πρεσβευτές και μεγαλεμπόρους, οι οποίοι ανέθεταν «ειδικές αποστολές» στα πληρώματα των πλοίων τους. Οι τελευταίοι φρόντιζαν να συνάπτουν και να διατηρούν καλές σχέσεις με Τούρκους τοπάρχες αλλά και ντόπιους παραδόπιστους Ρωμιούς που διέθεταν αξιόπιστες πληροφορίες για την ύπαρξη λειψάνων της αρχαιότητας και που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες –με το αζημίωτο, φυσικά– για την ανασκαφή, εύρεση, φόρτωση και μεταφορά των πολυτίμων αντικειμένων στο εξωτερικό. Όσο για τον απλοϊκό κόσμο που τυχόν εμπλεκόταν σε οιοδήποτε στάδιο αυτής της διαδικασίας, η ψυχολογία του «ραγιά», και κυρίως η παντελής έλλειψη σχετικής παιδείας, τον απέτρεπαν από κάθε ιδέα αντιστάσεως.
Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον Ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η Αναγέννηση, που ως ρεύμα είχε παρέλθει προ πολλού, φυσικά, αλλά είχε διηνεκή απόηχο με την άνθηση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ρίζες των οποίων εντοπίζονται στην αρχαία Ελληνική «λογιοσύνη», ο εμπορικός ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, η μετανάστευση Ελλήνων στην Δύση, αλλά και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια, με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του ελληνικού πολιτισμού.
Άρπαγες και καταστροφείς κατά τον 17ο αιώνα
Βασιλικοί Οίκοι αλλά και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές στην Ανατολή με σκοπό την συλλογή αρχαιοτήτων. Οι τυχοδιώκτες αυτοί έπρεπε να επιλέξουν την διαδρομή προς τα εδάφη μας μεταξύ της χερσαίας οδού (Κεντρική Ευρώπη – Δαλματία – Ελλάδα) ή της θαλασσίας (Μασσαλία – Μάλτα – Αιγαίο – Δαρδανέλια, ή Βενετία – Κέρκυρα – Αιγαίο). Την δεύτερη προτίμησε ο Paul Lucas, Γάλλος «περιηγητής» που ταξίδεψε ως την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πώς, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών. Η επιτυχία του αυτή ήταν αρκετή για να του δοθεί μια επίσημη άδεια αρχαιοπώλη. Στάθηκε όμως κι άτυχος, καθώς κατά την επιστροφή του από μεταγενέστερη αποστολή, ληστεύθηκε από έναν, επίσης Γάλλο, κουρσάρο…
Στο κυνήγι των αρχαίων αντικειμένων, ωστόσο, και οι Άγγλοι είχαν εισέλθει δυναμικά, δεκαετίες πριν από τον Lucas. Ο Thomas Roe, άτομο κυνικό και φιλάργυρο, υπήρξε για μία επταετία (1622-1628) πρεσβευτής του βρετανικού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Η θέση του τον καθιστούσε εξαιρετικά επικίνδυνο για τα αρχαία μνημεία στην οθωμανική επικράτεια, δεδομένου ότι και η προηγούμενη θητεία του ως διπλωματικού εκπροσώπου της Αγγλίας στην Αυλή των Μογγόλων είχε σημαδευτεί από την μεταφορά και μεταπώληση σε συλλέκτες, πλήθους ασιατικών θησαυρών.
Ο Roe, εμφορούμενος από φιλοτουρκικά αισθήματα και φανατικός μισέλληνας, εκμυστηρευόταν το 1625 στον… πελάτη του, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, την προσπάθειά του να εξαπατήσει τον Πατριάρχη2 για να του αποσπάσει αρχαία χειρόγραφα και βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Εκτός από τον Προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, όμως, ο Roe προσεταιρίστηκε κι άλλους κληρικούς, επενδύοντας στην αδιαφορία ή και την αμάθεια του Κλήρου, όπως π.χ. τον επίσκοπο Άνδρου, ο οποίος του υπέδειξε τη Δήλο ως χώρο άγρας αρχαιοτήτων.
Εκτός από τον αρχιεπίσκοπό του, ο Roe εξυπηρετούσε ακόμη δύο επιφανείς άνδρες στην Αγγλία: τον κόμητα Howard του Arundel και τον δούκα του Μπάκιγχαμ. Για να ικανοποιήσει τις ορέξεις και των δύο, στοχοποιεί, εκτός από την Δήλο, τους Δελφούς3, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έχει «βάλει στο μάτι» τα γλυπτά της Χρυσόπορτας4. Στο μεταξύ, όμως, αποκτά κι έναν –κατ’ επίφαση– συνεργό, στην πραγματικότητα όμως ανταγωνιστή, τον Petty, γραμματέα του Howard.
Ο τελευταίος αποδεικνύεται κατά πολύ αποτελεσματικότερος, αφού ύστερα από πολλές περιπέτειες κατορθώνει να συλλέξει τεράστιο όγκο ελληνικών αρχαιοτήτων (περίπου 200 τεμάχια), αλλά και να πάρει στην κατοχή του μια παρτίδα από κατασχεμένες αρχαιότητες (που θα κατέληγαν στη Γαλλία). Μέσα στην παρτίδα αυτή ήταν και το περίφημο Πάριον Χρονικόν5. Εν τω μεταξύ ο Roe στέλνει «συστημένους» ανθρώπους του για έρευνα στην Θράκη, την Θάσο, την Καβάλα και τους Φιλίππους.
Δεν διστάζει να αποκαλεί «απατεώνες» τους Έλληνες, καθώς αισθάνεται ότι τον εμπαίζουν με τις πληροφορίες που του δίνουν. Οι «κόποι» του, πάντως, ανταμείβονται όταν, ύστερα από επίσκεψή του στην Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, καταφέρνει να αποσπάσει άφθονα αρχαία αντικείμενα, τα οποία φορτώνονται σε πλοία στην Πάτρα, τον Πειραιά και τις Κυκλάδες, με προορισμό την Αγγλία. Είναι αμφίβολο όμως αν έφθασαν ποτέ εκεί…
Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων. Ο Κολμπέρ, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και ακόρεστος συλλέκτης καλλιτεχνικών θησαυρών, είχε αποστείλει τον Γερμανό θεολόγο Johann Michael Wansleben το 1673 στην Χίο για σχετική αναζήτηση, αφού του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή μια επισκοπική έδρα. Το γεγονός ότι τελικά του έδωσε μια θέση απλού εφημερίου προδίδει ότι μάλλον δεν στέφθηκε με τόση επιτυχία η αποστολή του…
Σε αντίθεση με αυτόν, τον αμέσως επόμενο χρόνο (1674), ένας άλλος Γάλλος «επισκέπτης» κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με το πλιάτσικο. Πρόκειται για τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιο του Νουαντέλ, ο οποίος, με μεθόδους που θα ζήλευε ακόμα και σήμερα το οργανωμένο έγκλημα, προσεταιρίστηκε το σύνολο του διεθνούς υποκόσμου της εποχής του (πειρατές, τοκογλύφους, κλέφτες), αλλά και υπόπτους κληρικούς διαφόρων ομολογιών και μοναχικών ταγμάτων. Πολύ συχνά κουρσάρικες γαλιότες συνόδευαν τιμητικά το καράβι του και ενίοτε το ρυμουλκούσαν.
Περνώντας από τον Άθω, την Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και την Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα, στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα. Σε ολόκληρη την Ανατολή, μέχρι την Παλαιστίνη, οργάνωσε περαιτέρω εκστρατείες αρπαγής ή αγοράς αρχαιοτήτων, ειδών τέχνης και σπανίων ελληνικών χειρογράφων για την προσωπική συλλογή του ή για λογαριασμό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ή του Κολμπέρ6.
Υπήρξε ο τελευταίος περιηγητής που είδε ολόκληρο τον Παρθενώνα, ενώ σε δική του πρωτοβουλία οφείλονται και τα πρώτα σχέδια του αρχαίου ναού, που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος της ακολουθίας του. Ήταν ίσως μια παρηγοριά γι’ αυτόν, δεδομένου ότι, παρά τα πεσκέσια που προσέφερε στον Τούρκο δισδάρη (υφάσματα και χήνες..!) κι εξασφάλισε την κάλυψη της φρουράς, δεν κατόρθωσε τελικά να αποσπάσει τεμάχια από τον Ναό της Παλλάδος Αθηνάς. Του προκάλεσε, πάντως, πολύ σοβαρές φθορές. Τελικώς, αρκέστηκε σε λίγα γλυπτά.
Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Νουαντέλ, ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει:
“Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προόριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας – Γαλλίας – Ισπανίας – Γερμανίας.”
Τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα έχουν σημαδευτεί από την καταστροφή του Παρθενώνα, από τον βομβαρδισμό των Βενετών. Τον Σεπτέμβριο του 1687, τα μισθοφορικά στρατεύματα του Μοροζίνι κατέλαβαν την Αθήνα. Οι Τούρκοι υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Από την 21η έως την 25η του μήνα, καθώς το συνεχές σφυροκόπημα από τα βενετικά πυροβόλα δεν απέδιδε κι ο υπαρχηγός της βενετικής αρμάδας, κόμης Κένιξμαρκ, που ανησυχούσε για ενδεχόμενη άμεση άφιξη ενισχύσεων των Τούρκων, ενέτεινε τον βομβαρδισμό, η «εύστοχη» βολή ενός λοχαγού του έστειλε ένα βλήμα στην κορυφή του ναού.
Η μπάλα διαπέρασε την στέγη και κατέληξε στο μέσον του Παρθενώνα, όπου εξερράγη, ανατινάζοντας, μαζί με το οθωμανικό οπλοστάσιο, και το εσωτερικό του7. Η ισχυρότατη έκρηξη θύμισε στους παλαιότερους Αθηναίους εκείνην της παραμονής του αγ. Δημητρίου του 1640 (από την πτώση ενός κεραυνού), που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα των Προπυλαίων και φόνευσε την οικογένεια του Τούρκου διοικητή και πολλούς από την ακολουθία του.
Ο Βενετός δόγης, πάντως, εμφορούνταν και από «αρχαιολατρικό» πνεύμα… Εκτός από την απόπειρα αφαίρεσης τεμαχίων από τον Παρθενώνα8, έναν χρόνο μετά το ηροστράτειο έγκλημα στην Ακρόπολη, φρόντισε να αφαιρέσει από το βάθρο του (στον Τινάνειο Κήπο) τον ευμεγέθη αρχαίο Λέοντα του Πειραιώς και να τον μεταφέρει στη Βενετία, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται ακόμη, πάνω σε νησίδα του ναυστάθμου της πόλης9. Παράλληλα, όλοι οι μισθοφόροι γέμιζαν τα δισάκκια τους με αρχαιότητες, οπουδήποτε τις εντόπιζαν. Ο γραμματικός του αρχιστράτηγου, κάποιος San Gallo, κράτησε για τον εαυτό του την κεφαλή της Νίκης από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ ο Δανός λοχαγός Hartmand απέσπασε δύο κεφάλια από τη μετώπη.
Στα ίχνη του μαρκησίου τού Nointel βάδιζε, παράλληλα με τον Μοροζίνι, και ο Γάλλος περιηγητής Corneille Le Brun. Κατά την περιοδεία του στα νησιά του Αιγαίου το 1687, του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχαιότητες είναι εξόχως προσοδοφόρο εμπόρευμα. Πρώτη του υπολογίσιμη «δουλειά» ήταν η αρπαγή ενός αναγλύφου γυναίκας από την Δήλο, που κατέστη δυνατή με την μεσολάβηση δύο κληρικών από την Μύκονο, που του είχαν δώσει και τις σχετικές πληροφορίες. Το γλυπτό κατέληξε στην Ολλανδία. Εκτός αυτού, είχε αποσπάσει κι ένα τεμάχιο από τον κορμό ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Απόλλωνος, επίσης από την Δήλο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ημερολόγιό του:
«Όσοι πέρασαν από ’δω, έκοβαν κι ένα κομμάτι… Έκοψα λοιπόν κι εγώ ένα και το πήρα για ενθύμιο»10.
Οι βάνδαλοι του 18ου αιώνα
Το ιδιοτελές ενδιαφέρον των ξένων βασιλικών αυλών και των ευγενών για αρχαία Ελληνικά έργα τέχνης εντάθηκε κατά κόρον αυτήν την εποχή, καθώς υποδαυλιζόταν διαρκώς από συνεχείς αναφορές διαφόρων περιηγητών που έφθαναν με την μορφή επιστολών ή ταξιδιωτικών αφηγήσεων σε άπληστους και «ορεξάτους» παραλήπτες.
Ο τυχοδιώκτης Paul Lucas, χωρίς να έχει ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά με εκπληκτικές ικανότητες εκτιμητή, έκανε μια δυναμική επανεμφάνιση στον ελλαδικό χώρο, για λογαριασμό, κυρίως, του βασιλιά του. Τα στοιχεία που συγκέντρωνε γίνονταν πλήρη συγγράμματα, κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι – μόνο που τα συνέγραφαν Γάλλοι ακαδημαϊκοί κι όχι ο ίδιος, συμμετέχοντας έτσι σε μια ιδιότυπη απάτη.
Με την μεσολάβηση της προστάτιδάς του, δούκισσας της Βουργουνδίας, απεστάλη εκ νέου στην υπόδουλη Ελλάδα, όπου και περιπλανιόταν από το 1704 για περισυλλογή αρχαιοτήτων, σημαντικών σε είδος και ποσότητα, τις οποίες προωθούσε συσκευασμένες μέσω Μασσαλίας. Περνώντας από την Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη και τα νησιά, συγκέντρωνε κυρίως μετάλλια και νομίσματα, βυζαντινά ως επί το πλείστον, αλλά και επιγραφές. Όσα δε, για πρακτικούς λόγους, αδυνατούσε να πάρει κατά τις επισκέψεις του, τα κατέγραφε, ώστε να τα έχει κατά νου σε επόμενο ταξίδι του11.
Ο Lucas,παράλληλα, εκμεταλλευόταν και την ιδιότητά του ως… ιατρού (μολονότι ήταν εντελώς ανίδεος από Ιατρική, αλλά το διαβατήριό του ανέφερε αυτήν ως επάγγελμα), προκειμένου να αποσπά παλαιά νομίσματα από εύπορες οικογένειες ασθενών στην Θεσσαλονίκη, καθώς απαιτούσε να πληρώνεται με αυτά για τις υπηρεσίες του. Μέχρι το 1708, ο Γάλλος συλλέκτης είχε αποστείλει στις Βερσαλλίες περί τα 900 αργυρά και ορειχάλκινα νομίσματα (χωρίς να υπολογίζονται άλλα τόσα που του είχαν αρπάξει οι πειρατές), 22 αρχαία χειρόγραφα και 52 επιγραφές.
Το 1714 έλαβε νέα βασιλική διαταγή, συνοδευόμενη βεβαίως και με την δέουσα συστατική επιστολή, για να επιστρέψει και να συνεχίσει το σύνηθες «έργο» του στον ελλαδικό χώρο. Προκλητικότατος και θρασύς, αρνούμενος κάθε έλεγχο αποσκευών και κάθε πληρωμή δασμών, ξεκινά από την Πόλη και, περνώντας από την Καβάλα, την Θεσσαλονίκη και τον Πλαταμώνα, φθάνει ώς την Λάρισα, όπου βρίσκει άφθονα χρυσά και ασημένια μετάλλια όλων των βασιλέων της Μακεδονίας12.
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1724, σε αναφορά του κατά την διάρκεια μιας άλλης αποστολής του, παραδέχεται:
«Βρίσκω την χώρα πολύ αλλαγμένη. Τα πολύτιμα αντικείμενα σπανίζουν. Όλα τα έθνη βρίσκονται εδώ και αναζητούν αρχαιότητες»13.
Όταν, οκτώ μήνες μετά, επέστρεψε στο Παρίσι με 500 ακόμα αρχαία μετάλλια και νομίσματα στις αποσκευές του, κι αφού δεν βρήκε χρηματοδότη για επόμενη εξόρμηση, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου και άνοιξε κατάστημα, στο οποίο πωλούσε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχε συγκεντρώσει/κλέψει κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Στα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΕ΄ η αρχαιογνωσία είχε πλέον εξελιχθεί σε κανονική επιστήμη. Το ενδιαφέρον ολοένα αυξανόταν, οι λόγιοι έγραφαν συνεχώς πραγματείες και οι διπλωμάτες ανελάμβαναν τη διευκόλυνση των αρχαιοδιφικών αποστολών. Η αρχαιολογία και η αρχαιοκαπηλία δεν είχαν πλέον σαφή όρια, αφού ο αγώνας μεταξύ των διεκδικητών έργων αρχαίας τέχνης είχε καταστεί αδυσώπητος. Μέσα σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε τη δραστηριότητά του και ο βασιλικός βιβλιοθηκάριος, αββάς Jean Paul Bignon.
Με την συνεργασία του πρέσβεως μαρκησίου de Bonnac, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο σχέδιο: την απόσπαση βυζαντινών χειρογράφων που, κατ’ εικασία, φυλάσσονταν στην βιβλιοθήκη του σουλτανικού ανακτόρου14! Η ευκαιρία τούς δόθηκε το 1727, όταν, κατόπιν αιτήματος του διευθυντού του πρώτου οθωμανικού τυπογραφείου, που –ως γιος διπλωμάτη– διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Γάλλους, οι επιστήμονες Francois Sevin και Étienne Fourmont απεστάλησαν ως ειδικοί για να εργαστούν στο σεράι ως βιβλιοθηκονόμοι. Εκτός αυτού, βεβαίως, είχαν επιφορτισθεί και με το καθήκον να μεταβούν στο Άγιο Όρος, αλλά κι όπου αλλού κρίνουν απαραίτητο, με τον ίδιο σκοπό, για την εκπλήρωση του οποίου τους είχε πιστωθεί το ποσόν των 10.000 λιβρών.
Στην Πόλη αρχικά απογοητεύθηκαν, ακούγοντας τον γιατρό του μεγάλου βεζύρη, Πορτογαλο-εβραίο Daniel de Fonseca, να τους διαβεβαιώνει ότι, με εντολή του σουλτάνου, τα βιβλία είχαν καταστραφεί προ πολλού. Στράφηκαν προς τα μοναστήρια για αγορά χειρογράφων, αλλά η συγκομιδή τους ήταν πενιχρή, όπως ανέφερε στους ανωτέρους του ο Sevin15. Άλλωστε, είχε προηγηθεί ένας Έλληνας, επίσης ενδιαφερόμενος, που φέρεται να διέθεσε συνολικά 200.000 τάλιρα για την αγορά χειρογράφων.
Πρόκειται για τον λόγιο ηγεμόνα Νικόλαο Μαυροκορδάτο, οσποδάρο της Βλαχίας (1719-1730). Παρ’ όλα αυτά, τελικά, ώς τα τέλη του 1729, οι απεσταλμένοι του Bignon κατόρθωσαν να συλλέξουν από την κυρίως Ελλάδα, την Μ. Ασία και την Παλαιστίνη (από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και τα μετόχια αυτού) περίπου 500 τόμους, που τακτοποιήθηκαν σε πέντε κασόνια και προωθήθηκαν. Όσο για την πολυσυζητημένη και πολυδιεκδικούμενη συλλογή του Μαυροκορδάτου, κατέληξε να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Πόλη στις 27 Ιουλίου του έτους εκείνου.
Το κυνήγι των αρχαιοτήτων συνέχισε και ο έτερος απεσταλμένος του Γάλλου βασιλιά, αββάς Michel Fourmont, του οποίου το καταστροφικό μένος έμεινε παροιμιώδες. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1729 και εφοδιάσθηκε με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, με το οποίο αποκτούσε το δικαίωμα να ερευνήσει και να μελετήσει όσους χώρους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον ήθελε εντός της επικρατείας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Με αυτό το έγγραφο στο χέρι, ο Γάλλος ιερωμένος κατέστη κυριολεκτικά ασύδοτος και επί δύο περίπου έτη διήλθε την κυρίως Ελλάδα, όχι μελετώντας, αλλά, αντιθέτως, καταστρέφοντας συστηματικά σπάνιες αρχαιότητες. Στην Λέσβο, για πρώτη φορά προσανατολίστηκε στην αναζήτηση επιγραφών και αναγλύφων. Σταθμεύοντας στην Αθήνα, άρχισε να δείχνει τον πραγματικό του, διαταραγμένο, χαρακτήρα. Οργώνοντας, κυριολεκτικά, την πόλη, αποσπούσε από υπόγεια, από σπίτια, από περιβόλους, και ξέθαβε, κάθε κομμάτι μάρμαρο με επιγραφή, το οποίο, αφού αντέγραφε, το εγκατέλειπε πεταμένο, για να καταλήξει συνήθως στα ασβεστοκάμινα, ή το κατέστρεφε, για να μη γίνει αντικείμενο έρευνας από άλλους και χάσει έτσι αυτός την δόξα του ως ερευνητή και μελετητή… Το δυστύχημα είναι ότι πολλοί αργυρολόγοι κι απολίτιστοι Ρωμιοί τον βοηθούσαν «δι’ ολίγους παράδας», υποδεικνύοντάς του, σε κάθε σημείο της Αττικής που επισκεπτόταν, σημεία όπου υπήρχαν αρχαία μνημεία…
Μετά την Αθήνα και την Αίγινα, o Fourmont πέρασε στην Πελοπόννησο. Φθάνοντας στην Κόρινθο, επιχείρησε έναν πρώτο απολογισμό του υλικού που είχε συγκεντρώσει: 750 επιγραφές, 150 σχέδια αναγλύφων και 100 ασημένια μετάλλια που αγόρασε εκεί. Συνεχίζοντας στην Ερμιόνη, στο ύψωμα του ακρωτηρίου, βρήκε ένα παλιό κάστρο, το οποίο γκρέμισε συθέμελα, για να βρει επιγραφές, όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν κτισμένο με λείψανα αρχαίων ναών16.
Η αρχαιοθηρική του πορεία συνεχίστηκε ως τον νότο του Μωριά, όπου, φοβισμένος από τα ήθη των Μανιατών, επέστρεψε μέσω Καλαμάτας και Μεγαλοπόλεως στον Μυστρά, με απωθημένο πλέον το να καταστρέψει από την Αρχαία Σπάρτη ο,τιδήποτε δεν μπορούσε να μετακινηθεί και να σταλεί στη Γαλλία. Αμέριμνοι οι δημογέροντες του τόπου, τον υπεδέχθησαν φιλικά και του παρείχαν διευκολύνσεις, καθώς ξήλωνε από τα μεσαιωνικά τείχη μερικά εντοιχισμένα ενεπίγραφα σπαρτιατικά βάθρα και, αργότερα, είκοσι ακόμη επιγραφές. Το συνεργείο του Γάλλου αββά ήταν πολυπληθέστατο, περίπου 60 εργάτες.
Επί 53 συνεχείς ημέρες σάρωσε σχεδόν τα πάντα στον Μυστρά, την Σπάρτη και τις Αμύκλες. Κατεδαφίζοντας και ανασκάπτοντας μανιωδώς, απεκάλυψε περίπου 300 επιγραφές, τις οποίες αντέγραψε και μετά άφησε έκθετες ή κατέστρεψε, καθώς και διάφορα άλλα ανάγλυφα, αναθήματα και μικροτεχνήματα, τα οποία φόρτωσε αμέσως σε πλοία και τα έστειλε στην Γαλλία.
Στην ίδια την Σπάρτη, το καταστροφικό έργο του Γάλλου αρχαιοκάπηλου εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και βαρβαρότητα, όπως φαίνεται μέσα από επιστολή του, τού Απριλίου 1730, προς τον φίλο του Φρενέ:
“Τα ισοπέδωσα όλα, τα εκθεμελίωσα όλα… από την μεγάλη αυτή πολιτεία δεν απέμεινε πλέον λίθος επί λίθου. Εδώ και πάνω από ένα μήνα, συνεργεία μου από 30 και μερικές φορές 40 ή 60 εργάτες γκρεμίζουν, καταστρέφουν, εξολοθρεύουν την Σπάρτη. Ο γδούπος από το γκρέμισμα των τειχών, η πτώση των ογκολίθων έως τις όχθες του Ευρώτα, ακούγεται όχι μονάχα στην Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρο τον Μοριά και παραπέρα ακόμη. Τούρκοι, Εβραίοι και Γραικοί έρχονται να δουν από πενήντα λεύγες μακριά, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι διάσπαρτα χιλιάδες ενεπίγραφα μάρμαρα”17.
Παρακάτω συνεχίζει:
“Προτίθεμαι να μην αφήσω λίθο επί λίθου. Δεν γνωρίζω, κύριε και αγαπητέ φίλε, εάν υπάρχει στον κόσμο πράγμα ικανό να δοξάσει μια αποστολή περισσότερο από το να έχει την δυνατότητα να σκορπίσει στους ανέμους την στάχτη του Αγησιλάου, από το ν’ ανακαλύψει τα ονόματα των Εφόρων, των Γυμνασιαρχών, των Αγορανόμων, των φιλοσόφων, των ιατρών, των ποιητών, των ρητόρων, ονόματα διασήμων γυναικών, ψηφίσματα της Γερουσίας, την Ρήτρα του Λυκούργου. Οι Αμύκλες, επίσης, ήσαν πολύ εγγύς για να τις αφήσω. Έστειλα και εκεί εργάτες και ισοπέδωσαν τα λείψανα του περίφημου ναού του Απόλλωνος. Φανταστείτε την χαρά μου, η οποία θα ήταν βεβαίως μεγαλύτερη αν είχα λίγο περισσότερο χρόνο ν’ αφιερώσω, διότι υπάρχουν ακόμη η Μαντινεία, η Στύμφαλος, το Παλλάδιον, η Τεγέα και, κυρίως, η Νεμέα και η Ολυμπία. Θα άξιζε να τις φέρω και αυτές άνω-κάτω, από τα θεμέλια έως την κορυφή. Έχω όλη την δύναμη να το πράξω, κι επιπλέον απέκτησα μια οξυδέρκεια σε αυτού του είδους την δράση. Δεν ομοιάζω με εκείνους που τρέχουν από πόλη σε πόλη απλώς για να ιδούν, εγώ επιδιώκω να παίρνω όλα τα χρήσιμα πράγματα”18.
Στις 20 Απριλίου 1730, ο Γάλλος καταστροφέας γράφει από την Σπάρτη στον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Villeneuve, δικαιολογώντας τους βανδαλισμούς του σε επιθυμία εκδικήσεως για την κακή τάχα συμπεριφορά των Μανιατών απέναντί του:
“Πέρασα από έναν φοβερό τόπο, την περιβόητη Μάνη, που κατοικείται από έναν αιμοβόρο λαό. Είμαι πολύ ευτυχής που γλίτωσα. Έφυγα από την βάρβαρη πατρίδα τους χωρίς να αποκομίσω τίποτε το αξιόλογο, τίποτε για να βγουν τουλάχιστον τα έξοδά μου. Για να ξεσπάσω και για να εκδικηθώ αυτό το σκυλολόι, έριξα την θλίψη μου επάνω στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν ήθελα να μείνει τίποτε από την πόλη που έκτισαν οι πρόγονοί τους. Την έσβησα, την κατέσκαψα, την εκθεμελίωσα, δεν της άφησα λίθο επί λίθου. Και γιατί, θα ερωτήσει η εξοχότης σας, επέπεσα με τόση μανία επάνω σε αυτή την αρχαία πόλη, ώστε να την κάνω αγνώριστη, υποχρεώνοντάς τη να πληρώσει τις αμαρτίες των απογόνων της;
Έχω την τιμή να σας απαντήσω ότι ήταν πολύ αρχαία και έκρυβε με φιλαυτία κάτω από τα χώματά της πολλούς θησαυρούς, πράγμα που δεν μπορούσα να συγχωρέσω. Μέχρι τώρα κανείς ταξιδιώτης δεν τόλμησε να τους αγγίξει· ακόμη και οι Βενετοί, παρά το ότι υπήρξαν κάποτε κυρίαρχοι αυτής της χώρας, τους σεβάσθηκαν. Εγώ έκρινα πως δεν έπρεπε να τρέφω ανάλογο σεβασμό και την ισοπέδωσα λοιπόν με κάθε επισημότητα, πράγμα που προκάλεσε τον θαυμασμό των Τούρκων, ενώ οι Γραικοί θύμωσαν και οι Εβραίοι έμειναν κατάπληκτοι. Είμαι ικανοποιημένος, διότι απέκτησα από αυτό το ταξίδι μου πράγματα ικανά να θαμπώσουν όλους τους σοφούς”19.
Η ολέθρια παρουσία του μοχθηρού αββά στην Ελλάδα κράτησε συνολικά δεκαέξι μήνες. Μπαρκάροντας από το Ναύπλιο, ο ίδιος έδωσε τον απολογισμό του ταξιδιού του: αντίγραφα 2.600 επιγραφών και 300 αναγλύφων, μετάλλια, σχέδια, απόψεις πόλεων και μνημείων. Ερεύνησε για αρχαιότητες σε 63 μοναστήρια και 122 μετόχια. Ύστερα απ’ όλα αυτά, με την επιστροφή του στην Γαλλία, αντί για δόξα και επιστημονικές «δάφνες», τον περίμεναν η χλεύη, η αποδοκιμασία και η γενική κατακραυγή. Σ’ αυτές προστέθηκαν και οι κατηγορίες για πλαστογραφία, απάτη και καταστροφή πολιτισμικών μνημείων. Ο ίδιος, οι συνεργάτες και οι «πάτρωνές» του είχαν στιγματιστεί ανεπανόρθωτα…
Έξι χρόνια μετά (1738), ο καταδηωμένος ελληνικός χώρος δέχτηκε ακόμα έναν επισκέπτη με αρπακτικές διαθέσεις, τον John Montague Earl of Sandwich. Νεώτατος, τολμηρός και ευκατάστατος, κατάφερε να συλλέξει μούμιες, μετάλλια και παπύρους από την Αίγυπτο, που επισκέφθηκε πρώτη, αλλά και αρχαία αγγεία, ανάγλυφα και επιγραφές από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο χρονικό του ταξιδιού του, γραμμένο από τον ίδιο, στην Σαλαμίνα είχε επιστρατεύσει ντελάληδες να γνωστοποιήσουν ότι “αγοράζει μετάλλια έναν παρά το κομμάτι”20…
Ο Pωσοτουρκικός Πόλεμος της περιόδου 1770-1774 δεν υπήρξε λιγότερο κρίσιμος για τις αρχαιότητες. Oι Ρώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν όχι μόνον ότι αφαίρεσαν λείψανα του ελληνικού πολιτισμού, αλλά ότι, με την μανία της αρπαγής, έσπασαν και κατέστρεψαν πολλές φορές μνημεία. O Ολλανδός κόμης H. L. Pasch Van Krienen, για χρόνια στον ρωσικό στρατό, είναι γνωστό ότι μετέφερε στο Λιβόρνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία από τα νησιά του Αιγαίου.
Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων, με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη, Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier, εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί, διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά την διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη. Το περιστατικό αναφέρεται σε υπόμνημα (σχετικά με την καταστροφική επιδρομή του Έλγιν στην Ακρόπολη, είκοσι χρόνια αργότερα):
“Γάλλοι τεχνίτες προσπάθησαν να αφαιρέσουν πολλά γλυπτά από διάφορα κτίσματα του φρουρίου και κυρίως από τον Παρθενώνα. Αλλά ενώ κατέβαζαν μια μετόπη, η συσκευή αστόχησε και τα γλυπτά κατέπεσαν και θρυμματίσθηκαν. Τα υλικά και τα εργαλεία των Γάλλων, τους ματρακάδες, τις σκάλες κ.λπ., θα χρησιμοποιήσουν οι πράκτορες του Έλγιν το 1801. Όχι τυχαία, λοιπόν, ο Λόρδος του Έλγιν τον χαρακτήριζε «δάσκαλό του”21…
Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε για έναν χρόνο, το είχε πραγματοποιήσει το 1776, και είχε συγκεντρώσει πολύτιμο υλικό για τις ελληνικές αρχαιότητες και για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων της εποχής του, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τα κείμενά του συνοδεύονταν από χαλκογραφίες και σχεδιαγράμματα22. Παρά την κατ’ επίφαση συμπάθεια προς την Ελλάδα, ως πολιτισμικό μέγεθος, δεν έπαυε να είναι ένας κοινός αρχαιοκάπηλος. Είχε αναγάγει τη σύληση σε βασική απασχόλησή του. Διενεργούσε ανασκαφές και συγκέντρωνε αρχαία αντικείμενα στην κατοικία του. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Στον φίλο και συνεργό του Fauvel έγραφε, χαρακτηριστικά, το 1789:
Άρπαξε ό,τι μπορέσεις. Μην αφήσεις καμιά ευκαιρία για λαφυραγωγία στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μην λυπάσαι ούτε ζωντανούς, ούτε πεθαμένους23.
Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από την μεταφορά στην Γαλλία ολοκλήρου του ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου του οποίου την εκτέλεση είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο, κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης οι ανασκαφές –και συνακόλουθες λεηλασίες, φυσικά– στην Αθήνα, τον Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από την Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στην Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη, το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από τον λόφο του Αγίου Στεφάνου στην Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1789, με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπιγράφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μίας κολόνας του Ερεχθείου, ενός ενεπιγράφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μίας φιάλης από τον Παρθενώνα24.
Μετά τον θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ο βάνδαλος Γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!). Δόθηκε, μάλιστα, και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό, επειδή υπήρξε… αρχαιολάτρης. Όσο για τον Fauvel, ραδιούργος και πολιτικά επαμφοτερίζων όπως ήταν, κατόρθωσε μέσα από πολλές περιπέτειες και με μεγάλο κόστος, να συμβιβαστεί με τη νέα πολιτική πραγματικότητα στην Γαλλία και να παραμείνει στην Ελλάδα ασκώντας τα προξενικά του καθήκοντα ώς την έκρηξη της Επανάστασης το 1821.
Λίγο πριν την Εθνεγερσία – Ο κλέφτης Έλγιν
Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα, η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφεραν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου οδήγησε στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι Άγγλοι, φυσικά, δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα. Αναλογικά, οι «ταξιδιώτες» τους αυξήθηκαν πολύ, συγκριτικά με τους αντίστοιχους Γάλλους, Γερμανούς, Ιταλούς, αλλά κι Αμερικανούς. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες αποκαλούσαν συνολικά «μυλόρδους» τους ξένους επιφανείς επισκέπτες.
Το 1799 διορίστηκε ως πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη ο Thomas Bruce, 7ος κόμης του Έλγιν. Αμέσως άρχισε να ζητά διευκολύνσεις από την Πύλη για τον εντοπισμό και την αρπαγή αρχαίων θησαυρών. Εκτός από αυτές, εξασφάλισε επίσης και την συνεργασία δύο διορισμένων «ειδικών»: του κληρικού και λογοτέχνη Joseph D. Carlyle και του νεαρού εφημερίου Philip Hunt.
Ο πρώτος, ως γνώστης της αραβικής γλώσσας, έστρεψε εξ αρχής το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση αρχαίων χειρογράφων, με βιβλικό περιεχόμενο κατά προτίμηση, σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και ιδρυμάτων –στην Ελλάδα και το Αιγαίο– αλλά και μέσα στο ανάκτορο του σουλτάνου.
Ο δεύτερος, νεώτερος και δυναμικότερος, αποδύθηκε στην συλλογή κυρίως γλυπτών μνημείων. Είχε σκεφθεί επίσης να αποσπάσει ακόμη και τους λαξευμένους λέοντες από την πύλη των Μυκηνών, αλλά το πλοίο στο οποίο τους προόριζε για φόρτωση ήταν πολύ μακριά, κάτι που καθιστούσε αδύνατη την μεταφορά τους. Τον Σεπτέμβριο του 1801 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε την Ακρόπολη και αφαίρεσε από το Ερεχθείο μία από τις Καρυάτιδες, αφού πρώτα, με την άδεια του βοεβόδα, γκρέμισε το περιτείχισμα που τις κάλυπτε. Σε σχετική αναφορά του προς τον Λόρδο του Έλγιν έγραφε:
“Αν βρισκόταν στον Πειραιά μεγάλο αγγλικό πολεμικό πλοίο, θα μπορούσαμε να φορτώσουμε ολόκληρο το εξαίσιο αυτό κτίσμα κι όχι μόνο μία κόρη”25.
Η Τρωάδα, το Άγιο Όρος (Καρυές, Αθωνιάδα, Μονές) και η Χαλκιδική υπήρξαν οι κυριότεροι σταθμοί αναζήτησης χειρογράφων και αναγλύφων των δύο απεσταλμένων του πρεσβευτή, που δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε «επιτυχία» τους. Στο μυαλό του τελευταίου, πάντως, είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο, καθώς φοβόταν μια νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης.
Το πολυπόθητο γι’ αυτόν φιρμάνι26 με την υπογραφή του Καϊμακάμ Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπε στα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών».
Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά»27.
Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα, εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετόπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά την αφαίρεσή τους από την θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.
Πολλά από τα αρχαία σπαράγματα φορτώθηκαν στο πλοίο «Μέντωρ», με σκοπό την μεταφορά τους στη Βρετανία. Αυτό, όμως, ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα. Επιστρατεύοντας ντόπιους βουτηχτές, ο λόρδος κατάφερε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πολυτίμου φορτίου. Η πλούσια συλλογή των κλεμμένων θησαυρών παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι την εποχή που χρεωκόπησε κι αναγκάστηκε να την πουλήσει στο κράτος28.
Τα έργα και οι ημέρες του Thomas Bruce στην Ακρόπολη των Αθηνών, παρά τις αντιδράσεις λογίων και επιφανών Ευρωπαίων όπως ο Βύρων, κέντρισαν γρήγορα την βουλιμία πολλών αρχαιοφίλων της Ευρώπης. Το 1807, στην Ρώμη, συγκροτήθηκε μια «εταιρεία» («συμμορία» είναι ο πιο δόκιμος όρος) για την προώθηση της διενέργειας ανασκαφών στο ελληνικό έδαφος29. Ο φιλότουρκος νεαρός Άγγλος αρχιτέκτων Charles Robert Cockerell ήταν από τα σημαντικότερα στελέχη της.
Έφθασε στην ηπειρωτική Ελλάδα το 1810, και για έξι χρόνια, με πρόσχημα την αρχαιοδιφία, είχε επιδοθεί σε ανασκαφές και υφαρπαγές μνημείων. Ερευνώντας στην Αίγινα το 1811, σε συνεργασία με άλλους, έφερε στο φως αγάλματα και ανάγλυφα από τα αετώματα του ναού της Αφαίας. Προσεταιριζόμενος τοπικούς προεστούς, κατόρθωσε να τα βγάλει από το νησί. Κατέληξαν στην Αθήνα, για να συγκολληθούν και να αναζητηθεί αγοραστής. Τελικά, μεταφέρθηκαν στην Ζάκυνθο, μακριά από τον τουρκικό ζυγό, όπου και δημοπρατήθηκαν διεθνώς30.
Η ομάδα υπό τον Cockerell επέστρεψε στον Μωριά το 1812, με σκοπό αυτή την φορά τον Ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες της Ηλείας. Ωστόσο, οι Ανδριτσάνοι που είχαν μισθωθεί για τις δέουσες ανασκαφές, από δεισιδαιμονία κυρίως, δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν, αφήνοντας μόνους τους ξένους. Κάποιες επιχειρήσεις εκφοβισμού τους από ντόπιους, λίγο αργότερα, έφεραν αποτέλεσμα και, τελικά, η ομάδα έφυγε σχεδόν άπρακτη. Επανήλθε, όμως, το καλοκαίρι του 1813 και, με έγγραφη άδεια του Βεληπασά της Τριπολιτσάς (με το αζημίωτο, φυσικά), προχώρησε σε ανασκαφές και εξαγωγή των γλυπτών κυρίως ευρημάτων από το λιμάνι του Ναυαρίνου, παρά τις ζωηρές αντιδράσεις του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στα Επτάνησα, όπου πουλήθηκαν στον Άγγλο διοικητή κι από εκεί στο Λονδίνο.
Ζηλωτής της δόξας τού Cockerell δεν άργησε να γίνει κι ο φίλος και συνεργάτης του Δανός αρχαιολόγος, P.O. Bronsted. Το 1811 βρέθηκε στην Κέα για ανασκαφικές επιχειρήσεις. Είναι από τους ελάχιστους που εκφράστηκαν στα χρονικά τους με συμπάθεια για τον υπόδουλο Ελληνισμό31, χωρίς ωστόσο αυτό να τον εμποδίσει να επωφεληθεί από την αμάθειά του και, ύστερα από ανασκαφές τριών εβδομάδων, να πάρει πλήθος αρχαίων αντικειμένων που βρήκε στην νησιωτική γη.
Την πρωτοκαθεδρία των Βρετανών στην βιομηχανία της αρπαγής αρχαιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας Γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται για τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη, το 1816, και για τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό.
Σ’ αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πώς απέκτησε την Αφροδίτη της Μήλου όταν επισκέφθηκε το νησί, το 1820. Το άγαλμα, βέβαια, το οποίο είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του, το εποφθαλμιούσε ένας καλόγερος του νησιού για να το δωρίσει στον Δραγουμάνο του Στόλου, Νικ. Μουρούζη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του.
Ο Γάλλος κόμης, δυναμικός και… γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν για τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στην Σμύρνη, κι από εκεί, τον Φεβρουάριο του 1821, βρέθηκε στο Παρίσι32.
Παραταύτα, όμως, είναι μάλλον απίθανο να έφυγε η Αφροδίτη από το νησί χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις33, ενώ είναι γεγονός ότι η συναισθηματική απήχηση της απομάκρυνσης του αγάλματος από το νησί, και την Ελλάδα γενικότερα, υπήρξε καίρια, επηρεάζοντας και τις κατοπινές γενεές34. Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου, πάντως, ήταν και η τελευταία μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά-σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στον δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως η αρπαγή της Νίκης της Σαμοθράκης35.
Συμπεράσματα
Μια χρονικά επιτομική θεώρηση της καταστάσεως της Ελληνικής μνημειακής κληρονομιάς επί τουρκοκρατίας, χωρίς την ιδιαίτερη παράθεση λεπτομερειακών στοιχείων, είναι αρκετή για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα. Έχουμε προ οφθαλμών πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα τοποθετημένα μέσα σε ένα ιστορικό γίγνεσθαι από το οποίο μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα. Το κυριότερο από αυτά δεν μπορεί να είναι άλλο από την διαπίστωση ότι οι διάφοροι «περιηγητές», «ταξιδιώτες», «επισκέπτες», ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν οι κάθε λογής αρχαιολάγνοι διερχόμενοι, μόνο φίλοι του ελληνικού πολιτισμού και του Ελληνισμού δεν υπήρξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Μπορεί να άφησαν πίσω τους χρονικά και απομνημονεύματα που, ομολογουμένως, παρέχουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού Γένους, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν απαλλάσσει τόσο τους ιδίους, όσο και τους αποστολείς τους, για τον παραλογισμό και την απερίγραπτη και με διαχρονικές επιπτώσεις φθορά που προξένησαν στην Ελλάδα ως χώρα και ως πολιτισμικό μέγεθος.
Η τακτική των μικρόψυχων και τυχάρπαστων ανθρώπων, προερχομένων από πολιτισμικά ασήμαντους λαούς, που ταξιδεύουν από σκοτεινές χώρες για να «πλιατσικολογήσουν» στο Ελληνικό Φως, προσπαθώντας να γεμίσουν τα άδεια μουσεία τους και να καλύψουν έτσι το κενό της ιστορικής ανυπαρξίας τους, είχε καταστεί για αιώνες εγκληματική συνήθεια. Ο βάρβαρος αυτός ιμπεριαλισμός αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης, χωρίς κανένα ψιμύθιο. Σαν πραγματικό προφητικό βάλσαμο ακούγονται τα λόγια του Αθανασίου Ψαλλίδα (προς τον φίλο του λόρδου Βύρωνα, Hobehouse, το 1815 στα Ιωάννινα):
“Εσείς μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Κάποια μέρα θα έρθουμε να σας τα ξαναζητήσουμε”.
------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ / ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΓ΄ 90) είναι πολύ παραστατικός περιγράφοντας την απογύμνωση του Ακράγαντος από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του: «Ο δε Αμίλκας, τα ιερά και τας οικίας συλήσας και φιλοτίμως ερευνήσας, τοσαύτην ωφέλειαν συνήθροισε, όσην εικός εστίν εσχηκέναι πόλιν οικουμένην υπό ανδρών είκοσι μυριάδων, απόρθητον δε από της κτήσεως γεγενημένην και ταύτα των εν αυτή φιλοκαλησάντων εις παντοίων κατασκευασμάτων πολυτέλειαν. Και γαρ γραφαί παμπληθείς ηυρέθησαν εις άκρον εκπεπονημέναι και παντοίων ανδριάντων φιλοτέχνως δεδημιουργημένων υπεράγων αριθμός. Τα μεν ουν πολυτελέστατα των έργων απέστειλεν εις Καρχηδόνα, εν οις και τον Φαλάριδος συνέβη κομισθήναι ταύρον, την δε άλλην ωφέλειαν ελαφυροπώλησεν».
2 The negotiations of sir Thomas Roe in his embassy to the Ottoman Porte, Λονδίνο, 1740.
3 Στην αναφορά του προς τον «πελάτη» του έγραφε μεταξύ άλλων: «Ειδικά στους Δελφούς βρίσκονται ανεκτίμητοι θησαυροί. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες και ανασκαφές. Μαθαίνω πως πολλά αγάλματα είναι θαμμένα για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Νομίσματα θα προμηθευτώ από τους Εβραίους, αλλά είναι πολύ ακριβά. Έχω ένα χρυσό του Μ. Αλεξάνδρου… Απέκτησα επίσης ένα γλυπτό από το ανάκτορο του Πριάμου» (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 137).
4 Είναι η γνωστή ως Porta Aurea, που, κατά την παράδοση, είχε κτίσει ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’. Πλαισιωνόταν από δύο μεγάλους κίονες, και το υπέρθυρο διακοσμούσαν δώδεκα πλακίδια από μάρμαρο με ανάγλυφες παραστάσεις.
5 Πρόκειται για ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα, μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, αγνώστου δημιουργού, γραμμένη σε αττική διάλεκτο περί το 264/263 π.κ.ε. Αναφέρει συνοπτικά τα γεγονότα από την εποχή του Κέκροπος έως τις ημέρες του Αθηναίου άρχοντος Διογνήτου. Το 1897 ανακαλύφθηκαν κι άλλα κομμάτια από την ίδια πλάκα.
6 Σύμφωνα με έκθεση της Αρχαιολογικής Εταιρίας (21 Μαΐου 1842), η βόμβα «άνηψε την πυρίτιδα και τρομερά έκρηξις εκλόνισε το αρχαίον οικοδόμημα μέχρι των θεμελίων αυτού και αμφότεραι αι πλευραί του, τοίχοι και στήλαι, κατέπεσαν και τα πλείστα των αναγλύφων της τε ζωφόρου και των μετοπών και αετωμάτων κατεκρημνίσθησαν και ετάφησαν υπό σωρόν ερειπίων» (Πρακτικά της ΣΤ΄ γενικής συνεδριάσεως της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας, τη 12η Μαΐου 1846, σελ. 146 κ.ε.). Η αυτόπτις της καταστροφής Anna Akerhjem, συνοδός της συζύγου τού Οtto Kunigsmark, διοικητή της πολιορκίας, έγραφε στο ημερολόγιό της: «Ο κόσμος δεν θα ξαναδημιουργήσει τέτοιο αριστούργημα».
7 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, σελ. 651.
8 Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι δεν αρκέστηκε στην καταστροφή του Παρθενώνα. Θέλησε να μεταφέρει στην Βενετία και τρόπαιο από τον γκρεμισμένο ναό. Διάλεξε το εξαίσιο γλυπτικό σύμπλεγμα του δυτικού διαζώματος με τον Ποσειδώνα και τα δύο άλογα. Αλλά κατά την απόσπαση των γλυπτών γκρεμίστηκε ολόκληρο τμήμα του ναού κι όλα τα μάρμαρα θρυμματίστηκαν καταγής. Στην αναφορά του προς την σύγκλητο ο άξεστος στρατηγός δεν εκφράζει ούτε λύπη ούτε μεταμέλεια για την κατάρρευση του ναού και την καταστροφή του διαζώματος.
9 Κάθε απεικόνιση λιονταριού είχε μεγάλη σημασία για την πόλη της Βενετίας, καθώς μετατρεπόταν μεταφορικά σε απεικόνιση του ευαγγελιστή Μάρκου, του πολιούχου αγίου της. Γι’ αυτό τον λόγο, και η Βενετία είναι γεμάτη από λέοντες κάθε μορφής, κλεμμένους από όλο τον κόσμο, που ταυτόχρονα απεικονίζουν και την, πάλαι ποτέ, δύναμη της βενετικής θαλασσοκρατορίας.
10 Missions archéologiques françaises en orient aux XVΙIe et XVΙIIe siècles, Documents publiés par Henri Omont, Paris 1902.
11 «Μέσα στον μισοχαλασμένο ναό [στη Δράμα] βρήκα την προτομή ενός Ηρακλή εξαιρετικής ομορφιάς από λευκό μάρμαρο. Χρησιμοποιείται ως βάθρο μιας ξύλινης κολώνας που υποστηρίζει τον γυναικωνίτη. Η μισή είναι θαμμένη στο χώμα. Αν βρισκόταν στη Δράμα ο μητροπολίτης, θα την αγόραζα… Δεν πειράζει όμως… Θα την πάρω σε άλλο ταξίδι» (Voyage du Sieur Paul Lucas au Levant, τόμ. Α΄, Παρίσι 1712, σελ. 253).
12 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 38.
13 Αυτόθι, σελ. 40.
14 Υπήρξε και προγενέστερη προσπάθεια διεισδύσεως στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, αλλά χωρίς χειροπιαστό αποτέλεσμα. Το 1687 ο Γάλλος πρεσβευτής Pierre Girardin διαπίστωσε ότι εκεί υπήρχαν τουλάχιστον 200 ελληνικοί τόμοι. Με την βοήθεια ενός Ιταλού μεσάζοντος ξεχώρισε και μετέφερε έξω από το σεράι κάποιους από αυτούς, για αξιολόγηση, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να τους αποσπάσει.
15 «Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε χειρόγραφα. Οι Έλληνες κληρικοί δεν κλονίζονται, ακόμα και με την προσφορά μεγάλων ποσών. Μας αντιμετωπίζουν με το επιχείρημα ότι οι παλαιοί πατριάρχες είχαν αφορίσει εκείνους που πούλησαν πολύτιμα αντικείμενα των μοναστηριών. Ένας απεσταλμένος του γερμανού αυτοκράτορα έφθασε στην Ανατολή για τον ίδιο σκοπό. Πήγε στην Νέα Μονή της Χίου και πρόσφερε στους μοναχούς 1.100 τσεκίνια για επτά χειρόγραφα. Οι μοναχοί έμειναν αλύγιστοι. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για κάθε καλόγερο χωριστά. Πολλοί αγαπούν το χρυσάφι περισσότερο απ’ όσο φοβούνται τον αφορισμό. Σ’ αυτούς πρέπει να απευθυνθεί κανείς για να πετύχει. Άλλωστε, για τους Έλληνες είναι ολότελα άχρηστοι αυτοί οι θησαυροί. Να τους χρησιμοποιήσουν δεν μπορούν. Έπειτα, υπάρχει κίνδυνος να αφανισθούν τα καλύτερα αρχαία χειρόγραφα» (Henri Omont, issions archéologiques françaises en Orient aux XVIIe et XVIIIe siècles, τόμ. Α΄, Παρίσι, 1902, σελ. 459).
16 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄, σελ. 135.
17 Αυτόθι, σελ. 139.
18 Βλ. Β. Ρασσιάς: «Ένας αγροίκος κληρικός καταστρέφει τον 18ο αιώνα ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία Σπάρτη».
19 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄σελ. 143.
20 A voyage performed by the late Earl of Sandwich round the Mediterranean in the years 1738 and 1739 written by himself, Λονδίνο 1799.
21 Χατζηφώτης Ι.Μ., Η Καθημερινή Ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία, Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 75-76.
22 Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul Gouffier, Voyage pittoresque de la Grece, Παρίσι 1782.
23 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Β΄ σελ. 463.
24 Αυτόθι, σελ. 464.
25 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ΄ σελ. 96.
26 Το φιρμάνι αυτό δεν βρέθηκε ώς σήμερα, παρά τις έρευνες ειδικών στα τουρκικά αρχεία. Μια μετάφρασή του στα ιταλικά, την οποία είχε κάνει ο διερμηνέας της Αγγλικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Πιζάνι, βρέθηκε στο αρχείο τού Philip Hunt. Από αυτό το ιταλικό κείμενο έγινε η μετάφραση του φιρμανίου στα αγγλικά, την οποία έδωσε ο Hunt στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή, που είχε συστήσει η αγγλική Βουλή για την αγορά των «Ελγινείων», όταν ο ίδιος κλήθηκε ως μάρτυρας.
27 «Qualque pezzi di pietra con inscrizioni e figure», όπως αναφέρεται στο κείμενο του Hunt (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
28 Πριν από την τελική απόφαση της αγγλικής κυβερνήσεως για την αγορά της συλλογής, το 1816, έγινε μεγάλη συζήτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων για τις νομικές και γλωσσικές αντιφάσεις που περιέχονται στο φιρμάνι, και ακούστηκαν πολλά για την κατάχρηση της εξουσίας από τον κόμη του Έλγιν ως πρεσβευτή στην Πύλη. Τελικά, αποφασίστηκε με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά η αγορά των αρχαιοτήτων (βλ. σχετ.: www.istorikathemata.com).
29 Μέλη της Εταιρείας αυτής ήταν επίσης ο Εσθονός αρχαιολόγος και καλλιτέχνης Otto Magnus von Stackelberg, ο Βυρτεμβέργιος ζωγράφος Linekh, οι Δανοί αρχαιολόγοι Bronsted και Koes, ο Βαυαρός Von Haken κ.ά. (Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες, ό.π., τ. Γ2΄, σελ. 132).
30 Έναν χρόνο μετά μεταφέρθηκαν στη Μάλτα, όπου η προσφορά του Λουδοβίκου της Βαυαρίας κατέστη πλειοδοτική (70.000 φιορίνια). Σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
31 Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες… τ. Γ2΄σελ. 166.
32 Αυτόθι, σελ. 542.
33 «Το άγαλμα μεταφέρθηκε στον γιαλό του νησιού… Αν από θαύμα ζωντάνευε η Θεά, θα έκλαιγε πικρά καθώς την έσερναν στα βράχια, την αναποδογύριζαν και την κατρακυλούσαν άνθρωποι σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμισθεί στην θάλασσα… Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι που την μετέφεραν. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να το δώσουν. Ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου κραύγασε στους ναύτες να ρίξουν το κασόνι στην λέμβο. Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο παπάς του νησιού δέχθηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες, που ζητούσαν βοήθεια από τον Θεό και αγωνίζονταν. Ο πρόξενος της Γαλλίας πολεμούσε καλά κρατώντας στο ένα χέρι σπαθί και στο άλλο ρόπαλο. Οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι, που χτυπιόταν δεξιά-αριστερά. Τότε, σ’ αυτήν την μεταφορά έχασε η Αφροδίτη το αριστερό της χέρι, που βλέπομε σήμερα κομμένο… Αργότερα έσπασε και το άλλο χέρι» Αθανάσιος Δέμος.
34 Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε μετακίνηση της Αφροδίτης σε άλλη θέση. Όταν σήκωσαν το άγαλμα, ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κομμάτι χαρτί κιτρινισμένο από τον χρόνο, το οποίο έγραφε το εξής: «Στην λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του Δροσίνη». Και στην συνέχεια ήταν γραμμένο ολόκληρο το ποίημα του Δροσίνη για την Αφροδίτη. Υπογραφή στο σημείωμα: «Με πόνο. Βεατρίκη Κώττα, ετών 12». Η ανεύρεση του σημειώματος αυτού και ο τρόπος της εκφράσεως των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαμαν τότε ζωηρότατη εντύπωση στο Παρίσι. Ο γαλλικός Τύπος και το ραδιόφωνο του Παρισιού ασχολήθηκαν επανειλημμένα. Το σημείωμα τοποθετήθηκε σε μια γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.
35 Στην Σαμοθράκη, το 1863, κοντά στο Ιερό των Καβείρων, βρέθηκε διαμελισμένη, προφανώς από σεισμό, η Νίκη της Σαμοθράκης, από μια αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Charles Champoiseau, υποπρόξενο της Γαλλίας στην Αδριανούπολη, ο οποίος κατόρθωσε να πάρει έγκριση από τις τουρκικές Αρχές για να μεταφερθεί το άγαλμα στην Γαλλία. Η Νίκη, τελικά, θα εκτεθεί στο Λούβρο, χωρίς τα φτερά και το επάνω μέρος του σώματός της, 2 χρόνια αργότερα, στις 11 Μαΐου 1864.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)