Όπως κάθε αρχαίος φιλόσοφος, και ο Στωικός θέτει στον εαυτό του το ερώτημα ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό. Η απάντηση, όπως αρμόζει σε έναν αληθινό σοφό, είναι, βέβαια, η ευδαιμονία. Αλλά τι είναι η ευδαιμονία για τον Στωικό; Είναι η «ομοίωσις θεώ», όπως στον Πλάτωνα; Είναι ο θεωρητικός βίος του ανθρώπου που προσφέρει στον εαυτό του ποικίλα σωματικά και εξωτερικά αγαθά, όπως δίδασκε ο Αριστοτέλης; Είναι η απόλαυση, η ηδονή, όπως στους Κυρηναϊκούς ή τους Επικούρειους; Όχι! Το ύψιστο αγαθό για τον Στωικό είναι «η ζωή σύμφωνα με τη φύση… που είναι το ίδιο πράγμα με την ενάρετη ζωή, γιατί η αρετή είναι ο σκοπός προς τον οποίο η φύση μας οδηγεί» (Διογένης Λαέρτιος, VII 87).
Η «φύση» για τους Στωικούς, ανάγκη να το θυμηθούμε, κυβερνάται από την αναγκαιότητα ή τη μοίρα. Αν αυτό αληθεύει και κάθε πράξη και κάθε γεγονός της ανθρώπινης ζωής προσδιορίζεται από την ανάγκη ή τη μοίρα, πως είναι δυνατόν να ζήσει κανείς αντίθετα προς ό,τι υπαγορεύει η φύση ή, για την περίπτωση, πως είναι δυνατό να εκτιμηθούν οι πράξεις του ανθρώπου με κριτήρια ηθικής; (Διογένης Λαέρτιος, VII 23)
Οι Στωικοί βρίσκουν επίσης τον δρόμο για την αξιολογική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων. Ό,τι είναι ο νόμος της ανάγκης στη φύση, γίνεται κανόνας υποχρέωσης στην κοινωνία, δηλαδή ό,τι ορίζει ο λόγος. Κάθε φυσικό ον αγωνίζεται για την ηδονή, αλλά κυρίως για την ασφάλεια, και καθοδηγείται κατά κύριο λόγο από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τα λογικά όντα καθοδηγούνται από το λογικό τους, που πρώτα απ’ όλα ενδιαφέρεται για το αγαθό. Η αρετή του λόγου είναι η γνώση του καλού και του κακού, και το μειονέκτημά του είναι η άγνοια. Κατά συνέπεια, η ενάρετη ζωή είναι εκείνη που ακολουθεί το λογικό.[1]
Το αγαθό κατά τους Στωικούς, αποτελείται από τέσσερις βασικές αρετές: τη σύνεση, τη μετριοφροσύνη και ολιγάρκεια, τη δικαιοσύνη και το θάρρος, ενώ το κακό αποτελείται από τα ενάντια: την έλλειψη σύνεσης, την έλλειψη μέτρου, την αδικία τη δειλία. Καθετί άλλο –η ζωή και ο θάνατος, η καλή και η κακή φήμη, η σκληρή εργασία και η απόλαυση, ο πλούτος και η φτώχεια, η αβεβαιότητα ή η καλή υγεία –δεν είναι στη δυνατότητα του ανθρώπου[2] να τα επιλέγει και, κατά συνέπεια, δεν έχουν σχέση με την ηθική, όλα αυτά είναι ηθικά αδιάφορα. Η αρετή και η κακία μόνο είναι μέσα στη σφαίρα της ηθικότητας, καθότι εξαρτώνται και επιλέγονται από τον άνθρωπο με την ελεύθερη βούλησή του.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη παραδοξολογία της στωικής ηθικής διδασκαλίας. Πώς να επιλέγει κανείς ελεύθερα ενώπιον μιας τόσο αυστηρής αναγκαιότητας που βασιλεύει στον κόσμο της στωικής φιλοσοφίας; Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε τα πράγματα ούτε την πορεία των γεγονότων ούτε τις ίδιες τις ιδέες που έχει αυτός για τον εξωτερικό κόσμο· το μόνο που μπορεί να μεταβάλει, είναι η στάση του απέναντι σε όλα αυτά. Κατά συνέπεια, η ελευθερία στον Στωικισμό δεν εκτείνεται στην πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στη θεωρητική και συγκινησιακή στάση του απέναντι στον κόσμο και στον εαυτό του.
Οι Στωικοί, αρχίζοντας από τον Ζήνωνα, διέκριναν τέσσερις ομάδες από αρνητικές συγκινήσεις, τη λύπη, τον φόβο, την επιθυμία και την απόλαυση, και τρεις ομάδες θετικών συγκινήσεων, την ευθυμία ή λογική διέγερση σε αντιδιαστολή προς την απόλαυση, τη διάκριση σε αντιδιαστολή προς τον φόβο και τη βούληση σε αντιδιαστολή προς την επιθυμία. Καθεμιά από τις παραπάνω ομάδες υποδιαιρείται σε αρκετά είδη (βλέπε Διογένη Λαέρτιο, VII 110-116). Η σοφία συνίσταται στην ελευθερία του ανθρώπου από συγκινησιακές καταστάσεις, που είναι ο τελικός σκοπός ης ζωής και εγκλείει την ευδαιμονία που μπορεί να την αποκτήσει μόνο ο σοφός.
Το πρώιμο στωικό ιδανικό του σοφού ανθρώπου αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ αυστηρό για να το ακολουθήσει ένας κοινός άνθρωπος, καθότι δεν έκανε καμία παραχώρηση για την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με τον Κλεάνθη (SVF, I), δεν υπάρχει μέσος όρος ανάμεσα στην αρετή και την κακία. Αντίθετα προς τη φυσική κλίση όλων των ανθρώπων προς το αγαθό, οι ενάρετοι είναι προορισμένοι να μένουν ενάρετοι και οι κακοί είναι προορισμένοι να παραμένουν κακοί. Αυτή η διδασκαλία στην πραγματικότητα απέρριπτε τη δυνατότητα οποιασδήποτε βαθμιαίας προόδου προς τελείωση και χώριζε όλους τους ανθρώπους σε δύο τάξεις: τους λίγους σοφούς και το μεγάλο πλήθος ων ανοήτων. Αυτή η διδασκαλία είχε στόχο αντίθετο προς τους Περιπατητικούς που πίστευαν ότι υπάρχει δυνατότητα για βαθμιαία τελείωση ή βαθμιαία έκπτωση του ανθρώπου.
Καθώς περνούσε ο καιρός, οι Στωικοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να τροποποιήσουν την αυστηρότητα της αρχική στάσης τους, γιατί ο ιδανικός σοφός δεν μπορούσε να αποτελεί στόχο εφικτό για τους κοινούς θνητούς. Η αυστηρή προσήλωση προς τις αρχικές ηθικές απειλούσε να υπονομεύσει την ευρύτητα επιρροής του Στωικισμού, καθώς επίσης και του Κυνισμού.
Όταν αντιλήφθηκαν αυτό τον κίνδυνο, οι Στωικοί έκαναν σημαντικές αλλαγές στη διδασκαλία τους. Πρώτα απ’ όλα αναθεώρησαν την αντίληψή τους για τα ηθικά αδιάφορα πράγματα, χωρίζοντάς τα σε δυο κατηγορίες: σε εκείνα που είναι σύμφωνα με τη φύση και σε εκείνα που αντιστρατεύονται τις απαιτήσεις της, δηλαδή σε πράγματα που μπορεί ο άνθρωπος να τα επιλέγει και σε άλλα που δεν μπορεί να τα προτιμά. Λόγου χάρη, ενώ ο πλούτος και η φτώχεια, η υγεία και η ασθένεια είναι ηθικά αδιάφορες καταστάσεις, είναι καλύτερο να είναι κανείς πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και ασθενής. Αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης ήταν ότι οι Στωικοί δεν καταδίκαζαν πια το ενδιαφέρον του ανθρώπου για τις προτιμώμενες επιλογές, με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις ων ανθρώπων κατευθύνονται από ηθικά κίνητρα.
Αυτό εξηγεί γιατί οι μεταγενέστεροι Στωικοί επέμεναν να αξιολογούν τα κίνητρα του ανθρώπου και άρχισαν να διακρίνουν όχι μόνο ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς, αλλά επίσης ανάμεσα στις «ίδιες», τις ελεύθερα επιλεγόμενες πράξεις και τις ηθικά υποχρεωτικές πράξεις (καθήκοντα). Οι υποχρεώσεις του ανθρώπου προκύπτουν από τον νόμο, ενώ οι ίδιες πράξεις (πράξεις ελευθερίας) είναι ενάρετες, μόνο αν απορρέουν από ηθικούς διαλογισμούς. Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη των Στωικών, οι πράξεις του αληθινά σοφού είναι πάντα ηθικές, ενώ οι πράξεις του απερίσκεπτου είναι απλά οι «πρέπουσες».
Τελικά, αντίθετα προς η διδασκαλία τους ότι υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην αρετή και την κακία, ανάμεσα στον σοφό και τον αδαή, οι Στωικοί εισήγαγαν την έννοια της τελείωσης ή της προόδου και παραδέχθηκαν ποικίλους βαθμούς αρετής, που μπορούν όμως να πραγματοποιηθούν από λίγους.
Η αδυναμία του λόγου να μεταβάλλει τη μοίρα του ανθρώπου οδήγησε τους Στωικούς να ταυτίσουν τον λόγο με το αντίθετό του, την ανεξιχνίαστη μοίρα. Και όλα αυτά δεν ήταν παρά η έκφραση της αποτυχίας του ανθρώπου και της απελπισίας του. Αντίθετα με τις απόψεις που είναι κοινά αποδεκτές, οι Στωικοί δεν υποδείκνυαν την απάθεια μπροστά στις τυφλές δυνάμεις, αλλά υπογράμμιζαν την ανάγκη για τον άνθρωπο να εκπληρώσει το καθήκον του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αποδεχόμενος με αξιοπρέπεια οτιδήποτε η τύχη είχε στο οπλοστάσιό της. Μπροστά σε οτιδήποτε έχει γράψει η μοίρα γι’ αυτόν, ο άνθρωπος οφείλει να στέκει ακλόνητος (στωική καρτερικότητα).
Σε αντιδιαστολή προς τους Επικούρειους που θεωρούσαν το σύμπαν ως ένα παιχνίδι ατόμων χωρίς αισθήσεις και τον άνθρωπο ως ελεύθερο δημιουργό που δεν περιορίζεται από καμιά υποχρέωση και ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, οι Στωικοί αντιλαμβάνονταν τον κόσμο σαν ένα οργανικό σύνολο με τον δικό του εσωτερικό λόγο και είχαν την τάση, να βλέπουν την κοινωνία ως ένα παράγωγο της φύσης. Στα μάτια των Στωικών οι κοινωνικοί θεσμοί ήταν, κατά συνέπεια, ένα μέρος του σχεδίου του σύμπαντος, όπως έχει διαμορφωθεί από τον λόγο· και ο άνθρωπος ήταν γι’ αυτούς αχώριστα δεμένος με την κοινωνία και με το κράτος, σύμφωνα με τον παγκόσμιο νόμο. Και αντίθετα προς τον Επίκουρο που υποστήριζε ότι ο σοφός δεν πρέπει να παίρνει μέρος στην πολιτική, παρά μόνο αν είναι αναγκασμένος να το κάνει, ο Χρύσιππος δίδασκε ότι ο σοφός άνθρωπος πρέπει να παίρνει μέρος στην πολιτική, αν κάτι δεν τον εμποδίζει, εφόσον έτσι θα περιορίζει το κακό και θα προωθεί την αρετή (Διογένης Λαέρτιος, VII 121, 123). Δε θα πρέπει, λοιπόν, ο σοφός να ζει στη μοναξιά απομονωμένος, γιατί αυτός είναι από τη φύση του φτιαγμένος για την κοινωνία και τη δράση (Διογένης Λαέρτιος, VII 123).
----------------------
[1] [Εδώ θυμίζει τον Σωκράτη: «Ουδέν άλλω πείθομαι ή του λόγου, ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνηται»].
[2] [Ο Επίκτητος (Εγχειρίδιον, κεφ. Α΄) αρχίζει με αυτήν ακριβώς τη διάκριση: Των όντων τα μεν εστί εφ’ υμίν, τα δε ουκ εφ’ υμίν …]