Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Προσωκρατικών οράματα

         Πως ο γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» αποκρυπτογραφεί
τον κόσμο και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από το ζοφερό σύμπαν
της δεισιδαιμονίας στη λογοκρατούμενη κοινωνία των πολιτών.
Οι θεμελιωτές της δυτικής επιστήμης
 
«Πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή»

Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλιά του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βά­ση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολε­μικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορ­ροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέ­ον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοι­νωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή ­εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντα­νακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοη­τικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτό­μενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδο­σιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας.

Υπήρχαν βεβαίως πα­νελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιε­ρατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να ανα­φέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώ­σεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργού­σε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτε­λούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυ­τού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογι­κές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνι­κού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα.

Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντι­κατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμι­κής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών; νέων δια­νοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοι νωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελ­λήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποι­ήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελι­κτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινω­νικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών…στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχο­λών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέ­λη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλο­σοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν δια­πιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτω­να. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θου­κυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέ­ει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθη­ναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»).

Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλά­με για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παρά­δοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μι­λήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλά­τωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και ορ­γανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επι­τρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πο­λιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευ­θείας σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και μα­θητή, όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.

Yπό το βλέμμα των σαμάνων

Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvo­μηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων , στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυ­σιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημί­θεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις πόυ – όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανό­τητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τά­ξης – είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου ­της οπoίας καθίστανται ερμηνευτές και «προ­φήτες» απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου.

Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.

Το περιβάλλον της Μιλήτου

Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.

Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα – αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει – να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.

Το στοχαστικό ύφος

Κατά τον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία.

Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία» των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες.

Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας.

Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν, από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratiker: από αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό.

Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα – από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ – θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 200ύ αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ.

Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».

Ο Καπεταν Μιχαλης – Ευχη και Καταρα

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα σημαντικό βιβλίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαβάζοντας το κανείς, παρατηρεί έκπληκτος την αβρότητα του πρωταγωνιστή, τον εγωισμό του, την απολυταρχία μιας ολόκληρης εποχής απάνω στον άνθρωπο.
 
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται  στη Κρήτη στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, ένα νησί φλεγόμενο, υπομονετικό, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, έτοιμο για επανάσταση ανά πάσα στιγμή όπως αναφέρουν οι πρωταγωνιστές. Πέρα όμως απ’ τον κρυφό πόθο των Κρητικών, την ελευθερία από τον Τούρκικο ζυγό, το μυθιστόρημα λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο συνηθειών και εικόνων της εποχής.
 
Παρόλο που το έργο είναι ένα καθ’ όλα ικανοποιητικό και ευανάγνωστο βιβλίο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του ένιωθα άβολα. Δε μου άρεσε το σύνολο αυτού που διάβαζα, για ένα και μοναδικό λόγο. Όντας ένας αναγνώστης εκατόν τριάντα χρόνων μετά από την εποχή που περιγράφεται στο βιβλίο (το βιβλίο γράφτηκε πολύ αργότερα αλλά αναφέρεται επακριβώς στην εποχή μιας και αφορά στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα), νιώθω πολλές από τις συνήθειες, τις ιδέες, την κουλτούρα της εποχής να με κατατρύχει έως σήμερα.
 
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένας τοπικός ήρωας, ένας τοπικός αρχηγός. Ναι όμως η αβρότητα με την οποία ξεχειλίζει η συμπεριφορά του, θυμίζει ξεμαλλιασμένο θεριό. Η λέξη ευγένεια του είναι άγνωστη, όχι μόνο στους τρόπους συμπεριφοράς, αλλά και σαν έννοια που θέτει σε τάξη τη ψυχή του. Ερχόμενος στο σήμερα λοιπόν, ανακαλύπτεις πως άνθρωποι σαν τον Καπετάν Μιχάλη είναι αδύνατον να βρεθούν, όμως δεν είναι καθόλου αδύνατον να βρεθούν άνθρωποι αγενείς με την οθωμανική νοοτροπία της εποχής εκείνης, άνθρωποι συμφεροντολόγοι κι εγωιστές που βάζουν τον εαυτό τους και τη λύτρωση της ψυχής τους πάνω απ’ όλα. Επίσης, άνθρωποι γενναίοι σαν τον Καπετάν Μιχάλη δεν υπάρχουν στην Ελλάδα σήμερα επ’ ουδενί, υπάρχουν όμως άνθρωποι σκληρά ορκισμένοι σε μια ιδέα, έτοιμοι να την προωθήσουν μέχρις εσχάτων και με το ίδιο τους το κορμί, όμοια με τον καπετάν Μιχάλη, αλλά αν τους μιλούσες για ανθρώπινη αλληλεγγύη, για συμπόνια, για αλτρουισμό, θα σου απαντούσαν όπως ο Καπετάν Μιχάλης στον Βεντούζο όταν αναφέρθηκαν στο ψυχικό σθένος του δεύτερου να αντέξει τον πόλεμο: «Βεντούζος είσαι, βεντούζικα σκέφτεσαι».
 
Η εποχή τότε χαρακτηρίζονταν από ανομία. Επικρατούσε το δίκαιο του ισχυρού, ο οποίος το επέβαλλε με το μαχαίρι του. Όμοια και σήμερα, επικρατεί το δίκαιο του δυνατού, ο οποίος το επιβάλει με ρανίδες εξουσίας ή χρήματα. Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχουν γραπτοί νόμοι στις δυο κοινωνίες που απέχουν εκατόν τριάντα χρόνια μεταξύ τους, μα οι άγραφοι νόμοι είναι αυτοί που υπερτερούν. Η έννοια της ισονομίας με τη χροιά του να τιμωρηθεί ο ισχυρός επειδή παραβίασε έναν νόμο, θα προκαλούσε γέλια στον Καπετάν Μιχάλη του τότε και στους Καπεταναίους του σήμερα.
 
Η θρησκεία ως προγεφύρωμα ανάμεσα στο ηθικό και στο ανήθικο. Οι ισχυροί της εποχής εκείνης, οι καπεταναίοι, οι αγάδες, ο πασάς, ο μητροπολίτης, πιστεύουν σε ένα Θεό. Όχι στον ίδιο. Όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή να παραβούν τους νόμους του Θεού τους -όπως για παράδειγμα να σκοτώσουν έναν Τούρκο επειδή θεωρούν πως το αξίζει, ή να κατασφαγιάσουν μια ολόκληρη πολιτεία με χριστιανούς επειδή κι αυτοί το αξίζουν- αυτές οι ανομολόγητες πράξεις γίνονται στο όνομα του Θεού του καθενός για το συμφέρον των ομοίων τους. Λες και όσο συνεχίζουν να πολεμούν θα τελειώσει ποτέ ο πόλεμος. Ο πόλεμος σταματάει μόνον όταν σταματάς να πολεμάς. Όμοια σήμερα, πολλοί καλοί χριστιανοί στη ζηλεμένη χώρα μας, παραβιάζουν τις βασικές αρχές της πίστης και ιδεολογίας τους, του χριστιανισμού, στο όνομα της ανάγκης ή της συνήθειας. Έπειτα βέβαια απ’ όλα αυτά υπάρχει η μέθοδος της εξομολόγησης, η οποία λειτουργεί λυτρωτικά μέχρι την επόμενη φορά που θα υποπέσουν στο ίδια αμάρτημα. Προσέξτε. Το ίδιο λάθος ξανά και ξανά, και η ίδια συγχώρεση ξανά και ξανά.
 
Ο Κοσμάς, ο ανηψιός του Καπετάν Μιχάλη, επιστρέφει από τη Γαλλία έπειτα από είκοσι χρόνια. Κατά τον πρωταγωνιστή έχει διαπράξει τρία βασικά ανομήματα. Πρώτον έγινε γραμματιζούμενος με φράγκικα ρούχα και όχι λεβεντοκρητίκαρος δυνατός πολεμιστής της επανάστασης με κρητικά ρούχα και αβρή συμπεριφορά. Έμαθε μια ζωή να πολεμάει με την πένα και δε ξέρει πώς να χειριστεί τουφέκι. Δεύτερον έλλειψε πολλά χρόνια από τον τόπο του και δεν προσφέρθηκε να σκοτωθεί σε κάποιο ξεσηκωμό ή σε κάποια συμπλοκή με Τούρκους, όπως έπρεπε να κάνει σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Διεύρυνε αδικαιολόγητα το πνεύμα του, μιας και όπως όλοι τον ρωτάνε τι έμαθε τόσα χρόνια στη Φραγκιά, τι καταφέρνει να κάνει μ’ αυτά τα περιβόητα τα γράμματα. Γυρίζει και τα βρίσκει όλα διαφορετικά, ξεφτισμένα, κενά και πρέπει να πληρώσει το τίμημα της διαφορετικότητας. Τρίτον και σοβαρότερο, παντρεύτηκε μια γυναίκα ξένη, αλλοδαπή, με άλλο αίμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν και Εβραία.
 
Χαρακτηριστικά μέσα στο βιβλίο οι γυναίκες λένε «μύρισε οβραίλα το σπίτι» όταν την φέρνει στο νησί για να ζήσουν μαζί. Πόσο λοιπόν έχει αλλάξει ο ελληνικός πληθυσμός τα τελευταία χρόνια και αποδέχεται το διαφορετικό; το ξένο; Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα κατευθυνόμενα φαινόμενα πολιτικά εκφρασμένου ρατσισμού που ζούμε. Ο ηλίθιος παραμένει ηλίθιος και επικίνδυνος, επειδή απλά είναι ηλίθιος. Ο νοητικά προηγμένος όμως Έλληνας, ο Έλληνας που επένδυσε χρήματα στη μόρφωση του και στο πνεύμα του, ο Έλληνας που υπερηφανεύεται δεξιά κι αριστερά ότι είναι δυτικά σκεπτόμενο ορθολογιστικό ον, ο Έλληνας που μετράει κάθε λέξη πλέον με τη μεζούρα για να βγάλει πόρισμα κι όχι συνομιλία, πόσο εύκολα αποδέχεται τον ξένο που δεν υιοθετεί κανένα από τα γούστα του, τα ενδιαφέροντα του, τις συνήθειες του, τις ανάγκες του.
 
Φυσικά αν πάρεις ένα μυθιστόρημα του Ανατόλ Φρανς, ή του Ουγκώ, ή του Ζολά που αναφέρονται περίπου στην ίδια εποχή στη χώρα τους, θα διαπιστώσεις μια αλλαγή σελίδας. Σαφώς και κατάλοιπα του παρελθόντος κάνουν την εμφάνιση τους και σε αυτή τη προηγμένη κοινωνία που αναφέρω ως παράδειγμα, αλλά εκεί πέρα τουλάχιστον στο πνεύμα επιτρέπεται να ζει ελεύθερο έξω από κλουβί.
 
Οι ανθρώπινες σχέσεις μπορεί να μην είναι τόσο δυνατές όσο σε μια ανατολίτικη κοινωνία, αλλά ο άνθρωπος μπορεί να αναρριχηθεί το βράχο μόνος του χωρίς να βρίσκει να πατήσει σε τεχνητά σκαλοπάτια. Και το κυριότερο απ’ όλα. Εδώ, στην άκρα της γης και ταυτόχρονα στον ομφαλό της, η θρησκεία δεν έχει ακόμα αντικατασταθεί από την επιστήμη.

Εξυπνο κινητό, τεμπέλικο μυαλό

Διευκολύνοντάς μας να βρούμε τα πάντα, τα smartphones κάνουν τη σκέψη μας να αδρανεί, με δυσάρεστες συνέπειες για το νοητικό μέλλον μας.

Οι υπηρεσίες που μας προσφέρουν σήμερα τα έξυπνα κινητά μας δεν έχουν τέλος: μας βρίσκουν αμέσως ακόμη και τον πιο «ξεχασμένο» αριθμό τηλεφώνου, μας λένε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να φθάσουμε στο εστιατόριο όπου μας περιμένει η παρέα μας, κάνουν για χάρη μας υπολογισμούς στο άψε-σβήσε και γενικώς μας παρέχουν οποιαδήποτε πληροφορία μόνο με μερικές κινήσεις των δαχτύλων μας. Αυτές όμως οι εξυπηρετήσεις φαίνεται ότι έχουν και ένα αντίβαρο. Σύμφωνα με νέες μελέτες, η ευκολία στην πρόσβαση «έτοιμης γνώσης» που προσφέρουν τα έξυπνα κινητά μάς οδηγεί στο να αποφεύγουμε να σκεφτούμε μόνοι μας, με αποτέλεσμα το μυαλό μας να τεμπελιάζει. Και αυτό, προειδοποιούν, δεν είναι καλός οιωνός για το νοητικό μέλλον μας, ιδιαίτερα προϊούσης της ηλικίας.

Ενστικτώδης και αναλυτική σκέψη

Τα σχετικά ευρήματα δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην επιθεώρηση «Computers in Human Behavior». Συγκεκριμένα οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Γουοτερλού στο Οντάριο του Καναδά που υπογράφουν το σχετικό άρθρο διαπίστωσαν σε μελέτη τους ότι οι χρήστες smartphones που είναι «ενστικτωδώς σκεπτόμενοι» - έχουν, δηλαδή, μεγαλύτερη τάση να βασίζονται στο ένστικτό τους όταν παίρνουν αποφάσεις - τείνουν επίσης να καταφεύγουν για τις απαντήσεις που χρειάζονται πολύ πιο συχνά στη μηχανή αναζήτησης του τηλεφώνου τους παρά στις γνώσεις που είναι αποθηκευμένες στον εγκέφαλό τους. Αυτό, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, τους κάνει να «τεμπελιάζουν» πολύ περισσότερο από ό,τι θα τεμπέλιαζαν αν δεν είχαν το έξυπνο κινητό, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλός τους να μη «γυμνάζεται» όπως θα έπρεπε.

«Συχνά ψάχνουν πληροφορίες τις οποίες στην πραγματικότητα γνωρίζουν ή θα μπορούσαν εύκολα να βρουν αλλά δεν έχουν τη διάθεση να κάνουν την προσπάθεια να τις σκεφτούν» εξήγησε σε δελτίο Τύπου ο Γκόρντον Πένικουκ, υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Γουοτερλού και ένας από τους δύο κύριους συγγραφείς του άρθρου. Αντιθέτως, όπως προσέθεσε, οι «αναλυτικώς σκεπτόμενοι» τείνουν να τεστάρουν τον εαυτό τους και να ακολουθούν έναν περισσότερο λογικό τρόπο για να λύσουν τα προβλήματα - σύμφωνα με τις περισσότερες έρευνες, τα άτομα με υψηλή ευφυΐα είναι περισσότερο αναλυτικά και λιγότερο ενστικτώδη όταν καλούνται να επιλύσουν προβλήματα.

Περισσότερη μηχανή αναζήτησης, λιγότερη εξυπνάδα

Σε τρεις μελέτες στις οποίες πήραν μέρος 660 εθελοντές οι επιστήμονες από το Γουοτερλού εξέτασαν διάφορες παραμέτρους - μεταξύ αυτών, ο γνωσιακός τύπος του κάθε εθελοντή σε μια κλίμακα από το «ενστικτώδης» ως το «αναλυτικός» και οι λεκτικές και αριθμητικές ικανότητές του. Στη συνέχεια εξέτασαν τις συνήθειες των εθελοντών ως προς τη χρήση του έξυπνου κινητού τους. Οπως έδειξαν τα αποτελέσματα, οι συμμετέχοντες που επεδείκνυαν υψηλότερες γνωσιακές ικανότητες και μεγαλύτερη τάση να σκέφτονται αναλυτικά αφιέρωναν λιγότερο χρόνο στη χρήση της μηχανής αναζήτησης του τηλεφώνου τους.

«Η έρευνά μας προσφέρει στήριξη στην υπόνοια που υπάρχει ότι η υπερβολική χρήση του έξυπνου κινητού συνδέεται με χαμηλότερη ευφυΐα» τόνισε ο κ. Πένικουκ, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει: «Βεβαίως το αν αυτά καθαυτά τα έξυπνα κινητά μειώνουν την ευφυΐα είναι ένα ζήτημα το οποίο παραμένει ανοιχτό και χρήζει μελλοντικής διερεύνησης». Οπως σημειώνεται, άλλωστε, η σύνδεση μεταξύ ευφυΐας και χρήσης του κινητού φαίνεται να υπάρχει μόνο όσον αφορά τη μηχανή αναζήτησης: τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε γενικές γραμμές η χρήση των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης και ψυχαγωγίας ήταν άσχετη με το επίπεδο των γνωσιακών ικανοτήτων των χρηστών.

Το «έξυπνο» μέλλον δεν θα είναι εξίσου ευφυές

Το βέβαιο για τους ερευνητές είναι ότι η συνήθεια να καταφεύγουμε στο έξυπνο κινητό μας ακόμη και όταν αυτό δεν είναι απαραίτητο μάλλον κάνει εμάς τους ίδιους λιγότερο έξυπνους. «Δεκαετίες ερευνών έχουν αποκαλύψει ότι οι άνθρωποι σπεύδουν να αποφύγουν να καταβάλουν προσπάθεια όταν πρόκειται να λύσουν ένα πρόβλημα και φαίνεται πιθανόν ότι οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο το έξυπνο κινητό τους ως μια προέκταση του μυαλού τους» εξήγησε ο Ναθάνιελ Μπαρ, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Γουοτερλού και έτερος συγγραφέας του άρθρου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το γεγονός ότι αφήνουμε το μυαλό μας να τεμπελιάζει αποφεύγοντας να το χρησιμοποιούμε για να λύσουμε προβλήματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τη νοητική μας υγεία καθώς γερνάμε.

Επίσης, όπως προσθέτουν, είναι πολύ πιθανόν να έχει απρόσμενες συνέπειες όχι μόνο στο δικό μας προσωπικό μέλλον αλλά και σε αυτό της ανθρωπότητας γενικότερα και αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να διερευνηθεί τώρα. «Το πιθανότερο είναι ότι η εξάρτησή μας από τα έξυπνα κινητά και τις άλλες συσκευές θα εξακολουθήσει να αυξάνεται»λέει ο κ. Μπαρ. «Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς τα έξυπνα κινητά σχετίζονται με την ανθρώπινη ψυχολογία και πώς την επηρεάζουν προτού οι τεχνολογίες του είδους ενσωματωθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να είναι δύσκολο να θυμηθούμε πώς ήταν η ζωή χωρίς αυτές. Ισως να βρισκόμαστε ήδη σε αυτό το σημείο».

Για τις λεπτομέρειες

Όταν αποφασίζεις να ασχοληθείς με τη λεπτομέρεια, αποφασίζεις ταυτόχρονα να ασχοληθείς με την ουσία.

Μα αυτή η ουσία δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, ούτε αναγνωρίζεται από τους γύρω σου.

Όλη η ζωή σε πείθει να πηγαίνεις ανάποδα… να ασχολείσαι με τα «σημαντικά» και να αγνοείς τη λεπτομέρεια, που δεν αντιλαμβάνεσαι καν.

Όμως, κανείς δεν μπορεί να σου δείξει τη λεπτομέρεια που εσύ αγνοείς ή δεν θέλεις να δεις. Μπορεί μόνο να σου δείξει τον τρόπο και το όφελος να την εντοπίσεις.

Είναι μια αρχέγονη Αρχή, Νόμος, που δεν είναι δικός μου αλλά όλοι επιλέξαμε να είμαστε μέρος του:

Όπως επάνω, έτσι και κάτω. Όπως κάτω, έτσι κι επάνω.

Ω ναι, το γνωρίζουμε πληροφοριακά, όπως γνωρίζουμε πληροφοριακά κι άλλους Νόμους, που ουσιαστικά αγνοούμε… Όπως «γνωρίζουμε» όλα όσα μάθαμε στο σχολείο ή στις σπουδές μας, που όμως δεν έχουν απήχηση στην πραγματική ζωή μας!

Οι λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την Αλήθεια που αγνοούμε, που δεν είναι υποκειμενική μα και αντικειμενική ταυτόχρονα. Φανερώνουν τον Εαυτό μας, που επιμελώς κρύβουμε. Δείχνουν πρακτικά και αντικειμενικά, αυτό που Είμαστε και Είναι ο κόσμος μας, πέρα από τις πεποιθήσεις και τις φαντασιώσεις μας.

Στις λεπτομέρειες βρίσκονται τα διαμάντια της αποκάλυψης που αλλάζουν τη θέασή μας.

Μέσα από τις λεπτομέρειες ανοίγονται ακόμα περισσότεροι κόσμοι, σύμπαντα, και όλα αποκτούν νόημα, όπου προηγουμένως υπήρχε χάος και αταξία.

Η αφοσιωμένη συγκέντρωση στις λεπτομέρειες, «πονάει» τα φυσικά μας μάτια και τον διαμορφωμένο, προγραμματισμένο νου, που δεν έχουν εκπαιδευτεί να τις παρατηρούν.

Η παρόρμηση είναι να γυρίσουμε αλλού το βλέμμα, για να αισθανθούμε ξανά τη σιγουριά της σταθερότητας της θέσης μας και να επιτύχουμε το σταμάτημα του «στριφογυρίσματος» που συμβαίνει μέσα μας.

Ποιητικά, αποδίδεται! Καλλιτεχνικά, το ίδιο. Τεχνικά, επίσης. Ουσιαστικά και πρακτικά, στην πραγματικότητα της ζωής μας, ακόμα!

Πάντα το αναγκαίο μας διαφεύγει, αφού έχουμε προ πολλού ορίσει το σημαντικό και το ουσιώδες, με κοινωνικές πεποιθήσεις και ατομικές «αλήθειες» που σκιάζουν την Όρασή μας.

Οι μοναδικές ικανότητες του χταποδιού

Ελέγξτε τις μοναδικές ικανότητες που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα χταπόδι. Γνωστά για την ασυνήθιστη συμπεριφορά τους στο παρακάτω βίντεο μας ξαφνιάζουν για μια ακόμη φορά. Αυτό το χαριτωμένο, ντροπαλό  χταπόδι συγκεντρώνει κοχύλια από το βυθό του ωκεανού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει  μια ασφαλή κρυψώνα από τα αρπακτικά ζώα η και για να κρυφτεί για ενδεχόμενη επίθεση.

Επειδή έχει τάσεις κλεπτομανίας του έδωσαν  το παρατσούκλι, «Kleptopus».

Δείτε το βίντεο:


Μίλα! Χωρίς να μιλάς…

Η περιοχή ομιλίας του εγκεφάλου, που έχει ονομαστεί από το Γάλλο φυσιολόγο του 19ου αιώνα Pierre Paul Broca, σταματάει να λειτουργεί όταν μιλάμε φωναχτά, σύμφωνα με νέα έρευνα που αμφισβητεί την ευρέως αποδεκτή άποψη που θέλει την «περιοχή Broca» να ελέγχει όλες τις εκφάνσεις της ομιλίας. 

Τα περισσότερα πράγματα λέγονται με τη σιωπή.

Κάθε φορά που μιλάς ουσιαστικά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) παύεις να μιλάς.

Κάτσε κάτω από το δέντρο.

Άσε να σε κάψει ο ήλιος. Και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος φαίνεται ηλίθιος μπροστά στο σιωπηλό αεράκι…

Τι προκαλεί μόνιμη διέγερση στις γυναίκες;

 Μόλις πριν από ένα χρόνο οι ειδικοί επιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν την αιτία που προκαλεί μόνιμη διέγερση στα γεννετικά όργανα. Τα άτομα, που εμφανίζουν αυτό το πρόβλημα αναφέρουν την αυτόματη και ακούσια έναρξη διέγερσης των γεννητικών τους οργάνων εν τη απουσία ερωτικών ερεθισμάτων και ερωτικής διάθεσης.

Τι προκαλεί τη κατάσταση αυτή; Ποια είναι η θεραπεία;
Απαντήσεις στο επιστημονικό άρθρο που ακολουθεί.
 
Ο όρος Σύνδρομο των Ανήσυχων Γεννητικών Οργάνων (Restless Genital Syndrome) εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε άρθρο μεγάλου ιατρικού περιοδικού των Η.Π.Α. το Δεκέμβριο του 2014 (JAMA Neurol. 2014 Dec;71(12):1559-61) και χαρακτηρίζεται από μία δυσάρεστη αίσθηση στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης, αλλά και στα γεννητικά όργανα ειδικότερα.

Εντούτοις, η πρώτη περιγραφή του συνδρόμου αυτού εμφανίστηκε το 2001 υπό τον όρο «Σύνδρομο Εμμένουσας Ερωτικής Διέγερσης» (J Sex Marital Ther. 2001 Jul-Sep;27(4):365-80).

Τα άτομα, που εμφανίζουν συμπτώματα του συνδρόμου αυτού αναφέρουν την αυτόματη και ακούσια έναρξη διέγερσης των γεννητικών τους οργάνων εν τη απουσία ερωτικών ερεθισμάτων και ερωτικής διάθεσης. Συγκεκριμένα περιγράφουν αιμωδίες (μουδιάσματα), αίσθημα καύσου (κάψιμο), κνησμό ή ρυθμικό πόνο στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Συχνά είναι δύσκολο για τον πάσχοντα να περιγράψει με ακρίβεια τη συμπτωματολογία του.

Έχει παρατηρηθεί πως υπάρχει επιδείνωση των συμπτωμάτων στην καθιστή θέση ή την κατάκλιση και κατά τις απογευματινές ώρες. Αντίθετα, η ένταση των συμπτωμάτων μετριάζεται κατά τη βάδιση ή την ορθοστασία. Μάλιστα πολλοί πάσχοντες αναφέρουν πως άμα τη εμφανίσει των συμπτωμάτων, καταλαμβάνονται από την ακαταμάχητη διάθεση να σηκωθούν και να περπατήσουν.

Το Σύνδρομο των Ανήσυχων Γεννητικών Οργάνων συχνά συνυπάρχει με ένα νευρολογικής φύσεως σύνδρομο, που ονομάζεται Σύνδρομο των Ανήσυχων Ποδιών. Το Σύνδρομο των Ανήσυχων Ποδιών χαρακτηρίζεται από ακούσιες κινήσεις των ποδιών και από αίσθημα καύσους, άλγος και αιμωδίες κυρίως στην περιοχή της κνήμης, τα οποία επιδεινώνονται κατά τις απογευματινές ώρες και την ανάπαυση και βελτιώνονται κατά τη βάδιση.

Η αιτιολογία του Συνδρόμου των Ανήσυχων Γεννητικών Οργάνων δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί, αλλά φαίνεται πως συνδέεται με κάποια δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος.

 Η αντιμετώπισή του συνδρόμου αυτού περιλαμβάνει τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, η οποία ρυθμίζει τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Επίσης σε επιλεγμένες περιπτώσεις χορηγείται και συμπληρωματική αγωγή σιδήρου.

Το Σύνδρομο των Ανήσυχων Γεννητικών Οργάνων λοιπόν είναι κατά βάση μια παθολογία νευρολογικής φύσεως. Εντούτοις, λόγω της πληγείσας περιοχής του σώματος, δηλαδή των γεννητικών οργάνων, συνήθως η παθούσα απευθύνεται αρχικά στο Γυναικολόγο για ιατρική συμβουλή.

Βυζαντινοκρατία στην Νέα Ελλάδα

«Η απλή παρουσία του ευφυούς ανθρώπου είναι κατά κανόνα, δια τον βλάκα, εις το έπακρον προκλητική.»

«Ο βλάξ, ως πλησιέστερος προς το ζωικόν βασίλειον, έχει την ένστικτον καχυποψίαν ούτω ανεπτυγμένην,
ώστε ν’ αδυνατή να διαγνώση, ή να εννοήση συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς,
βασιζομένους όχι εις το ένστικτον αλλά εις την διάνοιαν.»

Μια σύντομη επισκόπηση των ψυχικών εξαρτήσεων τού νεοβυζαντινισμού

«Mακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» είναι μια από τις γνωστότερες διαπιστώσεις της χριστιανικής θρησκείας. Δίπλα σε άλλες εξ ίσου γνωστές, όπως «μακάριοι οι μή ιδόντες και πιστεύοντες», ή παραινέσεις όπως «πίστευε και μή ερεύνα» κ.ά.  συμβάλλει στη σύνθεση μιας ολοκληρωμένης αντίληψης περί ανθρώπου και στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου ανθρωπότυπου.

Ο ανθρωπότυπος αυτός χαρακτηρίζεται από την δια βίου εμμονή στην επίτευξη τής αποκλειστικά  προσωπικής του ψυχικής «σωτηρίας» (παραμένει αδιευκρίνιστο από τί, αν και έχουν περάσει δεκαεννέα αιώνες  χριστιανικής θεολογίας). Σύμφωνα με τις προηγούμενες ρήσεις, για την «σωτηρία» αυτή δεν απαιτείται καμιάς μορφής προσωπική, ή συλλογική αναζήτηση, αντιθέτως θεωρείται, ότι η τελευταία επενεργεί ανασταλτικά στην όλη προσπάθεια. Υπάρχει λοιπόν στον χριστιανισμό μια θεμελιώδης «αλήθεια» της ιδιωτείας και, άρα, μια επακόλουθη -και διακηρυγμένη- ροπή προς την βλακεία.

Σήμερα υπάρχουν περιοχές του πλανήτη, όπου ο θεοκρατούμενος μεσαιωνικός ανθρωπότυπος έχει υποχωρήσει. Πρόκειται κατά κανόνα για τις χώρες, όπου έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Υπάρχουν όμως και πολλές περιοχές, όπου ο μεσαιωνικός  ανθρωπότυπος μέχρι πρόσφατα είχε εξωτερικά μόνον απομεσαιωνοποιηθεί. Σε αυτές, τα σημεία αναφοράς του μεσαιωνικού ανθρωπότυπου παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα, παρά τον επιφανειακό εκσυγχρονισμό, με τον οποίο οι εν λόγω κοινωνίες έχουν επενδυθεί. Από αυτή την άποψη ο μεσαιωνικός ανθρωπότυπος έχει επιβιώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο στην νεότερη Ελλάδα.

Πώς μια μεσαιωνοποιημένη κοινωνία εγκλωβίζεται σε καθεστώς γενικευμένης βλακοκρατίας

Η μετεπαναστατική νεοελληνική κοινωνία βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με το ίδιο περίπου  δίλημμα, που είχε βρεθεί αμέσως  προ της  τουρκοκρατίας, δηλαδή το 1453, η «βυζαντινή» πρόγονός της: να ακολουθήσει την εξορθολογιζόμενη, αναγεννημένη και δυναμικά ανερχόμενη δυτική Ευρώπη, που επί πλέον αποτελούσε και την -πλησιέστερη- κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού ορθολογισμού, ή να παραμείνει προσκολλημένη σ’ ένα μεσαιωνικό βυζαντινισμό και να αγκιστρωθεί πεισματικά από τον επίσημο ιδεολογικό φορέα του, δηλαδή την Ανατολικορθόδοξη Εκκλησία; Οι όροι του διλήμματος ελάχιστα είχαν αναδιατυπωθεί από την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης.

Οι βυζαντινές εξουσιαστικές ομάδες, που είχαν παραδώσει το «Βυζάντιο» στους οθωμανούς, δηλαδή οι φεουδάρχες (μετέπειτα κοτσαμπασήδες), οι διοικητικοί γραφειοκράτες (μετέπειτα «φαναριώτες») και η Ορθόδοξη Εκκλησία, είχαν αποσπάσει σαν αντάλλαγμα  το να παραμείνουν οι τοποτηρητές του νέου Οθωμανικού καθεστώτος.

Διαρκούσης της επανάστασης και ενώ στα μετόπισθεν οι κοτσαμπασήδες καιροσκοπούσαν και οι φαναριώτες μηχανορραφούσαν, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχείρησε να σύρει για άλλη μια φορά σιδηροδέσμιο το νεοελληνικό έθνος στους οθωμανούς, όπως είχε κάνει το 1453. Προ αυτού του σκοπού μετήλθε κάθε  μέσου, από αφορισμούς επαναστατών, ή της επανάστασης εν γένει, διώξεις διαφωτιστών διανοουμένων κ.α.

Μετεπαναστατικά εξακολούθησε να καλεί τους απελευθερωμένους σε επιστροφή στην οθωμανική αυτοκρατορία, με την υπόσχεση μάλιστα πως θα εξασφάλιζε την… αμνήστευσή τους, ο πατριάρχης Αγαθάγγελος Α΄ ο από Χαλκηδόνος έστειλε τον Φεβρουάριο του 1828 στην Ελλάδα τους μητροπολίτες Νίκαιας, Χαλκηδόνας, Λάρισας και Ιωαννίνων, με σκοπό να συστήσουν στους κατοίκους της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν στον οθωμανικό ζυγό!

Οι μητροπολίτες είχαν μαζί τους και γράμμα του πατριάρχη, που όχι μόνο συμβούλευε την υποταγή, αλλά υποσχόταν, πως ο «πολυχρονεμένος» σουλτάνος θα έδινε αμνηστία σε όσους υποτάσσονταν.

Για το μεσαιωνισμό, πρώτη προτεραιότητα είναι η επιβίωσή του εις βάρος τής κοινωνίας.

Ενώ για μια υγιή κοινωνία η πολιτισμική ανέλιξη ταυτίζεται με τη ζωή και η στασιμότητα με τον θάνατο, για τον μεσαιωνισμό ισχύει το αντίθετο. Οι μεσαιωνικές θεοκρατίες ως κάτοχοι της απόλυτης και αμετακίνητης αλήθειας, ευνοούν την εγκαθίδρυση καθεστώτων μιας εξίσου απόλυτης και αμετακίνητης πολιτισμικής στασιμότητας. Η στασιμότητα έχει ως ζωτική προϋπόθεση τη διαιώνιση της διανοητικής καθυστέρησης και αντιστρόφως.

Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Το 1828 δεν ήταν 1453. Αλλά, αν το ποτάμι δεν γύριζε πίσω, μπορούσε πάντως να εκτραπεί. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, ο βυζαντινός μεσαιωνισμός αντιπάλεψε με τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η πάλη αφορούσε τον δρόμο, που θα έπαιρνε η αναγεννημένη χώρα. Θα επιδίωκε να γίνει μια σύγχρονη δυτική κοινωνία (με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της), ή θα πισωγύριζε σε μια νεοβυζαντινού τύπου κοινωνία με κάποια επιφανειακά χαρακτηριστικά σύγχρονου κράτους;

Η πάλη διεξήχθη σε πολλά πεδία: στις ακαδημαϊκές αναμετρήσεις στο Πανεπιστήμιο, στον τύπο της εποχής, στις δικαστικές αίθουσες με τις διώξεις υποστηρικτών του διαφωτιστικού πνεύματος αλλά, πάνω απ’ όλα στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και στη δεισιδαιμονία του πρόσφατα απελευθερωμένου (ή «απελευθερωμένου») λαού.

Παράλληλα, στη δεκαετία του 1830, έχουμε και τη δημιουργία του παρακράτους, το οποίο στήθηκε με τη συνεργασία εκκλησίας και «ομόθρησκων» τσαρικών πρακτόρων και το οποίο, σαν γάγγραινα, εισέδυσε βαθμιαία στο «επίσημο» κράτος, σε βαθμό που να μην διακρίνονται πλέον το ένα από το άλλο.

Όπως και το 1453, έτσι και γύρω στο 1870, είχε επικρατήσει ξανά το  δεύτερο σενάριο. Η πορεία προς τον εκσυγχρονισμό και την αποβυζαντινοποίηση της κοινωνίας είχε εγκαταλειφθεί. Το «επίσημο» κράτος είχε αλωθεί από το μεσαιωνικό (νεοβυζαντινό) παρακράτος. Παντού, σχεδόν, είχαν προωθηθεί «ημέτεροι», προσκείμενοι στους κοτσαμπασήδες και  στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η πνευματική κίνηση ελεγχόταν άμεσα από την τελευταία. Το οξύμωρο και ανιστόρητο μιας ελληνοχριστιανικής πολιτισμικής και ιστορικής ζεύξης, προβλήθηκε και εδραιώθηκε ως επίσημη εθνική ιδεολογία.

Τα ήθη ξαναμύρισαν έντονα «Βυζάντιο». Όλη η δημόσια ζωή, «επίσημη» και «ανεπίσημη», άρχισε έκτοτε να (ξανα)περιστρέφεται, σε μικρότερο, ή μεγαλύτερο βαθμό, γύρω από την πανταχού παρούσα και  κρατικοδίαιτη Εκκλησία αλλά και από τους κοτσαμπασήδες και πολιτικάντηδες (πρώην «φαναριώτες») που την «σιγοντάρουν», έχοντας εμπιστευθεί τα συμφέροντά τους στον χειραγωγητικό κοινωνικό της ρόλο.

Οι δύο τελευταίες εξουσιαστικές ομάδες μετασχηματίστηκαν ιστορικώς για άλλη μια φορά στο «ελεύθερο» νεοελληνικό κράτος: οι χαμερπείς πρώην φαναριώτες αποτέλεσαν την πρώτη ύλη των -εξίσου χαμερπών- νεοελλήνων πολιτικάντηδων (ανθρώπων με την αξιομνημόνευτη ικανότητα να φλυαρούν επί ώρες, χωρίς ωστόσο να λένε απολύτως τίποτα), ενώ οι πρώην βυζαντινοί φεουδάρχες και κοτσαμπασήδες της Τουρκοκρατίας μετασχηματίστηκαν σε μια ψευδοαστική τάξη εικονικών επιχειρηματιών και κατά φαντασίαν «βιομηχάνων», με πανομοιότυπη  φεουδαρχική νοοτροπία και οικονομική συμπεριφορά (γνωστότερες -αλλά όχι μοναδικές- δραστηριότητες των οποίων αποτελούν η φοροδιαφυγή, το ξέπλυμα χρήματος).

Η ρωμαίικη παθογένεια αντικατοπτρίζεται στον πίνακα του Δ.Α. Μακρή με θέμα τη λιτανεία των κατοίκων για τη γιορτή του αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα (Μουσείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας). Τεμάχιο πτώματος, το οποίο υποστηρίζεται, ότι είναι του αγίου Σπυρίδωνος, μεταφέρθηκε το 1.520 (12 αιώνες μετά!) από την Κωνσταντινούπολη, δόθηκε προίκα σε Κερκυραίο ευγενή κι αυτός το παρέδωσε στην Εκκλησία. Έκτοτε, τέσσερις φορές το χρόνο το θεωρούμενο ως θαυματουργό τεμάχιο του πτώματος το περιφέρουν με όλες τις δέουσες τιμές στους δρόμους της πόλης. Τι να πει κανείς!!!

Η πολιτική ζωή, η σχολική εκπαίδευση, η εθνική οικονομία κ.λπ. έχουν την σφραγίδα του βυζαντινισμού και τής, άλλοτε κρυφής κι άλλοτε φανερής, παρέμβασης των ιδεολογικών, οικονομικών και πολιτικών φορέων του.  Ακόμα και στους ελάχιστους τομείς της ζωής, όπου ενδεχομένως οι φορείς αυτοί δεν έχουν επεκταθεί, τα βυζαντινά ήθη έχουν επικρατήσει εξ αντανακλάσεως.

Ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο  στηρίζει -και στηρίζεται από- μια μεσαιωνική κοσμοαντίληψη, η οποία έχει επιβάλλει παντού τους δικούς της συσχετισμούς δυνάμεων, δεν μπορεί παρά να είναι οπισθοδρομικό, μεσαιωνικό, «βυζαντινό».  Δεν μπορεί να γίνει σύγχρονο, παρά μόνο στον βαθμό και στα σημεία, όπου ένας ενδεχόμενος εκσυγχρονισμός εξυπηρετεί ίσως και τη (νεο)βυζαντινή εξουσία.

Η Βυζαντινοκρατία στον «αυτόματο πιλότο»

Σήμερα έπειτα από ενάμισυ σχεδόν αιώνα κυριαρχίας του, ο βυζαντινισμός έχει κατανοήσει ότι, η παρουσία του και οι επεμβάσεις του δεν χρειάζεται να είναι πλέον προκλητικά ορατές και άμεσες, αφού εδώ και πολλές δεκαετίες έχει εγκαταστήσει επιδέξια στην κρατική μηχανή τον δικό του «αυτόματο πιλότο». Υπ’ αυτή την έννοια η Ελλάδα δίνει την εντύπωση μιας καθ’ όλα δυτικής κοινωνίας. Είναι όμως;

Ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί, παρά να προωθεί τους -πάντοτε εύκολα χειραγωγήσιμους-  φελλούς στα πολιτειακά αξιώματα, να τοποθετεί «ημετέρους» σε θέσεις- κλειδιά του κρατικού μηχανισμού, να προβάλλει εντέχνως παντοειδή (οικονομικά και άλλα) προσκόμματα στην επιστημονική έρευνα, να στραγγαλίζει κάθε δημιουργική δύναμη αυτής της χώρας εν τη αναδύσει  της.

Εκατομμύρια έχουν μεταναστεύσει εδώ και πάνω από εκατό χρόνια σε ανεπτυγμένες σήμερα χώρες. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ανεπιθύμητοι στην πατρίδα τους γιατί, η τελευταία ήταν δήθεν «φτωχή» και δεν μπορούσε να τους προσφέρει ευκαιρίες. Στην πραγματικότητα η οικονομική δυσπραγία της «Ψωροκώσταινας» οφείλεται στην νεοβυζαντινή και βαθύτατα φεουδαρχούμενη οικονομική της συγκρότηση, παρά το εκσυγχρονιστικό επίχρισμα («μόστρα»), με το οποίο η τελευταία περιβάλλεται: «χρηματιστήριο», «επενδύσεις», «μάνατζερς», «εμβριθείς» οικονομικές αναλύσεις,  είναι η σοβαροφανής πρόσοψη μιας εθνικής οικονομικής ζωής, η οποία, κατά φεουδαρχικότατο τρόπο, ελέγχεται από μερικές οικογένειες.

Η σημερινή νεοελληνική κοινωνία είναι, κατά πλήρως βυζαντινό τρόπο, μια two-classes society, στην οποία η μεσαία τάξη είναι από κάθε άποψη εξουδετερωμένη, αφού επιβιώνει υπό συνεχή κοινωνικοοικονομικό διωγμό και διαρκή κίνδυνο σύνθλιψης. Η δε κατώτερη τάξη είναι μεσαιωνικότατα αφημένη στην τύχη της (στην πραγματικότητα, αν οριοθετηθεί με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αποκαρδιωτικά μεγαλύτερη απ΄ όσο την παρουσιάζουν τα παντελώς αναξιόπιστα και «μαγειρεμένα» επίσημα στοιχεία του νεοβυζαντινού κρατιδίου.

Π.χ. σύμφωνα με στοιχεία της «Ναυτεμπορικής», 17/10/2007, στην Ελλάδα ένα τετραμελές νοικοκυριό θεωρείται, ότι βρίσκεται εντός των ορίων της φτώχειας όταν το ετήσιο εισόδημά του δεν υπερβαίνει τα… 8.955 €, έναντι 19.855 € στη Γερμανία και 17.469 € στην Ευρώπη των 15!).

Οι μετανάστες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, διακρίθηκαν ακριβώς επειδή βρέθηκαν σε ένα ευνοϊκό, για την ευφυϊα τους και τις ικανότητές τους, περιβάλλον. Ενώ στην  Ελλάδα παρατηρείται μια απαξίωση π.χ. της μόρφωσης και των μορφωμένων αλλά και των απλώς ικανών. Είναι γνωστό, ότι αν κάποιος επιχειρήσει να πορευθεί σε αυτή τη χώρα βασιζόμενος αποκλειστικά στα διανοητικά του προσόντα, χωρίς κομματικά ή εκκλησιαστικά «διαπιστευτήρια» όπως δηλαδή γίνεται σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο εδώ και, τουλάχιστον, τριακόσια χρόνια, θεωρείται αφελής και «καμμένο χαρτί» πολύ γρήγορα βρίσκεται υποχρεωμένος είτε να ακολουθήσει μια σισύφεια -και συχνά μοναχική- πορεία ζωής, είτε να φύγει στο εξωτερικό.

Υψηλοτάτου επιπέδου και παγκοσμίου φήμης επιστήμονες αναγκάζονται να προσφέρουν τη διάνοιά τους σε άλλες χώρες, γιατί εδώ στην «πατρίδα» τους -ως φύσει και δυνάμει εχθροί της βλακοκρατίας- θεωρούνται άχρηστοι και επικίνδυνοι:

«Η απλή παρουσία του ευφυούς ανθρώπου είναι κατά κανόνα, δια τον βλάκα, εις το έπακρον προκλητική.»

Ο νεοέλληνας παραμένει εσωστρεφής και βυζαντινός: Στη σημερινή Ελλάδα υπάρχει αντιθέτως άφθονος χώρος για τους εχθρούς της ευφυΐας.  Παντός είδους συμπλεγματικοί ανίκανοι,  κουτοπόνηροι και φιλύποπτοι αναπαράγουν -και αναπαράγονται μέσα από- ένα βυζαντινότροπο και πλήρως αποδεκτό κοινωνικά, εθιμικό δίκαιο «κλίκας».
«Ο συνασπισμός των βλακών ενταύθα είναι μηχανική οργάνωσις βάσει της αρχής της “ελαχίστης προσπαθείας” προς αντιμετώπισην ισχυροτέρας δυνάμεως. Η οργάνωσις αύτη περιορισμένης εκτάσεως καλείται κοινωνιολογικώς κλίκα (clique). Η έμφυτος τάσις του βλακός, εξικνούμενη συχνότατα εις αληθήν μανίαν όπως ανήκη εις ισχυράς και όσον το δυνατόν περισσοτέρας πάσης φύσεως οργανώσεις, εξηγείται πρώτον μεν εκ της ευκολίας αγελοποιήσεως, εις ην μονίμως υπόκειται, λόγω ελλείψεως ατομικότητος (εξ ού και το μίσος του κατά του ατόμου και του ατομικισμού). Αποτελεί δε η τάσις αύτη αμάχητον τεκμήριον περί του βαθμού της πνευματικής του αναπηρίας. Τοιουτοτρόπως δημιουργείται αυτόματος συρροή βλακών εις τας πάσης φύσεως οργανώσεις, αίτινες, εάν μεν είναι συμφεροντολογικαί, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων των, εάν όμως είναι «πνευματικαί» περιέρχονται συν τω χρόνω εις πλήρην βλακοκρατίαν .
Επόμενον είναι, κατόπιν τούτων, ότι όπως η λεγεών των βλακών ωθείται ακατανικήτως προς την αγέλην και προς τας πάσης φύσεως οργανώσεις, ούτω υφίσταται ακατανίκητον έλξιν από τας παντός είδους αγελαίας αντιατομικάς και ομαδιστικάς θεωρίας» «Τούτων δεδομένων εξηγείται και η ατελεύτητος και αυστηροτάτη επιλογή βλακών εις τα ομαδικά συστήματα, η οποία, τη βοηθεία μιας πολιτικής βίας, κατοχυρούται και ως πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς (4η Αυγούστου), τόσω μάλλον, όσω η ελευθερία της σκέψεως (χρήσιμος μόνον εις εκείνους, οίτινες διαθέτουν σκέψιν), είναι μονίμως και εξόχως αντιπαθητική εις τους βλάκας, διότι ασκουμένη υπό των άλλων, στρέφεται εναντίον των, ιδία οσάκις ούτοι κατέχουν εξουσιαστικάς θέσεις, ή έχουν συνδέση συμφέροντα με τους κατέχοντες αυτάς».
Κλίκες  οικονομικές, κομματικές, κ.ά. αποτελούν, ως γνωστόν,  την μάστιγα της χώρας.

Μέσα από τις στήλες της σατιρικής εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ασμοδαίος» ο Εμμ. Ροΐδης ασκούσε κριτική στην παθογένεια της «Ψωροκώσταινας» (θεοκρατία, πολιτικά πάθη, οικονομική δυσπραγία κ.τ.λ.). Εξ αιτίας της σφοδρής αντίδρασης του πολιτικοθρησκευτικού κατεστημένου μετά από 78 φύλλα η εφημερίδα υποχρεώθηκε σε αναστολή της έκδοσής της. Ξανάνοιξε μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά οι αντιδράσεις συνεχίσθηκαν, οπότε ο εκδότης της Θέμος Άννινος προτίμησε την οριστική διακοπή της κυκλοφορίας της αντί του συμβιβασμού.

Το πόσο συχνά επισκέπτεται κάποιος το ναό της ενορίας του, ή άλλον, το εάν τηρεί ολόκληρη την προ του Πάσχα  σαρανταήμερη νηστεία, το εάν συμμορφώνεται με την σαφέστατη χριστιανική απαγόρευση περί προγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων, δεν έχει απολύτως καμμία σημασία. Πρόκειται απλώς για την «φονταμενταλιστική» επιφάνεια του ζητήματος. Επί της ουσίας, ο φιλοτομαρισμός της προσωπικής «σωτηρίας» έχει δώσει τη θέση του σε αυτόν της προσωπικής… ησυχίας.

Ο νεοέλληνας θέλει «να τον αφήνουν στην ησυχία του»

«να μην του χαλάνε την ησυχία του».

Μπορεί, μπροστά στα μάτια του, να ετοιμάζονται να αδικήσουν (υπονομεύσουν, παγιδεύσουν, «ρουφιανέψουν» κλπ.) τον διπλανόν του αλλά, αυτός δεν θέλει να  «ανακατευτεί», δεν θέλει να  «μπλέξει», δεν θέλει «να βρει τον μπελά του». Αν όμως αύριο αδικήσουν τον ίδιο, θα καταριέται την «τύχη» του, θα κλαψουρίζει, ότι «κανείς δεν βρέθηκε να τον βοηθήσει» και, ότι τον «πούλησαν αυτοί που του όφειλαν».

Ανασφαλής, υποπτεύεται προκαταβολικά τους πάντες, ακόμα και την σκιά του και γι’ αυτό δεν θα απαντήσει με ειλικρίνεια ούτε καν σε απλές αναγνωριστικές ερωτήσεις.  Γιατί «δεν ξέρει από πού μπορεί να του τη φέρουν», πιστεύει, ότι «από παντού μπορεί να του  ’ρθει» και θεωρεί, ότι «καλό είναι να φυλάγεται κανείς». Αν όμως ανακαλύψει, ότι ούτε οι άλλοι του είπαν όλη την αλήθεια για αυτούς, θα τους αποκαλέσει καχύποπτους και αναξιόπιστους.
«Ο βλάξ, ως πλησιέστερος προς το ζωικόν βασίλειον, έχει την ένστικτον καχυποψίαν ούτω ανεπτυγμένην, ώστε ν’ αδυνατή να διαγνώση, ή να εννοήση συλλογισμούς και λογικούς υπολογισμούς του ευφυούς, βασιζομένους όχι εις το ένστικτον αλλά εις την διάνοιαν. Άοπλος και ανυπεράσπιστος έναντι των ψυχρών υπολογισμών της ξένης διανοίας, ής ο μηχανισμός τυγχάνει εις αυτόν νοητικώς απροσπέλαστος, μιαν μόνην άμυναν διαθέτει, ακριβώς όπως το ζώον και ο πρωτόγονος άνθρωπος: την ένστικτον καχυποψίαν (ούτω εξηγείται και η φυσική και πνευματική κατωτερότης των λαών, οίτινες εμπνέονται βασικώς υπό της καχυποψίας –ήν αυταρέσκως εκλαμβάνουν ως «ευφυίαν»- έναντι των ευρωπαίων [σ.σ. τους υποτιμητικώς αναφερόμενους και ως «κουτόφραγκους»] οίτινες ουδεμίαν ανάγκην έχουν αυτής, ως αντιλαμβανόμενοι νοητικώς τον κόσμον.
Εκ τούτων επίσης φαίνεται σαφώς, ότι η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία είναι ακριβώς το αντίθετον της ευφυίας».
Κρυψίνους, δεν θα πει ποτέ ξεκάθαρα τι θέλει, ή τί προσδοκά, αλλά θα κάνει ένα σωρό πλάγιες ερωτήσεις (θα «ψαρέψει») προκειμένου να πάρει τις πληροφορίες, που θα του φανούν χρήσιμες για τις –συνήθως συμφεροντολογικές- επιδιώξεις του.

Κομπλεξικός, με ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση, αλλά και ύπουλος, θα γλύψει, θα λυγίσει τη μέση του, θα «καρφώσει», θα μηχανορραφήσει κ.λπ. προκειμένου να υποσκελίσει ικανότερούς του και να πάρει μια θεσούλα έστω και ελάχιστης εξουσίας, ώστε να εκτονώνει σε υφισταμένους, ή άσχετους, το απωθημένο «νταηλίκι» του.

Αξιοθρήνητο έρμαιο, δείχνει προς όσους του «τάζουν» -πολιτικούς κ.ά.- μια ευπιστία δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με την καθημερινή κουτοπονηριά, που επιφυλάσσει για τους «κοινούς θνητούς» (είτε για να τους βάλει μια οικονομική τρικλοποδιά -π.χ. να τους γελάσει στο «ζύγι»- είτε για να τους κλέψει μια θέση στάθμευσης).

Κακομαθημένος και αντικοινωνικός, δεν έχει καμία αίσθηση της έννοιας του κοινόχρηστου χώρου και θα ανάψει το τσιγαράκι του ακριβώς κάτω από την πινακίδα με την ευγενικά διατυπωμένη απαγόρευση (προφανώς εκλαμβάνει όχι μόνο την ελευθερία ως ασυδοσία, αλλά και  την ευγένεια  ως ένδειξη αδυναμίας…). Το ίδιο αντικοινωνικός, θα οδηγεί συχνά σαν κοινός δολοφόνος, πληρώνοντας έναν από τους παγκοσμίως μεγαλύτερους «τροχαίους  φόρους» αίματος.

Παντελώς ασήμαντος ως προσωπικότητα, θα ζήσει μια ετοιματζίδικη ζωή, όπως την εννοεί το κοπάδι κι όχι όπως ίσως θα την ήθελε αυτός, αν έψαχνε -λίγο- μόνος  του. Θα φτάσει ακόμα και να δανειστεί, για να τη γεμίσει με έναν σωρό αντικείμενα επίδειξης. Τον απασχολεί «να δείξει στη γειτονιά» και όχι η ουσία και οι πραγματικές ανάγκες  του.

Καυχάται για την ομορφιά, όχι τη δική του αλλά… της χώρας του, ενώ ρυπαίνει τους δρόμους της, τις εξοχές της, τις θάλασσές της κ.λπ.. Γνήσιος ιδιώτης (idiot), θα προσπαθήσει να φτιάξει ένα νεόπλουτο και  εξωφρενικά κακόγουστο («κιτς») σπίτι, αδιαφορώντας για το ότι κατά τα άλλα, ζει σε μια  από τις  πιο βρώμικες και περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες χώρες του πλανήτη.

Ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, θα επιλέξει ως ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του το τρίπτυχο «θρησκεία-πατρίδα-οικογένεια». Σαν θρησκεία εννοεί φυσικά την Ορθοδοξία, την οποία (ακόμα κι αν είναι «προοδευτικός»), θεωρεί πολύτιμο προστατευτέο κομμάτι τής «παράδοσης», τού «έθνους» και τού «λαού». Η αντίληψή  του περί πατρίδας πηγάζει είτε από το γήπεδο, όπου παραληρεί, ή καταποντίζεται «εθνικά» αναλόγως με τις επιδόσεις των εθνικών ομάδων (ή των αθλητικών Α.Ε. που «εκπροσωπούν» τη χώρα στις διάφορες διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις), είτε από το προπαγανδιστικό και γραφικό φολκλόρ, που διδάχθηκε στο σχολικό μάθημα της «ιστορίας».

Και σαν οικογένεια θεωρεί αυτό το ευνουχιστικό φυτώριο μαζικής παραγωγής ανεύθυνων υπάρξεων, που μένουν προσκολλημένες στους γονείς τους, τουλάχιστον, μέχρι να παντρευτούν -αλλά και πολύ μετά. (Ειδικά το ζήτημα με την οικογένεια είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο αρχικά δείχνει, αφού η νεοελληνική οικογένεια λειτουργεί σαν δεκανίκι μιας μεσαιωνικής οικονομίας: στον δυτικό κόσμο το άτομο άμα τη ενηλικιώσει του φεύγει από το πατρικό σπίτι και αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, ενώ στην Ελλάδα το να δοκιμάσει να πετάξει με τα δικά του φτερά ένας εικοσάχρονος ερμηνεύεται ως μια σπάνια ψυχική ανωμαλία, ή ως ότι τον έδιωξε η οικογένειά του από το σπίτι γιατί… δεν τον αγαπούσε.

Αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα, π.χ. ο γερμανός- γερμανίδα ή ο αμερικανός- αμερικανίδα στα είκοσι πέντε τους να είναι ψυχικά και οικονομικά  πανέτοιμοι, ώστε να αναλάβουν όλες τις θεωρούμενες ως ευθύνες της ώριμης ζωής, ενώ ο νεοέλληνας – νεοελληνίδα στην ίδια, ή και σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία είναι βουτυρόπαιδα, που μένουν με την μαμά τους και τον μπαμπά τους και που δουλεύουν -αν δουλεύουν- απλώς για το «χαρτζηλίκι» τους. Φυσικά με τέτοιου είδους ανατροφή δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθούν πολίτες, οι οποίοι θα διεκδικήσουν δυναμικά από τους εργοδότες τους και από την κοινωνία, την αξιοπρέπεια που δικαιούνται).

Νομίζει ότι, είναι κοινωνικός αλλά, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας  κενότατος δημοσιοσχεσίτης, συμφεροντολόγος και κόλακας. Ή ένας «πελάτης» κάποιου σύγχρονου νεοφαναριώτη πολιτικάντη.

Διεφθαρμένος, θα τα βάλει υποκριτικά με τους νεοφαναριώτες πολιτικούς, τους νεοκοτσαμπασήδες «επιχειρηματίες» και την Εκκλησία, που διαπλέκονται, «ξεπλένουν», «τζογάρουν» και «μιζάρουν» το δημόσιο χρήμα αλλά, ενδόμυχα  συγχαίρει τους «μάγκες» και πονάει: πονάει πολύ που δεν είναι αυτός στη θέση τους για να κάνει τα ίδια.

Θα αγανακτήσει για την βυζαντινή αναξιοκρατία και αναποτελεσματικότητα του  δημόσιου τομέα αλλά, θα τις διαιωνίσει χρησιμοποιώντας κάθε «μέσο» και «βύσμα», που διαθέτει για να «βολέψει» σε κάποια  δημοσιοϋπαλληλική καρέκλα το ατάλαντο βλαστάρι του (φράζοντας εκ προθέσεως τον δρόμο σε κάποιον πραγματικά άξιο, που λόγω της επίγνωσης των ικανοτήτων του και της συνακόλουθης αυτοεκτίμησής του, δεν θέλει να φιλήσει «κατουρημένες ποδιές» για να επιβιώσει).

Υποκριτής, θα διαρρήξει τα ιμάτιά του σχετικά με τους διαδηλωτές, που «βεβηλώνουν» το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, αλλά θα κάνει βουβή «γαργάρα» το ότι τα οστά από τους τάφους των Σαλαμινομάχων ξεθάβονται και πετιούνται στα σκυλιά, για να οικοπεδοποιηθεί η αρχαιολογική περιοχή (και, ίσως, για να πάρει κι αυτός κανένα παραθαλάσσιο «φιλετάκι»). Θα καταπατήσει χαρακτηρισμένες δασικές περιοχές, ή θα φράξει την πρόσβαση στον αιγιαλό για να χτίσει και παράλληλα θα προκαλεί θρασύτατα διαμαρτυρόμενος, ότι τον «παρεξήγησαν» κι ότι απέκτησε νόμιμα τους συγκεκριμένους χώρους. Εξ ίσου υποκριτής θα εξανίσταται κατά των «κουκουλοφόρων» διαδηλωτών, ενώ θα προσποιηθεί πως δεν βλέπει το κουκουλοφόρο κράτος του, το οποίο κουκουλώνει (παραγράφει κλπ) τα σκάνδαλα των αξιωματούχων του, όπως η γάτα τα κόπρανά της.

Ξανά υποκριτής, θα «καταδικάσει» την βία, δήθεν «από όπου κι αν προέρχεται», αλλά θα μεροληπτεί κατά της αμυντικής βίας των νέων, προσπερνώντας αδιάφορα την γενεσιουργό εξουσιαστική βία (βλ. τις πανελλαδικές μαθητικές ταραχές του Δεκεμβρίου 2008).

Για πολλοστή φορά υποκριτής, θα συναινέσει στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η ταλαιπωρημένη έννοια) αλλά θα προσπεράσει σφυρίζοντας αδιάφορα την βουλευτική ασυλία των διεφθαρμένων πολιτικάντηδών του (στην πραγματικότητα εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου).

Μηδενικό τού Σήμερα, κομπορρημονεί για το θεωρούμενο ως προγονικό παρελθόν του, ασχέτως αν συχνότατα δεν έχει περάσει ούτε απ’ έξω από έναν αρχαιολογικό χώρο.

Ανεύθυνος, αν στριμωχτεί λίγο, σχετικά με την πολιτισμική υπανάπτυξη της χώρας του, θα επικαλεστεί τους τέσσερεις αιώνες της Τουρκοκρατίας («ξεχνώντας» τους τελευταίους δύο αιώνες ελευθερίας), τους εβραίους, τον αμερικανικό «δάκτυλο», κι αν στριμωχτεί λίγο ακόμα, μπορεί να ξεσπάσει λάβρος επάνω σε όλους τους «καταραμένους δυτικούς», που «πάντα ήθελαν το κακό της Ελλάδας» και πάντα τής έστηναν δήθεν παγίδες (κλασσικό δυτικόφοβο βυζαντινορθόδοξο επιχείρημα και σύμπτωμα της πάθησης που ονομάζεται «μανία καταδίωξης»). Οι ίδιοι δεν φταίνε ποτέ σε τίποτα για την κατάστασή τους. Πάντα φταίνε οι άλλοι. Την ανευθυνότητα αυτή την έχει αναγάγει όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ατομικό άλλοθι. Γι’ αυτό, «έτσι που μάς καταντήσανε» και  αφού π.χ. «όλοι γλείφουν», «κορόϊδο είναι αυτός;» για να μήν κάνει το ίδιο; Στο κάτω-κάτω, «ωχ, αδερφέ!» και «δεν βαριέσαι καημένε…»,  «εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;».

Σε κάποιον, που θαύμαζε τα αναθήματα στη Σαμοθράκη, είπε ο Διογένης: «Πολλώ αν είη πλείω ει και οι μη σωθέντες ανετίθεσαν», δηλαδή θα ήταν πολύ περισσότερα, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί είχαν κάνει αφιερώσεις. (Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VI 59.). Η νοοτροπία και η συμπεριφορά της άβουλης και απρόσωπης μάζας παραμένουν διαχρονικά ίδιες κι απαράλλακτες.

Οι παραπάνω ιδιότητες δεν είναι απαραίτητο να συγκεντρώνονται όλες ταυτόχρονα σε κάθε μεμονωμένο κάτοικο αυτής της χώρας. Καθένας μπορεί να συγκεντρώνει μόνο κάποιες εξ αυτών. Αλλά ακόμα κι έτσι, το κοινωνικό σύνολο παρουσιάζει μια αρκετά σαφή βυζαντινότροπη εικόνα και, φυσικά, αναπαράγει δια της «αλληλοσυμπλήρωσης» των μελών του την ανάλογη κουλτούρα και τα ανάλογα ήθη.

Υπάρχει ωστόσο μία, τουλάχιστον, κατηγορία του πληθυσμού, που έχει κατορθώσει να συγκεντρώνει και να συνδυάζει επωφελώς σχεδόν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά: πρόκειται για τους αποκαλούμενους «δημόσιους» άνδρες και γυναίκες. Αλλά, βέβαια, εδώ έχουμε μια επιβεβαίωση της ρήσης «οι λαοί έχουν τους ηγέτες, που τους ταιριάζουν». Η εις βάρος της κοινωνίας παρασιτική σταδιοδρόμηση των νεοελλήνων πολιτικάντηδων έχει σκιαγραφηθεί αριστοτεχνικά από ανθρώπους κατά πολύ ευφραδέστερους τού γράφοντος:
«Αι θέσεις τας οποίας λαμβάνουν [σ.σ. οι βλάκες] είναι τοιαύται, ώστε η ανεπάρκειά των ή να είναι πλεονεκτική ή να είναι ανεκτή, ουδέποτε όμως θέσεις απαιτούσαι πραγματικά προσόντα. Ούτω λ.χ. πολλοί εξ αυτών κατέλαβον διαδοχικώς πλείστα αξιώματα της κοινωνίας και της πολιτείας, από του Προέδρου της Δημοκρατίας, μέχρι του «Προέδρου του Συλλόγου Προστασίας Εγγύων Μυών», του «Γενικού Γραμματέως της Γενικής Συνομοσπονδίας Πωλητών Ποντικοπαγίδων» κ.ο.κ. αξιώματα βεβαίως τα οποία ουδέποτε θα επιδιώξει σοβαρώς απασχολούμενος άνθρωπος»
Η σημερινή Ελλάδα διοικείται από άτομα του κοινωνικού περιθωρίου, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχουν εργαστεί ποτέ. Οι άχρηστοι και οι τεμπέληδες έχουν άποψη και αποφασίζουν για την τύχη, όχι μόνο των ομοίων τους, αλλά και των ικανών και δημιουργικών. Η βλακοκρατία όχι μόνο ζει, αλλά και βασιλεύει.
Ένα ηθικό δίδαγμα: «Η ηθική τέλος σχέσις μεταξύ βλακός και επιτηδείου ή απατεώνος είναι απροσδοκήτως διάφορος της ήν εκλαμβάνει συνήθως η «κοινή γνώμη». Ο συνήθης κοινωνικός άνθρωπος θεωρεί τον επιτήδειον και τον απατεώνα ως ανηθίκους μεν, αλλ’ ως υποδιαιρέσεις του ευφυούς. Όλως το αντίθετον όμως συμβαίνει: ο επιτήδειος και ο απατεών είναι ακριβώς υποδιαιρέσεις του βλακός […]. Από της διαπιστώσεως της αληθείας ταύτης μέχρι της ακολούθου αληθείας υπάρχει εν και μόνον βήμα: ότι μόνο ο πνευματικός ανάπηρος έχει ανάγκην της επιτηδειότητος και της απάτης δια να προωθηθεί ή να επικρατήσει.
Ουδείς άνθρωπος αξίας έχει ανάγκην να γίνει επιτήδειος ή απατεών.[…] Απόλυτος εσωτερική συνέπεια της πνευματικής αναπηρίας του βλακός είναι άλλως τε όχι μόνον η αγελαία του τάσις, όχι μόνον η προώθησίς του «πλάτην με πλάτην» με την λεγεώνα των ομοίων του, όχι μόνον η προσφυγή εις τα ευτελέστερα μέσα της επιτηδειότητος, την έλλειψιν [έκφρασης] αντιθέτου γνώμης, την προσφοράν ευκόλων και ανηθίκων εκδουλεύσεων και την κολακείαν, αλλά και η συστηματική αποφυγή πάσης συγκρούσεως και πάσης μάχης.
Και όταν ακόμη ο βλαξ , υπό την μορφήν του επιτηδείου ή του απατεώνος, εξαναγκαστεί να δώσει μάχην, θα δώση αυτήν δια των πνευματικώς ευκολοτέρων και συνεπώς ανηθικοτέρων «όπλων»: του ψεύδους , της διαστροφής, της ραδιουργίας και της συκοφαντίας. Εξ’ ού έπεται το ακλόνητον δόγμα: και η ανηθικότης είναι αποκλειστικό προϊόν των βλακών.»
Ο βυζαντινισμός βολεύεται με τον ρωμηοέλληνα, ή το αντίστροφο; Υπάρχει άραγε θεραπεία, ώστε αυτός ο ρωμιολαός να κατανοήσει, ότι είναι προς το συμφέρον του να  απεκδυθεί τα ράκη του βυζαντινού ανθρωπότυπου και να αναλάβει τις ευθύνες του; Ή μήπως δεν πρόκειται για απλά βυζαντινά ράκη με τα οποία έχει ενδυθεί αλλά, για κάτι πιο πολύπλοκο και βαθύτερο;

Οι διαφωτιστές επηρεασμένοι από το δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα αισιοδοξούσαν, ότι ο μεσαιωνισμός / βυζαντινισμός και η νοοτροπία του  θα καταρρεύσουν σχεδόν νομοτελειακά λόγω της διάδοσης της παιδείας. Θεωρούσαν, ότι ο νεοέλληνας θα μεταμορφωθεί ως δια μαγείας από βυζαντινό υπάνθρωπο σε σύγχρονο πολιτισμένο άνθρωπο, μόνο και μόνο εάν,  μέσω της παιδείας, τού καταδεικνύονταν οι ιστορικές αιτίες της κακοδαιμονίας του. Όπως, όμως ελπίζουμε ότι δείξαμε πιο πριν, ο νεοέλληνας ξέρει πολύ καλά να κρύβεται πίσω από το δαχτυλάκι του.

Ακόμα κι αν «στριμώξει» κάποιος έναν νεοέλληνα  αποδεικνύοντάς του τις αιτίες της σύγχρονης νεοελληνικής κακομοιριάς, ο τελευταίος θα αντιδράσει περίπου ως εξής: θα παραδεχτεί ότι, οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μεγαλύτερη «μαύρη» Α.Ε. της χώρας (όπως και στο Βυζάντιο και επί τουρκοκρατίας ήταν ο μεγαλύτερος φεουδάρχης), οι οικονομικά ισχυροί της χώρας είναι μερικές οικογένειες  νεοφεουδαρχών μαφιόζων, αλλά θα προτάξει ωμά και απροκάλυπτα, ότι ο ίδιος έχει βολευτεί με αυτή την κατάσταση.

Μάλιστα, βυζαντινότροπα συνηθισμένος  στις προσβολές και στην ψυχοδιανοητική του υποβάθμιση, πιθανότατα θα καμαρώσει αν τον αποκαλέσουν χαμερπή, γλύφτη και τιποτένιο, αφού θεωρεί «μαγκιά» την ανυπαρξία αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού (μάλιστα μια από τις πιο θρασείς εκφράσεις του είναι αυτή που απευθύνει συχνότατα στους ανθρώπους με αυτοεκτίμηση: «μείνετε να φάτε την αξιοπρέπειά σας»).
Για τους δυτικοευρωπαίους ήρκεσε η παιδεία και η γνώση της επιστημονικής, ιστορικής κλπ. αλήθειας για να βγούν από τον μεσαίωνα. Για τον ρωμηό όμως, φαίνεται, ότι παιδεία από μόνη της δεν αρκεί: πρόκειται απλώς για αφέλεια να νομίζουμε, ότι με την παιδεία και τις αλήθειες της θα νικηθεί ως δια μαγείας η ρωμηοβυζαντινή χαμέρπεια, όπως νικήθηκε αλλού ο μεσαίωνας.
Αυτό που χρειάζεται στο ρωμιό είναι πιθανότατα κάποιου είδους (οδυνηρή;) ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση: ένα αμείλικτο ξεσκέπασμα της υποκρισίας του, σε σημείο, ώστε να μην έχει πια πού να κρυφτεί. Μία διαρκής και ανυποχώρητη υπενθύμιση (κάθε φορά που καταριέται την «τύχη» του),  ότι έχει αυτό που τού αξίζει –υπενθύμιση, η οποία να τον φέρνει διαρκώς αντιμέτωπο με την νοοτροπία του, τις συνέπειες των πράξεών του και με τις ευθύνες του. ΄Ενα ψυχολογικά ασφυκτικό καθρέφτισμα  του εαυτού του, έτσι ώστε να τρέξει να απαλλαγεί απεγνωσμένα από αυτόν. Και να αναζητήσει ίσως έναν άλλον, λιγότερο υποκριτή και περισσότερο υπεύθυνο και ελεύθερο. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεφεύγει του παρόντος.

Η Ανάγκη της Αυτογνωσίας: ταξίδι Αυτοβελτίωσης και Αυτοανακάλυψης του ανθρώπου

Τα τελευταία χρόνια όλοι ψάχνουμε την Αυτογνωσία. Τι είναι αλήθεια η Αυτογνωσία;
Όλοι τη θέλουμε, την ψάχνουμε, την αναζητούμε. Σαν έννοια όμως, πολλές φορές είναι ασαφής και θεωρητική.
Αυτογνωσία είναι η πορεία Αυτοανακάλυψης πλευρών της προσωπικότητας του ατόμου, των συναισθημάτων, της συμπεριφοράς, του εσωτερικού κόσμου αλλά και της εξωτερικής έκφρασης αυτού.
Είναι μια διαδικασία που μπορεί να «βιώσει» & να «κατακτήσει» κάποιος από μόνος του με εσωτερική διεργασία, αλλά, ίσως πιο άμεσα & λειτουργικά, με τη βοήθεια ενός συμβούλου ψυχολόγου-συνοδοιπόρου. Μια διαδικασία πολύ σημαντική για να γνωρίσει κάθε άνθρωπος τον εσωτερικό του εαυτό, αλλά και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Τι χρειάζεται το ταξίδι Αυτογνωσίας, της Γνωριμίας με τον Εαυτό;
  • Βούληση ( Θέληση)
  • Διάθεση και Τόλμη να στρέψουμε την προσοχή προς τα μέσα
  • Δέσμευση- Προσήλωση στο στόχο (Commitment)
  • Αυτοπαρατήρηση
  • Έκφραση & Ανάλυση Συναισθημάτων
  • Ανάπτυξη διαφόρων πλευρών: α) του εαυτού μας, β) των σχέσεών μας
  • Αυτοκριτική με σκοπό την Αυτοβελτίωση, όχι τη «στείρα» κριτική
  • Διάθεση απόκτησης «Συνειδητότητας», δηλαδή την ικανότητα διόρθωσης/ αλλαγής και υιοθέτηση μιας πιο άνετης πρόσβασης στις σκέψεις, επιλογές & συναισθήματά μας, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα:
α) Τι αισθανόμαστε β) Γιατί το αισθανόμαστε γ) Γιατί δρούμε με κάποιο τρόπο και όχι με κάποιο άλλο δ) Γιατί συμπαθούμε κάποιον και όχι άλλον ε) Γιατί αντιπαθούμε κάποιον και όχι κάποιον άλλο στ) Γιατί επιλέγουμε κάτι και όχι κάτι άλλο ζ) Γιατί βιώνουμε χαρά σε μια εμπειρία ή δυσφορία σε άλλη.Έτσι λοιπόν με τη βοήθεια ενός συμβούλου- θεραπευτή- συνοδοιπόρου μαθαίνουμε/ τολμάμε:
  • Να παρατηρούμε
  • Να αναλύουμε
  • Να ακούμε και
  • Να ικανοποιούμε τις επιθυμίες, ανάγκες του Βαθύτερου, ίσως «κρυμμένου» Εαυτού.
Ουσιαστικά, γνωρίζουμε καλύτερα τον Eσωτερικό μας Εαυτό, άρα ανακαλύπτουμε γιατί επιλέγουμε κάτι ή κάποιον, ή όχι, και γιατί ακολουθούμε κάτι ή κάποιον, ή όχι. Τι μας ωθεί στις μέχρι τώρα επιλογές μας.
Έτσι ρίχνουμε ΦΩΣ σε σκοτεινά κομμάτια της ζωής και προσωπικότητάς μας. Κατανοούμε γιατί έχουμε επιλέξει κάποιους δρόμους και αποφασίζουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε ή να κάνουμε μια καινούρια επιλογή. Με την βαθύτερη επιδίωξη κάποια στιγμή να οδηγηθούμε στην γνωριμία του Ανώτερου Εαυτού μας , ( Θεωρία Πυραμίδας Εξελικτικών Αναγκών του Ανθρώπου σύμφωνα με Abraham MASLOW ), Θεωρία Εξελικτικής Ψυχολογίας, » Evolving Self » Robert Kegan , Harvard University Press)
Άρα με το ταξίδι Αυτογνωσίας και Αυτοανακάλυψης δίνουμε μια καινούρια ευκαιρία στον εαυτό μας για:
  1. Καινούρια ζωή
  2. Καινούριο Φως
  3. Ανακάλυψη και αποδοχή του Αληθινού εαυτού μας
  4. Ανακάλυψη και σχεδιασμό πραγματικών/ ουσιαστικών επιδιώξεων/ επιθυμιών
  5. Επίτευξη σημαντικών προσωπικών & διαπροσωπικών στόχων
  6. Ισορροπία , Ολοκλήρωση & Ευτυχία.

Απόδειξη Dna! Ο… Αδάμ υπήρξε και γεννήθηκε το έτος 139.000 π.X.

Ο αρχαιότερος κοινός γενετικός πρόγονος των σύγχρονων ανδρών, ο λεγόμενος και «γενετικός Αδάμ», έζησε πριν από 174.000 έως 321.000 χρόνια, με πιθανότερη ημερομηνία τα 239.000 χρόνια, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις, που βασίζονται σε μια μεγάλη γενετική ανάλυση.
Η γενετική ανάλυση δείχνει ότι ο γενετικός (ή χρωμοσωμικός-Υ) Αδάμ ζούσε περίπου την ίδια εποχή με τη γενετική (ή μιτοχονδριακή) Εύα, την τελευταία γυναίκα από την οποία προέρχεται το μιτοχονδριακό DNA όλων των σημερινών γυναικών και η οποία εκτιμάται ότι έζησε πριν από περίπου 200.000 χρόνια.
Οι προηγούμενες εκτιμήσεις για τον γενετικό Αδάμ τον τοποθετούσαν έως προ 500.000 ετών, μια χρονολόγηση που δημιουργούσε μεγάλη απόκλιση με τη γενετική Εύα.
Αυτή η έρευνα κάλυψε δειγματοληπτικά τον πληθυσμό της Ισλανδίας. Πρόκειται για την μεγαλύτερη γενετική μελέτη που έχει γίνει ποτέ σε έναν πληθυσμό και βοηθά στο να εξαχθούν γενικότερα συμπεράσματα για την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Μεταξύ άλλων, εξάγεται το συμπέρασμα ότι όχι μόνο η ανθρώπινη εξέλιξη συνεχίζεται στις ημέρες μας, αλλά είναι ταχύτερη από ό,τι θεωρείτο.
Αυτό προκύπτει από το ότι η νέα χρονολόγηση του γενετικού Αδάμ τον φέρνει περίπου 100.000 χρόνια πιο κοντά στην εποχή μας. Συνεπώς, με δεδομένο ότι έχει μεσολαβήσει η σημερινή γενετική ποικιλομορφία της ανθρωπότητας, αυτό σημαίνει πως καθ” όλο αυτό το χρονικό διάστημα η εξέλιξη των ανθρώπων γίνεται με ταχύτερο ρυθμό από τον έως τώρα εκτιμώμενο.
Η έρευνα, που παρουσιάστηκε χωρισμένη σε αρκετές επιμέρους μελέτες στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», διεξήχθη από τη διεθνώς γνωστή ιδιωτική ισλανδική εταιρεία γενετικής deCODE, σύμφωνα με το «Science», τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη βρετανική «Γκάρντιαν».
Διευκρινίζεται -προς αποφυγή παρανόησης- ότι οι γενετικοί Αδάμ και Εύα δεν έχουν σχέση με τους (υποτιθέμενους) ομώνυμους βιβλικούς πρώτους ανθρώπους
καθώς δεν ήσαν οι μοναδικοί πρόγονοί μας που ζούσαν τότε, πριν από 200.000 έως 250.000 χρόνια. Ήσαν, όμως, οι τελευταίοι γενετικά κοινοί πρόγονοί μας, αν και θεωρείται απίθανο ότι συναντήθηκαν ποτέ οι δυο τους, συνεπώς ούτε διασταυρώθηκαν.
Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι αρκετοί σημερινοί άνθρωποι (γύρω στο 8% του πληθυσμού) είναι υγιείς, παρόλο που έχουν τουλάχιστον ένα γονίδιο που δεν «δουλεύει» καθόλου. Εκτιμάται ότι έχει χαθεί η λειτουργικότητα άνω των 1.100 γονιδίων από τα περίπου 21.000 που συνολικά διαθέτουν οι άνθρωποι. Αυτά τα γονίδια που η εξέλιξη έχει βγάλει «νοκ άουτ», τελικά φαίνεται πως δεν είναι ζωτικά για τον άνθρωπο.
Ακόμα, η έρευνα έφερε στο φως νέους άγνωστους έως τώρα γενετικούς παράγοντες κινδύνους για διάφορες ασθένειες, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.