τον κόσμο και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από το ζοφερό σύμπαν
της δεισιδαιμονίας στη λογοκρατούμενη κοινωνία των πολιτών.
Οι θεμελιωτές της δυτικής επιστήμης
«Πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή»
Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλιά του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βάση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολεμικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοινωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντανακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοητικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτόμενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδοσιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας.
Υπήρχαν βεβαίως πανελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιερατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να αναφέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώσεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργούσε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτελούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυτού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογικές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνικού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα.
Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντικατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμικής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών; νέων διανοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοι νωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελλήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποιήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελικτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινωνικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών…στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχολών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέλη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλοσοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν διαπιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτωνα. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θουκυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθηναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»).
Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παράδοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μιλήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επιτρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευθείας σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και μαθητή, όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.
Yπό το βλέμμα των σαμάνων
Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvoμηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων , στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυσιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημίθεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις πόυ – όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανότητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τάξης – είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου της οπoίας καθίστανται ερμηνευτές και «προφήτες» απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου.
Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.
Το περιβάλλον της Μιλήτου
Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.
Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα – αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει – να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.
Το στοχαστικό ύφος
Κατά τον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία.
Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία» των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες.
Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας.
Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν, από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratiker: από αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό.
Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα – από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ – θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 200ύ αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ.
Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».
Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλιά του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βάση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολεμικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοινωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντανακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοητικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτόμενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδοσιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας.
Υπήρχαν βεβαίως πανελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιερατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να αναφέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώσεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργούσε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτελούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυτού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογικές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνικού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα.
Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντικατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμικής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών; νέων διανοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοι νωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελλήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποιήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελικτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινωνικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών…στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχολών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέλη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλοσοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν διαπιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτωνα. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θουκυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθηναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»).
Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παράδοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μιλήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και οργανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επιτρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευθείας σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και μαθητή, όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.
Yπό το βλέμμα των σαμάνων
Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvoμηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων , στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυσιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημίθεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις πόυ – όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανότητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τάξης – είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου της οπoίας καθίστανται ερμηνευτές και «προφήτες» απέναντι στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου.
Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.
Το περιβάλλον της Μιλήτου
Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.
Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα – αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει – να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.
Το στοχαστικό ύφος
Κατά τον 6ο και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία.
Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία» των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες.
Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας.
Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν, από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον W. Kranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratiker: από αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό.
Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα – από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ – θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 200ύ αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ.
Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».