4. Τα ρήματα σε -ζειν
Γενικά
§ 232. Εκτός από τα -ᾶν, -εῖν, -οῦν κανένας άλλος ρηματικός τύπος δεν καθορίζει το ρηματικό απόθεμα της ελληνικής όσο τα μετονοματικά -ίζειν [1] και -άζειν. Ακόμη και αν υπολογίσουμε, όσο αρμόζει, την υπεραφθονία όλων των παραδεδομένων ελληνικών λέξεων, τα περίπου 2000 ρήματα σε -ίζειν και περίπου 1000 σε -άζειν συγκροτούν ένα εντυπωσιακό τμήμα. Δίπλα σε αυτά οι άλλες κατηγορίες σε -ζειν εξαφανίζονται. Μόνο το -ύζειν ξεχωρίζει σε κάποιο βαθμό.
§ 233. Με βάση τη δημιουργία του -ζ- από το -d i ̯[2] ή το -g i ̯ τα ρήματα σε -ζειν χωρίζονται σε οδοντικά και υπερωικά: σφάζειν (αργότερα σφάττειν λόγω του ἔσφαξα κατά το φυλάττειν - ἐφύλαξα) - σφάξω - ἔσφαξα κτλ. από τα σφαγ-ή σφάγ-ιον κτλ., αλλά φράζειν - ἔφρασα από το ἀρι-φραδ-ής 'ολοφάνερος' κτλ. Όπως είναι φυσικό, οι δύο ομάδες αλληλοεπηρεάστηκαν πολλαπλά, και τα όριά τους είναι πολύ διαφορετικά ανάλογα με τη διάλεκτο, το λογοτεχνικό είδος και την εποχή. Περισσότερες λεπτομέρειες εντάσσονται στο κεφάλαιο των τύπων των συζυγιών· για την ιστορία του επιθήματος στην ελληνική η διαφορά είναι σχεδόν ασήμαντη. Στα -άζειν και -ίζειν στην ιων.-αττ. και ελληνιστική γλώσσα κυριαρχεί σχεδόν απόλυτα ο οδοντικός χαρακτήρας.
---------------------------
[1] Από αυτό με δανεισμό το λατινικό - iss ᾱ re (atticissare) ή - iz ᾱ re (baptizare και με λατινική βάση praeconizare) και από εκεί το αγαπητό μας (γερμ.) - isieren .
[2] Υπόμνηση: Αρχικά, το γράμμα ζ δήλωνε το σύμπλεγμα [zd] (dz])
Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023
Να λες στον άνθρωπό σου: Με βοηθάς να μαθαίνω
«Να λες στον άνθρωπό σου:
«Σ’ ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει για μένα. Που υπάρχεις, που με βασανίζεις. Με βοηθάς να μαθαίνω να σε συγχωρώ»
Η αγάπη είναι το επιστέγασμα και η βάση. Αυτή σκεπάζει όλες τις αρετές. Είναι η ασφάλεια και η σιγουριά ότι πας καλά. Διότι, αν όλα αυτά τα κάνεις χωρίς αγάπη, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει νόημα. Διότι όλα αυτά τα βρίσκεις κι αλλού: σε αρχαίους φιλοσόφους, ρήτορες, ιδρυτές διάφορων φιλοσοφικών συστημάτων. Είχαν τιθασεύσει, ίσως, το «εγώ» τους, δεν έπιναν πολύ, δεν έτρωγαν, δεν κοιμούνταν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είχαν κι αγάπη.
Αγάπη να ‘χεις. Αγάπη να βγάζεις. Αγάπη ν’ αφήσεις. Κι όσοι θα έρχονται έπειτα από χρόνια κοντά στον τάφο σου και θα σε θυμούνται και θα σε φέρνουν στη σκέψη και στο μυαλό τους, θα λένε: «Α, αυτός ο άνθρωπος είχε αγάπη. Είχε καλοσύνη. Σε κανέναν δεν είπε κάτι κακό ούτε κράτησε σε κάποιον κακία. Λόγο για κάποιον δεν είπε. Δεν τον θυμάμαι να κατηγόρησε, να κατέκρινε. Ποτέ. Τα χέρια του, συνέχεια ελεημοσύνες. Το στόμα του έσταζε μέλι. Τα μάτια του, πάντα γεμάτα δάκρυα απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Τα πόδια του πήγαιναν συνέχεια εδώ κι εκεί, σε αρρώστους και βασανισμένους».
Αυτό μ’ αρέσει πολύ. Είναι κάτι που ζηλεύω. Είναι το ανώτερο χάρισμα. Το ανώτερο. Σήμερα μιλήσαμε για τα ανώτερα. Καλή δύναμη σου εύχομαι. Κάνε ένα βήμα ν’ αγαπήσεις, να χαρείς, να νιώσεις τον πλούτο αυτής της ομορφιάς μες στην ψυχή σου. Και μην πληγώνεσαι αν δεν σ’ αγαπούν. Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι αν δεν σε αγαπούν.
Μην ασχολείσαι με το πώς σου φέρονται οι άλλοι, διότι θα αρρωστήσεις. Μάθε εσύ ν’ αγαπάς. Ανεξαρτήτως του τι κάνουν οι άλλοι. Μάθε εσύ να δίνεις. Σαν τον ήλιο να λάμπεις. Άσε τους άλλους. Αν δεν σ’ αγαπούν, δεν πειράζει. Γιατί ούτε κι εσύ αγαπάς πάντα. Αν μάθεις την τέλεια αγάπη, τότε θ’ αγαπάς. Ώσπου να μάθεις, κάνεις λάθη. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Μην περιμένεις πολλά απ’ τους ανθρώπους.
Μην απαιτείς και λες: «Εγώ σ’ αγάπησα. Τώρα θέλω κι εσύ να μ’ αγαπάς». Μην κινείσαι έτσι. Εσύ θα τρέφεσαι απ’ αυτή την πηγή, που θα βγαίνει από μέσα σου. Κι αν οι άλλοι σου ανταποδώσουν την αγάπη, θα ‘ναι ωραία. Αν δεν σου την ανταποδώσουν, δεν πειράζει. Μην γκρινιάζεις, γιατί μετά χάνεις αυτό το καλό που κάνεις και είναι μισό. Εσύ θ’ αγαπάς.
Αγάπη, αγάπη, αγάπη. Ωραία λέξη. Καλή δύναμη.
Και γράψε αυτή τη λέξη στην καρδιά σου. Λέγε τη και με το στόμα σου. Και πες τη και σήμερα σε κάποιον. Πες τη στο παιδί σου, στη γυναίκα σου, στον άντρα σου, πες τη στα αδέλφια σου. Σε παρακαλώ, σήμερα βρες κάποιον και πες του τη λέξη «σ’ αγαπώ». Σ’ εμένα μην την πεις πάλι. Διότι εγώ το ξέρω. Μου την έχεις ξαναπεί τόσες φορές. Πες την όμως και σε κάποιους που δεν την έχεις πει, γιατί δυσκολεύεσαι. Εκεί θέλω να το πεις. Κι αν σε κοροϊδέψουν και λίγο, δεν πειράζει.
Να λες στον άνθρωπό σου: «Σ’ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έχεις κάνει για μένα. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις. Που με βοηθάς. Που με στηρίζεις. Που με βασανίζεις. Και με βοηθάς και με τον τρόπο αυτό να μαθαίνω. Και με βοηθάς να σε υπομένω, να σε συγχωρώ»
«Σ’ ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει για μένα. Που υπάρχεις, που με βασανίζεις. Με βοηθάς να μαθαίνω να σε συγχωρώ»
Η αγάπη είναι το επιστέγασμα και η βάση. Αυτή σκεπάζει όλες τις αρετές. Είναι η ασφάλεια και η σιγουριά ότι πας καλά. Διότι, αν όλα αυτά τα κάνεις χωρίς αγάπη, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει νόημα. Διότι όλα αυτά τα βρίσκεις κι αλλού: σε αρχαίους φιλοσόφους, ρήτορες, ιδρυτές διάφορων φιλοσοφικών συστημάτων. Είχαν τιθασεύσει, ίσως, το «εγώ» τους, δεν έπιναν πολύ, δεν έτρωγαν, δεν κοιμούνταν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είχαν κι αγάπη.
Αγάπη να ‘χεις. Αγάπη να βγάζεις. Αγάπη ν’ αφήσεις. Κι όσοι θα έρχονται έπειτα από χρόνια κοντά στον τάφο σου και θα σε θυμούνται και θα σε φέρνουν στη σκέψη και στο μυαλό τους, θα λένε: «Α, αυτός ο άνθρωπος είχε αγάπη. Είχε καλοσύνη. Σε κανέναν δεν είπε κάτι κακό ούτε κράτησε σε κάποιον κακία. Λόγο για κάποιον δεν είπε. Δεν τον θυμάμαι να κατηγόρησε, να κατέκρινε. Ποτέ. Τα χέρια του, συνέχεια ελεημοσύνες. Το στόμα του έσταζε μέλι. Τα μάτια του, πάντα γεμάτα δάκρυα απ’ τον πόνο των ανθρώπων. Τα πόδια του πήγαιναν συνέχεια εδώ κι εκεί, σε αρρώστους και βασανισμένους».
Αυτό μ’ αρέσει πολύ. Είναι κάτι που ζηλεύω. Είναι το ανώτερο χάρισμα. Το ανώτερο. Σήμερα μιλήσαμε για τα ανώτερα. Καλή δύναμη σου εύχομαι. Κάνε ένα βήμα ν’ αγαπήσεις, να χαρείς, να νιώσεις τον πλούτο αυτής της ομορφιάς μες στην ψυχή σου. Και μην πληγώνεσαι αν δεν σ’ αγαπούν. Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι αν δεν σε αγαπούν.
Μην ασχολείσαι με το πώς σου φέρονται οι άλλοι, διότι θα αρρωστήσεις. Μάθε εσύ ν’ αγαπάς. Ανεξαρτήτως του τι κάνουν οι άλλοι. Μάθε εσύ να δίνεις. Σαν τον ήλιο να λάμπεις. Άσε τους άλλους. Αν δεν σ’ αγαπούν, δεν πειράζει. Γιατί ούτε κι εσύ αγαπάς πάντα. Αν μάθεις την τέλεια αγάπη, τότε θ’ αγαπάς. Ώσπου να μάθεις, κάνεις λάθη. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Μην περιμένεις πολλά απ’ τους ανθρώπους.
Μην απαιτείς και λες: «Εγώ σ’ αγάπησα. Τώρα θέλω κι εσύ να μ’ αγαπάς». Μην κινείσαι έτσι. Εσύ θα τρέφεσαι απ’ αυτή την πηγή, που θα βγαίνει από μέσα σου. Κι αν οι άλλοι σου ανταποδώσουν την αγάπη, θα ‘ναι ωραία. Αν δεν σου την ανταποδώσουν, δεν πειράζει. Μην γκρινιάζεις, γιατί μετά χάνεις αυτό το καλό που κάνεις και είναι μισό. Εσύ θ’ αγαπάς.
Αγάπη, αγάπη, αγάπη. Ωραία λέξη. Καλή δύναμη.
Και γράψε αυτή τη λέξη στην καρδιά σου. Λέγε τη και με το στόμα σου. Και πες τη και σήμερα σε κάποιον. Πες τη στο παιδί σου, στη γυναίκα σου, στον άντρα σου, πες τη στα αδέλφια σου. Σε παρακαλώ, σήμερα βρες κάποιον και πες του τη λέξη «σ’ αγαπώ». Σ’ εμένα μην την πεις πάλι. Διότι εγώ το ξέρω. Μου την έχεις ξαναπεί τόσες φορές. Πες την όμως και σε κάποιους που δεν την έχεις πει, γιατί δυσκολεύεσαι. Εκεί θέλω να το πεις. Κι αν σε κοροϊδέψουν και λίγο, δεν πειράζει.
Να λες στον άνθρωπό σου: «Σ’ αγαπώ και σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έχεις κάνει για μένα. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις. Που με βοηθάς. Που με στηρίζεις. Που με βασανίζεις. Και με βοηθάς και με τον τρόπο αυτό να μαθαίνω. Και με βοηθάς να σε υπομένω, να σε συγχωρώ»
Το Ταξίδι στην Εσωτερική Σιωπή
Η Σοφία πολλών πνευματικών παραδόσεων αντηχεί γύρω μας. Το ταξίδι από την ομιλία, στη σκέψη, στη σιωπή θεωρείται συχνά ως μια πορεία προς την κατανόηση της αληθινής φύσης της πραγματικότητας. Εδώ, θα εμβαθύνουμε σε αυτό το συναίσθημα.
Στη Νεότητα
Στα πρώτα μας χρόνια, είμαστε συχνά πρόθυμοι να εκφραστούμε, να συνεισφέρουμε τις σκέψεις και τις ιδέες μας στον κόσμο. Πιστεύουμε ότι τα λόγια μας έχουν αξία και ότι έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε. Αυτό είναι ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης ανάπτυξης, καθώς εξερευνούμε την ατομικότητά μας και μαθαίνουμε να επικοινωνούμε τις εμπειρίες μας.
Στην Ωριμότητα
Καθώς ωριμάζουμε, μπορεί να βρεθούμε να ακούμε λιγότερο τον κόσμο γύρω μας και περισσότερο τους εσωτερικούς μας διαλόγους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αίσθηση αποσύνδεσης από τον εξωτερικό κόσμο και μια υποχώρηση στο μυαλό μας. Ωστόσο, αυτή είναι επίσης μια περίοδος ενδοσκόπησης, όπου αρχίζουμε να αμφισβητούμε τη φύση των σκέψεών μας και την εγκυρότητα των αντιλήψεών μας.
Στην Μεγάλη Ηλικία
Στα τελευταία μας χρόνια, μπορεί να βρεθούμε να εκφραζόμαστε λιγότερο και να παρατηρούμε περισσότερα. Αυτή η περίοδος μπορεί να γεμίσει με μια αίσθηση κενού, καθώς μπορεί να νιώθουμε ότι τα λόγια μας δεν έχουν πλέον την ίδια επίδραση ή συνάφεια. Αλλά αυτή είναι επίσης μια εποχή βαθιάς σιωπής και ακινησίας, όπου έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να τον σχολιάσουμε.
Η Απόλυτη Πραγματικότητα
Η απόλυτη πραγματικότητα, όπως την έχουμε περιγράψει, είναι η απόλυτη σιωπή. Σε πολλές πνευματικές παραδόσεις, η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου. Θεωρείται ως ο υποκείμενος ιστός της ύπαρξης, ο χώρος στον οποίο προκύπτουν και πέφτουν όλα τα φαινόμενα. Είναι άπειρο, απεριόριστο και διαπερνά τα πάντα.
Αυτό το είδος σιωπής δεν αφορά την καταστολή των σκέψεων ή την απόκρυψη λέξεων. Πρόκειται για την υπέρβασή τους. Είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι οι σκέψεις και τα λόγια μας είναι απλώς ένα μικροσκοπικό κομμάτι της αληθινής μας φύσης, η οποία είναι άπειρη και σιωπηλή. Αυτό το είδος σιωπής συνδέεται συχνά με μια αίσθηση ειρήνης, διαύγειας και βαθιάς κατανόησης.
Αντίληψη πέρα από την αντίληψη
Στη σιωπή, μπορούμε να βιώσουμε αντίληψη πέρα από τη συνηθισμένη αντίληψη. Αυτή είναι μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς των αισθήσεων και του νου. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει «εγώ» για να αντιληφθώ και κανένα «άλλο» για να γίνει αντιληπτό. Υπάρχει απλώς καθαρή, αδιαίρετη επίγνωση.
Αυτό είναι ένα υψηλό ιδανικό, αλλά δεν είναι απρόσιτο. Πολλοί άνθρωποι έχουν αναφέρει αναλαμπές αυτής της κατάστασης σε βαθύ διαλογισμό, σε στιγμές εξαιρετικής διαύγειας ή ακόμα και στην καθημερινή ζωή. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι διαθέσιμη σε όλους μας, αν είμαστε πρόθυμοι να ηρεμήσουμε το μυαλό μας και να ανοίξουμε την καρδιά μας.
Έτσι, το ταξίδι από τον λόγο, στη σκέψη, στη σιωπή δεν είναι απλώς ένα ταξίδι γήρανσης, αλλά ένα πνευματικό ταξίδι προς την κατανόηση της αληθινής φύσης της πραγματικότητας. Κάθε στάδιο έχει τις δικές του προκλήσεις και ανταμοιβές και το καθένα συμβάλλει στη συνολική μας ανάπτυξη και ανάπτυξή. Ο απώτερος στόχος δεν είναι να σιωπήσουμε, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε, και ήμασταν πάντα, η ίδια η σιωπή.
Στη Νεότητα
Στα πρώτα μας χρόνια, είμαστε συχνά πρόθυμοι να εκφραστούμε, να συνεισφέρουμε τις σκέψεις και τις ιδέες μας στον κόσμο. Πιστεύουμε ότι τα λόγια μας έχουν αξία και ότι έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε. Αυτό είναι ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης ανάπτυξης, καθώς εξερευνούμε την ατομικότητά μας και μαθαίνουμε να επικοινωνούμε τις εμπειρίες μας.
Στην Ωριμότητα
Καθώς ωριμάζουμε, μπορεί να βρεθούμε να ακούμε λιγότερο τον κόσμο γύρω μας και περισσότερο τους εσωτερικούς μας διαλόγους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αίσθηση αποσύνδεσης από τον εξωτερικό κόσμο και μια υποχώρηση στο μυαλό μας. Ωστόσο, αυτή είναι επίσης μια περίοδος ενδοσκόπησης, όπου αρχίζουμε να αμφισβητούμε τη φύση των σκέψεών μας και την εγκυρότητα των αντιλήψεών μας.
Στην Μεγάλη Ηλικία
Στα τελευταία μας χρόνια, μπορεί να βρεθούμε να εκφραζόμαστε λιγότερο και να παρατηρούμε περισσότερα. Αυτή η περίοδος μπορεί να γεμίσει με μια αίσθηση κενού, καθώς μπορεί να νιώθουμε ότι τα λόγια μας δεν έχουν πλέον την ίδια επίδραση ή συνάφεια. Αλλά αυτή είναι επίσης μια εποχή βαθιάς σιωπής και ακινησίας, όπου έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να τον σχολιάσουμε.
Η Απόλυτη Πραγματικότητα
Η απόλυτη πραγματικότητα, όπως την έχουμε περιγράψει, είναι η απόλυτη σιωπή. Σε πολλές πνευματικές παραδόσεις, η σιωπή δεν είναι απλώς η απουσία ήχου. Θεωρείται ως ο υποκείμενος ιστός της ύπαρξης, ο χώρος στον οποίο προκύπτουν και πέφτουν όλα τα φαινόμενα. Είναι άπειρο, απεριόριστο και διαπερνά τα πάντα.
Αυτό το είδος σιωπής δεν αφορά την καταστολή των σκέψεων ή την απόκρυψη λέξεων. Πρόκειται για την υπέρβασή τους. Είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι οι σκέψεις και τα λόγια μας είναι απλώς ένα μικροσκοπικό κομμάτι της αληθινής μας φύσης, η οποία είναι άπειρη και σιωπηλή. Αυτό το είδος σιωπής συνδέεται συχνά με μια αίσθηση ειρήνης, διαύγειας και βαθιάς κατανόησης.
Αντίληψη πέρα από την αντίληψη
Στη σιωπή, μπορούμε να βιώσουμε αντίληψη πέρα από τη συνηθισμένη αντίληψη. Αυτή είναι μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς των αισθήσεων και του νου. Σε αυτή την κατάσταση, δεν υπάρχει «εγώ» για να αντιληφθώ και κανένα «άλλο» για να γίνει αντιληπτό. Υπάρχει απλώς καθαρή, αδιαίρετη επίγνωση.
Αυτό είναι ένα υψηλό ιδανικό, αλλά δεν είναι απρόσιτο. Πολλοί άνθρωποι έχουν αναφέρει αναλαμπές αυτής της κατάστασης σε βαθύ διαλογισμό, σε στιγμές εξαιρετικής διαύγειας ή ακόμα και στην καθημερινή ζωή. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι διαθέσιμη σε όλους μας, αν είμαστε πρόθυμοι να ηρεμήσουμε το μυαλό μας και να ανοίξουμε την καρδιά μας.
Έτσι, το ταξίδι από τον λόγο, στη σκέψη, στη σιωπή δεν είναι απλώς ένα ταξίδι γήρανσης, αλλά ένα πνευματικό ταξίδι προς την κατανόηση της αληθινής φύσης της πραγματικότητας. Κάθε στάδιο έχει τις δικές του προκλήσεις και ανταμοιβές και το καθένα συμβάλλει στη συνολική μας ανάπτυξη και ανάπτυξή. Ο απώτερος στόχος δεν είναι να σιωπήσουμε, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε, και ήμασταν πάντα, η ίδια η σιωπή.
Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου
Σε κάποια στιγμή της ζωής – μερικές φορές στα πρώτα μας χρόνια, άλλοτε όψιμα – είναι βέβαιο ότι όλοι μας θα ξυπνήσουμε και θα αντιληφθούμε τη θνητότητά μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που την πυροδοτούν: μια ματιά στον καθρέφτη που δείχνει το σαγόνι μας να κρεμάει, τα μαλλιά μας ν’ ασπρίζουν, τους ώμους να καμπουριάζουν.
Η παρέλαση των γενεθλίων, ιδίως όσων αφορούν στρογγυλές δεκαετίες – πενήντα, εξήντα, εβδομήντα.
Η συνάντηση μ’ ένα φίλο που έχεις καιρό να τον δεις και σε σοκάρει το πόσο έχει γεράσει.
Όταν βλέπεις παλιές φωτογραφίες του εαυτού σου και των ανθρώπων που γέμιζαν την παιδική σου ηλικία κι είναι πια από καιρό νεκροί.
Μια συνάντηση με τον Κύριο Θάνατο σ’ ένα όνειρο.
Τι νιώθει κανείς, όταν έχει μια τέτοια εμπειρία; Και τι κάνει γι’ αυτό;
Βυθίζεται σε μια φρενιτιώδη δραστηριότητα, για να εξαντλήσει το άγχος και ν’ αποφύγει το θέμα;
Προσπαθεί ν’ απομακρύνει τις ρυτίδες με αισθητική χειρουργική ή να βάψει τα μαλλιά του;
Αποφασίζει να παραμείνει για μερικά χρόνια στην ηλικία των τριανταεννέα ετών;
Περισπά πολύ γρήγορα τον εαυτό του με τη δουλειά και τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής;
Σβήνει από τη μνήμη του κάθε τέτοια εμπειρία;
Αγνοεί τα όνειρά του;
Σας προτρέπω να μη περισπάτε τον εαυτό σας.
Το αντίθετο, γευτείτε την αφύπνισή σας. Εκμεταλλευτείτε την.
Κάντε ένα σταμάτημα, καθώς κοιτάζετε τη φωτογραφία του νεότερου εαυτού σας. Αφήστε την έντονη στιγμή να σας κατακλύσει και παρατείνετέ τη λιγάκι. Γευτείτε και τη γλυκύτητά της μαζί με την πικρή της γεύση.
Μην ξεχνάτε το πλεονέκτημα που προσφέρει το να παραμείνετε εν επίγνωση του θανάτου, το ν’ αγκαλιάσετε τη σκιά του.
Μια τέτοια επίγνωση μπορεί ν’ αφομοιώσει το σκοτάδι με τη σπίθα σας για ζωή και να βελτιώσει τη ζωή σας, όσο ακόμα την έχετε.
Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε τη ζωή, για ν’ αγαπήσουμε οτιδήποτε πολύ βαθιά, είναι να έχουμε επίγνωση ότι οι εμπειρίες αυτές είναι προορισμένες να χαθούν.
Έχω πολλές φορές εκπλαγεί ευχάριστα βλέποντας έναν άνθρωπο να κάνει ουσιαστικές θετικές αλλαγές πολύ αργά στη ζωή του, ακόμα και κοντά στον θάνατο.
Ποτέ δεν είναι πολύ αργά. Ποτέ δεν είμαστε πολύ γέροι για κάτι τέτοιο.
Η παρέλαση των γενεθλίων, ιδίως όσων αφορούν στρογγυλές δεκαετίες – πενήντα, εξήντα, εβδομήντα.
Η συνάντηση μ’ ένα φίλο που έχεις καιρό να τον δεις και σε σοκάρει το πόσο έχει γεράσει.
Όταν βλέπεις παλιές φωτογραφίες του εαυτού σου και των ανθρώπων που γέμιζαν την παιδική σου ηλικία κι είναι πια από καιρό νεκροί.
Μια συνάντηση με τον Κύριο Θάνατο σ’ ένα όνειρο.
Τι νιώθει κανείς, όταν έχει μια τέτοια εμπειρία; Και τι κάνει γι’ αυτό;
Βυθίζεται σε μια φρενιτιώδη δραστηριότητα, για να εξαντλήσει το άγχος και ν’ αποφύγει το θέμα;
Προσπαθεί ν’ απομακρύνει τις ρυτίδες με αισθητική χειρουργική ή να βάψει τα μαλλιά του;
Αποφασίζει να παραμείνει για μερικά χρόνια στην ηλικία των τριανταεννέα ετών;
Περισπά πολύ γρήγορα τον εαυτό του με τη δουλειά και τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής;
Σβήνει από τη μνήμη του κάθε τέτοια εμπειρία;
Αγνοεί τα όνειρά του;
Σας προτρέπω να μη περισπάτε τον εαυτό σας.
Το αντίθετο, γευτείτε την αφύπνισή σας. Εκμεταλλευτείτε την.
Κάντε ένα σταμάτημα, καθώς κοιτάζετε τη φωτογραφία του νεότερου εαυτού σας. Αφήστε την έντονη στιγμή να σας κατακλύσει και παρατείνετέ τη λιγάκι. Γευτείτε και τη γλυκύτητά της μαζί με την πικρή της γεύση.
Μην ξεχνάτε το πλεονέκτημα που προσφέρει το να παραμείνετε εν επίγνωση του θανάτου, το ν’ αγκαλιάσετε τη σκιά του.
Μια τέτοια επίγνωση μπορεί ν’ αφομοιώσει το σκοτάδι με τη σπίθα σας για ζωή και να βελτιώσει τη ζωή σας, όσο ακόμα την έχετε.
Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε τη ζωή, για ν’ αγαπήσουμε οτιδήποτε πολύ βαθιά, είναι να έχουμε επίγνωση ότι οι εμπειρίες αυτές είναι προορισμένες να χαθούν.
Έχω πολλές φορές εκπλαγεί ευχάριστα βλέποντας έναν άνθρωπο να κάνει ουσιαστικές θετικές αλλαγές πολύ αργά στη ζωή του, ακόμα και κοντά στον θάνατο.
Ποτέ δεν είναι πολύ αργά. Ποτέ δεν είμαστε πολύ γέροι για κάτι τέτοιο.
Oscar Wilde: Καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης
Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.
Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.
Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.
Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.
Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.
Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.
Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.
Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.
Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.
Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.
Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.
Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.
Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.
Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.
Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Oscar Wilde, De profundis
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά.
Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης.
Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο.
Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες.
Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα.
Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί.
Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες.
Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη.
Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες.
Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο.
Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας.
Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης.
Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια.
Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία.
Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Oscar Wilde, De profundis
Ο παράδεισος και η κόλασή μας έρχονται πάντοτε από τους άλλους
Η επιστήμη καθιστά τον κόσμο κατοικήσιμο για τον άνθρωπο, όμως εκείνη που τρέφει την ψυχή είναι η τέχνη, η γενίκευση της απεικόνισης, οι μαγικές παραπομπές του αφηγήματος, η δυνατότητα να σχεδιάσει ο καθένας το τμήμα που κλείνει την άκρη που έμεινε ανοικτή, χωρίς κανένας βέβαια να έχει χαράξει το οριστικό όριο.
Αυτή η δυνατότητα να θέτουμε στον εαυτό μας ερωτήματα και να στοχαζόμαστε γι' αυτόν είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, κι αν βεβαίως αυτή οδήγησε στην οικοδόμηση του πολιτισμού, το πιο εξαίσιο από τα συστήματα προσαρμογής στον κόσμο, αποκάλυψε επίσης και το πιο ριζικό πόνο, εκείνον που νιώθουμε όσο αγωνιούμε για το νόημα και το πεπρωμένο της ίδιας μας της ύπαρξης.
Η νεύρωση, κατά τη γνώμη μας, είναι πάντοτε ένα μπλοκάρισμα των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, μια ισορροπία συμβιβασμού ανάμεσα στις εσωτερικές αιτήσεις που επιθυμούν να δράσουν και σε άλλες που αρνούνται την εγκυρότητα και την νομιμότητα σε μια τέτοια δράση, σε μια διαρκή πάλη που εξασθενίζει τη ζωτική δύναμη του ατόμου.
Συχνά ένα τέτοιο υπαρξιακό αδιέξοδο προέρχεται από την αναγκαστική ταύτιση με ένα συλλογικό κανόνα αξιών και νόμων που η συνείδηση αντιλαμβάνεται ως κατασταλτικούς και ευνουχιστικούς, αλλά από τους οποίους φοβάται να απελευθερωθεί, επειδή μια τέτοια πράξη στο πεδίο του ασυνείδητου γίνεται αντιληπτή ως μια παράβαση που κομίζει θάνατο, καταστροφή, τρέλα.
Η δημιουργικότητα είναι η μόνη ψυχολογική διαδικασία που μπορεί να καταπραΰνει το αίσθημα ενοχής μας.
Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε τους εαυτούς μας, οφείλουμε να διοχετεύσουμε τις ενέργειές μας όχι προς την επιθετικότητα και τη διαμαρτυρία αλλά προς εκείνη τη μορφή βαθιάς αλληλεγγύης που είναι η αντιπαράθεση με τον άλλον, η αυθεντική συνάντηση που μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναδόμηση των εσωτερικών μας περιεχομένων.
Η αποθάρρυνση, η απελπισία και η κατάθλιψη που χαρακτηρίζουν την άρρωστη εποχή μας είναι οι θρήνοι της ψυχής που είναι στριμωγμένη σε σώματα δίχως όψη, σε μορφές χωρίς περίγραμμα· ο άνθρωπος χωρίς όνομα ανίκανος να «ονοματίσει» τα πράγματα, είναι ένα ασήμαντο ον επειδή είναι αποστερημένος από τη δυνατότητα να αποδώσει νόημα στον κόσμο, και τα πράγματα, που έχουν καταστεί έτσι σκέτα αντικείμενα, δεν μπορούν παρά να του επιστρέψουν τη μάταιη αντανάκλαση του δικού του τίποτα, του ότι είναι ένα χαμένο αντικείμενο, ανίκανο να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Όποιος αρνείται στον εαυτό του τη δυνατότητα να υποφέρει, αρνείται επίσης κάθε δυνατότητα να δώσει μια λύση στον πόνο.
Ελευθερία υπάρχει μόνον εκεί όπου μια ηθική συνείδηση ορθολογικά προσανατολισμένη αναρωτιέται για τον εαυτό της και για τους σκοπούς της δράσης της.
Όμως εμείς οι άνθρωποι, στην καθημερινή μας ζωή, καταγινόμαστε με μικρά προβλήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας εμπλέκουν και καθιστούν προβληματική τη συνείδηση μας, έτσι ώστε η δράση μας να γίνεται αντιφατική κι εμείς να χάνουμε εκείνη τη γραμμική συνέχεια στη συμπεριφορά, η οποία, τουλάχιστον με απατηλό τρόπο, μας κάνει να αισθανόμαστε ειρηνικά με τους εαυτούς μας.
Δεν μπορούμε να τροφοδοτήσουμε την ψυχή μας εάν δεν διακινδυνεύσουμε στη σχέση με τον άλλον, και για να διακινδυνεύσουμε, δηλαδή να εκτεθούμε, να προσφερθούμε αυθεντικά, ξεπερνώντας τους φραγμούς και τα προσωπεία της επιφανειακής επικοινωνίας, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε χρόνο και πάθος.
Χωρίς μιαν ανταλλαγή όπου ο ένας και ο άλλος κοιτάζονται και επικοινωνούν μέσα στη γυμνή αλήθεια, δεν υπάρχει τροφή και ανάπτυξη για την ψυχή, και η ατομικότητα μας αρρωσταίνει, γιατί, ακριβώς όπως ο βιολογικός οργανισμός, έχει ανάγκη από φως και οξυγόνο για να αναπνεύσει και να ζήσει.
Όπως έγραψε ο Γιούνγκ: «Μπορούμε να γνωρίσουμε βαθιά εμάς τους ίδιους μόνο μέσα από τη σύγκριση με τον άλλον», που είναι πάντοτε ο θεματοφύλακας των ασύνειδων προβολών μας.
Αυτό φυσικά παράγει μια πάλη, και γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερο ριψοκινδυνεύουμε στην αντιπαράθεση με τους συνανθρώπους μας, τόσο περισσότερο είμαστε εκτεθειμένοι στον πόνο, στον κίνδυνο της απώλειας, της ασυνεννοησίας: Ο παράδεισος και η κόλαση μας έρχονται πάντοτε από τους άλλους.
Η ομορφιά κάθε ανθρώπινης συνάντησης φέρνει μαζί της αναπόφευκτα τον κόπο της αντιπαράθεσης και το φάσμα της προδοσίας.
Αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γλιτώσουμε από το κάλεσμα του αγνώστου που προχωράει προς εμάς με τα χαρακτηριστικά του άλλου ή της άλλης, επειδή μέσα από όλο το καλό και όλο το κακό που μπορεί να μας προκύψει από τη συνάντηση, εμείς διαπλαθόμαστε, αποκτούμε ένα προσωπικό ψυχολογικό προφίλ. Μας δίνεται ένα πρόσωπο κι ένα όνομα.
Αυτή η δυνατότητα να θέτουμε στον εαυτό μας ερωτήματα και να στοχαζόμαστε γι' αυτόν είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, κι αν βεβαίως αυτή οδήγησε στην οικοδόμηση του πολιτισμού, το πιο εξαίσιο από τα συστήματα προσαρμογής στον κόσμο, αποκάλυψε επίσης και το πιο ριζικό πόνο, εκείνον που νιώθουμε όσο αγωνιούμε για το νόημα και το πεπρωμένο της ίδιας μας της ύπαρξης.
Η νεύρωση, κατά τη γνώμη μας, είναι πάντοτε ένα μπλοκάρισμα των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, μια ισορροπία συμβιβασμού ανάμεσα στις εσωτερικές αιτήσεις που επιθυμούν να δράσουν και σε άλλες που αρνούνται την εγκυρότητα και την νομιμότητα σε μια τέτοια δράση, σε μια διαρκή πάλη που εξασθενίζει τη ζωτική δύναμη του ατόμου.
Συχνά ένα τέτοιο υπαρξιακό αδιέξοδο προέρχεται από την αναγκαστική ταύτιση με ένα συλλογικό κανόνα αξιών και νόμων που η συνείδηση αντιλαμβάνεται ως κατασταλτικούς και ευνουχιστικούς, αλλά από τους οποίους φοβάται να απελευθερωθεί, επειδή μια τέτοια πράξη στο πεδίο του ασυνείδητου γίνεται αντιληπτή ως μια παράβαση που κομίζει θάνατο, καταστροφή, τρέλα.
Η δημιουργικότητα είναι η μόνη ψυχολογική διαδικασία που μπορεί να καταπραΰνει το αίσθημα ενοχής μας.
Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε τους εαυτούς μας, οφείλουμε να διοχετεύσουμε τις ενέργειές μας όχι προς την επιθετικότητα και τη διαμαρτυρία αλλά προς εκείνη τη μορφή βαθιάς αλληλεγγύης που είναι η αντιπαράθεση με τον άλλον, η αυθεντική συνάντηση που μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναδόμηση των εσωτερικών μας περιεχομένων.
Η αποθάρρυνση, η απελπισία και η κατάθλιψη που χαρακτηρίζουν την άρρωστη εποχή μας είναι οι θρήνοι της ψυχής που είναι στριμωγμένη σε σώματα δίχως όψη, σε μορφές χωρίς περίγραμμα· ο άνθρωπος χωρίς όνομα ανίκανος να «ονοματίσει» τα πράγματα, είναι ένα ασήμαντο ον επειδή είναι αποστερημένος από τη δυνατότητα να αποδώσει νόημα στον κόσμο, και τα πράγματα, που έχουν καταστεί έτσι σκέτα αντικείμενα, δεν μπορούν παρά να του επιστρέψουν τη μάταιη αντανάκλαση του δικού του τίποτα, του ότι είναι ένα χαμένο αντικείμενο, ανίκανο να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Όποιος αρνείται στον εαυτό του τη δυνατότητα να υποφέρει, αρνείται επίσης κάθε δυνατότητα να δώσει μια λύση στον πόνο.
Ελευθερία υπάρχει μόνον εκεί όπου μια ηθική συνείδηση ορθολογικά προσανατολισμένη αναρωτιέται για τον εαυτό της και για τους σκοπούς της δράσης της.
Όμως εμείς οι άνθρωποι, στην καθημερινή μας ζωή, καταγινόμαστε με μικρά προβλήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας εμπλέκουν και καθιστούν προβληματική τη συνείδηση μας, έτσι ώστε η δράση μας να γίνεται αντιφατική κι εμείς να χάνουμε εκείνη τη γραμμική συνέχεια στη συμπεριφορά, η οποία, τουλάχιστον με απατηλό τρόπο, μας κάνει να αισθανόμαστε ειρηνικά με τους εαυτούς μας.
Δεν μπορούμε να τροφοδοτήσουμε την ψυχή μας εάν δεν διακινδυνεύσουμε στη σχέση με τον άλλον, και για να διακινδυνεύσουμε, δηλαδή να εκτεθούμε, να προσφερθούμε αυθεντικά, ξεπερνώντας τους φραγμούς και τα προσωπεία της επιφανειακής επικοινωνίας, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε χρόνο και πάθος.
Χωρίς μιαν ανταλλαγή όπου ο ένας και ο άλλος κοιτάζονται και επικοινωνούν μέσα στη γυμνή αλήθεια, δεν υπάρχει τροφή και ανάπτυξη για την ψυχή, και η ατομικότητα μας αρρωσταίνει, γιατί, ακριβώς όπως ο βιολογικός οργανισμός, έχει ανάγκη από φως και οξυγόνο για να αναπνεύσει και να ζήσει.
Όπως έγραψε ο Γιούνγκ: «Μπορούμε να γνωρίσουμε βαθιά εμάς τους ίδιους μόνο μέσα από τη σύγκριση με τον άλλον», που είναι πάντοτε ο θεματοφύλακας των ασύνειδων προβολών μας.
Αυτό φυσικά παράγει μια πάλη, και γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερο ριψοκινδυνεύουμε στην αντιπαράθεση με τους συνανθρώπους μας, τόσο περισσότερο είμαστε εκτεθειμένοι στον πόνο, στον κίνδυνο της απώλειας, της ασυνεννοησίας: Ο παράδεισος και η κόλαση μας έρχονται πάντοτε από τους άλλους.
Η ομορφιά κάθε ανθρώπινης συνάντησης φέρνει μαζί της αναπόφευκτα τον κόπο της αντιπαράθεσης και το φάσμα της προδοσίας.
Αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γλιτώσουμε από το κάλεσμα του αγνώστου που προχωράει προς εμάς με τα χαρακτηριστικά του άλλου ή της άλλης, επειδή μέσα από όλο το καλό και όλο το κακό που μπορεί να μας προκύψει από τη συνάντηση, εμείς διαπλαθόμαστε, αποκτούμε ένα προσωπικό ψυχολογικό προφίλ. Μας δίνεται ένα πρόσωπο κι ένα όνομα.
Τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα παιδιά
Μια σχέση στέρεη και δυνατή, που τροφοδοτείται από το γονιό με αγάπη, αποδοχή, κατανόηση και τρυφερότητα προς το παιδί, είναι η καλύτερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί για να βάλει όρια. Αν η σχέση είναι δυνατή, ο θυμός από τις διενέξεις που αναπόφευκτα θα προκύψουν, θα εκτονωθεί σύντομα.
Επιβραβεύουμε τις επιθυμητές συμπεριφορές αντί να σχολιάζουμε τις μη επιθυμητές, π.χ. αντί για «Μην είσαι αφηρημένος!», λέμε «Συγκεντρώσου!» ή αντί για «Μην κρατάς τα παιχνίδια μόνο για σένα!» λέμε «Μπράβο παιδί μου, που παίζεις ωραία με την αδερφή σου! Πολύ σε χαίρομαι!». Πιο αναλυτικά, για να έχει αποτέλεσμα, η επιβράβευσή μας χρειάζεται να είναι:
– Άμεση: να δίνεται τη στιγμή που το παιδί εκδηλώνει την επιθυμητή συμπεριφορά και όχι πολύ αργότερα.
– Συγκεκριμένη: να περιλαμβάνει ένα ξεκάθαρο λιτό λεκτικό μήνυμα, π.χ. «Κάθεσαι πολύ ωραία δίπλα μου στο καρότσι και με βοηθάς να ψωνίσω! Σ’ευχαριστώ!».
– Ειλικρινής και απόλυτα αφιερωμένη σε αυτό που συμβαίνει: να δίνεται ενώ προσέχουμε το παιδί, π.χ. το κοιτάμε στα μάτια και στεκόμαστε στο ύψος του όταν του μιλάμε.
– Προσανατολισμένη στην αναγνώριση της προσπάθειας και όχι μόνο στην επιτυχία: να δίνεται όταν το παιδί καταφέρνει κάτι, αλλά και ενδιάμεσα, όσο δείχνει να προσπαθεί, ώστε να ενθαρρύνεται να βάλει τα δυνατά του μέχρι το τέλος.
– Σταθερή και συνεπής: να ενισχύει σε κάθε ευκαιρία το παιδί, καθημερινά και χωρίς διακυμάνσεις.
Ο τρόπος που ένας γονιός ορίζει, διατυπώνει και επικοινωνεί τα όρια, είναι πολύ σημαντικός.
1. Οι τρόποι πειθαρχίας που θα μεταχειριστεί ένας γονιός εξαρτώνται από τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς και αυτή του παιδιού του. Τι ταιριάζει στον ίδιο, με ποιο τρόπο θα το κάνει, τι πιάνει στο παιδί του; Ό,τι ξέρει ο γονιός γύρω από το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες του παιδιού του είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Μπορεί για ένα παιδί η στέρηση των παιχνιδιών του να είναι η μέγιστη τιμωρία, ενώ για ένα άλλο να μη σημαίνει κάτι. Ή μπορεί το να κοιτά τον τοίχο για λίγα λεπτά να είναι ό,τι χειρότερο, ενώ να μην ενοχλείται καθόλου άμα δε φάει σοκολάτα για μια μέρα.
2. Τα όρια πρέπει να συμβαδίζουν με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της ηλικίας του. Όσο πιο μικρό το παιδί, τόσο πιο σύντομες, ξεκάθαρες και λιτές οι εντολές του γονιού προς αυτό. Αν πρόκειται για βρέφος ή νήπιο που μόλις άρχισε να στέκεται στα πόδια του, ο γονιός μπορεί να στρέψει την προσοχή του σε μια άλλη δραστηριότητα. Από την άλλη, για ένα παιδί άνω των δύο ετών, η επιβολή των ορίων είναι πιο σύνθετη διαδικασία, καθώς περιλαμβάνει διάλογο, εξηγήσεις και διαπραγμάτευσεις. Συχνά το παιδί από μόνο του προκαλεί το γονιό κάνοντας ερωτήσεις, π.χ. «Γιατί μπαμπά; Δεν είναι δίκαιο!». Απαντήσεις τύπου «γιατί έτσι το λέω εγώ!» ή «είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις» δεν έχουν αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι απαγορεύσεις που δεν συνοδεύονται από κάποια εξήγηση δε γίνονται κατανοητές από το παιδί, αλλά φαίνονται σαν περιορισμός. Κανείς δεν υπακούει απλά επειδή κάποιος του λέει ότι αυτό είναι το σωστό. Αφήνουμε το παιδί να μας πει την άποψή του και κάνουμε ειλικρινή προσπάθεια για διάλογο. Είναι μια από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει ένας γονιός. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν και ειδικά στην εφηβεία, το παιδί που δεν του δόθηκε ουσιαστικός χρόνος και χώρος να εκφραστεί, έχει περισσότερες πιθανότητες να αποφεύγει συζητήσεις με τους γονείς.
3. Το παιδί μαθαίνει από αυτό που κάνουμε και όχι από αυτό που του λέμε. Το προσωπικό μας παράδειγμα αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση για το παιδί. Αν δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια σε εμάς πρώτα, τότε πώς θα βάλουμε στους άλλους; Τα παιδιά κατανοούν πιο εύκολα το τι είμαστε και πώς λειτουργούμε, παρά το τι λέμε. Για παράδειγμα, τι κάνουμε εμείς οι γονείς όταν είμαστε θυμωμένοι, αγχωμένοι, απογοητευμένοι, όταν δε γίνεται το δικό μας κλπ. Τι θα σήμαινε για το παιδί του παραδείγματός μας αν ο πατέρας του άρχιζε να του φωνάζει μέσα στο κατάστημα, το χτύπαγε ή …; Πώς θα ένιωθε εκείνο μετά; Από την άλλη, στην περίπτωση που το χάσουμε και παραφερθούμε, δεν τελείωσαν όλα. Κανένας δεν είναι τέλειος, αλλά τον τιμά περισσότερο το να το αναγνωρίζει και να παραδέχεται τα λάθη του, γιατί έτσι γίνεται καλύτερος. Τέλειοι γονείς δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά…
4. Δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά. Ξεχωρίζουμε ποια είναι προς διαπραγμάτευση και ποια όχι, π.χ. είναι το ίδιο αν ο δίχρονος γιος μου χοροπηδάει στα πατώματα τις ώρες κοινής ησυχίας και αν χτυπάει την αδερφή του για να πάρει ένα παιχνίδι; Αν η έφηβη κόρη μου θέλει να βάλει το αγαπημένο της μπλουζάκι στο πάρτι ακόμα και αν αυτό είναι βρώμικο, είναι λιγότερο σημαντικό από το να επιστρέψει αργότερα από την ώρα που έχουμε συμφωνήσει. Διαχωρίζω τα ζητήματα και ασχολούμαι με κάποια, όχι με όλα, γιατί αλλιώς θα κάνω κήρυγμα όλη μέρα και το παιδί μου θα γίνει σκέτος τύραννος ή θα απομονωθεί εντελώς. Η σχέση μου μαζί του θα διαταραχθεί και αυτό δεν το θέλω με τίποτα στον κόσμο.
5. Η επικοινωνία πρέπει να είναι παρούσα και συγκεκριμένη, χωρίς αναφορές στο παρελθόν, να αφορά το «Εδώ και Τώρα»: («…και την περασμένη φορά τα ίδια έκανες!»), χωρίς προφητείες για το μέλλον («…ποτέ δεν θα αλλάξεις!») και χωρίς γενικεύσεις (πάντα, ποτέ, όλοι, κανένας…). Πώς αισθάνεται κάποιος όταν κάνει ένα λάθος στη δουλειά και ο εργοδότης του λέει «Πάλι λάθος έκανες! Αδιόρθωτος είσαι πια! Όλοι έχουν καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αλλά εσύ ποτέ σου!»; Ματαίωση, απόρριψη, απογοήτευση, ντροπή, χαμηλή αυτοεκτίμηση, θυμό, πίκρα, παραίτηση και καμία διάθεση για περαιτέρω προσπάθεια κλπ.
Μέσα από όλα τα παραπάνω, κατανοούμε τη μεγάλη σημασία που διαδραματίζουν τα όρια στην ανάπτυξη των παιδιών. Το είδος των οικογενειακών σχέσεων, η αυτοπεποίθηση και σιγουριά του γονέα για την επιβολή ορίων σε συνδυασμό με την έμπρακτη αγάπη προς το παιδί αποτελούν τα βασικά συστατικά της επιβολής ορίων στα παιδιά. Τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα παιδιά, ικανούς και ολοκληρωμένους ενήλικες, οι οποίοι καθώς μεγαλώνουν θα έχουν περισσότερες ευθύνες, μα και περισσότερα δικαιώματα.
Επιβραβεύουμε τις επιθυμητές συμπεριφορές αντί να σχολιάζουμε τις μη επιθυμητές, π.χ. αντί για «Μην είσαι αφηρημένος!», λέμε «Συγκεντρώσου!» ή αντί για «Μην κρατάς τα παιχνίδια μόνο για σένα!» λέμε «Μπράβο παιδί μου, που παίζεις ωραία με την αδερφή σου! Πολύ σε χαίρομαι!». Πιο αναλυτικά, για να έχει αποτέλεσμα, η επιβράβευσή μας χρειάζεται να είναι:
– Άμεση: να δίνεται τη στιγμή που το παιδί εκδηλώνει την επιθυμητή συμπεριφορά και όχι πολύ αργότερα.
– Συγκεκριμένη: να περιλαμβάνει ένα ξεκάθαρο λιτό λεκτικό μήνυμα, π.χ. «Κάθεσαι πολύ ωραία δίπλα μου στο καρότσι και με βοηθάς να ψωνίσω! Σ’ευχαριστώ!».
– Ειλικρινής και απόλυτα αφιερωμένη σε αυτό που συμβαίνει: να δίνεται ενώ προσέχουμε το παιδί, π.χ. το κοιτάμε στα μάτια και στεκόμαστε στο ύψος του όταν του μιλάμε.
– Προσανατολισμένη στην αναγνώριση της προσπάθειας και όχι μόνο στην επιτυχία: να δίνεται όταν το παιδί καταφέρνει κάτι, αλλά και ενδιάμεσα, όσο δείχνει να προσπαθεί, ώστε να ενθαρρύνεται να βάλει τα δυνατά του μέχρι το τέλος.
– Σταθερή και συνεπής: να ενισχύει σε κάθε ευκαιρία το παιδί, καθημερινά και χωρίς διακυμάνσεις.
Ο τρόπος που ένας γονιός ορίζει, διατυπώνει και επικοινωνεί τα όρια, είναι πολύ σημαντικός.
1. Οι τρόποι πειθαρχίας που θα μεταχειριστεί ένας γονιός εξαρτώνται από τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς και αυτή του παιδιού του. Τι ταιριάζει στον ίδιο, με ποιο τρόπο θα το κάνει, τι πιάνει στο παιδί του; Ό,τι ξέρει ο γονιός γύρω από το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες του παιδιού του είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Μπορεί για ένα παιδί η στέρηση των παιχνιδιών του να είναι η μέγιστη τιμωρία, ενώ για ένα άλλο να μη σημαίνει κάτι. Ή μπορεί το να κοιτά τον τοίχο για λίγα λεπτά να είναι ό,τι χειρότερο, ενώ να μην ενοχλείται καθόλου άμα δε φάει σοκολάτα για μια μέρα.
2. Τα όρια πρέπει να συμβαδίζουν με το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της ηλικίας του. Όσο πιο μικρό το παιδί, τόσο πιο σύντομες, ξεκάθαρες και λιτές οι εντολές του γονιού προς αυτό. Αν πρόκειται για βρέφος ή νήπιο που μόλις άρχισε να στέκεται στα πόδια του, ο γονιός μπορεί να στρέψει την προσοχή του σε μια άλλη δραστηριότητα. Από την άλλη, για ένα παιδί άνω των δύο ετών, η επιβολή των ορίων είναι πιο σύνθετη διαδικασία, καθώς περιλαμβάνει διάλογο, εξηγήσεις και διαπραγμάτευσεις. Συχνά το παιδί από μόνο του προκαλεί το γονιό κάνοντας ερωτήσεις, π.χ. «Γιατί μπαμπά; Δεν είναι δίκαιο!». Απαντήσεις τύπου «γιατί έτσι το λέω εγώ!» ή «είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις» δεν έχουν αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι απαγορεύσεις που δεν συνοδεύονται από κάποια εξήγηση δε γίνονται κατανοητές από το παιδί, αλλά φαίνονται σαν περιορισμός. Κανείς δεν υπακούει απλά επειδή κάποιος του λέει ότι αυτό είναι το σωστό. Αφήνουμε το παιδί να μας πει την άποψή του και κάνουμε ειλικρινή προσπάθεια για διάλογο. Είναι μια από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει ένας γονιός. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν και ειδικά στην εφηβεία, το παιδί που δεν του δόθηκε ουσιαστικός χρόνος και χώρος να εκφραστεί, έχει περισσότερες πιθανότητες να αποφεύγει συζητήσεις με τους γονείς.
3. Το παιδί μαθαίνει από αυτό που κάνουμε και όχι από αυτό που του λέμε. Το προσωπικό μας παράδειγμα αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση για το παιδί. Αν δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια σε εμάς πρώτα, τότε πώς θα βάλουμε στους άλλους; Τα παιδιά κατανοούν πιο εύκολα το τι είμαστε και πώς λειτουργούμε, παρά το τι λέμε. Για παράδειγμα, τι κάνουμε εμείς οι γονείς όταν είμαστε θυμωμένοι, αγχωμένοι, απογοητευμένοι, όταν δε γίνεται το δικό μας κλπ. Τι θα σήμαινε για το παιδί του παραδείγματός μας αν ο πατέρας του άρχιζε να του φωνάζει μέσα στο κατάστημα, το χτύπαγε ή …; Πώς θα ένιωθε εκείνο μετά; Από την άλλη, στην περίπτωση που το χάσουμε και παραφερθούμε, δεν τελείωσαν όλα. Κανένας δεν είναι τέλειος, αλλά τον τιμά περισσότερο το να το αναγνωρίζει και να παραδέχεται τα λάθη του, γιατί έτσι γίνεται καλύτερος. Τέλειοι γονείς δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και τέλεια παιδιά…
4. Δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά. Ξεχωρίζουμε ποια είναι προς διαπραγμάτευση και ποια όχι, π.χ. είναι το ίδιο αν ο δίχρονος γιος μου χοροπηδάει στα πατώματα τις ώρες κοινής ησυχίας και αν χτυπάει την αδερφή του για να πάρει ένα παιχνίδι; Αν η έφηβη κόρη μου θέλει να βάλει το αγαπημένο της μπλουζάκι στο πάρτι ακόμα και αν αυτό είναι βρώμικο, είναι λιγότερο σημαντικό από το να επιστρέψει αργότερα από την ώρα που έχουμε συμφωνήσει. Διαχωρίζω τα ζητήματα και ασχολούμαι με κάποια, όχι με όλα, γιατί αλλιώς θα κάνω κήρυγμα όλη μέρα και το παιδί μου θα γίνει σκέτος τύραννος ή θα απομονωθεί εντελώς. Η σχέση μου μαζί του θα διαταραχθεί και αυτό δεν το θέλω με τίποτα στον κόσμο.
5. Η επικοινωνία πρέπει να είναι παρούσα και συγκεκριμένη, χωρίς αναφορές στο παρελθόν, να αφορά το «Εδώ και Τώρα»: («…και την περασμένη φορά τα ίδια έκανες!»), χωρίς προφητείες για το μέλλον («…ποτέ δεν θα αλλάξεις!») και χωρίς γενικεύσεις (πάντα, ποτέ, όλοι, κανένας…). Πώς αισθάνεται κάποιος όταν κάνει ένα λάθος στη δουλειά και ο εργοδότης του λέει «Πάλι λάθος έκανες! Αδιόρθωτος είσαι πια! Όλοι έχουν καταλάβει πώς λειτουργεί το σύστημα, αλλά εσύ ποτέ σου!»; Ματαίωση, απόρριψη, απογοήτευση, ντροπή, χαμηλή αυτοεκτίμηση, θυμό, πίκρα, παραίτηση και καμία διάθεση για περαιτέρω προσπάθεια κλπ.
Μέσα από όλα τα παραπάνω, κατανοούμε τη μεγάλη σημασία που διαδραματίζουν τα όρια στην ανάπτυξη των παιδιών. Το είδος των οικογενειακών σχέσεων, η αυτοπεποίθηση και σιγουριά του γονέα για την επιβολή ορίων σε συνδυασμό με την έμπρακτη αγάπη προς το παιδί αποτελούν τα βασικά συστατικά της επιβολής ορίων στα παιδιά. Τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα παιδιά, ικανούς και ολοκληρωμένους ενήλικες, οι οποίοι καθώς μεγαλώνουν θα έχουν περισσότερες ευθύνες, μα και περισσότερα δικαιώματα.
Η αγάπη θεραπεύει
Η αγάπη στην κοινωνική της μορφή, εκφράζεται σαν μια συναλλαγή, ένα συμβόλαιο μπορούμε να πούμε.
Τι μου δίνεις, τι σου δίνω. Να η συναλλαγή η οποία μόλις χάσει το ζύγι της χάνεται η αγάπη. Αυτό, αγάπη δεν είναι.
Τι θα θυσιάσεις για μένα, τι είμαι πρόθυμος να θυσιάσω για σένα. Να το συμβόλαιο που μόλις αθετηθεί, η αγάπη στρέφεται σε μίσος και εχθρότητα. Αυτό, αγάπη δεν είναι.
Η αγάπη σε ατομικό επίπεδο εκφράζεται σαν εξασφάλιση από τους φόβους μας.
Σε αγαπώ γιατί νοιώθω ασφαλής, γιατί προσδοκώ να βρω αυτά που δεν βρίσκω από τον εαυτό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος, γιατί θέλω να σε χρησιμοποιήσω ώστε να ορθοποδήσω. Να γιατί τον πρώτο καιρό αυτή η αγάπη ανθίζει ενώ μετά μετατρέπεται σε τέρας. Κανείς δεν μπορεί να φορτωθεί το βάρος της προσωπικότητας του άλλου και να γίνει οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες του. Αυτό αγάπη δεν είναι.
Η αγάπη στις παραδόσεις μας είναι ο δράκος της εκπλήρωσης.
Έτσι καβαλάμε άλογα με το δόρυ μας κυνηγώντας άπιαστους ανεμόμυλους καθώς το ολόκληρό μας αναζητούμε για να αισθανθούμε την πληρότητα. Ψάχνουμε την αγάπη σε ένα έτερο ήμισυ, τη στιγμή που η αγάπη είναι η εκδήλωση της ολότητας αυτού που είμαι, και παραμένουμε αναζητητές του βλέμματος του δράκου. Οι δράκοι όμως βγάζουν φλόγες και οι φλόγες της αγάπης σε καίνε μόνο για να μετατρέψουν το σίδερο σε ατσάλι, και όχι για να αφήσουν πίσω τους στάχτες. Όσο μένουν στάχτες, αγάπη δεν είναι.
Αν την ορίσουμε, θα χάσουμε από το νόημά της, γιατί οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν ένα βίωμα. Αν πούμε ότι είναι η πνοή του Θεού στη δημιουργία όλη, κοντά θα είμαστε στο πως την αντιλαμβανόμαστε.
Η αγάπη θεραπεύει, αυξάνει και αυξάνεται, αποδέχεται όλη τη δημιουργία όπως είναι, επιθυμεί συνεχώς να γνωρίζει, σέβεται, διευκολύνει, χαίρεται και λυπάται, γελά και κλαίει, ζει στο άχρονο και άτοπο τώρα χωρίς να συγκρίνει, χωρίς να χωρίζει και χωρίς να κατακρίνει. Μέσα από τη σιωπή διδάσκει και μέσα στη σιωπή περιμένει με υπομονή να βλαστήσουν τα λόγια της.
Αν όλοι την πολεμάνε, εκείνη θα κερδίζει. Αν κανείς δεν την καταλαβαίνει, εκείνη θα θεριεύει μέχρι τα μάτια μας να ανοίξουν. Αν της γυρνάμε την πλάτη, εκείνη θα μας αγκαλιάζει για να μας ζεστάνει από πίσω. Αν την απαρνιόμαστε κουκουλωμένοι στους φόβους μας, εκείνη θα μας αφυπνίζει στα όνειρά μας. Αν τη σκοτώνουμε χρησιμοποιώντας το όνομά της, εκείνη θα ξαναγεννιέται πάντα με την Αλήθεια της.
Η αγάπη στην κρυσταλλική της μορφή, συμπονά. Στην ανθρώπινή της μορφή, θα τη βρείτε στα μάτια ενός μωρού.
Τι μου δίνεις, τι σου δίνω. Να η συναλλαγή η οποία μόλις χάσει το ζύγι της χάνεται η αγάπη. Αυτό, αγάπη δεν είναι.
Τι θα θυσιάσεις για μένα, τι είμαι πρόθυμος να θυσιάσω για σένα. Να το συμβόλαιο που μόλις αθετηθεί, η αγάπη στρέφεται σε μίσος και εχθρότητα. Αυτό, αγάπη δεν είναι.
Η αγάπη σε ατομικό επίπεδο εκφράζεται σαν εξασφάλιση από τους φόβους μας.
Σε αγαπώ γιατί νοιώθω ασφαλής, γιατί προσδοκώ να βρω αυτά που δεν βρίσκω από τον εαυτό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος, γιατί θέλω να σε χρησιμοποιήσω ώστε να ορθοποδήσω. Να γιατί τον πρώτο καιρό αυτή η αγάπη ανθίζει ενώ μετά μετατρέπεται σε τέρας. Κανείς δεν μπορεί να φορτωθεί το βάρος της προσωπικότητας του άλλου και να γίνει οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες του. Αυτό αγάπη δεν είναι.
Η αγάπη στις παραδόσεις μας είναι ο δράκος της εκπλήρωσης.
Έτσι καβαλάμε άλογα με το δόρυ μας κυνηγώντας άπιαστους ανεμόμυλους καθώς το ολόκληρό μας αναζητούμε για να αισθανθούμε την πληρότητα. Ψάχνουμε την αγάπη σε ένα έτερο ήμισυ, τη στιγμή που η αγάπη είναι η εκδήλωση της ολότητας αυτού που είμαι, και παραμένουμε αναζητητές του βλέμματος του δράκου. Οι δράκοι όμως βγάζουν φλόγες και οι φλόγες της αγάπης σε καίνε μόνο για να μετατρέψουν το σίδερο σε ατσάλι, και όχι για να αφήσουν πίσω τους στάχτες. Όσο μένουν στάχτες, αγάπη δεν είναι.
Αν την ορίσουμε, θα χάσουμε από το νόημά της, γιατί οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν ένα βίωμα. Αν πούμε ότι είναι η πνοή του Θεού στη δημιουργία όλη, κοντά θα είμαστε στο πως την αντιλαμβανόμαστε.
Η αγάπη θεραπεύει, αυξάνει και αυξάνεται, αποδέχεται όλη τη δημιουργία όπως είναι, επιθυμεί συνεχώς να γνωρίζει, σέβεται, διευκολύνει, χαίρεται και λυπάται, γελά και κλαίει, ζει στο άχρονο και άτοπο τώρα χωρίς να συγκρίνει, χωρίς να χωρίζει και χωρίς να κατακρίνει. Μέσα από τη σιωπή διδάσκει και μέσα στη σιωπή περιμένει με υπομονή να βλαστήσουν τα λόγια της.
Αν όλοι την πολεμάνε, εκείνη θα κερδίζει. Αν κανείς δεν την καταλαβαίνει, εκείνη θα θεριεύει μέχρι τα μάτια μας να ανοίξουν. Αν της γυρνάμε την πλάτη, εκείνη θα μας αγκαλιάζει για να μας ζεστάνει από πίσω. Αν την απαρνιόμαστε κουκουλωμένοι στους φόβους μας, εκείνη θα μας αφυπνίζει στα όνειρά μας. Αν τη σκοτώνουμε χρησιμοποιώντας το όνομά της, εκείνη θα ξαναγεννιέται πάντα με την Αλήθεια της.
Η αγάπη στην κρυσταλλική της μορφή, συμπονά. Στην ανθρώπινή της μορφή, θα τη βρείτε στα μάτια ενός μωρού.
Αφήστε την αγάπη να σας σκοτώσει
Η αγάπη είναι αυτό που όλοι θέλουμε βαθιά μέσα μας, αλλά και όλοι φοβόμαστε υπερβολικά. Η αγάπη είναι η πιο γαλήνια κατάσταση της συνείδησης που μπορεί να έχει κάποιος, όμως και η πιο τρομακτική. Η αγάπη είναι θεραπευτική, αλλά μπορεί να είναι και οδυνηρή.
Ο φόβος να αγαπήσουμε
Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλάνε για αγάπη, αλλά πολλοί από αυτούς δεν είναι στοργικοί ούτε πρόθυμοι να αγαπήσουν. Την αγάπη την θέλουν όλοι, αλλά μόνο λίγοι τολμάνε να έρθουν έστω και κοντά της.
Η αγάπη φαίνεται απειλητική στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων. Γιατί; Επειδή η αγάπη είναι, κατά μία έννοια, θάνατος. Ο θάνατος του Εγώ. Να αγαπάς, σημαίνει να αφήνεσαι, να αφήνεις την αίσθηση του εαυτού και να χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου. Σημαίνει να διαλύεις τα όρια μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. Αυτό ωστόσο, είναι κάτι επικίνδυνο για να κάνουμε. Από την οπτική του Εγώ. Για το Εγώ, η αγάπη είναι κακιά και συνεπώς κάτι που πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο.
Το Εγώ έχει μια ταυτότητα που πήρε πολύ καιρό για να χτιστεί και τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό για το Εγώ όσο να του πάρουν μακριά από αυτό την ταυτότητά του. Αν του την πάρουνε μακριά τότε το Εγώ θα σταματήσει να υπάρχει. Συνεπώς το Εγώ κάνει τα πάντα για να καθησυχάσει τον εαυτό του για την ταυτότητά του. Προσπαθεί να κάνει γνωστή την παρουσία του όλη την ώρα και ο καλύτερος τρόπος για να το καταφέρει αυτό είναι με το να προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ του ιδίου και των άλλων. Για το Εγώ ο κόσμος είναι γεμάτος με πολλά Εγώ και τα πολλά Εγώ είναι διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Το Εγώ πιστεύει ότι υπάρχει ένα μεγάλο τείχος μεταξύ εμένα και εσένα που μας διαχωρίζει.
Σε στιγμές αγάπης, το τεχνητό τείχος μεταξύ του εαυτού και του άλλου, σπάει και η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού αρχίζει να ξεθωριάζει. Το Εγώ λιώνει στην παρουσία της αγάπης. Τα δύο πρόσωπα που αγαπιούνται ενώνονται σε μία μοναδική συνείδηση. Το Εγώ φοβάται μέχρι θανάτου γιατί νιώθει την καυτή παρουσία της αγάπης, και στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτήν, φωνάζει δυνατά σε εσάς, προσπαθώντας να σας απομακρύνει από την αγάπη και να σας πείσει να μη φύγετε από αυτό.
Αφήστε την αγάπη να σας σκοτώσει
Ασχέτως του τι σας λέει το Εγώ σας, μην του δίνετε σημασία. Ή πείτε του να το βουλώσει και προσφέρετε τον εαυτό σας στη φωτιά της αγάπης. Παραδοθείτε σε αυτήν ολοκληρωτικά. Αφήστε την αγάπη να γίνει ο αφέντης και εσείς ο υπηρέτης της. Αφήστε την να σας καταστρέψει ολοκληρωτικά.
Πιστέψτε με, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στη ζωή από το να πεθαίνουμε…..από αγάπη. Είναι ένας γλυκός θάνατος και μόλις πεθάνετε ως Εγώ, θα ξαναγεννηθείτε ως η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας. Και τότε η ζωή σας θα μεταμορφωθεί τελείως.
Όταν νιώσετε το άγγιγμα της αγάπης, δεν θα είστε οι ίδιοι ξανά. Δεν θα νιώθετε μικροί, μόνοι και φοβισμένοι. Θα νιώθετε πολύ καλύτερα απ’ ότι έχετε νιώσει στο παρελθόν. Θα είστε πιο ζωντανοί από ποτέ. Θα ευθυγραμμιστείτε με την ειρήνη και την γαλήνη και τίποτα δε θα είναι ικανό να χαλάσει την εσωτερική σας ηρεμία.
Τι περιμένετε λοιπόν; Πέστε στις φλόγες της αγάπης
Ο φόβος να αγαπήσουμε
Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλάνε για αγάπη, αλλά πολλοί από αυτούς δεν είναι στοργικοί ούτε πρόθυμοι να αγαπήσουν. Την αγάπη την θέλουν όλοι, αλλά μόνο λίγοι τολμάνε να έρθουν έστω και κοντά της.
Η αγάπη φαίνεται απειλητική στα μάτια των περισσότερων ανθρώπων. Γιατί; Επειδή η αγάπη είναι, κατά μία έννοια, θάνατος. Ο θάνατος του Εγώ. Να αγαπάς, σημαίνει να αφήνεσαι, να αφήνεις την αίσθηση του εαυτού και να χάνεσαι μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου. Σημαίνει να διαλύεις τα όρια μεταξύ του Εγώ και του Εσύ. Αυτό ωστόσο, είναι κάτι επικίνδυνο για να κάνουμε. Από την οπτική του Εγώ. Για το Εγώ, η αγάπη είναι κακιά και συνεπώς κάτι που πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο.
Το Εγώ έχει μια ταυτότητα που πήρε πολύ καιρό για να χτιστεί και τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό για το Εγώ όσο να του πάρουν μακριά από αυτό την ταυτότητά του. Αν του την πάρουνε μακριά τότε το Εγώ θα σταματήσει να υπάρχει. Συνεπώς το Εγώ κάνει τα πάντα για να καθησυχάσει τον εαυτό του για την ταυτότητά του. Προσπαθεί να κάνει γνωστή την παρουσία του όλη την ώρα και ο καλύτερος τρόπος για να το καταφέρει αυτό είναι με το να προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ του ιδίου και των άλλων. Για το Εγώ ο κόσμος είναι γεμάτος με πολλά Εγώ και τα πολλά Εγώ είναι διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Το Εγώ πιστεύει ότι υπάρχει ένα μεγάλο τείχος μεταξύ εμένα και εσένα που μας διαχωρίζει.
Σε στιγμές αγάπης, το τεχνητό τείχος μεταξύ του εαυτού και του άλλου, σπάει και η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού αρχίζει να ξεθωριάζει. Το Εγώ λιώνει στην παρουσία της αγάπης. Τα δύο πρόσωπα που αγαπιούνται ενώνονται σε μία μοναδική συνείδηση. Το Εγώ φοβάται μέχρι θανάτου γιατί νιώθει την καυτή παρουσία της αγάπης, και στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτήν, φωνάζει δυνατά σε εσάς, προσπαθώντας να σας απομακρύνει από την αγάπη και να σας πείσει να μη φύγετε από αυτό.
Αφήστε την αγάπη να σας σκοτώσει
Ασχέτως του τι σας λέει το Εγώ σας, μην του δίνετε σημασία. Ή πείτε του να το βουλώσει και προσφέρετε τον εαυτό σας στη φωτιά της αγάπης. Παραδοθείτε σε αυτήν ολοκληρωτικά. Αφήστε την αγάπη να γίνει ο αφέντης και εσείς ο υπηρέτης της. Αφήστε την να σας καταστρέψει ολοκληρωτικά.
Πιστέψτε με, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στη ζωή από το να πεθαίνουμε…..από αγάπη. Είναι ένας γλυκός θάνατος και μόλις πεθάνετε ως Εγώ, θα ξαναγεννηθείτε ως η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας. Και τότε η ζωή σας θα μεταμορφωθεί τελείως.
Όταν νιώσετε το άγγιγμα της αγάπης, δεν θα είστε οι ίδιοι ξανά. Δεν θα νιώθετε μικροί, μόνοι και φοβισμένοι. Θα νιώθετε πολύ καλύτερα απ’ ότι έχετε νιώσει στο παρελθόν. Θα είστε πιο ζωντανοί από ποτέ. Θα ευθυγραμμιστείτε με την ειρήνη και την γαλήνη και τίποτα δε θα είναι ικανό να χαλάσει την εσωτερική σας ηρεμία.
Τι περιμένετε λοιπόν; Πέστε στις φλόγες της αγάπης
Η διαφορά στην εχθρικότητα ενός εγκληματία και ενός νευρωτικού
Το πρόβλημα της ψυχολογίας του ατόμου μέσα στον κοινωνικό χώρο είδε στις σωστές του διαστάσεις ο A.Adler (1870-1935). Μαθητής του S. Freud και ιδρυτής της «Ατομικής ψυχολογίας» δέχεται πως το βασικό κίνητρο δραστηριότητας του ανθρώπου (που πηγάζει απ’ το δυναμικό ασυνείδητο) είναι η ορμή για κοινωνική αναγνώριση, για επικράτηση και κυριαρχία, για υπερνίκηση των μειονεκτημάτων του και δύναμη. Το κάθε άτομο που είναι ξεχωριστό και ανεπανάληπτο φοβάται μήπως το απορρίψει η ομάδα εξαιτίας κάποιας σωματικής ή πνευματικής μειονεξίας του (εσωτερική αιτία) ή όταν το περιβάλλον είναι ακατάλληλο (εξωτερική αιτία) οπότε δεν γίνεται σωστή αποτίμηση της αξίας του. Έτσι, εμποδίζεται η ορμή και η τάση για αναγνώριση, και δημιουργείται ένα πιεστικό συναίσθημα αυτοϋποβιβασμού και κατωτερότητας που θέτει σε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη, ένα «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» (Minderwestigkeits complex).
Σ’ αυτό το συναίσθημα της αυτοϋποβάθμισης το άτομο αντιδρά με δυο τρόπους: α) το αντισταθμίζει με την εξιδανίκευση και τη δημιουργικότητα σ’ έναν άλλο τομέα. Αυτού οφείλονται τα μεγάλα επιτεύγματα των ελαττωματικών ατόμων (Δημοσθένης, Αγησίλαος, Τουλούζ Λωτρέκ, Μπετόβεν κ.ά.) β) το απωθεί προς το ασυνείδητο και παθαίνει «νεύρωση».
Η νεύρωση είναι ένα σύστημα προσωπικών υπεκφυγών και δικαιολογιών που αφορούν αντικοινωνικές αντιδρά σεις συμπεριφοράς. Το άτομο επιχειρεί να δικαιολογήσει την (ανάρμοστη) στάση του ως προς την επίλυση κυρίως τριών βασικών προβλημάτων του: α) την επαγγελματική του αποκατάσταση, β) τη σχέση του με το ετερόφυλο, γ) τις διανθρώπινες σχέσεις του. Τα νευρωσικά συμπτώματα είναι συνήθως φανταστικές ασθένειες για να δικαιολογήσει το άτομο την αδυναμία του.
Σύμφωνα με την Αντλεριανή Ψυχολογία, ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, διαθέτει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή του, την ψυχική του υγεία και τη συνολική ευημερία του. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή είναι το ασυνείδητο, το οποίο εργάζεται για τη μετατροπή των αισθημάτων κατωτερότητας σε αισθήματα ανωτερότητας.
Το κάθε άτομο αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα και αγωνίζεται για την επίτευξη της τελειότητας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ο τρόπος ζωής του ατόμου διαμορφώνεται κατά την περίοδο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και εξαρτάται εν μέρει από εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του που επλήγησαν περισσότερο από το έμφυτο συναίσθημα κατωτερότητας. Επιπλέον, ο αγώνας για την υπεροχή συνυπάρχει με μία άλλη έμφυτη επιθυμία: την ανάγκη για συνεργασία με άλλους ανθρώπους με σκοπό την επίτευξη του κοινού καλού.
Το αντλεριανό μοντέλο εισηγείται ότι οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και οι μηχανισμοί επεξεργασίας αποτελούν εδραιωμένα, ήδη από την ηλικία των πέντε ετών, συστατικά χαρακτηριστικά του ατόμου. Οι σχέσεις που το παιδί διαμορφώνει κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, συνδυαζόμενες με κοινωνικές και περιβαλλοντικές δυνάμεις, ευθύνονται άμεσα για την ανάπτυξη των παραπάνω χαρακτηριστικών.
Ο εγκληματίας είναι ψυχικά άρρωστος που έχει κηρύξει φανερό πόλεμο κατά της κοινωνίας. Ο νευρωτικός όμως αναγνωρίζει τις επιταγές της κοινωνίας και αισθάνεται ακόμα την υποχρέωση να αποκρύψει την εχθρικότητα αυτή. Γι’ αυτό την καλύπτει με την αρρώστια την οποία μεταχειρίζεται ως δικαιολογία για την αποτυχία στη ζωή, ώστε να λύσει ορισμένο πρόβλημα. Ο νευρωτικός επιδιώκει σκοπούς «υψηλούς», απραγματοποίητους και αντικοινωνικούς στη ζωή του, επιχειρεί εγωιστικά πράγματα ακατόρθωτα (που τον ζημιώνουν) ξεχνώντας την παροιμία: «όταν φτερώσει το μυρμήγκι χάνεται» ή «Ο περήφανος έφυγε καβάλα και γύρισε πεζός». Δεν έχει πεποίθηση πως μπορεί να συνεισφέρει κι αυτός κάτι για την τελειοποίηση της κοινωνίας (και του εαυτού του). Είναι ένας αποθαρρημένος φιλόδοξος. Για να θεραπευτεί πρέπει να διαφωτιστεί ότι μόνος του διάλεξε έναν σφαλερό αντικοινωνικό δρόμο, και να ενθαρρυνθεί για να πάρει άλλο δρόμο: ν’ αναπληρώσει την μειονεκτική μειονεκτικότητα με την αφοσίωση στον υψηλό σκοπό που θ’ αναζητήσει μέσα στις «κλίσεις» και «ικανότητες» της εσωτερικότητάς του (που τις είχε παραμελήσει και παραμερίσει). Αυτή η αναπλήρωση θ’ αποτελέσει τη θεραπεία του και την προβολή της αξίας του μέσα στον κοινωνικό χώρο.
Σ’ αυτό το συναίσθημα της αυτοϋποβάθμισης το άτομο αντιδρά με δυο τρόπους: α) το αντισταθμίζει με την εξιδανίκευση και τη δημιουργικότητα σ’ έναν άλλο τομέα. Αυτού οφείλονται τα μεγάλα επιτεύγματα των ελαττωματικών ατόμων (Δημοσθένης, Αγησίλαος, Τουλούζ Λωτρέκ, Μπετόβεν κ.ά.) β) το απωθεί προς το ασυνείδητο και παθαίνει «νεύρωση».
Η νεύρωση είναι ένα σύστημα προσωπικών υπεκφυγών και δικαιολογιών που αφορούν αντικοινωνικές αντιδρά σεις συμπεριφοράς. Το άτομο επιχειρεί να δικαιολογήσει την (ανάρμοστη) στάση του ως προς την επίλυση κυρίως τριών βασικών προβλημάτων του: α) την επαγγελματική του αποκατάσταση, β) τη σχέση του με το ετερόφυλο, γ) τις διανθρώπινες σχέσεις του. Τα νευρωσικά συμπτώματα είναι συνήθως φανταστικές ασθένειες για να δικαιολογήσει το άτομο την αδυναμία του.
Σύμφωνα με την Αντλεριανή Ψυχολογία, ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας, διαθέτει τη δύναμη να μεταμορφώσει τη ζωή του, την ψυχική του υγεία και τη συνολική ευημερία του. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή είναι το ασυνείδητο, το οποίο εργάζεται για τη μετατροπή των αισθημάτων κατωτερότητας σε αισθήματα ανωτερότητας.
Το κάθε άτομο αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα και αγωνίζεται για την επίτευξη της τελειότητας με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ο τρόπος ζωής του ατόμου διαμορφώνεται κατά την περίοδο της πρώιμης παιδικής ηλικίας και εξαρτάται εν μέρει από εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του που επλήγησαν περισσότερο από το έμφυτο συναίσθημα κατωτερότητας. Επιπλέον, ο αγώνας για την υπεροχή συνυπάρχει με μία άλλη έμφυτη επιθυμία: την ανάγκη για συνεργασία με άλλους ανθρώπους με σκοπό την επίτευξη του κοινού καλού.
Το αντλεριανό μοντέλο εισηγείται ότι οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και οι μηχανισμοί επεξεργασίας αποτελούν εδραιωμένα, ήδη από την ηλικία των πέντε ετών, συστατικά χαρακτηριστικά του ατόμου. Οι σχέσεις που το παιδί διαμορφώνει κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, συνδυαζόμενες με κοινωνικές και περιβαλλοντικές δυνάμεις, ευθύνονται άμεσα για την ανάπτυξη των παραπάνω χαρακτηριστικών.
Ο εγκληματίας είναι ψυχικά άρρωστος που έχει κηρύξει φανερό πόλεμο κατά της κοινωνίας. Ο νευρωτικός όμως αναγνωρίζει τις επιταγές της κοινωνίας και αισθάνεται ακόμα την υποχρέωση να αποκρύψει την εχθρικότητα αυτή. Γι’ αυτό την καλύπτει με την αρρώστια την οποία μεταχειρίζεται ως δικαιολογία για την αποτυχία στη ζωή, ώστε να λύσει ορισμένο πρόβλημα. Ο νευρωτικός επιδιώκει σκοπούς «υψηλούς», απραγματοποίητους και αντικοινωνικούς στη ζωή του, επιχειρεί εγωιστικά πράγματα ακατόρθωτα (που τον ζημιώνουν) ξεχνώντας την παροιμία: «όταν φτερώσει το μυρμήγκι χάνεται» ή «Ο περήφανος έφυγε καβάλα και γύρισε πεζός». Δεν έχει πεποίθηση πως μπορεί να συνεισφέρει κι αυτός κάτι για την τελειοποίηση της κοινωνίας (και του εαυτού του). Είναι ένας αποθαρρημένος φιλόδοξος. Για να θεραπευτεί πρέπει να διαφωτιστεί ότι μόνος του διάλεξε έναν σφαλερό αντικοινωνικό δρόμο, και να ενθαρρυνθεί για να πάρει άλλο δρόμο: ν’ αναπληρώσει την μειονεκτική μειονεκτικότητα με την αφοσίωση στον υψηλό σκοπό που θ’ αναζητήσει μέσα στις «κλίσεις» και «ικανότητες» της εσωτερικότητάς του (που τις είχε παραμελήσει και παραμερίσει). Αυτή η αναπλήρωση θ’ αποτελέσει τη θεραπεία του και την προβολή της αξίας του μέσα στον κοινωνικό χώρο.
Η θεωρία της μαθηματικής ψυχολογίας
Η βικτοριανή Αγγλία είχε νιώσει τον ούριο άνεμο της προόδου και της αισιοδοξίας του τέλους του 19ου αιώνα. Διάχυτη στην ατμόσφαιρα ήταν η αίσθηση ότι τα πράγματα καλυτέρευαν κι έτσι ήταν απόλυτα φυσικό να μην υπάρχουν πολλές αφορμές για ενοχλητικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του ταξιδιού. Κι έτσι η βικτοριανή άνθηση γέννησε μια σειρά από αποσαφηνιστές, ανθρώπους που θα μελετούσαν με κάθε λεπτομέρεια τη λειτουργία του συστήματος, όχι όμως ανθρώπους που θα εξέφραζαν επιφυλάξεις για τις βασικές του αξίες ή θα έκαναν ανησυχητικές προγνώσεις για την κατάληξή του. Μια καινούργια ομάδα καθηγητών κυριάρχησε στην κεντρική ζωή της οικονομικής σκέψης. Η συμβολή τους ήταν συχνά σημαντική, όχι όμως ζωτική. Γιατί στη σκέψη ανθρώπων όπως ο Άλφρεντ Μάρσαλ, ο Στάνλεϊ Τζέβονς, ο Τζον Μπέιτς Κλαρκ και το πολλαπλασιαζόμενο επιστημονικό προσωπικό που τους περιστοίχιζε, δεν υπήρχαν πλέον λύκοι στον οικονομικό κόσμο και συνεπώς ούτε δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για να τις αποσαφηνίσει η οικονομική θεωρία. Ο κόσμος όλος απαρτιζόταν από ευχάριστα, αν και φανταστικά, πρόβατα.
Αυτά τα πρόβατα ποτέ δεν είχαν περιγραφεί πιο ξεκάθαρα απ’ όσο σ’ ένα μικρό τόμο με τίτλο Μαθηματική ψυχολογία (Mathematical Psychics), ο οποίος εμφανίστηκε το 1881, μόλις δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Μαρξ. Δεν γράφτηκε από τον σπουδαιότερο των ακαδημαϊκών, αλλά ίσως από τον πιο αποκαλυπτικό — έναν παράξενο, ντροπαλό καθηγητή ονόματι Φράνσις Ισίντρο Έτζγουορθ, ανιψιό εκείνης της Μαρίας Έτζγουορθ που κάποτε έπαιζε παντομίμες με τον Ρικάρντο.
Ο Έτζγουορθ υπήρξε αναμφίβολα ένας εξαίρετος επιστήμονας. Στις τελικές του εξετάσεις στην Οξφόρδη, όταν του έκαναν μια ιδιαίτερα δυσνόητη ερώτηση, ρώτησε τους εξεταστές του: «Να απαντήσω εν συντομία ή εν εκτάσει;» κι έπειτα ρητόρευε επί μισή ώρα, διανθίζοντας την απάντησή του με παρεκβάσεις στα ελληνικά, ενώ οι εξεταστές του τον παρακολουθούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ωστόσο, τον ‘Ετζγουορθ δεν τον ενδιέφεραν τα οικονομικά επειδή αιτιολογούσαν ή εξηγούσαν ή καταδίκαζαν τον κόσμο, ούτε επειδή άνοιγαν καινούργιους ορίζοντες, λαμπερούς ή ζοφερούς, στο μέλλον. Αυτή η ιδιόρρυθμη ψυχή γοητεύθηκε επειδή τα οικονομικά ασχολούνταν με ποσότητες και γιατί ό,τι είχε σχέση με ποσότητες μπορούσε να μεταφραστεί σε μαθηματικά! Η διαδικασία της μετάφρασης απαιτούσε την εγκατάλειψη εκείνου του γεμάτου ένταση κόσμου των προγενέστερων οικονομολόγων, αλλά έδινε σε αντάλλαγμα έναν κόσμο τέτοιας απόλυτης ακρίβειας και εξαίσιας μεθοδικότητας που σε αποζημίωνε και με το παραπάνω για την απώλεια.
Για να φτιαχτεί ένας τέτοιος μαθηματικός καθρέφτης της πραγματικότητας, ήταν προφανές πως ο κόσμος έπρεπε να απλοποιηθεί. Η απλοποίηση του ‘Ετζγουορθ συνοψιζόταν στην εξής υπόθεση: ο κάθε άνθρωπος είναι μια μηχανή απόλαυσης. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ είχε συλλάβει πρώτος αυτή την ιδέα στις αρχές του 19ου αιώνα και την είχε ονομάσει «Λογισμός δημιουργίας ευτυχίας» (Felicifιc Calculus), μια φιλοσοφική θεώρηση της ανθρωπότητας σαν ένα πλήθος από ζωντανές αριθμομηχανές για τον υπολογισμό κερδών και ζημιών, μηχανές που η καθεμιά δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Σ’ αυτή τη γενική φιλοσοφία, ο ‘Ετζγουορθ πρόσθεσε τώρα την ακρίβεια των μαθηματικών για να δημιουργήσει ένα είδος ουτοπίας κατά το πρότυπο του Παγγλώσσου του Βολτέρου — τον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους.
Απ’ όλους όσοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια τέτοια άποψη της κοινωνίας, ο ‘Ετζγουορθ μοιάζει η πιο απίθανη περίπτωση. Ο ίδιος ήταν η πιο κακοφτιαγμένη μηχανή απόλαυσης που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Νευρωτικά συνεσταλμένος, συνήθιζε ν’ αποφεύγει τις χαρές της ανθρώπινης συναναστροφής, προτιμώντας την απομόνωση της λέσχης του- δυστυχής με το βάρος των υλικών αγαθών, απολάμβανε ελάχιστες από τις χαρές που δίνουν στους περισσότερους ανθρώπους τα υπάρχοντα. Τα δωμάτιά του ήταν λιτά, η βιβλιοθήκη του ήταν η δημόσια βιβλιοθήκη και το απόθεμα του υλικού πλούτου του δεν συμπεριλάμβανε πιατικά, χαρτικά ή έστω γραμματόσημα. ‘Ισως η μεγαλύτερη γι’ αυτόν πηγή απόλαυσης βρισκόταν στην κατασκευή μιας υπέροχης οικονομικής ουτοπίας.
Άσχετα όμως από τα κίνητρά του, η υπόθεση του ‘Ετζγουορθ για τη μηχανή απόλαυσης απέδωσε θαυμαστούς πνευματικούς καρπούς. Γιατί, αν η οικονομική επιστήμη οριζόταν ως η μελέτη των ανθρώπινων μηχανισμών απόλαυσης που ανταγωνίζονται για το μερίδιό τους από το συνολικό απόθεμα απόλαυσης της κοινωνίας, τότε Θα μπορούσε να καταδειχτεί -με όλο το αδιάσειστο βάρος του διαφορικού λογισμού- ότι σ’ έναν κόσμο τέλειου ανταγωνισμού κάθε μηχανή απόλαυσης θα επιτύγχανε τη μέγιστη ποσότητα απόλαυσης που μπορεί να απονείμει η κοινωνία. Με άλλα λόγια, αν αυτός δεν ήταν ακόμα ο καλύτερος απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους, θα μπορούσε να γίνει. Δυστυχώς, ο κόσμος δεν ήταν οργανωμένος σαν ένα παιχνίδι τέλειου ανταγωνισμού- οι άνθρωποι είχαν την αξιοθρήνητη συνήθεια να αλληλοϋποστηρίζονται αγνοώντας ηλιθιωδώς τις ευεργετικές συνέπειες που θα προέκυπταν αν ακολουθούσαν πεισματικά αυτό που τους υπαγόρευε το ατομικό τους συμφέρον- τα εργατικά συνδικάτα, για παράδειγμα, παραβίαζαν την αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του» και το αναμφισβήτητο γεγονός των ανισοτήτων του πλούτου και της κοινωνικής θέσης έκαναν το σημείο εκκίνησης του παιχνιδιού κάτι λιγότερο από εντελώς ουδέτερο.
Δεν πειράζει όμως, έλεγε ο ‘Ετζγουορθ. Το φρόντισε κι αυτό η φύση. Ενώ τα εργατικά συνδικάτα ίσως κέρδιζαν βραχυπρόθεσμα μέσα από την κοινή δράση, μπορούσε να αποδειχτεί ότι μακροπρόθεσμα σίγουρα θα έχαναν – δεν ήταν παρά μια προσωρινή ατέλεια στο ιδεώδες πλάνο των πραγμάτων. Κι αν η αριστοκρατική καταγωγή και ο μεγάλος πλούτο, έμοιαζαν στην αρχή να προδικάζουν το αποτέλεσμα του οικονομικού παιχνιδιού, κι αυτό επίσης μπορούσε να συμφιλιωθεί με τη μαθηματική ψυχολογία. Γιατί ενώ όλα τα άτομα ήταν μηχανές απόλαυσης, κάποιες ήταν καλύτερες από τις άλλες. Οι άντρες, για παράδειγμα, ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι από τις γυναίκες να γεμίζουν τους ψυχικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους και οι λεπτεπίλεπτες ευαισθησίες της «αριστοκρατίας της δεξιοτεχνίας και του ταλέντου» ήταν πιο δεκτικές στις ηδονές του ευ ζην από τις χοντροκομμένες μηχανές απόλαυσης των εργατικών τάξεων. Ως εκ τούτου, ο λογισμός των ανθρώπινων μαθηματικών μπορούσε ακόμα να λειτουργήσει πλεονεκτικά- και μάλιστα, δικαίωνε απόλυτα τους διαχωρισμούς φύλου και κοινωνικής θέσης που παρατηρεί κανείς στον κόσμο γύρω του.
Μα η μαθηματική ψυχολογία έκανε κάτι περισσότερο από το να εκλογικεύσει τις δοξασίες του συντηρητισμού. Ο Έτζγουορθ πίστευε πραγματικά ότι η αλγεβρική του διόραση στις ανθρώπινες δραστηριότητες θα μπορούσε ίσως να αποφέρει χρήσιμα αποτελέσματα στον πραγματικό κόσμο. Η ανάλυσή του περιείχε όρους όπως οι εξής:
«Σκέψεις τόσο αφηρημένες», έγραφε ο Έτζγουορθ, «που φυσικά θα ήταν γελοίο να τις ρίξει κανείς στην πλημμυρίδα της πρακτικής πολιτικής. ‘Ισως όμως δεν είναι εκτός τόπου όταν επανερχόμαστε στα μικρά ρυάκια του συναισθήματος και στις μυστικές πηγές των κινήτρων, απ’ όπου πρέπει να προέρχεται κάθε πορεία δράσης».
«Μικρά ρυάκια συναισθήματος» – αν είναι δυνατόν! Τι Θα σκεφτόταν άραγε ο Άνταμ Σμιθ γι’ αυτή τη μεταμόρφωση των πιεστικών εμπόρων του, των άπληστων τεχνιτών του και των πολλαπλασιαζόμενων εργατικών του τάξεων σε όλες αυτές τις κατηγορίες αποχαυνωμένων κυνηγών απόλαυσης; Μάλιστα, ο Χένρι Σίτζγουικ, σύγχρονος του ‘Ετζγουορθ και μαθητής του Τζον Μιλλ, ανακοίνωσε οργισμένος ότι έτρωγε το δείπνο του όχι επειδή είχε αθροίσει τις ικανοποιήσεις που θα απολάμβανε από την τροφή, αλλά επειδή πεινούσε. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ήταν ανώφελες: η θεωρία της μαθηματικής ψυχολογίας ήταν τόσο νοικοκυρεμένη, τόσο γοητευτική, τόσο απαλλαγμένη από προβληματικές ανθρώπινες αδιαλλαξίες και τόσο ανόθευτη από στοχασμούς περί της ανθρώπινης προσπάθειας και της κοινωνικής σύγκρουσης, ώστε η επιτυχία της υπήρξε άμεση.
Αυτά τα πρόβατα ποτέ δεν είχαν περιγραφεί πιο ξεκάθαρα απ’ όσο σ’ ένα μικρό τόμο με τίτλο Μαθηματική ψυχολογία (Mathematical Psychics), ο οποίος εμφανίστηκε το 1881, μόλις δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Μαρξ. Δεν γράφτηκε από τον σπουδαιότερο των ακαδημαϊκών, αλλά ίσως από τον πιο αποκαλυπτικό — έναν παράξενο, ντροπαλό καθηγητή ονόματι Φράνσις Ισίντρο Έτζγουορθ, ανιψιό εκείνης της Μαρίας Έτζγουορθ που κάποτε έπαιζε παντομίμες με τον Ρικάρντο.
Ο Έτζγουορθ υπήρξε αναμφίβολα ένας εξαίρετος επιστήμονας. Στις τελικές του εξετάσεις στην Οξφόρδη, όταν του έκαναν μια ιδιαίτερα δυσνόητη ερώτηση, ρώτησε τους εξεταστές του: «Να απαντήσω εν συντομία ή εν εκτάσει;» κι έπειτα ρητόρευε επί μισή ώρα, διανθίζοντας την απάντησή του με παρεκβάσεις στα ελληνικά, ενώ οι εξεταστές του τον παρακολουθούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Ωστόσο, τον ‘Ετζγουορθ δεν τον ενδιέφεραν τα οικονομικά επειδή αιτιολογούσαν ή εξηγούσαν ή καταδίκαζαν τον κόσμο, ούτε επειδή άνοιγαν καινούργιους ορίζοντες, λαμπερούς ή ζοφερούς, στο μέλλον. Αυτή η ιδιόρρυθμη ψυχή γοητεύθηκε επειδή τα οικονομικά ασχολούνταν με ποσότητες και γιατί ό,τι είχε σχέση με ποσότητες μπορούσε να μεταφραστεί σε μαθηματικά! Η διαδικασία της μετάφρασης απαιτούσε την εγκατάλειψη εκείνου του γεμάτου ένταση κόσμου των προγενέστερων οικονομολόγων, αλλά έδινε σε αντάλλαγμα έναν κόσμο τέτοιας απόλυτης ακρίβειας και εξαίσιας μεθοδικότητας που σε αποζημίωνε και με το παραπάνω για την απώλεια.
Για να φτιαχτεί ένας τέτοιος μαθηματικός καθρέφτης της πραγματικότητας, ήταν προφανές πως ο κόσμος έπρεπε να απλοποιηθεί. Η απλοποίηση του ‘Ετζγουορθ συνοψιζόταν στην εξής υπόθεση: ο κάθε άνθρωπος είναι μια μηχανή απόλαυσης. Ο Τζέρεμι Μπένθαμ είχε συλλάβει πρώτος αυτή την ιδέα στις αρχές του 19ου αιώνα και την είχε ονομάσει «Λογισμός δημιουργίας ευτυχίας» (Felicifιc Calculus), μια φιλοσοφική θεώρηση της ανθρωπότητας σαν ένα πλήθος από ζωντανές αριθμομηχανές για τον υπολογισμό κερδών και ζημιών, μηχανές που η καθεμιά δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Σ’ αυτή τη γενική φιλοσοφία, ο ‘Ετζγουορθ πρόσθεσε τώρα την ακρίβεια των μαθηματικών για να δημιουργήσει ένα είδος ουτοπίας κατά το πρότυπο του Παγγλώσσου του Βολτέρου — τον καλύτερο απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους.
Απ’ όλους όσοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια τέτοια άποψη της κοινωνίας, ο ‘Ετζγουορθ μοιάζει η πιο απίθανη περίπτωση. Ο ίδιος ήταν η πιο κακοφτιαγμένη μηχανή απόλαυσης που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Νευρωτικά συνεσταλμένος, συνήθιζε ν’ αποφεύγει τις χαρές της ανθρώπινης συναναστροφής, προτιμώντας την απομόνωση της λέσχης του- δυστυχής με το βάρος των υλικών αγαθών, απολάμβανε ελάχιστες από τις χαρές που δίνουν στους περισσότερους ανθρώπους τα υπάρχοντα. Τα δωμάτιά του ήταν λιτά, η βιβλιοθήκη του ήταν η δημόσια βιβλιοθήκη και το απόθεμα του υλικού πλούτου του δεν συμπεριλάμβανε πιατικά, χαρτικά ή έστω γραμματόσημα. ‘Ισως η μεγαλύτερη γι’ αυτόν πηγή απόλαυσης βρισκόταν στην κατασκευή μιας υπέροχης οικονομικής ουτοπίας.
Άσχετα όμως από τα κίνητρά του, η υπόθεση του ‘Ετζγουορθ για τη μηχανή απόλαυσης απέδωσε θαυμαστούς πνευματικούς καρπούς. Γιατί, αν η οικονομική επιστήμη οριζόταν ως η μελέτη των ανθρώπινων μηχανισμών απόλαυσης που ανταγωνίζονται για το μερίδιό τους από το συνολικό απόθεμα απόλαυσης της κοινωνίας, τότε Θα μπορούσε να καταδειχτεί -με όλο το αδιάσειστο βάρος του διαφορικού λογισμού- ότι σ’ έναν κόσμο τέλειου ανταγωνισμού κάθε μηχανή απόλαυσης θα επιτύγχανε τη μέγιστη ποσότητα απόλαυσης που μπορεί να απονείμει η κοινωνία. Με άλλα λόγια, αν αυτός δεν ήταν ακόμα ο καλύτερος απ’ όλους τους δυνατούς κόσμους, θα μπορούσε να γίνει. Δυστυχώς, ο κόσμος δεν ήταν οργανωμένος σαν ένα παιχνίδι τέλειου ανταγωνισμού- οι άνθρωποι είχαν την αξιοθρήνητη συνήθεια να αλληλοϋποστηρίζονται αγνοώντας ηλιθιωδώς τις ευεργετικές συνέπειες που θα προέκυπταν αν ακολουθούσαν πεισματικά αυτό που τους υπαγόρευε το ατομικό τους συμφέρον- τα εργατικά συνδικάτα, για παράδειγμα, παραβίαζαν την αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του» και το αναμφισβήτητο γεγονός των ανισοτήτων του πλούτου και της κοινωνικής θέσης έκαναν το σημείο εκκίνησης του παιχνιδιού κάτι λιγότερο από εντελώς ουδέτερο.
Δεν πειράζει όμως, έλεγε ο ‘Ετζγουορθ. Το φρόντισε κι αυτό η φύση. Ενώ τα εργατικά συνδικάτα ίσως κέρδιζαν βραχυπρόθεσμα μέσα από την κοινή δράση, μπορούσε να αποδειχτεί ότι μακροπρόθεσμα σίγουρα θα έχαναν – δεν ήταν παρά μια προσωρινή ατέλεια στο ιδεώδες πλάνο των πραγμάτων. Κι αν η αριστοκρατική καταγωγή και ο μεγάλος πλούτο, έμοιαζαν στην αρχή να προδικάζουν το αποτέλεσμα του οικονομικού παιχνιδιού, κι αυτό επίσης μπορούσε να συμφιλιωθεί με τη μαθηματική ψυχολογία. Γιατί ενώ όλα τα άτομα ήταν μηχανές απόλαυσης, κάποιες ήταν καλύτερες από τις άλλες. Οι άντρες, για παράδειγμα, ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι από τις γυναίκες να γεμίζουν τους ψυχικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους και οι λεπτεπίλεπτες ευαισθησίες της «αριστοκρατίας της δεξιοτεχνίας και του ταλέντου» ήταν πιο δεκτικές στις ηδονές του ευ ζην από τις χοντροκομμένες μηχανές απόλαυσης των εργατικών τάξεων. Ως εκ τούτου, ο λογισμός των ανθρώπινων μαθηματικών μπορούσε ακόμα να λειτουργήσει πλεονεκτικά- και μάλιστα, δικαίωνε απόλυτα τους διαχωρισμούς φύλου και κοινωνικής θέσης που παρατηρεί κανείς στον κόσμο γύρω του.
Μα η μαθηματική ψυχολογία έκανε κάτι περισσότερο από το να εκλογικεύσει τις δοξασίες του συντηρητισμού. Ο Έτζγουορθ πίστευε πραγματικά ότι η αλγεβρική του διόραση στις ανθρώπινες δραστηριότητες θα μπορούσε ίσως να αποφέρει χρήσιμα αποτελέσματα στον πραγματικό κόσμο. Η ανάλυσή του περιείχε όρους όπως οι εξής:
«Σκέψεις τόσο αφηρημένες», έγραφε ο Έτζγουορθ, «που φυσικά θα ήταν γελοίο να τις ρίξει κανείς στην πλημμυρίδα της πρακτικής πολιτικής. ‘Ισως όμως δεν είναι εκτός τόπου όταν επανερχόμαστε στα μικρά ρυάκια του συναισθήματος και στις μυστικές πηγές των κινήτρων, απ’ όπου πρέπει να προέρχεται κάθε πορεία δράσης».
«Μικρά ρυάκια συναισθήματος» – αν είναι δυνατόν! Τι Θα σκεφτόταν άραγε ο Άνταμ Σμιθ γι’ αυτή τη μεταμόρφωση των πιεστικών εμπόρων του, των άπληστων τεχνιτών του και των πολλαπλασιαζόμενων εργατικών του τάξεων σε όλες αυτές τις κατηγορίες αποχαυνωμένων κυνηγών απόλαυσης; Μάλιστα, ο Χένρι Σίτζγουικ, σύγχρονος του ‘Ετζγουορθ και μαθητής του Τζον Μιλλ, ανακοίνωσε οργισμένος ότι έτρωγε το δείπνο του όχι επειδή είχε αθροίσει τις ικανοποιήσεις που θα απολάμβανε από την τροφή, αλλά επειδή πεινούσε. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες ήταν ανώφελες: η θεωρία της μαθηματικής ψυχολογίας ήταν τόσο νοικοκυρεμένη, τόσο γοητευτική, τόσο απαλλαγμένη από προβληματικές ανθρώπινες αδιαλλαξίες και τόσο ανόθευτη από στοχασμούς περί της ανθρώπινης προσπάθειας και της κοινωνικής σύγκρουσης, ώστε η επιτυχία της υπήρξε άμεση.
Η ζωή είναι ένα ειδύλλιο
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ για να γράψετε το παραμύθι της ζωής σας;
Υπάρχει μόνο ένας – κι αυτός είναι με αγάπη. Η αγάπη είναι το κατάλληλο υλικό που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια και βγαίνει από την ατομικότητά μας, από αυτό που είμαστε πραγματικά. Αγαπάμε τον πρωταγωνιστή του παραμυθιού μας και ο πρωταγωνιστής αγαπάει και απολαμβάνει κάθε δευτερεύοντα χαρακτήρα. Δεν φοβόμαστε να πούμε: «Σ’ αγαπώ». Ο νους μας μπορεί να λέει όταν το ακούμε αυτό: «Πώς μπορείς να με αγαπάς όταν δεν με γνωρίζεις καν;» Δεν χρειάζεται να ξέρουμε κάποιον. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε την αγάπη μας. Αγαπάμε επειδή αυτή είναι η απόλαυσή μας. Η αγάπη που βγαίνει από μέσα μας, μας κάνει ευτυχισμένους και δεν έχει σημασία εάν μας απορρίπτουν, επειδή δεν απορρίπτουμε εμείς τον εαυτό μας. Μέσα στο παραμύθι μας μπορούμε να ζούμε μια ρομαντική ιστορία που συνεχώς εξελίσσεται και να είναι τα πάντα όμορφα για εμάς.
Το να ζούμε μέσα στην αγάπη σημαίνει να είμαστε ξανά ζωντανοί. Σημαίνει να επιστρέψουμε στην ατομικότητά μας, σε αυτό που ήμασταν πριν τη γνώση. Όταν ανακτούμε την ατομικότητά μας, ακολουθούμε πάντοτε την αγάπη. Ζούμε τη ζωή μας σαν μια αιώνια ρομαντική ιστορία. Κι αυτό συμβαίνει επειδή όταν αγαπάμε τον εαυτό μας είναι πολύ εύκολο ν’ αγαπήσουμε όλους τους άλλους. Αισθανόμαστε τόσο καλά επειδή είμαστε ο εαυτός μας, ώστε όταν συγκεντρωνόμαστε με άλλους ανθρώπους, το κάνουμε επειδή θέλουμε να μοιραστούμε την ευτυχία μας. Αγαπάμε τόσο πολύ που δεν χρειαζόμαστε κανενός άλλου την αγάπη για να μας κάνει ευτυχισμένους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποδεχόμαστε την αγάπη. Φυσικά και την αποδεχόμαστε. Αποδεχόμαστε το καλό φαγητό, το κρασί, τη μουσική. Γιατί όχι και την καλή αγάπη;
Εάν μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας ως καλλιτέχνη και μπορέσουμε να δούμε ότι η ζωή μας είναι μια δική μας δημιουργία, τότε γιατί να μην δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας το πιο υπέροχο παραμύθι; Είναι δικό μας παραμύθι και απλώς είναι μία επιλογή. Μπορούμε να γράψουμε ένα παραμύθι βασισμένο σε αγάπη και ρομαντισμό, αλλά αυτή η αγάπη πρέπει να ξεκινήσει από τον εαυτό μας. Η πρόκληση βρίσκεται στο να ξεκινήσουμε μια εντελώς καινούργια σχέση ανάμεσα σε εμάς και τον εαυτό μας. Μπορούμε να έχουμε την πιο υπέροχη και ρομαντική σχέση, αλλά για να την αποκτήσουμε πρέπει να αλλάξουμε τις συμφωνίες μας.
Μία συμφωνία που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας με σεβασμό. Να εισάγουμε τη συμφωνία του αυτοσεβασμού και να πούμε στη φωνή μέσα στο κεφάλι μας: «Ήρθε ο καιρός να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο». Αρκετές από τις επικρίσεις μας θα τελειώσουν εκεί, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της αυτο-απόρριψης. Μπορούμε να επιτρέψουμε στη φωνή να μιλάει ακόμα, αλλά ο διάλογος θα είναι πια πολύ καλύτερος. Θα έχουμε ένα σωρό από υπέροχες ιδέες, αυτούς τους υπέροχους διαλόγους μέσα στο κεφάλι μας, και όταν θα τις εκφράζουμε σε άλλους ανθρώπους εκείνοι θα αγαπούν αυτό που τους λέμε. Θα βρίσκουμε τον εαυτό μας να χαμογελάει και να διασκεδάζει, ακόμα και όταν είμαστε μόνοι.
Μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα γιατί είναι τόσο σημαντική η σχέση με τον εαυτό μας. Όταν έχουμε σύγκρουση με τον εαυτό μας, όταν δεν μας αρέσει ο εαυτός μας ή, ακόμα χειρότερα, όταν μισούμε τον εαυτό μας, ο εσωτερικός διάλογος είναι μολυσμένος με δηλητήριο, και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε με τον εαυτό μας. Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας, ακόμα και εάν παραμένει μέσα στο κεφάλι μας η φωνή της γνώσης, μας φέρεται καλά. Αποκτούμε καλή σχέση με τον εαυτό μας όταν τον αγαπάμε και του φερόμαστε με καλοσύνη. Τότε θα βελτιωθεί κάθε σχέση που έχουμε, αλλά πάντα αρχίζουμε με τον εαυτό μας.
Πώς περιμένουμε να φερόμαστε με καλοσύνη σε άλλους ανθρώπους αν δεν είμαστε ευγενικοί με τον εαυτό μας;
Υπάρχει μόνο ένας – κι αυτός είναι με αγάπη. Η αγάπη είναι το κατάλληλο υλικό που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια και βγαίνει από την ατομικότητά μας, από αυτό που είμαστε πραγματικά. Αγαπάμε τον πρωταγωνιστή του παραμυθιού μας και ο πρωταγωνιστής αγαπάει και απολαμβάνει κάθε δευτερεύοντα χαρακτήρα. Δεν φοβόμαστε να πούμε: «Σ’ αγαπώ». Ο νους μας μπορεί να λέει όταν το ακούμε αυτό: «Πώς μπορείς να με αγαπάς όταν δεν με γνωρίζεις καν;» Δεν χρειάζεται να ξέρουμε κάποιον. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε την αγάπη μας. Αγαπάμε επειδή αυτή είναι η απόλαυσή μας. Η αγάπη που βγαίνει από μέσα μας, μας κάνει ευτυχισμένους και δεν έχει σημασία εάν μας απορρίπτουν, επειδή δεν απορρίπτουμε εμείς τον εαυτό μας. Μέσα στο παραμύθι μας μπορούμε να ζούμε μια ρομαντική ιστορία που συνεχώς εξελίσσεται και να είναι τα πάντα όμορφα για εμάς.
Το να ζούμε μέσα στην αγάπη σημαίνει να είμαστε ξανά ζωντανοί. Σημαίνει να επιστρέψουμε στην ατομικότητά μας, σε αυτό που ήμασταν πριν τη γνώση. Όταν ανακτούμε την ατομικότητά μας, ακολουθούμε πάντοτε την αγάπη. Ζούμε τη ζωή μας σαν μια αιώνια ρομαντική ιστορία. Κι αυτό συμβαίνει επειδή όταν αγαπάμε τον εαυτό μας είναι πολύ εύκολο ν’ αγαπήσουμε όλους τους άλλους. Αισθανόμαστε τόσο καλά επειδή είμαστε ο εαυτός μας, ώστε όταν συγκεντρωνόμαστε με άλλους ανθρώπους, το κάνουμε επειδή θέλουμε να μοιραστούμε την ευτυχία μας. Αγαπάμε τόσο πολύ που δεν χρειαζόμαστε κανενός άλλου την αγάπη για να μας κάνει ευτυχισμένους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποδεχόμαστε την αγάπη. Φυσικά και την αποδεχόμαστε. Αποδεχόμαστε το καλό φαγητό, το κρασί, τη μουσική. Γιατί όχι και την καλή αγάπη;
Εάν μπορέσουμε να δούμε τον εαυτό μας ως καλλιτέχνη και μπορέσουμε να δούμε ότι η ζωή μας είναι μια δική μας δημιουργία, τότε γιατί να μην δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας το πιο υπέροχο παραμύθι; Είναι δικό μας παραμύθι και απλώς είναι μία επιλογή. Μπορούμε να γράψουμε ένα παραμύθι βασισμένο σε αγάπη και ρομαντισμό, αλλά αυτή η αγάπη πρέπει να ξεκινήσει από τον εαυτό μας. Η πρόκληση βρίσκεται στο να ξεκινήσουμε μια εντελώς καινούργια σχέση ανάμεσα σε εμάς και τον εαυτό μας. Μπορούμε να έχουμε την πιο υπέροχη και ρομαντική σχέση, αλλά για να την αποκτήσουμε πρέπει να αλλάξουμε τις συμφωνίες μας.
Μία συμφωνία που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμπεριφερόμαστε στον εαυτό μας με σεβασμό. Να εισάγουμε τη συμφωνία του αυτοσεβασμού και να πούμε στη φωνή μέσα στο κεφάλι μας: «Ήρθε ο καιρός να σεβαστούμε ο ένας τον άλλο». Αρκετές από τις επικρίσεις μας θα τελειώσουν εκεί, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της αυτο-απόρριψης. Μπορούμε να επιτρέψουμε στη φωνή να μιλάει ακόμα, αλλά ο διάλογος θα είναι πια πολύ καλύτερος. Θα έχουμε ένα σωρό από υπέροχες ιδέες, αυτούς τους υπέροχους διαλόγους μέσα στο κεφάλι μας, και όταν θα τις εκφράζουμε σε άλλους ανθρώπους εκείνοι θα αγαπούν αυτό που τους λέμε. Θα βρίσκουμε τον εαυτό μας να χαμογελάει και να διασκεδάζει, ακόμα και όταν είμαστε μόνοι.
Μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα γιατί είναι τόσο σημαντική η σχέση με τον εαυτό μας. Όταν έχουμε σύγκρουση με τον εαυτό μας, όταν δεν μας αρέσει ο εαυτός μας ή, ακόμα χειρότερα, όταν μισούμε τον εαυτό μας, ο εσωτερικός διάλογος είναι μολυσμένος με δηλητήριο, και αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε με τον εαυτό μας. Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας, ακόμα και εάν παραμένει μέσα στο κεφάλι μας η φωνή της γνώσης, μας φέρεται καλά. Αποκτούμε καλή σχέση με τον εαυτό μας όταν τον αγαπάμε και του φερόμαστε με καλοσύνη. Τότε θα βελτιωθεί κάθε σχέση που έχουμε, αλλά πάντα αρχίζουμε με τον εαυτό μας.
Πώς περιμένουμε να φερόμαστε με καλοσύνη σε άλλους ανθρώπους αν δεν είμαστε ευγενικοί με τον εαυτό μας;
Όσο περισσότερο ανεβαίνουμε, τόσο πιο μικροί φαινόμαστε σ’ εκείνους που δεν ξέρουν να πετάνε
Ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε έφερε τον κόσμο ανάποδα, με μεγαλειώδεις δηλώσεις όπως “ο Θεός έχει πεθάνει” και εισάγοντας μια νέα κοσμοθεωρία. Προέβη σε μια εξαντλητική κριτική του πολιτισμού, της θρησκείας και της δυτικής φιλοσοφίας.
Το έργο του είναι τιτάνιο, γεμάτο από ριζοσπαστικές εμπνεύσεις: «Είναι ατρόμητος μόνον εκείνος που γνωρίζει τον φόβο αλλά τον ξεπερνάει εκείνος που κοιτάζει την άβυσσο με υπερηφάνεια».
Το αποτέλεσμα της δουλειάς του επηρέασε γενιές θεολόγων, ανθρωπολόγων, φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, ποιητών, αλλά εκτός από αναγνώριση δέχτηκε και κριτική. Ακόμα κι έτσι, ο μεγαλοφυής φιλόσοφος, μουσικός και φιλόλογος, απαντούσε:
«Όσο περισσότερο ανεβαίνουμε, τόσο πιο μικροί φαινόμαστε σ’ εκείνους που δεν ξέρουν να πετάνε».
Υπήρξε φίλος μεγάλων ανδρών της εποχής του, όπως ο συνθέτης Βάγκνερ, γνώρισε την επιτυχία και τον σεβασμό, αλλά όλα αυτά τα έχασε, φτάνοντας στα πρόθυρα της τρέλας και σε πολλές ασθένειες που τον οδήγησαν στο τέλος της ζωής του. Τίποτα, όμως, δεν εμποδίζει το μήνυμά του να είναι βαθιά εμψυχωτικό: «Όταν μεταμορφωνόμαστε ριζικά, οι φίλοι μας, αυτοί που δεν έχουν μεταμορφωθεί, μετατρέπονται σε φαντάσματα του παρελθόντος μας η φωνή τους αντηχεί στ’ αυτιά μας σαν να έρχεται από τα τάρταρα, σαν να μην ακούμε τους εαυτούς μας νεότερους, αλλά σκληρότερους και λιγότερο ώριμους».
Αυτό θυμίζει κάτι που λέει ένας σύγχρονος συγγρα φέας, ο Τζο Ντισπέντσα, για τους δύο κινδύνους που αντιμετωπίζουμε όταν διανύουμε τη μέρα της αλλαγής:
1) Οι άλλοι. Στους ανθρώπους δεν αρέσει να αλλάζουμε, ακόμα κι αν είναι ζήτημα επιβίωσης. Μας έχουν συνηθίσει με έναν ορισμένο τρόπο και τους ανησυχεί να μην είμαστε «ελεγχόμενοι», έτσι όπως μας γνωρίζουν. Γι’ αυτό, όταν αρχίζουμε να κολυμπάμε προς την άλλη όχθη, μας φωνάζουν να γυρίσουμε πίσω. Συνεπώς: Ποτέ μην ακούς τους άλλους όταν έχεις αποφασίσει ν’ αλλάξεις.
2) Οι φόβοι μας. Ο Ντισπέντσα δηλώνει ότι η αλλαγή είναι σαν να διασχίζεις ένα ποτάμι με παγωμένο νερό. Πολλοί ορμάνε και, φτάνοντας στη μέση του ποταμιού, λένε: «Είναι κρύο!», κι επιστρέφουν εκεί που ήταν, στην περιοχή άνεσής τους. Κανένας δε μας είπε πως η αλλαγή θα ήταν άβολη. Γι’ αυτό, ο δεύτερος νόμος θα ήταν: Ποτέ μην ακούς τους φόβους σου όταν έχεις αποφασίσει ν’ αλλάξεις.
Το έργο του είναι τιτάνιο, γεμάτο από ριζοσπαστικές εμπνεύσεις: «Είναι ατρόμητος μόνον εκείνος που γνωρίζει τον φόβο αλλά τον ξεπερνάει εκείνος που κοιτάζει την άβυσσο με υπερηφάνεια».
Το αποτέλεσμα της δουλειάς του επηρέασε γενιές θεολόγων, ανθρωπολόγων, φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, ψυχολόγων, ποιητών, αλλά εκτός από αναγνώριση δέχτηκε και κριτική. Ακόμα κι έτσι, ο μεγαλοφυής φιλόσοφος, μουσικός και φιλόλογος, απαντούσε:
«Όσο περισσότερο ανεβαίνουμε, τόσο πιο μικροί φαινόμαστε σ’ εκείνους που δεν ξέρουν να πετάνε».
Υπήρξε φίλος μεγάλων ανδρών της εποχής του, όπως ο συνθέτης Βάγκνερ, γνώρισε την επιτυχία και τον σεβασμό, αλλά όλα αυτά τα έχασε, φτάνοντας στα πρόθυρα της τρέλας και σε πολλές ασθένειες που τον οδήγησαν στο τέλος της ζωής του. Τίποτα, όμως, δεν εμποδίζει το μήνυμά του να είναι βαθιά εμψυχωτικό: «Όταν μεταμορφωνόμαστε ριζικά, οι φίλοι μας, αυτοί που δεν έχουν μεταμορφωθεί, μετατρέπονται σε φαντάσματα του παρελθόντος μας η φωνή τους αντηχεί στ’ αυτιά μας σαν να έρχεται από τα τάρταρα, σαν να μην ακούμε τους εαυτούς μας νεότερους, αλλά σκληρότερους και λιγότερο ώριμους».
Αυτό θυμίζει κάτι που λέει ένας σύγχρονος συγγρα φέας, ο Τζο Ντισπέντσα, για τους δύο κινδύνους που αντιμετωπίζουμε όταν διανύουμε τη μέρα της αλλαγής:
1) Οι άλλοι. Στους ανθρώπους δεν αρέσει να αλλάζουμε, ακόμα κι αν είναι ζήτημα επιβίωσης. Μας έχουν συνηθίσει με έναν ορισμένο τρόπο και τους ανησυχεί να μην είμαστε «ελεγχόμενοι», έτσι όπως μας γνωρίζουν. Γι’ αυτό, όταν αρχίζουμε να κολυμπάμε προς την άλλη όχθη, μας φωνάζουν να γυρίσουμε πίσω. Συνεπώς: Ποτέ μην ακούς τους άλλους όταν έχεις αποφασίσει ν’ αλλάξεις.
2) Οι φόβοι μας. Ο Ντισπέντσα δηλώνει ότι η αλλαγή είναι σαν να διασχίζεις ένα ποτάμι με παγωμένο νερό. Πολλοί ορμάνε και, φτάνοντας στη μέση του ποταμιού, λένε: «Είναι κρύο!», κι επιστρέφουν εκεί που ήταν, στην περιοχή άνεσής τους. Κανένας δε μας είπε πως η αλλαγή θα ήταν άβολη. Γι’ αυτό, ο δεύτερος νόμος θα ήταν: Ποτέ μην ακούς τους φόβους σου όταν έχεις αποφασίσει ν’ αλλάξεις.
Ο Αριστοτέλης, η έννοια της ισότητας και η υπεροχή των πολλών
Σχετικά με την έννοια του δικαίου, για τον Αριστοτέλη τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: «το δίκαιο αποτελεί πολιτικό αγαθό το οποίο συνίσταται στο κοινό συμφέρον». Με άλλα λόγια το δίκαιο, ως ρυθμιστής των ανθρωπίνων σχέσεων, δηλαδή ως καθοριστικός παράγοντας της συνύπαρξης, δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί πολιτικό αγαθό, αφού αυτό που ονομάζουμε πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνύπαρξη που λειτουργεί οργανωμένα, που αποκτά δηλαδή θεσμικό περιεχόμενο. Το αίσθημα του δικαίου, ως διασφάλιση της ισοτιμίας ανάμεσα στα μέλη, είναι η πιστοποίηση της περιφρούρησης όλων των ατομικών ελευθεριών ή αλλιώς η εγγύηση της πάταξης κάθε αυθαιρεσίας. Κι αυτό είναι η κοινωνική γαλήνη που εξασφαλίζει τη συνοχή και τη συνέχεια της κοινωνίας. Η επισήμανση του κοινού συμφέροντος, θα λέγαμε ότι αποτελεί την πεμπτουσία της συνύπαρξης, αφού η συνύπαρξη που αποσκοπεί μόνο στο συμφέρον των λίγων εκλαμβάνεται περισσότερο ως εκμετάλλευση. Κι εδώ ακριβώς ξεκινά η αριστοτελική προβληματική αναφορικά με τη σημασία του δικαίου: «Η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται το δίκαιο κάπως ως ισότητα και ως ένα σημείο και οι στοχαστές συμφωνούν για τις φιλοσοφικές τους αναλύσεις για το δίκαιο, για τις οποίες έγινε λόγος σχετικά στα Ηθικά (δηλαδή ποια είναι η έννοια του δικαίου και ότι το δίκαιο υφίσταται σε σχέση πάντα με κάποιους. Ακόμη υπάρχει η άποψη ότι η ισότητα πρέπει να ισχύει ανάμεσα στους ίσους). Όμως οφείλουμε να μην παραβλέψουμε το ερώτημα ποιοι είναι οι ίσοι για τους οποίους ισχύει η ισότητα και ποιοι οι ανώτεροι για τους οποίους ισχύει η ανισότητα».
Και βέβαια, εδώ δε γίνεται λόγος για ανθρώπους ανώτερους και κατώτερους (αυτά αφορούν μόνο τις συγκρίσεις με τους δούλους) μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Η αντίληψη αυτή, που συνήθως σχετίζεται με τον πλούτο ή την καταγωγή, κρίνεται απολύτως εσφαλμένη. Εδώ μιλάμε για ανωτερότητα και κατωτερότητα του καθενός ανάλογα με την αξία του σε κάθε επιμέρους θέμα. Αυτός που είναι ανώτερος στο παίξιμο του αυλού από τους άλλους δε σημαίνει ότι είναι και ολοκληρωτικά ανώτερος. Με τον ίδιο τρόπο αυτός που υπερέχει στον πλούτο ή την καταγωγή δε σημαίνει ότι υπερέχει σε όλα: «δε δίνουμε τους καλύτερους αυλούς στους αυλητές με την αριστοκρατική καταγωγή (επειδή λόγω καταγωγής δεν πρόκειται να παίξουν τον αυλό καλύτερα). Η λογική υπαγορεύει να δώσουμε τους καλύτερους αυλούς σε αυτόν που υπερέχει στην επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου». Η λογική που θέλει τους πλούσιους ή τους ευγενείς να υπερέχουν σε όλα ισοδυναμεί με την πεποίθηση ότι ο πλούτος και η καταγωγή μπορούν να συγκριθούν με όλα (σαν να είναι όλα ίδια) και μάλιστα να υπερέχουν: «σύμφωνα με την ίδια λογική κάθε αγαθό θα ήταν δυνατό να συγκριθεί με κάθε άλλο αγαθό. Αν δηλαδή προς σύγκριση είναι το ανάστημα, ενδέχεται γενικά το ανάστημα να συγκριθεί με τον πλούτο και την ελευθερία». Το να πούμε ότι ο πιο ψηλός είναι και ο πιο πλούσιος είναι τόσο παράλογο όσο και το να νομίζει κάποιος ότι πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης επειδή είναι πλούσιος. Η ανωτερότητα του καθενός αναγνωρίζεται και απονέμεται στον τομέα που υφίσταται. Κι αυτός είναι και ο δρόμος για την καταξίωση όλων των ανθρώπων.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ισότητα δεν υφίσταται ως ισοπέδωση. Δε λειτουργεί δηλαδή ως μηχανισμός που από θέση αρχής εξομοιώνει τους ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι. Η ισότητα προϋποθέτει την αμερόληπτη αξιολόγηση των ανθρώπων και την αποτίμηση στον καθένα αυτού που του αξίζει. Η ισότητα που θέλει τον καλύτερο αυλητή να θεωρείται το ίδιο με το χειρότερο είναι αδικία. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης επιμένει ότι η ισότητα αφορά τους ίσους και η ανισότητα τους άνισους. Γιατί θέλει να διασφαλίσει την παράμετρο της αξίας αποδίδοντας στην ισότητα την ολοκληρωμένη της μορφή. Και βέβαια η αναγνώριση της ανωτερότητας κάποιου σε κάτι δεν πρέπει να γενικεύεται καταλαμβάνοντας και άλλους τομείς που δεν έχουν καμία σχέση: «αν άλλοι είναι αργοί και άλλοι γρήγοροι δρομείς, αυτό καθόλου δε δικαιολογεί πολιτικό πλεονέκτημα για τους μεν και μειονέκτημα για τους άλλους. Στους αθλητικούς αγώνες όμως η διαφορά τους είναι λογικό να εκτιμάται». Όμως, αν στο ανάστημα και στο τρέξιμο τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα, δε θα λέγαμε το ίδιο και στην αξιολόγηση του καλύτερου αυλητή, αφού το υποκειμενικό στοιχείο αναγκαστικά περιπλέκει τα πράγματα. Πόσο μάλλον στα πολιτικά ζητήματα, που αφορούν τη διαχείριση της εξουσίας.
Πέρα από κάθε αμφιβολία αυτοί που πρέπει να διεκδικήσουν τα αξιώματα πρέπει να είναι οι άνθρωποι που τα αξίζουν, αυτοί δηλαδή που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στο βάρος της ευθύνης που συνεπάγεται, υπηρετώντας σε κάθε περίπτωση το κοινό συμφέρον. Και βέβαια δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για ελεύθερους πολίτες. Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την ελευθερία μόνο σε συνάρτηση με τον ελεύθερο χρόνο (κατά τη γνώμη του ο ελεύθερος χρόνος είναι η παράμετρος που δίνει ποιότητα στον άνθρωπο) κι όχι με την τυπική έννοια της παροχής πολιτικών δικαιωμάτων (τους χειρώνακτες εργάτες που αναγκαστικά δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για την επιβίωση τους θεωρούσε δούλους ασχέτως αν είχαν πολιτικά δικαιώματα) δε θα μπορούσαμε να βρούμε καταλληλότερους διεκδικητές των πολιτικών αξιωμάτων από τους πλούσιους, τους ευγενείς και τους ελεύθερους: «Κατά λογική αναγκαιότητα, επομένως, η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων εκδηλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνα τα μέρη που συνιστούν την πόλη. Για το λόγο αυτό δικαιολογημένα διεκδικούν τα πολιτικά αξιώματα οι ευγενείς, οι ελεύθεροι και οι πλούσιοι». Το ότι προκρίνει αυτές τις τάξεις ως καταλληλότερες για τις θέσεις της εξουσίας δε σημαίνει ούτε ότι υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη από αυτές ούτε ότι τάσσεται υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Εξάλλου έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι τα πολιτεύματα που δεν αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον είναι στρεβλά, αφού δεν πρέπει να εξυπηρετούνται ούτε τα συμφέροντα του ενός ούτε των πλουσίων ούτε των απόρων. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαχείριση της εξουσίας που συμπλέει με τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή: «Αλλά αν η πόλη χρειάζεται απαραιτήτως αυτούς, τότε χρειάζεται επίσης απαραιτήτως τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή. Γιατί είναι αδύνατο να διαχειριστεί επιτυχώς η πόλη τις υποθέσεις της χωρίς αυτές τις αρετές».
Η ορθή αντίληψη της ισότητας που πρέπει να εμπεριέχει την αξία στην αποτίμησή της, είναι ένας ακόμη τρόπος να διαχωρίσει κανείς τα ορθά από τα στρεβλά πολιτεύματα. Γιατί κάποιος πρέπει να έχει επίγνωση των ορίων της δικής του ανωτερότητας, αφού μόνο έτσι θα μπορέσει να κατανοήσει και τα όρια της ανωτερότητας των άλλων. Η αντίληψη ότι κάποιος είναι ανώτερος σε όλα είναι η επισφράγιση του ατομισμού, που δικαιούται να τα έχει όλα δικά του. (Από τη στιγμή που ο καλύτερος αυλητής δικαιούται τον καλύτερο αυλό, τότε ο καλύτερος σε όλα δικαιούται τα πάντα). Κι αυτή ακριβώς είναι η απαρχή της ωφελιμιστικής αντίληψης για την εξουσία, που πρέπει να διασφαλίσει τα συμφέροντα των ισχυρών: «Επειδή ωστόσο οι ίσοι σε ένα μόνο πράγμα, δεν είναι σωστό να έχουν ισότητα σε όλα, ούτε οι ανώτεροι σε ένα πράγμα να έχουν υπεροχή σε όλα, έπεται αναγκαστικά ότι όλα τα παρόμοια πολιτεύματα είναι παρεκβατικά». Από αυτή την άποψη η αντίληψη της ισότητας που εκλαμβάνεται με κριτήριο την αξία αποτελεί τη διασφάλιση όχι μόνο της αξιοκρατίας, αλλά και του αμοιβαίου σεβασμού, αφού η αναγνώριση της αξίας του άλλου είναι και ο σεβασμός που εκείνος εμπνέει. Ο άνθρωπος που θεωρεί ότι όλοι είναι ίσοι – με την ισοπεδωτική εκδοχή – είναι αυτός που απαξιώνει. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη έλλειψη σεβασμού από την απαξίωση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) είναι και οι καταλληλότερες για τη διαχείριση της εξουσίας. Γιατί η εξουσία προϋποθέτει γνώσεις και λεπτούς χειρισμούς που ο χειρώνακτας εργάτης ενδεχομένως να μην κατέχει. Από αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης δεν υποτιμά τους εργάτες (κι ούτε βέβαια τους ρίχνει την ελάχιστη ευθύνη για την ακαταλληλότητά τους), αλλά εφαρμόζει στην πράξη την ισότητα όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Κι επειδή γνωρίζει ότι οι διεκδικητές αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα προτερήματα των άλλων προβάλλοντας μόνο τα δικά τους, προβαίνει στην αναγκαία διευκρίνιση: «Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι όλοι δίκαια τρόπον τινά διεκδικούν τα αξιώματα της πόλης, με την αυστηρή όμως έννοια του όρου όχι δίκαια όλοι». Φυσικά όταν λέει όλοι αναφέρεται στους ανθρώπους των τριών κατηγοριών (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) κι όχι στο σύνολο του πληθυσμού. Κι όταν λέει «με την αυστηρή έννοια του όρου» δεν μπορεί παρά να εννοεί τον όρο της ισότητας, αφού αμέσως μετά ξεκαθαρίζει και για τους πλούσιους και για τους ευγενείς ότι στρεβλά θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους σε όλα, επειδή υπερέχουν σε κάτι, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα του άλλου, κι ως εκ τούτου επίφοβους στη διαχείριση της εξουσίας: «οι πλούσιοι θεωρούν δίκαιες τις διεκδικήσεις τους, με τη δικαιολογία ότι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η δε χώρα είναι κοινό αγαθό, και με το αιτιολογικό επίσης ότι είναι συνήθως πιο αξιόπιστοι στις συναλλαγές τους. Με ανάλογα επιχειρήματα οι ελεύθεροι και οι ευγενείς έχοντας στενούς δεσμούς μεταξύ τους, διεκδικούν την κυριαρχία στην πόλη (γιατί οι καταγόμενοι από επιφανέστερες γενιές είναι ανώτεροι πολίτες απ’ όσους κατάγονται από ασήμαντες γενιές. Έπειτα σε κάθε πόλη, ιδιαίτερη τιμή απονέμεται στις οικογένειες ευγενικής καταγωγής). Αυτοί διεκδικούν, γιατί πιστεύουν ότι καλύτεροι εύλογα είναι όσοι κατάγονται από καλύτερους, καθώς η “ευγένεια” είναι αρετή που αφορά τη γενιά».
Η επιμονή του καθενός να επιδείξει τη δική του ανωτερότητα δεν είναι παρά η προσπάθεια να προσαρμόσει το δίκαιο στα δικά του μέτρα. Γιατί αν το δίκαιο επιβάλλει να αναλάβει την εξουσία ο καλύτερος, είναι προφανές ότι εννοείται ο καλύτερος ως προς την άσκηση της πολιτικής αρετής, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την κατοχύρωση του κοινού συμφέροντος. Γιατί αυτός που δε μετέχει στο συμφέρον της πόλης αυτομάτως απαξιώνεται κι ως πολίτης. Η προσπάθεια απόδειξης ότι η καταγωγή ή ο πλούτος είναι το κριτήριο που διασφαλίζει την πολιτική αρετή είναι η προβολή των προσωπικών αξιών ως δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά στερείται λογικής: «Διότι, αν ένας είναι πιο πλούσιος από όλους τους πλούσιους, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη του δικαίου θα πρέπει αυτός ο ένας να εξουσιάζει όλους τους άλλους. Το ίδιο και εκείνος που υπερέχει στην καταγωγή, θα δικαιούται να εξουσιάζει όλους όσους διεκδικούν τα πολιτικά δικαιώματα, επειδή είναι ελεύθεροι». Με άλλα λόγια, αν φτάσουμε στα άκρα αυτής της συλλογιστικής, όλα τα λόγια περισσεύουν, αφού είναι προκαθορισμένο ότι πρέπει να κυβερνήσει ο πλουσιότερος ή ο ενδοξότερος ως προς την καταγωγή. Εξάλλου αυτή η στρέβλωση που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως επιχειρηματολογία θα μπορούσε να δικαιώσει οποιονδήποτε τη χρησιμοποιήσει, αφού επί της ουσίας στερείται και την ελάχιστη πολιτική τεκμηρίωση: «Αυτό το ίδιο ίσως θα συμβεί και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα τα οποία στηρίζονται στην αρετή των πολιτών. Δηλαδή, αν ένας είναι πιο ενάρετος από τους άλλους που είναι σπουδαίοι στο πλαίσιο αυτού του πολιτεύματος, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη δικαίου αυτός δικαιούται να εξουσιάζει τους άλλους. Αλλά η ίδια αντίληψη δικαίου εφαρμόζεται και στο πλήθος, με την προϋπόθεση ότι και το πλήθος είναι σωστό να έχει κυριαρχικά δικαιώματα, διότι είναι ισχυρότερο απ’ τους λίγους». Με δυο λόγια, το συμπέρασμα τίθεται πλέον ξεκάθαρα: «Συνάγεται καθαρά, λοιπόν, από όλα αυτά ότι κανένας όρος δικαίου στον οποίο στηρίζονται κάθε φορά αυτοί που διεκδικούν την εξουσία και την υποταγή των άλλων σ’ αυτούς, δεν είναι σωστός».
Κι αυτή ακριβώς είναι η ώρα του λαού που θα λειτουργήσει ως αρμόδιος κριτής αυτών που θα διεκδικήσουν την εξουσία. Γιατί, εφόσον ο καθένας παρουσιάζει τον εαυτό του ως καταλληλότερο, μετατρέποντας την προσωπική του υπεροχή σε συνολικό δίκαιο, δε μένει παρά η λαϊκή βούληση που θα αποτιμήσει τα δεδομένα με τον ορθότερο τρόπο. Η διαχείριση της εξουσίας δεν μπορεί να επαφίεται σε υποκειμενικότητες, και δεν υπάρχει τίποτε πιο αντικειμενικό από την κρίση του συνόλου: «Άλλωστε σε όσους διεκδικούν την εξουσία με κριτήριο την αρετή, το ίδιο και σε όσους τη διεκδικούν με κριτήριο τον πλούτο, μπορούν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα να αντιτάξουν το εξής δίκαιο επιχείρημα: τίποτε δεν εμποδίζει το πλήθος να είναι καλύτερο από τους λίγους και πιο πλούσιο, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». Με δυο λόγια το σύνολο των πολιτών είναι το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την ανάδειξη της εξουσίας: «Και πολίτης γενικά είναι όποιος δικαιούται να άρχει και να άρχεται».
Βρισκόμαστε μπροστά στην άλλη όψη της ισότητας που δεν καθορίζεται από την προσωπική αξία του καθενός, γιατί αποτελεί από μόνη της την ύψιστη αξία όλων. Είναι η ισότητα που πρέπει να έχουν όλα τα επιμέρους άτομα που αποτελούν μέρος ενός συνόλου. Γιατί η ψήφος δε γνωρίζει ανώτερους και κατώτερους. Γιατί το κοινό συμφέρον αφορά όλους ανεξαιρέτως και όλοι πρέπει να έχουν μερίδιο σ’ αυτό. Είναι η ισότητα που ο Αριστοτέλης ονομάζει «σωστό»: «Το σωστό όμως πρέπει να εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου. Το σωστό με την έννοια του ίσου αποβλέπει και στο συμφέρον όλης της πόλης και στο κοινό συμφέρον των πολιτών».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Και βέβαια, εδώ δε γίνεται λόγος για ανθρώπους ανώτερους και κατώτερους (αυτά αφορούν μόνο τις συγκρίσεις με τους δούλους) μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Η αντίληψη αυτή, που συνήθως σχετίζεται με τον πλούτο ή την καταγωγή, κρίνεται απολύτως εσφαλμένη. Εδώ μιλάμε για ανωτερότητα και κατωτερότητα του καθενός ανάλογα με την αξία του σε κάθε επιμέρους θέμα. Αυτός που είναι ανώτερος στο παίξιμο του αυλού από τους άλλους δε σημαίνει ότι είναι και ολοκληρωτικά ανώτερος. Με τον ίδιο τρόπο αυτός που υπερέχει στον πλούτο ή την καταγωγή δε σημαίνει ότι υπερέχει σε όλα: «δε δίνουμε τους καλύτερους αυλούς στους αυλητές με την αριστοκρατική καταγωγή (επειδή λόγω καταγωγής δεν πρόκειται να παίξουν τον αυλό καλύτερα). Η λογική υπαγορεύει να δώσουμε τους καλύτερους αυλούς σε αυτόν που υπερέχει στην επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου». Η λογική που θέλει τους πλούσιους ή τους ευγενείς να υπερέχουν σε όλα ισοδυναμεί με την πεποίθηση ότι ο πλούτος και η καταγωγή μπορούν να συγκριθούν με όλα (σαν να είναι όλα ίδια) και μάλιστα να υπερέχουν: «σύμφωνα με την ίδια λογική κάθε αγαθό θα ήταν δυνατό να συγκριθεί με κάθε άλλο αγαθό. Αν δηλαδή προς σύγκριση είναι το ανάστημα, ενδέχεται γενικά το ανάστημα να συγκριθεί με τον πλούτο και την ελευθερία». Το να πούμε ότι ο πιο ψηλός είναι και ο πιο πλούσιος είναι τόσο παράλογο όσο και το να νομίζει κάποιος ότι πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης επειδή είναι πλούσιος. Η ανωτερότητα του καθενός αναγνωρίζεται και απονέμεται στον τομέα που υφίσταται. Κι αυτός είναι και ο δρόμος για την καταξίωση όλων των ανθρώπων.
Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ισότητα δεν υφίσταται ως ισοπέδωση. Δε λειτουργεί δηλαδή ως μηχανισμός που από θέση αρχής εξομοιώνει τους ανθρώπους. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι. Η ισότητα προϋποθέτει την αμερόληπτη αξιολόγηση των ανθρώπων και την αποτίμηση στον καθένα αυτού που του αξίζει. Η ισότητα που θέλει τον καλύτερο αυλητή να θεωρείται το ίδιο με το χειρότερο είναι αδικία. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης επιμένει ότι η ισότητα αφορά τους ίσους και η ανισότητα τους άνισους. Γιατί θέλει να διασφαλίσει την παράμετρο της αξίας αποδίδοντας στην ισότητα την ολοκληρωμένη της μορφή. Και βέβαια η αναγνώριση της ανωτερότητας κάποιου σε κάτι δεν πρέπει να γενικεύεται καταλαμβάνοντας και άλλους τομείς που δεν έχουν καμία σχέση: «αν άλλοι είναι αργοί και άλλοι γρήγοροι δρομείς, αυτό καθόλου δε δικαιολογεί πολιτικό πλεονέκτημα για τους μεν και μειονέκτημα για τους άλλους. Στους αθλητικούς αγώνες όμως η διαφορά τους είναι λογικό να εκτιμάται». Όμως, αν στο ανάστημα και στο τρέξιμο τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα, δε θα λέγαμε το ίδιο και στην αξιολόγηση του καλύτερου αυλητή, αφού το υποκειμενικό στοιχείο αναγκαστικά περιπλέκει τα πράγματα. Πόσο μάλλον στα πολιτικά ζητήματα, που αφορούν τη διαχείριση της εξουσίας.
Πέρα από κάθε αμφιβολία αυτοί που πρέπει να διεκδικήσουν τα αξιώματα πρέπει να είναι οι άνθρωποι που τα αξίζουν, αυτοί δηλαδή που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στο βάρος της ευθύνης που συνεπάγεται, υπηρετώντας σε κάθε περίπτωση το κοινό συμφέρον. Και βέβαια δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για ελεύθερους πολίτες. Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την ελευθερία μόνο σε συνάρτηση με τον ελεύθερο χρόνο (κατά τη γνώμη του ο ελεύθερος χρόνος είναι η παράμετρος που δίνει ποιότητα στον άνθρωπο) κι όχι με την τυπική έννοια της παροχής πολιτικών δικαιωμάτων (τους χειρώνακτες εργάτες που αναγκαστικά δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ για την επιβίωση τους θεωρούσε δούλους ασχέτως αν είχαν πολιτικά δικαιώματα) δε θα μπορούσαμε να βρούμε καταλληλότερους διεκδικητές των πολιτικών αξιωμάτων από τους πλούσιους, τους ευγενείς και τους ελεύθερους: «Κατά λογική αναγκαιότητα, επομένως, η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων εκδηλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνα τα μέρη που συνιστούν την πόλη. Για το λόγο αυτό δικαιολογημένα διεκδικούν τα πολιτικά αξιώματα οι ευγενείς, οι ελεύθεροι και οι πλούσιοι». Το ότι προκρίνει αυτές τις τάξεις ως καταλληλότερες για τις θέσεις της εξουσίας δε σημαίνει ούτε ότι υποστηρίζει κάποια συγκεκριμένη από αυτές ούτε ότι τάσσεται υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Εξάλλου έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι τα πολιτεύματα που δεν αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον είναι στρεβλά, αφού δεν πρέπει να εξυπηρετούνται ούτε τα συμφέροντα του ενός ούτε των πλουσίων ούτε των απόρων. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαχείριση της εξουσίας που συμπλέει με τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή: «Αλλά αν η πόλη χρειάζεται απαραιτήτως αυτούς, τότε χρειάζεται επίσης απαραιτήτως τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή. Γιατί είναι αδύνατο να διαχειριστεί επιτυχώς η πόλη τις υποθέσεις της χωρίς αυτές τις αρετές».
Η ορθή αντίληψη της ισότητας που πρέπει να εμπεριέχει την αξία στην αποτίμησή της, είναι ένας ακόμη τρόπος να διαχωρίσει κανείς τα ορθά από τα στρεβλά πολιτεύματα. Γιατί κάποιος πρέπει να έχει επίγνωση των ορίων της δικής του ανωτερότητας, αφού μόνο έτσι θα μπορέσει να κατανοήσει και τα όρια της ανωτερότητας των άλλων. Η αντίληψη ότι κάποιος είναι ανώτερος σε όλα είναι η επισφράγιση του ατομισμού, που δικαιούται να τα έχει όλα δικά του. (Από τη στιγμή που ο καλύτερος αυλητής δικαιούται τον καλύτερο αυλό, τότε ο καλύτερος σε όλα δικαιούται τα πάντα). Κι αυτή ακριβώς είναι η απαρχή της ωφελιμιστικής αντίληψης για την εξουσία, που πρέπει να διασφαλίσει τα συμφέροντα των ισχυρών: «Επειδή ωστόσο οι ίσοι σε ένα μόνο πράγμα, δεν είναι σωστό να έχουν ισότητα σε όλα, ούτε οι ανώτεροι σε ένα πράγμα να έχουν υπεροχή σε όλα, έπεται αναγκαστικά ότι όλα τα παρόμοια πολιτεύματα είναι παρεκβατικά». Από αυτή την άποψη η αντίληψη της ισότητας που εκλαμβάνεται με κριτήριο την αξία αποτελεί τη διασφάλιση όχι μόνο της αξιοκρατίας, αλλά και του αμοιβαίου σεβασμού, αφού η αναγνώριση της αξίας του άλλου είναι και ο σεβασμός που εκείνος εμπνέει. Ο άνθρωπος που θεωρεί ότι όλοι είναι ίσοι – με την ισοπεδωτική εκδοχή – είναι αυτός που απαξιώνει. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη έλλειψη σεβασμού από την απαξίωση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτές οι τρεις κατηγορίες (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) είναι και οι καταλληλότερες για τη διαχείριση της εξουσίας. Γιατί η εξουσία προϋποθέτει γνώσεις και λεπτούς χειρισμούς που ο χειρώνακτας εργάτης ενδεχομένως να μην κατέχει. Από αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης δεν υποτιμά τους εργάτες (κι ούτε βέβαια τους ρίχνει την ελάχιστη ευθύνη για την ακαταλληλότητά τους), αλλά εφαρμόζει στην πράξη την ισότητα όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Κι επειδή γνωρίζει ότι οι διεκδικητές αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα προτερήματα των άλλων προβάλλοντας μόνο τα δικά τους, προβαίνει στην αναγκαία διευκρίνιση: «Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, ότι όλοι δίκαια τρόπον τινά διεκδικούν τα αξιώματα της πόλης, με την αυστηρή όμως έννοια του όρου όχι δίκαια όλοι». Φυσικά όταν λέει όλοι αναφέρεται στους ανθρώπους των τριών κατηγοριών (πλούσιοι, ευγενείς, ελεύθεροι) κι όχι στο σύνολο του πληθυσμού. Κι όταν λέει «με την αυστηρή έννοια του όρου» δεν μπορεί παρά να εννοεί τον όρο της ισότητας, αφού αμέσως μετά ξεκαθαρίζει και για τους πλούσιους και για τους ευγενείς ότι στρεβλά θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους σε όλα, επειδή υπερέχουν σε κάτι, γεγονός που τους καθιστά ανίκανους να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα του άλλου, κι ως εκ τούτου επίφοβους στη διαχείριση της εξουσίας: «οι πλούσιοι θεωρούν δίκαιες τις διεκδικήσεις τους, με τη δικαιολογία ότι κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η δε χώρα είναι κοινό αγαθό, και με το αιτιολογικό επίσης ότι είναι συνήθως πιο αξιόπιστοι στις συναλλαγές τους. Με ανάλογα επιχειρήματα οι ελεύθεροι και οι ευγενείς έχοντας στενούς δεσμούς μεταξύ τους, διεκδικούν την κυριαρχία στην πόλη (γιατί οι καταγόμενοι από επιφανέστερες γενιές είναι ανώτεροι πολίτες απ’ όσους κατάγονται από ασήμαντες γενιές. Έπειτα σε κάθε πόλη, ιδιαίτερη τιμή απονέμεται στις οικογένειες ευγενικής καταγωγής). Αυτοί διεκδικούν, γιατί πιστεύουν ότι καλύτεροι εύλογα είναι όσοι κατάγονται από καλύτερους, καθώς η “ευγένεια” είναι αρετή που αφορά τη γενιά».
Η επιμονή του καθενός να επιδείξει τη δική του ανωτερότητα δεν είναι παρά η προσπάθεια να προσαρμόσει το δίκαιο στα δικά του μέτρα. Γιατί αν το δίκαιο επιβάλλει να αναλάβει την εξουσία ο καλύτερος, είναι προφανές ότι εννοείται ο καλύτερος ως προς την άσκηση της πολιτικής αρετής, κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την κατοχύρωση του κοινού συμφέροντος. Γιατί αυτός που δε μετέχει στο συμφέρον της πόλης αυτομάτως απαξιώνεται κι ως πολίτης. Η προσπάθεια απόδειξης ότι η καταγωγή ή ο πλούτος είναι το κριτήριο που διασφαλίζει την πολιτική αρετή είναι η προβολή των προσωπικών αξιών ως δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά στερείται λογικής: «Διότι, αν ένας είναι πιο πλούσιος από όλους τους πλούσιους, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη του δικαίου θα πρέπει αυτός ο ένας να εξουσιάζει όλους τους άλλους. Το ίδιο και εκείνος που υπερέχει στην καταγωγή, θα δικαιούται να εξουσιάζει όλους όσους διεκδικούν τα πολιτικά δικαιώματα, επειδή είναι ελεύθεροι». Με άλλα λόγια, αν φτάσουμε στα άκρα αυτής της συλλογιστικής, όλα τα λόγια περισσεύουν, αφού είναι προκαθορισμένο ότι πρέπει να κυβερνήσει ο πλουσιότερος ή ο ενδοξότερος ως προς την καταγωγή. Εξάλλου αυτή η στρέβλωση που προσπαθεί να παρουσιαστεί ως επιχειρηματολογία θα μπορούσε να δικαιώσει οποιονδήποτε τη χρησιμοποιήσει, αφού επί της ουσίας στερείται και την ελάχιστη πολιτική τεκμηρίωση: «Αυτό το ίδιο ίσως θα συμβεί και στα αριστοκρατικά πολιτεύματα τα οποία στηρίζονται στην αρετή των πολιτών. Δηλαδή, αν ένας είναι πιο ενάρετος από τους άλλους που είναι σπουδαίοι στο πλαίσιο αυτού του πολιτεύματος, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη δικαίου αυτός δικαιούται να εξουσιάζει τους άλλους. Αλλά η ίδια αντίληψη δικαίου εφαρμόζεται και στο πλήθος, με την προϋπόθεση ότι και το πλήθος είναι σωστό να έχει κυριαρχικά δικαιώματα, διότι είναι ισχυρότερο απ’ τους λίγους». Με δυο λόγια, το συμπέρασμα τίθεται πλέον ξεκάθαρα: «Συνάγεται καθαρά, λοιπόν, από όλα αυτά ότι κανένας όρος δικαίου στον οποίο στηρίζονται κάθε φορά αυτοί που διεκδικούν την εξουσία και την υποταγή των άλλων σ’ αυτούς, δεν είναι σωστός».
Κι αυτή ακριβώς είναι η ώρα του λαού που θα λειτουργήσει ως αρμόδιος κριτής αυτών που θα διεκδικήσουν την εξουσία. Γιατί, εφόσον ο καθένας παρουσιάζει τον εαυτό του ως καταλληλότερο, μετατρέποντας την προσωπική του υπεροχή σε συνολικό δίκαιο, δε μένει παρά η λαϊκή βούληση που θα αποτιμήσει τα δεδομένα με τον ορθότερο τρόπο. Η διαχείριση της εξουσίας δεν μπορεί να επαφίεται σε υποκειμενικότητες, και δεν υπάρχει τίποτε πιο αντικειμενικό από την κρίση του συνόλου: «Άλλωστε σε όσους διεκδικούν την εξουσία με κριτήριο την αρετή, το ίδιο και σε όσους τη διεκδικούν με κριτήριο τον πλούτο, μπορούν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα να αντιτάξουν το εξής δίκαιο επιχείρημα: τίποτε δεν εμποδίζει το πλήθος να είναι καλύτερο από τους λίγους και πιο πλούσιο, όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο». Με δυο λόγια το σύνολο των πολιτών είναι το πιο ενδεδειγμένο όργανο για την ανάδειξη της εξουσίας: «Και πολίτης γενικά είναι όποιος δικαιούται να άρχει και να άρχεται».
Βρισκόμαστε μπροστά στην άλλη όψη της ισότητας που δεν καθορίζεται από την προσωπική αξία του καθενός, γιατί αποτελεί από μόνη της την ύψιστη αξία όλων. Είναι η ισότητα που πρέπει να έχουν όλα τα επιμέρους άτομα που αποτελούν μέρος ενός συνόλου. Γιατί η ψήφος δε γνωρίζει ανώτερους και κατώτερους. Γιατί το κοινό συμφέρον αφορά όλους ανεξαιρέτως και όλοι πρέπει να έχουν μερίδιο σ’ αυτό. Είναι η ισότητα που ο Αριστοτέλης ονομάζει «σωστό»: «Το σωστό όμως πρέπει να εκλαμβάνεται με την έννοια του ίσου. Το σωστό με την έννοια του ίσου αποβλέπει και στο συμφέρον όλης της πόλης και στο κοινό συμφέρον των πολιτών».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ
ΞΕΝ Οικ 8.1–8.10
Από το κεφάλαιο 7 ο Σωκράτης άρχισε να αφηγείται τη συνάντηση και τον διάλογό του με τον Ισχόμαχο, έναν ευυπόληπτο Αθηναίο, που όλοι τον θεωρούσαν καλὸν κἀγαθόν εξαιτίας και του τρόπου που διαχειριζόταν τα του οίκου του. Ο φιλόσοφος ρώτησε πώς κατόρθωσε ο τελευταίος να κάνει τη γυναίκα του καλή νοικοκυρά και σύζυγο. Έτσι, ο Ισχόμαχος τού διηγήθηκε τη συζήτηση που είχαν με τη γυναίκα του, ώστε να καθορίσουν τις υποχρεώσεις του καθενός.
[8.1] Ἦ καὶ ἐπέγνως τι, ὦ Ἰσχόμαχε, ἔφην ἐγώ, ἐκ τούτων
αὐτὴν κεκινημένην μᾶλλον πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν; Ναὶ μὰ
Δί’, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ δηχθεῖσάν γε οἶδα αὐτὴν καὶ
ἐρυθριάσασαν σφόδρα ὅτι τῶν εἰσενεχθέντων τι αἰτήσαντος
ἐμοῦ οὐκ εἶχέ μοι δοῦναι. [8.2] καὶ ἐγὼ μέντοι ἰδὼν ἀχθεσθεῖσαν
αὐτὴν εἶπον· Μηδέν τι, ἔφην, ἀθυμήσῃς, ὦ γύναι, ὅτι οὐκ
ἔχεις δοῦναι ὅ σε αἰτῶν τυγχάνω. ἔστι μὲν γὰρ πενία αὕτη
σαφής, τὸ δεόμενόν τινος μὴ ἔχειν χρῆσθαι· ἀλυποτέρα δὲ
αὕτη ἡ ἔνδεια, τὸ ζητοῦντά τι μὴ δύνασθαι λαβεῖν, ἢ τὴν
ἀρχὴν μηδὲ ζητεῖν εἰδότα ὅτι οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ γάρ, ἔφην
ἐγώ, τούτων οὐ σὺ αἰτία, ἀλλ’ ἐγὼ οὐ τάξας σοι παρέδωκα
ὅπου χρὴ ἕκαστα κεῖσθαι, ὅπως εἰδῇς ὅπου τε δεῖ τιθέναι
καὶ ὁπόθεν λαμβάνειν. [8.3] ἔστι δ’ οὐδὲν οὕτως, ὦ γύναι, οὔτ’
εὔχρηστον οὔτε καλὸν ἀνθρώποις ὡς τάξις. καὶ γὰρ χορὸς
ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν· ἀλλ’ ὅταν μὲν ποιῶσιν ὅ τι
ἂν τύχῃ ἕκαστος, ταραχή τις φαίνεται καὶ θεᾶσθαι ἀτερπές,
ὅταν δὲ τεταγμένως ποιῶσι καὶ φθέγγωνται, ἅμα οἱ αὐτοὶ
οὗτοι καὶ ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι καὶ ἀξιάκουστοι. [8.4] καὶ
στρατιά γε, ἔφην ἐγώ, ὦ γύναι, ἄτακτος μὲν οὖσα ταραχω-
δέστατον, καὶ τοῖς μὲν πολεμίοις εὐχειρωτότατον, τοῖς δὲ
φίλοις ἀκλεέστατον ὁρᾶν καὶ ἀχρηστότατον, ὄνος ὁμοῦ,
ὁπλίτης, σκευοφόρος, ψιλός, ἱππεύς, ἅμαξα· ―πῶς γὰρ ἂν
πορευθείησαν, <ἐὰν> ἔχοντες οὕτως ἐπικωλύσωσιν ἀλλήλους,
ὁ μὲν βαδίζων τὸν τρέχοντα, ὁ δὲ τρέχων τὸν ἑστηκότα, ἡ
δὲ ἅμαξα τὸν ἱππέα, ὁ δὲ ὄνος τὴν ἅμαξαν, ὁ δὲ σκευοφόρος
τὸν ὁπλίτην; [8.5] εἰ δὲ καὶ μάχεσθαι δέοι, πῶς ἂν οὕτως ἔχοντες
μαχέσαιντο; οἷς γὰρ ἀνάγκη αὐτῶν τοὺς ἐπιόντας φεύγειν,
οὗτοι ἱκανοί εἰσι φεύγοντες καταπατῆσαι τοὺς ὅπλα ἔχοντας·
[8.6] ―τεταγμένη δὲ στρατιὰ κάλλιστον μὲν ἰδεῖν τοῖς φίλοις,
δυσχερέστατον δὲ τοῖς πολεμίοις. τίς μὲν γὰρ οὐκ ἂν φίλος
ἡδέως θεάσαιτο ὁπλίτας πολλοὺς ἐν τάξει πορευομένους, τίς
δ’ οὐκ ἂν θαυμάσειεν ἱππέας κατὰ τάξεις ἐλαύνοντας, τίς δὲ
οὐκ ἂν πολέμιος φοβηθείη ἰδὼν διηυκρινημένους ὁπλίτας,
ἱππέας, πελταστάς, τοξότας, σφενδονήτας, καὶ τοῖς ἄρχουσι
τεταγμένως ἑπομένους; [8.7] ἀλλὰ καὶ πορευομένων ἐν τάξει, κἂν
πολλαὶ μυριάδες ὦσιν, ὁμοίως ὥσπερ εἷς ἕκαστος καθ’
ἡσυχίαν πάντες πορεύονται· εἰς γὰρ τὸ κενούμενον ἀεὶ
<οἱ> ὄπισθεν ἐπέρχονται. [8.8] καὶ τριήρης δέ τοι ἡ σεσαγμένη
ἀνθρώπων διὰ τί ἄλλο φοβερόν ἐστι πολεμίοις ἢ φίλοις
ἀξιοθέατον ἢ ὅτι ταχὺ πλεῖ; διὰ τί δὲ ἄλλο ἄλυποι ἀλλήλοις
εἰσὶν οἱ ἐμπλέοντες ἢ διότι ἐν τάξει μὲν κάθηνται, ἐν τάξει
δὲ προνεύουσιν, ἐν τάξει δ’ ἀναπίπτουσιν, ἐν τάξει δ’ ἐμβαί-
νουσι καὶ ἐκβαίνουσιν; [8.9] ἡ δ’ ἀταξία ὅμοιόν τί μοι δοκεῖ εἶναι
οἷόνπερ εἰ γεωργὸς ὁμοῦ ἐμβάλοι κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ
ὄσπρια, κἄπειτα, ὁπότε δέοι ἢ μάζης ἢ ἄρτου ἢ ὄψου, δια-
λέγειν δέοι αὐτῷ ἀντὶ τοῦ λαβόντα διηυκρινημένοις χρῆσθαι.
[8.10] καὶ σὺ οὖν, ὦ γύναι, <εἰ> τοῦ μὲν ταράχου τούτου μὴ δέοιο,
βούλοιο δ’ ἀκριβῶς διοικεῖν τὰ ὄντα εἰδέναι καὶ τῶν ὄντων
εὐπόρως λαμβάνουσα ὅτῳ ἂν δέῃ χρῆσθαι, καὶ ἐμοί, ἐάν τι
αἰτῶ ἐν χάριτι διδόναι, χώραν τε δοκιμασώμεθα τὴν προσή-
κουσαν ἑκάστοις ἔχειν καὶ ἐν ταύτῃ θέντες διδάξωμεν τὴν
διάκονον λαμβάνειν τε ἐντεῦθεν καὶ κατατιθέναι πάλιν εἰς
ταύτην· καὶ οὕτως εἰσόμεθα τά τε σῶα ὄντα καὶ τὰ μή· ἡ
γὰρ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει, καὶ <τὸ> δεόμενον θεραπείας
ἐξετάσει ἡ ὄψις, καὶ τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ
ἐγχειριεῖ, ὥστε μὴ ἀπορεῖν χρῆσθαι.
ΞΕΝ Οικ 8.1–8.10
Η ανάγκη της ευταξίας στο νοικοκυριό
Από το κεφάλαιο 7 ο Σωκράτης άρχισε να αφηγείται τη συνάντηση και τον διάλογό του με τον Ισχόμαχο, έναν ευυπόληπτο Αθηναίο, που όλοι τον θεωρούσαν καλὸν κἀγαθόν εξαιτίας και του τρόπου που διαχειριζόταν τα του οίκου του. Ο φιλόσοφος ρώτησε πώς κατόρθωσε ο τελευταίος να κάνει τη γυναίκα του καλή νοικοκυρά και σύζυγο. Έτσι, ο Ισχόμαχος τού διηγήθηκε τη συζήτηση που είχαν με τη γυναίκα του, ώστε να καθορίσουν τις υποχρεώσεις του καθενός.
[8.1] Ἦ καὶ ἐπέγνως τι, ὦ Ἰσχόμαχε, ἔφην ἐγώ, ἐκ τούτων
αὐτὴν κεκινημένην μᾶλλον πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν; Ναὶ μὰ
Δί’, ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος, καὶ δηχθεῖσάν γε οἶδα αὐτὴν καὶ
ἐρυθριάσασαν σφόδρα ὅτι τῶν εἰσενεχθέντων τι αἰτήσαντος
ἐμοῦ οὐκ εἶχέ μοι δοῦναι. [8.2] καὶ ἐγὼ μέντοι ἰδὼν ἀχθεσθεῖσαν
αὐτὴν εἶπον· Μηδέν τι, ἔφην, ἀθυμήσῃς, ὦ γύναι, ὅτι οὐκ
ἔχεις δοῦναι ὅ σε αἰτῶν τυγχάνω. ἔστι μὲν γὰρ πενία αὕτη
σαφής, τὸ δεόμενόν τινος μὴ ἔχειν χρῆσθαι· ἀλυποτέρα δὲ
αὕτη ἡ ἔνδεια, τὸ ζητοῦντά τι μὴ δύνασθαι λαβεῖν, ἢ τὴν
ἀρχὴν μηδὲ ζητεῖν εἰδότα ὅτι οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ γάρ, ἔφην
ἐγώ, τούτων οὐ σὺ αἰτία, ἀλλ’ ἐγὼ οὐ τάξας σοι παρέδωκα
ὅπου χρὴ ἕκαστα κεῖσθαι, ὅπως εἰδῇς ὅπου τε δεῖ τιθέναι
καὶ ὁπόθεν λαμβάνειν. [8.3] ἔστι δ’ οὐδὲν οὕτως, ὦ γύναι, οὔτ’
εὔχρηστον οὔτε καλὸν ἀνθρώποις ὡς τάξις. καὶ γὰρ χορὸς
ἐξ ἀνθρώπων συγκείμενός ἐστιν· ἀλλ’ ὅταν μὲν ποιῶσιν ὅ τι
ἂν τύχῃ ἕκαστος, ταραχή τις φαίνεται καὶ θεᾶσθαι ἀτερπές,
ὅταν δὲ τεταγμένως ποιῶσι καὶ φθέγγωνται, ἅμα οἱ αὐτοὶ
οὗτοι καὶ ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι καὶ ἀξιάκουστοι. [8.4] καὶ
στρατιά γε, ἔφην ἐγώ, ὦ γύναι, ἄτακτος μὲν οὖσα ταραχω-
δέστατον, καὶ τοῖς μὲν πολεμίοις εὐχειρωτότατον, τοῖς δὲ
φίλοις ἀκλεέστατον ὁρᾶν καὶ ἀχρηστότατον, ὄνος ὁμοῦ,
ὁπλίτης, σκευοφόρος, ψιλός, ἱππεύς, ἅμαξα· ―πῶς γὰρ ἂν
πορευθείησαν, <ἐὰν> ἔχοντες οὕτως ἐπικωλύσωσιν ἀλλήλους,
ὁ μὲν βαδίζων τὸν τρέχοντα, ὁ δὲ τρέχων τὸν ἑστηκότα, ἡ
δὲ ἅμαξα τὸν ἱππέα, ὁ δὲ ὄνος τὴν ἅμαξαν, ὁ δὲ σκευοφόρος
τὸν ὁπλίτην; [8.5] εἰ δὲ καὶ μάχεσθαι δέοι, πῶς ἂν οὕτως ἔχοντες
μαχέσαιντο; οἷς γὰρ ἀνάγκη αὐτῶν τοὺς ἐπιόντας φεύγειν,
οὗτοι ἱκανοί εἰσι φεύγοντες καταπατῆσαι τοὺς ὅπλα ἔχοντας·
[8.6] ―τεταγμένη δὲ στρατιὰ κάλλιστον μὲν ἰδεῖν τοῖς φίλοις,
δυσχερέστατον δὲ τοῖς πολεμίοις. τίς μὲν γὰρ οὐκ ἂν φίλος
ἡδέως θεάσαιτο ὁπλίτας πολλοὺς ἐν τάξει πορευομένους, τίς
δ’ οὐκ ἂν θαυμάσειεν ἱππέας κατὰ τάξεις ἐλαύνοντας, τίς δὲ
οὐκ ἂν πολέμιος φοβηθείη ἰδὼν διηυκρινημένους ὁπλίτας,
ἱππέας, πελταστάς, τοξότας, σφενδονήτας, καὶ τοῖς ἄρχουσι
τεταγμένως ἑπομένους; [8.7] ἀλλὰ καὶ πορευομένων ἐν τάξει, κἂν
πολλαὶ μυριάδες ὦσιν, ὁμοίως ὥσπερ εἷς ἕκαστος καθ’
ἡσυχίαν πάντες πορεύονται· εἰς γὰρ τὸ κενούμενον ἀεὶ
<οἱ> ὄπισθεν ἐπέρχονται. [8.8] καὶ τριήρης δέ τοι ἡ σεσαγμένη
ἀνθρώπων διὰ τί ἄλλο φοβερόν ἐστι πολεμίοις ἢ φίλοις
ἀξιοθέατον ἢ ὅτι ταχὺ πλεῖ; διὰ τί δὲ ἄλλο ἄλυποι ἀλλήλοις
εἰσὶν οἱ ἐμπλέοντες ἢ διότι ἐν τάξει μὲν κάθηνται, ἐν τάξει
δὲ προνεύουσιν, ἐν τάξει δ’ ἀναπίπτουσιν, ἐν τάξει δ’ ἐμβαί-
νουσι καὶ ἐκβαίνουσιν; [8.9] ἡ δ’ ἀταξία ὅμοιόν τί μοι δοκεῖ εἶναι
οἷόνπερ εἰ γεωργὸς ὁμοῦ ἐμβάλοι κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ
ὄσπρια, κἄπειτα, ὁπότε δέοι ἢ μάζης ἢ ἄρτου ἢ ὄψου, δια-
λέγειν δέοι αὐτῷ ἀντὶ τοῦ λαβόντα διηυκρινημένοις χρῆσθαι.
[8.10] καὶ σὺ οὖν, ὦ γύναι, <εἰ> τοῦ μὲν ταράχου τούτου μὴ δέοιο,
βούλοιο δ’ ἀκριβῶς διοικεῖν τὰ ὄντα εἰδέναι καὶ τῶν ὄντων
εὐπόρως λαμβάνουσα ὅτῳ ἂν δέῃ χρῆσθαι, καὶ ἐμοί, ἐάν τι
αἰτῶ ἐν χάριτι διδόναι, χώραν τε δοκιμασώμεθα τὴν προσή-
κουσαν ἑκάστοις ἔχειν καὶ ἐν ταύτῃ θέντες διδάξωμεν τὴν
διάκονον λαμβάνειν τε ἐντεῦθεν καὶ κατατιθέναι πάλιν εἰς
ταύτην· καὶ οὕτως εἰσόμεθα τά τε σῶα ὄντα καὶ τὰ μή· ἡ
γὰρ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει, καὶ <τὸ> δεόμενον θεραπείας
ἐξετάσει ἡ ὄψις, καὶ τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ
ἐγχειριεῖ, ὥστε μὴ ἀπορεῖν χρῆσθαι.
***
(Σωκρ.) Ε, και κατάλαβες, Ισχόμαχε, είπα εγώ, να παρακινήθηκε μ' αυτά που της είπες και να 'γινε περισσότερο επιμελής; (Ισχόμ.) Ναι, μα το θεό, είπε ο Ισχόμαχος, και μάλιστα κατάλαβα πως ταράχθηκε και κοκκίνισε πολύ, γιατί της ζήτησα κάτι από κείνα που είχαν πάει στο σπίτι και δεν το 'βρισκε να μου το δώσει.
Κι εγώ φυσικά σαν την είδα στενοχωρημένη της είπα· μη στενοχωριέσαι καθόλου, γυναίκα μου, που δε βρίσκεις να μου δώσεις αυτό που έτυχε να σου ζητώ. Γιατί αυτό, το να μη μπορείς να βρεις και να μεταχειρισθείς ένα πράμα, τη στιγμή που το χρειάζεσαι, είναι ασφαλώς μια έλλειψη, μα η έλλειψη αυτή όμως φέρνει λιγώτερη στενοχώρια απ' όση φέρνει το να μη το 'χεις καθόλου μες στο σπίτι σου αυτό το πράμα, και να μη ψάχνεις να το βρεις, γιατί ξέρεις πως δεν το 'χεις. Έχεις δίκιο όμως που δεν μπορείς να βρεις και να μου δώσεις το πράμα που σου ζήτησα∙ γι' αυτό δεν είσαι εσύ η υπεύθυνη, μα εγώ, που σου το παράδωσα χωρίς να ορίσω τη θέση του καθενός, για να ξέρεις και πού πρέπει να τα τοποθετείς και πού πρέπει να τα βρίσκεις.
Να ξέρεις, γυναίκα μου, πως τίποτε δεν είναι τόσο ώμορφο για τους ανθρώπους όσο είναι η τάξη. Γιατί να, για ιδές, κι ο χορός στο θέατρο έχει τους ηθοποιούς του, μα άμα ο καθένας παίζει το ρόλο του όπως του καπνίσει παρουσιάζουν μια σύγχυση κι ένα θέαμα δυσάρεστο. Άμα όμως παίζουν το ρόλο τους ώμορφα και μιλούν με τάξη, και μας ευχαριστούν και τον εαυτό τους τον εξυψώνουν και τον κάνουν αξιοπρόσεκτο.
Και με το στρατό, γυναίκα μου, συνέχισα εγώ, το ίδιο συμβαίνει· άμα είναι χωρίς τάξη, είναι κάτι το πάρα πολύ συγκεχυμένο, κι ευκολοϋπόταχτο στους εχθρούς, και σιχαμένο στους φίλους, και γενικά είναι κάτι ολότελα άχρηστο, ό,τι και να 'ναι, μουλάρι, οπλίτης, σκευοφόρος, ψιλός, ιππέας, άμαξα, όλα, ό,τι και να 'ναι. Γιατί, πώς θα μπορούσαν να βαδίσουν, όντας σ' αυτή την άτακτη κατάσταση, αφού ο ένας θα εμποδίζει τον άλλον, δηλαδή αυτός που πηγαίνει «βάδην» θα εμποδίζει αυτόν που τρέχει, αυτός που τρέχει τον σταματημένο, η άμαξα τον ιππέα, το μουλάρι την άμαξα κι ο σκευοφόρος τον οπλίτη;
Αν πάλι παραστεί ανάγκη να δώσουν μάχη πώς θα μπορούσαν ν' αγωνισθούν, όντας σ' αυτή την κατάσταση; Δεν θα μπορούσαν φυσικά, γιατί όσοι απ' αυτούς το 'χουν βάλει στα πόδια και κοιτούν να ξεφύγουν απ' αυτούς που τους έχουν πάρει κατά πόδι, είναι ικανοί στη φευγάλα τους να καταπατήσουν και ν' αχρηστέψουν αυτούς που βαστούν ακόμα τα όπλα.
Αμα όμως ο στρατός είναι ωργανωμένος με τάξη, είναι για τους φίλους λαμπρότατο θέαμα και για τους εχθρούς δυσκολοπολέμητος. Γιατί ποιος φίλος δεν θα χαρεί άμα δει τους οπλίτες να βαδίζουν με τάξη, ποιος δε θα θαυμάσει τους ιππέας που προχωρούν κατά τάγματα και ποιος εχθρός δεν θα δειλιάσει άμα δει να 'ναι με τάξη παραταγμένοι οι οπλίτες, οι ιππείς, οι πελταστές, οι τοξότες, οι σφενδονήτες, κι έτσι με τάξη παραταγμένοι να ακολουθούν τους αρχηγούς τους;
Άμα προχωρούν με τάξη, κι αν ακόμα είναι πολλές δεκάδες χιλιάδων, προχωρούν όλοι ήσυχα σαν ένας στρατιώτης∙ γιατί ο πισινός βαδίζει πάνω στα χνάρια του προηγουμένου του.
Και το πολεμικό πλοίο, το πληρωμένο από πολεμιστές, για τι άλλο είναι φοβερό στους εχθρούς κι αξιοπρόσεκτο στους φίλους παρά για το ότι πλέει ταχύτατα; Για ποιο άλλο λόγο οι άντρες του πληρώματος δεν είναι ενοχλητικοί ο ένας στον άλλον παρά για το ότι με τάξη κάθονται οι κωπηλάτες, με τάξη γέρνουν προς τα μπρος και με τάξη γυρνούν προς τα πίσω, τον καιρό που κωπηλατούν, με τάξη δε μπαίνουν στο πλοίο και με τάξη βγαίνουν;
Η αταξία εμένα μου φαίνεται πως είναι σαν να βάζει ο γεωργός ανάκατα στην αποθήκη κριθάρι, σιτάρι κι όσπρια∙ κι ύστερα που θα χρειαζότανε γλύκισμα από κριθάρι, ή ψωμί, ή φαγητό να καθότανε να τα ξεδιάλεγε, αντί να τα 'βρισκε και να τα χρησιμοποιούσε αμέσως, στη στιγμή, έχοντάς τα τοποθετημένα το καθένα χωριστά.
Και μεις λοιπόν, γυναίκα, αν δεν θέλεις να στενοχωριέσαι από μια τέτοια ακαταστασία, κι αν θέλεις να μπορείς να κανονίζεις με ακρίβεια τις δουλειές σου και να χρησιμοποιείς, όποιο πράμα θέλεις στη στιγμή, βρίσκοντάς το εύκολα, κι αν θέλεις να μου δίνεις ό,τι πράμα σου ζητώ με γρηγοράδα, πρέπει να διαλέξουμε το χώρο τον κατάλληλο που θα 'χει το καθένα∙ ύστερα, αφού τοποθετήσουμε το καθένα στη θέση του ας δασκαλέψουμε τη δούλα να παίρνει, το κάθε τι που θα χρειασθεί, από κει που είναι και να το ξαναβάζει πάλι στην ίδια θέση. Έτσι θα ξέρουμε κιόλας τι έχουμε στην αποθήκη μας και τι δεν έχουμε. Γιατί η ωρισμένη θέση θα ζητήσει εκείνο που δεν έχει, και το μάτι θα προσέξει τι λείπει, και η γνώση της θέσης του καθενός θα μας το δώσει γρήγορα στα χέρια, έτσι που να μη δυσκολευόμαστε στη χρήση του.
(Σωκρ.) Ε, και κατάλαβες, Ισχόμαχε, είπα εγώ, να παρακινήθηκε μ' αυτά που της είπες και να 'γινε περισσότερο επιμελής; (Ισχόμ.) Ναι, μα το θεό, είπε ο Ισχόμαχος, και μάλιστα κατάλαβα πως ταράχθηκε και κοκκίνισε πολύ, γιατί της ζήτησα κάτι από κείνα που είχαν πάει στο σπίτι και δεν το 'βρισκε να μου το δώσει.
Κι εγώ φυσικά σαν την είδα στενοχωρημένη της είπα· μη στενοχωριέσαι καθόλου, γυναίκα μου, που δε βρίσκεις να μου δώσεις αυτό που έτυχε να σου ζητώ. Γιατί αυτό, το να μη μπορείς να βρεις και να μεταχειρισθείς ένα πράμα, τη στιγμή που το χρειάζεσαι, είναι ασφαλώς μια έλλειψη, μα η έλλειψη αυτή όμως φέρνει λιγώτερη στενοχώρια απ' όση φέρνει το να μη το 'χεις καθόλου μες στο σπίτι σου αυτό το πράμα, και να μη ψάχνεις να το βρεις, γιατί ξέρεις πως δεν το 'χεις. Έχεις δίκιο όμως που δεν μπορείς να βρεις και να μου δώσεις το πράμα που σου ζήτησα∙ γι' αυτό δεν είσαι εσύ η υπεύθυνη, μα εγώ, που σου το παράδωσα χωρίς να ορίσω τη θέση του καθενός, για να ξέρεις και πού πρέπει να τα τοποθετείς και πού πρέπει να τα βρίσκεις.
Να ξέρεις, γυναίκα μου, πως τίποτε δεν είναι τόσο ώμορφο για τους ανθρώπους όσο είναι η τάξη. Γιατί να, για ιδές, κι ο χορός στο θέατρο έχει τους ηθοποιούς του, μα άμα ο καθένας παίζει το ρόλο του όπως του καπνίσει παρουσιάζουν μια σύγχυση κι ένα θέαμα δυσάρεστο. Άμα όμως παίζουν το ρόλο τους ώμορφα και μιλούν με τάξη, και μας ευχαριστούν και τον εαυτό τους τον εξυψώνουν και τον κάνουν αξιοπρόσεκτο.
Και με το στρατό, γυναίκα μου, συνέχισα εγώ, το ίδιο συμβαίνει· άμα είναι χωρίς τάξη, είναι κάτι το πάρα πολύ συγκεχυμένο, κι ευκολοϋπόταχτο στους εχθρούς, και σιχαμένο στους φίλους, και γενικά είναι κάτι ολότελα άχρηστο, ό,τι και να 'ναι, μουλάρι, οπλίτης, σκευοφόρος, ψιλός, ιππέας, άμαξα, όλα, ό,τι και να 'ναι. Γιατί, πώς θα μπορούσαν να βαδίσουν, όντας σ' αυτή την άτακτη κατάσταση, αφού ο ένας θα εμποδίζει τον άλλον, δηλαδή αυτός που πηγαίνει «βάδην» θα εμποδίζει αυτόν που τρέχει, αυτός που τρέχει τον σταματημένο, η άμαξα τον ιππέα, το μουλάρι την άμαξα κι ο σκευοφόρος τον οπλίτη;
Αν πάλι παραστεί ανάγκη να δώσουν μάχη πώς θα μπορούσαν ν' αγωνισθούν, όντας σ' αυτή την κατάσταση; Δεν θα μπορούσαν φυσικά, γιατί όσοι απ' αυτούς το 'χουν βάλει στα πόδια και κοιτούν να ξεφύγουν απ' αυτούς που τους έχουν πάρει κατά πόδι, είναι ικανοί στη φευγάλα τους να καταπατήσουν και ν' αχρηστέψουν αυτούς που βαστούν ακόμα τα όπλα.
Αμα όμως ο στρατός είναι ωργανωμένος με τάξη, είναι για τους φίλους λαμπρότατο θέαμα και για τους εχθρούς δυσκολοπολέμητος. Γιατί ποιος φίλος δεν θα χαρεί άμα δει τους οπλίτες να βαδίζουν με τάξη, ποιος δε θα θαυμάσει τους ιππέας που προχωρούν κατά τάγματα και ποιος εχθρός δεν θα δειλιάσει άμα δει να 'ναι με τάξη παραταγμένοι οι οπλίτες, οι ιππείς, οι πελταστές, οι τοξότες, οι σφενδονήτες, κι έτσι με τάξη παραταγμένοι να ακολουθούν τους αρχηγούς τους;
Άμα προχωρούν με τάξη, κι αν ακόμα είναι πολλές δεκάδες χιλιάδων, προχωρούν όλοι ήσυχα σαν ένας στρατιώτης∙ γιατί ο πισινός βαδίζει πάνω στα χνάρια του προηγουμένου του.
Και το πολεμικό πλοίο, το πληρωμένο από πολεμιστές, για τι άλλο είναι φοβερό στους εχθρούς κι αξιοπρόσεκτο στους φίλους παρά για το ότι πλέει ταχύτατα; Για ποιο άλλο λόγο οι άντρες του πληρώματος δεν είναι ενοχλητικοί ο ένας στον άλλον παρά για το ότι με τάξη κάθονται οι κωπηλάτες, με τάξη γέρνουν προς τα μπρος και με τάξη γυρνούν προς τα πίσω, τον καιρό που κωπηλατούν, με τάξη δε μπαίνουν στο πλοίο και με τάξη βγαίνουν;
Η αταξία εμένα μου φαίνεται πως είναι σαν να βάζει ο γεωργός ανάκατα στην αποθήκη κριθάρι, σιτάρι κι όσπρια∙ κι ύστερα που θα χρειαζότανε γλύκισμα από κριθάρι, ή ψωμί, ή φαγητό να καθότανε να τα ξεδιάλεγε, αντί να τα 'βρισκε και να τα χρησιμοποιούσε αμέσως, στη στιγμή, έχοντάς τα τοποθετημένα το καθένα χωριστά.
Και μεις λοιπόν, γυναίκα, αν δεν θέλεις να στενοχωριέσαι από μια τέτοια ακαταστασία, κι αν θέλεις να μπορείς να κανονίζεις με ακρίβεια τις δουλειές σου και να χρησιμοποιείς, όποιο πράμα θέλεις στη στιγμή, βρίσκοντάς το εύκολα, κι αν θέλεις να μου δίνεις ό,τι πράμα σου ζητώ με γρηγοράδα, πρέπει να διαλέξουμε το χώρο τον κατάλληλο που θα 'χει το καθένα∙ ύστερα, αφού τοποθετήσουμε το καθένα στη θέση του ας δασκαλέψουμε τη δούλα να παίρνει, το κάθε τι που θα χρειασθεί, από κει που είναι και να το ξαναβάζει πάλι στην ίδια θέση. Έτσι θα ξέρουμε κιόλας τι έχουμε στην αποθήκη μας και τι δεν έχουμε. Γιατί η ωρισμένη θέση θα ζητήσει εκείνο που δεν έχει, και το μάτι θα προσέξει τι λείπει, και η γνώση της θέσης του καθενός θα μας το δώσει γρήγορα στα χέρια, έτσι που να μη δυσκολευόμαστε στη χρήση του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)