170 μή του κηδομένου βροτῶν
μηδὲ ξύντροφον ὄμμ᾽ ἔχων,
δύστανος, μόνος αἰεί,
νοσεῖ μὲν νόσον ἀγρίαν,
ἀλύει δ᾽ ἐπὶ παντί τῳ
175 χρείας ἱσταμένῳ. πῶς ποτε πῶς
δύσμορος ἀντέχει;
ὦ παλάμαι θνητῶν,
ὦ δύστανα γένη βροτῶν,
οἷς μὴ μέτριος αἰών.
180 πρωτογόνων ἴσως [ἀντ. β]
οἴκων οὐδενὸς ὕστερος,
πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ
κεῖται μοῦνος ἀπ᾽ ἄλλων
στικτῶν ἢ λασίων μετὰ
185 θηρῶν, ἔν τ᾽ ὀδύναις ὁμοῦ
λιμῷ τ᾽ οἰκτρὸς ἀνήκεστα μερι-
μνήματ᾽ ἔχων βοᾷ.
ἁ δ᾽ ἀθυρόστομος
ἀχὼ τηλεφανὴς πικρᾶς
190 οἰμωγᾶς ὕπο χεῖται.
ΝΕ. οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί·
θεῖα γάρ, εἴπερ κἀγώ τι φρονῶ,
καὶ τὰ παθήματα κεῖνα πρὸς αὐτὸν
τῆς ὠμόφρονος Χρύσης ἐπέβη,
195 καὶ νῦν ἃ πονεῖ δίχα κηδεμόνων,
οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ θεῶν του μελέτῃ
τοῦ μὴ πρότερον τόνδ᾽ ἐπὶ Τροίᾳ
τεῖναι τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη,
πρὶν ὅδ᾽ ἐξήκοι χρόνος, ᾧ λέγεται
200 χρῆναί σφ᾽ ὑπὸ τῶνδε δαμῆναι.
XO. εὔστομ᾽ ἔχε, παῖ.
ΝΕ. τί τόδε; ΧΟ. προυφάνη κτύπος, [στρ. γ]
φωτὸς σύντροφος ὡς τειρομένου ‹του›,
ἤ που τῇδ᾽ ἢ τῇδε τόπων.
205 βάλλει βάλλει μ᾽ ἐτύμα
φθογγά του στίβον κατ᾽ ἀνάγ-
καν ἕρποντος, οὐδέ με λά-
θει βαρεῖα τηλόθεν αὐ-
δὰ τρυσάνωρ· διάσημα θροεῖ γάρ.
210 ἀλλ᾽ ἔχε, τέκνον. ΝΕ. λέγ᾽ ὅ τι. ΧΟ. φροντίδας νέας· [ἀντ. γ]
ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ᾽ ἔντοπος ἁνήρ,
οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων,
ὡς ποιμὴν ἀγροβότας,
215 ἀλλ᾽ ἤ που πταίων ὑπ᾽ ἀνάγ-
κας βοᾷ τηλωπὸν ἰω-
άν, ἢ ναὸς ἄξενον αὐ-
γάζων ὅρμον· προβοᾷ γάρ τι δεινόν.
φωτὸς σύντροφος ὡς τειρομένου ‹του›,
ἤ που τῇδ᾽ ἢ τῇδε τόπων.
205 βάλλει βάλλει μ᾽ ἐτύμα
φθογγά του στίβον κατ᾽ ἀνάγ-
καν ἕρποντος, οὐδέ με λά-
θει βαρεῖα τηλόθεν αὐ-
δὰ τρυσάνωρ· διάσημα θροεῖ γάρ.
210 ἀλλ᾽ ἔχε, τέκνον. ΝΕ. λέγ᾽ ὅ τι. ΧΟ. φροντίδας νέας· [ἀντ. γ]
ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ᾽ ἔντοπος ἁνήρ,
οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων,
ὡς ποιμὴν ἀγροβότας,
215 ἀλλ᾽ ἤ που πταίων ὑπ᾽ ἀνάγ-
κας βοᾷ τηλωπὸν ἰω-
άν, ἢ ναὸς ἄξενον αὐ-
γάζων ὅρμον· προβοᾷ γάρ τι δεινόν.
***
ΧΟΡ. Τον συμπονώ τον ταλαίπωρο εγώ,170 που δεν έχει ψυχή να τον φροντίζει
μηδέ μάτι συντρόφου αποπάνω του,
μα ολομόναχος πάντα
από μιαν άγριαν αρρώστια σαπίζει
και σαστίζει όξω νου
κάθε που και μια ανάγκη τον βρίσκει.
Αχ, πώς αντέχει ο φτωχός, πώς αντέχει;
Μεγάλο είναι το χέρι σας, θεοί·
μα αλίμονο στον άνθρωπο που η μοίρα
έξω απ᾽ το μέτρο κατατρέχει.
Αυτός, αν κι απ᾽ τα πιο παλιά
180 ίσως τα σπίτια και κάτω δεν πέφτει
από άλλον κανένα,
τώρα τα πάντα στερημένος
ζει με τ᾽ αγρίμια μόνο συντροφιά
μακριά από τους ανθρώπους ξορισμένος
και μέσα σε πόνους και πείνα βαριά
έγνοιες ανοικονόμητες τον ζώνουν,
ενώ μονάχα η φλύαρη ηχώ
αντιλαλεί τους πικρούς
190 τους στεναγμούς του μακριά.
ΝΕΟ. Δεν μου φαίνεται τίποτε εμένα παράξενο
σ᾽ όλ᾽ αυτά, κι αν να κρίνω μπορώ,
θεϊκό ήταν και κείνο το πάθημα
που τον βρήκε απ᾽ την άγρια της Χρύσας οργή
κι όσα τώρα μαρτύρια τραβά,
χωρίς να ᾽χει ψυχή να τον γνοιάζεται,
δεν μπορεί δίχως θέλημα να ᾽ναι θεού,
για να μην τα τεντώσει πρωτύτερα
καταπάνω στην Τροία τ᾽ ανίκητα
θεϊκά τόξα, πριν φτάσει ο καιρός
που είναι λέγουν γραφτό
200 δαμασμένη από κείνα να πέσει.
ΧΟΡ. Α, στάσου· σώπα, μη μιλάς.
ΝΕΟ. Τί ᾽ναι; ΧΟΡ. Σα ν᾽ άκουσα φωνή,
σα βόγκο ανθρώπου που πονεί,
κάπου απ᾽ αυτήν ή εκείνη τη μεριά.
Ακούω, ακούω καθαρά, φωνή
κάποιου που σέρνεται με κόπο
στο δρόμο και δε με γελά
τ᾽ αυτί μου· φτάνει από μακριά
ένα βαρύ σπαραχτικό ξεφωνητό
νά, που όσο πάει ακούεται και πιο κοντά.
Έχε λοιπόν την έγνοια σου… ΝΕΟ. Την έγνοια μου σε τι;
210 ΧΟΡ. Πώς έχεις τώρα να φερθείς· γιατί
εδώ ᾽ναι πια στη γειτονιά κι όχι μακριά
και δεν του ακούς σουραύλι να λαλεί
σαν τον βοσκό στον κάμπο, μα βογκάει
και πάει μακριά το βογκητό
από τον πόνο, σαν να ᾽χει σκοντάψει
το πόδι του· ή κι ίσως βίγλισε
—που έβαλε τέτοιες φοβερές φωνές—
στο άξενο αραξοβόλι το καράβι.