Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ

Ύμνος στον Απόλλωνα

Η συλλογή που φέρει τον τίτλο Ὁμήρου Ὕμνοι αποτελείται από τριάντα τρεις ύμνους ποικίλης έκτασης, γραμμένους σε διαφορετικές περιόδους της αρχαιότητας προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων. Έχουν συντεθεί σε δακτυλικό εξάμετρο και εντάσσονται στην ραψωδική παράδοση, αλλά ήδη οι αρχαίοι θεωρούσαν ότι δεν μπορούν να αποτελούν ομηρικά δημιουργήματα. Πιθανώς οι Ύμνοι προτάσσονταν της απαγγελίας άλλων επικών ποιημάτων (ο Θουκυδίδης [3, 104, 4] χαρακτηρίζει προοίμιον τον σχετικό με τον Απόλλωνα ύμνο). Ο Ὕμνος εἰςἈπόλλωνα ανήκει στους αρχαιότερους (τέλος του 7ου ή αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.) και στους εκτενέστερους (546 στίχοι). Αποτελείται από δύο σαφώς διακριτά μέρη: το πρώτο (1-178) περιστρέφεται γύρω από τη γέννηση του τοξοφόρου Απόλλωνα από τη Λητώ στη Δήλο και την εόρτια σύναξη των Ιώνων· στο δεύτερο μέρος κυριαρχεί ο Πύθιος Απόλλων με τη λύρα, ο οποίος αναζητώντας τόπο για το μαντείο, καταλήγει στους νότιους πρόποδες του Παρνασσού (δηλ. στους Δελφούς). Εκεί ιδρύει το ιερό του θεού και σκοτώνει τη δράκαινα δίπλα στην πηγή, ενώ στη συνέχεια μεταμορφωμένος σε δελφίνι πέφτει μέσα στο καράβι Κρητών που πλέουν για την Πύλο, το οδηγεί στο λιμάνιτων Δελφών Κρίσα και, αφού φανερώνεται στους Κρήτες, τους πείθει να τον υπηρετήσουν στο ιερό του.

Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα 115-126, 143-178, 281-304

εὖτ᾽ ἐπὶ Δήλου ἔβαινε μογοστόκος Εἰλείθυια,
τὴν τότε δὴ τόκος εἷλε, μενοίνησεν δὲ τεκέσθαι.
ἀμφὶ δὲ φοίνικι βάλε πήχεε, γοῦνα δ᾽ ἔρεισε
λειμῶνι μαλακῷ, μείδησε δὲ γαῖ᾽ ὑπένερθεν·
ἐκ δ᾽ ἔθορε πρὸ φόως δέ, θεαὶ δ᾽ ὀλόλυξαν ἅπασαι.
120 ἔνθα σὲ ἤϊε Φοῖβε θεαὶ λόον ὕδατι καλῷ
ἁγνῶς καὶ καθαρῶς, σπάρξαν δ᾽ ἐν φάρεϊ λευκῷ
λεπτῷ νηγατέῳ· περὶ δὲ χρύσεον στρόφον ἧκαν.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀπόλλωνα χρυσάορα θήσατο μήτηρ,
ἀλλὰ Θέμις νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν
125 ἀθανάτῃσιν χερσὶν ἐπήρξατο· χαῖρε δὲ Λητὼ
οὕνεκα τοξοφόρον καὶ καρτερὸν υἱὸν ἔτικτεν.
πολλοί τοι νηοί τε καὶ ἄλσεα δενδρήεντα,
πᾶσαι δὲ σκοπιαί τε φίλαι καὶ πρώονες ἄκροι
145 ὑψηλῶν ὀρέων, ποταμοί θ᾽ ἅλα δὲ προρέοντες·
ἀλλὰ σὺ Δήλῳ Φοῖβε μάλιστ᾽ ἐπιτέρπεαι ἦτορ,
ἔνθα τοι ἑλκεχίτωνες Ἰάονες ἠγερέθονται
αὐτοῖς σὺν παίδεσσι καὶ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν.
οἱ δέ σε πυγμαχίῃ τε καὶ ὀρχηθμῷ καὶ ἀοιδῇ
150 μνησάμενοι τέρπουσιν ὅταν στήσωνται ἀγῶνα.
φαίη κ᾽ ἀθανάτους καὶ ἀγήρως ἔμμεναι αἰεὶ
ὃς τότ᾽ ἐπαντιάσει᾽ ὅτ᾽ Ἰάονες ἀθρόοι εἶεν·
πάντων γάρ κεν ἴδοιτο χάριν, τέρψαιτο δὲ θυμὸν
ἄνδρας τ᾽ εἰσορόων καλλιζώνους τε γυναῖκας
155 νῆάς τ᾽ ὠκείας ἠδ᾽ αὐτῶν κτήματα πολλά.
πρὸς δὲ τόδε μέγα θαῦμα, ὅου κλέος οὔποτ᾽ ὀλεῖται,
κοῦραι Δηλιάδες Ἑκατηβελέταο θεράπναι·
αἵ τ᾽ ἐπεὶ ἂρ πρῶτον μὲν Ἀπόλλων᾽ ὑμνήσωσιν,
αὖτις δ᾽ αὖ Λητώ τε καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν,
160 μνησόμεναι ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν
ὕμνον ἀείδουσιν, θέλγουσι δὲ φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
πάντων δ᾽ ἀνθρώπων φωνὰς καὶ κρεμβαλιαστὺν
μιμεῖσθ᾽ ἴσασιν· φαίη δέ κεν αὐτὸς ἕκαστος
φθέγγεσθ᾽· οὕτω σφιν καλὴ συνάρηρεν ἀοιδή.
165 ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ἱλήκοι μὲν Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξύν,
χαίρετε δ᾽ ὑμεῖς πᾶσαι· ἐμεῖο δὲ καὶ μετόπισθε
μνήσασθ᾽, ὁππότε κέν τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
ἐνθάδ᾽ ἀνείρηται ξεῖνος ταλαπείριος ἐλθών·
ὦ κοῦραι, τίς δ᾽ ὕμμιν ἀνὴρ ἥδιστος ἀοιδῶν
170 ἐνθάδε πωλεῖται, καὶ τέῳ τέρπεσθε μάλιστα;
ὑμεῖς δ᾽ εὖ μάλα πᾶσαι ὑποκρίνασθ᾽ ἀμφ᾽ ἡμέων·
τυφλὸς ἀνήρ, οἰκεῖ δὲ Χίῳ ἔνι παιπαλοέσσῃ,
τοῦ πᾶσαι μετόπισθεν ἀριστεύουσιν ἀοιδαί.
ἡμεῖς δ᾽ ὑμέτερον κλέος οἴσομεν ὅσσον ἐπ᾽ αἶαν
175 ἀνθρώπων στρεφόμεσθα πόλεις εὖ ναιεταώσας·
οἱ δ᾽ ἐπὶ δὴ πείσονται, ἐπεὶ καὶ ἐτήτυμόν ἐστιν.
αὐτὰρ ἐγὼν οὐ λήξω ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα
ὑμνέων ἀργυρότοξον ὃν ἠΰκομος τέκε Λητώ.
ἔνθεν καρπαλίμως προσέβης πρὸς δειράδα θύων,
ἵκεο δ᾽ ἐς Κρίσην ὑπὸ Παρνησὸν νιφόεντα
κνημὸν πρὸς ζέφυρον τετραμμένον, αὐτὰρ ὕπερθεν
πέτρη ἐπικρέμαται, κοίλη δ᾽ ὑποδέδραμε βῆσσα
285 τρηχεῖ᾽· ἔνθα ἄναξ τεκμήρατο Φοῖβος Ἀπόλλων
νηὸν ποιήσασθαι ἐπήρατον εἶπέ τε μῦθον·
ἐνθάδε δὴ φρονέω τεύξειν περικαλλέα νηὸν
ἔμμεναι ἀνθρώποις χρηστήριον οἵ τέ μοι αἰεὶ
ἐνθάδ᾽ ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας,
290 ἠμὲν ὅσοι Πελοπόννησον πίειραν ἔχουσιν,
ἠδ᾽ ὅσοι Εὐρώπην τε καὶ ἀμφιρύτους κατὰ νήσους,
χρησόμενοι· τοῖσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼ νημερτέα βουλὴν
πᾶσι θεμιστεύοιμι χρέων ἐνὶ πίονι νηῷ.
ὣς εἰπὼν διέθηκε θεμείλια Φοῖβος Ἀπόλλων
295 εὐρέα καὶ μάλα μακρὰ διηνεκές· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτοῖς
λάϊνον οὐδὸν ἔθηκε Τροφώνιος ἠδ᾽ Ἀγαμήδης
υἱέες Ἐργίνου, φίλοι ἀθανάτοισι θεοῖσιν·
ἀμφὶ δὲ νηὸν ἔνασσαν ἀθέσφατα φῦλ᾽ ἀνθρώπων
κτιστοῖσιν λάεσσιν ἀοίδιμον ἔμμεναι αἰεί.
300 ἀγχοῦ δὲ κρήνη καλλίρροος ἔνθα δράκαιναν
κτεῖνεν ἄναξ Διὸς υἱὸς ἀπὸ κρατεροῖο βιοῖο
ζατρεφέα μεγάλην τέρας ἄγριον, ἣ κακὰ πολλὰ
ἀνθρώπους ἔρδεσκεν ἐπὶ χθονί, πολλὰ μὲν αὐτοὺς
πολλὰ δὲ μῆλα ταναύποδ᾽ ἐπεὶ πέλε πῆμα δαφοινόν.

***
Κι ως πήγαινε η λοχεύτρια Ειλείθυια1 προς τη Δήλο,115
τότε κι ο τοκετός έσφιξε τη Λητώ κι ήθελε να γεννήσει.
Αγκάλιασε τον φοίνικα και στήριξε τα γόνατα
στο τρυφερό λιβάδι, και η γη από κάτω της μειδίασε·
και σαν αυτός ήρθε στο φως, όλες μαζί αλαλάξαν οι θεές.
Τότε λοιπόν ω φωτοδότη Φοίβε σ᾽ έλουσαν οι θεές
με πεντακάθαρο νερό120
αγνά και άμωμα και σε ύφασμα λευκό σε σπαργανώσαν
λεπτοΰφαντο καινούργιο· και σε χρυσή φασκιά σε τύλιξαν.
Ούτε και θήλασε η μητέρα του τον χρυσότοξο Απόλλωνα,
αλλά η Θέμις νέκταρ κι αμβροσία θεόγευστη
πρόσφερε με τ᾽ αθάνατά της χέρια· τότε χάρηκε η Λητώ125
που τεκνοποίησε ρωμαλέο και τοξοφόρο γιο.

...
Πολλοί για χάρη σου οι ναοί και τα πυκνόδεντρα άλση,
και οι λόφοι όλοι δικοί σου και οι αιχμηρές κορφές
των υψηλών ορέων κι οι ποταμοί που χύνονται στη θάλασσα·145
αλλά στη Δήλο πιο πολύ, ω Φοίβε, τέρπεις την καρδιά σου,
εκεί που οι μακροχίτωνες για χάρη σου Ίωνες μαζεύονται
με τα παιδιά και τις σεβάσμιες συζύγους τους.
Κι αυτοί με πυγμαχία και με χορό και με τραγούδι
θα τέρπουν μνημονεύοντας εσένα, όταν θα στήνουν τον αγώνα.150
Και αθάνατοι κι αγέραστοι πως είναι πάντα θάλεγε
εκείνος που θα βρίσκονταν εκεί, όταν συναθροισμένοι
θάταν οι Ίωνες·
γιατί τη χάρη όλων αυτών θάβλεπε και θα τερπόταν η καρδιά του
κοιτάζοντας αυτούς τους άντρες και τις καλλίζωστες γυναίκες
και τα γοργά τα πλοία και τα πολλά αγαθά τους.155
Κι ακόμα εκείνο το μεγάλο θαύμα, που το κλέος του
ποτέ δεν θα χαθεί,
οι Δηλιάδες κόρες, οι θεράπαινες του Εκατηβελέτη·2
αυτές που πρώτα αφού υμνήσουν τον Απόλλωνα
κι έπειτα τη Λητώ και την τοξότρια Άρτεμη,
αρχαίους άνδρες και γυναίκες μνημονεύοντας160
ψάλλουνε ύμνο και τα γένη των ανθρώπων θέλγουν.
Και όλων των ανθρώπων τις φωνές και το χοροκροτάλισμα
ξέρουνε να μιμούνται· κι έτσι ο καθένας τους θα νόμιζε
πως τραγουδάει ο ίδιος· τόσο πετυχημένο ήταν το άσμα τους.
Αλλ᾽ είθε νάναι ελεήμονες ο Απόλλων με την Άρτεμη,165
κι όλες εσείς ας χαίρεστε· κι ύστερα θυμηθείτε με
κι εμένα, όταν κάποιος απ᾽ τους γήινους ανθρώπους
ξένος που θάρθει εδώ ταλαίπωρος θα σας ρωτήσει·
ποιος άνδρας είν᾽ για σας, ω κόρες, πιο γλυκός απ᾽ τους αοιδούς
που εδώ συχνάζει και με ποιον τέρπεσθε περισσότερο;170
κι εσείς με προθυμία όλες μαζί αποκριθείτε ευνοϊκά
άνδρας τυφλός και κατοικεί στη Χίο την πετρώδη,
που τ᾽ άσματά του θ᾽ αριστεύουνε στο μέλλον.3
Κι εμείς θα διαδίδουμε το κλέος σου, όσο πάνω στη γη
στις πόλεις των ανθρώπων τριγυρνάμε τις καλοχτισμένες175
και τότε αυτοί θα πείθονται, γιατί αυτή ᾽ναι η αλήθεια.
Όμως εγώ τον μακροβόλο δεν θα πάψω Απόλλωνα
να υμνώ τον αργυρότοξο που γέννησε η καλλίκομη Λητώ.

...
Από κει γρήγορα έφυγες για την οροσειρά οργισμένος,
κι ήρθες στην Κρίσα κάτω από τον χιονισμένο Παρνασσό
που στρέφεται στον Ζέφυρο4 η δασοπλαγιά του κι από πάνω
βραχόπετρα κρεμνιέται, ενώ από κάτω απλώνεται βαθουλωτή
χαράδρα
τραχειά· εδώ αποφάσισε ο άναξ Φοίβος Απόλλων285
ναό να φτιάξει λατρευτό και είπε αυτά τα λόγια·

Λοιπόν εδώ φρονώ περικαλλή ναό να ιδρύσω
νάναι χρηστήριο στους ανθρώπους που για χάρη μου εσαεί
εδώ εκατόμβες θα προσφέρουν τελεσφόρες,
όσοι στην πλούσια κατοικούνε Πελοπόννησο,290
και όσοι στην Ευρώπη και στα περίβρεχτα νησιά,
χρησμό ζητώντας· και σ᾽ αυτούς όλους εγώ αλάνθαστα
θα τους χρησμοδοτώ μέσα στον πλούσιο ναό.
Αυτά σαν είπε έθεσε τα θεμέλια ο Φοίβος Απόλλων
πλατιά και σ᾽ έκταση πολύ μακριά· κι έπειτα πάνω τους295
πέτρινο τοποθέτησε κατώφλι ο Τροφώνιος κι ο Αγαμήδης
οι γιοι του Εργίνου, οι προσφιλείς στους αθανάτους θεούς.5
Και τότε γένη ανθρώπων αναρίθμητα χτίσανε το ναό
με λίθους λαξευτούς για νάναι πάντα αξιοΰμνητος.
Κι ήταν σιμά καλλίρροη κρήνη όπου την δράκαινα300
σκότωσε ο άναξ γιος του Δία με το πανίσχυρό του τόξο
το άγριο μεγάλο χοντρό τέρας, που πολλά κακά
στους ανθρώπους προξέναγε πάνω στη γη, πολλά σ᾽ αυτούς
πολλά και στα λιγνόποδα τα πρόβατα, γιατί ήταν συμφορά
αιμοσταγής.
-----------
1 Θεά του τοκετού, η οποία βοηθεί (ή δυσχεραίνει) τη γέννα.
2 Εκατηβελέτης:επίθετο του Απόλλωνα "που ρίχνει (με το τόξο του) μακρυά" (πβ. τα επίθετα ἑκηβόλος και ἑκατηβόλος).
3 Από τους στίχους αυτούς δημιουργήθηκε η παράδοση ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός και καταγόταν από τη Χίο.
4 Δυτικός άνεμος.
5 Ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, γιοι του Εργίνου (‹ ἔργον), ήταν σύμφωνα με τον μύθο περίφημοι πρωτομάστορες από τη Βοιωτία. Ο πρώτος ήταν γνωστός και για το μαντείο του στη θεωρούμενη ως είσοδο του Κάτω Κόσμου Λεβάδεια.

Ενοχές: Θέλω αλλά δεν πρέπει… ή δεν θέλω αλλά πρέπει;

…Το ζητούσαν, λοιπόν, σε τί είχα φταίξει,
εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν
ότι δε μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα,
πού να βρεις καιρό,
έτσι έμεινα εύπιστος
κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
…Ενώ απ᾿ το βάθος, μακριά,
με κοίταζε σαν ξένο η πιο δική μου ζωή.
Τ. Λειβαδίτης

 
Ενοχές…
Ένα συναίσθημα που οφείλεται απόλυτα αλλά και στρέφεται προς τον εαυτό μας, τον κατηγορούμε για κάτι, τον θεωρούμε υπεύθυνο για κάτι που κάναμε ή για κάτι που δεν κάναμε και δεν μπορούμε να τον συγχωρήσουμε. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που δεν αφορά μόνο τις πράξεις μας, αλλά και τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα που βιώνουμε ή τις επιθυμίες μας. Μπορεί αυτό που προκαλεί τις ενοχές να μην υφίσταται καν σε πραγματικό επίπεδο και να υπάρχει μόνο σε ένα συμβολικό επίπεδο.
 
Θέλω αλλά δεν πρέπει… ή δεν θέλω αλλά πρέπει… νιώθω έτσι, αλλά δεν είναι σωστό… Αισθάνομαι αυτό, χωρίς να το θέλω, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω… Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις, συναισθήματα που θεωρούμε παράλογα ή απρεπή και φτάνουμε στις ενοχές… Επιθυμώ, προσδοκώ, θέλω, αλλά… όχι, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ. Ο εαυτός μας είναι αυτός που μας λέει ότι δεν πρέπει, ότι αυτό είναι ένα λάθος και τότε γεμίζουμε με ενοχές. Η σύγκρουση της καρδιάς με τη λογική συνήθως είναι ένας από τους λόγους που οδηγούμαστε στο να νιώθουμε ενοχές. Τι θέλω και τι πρέπει να θέλω; Τι λέω στον εαυτό μου ότι είναι σωστό και τι λάθος; Και πως νιώθω κάθε φορά που νιώθω αυτό που ουσιαστικά το θεωρώ λάθος; Έτσι… φτάνω στις ενοχές… Ποιοι είναι οι κανόνες που έχω θέσει στον εαυτό μου και πόσο σημαντικούς τους θεωρώ; Όσο πιο αυστηρούς κανόνες θέτω στον εαυτό μου τόσο περισσότερες ενοχές νιώθω κάθε φορά που τους παραβαίνω. Οι ενοχές θα μπορούσαν να είναι ένα κίνητρο για να κινητοποιηθούμε ή για να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας, ένας τρόπος να νιώθουμε ότι δεν χάνουμε τον έλεγχο ή ότι διατηρούμε τον έλεγχο που ήδη έχουμε.
 
Ουσιαστικά, βάζουμε τον εαυτό μας σε μια διαδικασία πίεσης και έντασης θεωρώντας ότι δεν πρέπει να απογοητεύσουμε κανέναν, δεν πρέπει να πληγώσουμε ή να προσβάλλουμε κανέναν, δεν πρέπει να αποδειχθούμε ανίκανοι και πολλά ακόμη πρέπει ή δεν πρέπει που θεωρούμε σημαντικά εμείς οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα, δεν θέλουμε να απογοητεύσουμε τον εαυτό μας, γιατί είμαστε πολύ αυστηροί μαζί του και δεν θέλουμε να χάσουμε τον έλεγχο της κατάστασης. Διαρκώς βρισκόμαστε σε έναν αγώνα, όπου προσπαθούμε να αποδείξουμε στους άλλους, αλλά πρωτίστως και κυρίως στον εαυτό μας ότι είμαστε ικανοί, επαρκείς, σωστοί και ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.
 
Όταν νιώθουμε πολλές ενοχές δυσκολευόμαστε πολύ να πούμε όχι, γιατί κατευθείαν προκύπτουν ερωτήματα, όπως τι θα σκεφτεί ο άλλος για εμάς; και αν τον πληγώσουμε; και αν απογοητευτεί μαζί μας; και αν στεναχωρηθεί με τη συμπεριφορά μας; Πόσο ανεπαρκής θα αποδειχθώ και πόσο θα πληγώσω τον άλλο, αλλά και τον εαυτό μου όταν συνειδητοποιήσω την ανεπάρκεια ή την αδυναμία να επιτύχω;
 
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα που θέτουμε στον εαυτό μας και καλλιεργούμε ή ενισχύουμε τις τύψεις και ενοχές που νιώθουμε, ίσως, δεν μας περνά από το μυαλό ή αποφεύγουμε να το σκεφτούμε το πόσο επιβλαβείς είναι για εμάς τους ίδιους. Ίσως, δεν μας προβληματίζει καν πόσο πληγώνουμε τον εαυτό. Ζούμε κάνοντας σενάρια, κάνοντας υποθέσεις,-και τι θα γίνει εάν;;;-, είναι μια διαρκή προσπάθεια, ένας αγώνας απέναντι στους άλλους αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό.

Όμως, πως προκύπτουν οι ενοχές και γιατί κάποιοι από εμάς έχουμε αρκετές ενοχές; Οι ενοχές συνδέονται με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου, όπως τελειομανία, αίσθηση απώλειας ελέγχου, υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης, αλλά και με συμπεριφορές και τρόπους ανατροφής και διαπαιδαγώγησης μέσα στην οικογένεια –κάνε αυτό γιατί θα απογοητεύσεις τη μαμά ή μην κάνεις αυτό γιατί θα στεναχωρηθεί ο μπαμπάς, και πολλές ακόμη τέτοιου είδους εκφράσεις που κάποιοι ακούγαμε πιο συχνά όταν ήμασταν παιδιά. Οι ενοχές συνδέονται και με χαμηλή αυτοπεποίθηση, με ένα αίσθημα κατωτερότητας και με φόβο απόρριψης, καθώς και με δυσκολίες να τεθούν όρια και να εκφραστούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες του ατόμου, αλλά και με έντονη αυστηρότητα και πολλές απαιτήσεις που έχουμε από τον εαυτό μας.
 
Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να ζούμε διαρκώς με ενοχές για το κάθε τι που πράττουμε ή δεν πράττουμε ή απλά σκεφτόμαστε… Είναι σημαντικό πέρα από το σεβασμό προς τους άλλους να μάθουμε να σεβόμαστε και τον εαυτό μας, να αναγνωρίζουμε και να εκφράζουμε τις ανάγκες μας, να προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε τη λογική σε όσα σκεφτόμαστε, καθώς το συναίσθημα της ενοχής συνήθως εξαφανίζει κάθε ίχνος λογικής, με αποτέλεσμα όσο πιο πολλές ενοχές έχουμε τόσο πιο δύσκολο είναι να χρησιμοποιήσουμε τη λογική. Ακόμη, είναι σημαντικό να αποδεχτούμε και να παραδεχτούμε στον εαυτό μας ότι όλοι κάνουμε λάθη, είναι αφύσικο να είμαστε πάντα σωστοί και τυπικοί, ενώ θα πρέπει να παίρνουμε την ευθύνη των επιλογών μας, όταν αφορούν αποκλειστικά εμάς και τη ζωή μας, χωρίς να σκεφτόμαστε πώς οι άλλοι το βλέπουν. Όταν κάτι είναι επιλογή μου και δεν επηρεάζει τη ζωή των άλλων, γιατί θα πρέπει να νιώσω ενοχές που δεν το αποδέχονται ή δεν το εγκρίνουν; Ας σκεφτούμε λίγο πόση φθορά προκαλούμε στον εαυτό μας κάθε φορά που νιώθουμε ενοχές και τον βάζουμε σε μια διαδικασία ταλαιπωρίας και έντασης, άγχους και πίεσης…
 
Δεν είμαστε πιο ένοχοι όταν ακολουθούμε τα πρωτόγονα ένστικτά μας που μας κυβερνούν, από ό,τι είναι ο Νείλος για τις πλημμύρες του ή η θάλασσα για τα κύματά της.  Μαρκήσιος Ντε Σαντ
(Πόσο όμως μπορεί να μας παρηγορήσει αυτό και να μας βοηθήσουμε να μειώσουμε τις ενοχές που νιώθουμε ώστε να νιώσουμε καλύτερα;;;)
 
Δεν θα πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι:
Οι άνομες επιθυμίες τιμωρούνται μετά την απόλαυσή τους. Οι αδύνατες επιθυμίες τιμωρούνται από την ίδια την επιθυμία. Philip Sidney
(Από εμάς εξαρτάται τι θα προτιμήσουμε, είναι προσωπική μας επιλογή)

και να θυμόμαστε ότι:
"Οι τύψεις για τα πράγματα που κάναμε μπορεί να θεραπευτούν με τον καιρό. Οι τύψεις για τα πράγματα που δεν κάναμε μένουν για πάντα αγιάτρευτες."
(Sydney Harris)
 
"Ενοχές σου αφήνουν όλα εκείνα που δεν έζησες, όχι γιατί δεν μπόρεσες, αλλά γιατί φοβήθηκες την δύναμη τους, την μαγεία τους.
Όλη εκείνη την μαγεία που μια ζωή αναζητάς κι όταν σου πέφτει στο κεφάλι σαν ευλογία, την αρνείσαι χωρίς ουσιαστικό λόγο παρά μόνο επειδή διστάζεις να πας παραπέρα, να δεις τι γίνεται μέσα από το σύνορο που σ' έχουν φυλακίσει ..."
 Έυα Ομηρόλη
 
"Δεν είναι το καλό αλλά το κακό που προκαλεί την ενοχή."
 Λακάν

Η έλξη της αρνητικής σκέψης

Γιατί αναγνωρίζουμε στη ζωή μας τη λύπη περισσότερο από τη χαρά; Γιατί άραγε οι αρνητικές ιστορίες μας παίρνουν τόσο πολύ υπόσταση μέσα μας αντί για τα όμορφα πράγματα που κάνουμε ή συμβαίνουν γύρω μας;  Γιατί δεχόμαστε όλο το βάρος του «όχι» και δεν αφήνουμε το «ναι» να διεκδικήσει το δικό του ποσοστό εγγραφής;
 
Σκεφτείτε μία καθημερινή εικόνα. Για παράδειγμα την περίπτωση που οδηγούμε βιαστικά για μία συνάντηση και μας πιάνει κόκκινο φανάρι ενώ τρέχουμε να το περάσουμε. Η πρώτη σκέψη είναι αυθόρμητη «πάντα με πιάνει το κόκκινο όταν βιάζομαι, όταν θέλω να περάσω για να πάω στο ραντεβού μου, πάντα μου συμβαίνει αυτό και μόνο σε εμένα» και όσο περισσότερο το χτίζουμε με αρνητισμό, τόσο φτιάχνουμε σενάρια που θυμίζουν το «άντε και εσύ και ο γρύλος σου». Ναι, μας έπιασε κόκκινο. Πόσες φορές έχει γίνει αυτό; Άγνωστο, γιατί δεν τις μετράμε. Κι όμως νομίζουμε ότι μας πιάνει μόνο το κόκκινο! Αν υπήρχε ένας μετρητής προσπέλασης φαναριών, σίγουρα τα πράσινα θα ήταν περισσότερα, αν όχι τουλάχιστον ισόποσα.
 
Τι γίνεται εδώ; Απλό και ταυτόχρονα πολύπλοκο. Δείχνουμε έμφαση στο αρνητικό που μας συμβαίνει, στο κόκκινο φανάρι. Δίνουμε την αφορμή στον εαυτό μας να σκεφτεί αρνητικά και κατ’ επέκταση να το νιώσει. Το αρνητικό μας κλονίζει, έρχεται να απειλήσει τον κόσμο μας, έρχεται να μας εμποδίσει να ικανοποιήσουμε την επιθυμία μας και παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που του αναλογούν. Αν αυτό συνεχιστεί, θα λειτουργήσει αθροιστικά, θα υιοθετηθεί ως μία συνειδητή κατάσταση που επιτρέπει στον εαυτό μας να νοηματοδοτείται μόνο έτσι, αρνητικά. Οδηγούμαστε ασυναίσθητα σε μία επικριτική ματιά προς τον εαυτό μας  λέγοντας « Αφού δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό, τι κακό συμβαίνει σε εμένα;» ή κρίνουμε τους άλλους «Δεν μπορούν να καταλάβουν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα» και έτσι μεγαλώνουμε τις διαστάσεις του αρνητικού στην ετικέτα που μας κολλάμε.

Συχνά κάνουμε πλάνα για το μέλλον και λέμε: «αυτό θα είναι δύσκολο», μας ρωτάνε «γιατί» και λέμε «δεν ξέρω, έτσι το σκέφτομαι». Αυτοματοποιημένα πολλές φορές, χωρίς επεξεργασία κλίνουμε περισσότερο προς την άσχημη έκβαση των πραγμάτων. Εμμένουμε σε αυτή την άρνηση, τροφοδοτώντας τη σκέψη μας με μία σειρά από στοιχεία που λειτουργούν αποτρεπτικά στην εφαρμογή περαιτέρω ενεργειών μας. Στο τέλος της ημέρας ακυρώνουμε τις σκέψεις μας αποφεύγοντας να τις κάνουμε πράξη. Και πώς να τις κάνουμε πράξη όταν το μόνο που πιστεύουμε είναι το αρνητικό;
 
Και πότε είμαστε χαρούμενοι στη ζωή μας; Είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, γιατί όταν είμαστε χαρούμενοι, το ζούμε, είναι εμπειρικό. Το προσπερνάμε εύκολα και δεν του δίνουμε σημασία. Δεν μπαίνουμε να αναλύσουμε και δύσκολα εκτιμάμε κάθε χαρούμενη σκέψη, πράξη, στιγμή. Απλά τη βιώνουμε ως δεδομένο στοιχείο και προχωράμε.
 
Από την άλλη όταν είμαστε στεναχωρημένοι, το αρνητικό συναίσθημα, μας κυριεύει σε όλο του το εύρος. Μπαίνουμε να αναλύσουμε τα πάντα. Θρηνούμε, επικρίνουμε και ανησυχούμε όλη τη μέρα.  Ο χρόνος αποκτά διαφορετική μέτρηση και τα δευτερόλεπτα φαίνονται αιώνες.Πάντα στη ζωή μας θα υπάρχουν καλές και κακές μέρες. Στις καλές συνεχίζουμε τη ζωή μας. Στις άσχημες ημέρες πως αντιδρούμε; Μένουμε καθηλωμένοι ή δείχνουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας; Επιτρέπεται να είμαστε στεναχωρημένοι δεχόμενοι ότι και αυτό το συναίσθημα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας;
 
Συνήθως τις άσχημες μέρες λέμε στον εαυτό μας, «θα είμαι πάντα στεναχωρημένος» ή «γιατί είμαι τόσο αδύνατος» στρεφόμενοι πάντα με αρνητισμό προς τον εαυτό μας. Εκείνη τη στιγμή είναι που πραγματικά πρέπει να τον προσέξουμε, να τον φροντίσουμε και έτσι να προχωρήσουμε. Η στεναχώρια από μόνη της είναι διαχειρίσιμο συναίσθημα. Αλλά η λύπη μαζί με την ενοχή και τον φόβο, δημιουργούν έναν ανυπόφορο συνδυασμό.
 
Δίνουμε χώρο και χρόνο σε κάθε συναίσθημα, είναι όλα αξιοποιήσιμα. Ξέρουμε πότε είμαστε στεναχωρημένοι και πότε είμαστε χαρούμενοι: όταν έχουμε συναίσθηση των συναισθημάτων μας.
 
 Πότε είμαστε χαρούμενοι;
-          Όταν αποφεύγουμε να γινόμαστε θύματα των καταστάσεων.
-        Όταν είμαστε ήρεμοι και μπορούμε να σκεφτούμε ψύχραιμα χωρίς να φορτωνόμαστε με  ευθύνη για όλα τα προβλήματα όλου του κόσμου.
-          Όταν δείχνουμε ευγνωμοσύνη στον εαυτό μας  για ό,τι έχουμε καταφέρει.
-      Όταν νιώθουμε ισορροπημένοι και δεν σκεφτόμαστε τα λάθη του παρελθόντος γιατί δεν έχουμε ανάγκη τίποτα πια από τότε.
-          Όταν νιώθουμε ελευθερία και σταματάμε να δίνουμε βήμα στις φωνές που μας ενοχοποιούν και μας λένε ότι δεν τα κάνουμε καλά, ότι πληγώνουμε τους ανθρώπους δίπλα μας και ότι οι άλλοι θέλουν να μας εγκαταλείψουν.
 
Είμαστε χαρούμενοι όταν σταματάμε να επιτρέπουμε στον φόβο να μας οδηγήσει στο μονοπάτι του «δεν μπορώ». Όταν αποφασίσουμε ότι θέλουμε εμείς να ορίσουμε τη ζωή μας.

Για την ευτυχία

Τι σημαίνει ευτυχία; Πότε είμαστε ευτυχισμένοι; Ίσως είναι πιο εύκολο να ορίσουμε την κατάσταση της ευτυχίας ως τις στιγμές που δεν είμαστε δυστυχισμένοι. Τι προκαλεί όμως τη δυστυχία; Ένα και μόνο πράγμα πιστεύω και πλέον είμαι βέβαιος! Οι σκέψεις μας.

Το ξέρω πως διαφωνείς, αλλά πιστεύω πως μπορώ να σου αλλάξω την άποψη. Οι σκέψεις μας έχουν πάντα δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι προς τα πίσω, στο παρελθόν. Η δεύτερη είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο μέλλον. Πολλές φορές σκεφτόμαστε πράγματα όμορφα, είτε που ζήσαμε, είτε που πιστεύουμε πως θα ζήσουμε. Και είναι όμορφη η αίσθησή τους.
 
Τις περισσότερες φορές όμως, σκεφτόμαστε πράγματα που ζήσαμε και μας άφησαν άσχημη γεύση, μας στιγμάτισαν, μας πόνεσαν. Αναπαράγουμε άσχημες αναμνήσεις. Τις επαναφέρουμε στο παρόν μέσα από μια απλή σκέψη και τις ξανά ‘ζούμε’. Πολλές φορές πάλι σκεφτόμαστε πράγματα που περιμένουμε να έρθουν, τα οποία φοβόμαστε, μας προκαλούν άγχος. Πλάθουμε σενάρια για το μέλλον και από τη μία σκέψη πηδάμε στην επόμενη και φτάνουμε στην καταστροφή, μέχρι που συνειδητοποιούμε πως ήταν απλά μια σκέψη.
 
Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους βυθισμένοι σε σκέψεις. Αρνητικές κατά κύριο λόγο. Θέτουν ένα στόχο, ο οποίος τους κυριεύει, πιστεύοντας πως όταν τον πετύχουνε θα είναι ευτυχισμένοι και τη στιγμή της επιτυχίας, προχωράνε στον επόμενο στόχο.
 
Η αλήθεια είναι μία όμως και είναι πολύ ξεκάθαρη. Το παρελθόν πέρασε, έφυγε. Το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμα. Επομένως και οι δύο αυτές έννοιες είναι μη πραγματικές. Δεν υπάρχουν. Το μόνο πράγμα που υπάρχει είναι το τώρα. Το σήμερα. Το εδώ. Το παρελθόν είναι το τώρα του χθες και το μέλλον το τώρα του αύριο. Και τα δύο όμως είναι στο ίδιο σημείο. Στο τώρα.
 
Τα προβλήματα μας πηγάζουν από ένα και μόνο πράγμα λοιπόν. Από το ζωηρό μυαλό μας. Όταν συναντάμε μία κατάσταση την οποία θεωρούμε δύσκολη έχουμε δύο και μόνο επιλογές. Να την αποδεχτούμε, να την αντιμετωπίσουμε και να την αλλάξουμε ή να φύγουμε από αυτή αν γίνεται. Δεν είναι εύκολο το ξέρω, αλλά είναι οι μόνες επιλογές που έχουμε.
 
Έχεις σκεφτεί ποτέ πως κατέληξες να είσαι αυτός που είσαι; Πιστεύεις πως οι όμορφες στιγμές είναι αυτές που σε διαμόρφωσαν σαν προσωπικότητα; Όχι. Οι άσχημες είναι αυτές που μας κάνουν πιο δυνατούς, που μας δίνουν γερά μαθήματα για να προχωρήσουμε στο μέλλον. Είμαστε οι αποτυχίες μας. Γινόμαστε καλύτεροι μέσα από αυτές. Μένει να μάθουμε να τις δεχόμαστε και να τις αποδεχόμαστε. Και να προχωράμε.
 
Η ευτυχία είναι επιλογή λοιπόν. Μπορούμε να ξεκινήσουμε να είμαστε ευτυχισμένοι από σήμερα, εδώ και τώρα, αρκεί να το θελήσουμε και να το πιστέψουμε. Αρκεί να βάλουμε στην άκρη τον ζωηρό μας νου. Αρκεί να γίνουμε παρατηρητές του. Να μάθουμε να τον ελέγχουμε. Να μην είμαστε οι σκέψεις μας. Να μην είμαστε οι δεξιότητές μας. Να μην είμαστε οι στόχοι μας. Να μην είμαστε οι επιτυχίες μας. Να μην είμαστε η εικόνα μας. Να μην είμαστε το εγώ μας. Να μην είμαστε ούτε οι αποτυχίες μας. Απλά να είμαστε.

Μια εισαγωγή στη βλακεία

Businessman_wearing_dunce_cap_standing_in_cornerΔια να σε δώσω, φίλε, μικρόν παράδειγμα της οποίας απέκτησεν από τα ταξίδια πολυπειρίας, επέρασεν εδώ προ μηνών Άγγλος τις περιηγητής, με σκοπό να ανακαλύψη κανέν υπόμνημα της εις Βολισσόν διατριβής του Ομήρου. Είχε σιμά και δυο μικρά του παιδάρια. Μόλις τα άκουσεν ο Παπατρέχας να συλλαλώσι με τον πατέρα των μ’ ερώτησεν εκστατικός ποίαν γλώσσαν λαλούσι;
– Την αγγλικήν, τον απεκρίθην και η έκστασίς του έγινε απολίθωσις.
Δεν εμπόρει να χωρήση του Βολισσινού Οδυσσέως η κεφαλή πώς τόσον νεαρά παιδάρια ήτο δυνατό να λαλώσι γλώσσαν εις αυτόν άγνωστον. Δεν εξεύρω πλέον ποίαν γλώσσαν και εις ποίαν ηλικίαν, κατ’ αυτόν, έπρεπε να λαλώσι των Άγγλων τα τέκνα. Είμαι βέβαιος ότι γελάς την ώρα ταύτην δια την απορία του Παπατρέχα . Αλλά τι ήθελες, εάν παρών παρόντος ήκουες αυτολεξεί από το στόμαν του τους λόγους τούτους: Τα διαβολόπουλα, τόσον μικρά να μιλούν εγγλέζικα! - Α. Κοραής, Ο Παπατρέχας,
 
Τι είναι η ανθρώπινη βλακεία; αναρωτιόταν ο Ρούμπερτ Μούζιλ. Είναι θα έλεγα δειλία, είναι και ακινησία, είναι παράλυση. Είναι το σύμπτωμα ενός πανίσχυρου τραύματος. Είναι ίσως η επιθυμία να διατηρηθεί ανέπαφη μια εποχή ιδανική, κατά την οποία ο μελλοντικός βλάκας αισθανόταν ασφαλής και προστατευμένος. Ο ρόλος του ήταν σταθερός, συγκεκριμένος, ανακουφιστικός στην σαφήνειά του. Τα όρια ήταν τοποθετημένα προσεκτικά, οι προκαταλήψεις κληρονομημένες και αδιαμφισβήτητες και όλα μπορούσαν να εξηγηθούν με βεβαιότητα. Αυτήν την εποχή επιθυμεί ο βλάκας να διατηρήσει ανέπαφη και αμετακίνητη  και τον εαυτό του απαράλλακτο μέσα σε αυτήν.
 
Θα λέγαμε ότι ο βλάκας επιθυμεί να κατοικήσει και κατοικεί για πάντα σε εκείνη την σίγουρη εποχή και περιφρονεί κάθε αλλαγή και κάθε τι που μπορεί να κλονίσει τις βεβαιότητές του. Οι λέξεις φανερώνουν πάντα συγκεκριμένες έννοιες, αποκαλύπτουν μια και μόνη εικόνα. Οι άνθρωποι ανάλογα με την οικογενειακή τους ή κοινωνική τους κατάσταση οφείλουν να επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες. Άλλοι διαθέτουν καθήκοντα και άλλοι δικαιώματα. Όλοι οι ρόλοι παραδίδονται φυσικώ δικαίω εκ γενετής. Μόνο έτσι ικανοποιείται ο βλάκας.

Η βλακεία είναι λοιπόν ένα προϊόν διαταραγμένης και υπερμεγέθους συναισθηματικότητας. Πεταμένη η ύπαρξη σε έναν κόσμο που αλλάζει με επικίνδυνους ρυθμούς επινοεί αμυντικούς μηχανισμούς για να προστατευθεί, ακινητοποιεί τον κόσμο στην στιγμή που αισθανόταν αυτή ασφαλής.  Βλακεία είναι η συναισθηματική επιθυμία να διατηρηθεί μια κατάσταση για πάντα, η νοητική ακαμψία που δεν αποδέχεται την εύπλαστη «δηλητηριώδη» απόκλιση από τον «σταθερό» κανόνα της ασφάλειας. Είναι λοιπόν και μια παράλυση, μια άρνηση του πάσχοντα να εξελίξει τα ταλέντα του και να προσαρμοστεί στην εξελισσόμενη πραγματικότητα. Διότι πάντα υπάρχουν εκείνες οι δυνάμεις που κάνουν τον κόσμο να αλλάζει και είναι βέβαιο ότι η επίδραση τους θα φτάσει αργά ή γρήγορα και στους μικροπυρήνες της κοινωνίας και τέλος και στον βλάκα.
 
Ένας βλαξ, αυτός ο παράλυτος και δειλός, διαθέτει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Πιθανότατα θα πρόκειται για έναν άνθρωπο που σταδιακά γίνεται όλο και πιο πικρόχολος, εξαιτίας μιας σταδιακής συρρίκνωσης. Ο βλάξ παρακολουθεί αδρανής την παγωμένη του αυτοκρατορία να συρρικνώνεται και να εγκαταλείπεται από κάποια στοιχεία που παραδίδονται ή επιλέγουν την αλλαγή. Σταδιακά συρρικνώνεται και ως προσωπικότητα με ρυθμούς ταχύτερους από την φυσική συρρίκνωση που συνοδεύει κάθε άνθρωπο στα γηρατειά του.
 
Ο βλαξ την επιλέγει τη συρρίκνωση. Χάνει χώρο, χάνει πρόσωπα που αγαπά, διότι αρνείται να τα διαχειριστεί με την επιείκεια και την ανεκτική αγάπη που αυτά χρειάζονται. Εν τέλει σε έναν κόσμο που οι σειρήνες της αλλαγής ακούγονται δυνατά, ο βλαξ δεν μπορεί να προστατέψει το κύρος του, δεν μπορεί να κλείσει τα αυτιά των ανθρώπων που τον περιβάλλουν.
 
Έτσι ο βλαξ μάλλον θα στέκει αμετακίνητος στον θρόνο του παγωμένου βασιλείου του, σε ένα απομονωμένο δωμάτιο, ίσως και με την πιστή συντροφιά μιας τηλεοπτικής συσκευής – αν θέλει να ξεχνά – ή ενός φωτογραφικού άλμπουμ – αν θέλει να θυμάται. Μπορεί όμως και να συναναστρέφεται και άλλους βλάκες οι οποίοι είτε είναι το ίδιο δειλοί και αμετακίνητοι ή κατήντησαν βλάκες επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν έγκαιρα τον βλάκα. Έτσι δημιουργείται μια ετεροτοπία της βλακείας, που είναι εξ αποστάσεως πολύ χαριτωμένη, όταν δεν κινδυνεύεις να σε καταπιεί.
 
Ο βλαξ είναι ένα όν που δουλεύει μηχανικά, δίχως να απολαμβάνει στο παρόν. Απολαμβάνει μονάχα ανασύροντας το παρελθόν. Όσο καλλίτερη η αναπαράσταση τόσο μεγαλύτερη η ικανοποίηση. Ο βλαξ δουλεύει στον αυτόματο πιλότο και είναι καταδικασμένος να φθίνει και να γκρινιάζει φθίνοντας.
 
Ταυτίζω την ευφυΐα με την αλλαγή, με την σκληρότητα που απαιτείται για να αποκοπεί κανείς από τις συναισθηματικές προστασίες, που οδηγούν στην ατροφία του ατόμου και στην παραχώρηση της όποιας αυτονομίας. Ταυτίζω την βλακεία με την δειλία, την αδυναμία.
 
Μη γελιέστε. Ο βλάκας είναι αφόρητος. Αν δεν ήταν τόσο επίμονος και τόσο επικίνδυνος θα ήταν πράγματι χαριτωμένος. Εκτός από δειλός και παράλυτος, γκρινιάζει διαρκώς για όσα χάνει ή δεν καταλαβαίνει. Ποτέ δεν προλαμβάνει. Σας εξήγησα γιατί επιλέγει την απρονοησία. Γιατί επιλέγει να κλειστεί στην κατασκευασμένη και παγωμένη ψευδαίσθηση του που απαιτεί ακλόνητη πίστη στην αιώνια διατήρησή της. Αλίμονο σε όσους τους έλαχε να συναναστραφούν για καιρό ή ακόμα χειρότερα να αγαπήσουν βλάκα. Βρίσκονται σε αδιέξοδο.
 
Αν εγκαταλείψουν τον επίμονο βασιλέα θα θεωρηθούν προδότες. Αν δεν το κάνουν θα καταντήσουν ή βλάκες ή δυστυχείς. Αλλά και η αγάπη τους, η άρνησή τους να εγκαταλείψουν τον βλάκα θα είναι μια οικειοθελής καταδίκη που δεν θα τύχει αναγνώρισης. Διότι ο βλάκας είναι εκτός των άλλων άθελά του και αγνώμων. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, παρά μονάχα γιατί θεωρεί αυτονόητη τη δομή του κόσμου του και την παραμονή ενός ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Μόνο όταν αναπόφευκτα τον χάνει, ο βλάκας κλονίζεται – έστω προσωρινά. Αλλά έπειτα συνέρχεται και επουλώνει τις πληγές του, επιλέγοντας τη λήθη. Ο βλάκας δεν εκτιμά κανέναν. Ούτε όταν αυτός ο κανένας βρίσκεται στην επιρροή της βλακείας του – διότι αυτό είναι αυτονόητο – ούτε όταν βρίσκεται εκτός της βλακείας του – διότι έτσι είναι ακατανόητος και επομένως αδιάφορος.
 
Διαπιστώνουμε έτσι τον λόγο που η βλακεία είναι διάχυτη σε επαρχιακές, πόλεις. Η μη έξοδος, οι συγκεκριμένες και αμετάβλητες ταυτότητες, η απουσία κάποιου απροσδόκητου συμβάντος, ανθρώπου, εργαλείου, μέσου, γεγονότος,  κάνουν το έδαφος ιδανικό για να ευδοκιμήσει η βλακεία. Γι’ αυτό και η ευφυΐα σε αυτά τα ακανθώδη μέρη είναι τόσο αξιοθαύμαστη όσο και σκανδαλώδης.
Η βλακεία είναι πάντα σύντροφος της ακινησίας, της έλλειψης ταλέντου και κινήτρου, της δειλίας και της αμηχανίας στη συνάντηση με το άγνωστο. Για να καταπολεμηθεί η βλακεία πρέπει να εξαναγκαστεί στην αλλαγή, να συνηθίσει να αλλάζει , να μην φοβάται να αλλάζει. Δεν μιλάω για μια δικτατορία της αλλαγής, αλλά για ένα μπόλιασμα, πού και πού, διαφορετικών εικόνων που μπορούν να μας διασώσουν από τη δικτατορία της ακινησίας.
 
Άνθρωποι, οικογένειες, πόλεις, χώρες ολόκληρες μπορούν να καταντήσουν “βλάκες”, λόγω γεωγραφικής απομόνωσης ή οικειοθελούς αποστασιοποίησης. Ο ίδιος ο κόσμος μας μπορεί να είναι μια βλακεία. Αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πριν συναντήσουμε τους άλλους κόσμους.
-----------
ΥΓ: Μην παρερμηνευτώ. Ο βλάκας σε αυτό το κείμενο δεν είναι μια κατηγορία ή μια αξιολογική κρίση που γίνεται με ηθική κριτήρια. Είναι το όνομα που δίνω σε μια κατάσταση υπαρκτή, σε έναν άνθρωπο με συγκεκριμένα και δικαιολογήσιμα χαρακτηριστικά

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

fovosΗ πρωταρχική και βασική αιτία όλων των φόβων είναι η άγνοια του ποιοι πραγματικά είμαστε. Αν ήμασταν πεπεισμένοι για την άτρωτη κι αθάνατη φύση της ψυχής μας, δεν θα είχαμε ποτέ κανένα απολύτως φόβο για τίποτα. Επειδή δεν πιστεύουμε ή δεν μπορούμε να πιστέψουμε αυτή την αλήθεια, νιώθουμε μόνοι, αποξενωμένοι, απομονωμένοι και τρωτοί μπροστά στην εξαφάνιση της ύπαρξής μας.
   
Ο βασικός μας φόβος είναι ο αφανισμός του ΕΓΩ, που τον βιώνουμε επίσης σαν φόβο θανάτου, σκοταδιού ή του άγνωστου. Εκτός από τη βασική άγνοια για την πραγματική πνευματική μας φύση, μερικοί δευτερεύοντες παράγοντες μπορούν επίσης να συμβάλλουν στο φόβο.
  1. Για να νιώθει κανείς φόβο, θα πρέπει να έχει κι ένα συναίσθημα ΑΠΟΞΕΝΩΣΗΣ και ξεχωριστότητας. Όταν κάποιος νιώθει κοντά στους ανθρώπους και τη φύση που τον περιβάλλουν, δεν είναι δυνατόν να τα φοβάται. Ο φόβος προέρχεται από ένα αίσθημα αποξένωσης από τον κόσμο, που δημιουργεί ένα γενικό συναίσθημα δυσπιστίας για όλους και για όλα.
  2. Άνθρωποι και πράγματα με τα οποία ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙΚΕΙΟΙ επίσης προξενούν δυσπιστία και φόβο. Όταν ερχόμαστε σ’ επαφή με κάποιον ντυμένο διαφορετικά από μας, που έχει χτενίσει τα μαλλιά του με ένα παράξενο τρόπο, ή που μιλά διαφορετικά και δεν τον καταλαβαίνουμε εύκολα, η βασική μας ασφάλεια υπονομεύεται και τείνουμε ν’ αντιδρούμε με καχυποψία, ή αμυντικά ή ακόμα και μ’ επιθετικό τρόπο. Αυτό θα γίνει πραγματικότητα ιδίως αν νιώθουμε ΔΥΣΠΙΣΤΟΙ και ΕΥΑΛΩΤΟΙ μπροστά στον κόσμο από τον οποίο νιώθουμε ΑΠΟΞΕΝΩΜΕΝΟΙ.
  3. Όσο πιο ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ είναι κανείς σε ορισμένες καταστάσεις, ανθρώπους και αντικείμενα που του προσφέρουν ασφάλεια, τόσο πιο έντονα θα νιώθει την ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ και ΑΔΥΝΑΜΙΑ μπροστά σε υποτιθέμενες απειλές. Όταν υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε τα αγαθά μας, μια σχέση ή την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο πιο πολλά παιχνίδια κυριαρχίας θα παίζουμε για να προστατευτούμε.
  4. Όταν είναι παρόντες οι παραπάνω παράγοντες, καθοδηγούν τη ΦΑΝΤΑΣΙΑ με αρνητικό τρόπο, δημιουργώντας εικόνες καταστροφής και οδύνης πολύ πιο έντονες από ότι θα ήταν στην πραγματικότητα. Η φαντασία δεν είναι αρνητική όταν δεν χρησιμοποιείται λανθασμένα από συμπλέγματα φόβου, από συναισθήματα αποξένωσης, αδυναμίας, δυσπιστίας, προσκόλλησης και αποστροφής για το άγνωστο.
  5. Ένας άλλος παράγοντας είναι η ΜΝΗΜΗ προηγούμενων αρνητικών εμπειριών στις οποίες είτε έχουμε παρευρεθεί σαν μάρτυρες ή τις έχουμε βιώσει οδυνηρά, που έχουμε πληγωθεί ή χάσει κάτι.

Τι κάνουν διαφορετικά οι ευτυχισμένοι άνθρωποι;

 
Υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη μας και σαφώς, μερικοί είναι πραγματικά ευτυχισμένοι. Οι υπόλοιποι βρίσκονται μεταξύ ευτυχίας, “είμαι καλά” και δυστυχίας, ανάλογα με την ημέρα. Σύμφωνα με την Psychology Today και όπως αναφέρει η ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Sonja Lyubomirsky, “το 40% της ικανότητάς μας να είμαστε ευτυχισμένοι, είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε”.

Όλα αυτά τα χρόνια έχω μάθει ότι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν κάποια χαρακτηριστικά και ορισμένες συνήθειες στη ζωή τους. Αλλά, επιτρέψτε μου να πω αυτό πριν τις αναφέρω: όλοι έχουμε κακές ημέρες και κακές εβδομάδες. Κανείς από εμάς δεν ζει την τέλεια ζωή και ακόμη και όταν όλα γίνουν άνω-κάτω κάποια στιγμή, δεν σημαίνει ότι έχουμε έρθει εδώ για να ζήσουμε μια ζοφερή και δυστυχισμένη ζωή,



Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της ευτυχισμένης και της δυστυχισμένης ζωής είναι πόσο συχνά και για πόσο καιρό μπορεί κάποιος να μείνει σε αυτές τις “κακές” μέρες.

Εδώ θα βρεις τα 7 χαρακτηριστικά των ευτυχισμένων ανθρώπων

1. Πιστεύουν ότι αν η ζωή δεν είναι καλή, μπορείς να την αλλάξεις.
Οι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι η ζωή μπορεί να είναι δύσκολη. Ωστόσο έχουν την τάση να ζουν τις δυσκολίες γεμάτοι περιέργεια και όχι με την νοοτροπία του θύματος. Αναλαμβάνουν την ευθύνη τους για την κατάσταση και εστιάζουν στο πώς θα ξεπεράσουν τα δύσκολα το συντομότερο δυνατό. Η επιμονή στην επίλυση των προβλημάτων αντί της διαμαρτυρίας γι’ αυτό που “έτυχε” είναι ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό των ευτυχισμένων ανθρώπων. Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως θύματα των περιστάσεων και μένουν κολλημένοι στο “κοίτα, τι συνέβη σε μένα τώρα” ή στο “όλα σε μένα τυχαίνουν”, αντί να αναζητούν τρόπους για να φύγουν από αυτό που τους αναστάτωσε τη ζωή και να μεταπηδήσουν στην άλλη πλευρά της.

2. Πιστεύουν ότι οι άνθρωποι αξίζουν την εμπιστοσύνη τους
Δεν θα διαφωνήσω ότι ένα ισορροπημένο και υγιές κριτίριο για την εμπιστοσύνη είναι σημαντικό, όμως οι περισσότεροι ευτυχισμένοι άνθρωποι εμπιστεύονται τους άλλους. Πιστεύουν ότι οι άνθρωποι, εκεί έξω, επιθυμούν το καλό τους και όχι το κακό τους. Είναι ανοιχτοί και φιλικοί με όσους συναντούν, συμβάλλουν στο να ενδυναμωθεί το πνεύμα της “κοινότητας” και ανταποκρίνονται στους άλλους με καλοσύνη και ευγένεια. Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι εκφράζουν διαρκώς δυσπιστία και καχυποψία στους άλλους και θεωρούν ότι δεν μπορείς να εμπιστευτείς ποτέ κάποιον που δεν ξέρεις. Είναι αυτή η συμπεριφορά που σιγά-σιγά κλείνει τις πόρτες και περιορίζει τον κοινωνικό κύκλο, απομονώνει και ανακόπτει οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης με άλλους ανθρώπους.

 3. Εστιάζουν σε αυτό που είναι σωστό και όχι στο λάθος.
Αν κάτι θα βρεις σε αφθονία σε αυτόν τον κόσμο είναι τα λάθη.  Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό και μάλλον και κανένας τρόπος για να τα αποφύγουμε. Ωστόσο, οι δυστυχισμένοι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια σε όσα σωστά συμβαίνουν και επικεντρώνονται μόνο στα λάθη. Είναι εύκολο να τους εντοπίσει κανείς, από μία και μόνο φράση: “Ναι, αλλά…” Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν επίγνωση των προβλημάτων και των δυσκολιών που υπάρχουν στη ζωή, αλλά προτιμούν να στρέφουν το βλέμμα στα καλά που συμβαίνουν. Μια εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό είναι: ο δυστυχισμένος άνθρωπος αντί να χρησιμοποιεί και τα δύο μάτια του για να βλέπει αυτά που συμβαίνουν, κλείνει το ένα, ώστε τα καλά να μην του αποσπάσουν την προσοχή από τα στραβά. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι χρησιμοποιούν την όρασή τους για να αναπτύξουν μια προοπτική.

4. Δεν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους άλλους και δεν δίνουν χώρο στη ζήλια και το φθόνο.
Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ευτυχία του άλλου κλέβει από τη δική τους τύχη. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν θα ευχαριστηθούν, γιατί διαρκώς θα συγκρίνουν την δική τους τύχη με την τύχη του διπλανού. Αυτό, μαθηματικά, οδηγεί στη ζήλια και στη δυσαρέσκεια. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξέρουν ότι τα καλά που τους συμβαίνουν είναι ένα σημάδι ότι μπορούν να προσπαθήσουν ακόμη περισσότερο, να ελπίζουν, να φιλοδοξούν και τελικά να πετύχουν όσα θέλουν. Επίσης, θεωρούν ότι μια καλή ιδέα ή μια αποτελεσματική στρατηγική δεν μπορεί να κλαπεί από κανέναν. Πιστεύουν στις απεριόριστες δυνατότητες, στις ευκαιρείες και δεν κολλάνε στη σκέψη ότι κάποιος μπορεί να τους περιορίσει.

5. Δεν προσπαθούν διαρκώς να ελέγξουν τη ζωή τους.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ του “προσπαθώ να πετύχω τους στόχους μου” και του “ελέγχω απόλυτα τη ζωή μου”. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι σχεδιάζουν και κάνουν καθημερινά βήματα και δράσεις που τους φέρνουν πιο κοντά σε όσα θέλουν στη ζωή,  συνειδητοποιώντας, στο τέλος της ημέρας, ότι μπορούν να ελέγξουν πολύ λίγα πράγματα ή ότι δεν μπορούν να ελέγξουν αυτό που η ζωή μπορεί να φέρει στο δρόμο τους. Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι τρώνε το χρόνο τους καταστρώνοντας σχέδια για το πως θα μπορέσουν να προβλέψουν όλα όσα θα συμβούν και καταρρέουν μόλις η ζωή φέρει κάτι απρόοπτο, το οποίο δεν μπόρεσαν να προβλέψουν. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι διατηρούν τη συγκέντρωσή τους σε αυτό που θέλουν να πετύχουν, έχοντας παράλληλα την ικανότητα να παρακολουθούν και να συντονίζονται με τη φυσική ροή των πραγμάτων, έτσι δεν συνθλίβονται όταν η ζωή τούς “προφέρει” μια ανατροπή.

6. Αρνούνται να οραματιστούν το μέλλον τους με φόβο και ανησυχία.
Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι γεμίζουν το μυαλό τους με σκέψεις για ό,τι θα μπορούσε να πάει στραβά και όχι με ό,τι θα μπορούσε να πάει καλά. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να ονειροπολεί, προσφέροντας μια υγιή δόση αυταπάτης. Οι δυστυχισμένοι γεμίζουν τη ζωή τους με ανασφάλειες και φόβους. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι, φυσικά, βιώνουν την ανησυχία και το φόβο, αλλά διακρίνουν το όριο μεταξύ αυτού που νιώθουν και αυτού, που στην πραγματικότητα, συμβαίνει. Όταν ο φόβος και η ανησυχία έρχονται μπροστά τους, αναζητούν μια δράση που θα τους βγάλει από αυτή τη ζώνη. Αν δεν τα καταφέρουν, αφήνουν το φόβο να περάσει, χωρίς να τους καταβάλει.

7. Μένουν μακριά από παράπονα και κουτσομπολιά.
Οι δυστυχισμένοι άνθρωποι κατοικούν στο παρελθόν. Γυρίζουν γύρω από όσα έχουν συμβεί παλιά, όσα πέρασαν τα προηγούμενα χρόνια, τις δύσκολες μέρες. Και μόλις αυτή η συζήτηση εξαντληθεί, αντί να κοιτάξουν μπροστά…στρέφουν το βλέμμα στη ζωή του διπλανού τους, σε όσες “συμφορές” έχουν βρει τους άλλους. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ζουν στο τώρα και ονειρεύονται το μέλλον. Υπάρχουν άνθρωποι που σκορπούν αυτή τη θετική ενέργεια αμέσως μόλις μπουν σε ένα χώρο. Δείχνουν ενθουσιασμό για τους στόχους τους, είναι ευγνώμονες για ό,τι έχουν και δουλεύουν συστηματικά και εντατικά για τα όνειρά τους.
#liveyourwords tip: πες πιο συχνά… “ευχαριστώ”!


ΔΕΣ ΤΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ!
“Το μόνο εμπόδιο που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την ευτυχία, είναι ο εαυτός μας”. Κανένας μας δεν είναι τέλειος.  Θα κολυμπήσουμε με όλους τους τρόπους στη ζωή. Το θέμα είναι πόσο χρόνο θα ξοδέψουμε κολυμπώντας κόντρα ή πόσο γρήγορα θα επιλέξουμε να δουλέψουμε προς την κατεύθυνση των στόχων μας. Η καθημερινή εξάσκηση των 7 συνηθειών των ευτυχισμένων ανθρώπων, αυξάνει τις πιθανότητες να έρθουμε πιο κοντά σε αυτό που θέλουμε για εμάς και τη ζωή μας. Το κλειδί, είναι να είμαστε επικεντρωμένοι στους στόχους μας, κρατώντας ‘χώρο’ για τις αναποδιές, χωρίς αυτό να μας φέρνει σε κατάσταση κατέρρευσης, μιας και τα στραβά πάνε πάντα μαζί με τα καλά.

Το να πηγαίνεις με τη ροή, είναι το πιο αποτελεσματικό Plan B! Περπάτησε, πέσε, σήκω, περπάτησε πάλι. Αυτό θα γίνει πολλές φορές στη ζωή. Εσύ είσαι ο μόνος που επιλέγεις αν θα σηκωθείς και αν θα περπατήσεις πάλι.


ΗΧΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΣΕΛΛΑΣ

Ο θόρυβος που παράγει το φαινόμενο καταγράφεται και εξηγείται για πρώτη φορά από τους επιστήμονες

Βίλνιους
Τελικά το θέαμα που προσφέρει το Βόρειο Σέλας δεν περιορίζεται μόνο στο φως αλλά συνοδεύεται και από ήχο, και μάλιστα… ηλεκτρικό. Αυτό αποκαλύπτει νέα μελέτη φινλανδών επιστημόνων η οποία έρχεται να επιβεβαιώσει λαϊκούς θρύλους και αφηγήσεις που ως τώρα οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι ανήκουν στη σφαίρα της μυθολογίας.

Όπως ανακάλυψαν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Ααλτο της Φινλανδίας, τα ενεργειακά φορτισμένα άτομα που σπινθηρίζουν καθώς χορεύουν στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας της Γης δημιουργώντας τους εντυπωσιακούς φωτεινούς σχηματισμούς παράγουν επίσης έναν κρότο πολύ πιο χαμηλά, σε απόσταση μόλις 70 μέτρων από το έδαφος.

Επαλήθευση των μύθων
Εδώ και πολλά χρόνια η λαϊκή παράδοση των βόρειων ευρωπαϊκών χωρών επιμένει ότι το Σέλας «κάνει θόρυβο» ενώ και αρκετοί οδοιπόροι που έτυχε να ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας έχουν αναφέρει ότι έχουν
ακούσει ήχους που συνδέονται με αυτό. Οι επιστήμονες ωστόσο απέρριπταν αυτούς τους ισχυρισμούς ως φαντασιώσεις, θεωρώντας ότι το φαινόμενο συντελείται πάρα πολύ μακριά από την επιφάνεια της Γης ώστε οι όποιοι ήχοι του να φθάνουν ως εμάς.

«Αυτό είναι αλήθεια» παραδέχθηκε ο Ούντο Λάινε, επικεφαλής της μελέτης. «Η έρευνά μας όμως αποδεικνύει ότι η πηγή των ήχων που συνδέονται με το Βόρειο Σέλας είναι τα ίδια ενεργειακά φορτισμένα από τον Ήλιο σωματίδια που δημιουργούν το φαινόμενο ψηλά στον ουρανό. Τα σωματίδια αυτά, ή οι γεωμαγνητικές διαταράξεις που προκαλούν, φαίνεται ότι παράγουν τον ήχο πολύ πιο κοντά στο έδαφος».

Μικρόφωνα στα φώτα
Για να προσδιορίσουν τη θέση του θορύβου ο κ. Λάινε και οι συνεργάτες του τοποθέτησαν τρία μικρόφωνα σε μια τοποθεσία όπου το Σέλας είχε υψηλή δραστηριότητα και συνέκριναν τους ήχους που κατέγραψαν με ταυτόχρονες μετρήσεις των ηλεκτρομαγνητικών επεισοδίων που διεξήχθησαν από το Φινλανδικό Μετεωρολογικό Ινστιτούτο.

Ο ήχος πάντως, όπως προειδοποιούν οι ερευνητές, δεν συνοδεύει απαραιτήτως το Σέλας σε όλες τις εμφανίσεις του. Ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει παράλληλη ηχητική παραγωγή, οι ήχοι είναι σύντομοι και ανεπαίσθητοι και, για να ακουστούν, ο θόρυβος του περιβάλλοντος θα πρέπει να είναι ελάχιστος.

Η μελέτη θα παρουσιαστεί στο 19ο Διεθνές Συνέδριο Ηχου και Δονήσεων που διεξάγεται ως τις 12 Ιουλίου στη Βίλνα της Λιθουανίας.

Το Βόρειο Σέλας δεν παράγει μόνο φως αλλά και ήχο, τον οποίο μπορείτε να ακούσετε στο παρακάτω βίντεο:


Περί Ριψασπίδων...

Φέρτε το βρακί της Κατερίνας!

Στην αρχαία Αθήνα όσους αρνούνταν να στρατευτούν, τους ριψάσπιδες (= ρίπτω την ασπίδα) τούς φορούσαν γυναικεία ρούχα, τούς περιέφεραν στην πόλη και τους διαπόμπευαν μέχρι εσχάτης ξεφτίλας. Οι λιποτάκτες χαρακτηρίζονταν «άτιμοι» - και τα τέκνα τους κληρονομούσαν το στίγμα- δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ήταν ηθικά εκμηδενισμένοι, αξιοκαταφρόνητοι. Είναι γνωστός ο όρκος των Αθηναίων εφήβων: «Ου καταισχύνω τα όπλα…. αμυνώ δε και υπέρ
ιερών και οσίων, και μόνος και μετά πολλών, και την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…».

Για την Σπάρτη ήταν αδιανόητη η αποφυγή στράτευσης. Οι δειλοί ανασκολπίζονταν. Στα «αποφθέγματα Λακαινών» του Πλούταρχου διασώζεται το εξής:

«Η Δαμάτρια, ακούγοντας πως ο γιος της ήταν δειλός και ανάξιος της, όταν αυτός έφτασε, τον σκότωσε. Το επίγραμμα στον τάφο της είναι το εξής: τον παραβάντα νόμους Δαμάτριον έκτανε (=σκότωσε) μήτηρ, η Λακεδαιμονία τον Λακεδαιμόνιον». (εκδ. «Κάκτος», σελ. 227).

Αυτά στην αρχαία εποχή όπου η φιλοπατρία και η ανδρεία ήταν αρετές και αξίες. Για τους αρχαίους η αξία ενός άνδρα συμπυκνώνεται στην περίφημη ομηρική φράση: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».

Ενώ «της δειλίας αισχρά γίγνεται τέκνα», η δειλία, η λιποταξία, γεννοβολά αισχρά τέκνα.
Στην νεότερη εποχή αποκαλυπτική και ξεκαρδιστική είναι η τακτική του στρατάρχη της Ρούμελης, του Καραϊσκάκη. Αυτός, όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην βιογραφία του, «έσερνε ένα γυναικείο παλιόβρακο, γνωστό σ’ όλο το ασκέρι του με τ’ όνομα το βρακί της Κατερίνας, που το φόραγε στους φοβιτσιάρηδες». Όταν η πατρίδα κινδύνευε και ήθελε ο στρατηγός να στρατολογήσει πολεμιστές πήγαινε στα χωριά και τους μάζευε. Όσους κρύβονταν, τους κιοτήδες, «τις σαπιοκοιλιές», όπως τους ονόμαζε ο Καραϊσκάκης, τους ξετρύπωνε και τους ανάγκαζε να φορέσουν «το βρακί της Κατερίνας». (Η Κατερίνα ήταν περιβόητο για την ελευθεριότητά του γύναιο της περιοχής). Όσοι λαγόκαρδοι και κιοτήδες φορούσαν «το βρακί» ντροπιάζονταν διά βίου και συνήθως εξαφανίζονταν, για να γλιτώσουν τον περίγελω του κόσμου. Εκείνα τα χρόνια «μιλούσαν οι καρδιές, τώρα μιλούν τα χρήματα» (Κανάρης). Οι λιποτάκτες ατιμάζονταν ως ανάξιοι της πατρίδας. Αναστήθηκε το Γένος από ανθρώπους «τρελούς» σαν τον Καραϊσκάκη, που με τις ηρωϊκές «αποκοτιές τους» έδιναν θάρρος. Χαρακτηριστικό το παρακάτω επεισόδιο, το οποίο αναφέρει ο Φωτιάδης (σελ. 111). Συνήθιζε στις μάχες ο στρατηγός να προκαλεί τους Τούρκους με βρισιές και χοντρά πειράγματα. «Μέσα στο ξάναμμα της μάχης», (στο Κομπότι, στις 8 Ιουνίου του 1821), τους φωνάζει.

- Ουχά, κιοτήδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!
- Ποιος είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιοτήδες;
- Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω!
- Εμάς, γκιαούρη, χέζεις;
- Εσάς μεμέτηδες!
- Περίμενε, μπάσταρδε, να σε πιάσουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει ο πισινός σου!
- Εμένα, ωρέ, θα σουβλίσετε;
- Εσένα, ωρέ, Καραϊσκάκη!
- Αμ τότες σταθήτε ν’ ακούσετε από τώρα τι κρένει (=λέει) ο πισινός μου!
Πηδάει πάνω σ’ ένα βράχο, ξεβρακώνεται, τεντώνει γυμνό τον κώλο του στους οχτρούς και τους φωνάζει:
- να ωρέ Τούρκοι…!

Ήταν όμως κρυμμένος κοντά ένας Τούρκος, τον πυροβόλησε και είδε και τρόμαξε να γιατροπορευτεί από το βόλι που τον βρήκε «στα μεριά». Όταν όμως έγινε το βαυαροκρατούμενο κρατίδιο οι αγωνιστές παραμερίστηκαν και τα αξιώματα πήγαιναν στους απειροπόλεμους πολιτικάντηδες, στο ζυμάρι των Τούρκων. Και επιδαψίλευαν τους εαυτούς τους με γελοιωδέστατους τίτλους. «Έλεγε ο Κολοκοτρώνης καταγελών: και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και ενδοξότατον και εκλαμπρότατον και εξοχότατον και μεγαλειότατον με ονόμασαν, μόνο τον τίτλο του παναγιότατου δε μ’ έδωκαν». (Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τομ. Γ΄, σελ. 38).

Από την αυγή του νεοελληνικού βίου διαφαίνεται ποιοι θα κυβερνούν: «οι εκλαμπρότατοι», οι οποίοι στους εθνικούς αγώνες προτιμούσαν «το βρακί» παρά το πεδίο της τιμής. Τώρα βέβαια επεκτάθηκε η τακτική του …«βρακοφορέματος» και εν καιρώ ειρήνης. Το 1940 κάτι παρόμοιο συμβαίνει. Οι γιοι των «εκλαμπρότατων» αναπαύονται «βοηθητικοί» στα μετόπισθεν, ενώ ο απλός λαός κατασκοτώνεται για την τιμή του έθνους στα βορειοηπειρώτικα βουνά. Στο βιβλίο του «οπλίτης στο αλβανικό μέτωπο», ο λαογράφος Δημ. Λουκάτος, γράφει: «Σήμερα, 25 Νοεμβρίου 1940, έκαμα μια βόλτα στα γραφεία των Εμπέδων. Ένα σωρό φαντάροι έχουν βολευτεί εκεί μέσα. Μ’ ένα μπιλιετάκι, μ’ έναν γνωστό, από δω και από κει, τα κατάφεραν. Τώρα είναι ήσυχοι. Είναι όλοι τους από αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, και πολλοί έρχονται στο γραφείο τους με ιδιόκτητη κούρσα. Τους ξεχωρίζεις από τα καλοχτενισμένα μαλλιά, τα μεταξωτά πουκάμισα, τα καλοβαλμένα φανταρίστικα, και το ρολόι του χεριού. Τους ξεχωρίζεις ακόμα, από το ακατάδεχτο ύφος τους και την απροθυμία τους να σ’ εξυπηρετήσουν. Τα τσακίσματα και τις ευγένειες τα σπαταλάνε στους αξιωματικούς…». (εκδ. «Ποταμός», σελ. 25). Αυτοί οι κιοτήδες, οι γόνοι των «καλών» οικογενειών, διακρίθηκαν την περίοδο της Κατοχής, ως δοσίλογοι ή μαυραγορίτες. Όταν απελευθερωθήκαμε γλίτωσαν την κρεμάλα, γιατί εκμεταλλεύτηκαν τον εμφυλιοπολεμικό κυκεώνα, έγιναν αντικομμουνιστές και έλαβαν άφεσιν αμαρτιών. Οι έκγονοί τους, μαζί με τις αιματοβαμμένες περιουσίες τους, κληρονόμησαν και την αφιλοπατρία, την αποφυγή της στράτευσης, τον παρασιτισμό.

Ποιοι, ακούμε αυτές τις ημέρες, απαλλάχτηκαν από το χρέος της υπηρετήσεως της πατρίδας; Κάποιοι γόνοι πολιτικών, επώνυμοι αθλητές, καλλιτέχνες και λοιποί τζιτζιφιόγκοι και μοσχοαναθρεμμένοι γιοι και ανηψιοί των ισχυρών οικονομικά παραγόντων. Όλο το σκυλολόι που λυμαίνεται, δηλαδή, τον τόπο. Αν ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν, θα διαπιστώναμε πως είναι αυτοί που κρύβονται πίσω από το χρηματιστηριακό «μακελειό», που κατέχουν περίοπτες και χρυσοπλήρωτες θέσεις του Δημοσίου, που ροκανίζουν επιδοτήσεις, όλοι τους «εκλαμπρότατοι» και «παναγιότατοι». Και αντί να μάθουμε ποιοι είναι «οι σαπιοκοιλιές», να τους φορέσει ο λαός το περιβόητο…εσώρουχο, μήπως και ξεκουμπιστούν από την ντροπή και γλιτώσει ο τόπος, τους προστατεύει η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Κρύβονται «οι μεμέτηδες» πίσω από το περίεργο αυτό νεοταξικό κατασκεύασμα, που ανέλαβε εργολαβικά να σκεπάζει τις πομπές των φυγόστρατων.

Και όμως η θητεία ενός νέου αποτελεί ύψιστο καθήκον. Παρ’ όλη την κατασυκοφάντηση του στρατού μας τις τελευταίες μεταπολιτευτικές δεκαετίες, η εμπιστοσύνη του λαού παραμένει ακλόνητη σ’ αυτόν. Ο στρατός για έναν νέο συνιστά σχολείο πατριδογνωσίας, πειθαρχίας, συναλληλίας, αλληλεγγύης.. πηγαίνεις παιδί, γυρίζεις άντρας, έλεγαν οι παλιοί. Όποιος για αστείο λόγο δεν υπηρετούσε, του έμενε κουσούρι μια ζωή, κορίτσι για παντρειά κανείς δεν του εμπιστευόταν, εύκολα δουλειά δεν έβρισκε.

Όταν ήμασταν ακόμη Ρωμιοί, πριν γίνουμε Ευρωπαίοι, οι άντρες μιλούσαν με καμάρι για την στρατιωτική τους θητεία, αν και οι τότε κακουχίες και οι στερήσεις, είναι αδιανόητες για την σημερινή γενιά του κινητού, της κατάληψης και του χαβαλέ. Τώρα το εκσυχγρονιστικό – νεοεποχίτικο σαράκι της αρνησιπατρίας και της απέχθειας για την στράτευση, φωλιάζει στις καρδιές των νέων, με αποτέλεσμα η θητεία να θεωρείται χάσιμο χρόνου, κοροϊδία. Οι παρελάσεις, που τονώνουν το αίσθημα ασφάλειας του λαού μας και λειτουργούν ως αναλαμπές εθνικής υπερηφάνειας – τόσο απαραίτητες για την κρισιμότατη περιοχή και εποχή μας – μπήκαν στο στόχαστρο των χασομέρηδων της ειρηνοφιλίας. Έφτασε ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ να ζητήσει την κατάργησή τους, διότι αποτελούν φασιστικό κατάλοιπο. Τέτοια παραδείγματα από τους «εκλαμπρότατους» και τους νεόπλουτους του πνεύματος παίρνει η λαϊκή ψυχή, οι νέοι, και αποβάλλουν κάθε ευγενική πνοή, κάθε εδραία αξία.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν γεννιόταν αγόρι εύχονταν στην μάνα: να σου ζήσει, να γίνει καπετάνιος, να του γράψουν και τραγούδι. Τώρα γεμίσαμε «λιανοπαίδια», που αντί για παντελόνια φορούν
«το βρακί της Κατερίνας»...

Οι αγώνες του Καποδίστρια για την Ελληνική γλώσσα

Ὅταν τὸ 1776 γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τὰ Ἑπτάνησα ἦταν ἀκόμα ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῆς Βενετικῆς Δημοκρατίας.
 
Ἡ σταδιακὴ ἀπόσπαση τῶν Ἰονίων νήσων ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀπὸ διάφορους ξένους ἡγεμονίσκους εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰ. καὶ κράτησε ὣς τὸ 1797 ὅποτε κατέλαβαν τὰ Ἑπτάνησα οἱ Γάλλοι. Κατὰ τὸ μακρὸ αὐτὸ χρονικὸ διάστημα τῶν 400 περίπου χρόνων οἱ δυνάστες εἶχαν ἐπιβάλει στὰ νησιὰ ὡς ἐπίσημη γλώσσα τὴ Βενετσιάνικη διάλεκτο. Ὅλες οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες συνέτασσαν τὰ ἔγγραφά τους σὲ αὐτὴ τὴ διάλεκτο καὶ ὅλες οἱ ἐπίσημες συζητήσεις μεταξὺ διοικητικῶν, στρατιωτικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν μὲ τοὺς τοπικοὺς παράγοντες διεξάγονταν σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα.

Μέχρι τὸ τέλος τῆς βενετικῆς κυριαρχίας στὰ νησιὰ δὲν λειτουργοῦσαν σχολεῖα κατώτερης, μέσης καὶ ἀνώτερης παιδείας. Ὁ Κερκυραῖος λόγιος Μάριος Πιέρης γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι, ὅταν ἔφθασε στὴν Padova γιὰ πανεπιστημιακὲς σπουδές, ἡ μέχρι τότε ἐκπαίδευσή του στὴν πατρίδα του ἦταν πολὺ πτωχή «…μέτρια γνώση τῆς γαλλικῆς…σχετικὴ γνώση τῆς ἰταλικῆς, ὅση μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἕνας νεαρὸς Κερκυραῖος Βενετὸς ὑπήκοος, ποὺ δὲν εἶχε σπουδάσει συστηματικὰ μὲ ἀνεπαρκῆ γνώση ὅρων καὶ λατινικῶν γνώσεων μὲ λίγη γραμματικὴ καὶ διάβασμα χωρὶς σύστημα ἀπὸ βιβλία κάθε εἴδους». Καὶ ὁ ἐπίσης Κερκυραῖος λόγιος Ἀρλιώτης γράφει: «…μόλις δὲ τὸ ἕκτο ἔτος συνεπλήρωσα εἰσήχθην εἴς τινα μοναστήριον ἔνθα ἐδιδάχθην κακῶς μὲν νὰ ἀναγιγνώσκω, ἔτι δὲ χεῖρον νὰ γράφω, διότι ταῦτα μόνον χάριτι θεία ἠμᾶς ἀπομένουσι…».

Τὰ παιδιὰ τῶν πλουσίων κατοίκων ἔπαιρναν σχετικὴ μόρφωση ἀπὸ ἰδιωτικοὺς δασκάλους καὶ ὅσοι νέοι εἶχαν ἔφεση γιὰ σπουδὲς φοιτοῦσαν στὰ Ἰταλικὰ κυρίως Πανεπιστήμια καὶ κατὰ προτίμηση στὸ περίφημο τότε Πανεπιστήμιο τῆς Padova.

Τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὰ παιδιὰ τῶν λαϊκῶν τάξεων- δηλαδὴ ἡ συντριπτικὴ πλειονότης τοῦ πληθυσμοῦ τῶν νησιῶν- τὴν μάθαιναν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους ἀνάλογα μὲ τὶς μικρὲς δυνατότητές τους. Τὰ παιδιὰ τῶν πλουσίων εἶχαν πρόσθετες εὐκαιρίες μὲ τοὺς ἰδιωτικοὺς δασκάλους. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ κατάσταση στὰ Ἑπτάνησα ὣς τὸ 1797, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὶς ἄλλες δυτικοευρωπαϊκὲς χῶρες ὣς τὸν 18ο αἰώνα.

Μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Γαληνότατης Ἑνετικῆς Δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα οἱ Γάλλοι κατέλαβαν τὸ 1797 καὶ τὰ Ἰόνια νησιά. Ἡ πρώτη αὐτὴ γαλλοκρατία ποὺ κράτησε μονάχα 20 μῆνες εἶχε πολλὰ ἀρνητικὰ καὶ δυσμενῆ ἀποτελέσματα γιὰ τοὺς κατοίκους. Εἶχε ὅμως καὶ μερικὰ θετικά· ἔφεραν τὸ πρῶτο τυπογραφεῖο ὅπου ἐπανεκδόθηκε καὶ ὁ «Θούριος» τοῦ Ρήγα, ἵδρυσαν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ 400 τόμους ποὺ ἀποτέλεσε καὶ τὴ βάση τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, ὅταν ἀργότερα ἱδρύθηκε ἐπέτρεψαν τὴ λειτουργία δημοσίων καὶ ἐθνικῶν σχολείων καὶ πέτυχαν τὴν ἀφύπνιση τῆς ἀστικῆς τάξης.

Τὸν ἴδιο ἀκριβῶς χρόνο ἔπειτα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Padova σὲ ἡλικία μόλις 21 ἐτῶν ἐπέστρεψε στὴν Κέρκυρα καὶ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ἕκτο παιδὶ τοῦ κόμητος Ἀντωνίου Καποδίστρια, διακεκριμένου δικηγόρου τοῦ νησιοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένεια ἦταν ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἐγγεγραμμένες στὴν περίφημη «Χρυσὴ βίβλο» τῶν εὐγενῶν τὸ 1689.

Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 21 Μαρτίου 1800 μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ 1453 ἑλληνικὸ ἡμιαυτόνομο κράτος ἡ Πολιτεία τῶν Ἑπτὰ Ἡνωμένων Νήσων καὶ συντάχθηκε τὸ πρῶτο Σύνταγμα, τὸ Βυζαντινό, ὅπως ὀνομάσθηκε. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ Συντάγματος ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἰόνιο Γερουσία στὸν νεαρὸ γιατρὸ Ἰωάννη Καποδίστρια. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἀνάμειξή του στὰ κοινὰ ποὺ σφράγισε ὅμως ὁριστικὰ τὴ μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς του. Τὴν 1 Ἀπριλίου τοῦ 1803 ἡ Γερούσια, ἐκτιμώντας τὶς μεγάλες διοικητικὲς ἱκανότητες, τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὸ σπάνιο ἦθος του, καθὼς καὶ τὴν πολύτιμη συμβολὴ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δύσκολων καταστάσεων ποὺ συγκλόνιζαν τὰ Ἰόνια νησιὰ τὸν ἐξέλεξε ὁμόφωνα Γενικὸ Γραμματέα τοῦ Ἑπτανησιακοῦ κράτους μὲ πολὺ διευρυμένες δικαιδοσίες. Ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ ἀποτέλεσε τελεσίδικο ὁρόσημο γιὰ τὸ ξεκίνημα τῶν νέων μέχρι τὸν θάνατο ἀγώνων του. Ἐγκατέλειψε γιὰ πάντα τὸ ἰατρικὸ λειτούργημα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ πρώτου καὶ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ στὴ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν καὶ δύσκολων προβλημάτων του ποὺ ἀναπόφευκτα εἶχαν συσσωρευτεῖ ἐξαιτίας τῆς μακραίωνης ξενοκρατίας.

Πρώτη ἐνέργεια τῆς νέας Γερουσίας ἦταν ἡ σύνταξη νέου συντάγματος εἰς ἀντικατάσταση τοῦ Βυζαντινοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐφαρμογὴ στάθηκε ἀνέφικτη καὶ εἶχε δημιουργήσει σοβαρὲς ἀναταραχὲς στὰ νησιά, ἐπειδὴ δὲν παραχωροῦσε κανένα δικαίωμα στὸν ἑπτανησιακὸ λαὸ καὶ κατωχύρωνε μὲ ἀντιδημοκρατικὸ τρόπο τὰ προνόμια τῶν εὐγενῶν στοὺς ὁποίους καὶ καταχωροῦσε ὅλα τὰ δικαιώματα, ὅπως ἐπὶ Ἐνετοκρατίας. Πρόεδρος τῆς νομοτελιστικῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ νέο σύνταγμα ὁρίστικε ὁ Καποδίστριας.

Στὶς 5 Δεκεμβρίου 1803 οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν νησιῶν σὲ εἰδικὴ συνέλευση ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν ἔκθεση τῆς νομοπαρασκευαστικῆς ἐπιτροπῆς σὲ χρόνο ρεκόρ· σὲ ἔξι μονάχα ὧρες ψήφισαν ὁμόφωνα τὸ νέο καταστατικὸ χάρτη τῆς Δημοκρατίας ποὺ εἶχε 212 ἄρθρα. Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων θετικῶν καὶ δημοκρατικῶν προοδευτικῶν ἄρθρων του ὁ τρίτος τίτλος ποὺ ἀναφέρονταν στὴ νομοθετικὴ ἐξουσία σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα. Τὸ νομοθετικὸ σῶμα ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐξουσιῶν περιλάμβανε στὶς δικαιοδοσίες του τὴν ἵδρυση καὶ ἀνάπτυξη τῆς δημοσίου ἐκπαιδεύσεως. Σὲ ὅλα τὰ νησιά του λειτουργοῦσαν σχολεῖα κατώτερης ἐκπαίδευσης καὶ ἕνα ἐθνικὸ γυμνάσιο ὑψηλοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου μὲ συντονισμένο καὶ καλὰ μελετημένο πρόγραμμα, ὥστε σὲ σύντομο, κατὰ τὸ δυνατόν, χρονικὸ διάστημα νὰ πληρωθεῖ τὸ χάσμα τῆς ἀνύπαρκτης μόρφωσης τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων της Ἑπτανήσου.

Ὁ Καποδίστριας ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὴ σύνταξη τοῦ τελευταίου ἄρθρου τοῦ Συντάγματος, τοῦ ἀκροτελευταίου 212. Μὲ αὐτὸ κατοχύρωσε συνταγματικὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὄχι μονάχα στὴ στοιχειώδη καὶ μέση παιδεία ἀλλὰ –τὸ καὶ σπουδαιότερο- σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς διοικήσεως τοῦ κράτους . Ὅριζε ἕνα χρονικὸ περιθώριο 6-7 ἐτῶν γιὰ τὴ σωστὴ σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ ὅλους τους ἐνεργεία κρατικοὺς ὑπαλλήλους καὶ καθόριζε ὅτι ἀπὸ τὸ 1810 κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διορισθεῖ σὲ ὁποιαδήποτε κρατικὴ θέση, ἂν δὲν γνώριζε ἄριστα τὴ γραπτὴ καὶ προφορικὴ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ δημοτικὴ γλώσσα σὲ ὅλες τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες θὰ ἦταν ἀπὸ τὸ 1820 μὲ αὐστηρὲς ποινὲς σὲ ὅποιον συνέτασσε ἔγγραφο δημόσιο στὴ βενετσιάνικη διάλεκτο. Στὸ 1810 ἐπίσης θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καὶ ἡ ὁμοιομορφία στοὺς νόμους καὶ στοὺς κανονισμοὺς τῆς δημοσίου ἐκπαιδεύσεως.

Ὁ Καποδίστριας δὲν σταμάτησε ἕως ἐκεῖ. Ἀνάμεσα στὶς πολλὲς καὶ ὑπεύθυνες ἁρμοδιότητες ποὺ εἶχε ἀναλάβει ἡ Γερουσία τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὸν πιὸ δύσκολο καὶ νευραλγικὸ τομέα σύμφωνα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ Συντάγματος 73 καὶ 113, τὰ ὁποῖα κατοχύρωναν τὴν ἀναγκαία λειτουργία τῶν σχολείων. Ἡ ἐκπαίδευση καὶ ἡ σωστὴ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦσαν τὸν ἰσόβιο καημὸ τοῦ Καποδίστρια, ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους στόχους τῆς ζωῆς του, ἀντικείμενο τῶν πιὸ σκληρῶν ἀγώνων του καὶ τῶν πιὸ ὡραίων ὀνείρων, ὅπως ἔλεγε.

Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἵδρυσε 40 δημοτικὰ σχολεῖα στὰ ἑπτὰ νησιὰ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν νέων ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων…γιὰ νὰ διαδώσουν τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ διὰ τῆς καλλιέργειας τῆς παιδείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία μόνη θὰ ἀποδώσει λειτουργοὺς ἄξιους τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Πολιτείας, ὅπως ἔγραφε σὲ σχετικὴ ἐγκύκλιο τοῦ τῆς 24 Ἀπριλίου 1803.

Στὶς 14 Ἰουνίου τοῦ ἴδιου χρόνου ὑπέβαλε στὴ Γερουσία εἰσηγητικὴ ἔκθεση γιὰ τὴν ἵδρυση Σχολῆς ἐπιμορφώσεως τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων ὅλων τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ ὑπογράμμιζε τὰ ὀφέλη ποὺ θὰ προέκυπταν γιὰ τὴν καλύτερη καὶ ἀποδοτικότερη λειτουργία τοῦ κράτους . Ἡ Σχολὴ ἐπιμορφώσεως τῶν ὑπαλλήλων θὰ εἶχε τέσσερα τμήματα καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ σπουδαιότερο θὰ ἦταν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Γιὰ νὰ δώσει δὲ μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ σημασία τῆς Σχολῆς αὐτῆς προσφέρθηκε νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος στοὺς σπουδαστὲς Στοιχεῖα Φιλοσοφίας. Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιοι κληρικοὶ ἢ δημόσιοι ὑπάλληλοι «κληθέντες νὰ ἐκπαιδευθῶσι καὶ ἀρνηθῶσι τοῦτο παύονται». Εἰδικὰ γιὰ τοὺς κληρικοὺς ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηρός: «ὅλοι οἱ νέοι οἱ προοριζόμενοι διὰ τὸ ἱερατικὸν στάδιον.. ἐὰν δὲν ἐγγραφῶσι καὶ δὲν παρακολουθήσωσι τὰ μαθάματα δὲν χειροτονῶνται. Ὑπεύθυνοι θὰ εἶναι οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ τοποτηρηταί των».

Τὸ 1807 μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Τιλσὶτ μεταξὺ Ρωσίας καὶ Γαλλίας οἱ Γάλλοι κατέλαβαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ Ἑπτάνησα. Ὁ Καποδίστριας βαθύτατα πικραμένος ἀπὸ τὴν νέα ὑποδούλωση τῆς πατρίδας του ἀποδέχθηκε εὐχαρίστως τὴν ἀναπάντεχη πρόσκληση τοῦ πανίσχυρου τσάρου τῆς Ρωσίας ὅπως ὑπηρετήσει στὸ ἐκεῖ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν. Πίστευε, ὅπως ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὅτι ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴν Ἑλλάδα στὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὴν Τουρκικὴ βαναυσότητα ἦταν ὁ πανίσχυρος Ρῶσος αὐτοκράτορας.

Ὁ Καποδίστριας ἔφθασε στὴν Πετρούπολη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1809 καὶ παρέμεινε στὸ ἐκεῖ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν μέχρι τὸ 1811 ὅποτε διορίστηκε στὴ Ρωσικὴ Πρεσβεία τῆς Βιέννης. Στὸ διάστημα αὐτὸ καὶ παράλληλα μὲ τὶς διπλωματικὲς ὑποχρεώσεις του συνεχίζει τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς – στὴ Ρωσία ὑπῆρχαν ἀκμαῖες ἑλληνικὲς κοινότητες – μὲ τὴν ἵδρυση κοινοτικῶν σχολείων γιὰ τὴ διαφύλαξη καὶ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Σώζονται ἀρκετὲς ἐπιστολὲς τοῦ Καποδίστρια – αὐτοῦ του χρονικοῦ διαστήματος- γραμμένες ὅλες στὴν ἑλληνικὴ μὲ κύριο θέμα τὴ μόρφωση τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴ διατήρηση τῆς «πατρικῆς γλώσσής» τους.

Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἕλληνα μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας στὸ Βουκουρέστι στὶς 20 Φεβρουαρίου 1811 τοῦ ζητεῖ νὰ σταματήσει ἡ ἀλληλογραφία τους στὴ γαλλικὴ γλώσσα καὶ τὸν παρακαλεῖ ὅπως προστάξει ὡς νομοθέτης πατριωτικοῦ νόμου «ὅστις Γραικὸς πρὸς Γραικὸ γράφει εἰς διάλεκτον ἀλλογενῶν νὰ κηρύττεται ἀλλογενής». Μέμφεται τὸν ἑαυτό του γιατί καὶ ὁ ἴδιος δὲν γνώριζε τὸ βάθος τῆς πατρικῆς γλώσσης. «Ὁ τρίβολος τῆς συνειδήσεως ἐλέγχει καὶ παιδεύει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ πνεῦμα μου» ἔγραφε, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔκανε συνέχεια μαθήματα γιὰ νὰ τελειοποιήσει τὴ γνώση της. Ὁ Ἰγνάτιος τὸν πληροφόρησε ὅτι εἶχε ἀναδιοργανώσει στὸ Βουκουρέστι τὸ Ἑλληνικὸ Λύκειο καὶ ὅτι ἵδρυσε στὴν ἴδια πόλη τὴ Φιλολογικὴ Ἀκαδημία «ἐκ πεπαιδευμένων ἀνδρῶν…διὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴν νεωτέραν ἑλληνικὴν γλώσσαν ἀναβιβάζοντες αὐτὴν κατὰ μικρὸν πλησίον της μητρὸς αὐτῆς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας». Ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἤδη εἶχε συντάξει ἔκθεση γιὰ τὸ ἔργο τῆς Φιλολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βουκουρεστίου τὴν ὁποία ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρο προκειμένου νὰ βοηθήσει οἰκονομικὰ τὸ μορφωτικὸ ἔργο της πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων, ὅπως καὶ ἔγινε.

Σὲ ἄλλες του δὲ ἐπιστολὲς σὲ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες καὶ πρὸς τὸν Ἰγνάτιο τοὺς πληροφοροῦσε ὅτι συνέγραψε «πονημάτιον περὶ δημοσίου παιδείας» ὅπου ἀνέλυε τὴν ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς μορφώσεως των ἀνὰ τὸν κόσμον Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς καὶ τὸ ἐθνικὸ χρέος γιὰ τὴ διατήρηση τῆς γλώσσας τους. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1811 ὁ Καποδίστριας διορίστηκε ἀπὸ τὸν Τσάρο στὴ ρωσικὴ πρεσβεία τῆς Βιέννης ὅποτε ὡς ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Φιλολογικῆς Ἑταιρείας – εἶχε ἐκλεγεῖ τὸν Μάϊο τοῦ 1811- φρόντισε καὶ προσωπικὰ γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ ἔργου της καὶ τὴ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Τὸ 1813-1814 ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος ἀναγνωρίζοντας τὶς σπάνιες διπλωματικὲς ἱκανότητές του τοῦ ἀνέθεσε ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολώτερα εὐρωπαϊκὰ προβλήματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: Τὴν ἀπόσπαση τῆς Ἐλβετίας ἀπὸ τὴν γαλλικὴ ἐπιρροή, τὴν ἐνοποίηση τοῦ ἑλβετικοῦ κράτους καὶ τὴν παραχώρηση Συντάγματος. Ὁ Καποδίστριας ὡς ἐπίσημος πληρεξούσιος του Ἀλεξάνδρου ὁλοκλήρωσε τὴ δύσκολη ἀποστολή του μὲ τὸν πιὸ ἐπιτυχῆ τρόπο. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς παραμονῆς του στὴν Ἐλβετία γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸ μεγάλο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο τοῦ Pestalozzi καὶ τοῦ Fellemberg καὶ ἀποφάσισε νὰ στείλει μὲ δικά του χρήματα Ἑλληνόπαιδες γιὰ νὰ ἐκπαιδεύονται στὰ ἐκεῖ περίφημα ἐκπαιδευτήρια. Σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Fellemberg, ὅταν τοῦ ἔστελνε κάποιον μαθητή, τοῦ ἐπεσήμαινε κατηγορηματικὰ ὅτι τὰ Ἑλληνόπουλα ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ διατηρήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Καὶ γι’ αὐτὸ φρόντισε, μὲ τὴ χορηγία τοῦ Τσάρου, νὰ κτιστεῖ στὴ μεγάλη ἔκταση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συγκροτήματος τοῦ Fellemberg, ὀρθόδοξος ναὸς- παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας νὰ φροντίζει γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων μαθητῶν καὶ ὁ ἕλληνας δάσκαλος γιὰ τὴν τελειοποίηση τῶν παιδιῶν στὴ μητρικὴ γλώσσα.

Τὸ 1814-1815, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Συνεδρίου τῆς Βιέννης ἵδρυσε ἐκεῖ τὴν περίφημη Φιλόμουσο Ἑταιρεία μὲ σκοπὸ τὴ συλλογὴ χρημάτων ἀπὸ τοὺς πλούσιους Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς καὶ τοὺς Φιλέλληνες προκειμένου νὰ μετακαλοῦν ἀπὸ τὴν σκλαβωμένη Ἑλλάδα νέους ποὺ νὰ σπουδάζουν στὰ ξένα Πανεπιστήμια ἀνάλογα μὲ τὴν κλίση τους.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μορφωμένοι νέοι, ποὺ κάλυπταν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, θὰ ἐπάνδρωναν τὶς κρατικὲς ὑπηρεσίες μόλις θὰ ἀπελευθερωνόταν ἡ Ἑλλάδα καὶ θὰ δημιουργεῖτο τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος. Γνώριζε σὲ βάθος ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπιστημόνων καὶ τεχνικῶν θὰ δυσχέραινε πολὺ τὴν ἀνασυγκρότηση καὶ τὴν ἀποκατάστασή του σὲ ἔννομο καὶ σωστὰ θεμελιωμένο κράτος, ἔπειτα ἀπὸ τὴν μακραίωνη βάρβαρη τουρκικὴ δουλεία. Καὶ γιὰ αὐτὸ ἀγωνιζόταν νὰ δημιουργήσει τὸ ἀπαραίτητο μορφωμένο δυναμικὸ σὲ ὅλους τους κλάδους. Πίστευε, ὅπως ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰωάννη Βαρβάκη, στὶς 19 Ἰουλίου 1820, ὅτι ἡ βελτίωσις τῆς κοινῆς Πατρίδος, τῆς Ἑλλάδος- ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἔργου τῆς καλῆς ἐκπαιδεύσεως τῶν τέκνων της…καλῆς ὑπὸ τὴν ἠθικὴν καὶ χριστιανικὴν ἔννοιαν, καλῆς ἐπίσης καὶ ὑπὸ τὴν φιλολογικὴν καὶ γλωσσικὴν ἔννοιαν.

Ὁ Coethe, ὁποῖος ἐγνώριζε καὶ θαύμαζε τὸν Καποδίστρια γιὰ τὴν εὐστροφία τοῦ πνεύματός του,τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος του καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τοὺς Ἑλληνοπαῖδεςἀναφέρει στὸ Ἡμερολόγιό του ὅτι σημαντικὸς ἀριθμὸς νέων Ἑλλήνων σπούδαζαν τὸ 1817 στὰ Πανεπιστήμια τῆς Ἰένας,τῆς Γοττίγγης καὶ τῆς Λειψίας μὲ ὑποτροφίες τοῦ Καποδίστρια καὶ τῆς Φιλομούσου Ἑταιρείας. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νεαροὶ Ἕλληνες ἐπιδροῦσαν ἐπάνω του- ὅπως γράφει- κατὰ ἐντελῶς ἰδιάζοντα τρόπο καὶ τοὺς ἐπαινεῖ γιὰ τὸν ζωηρὸ πόθον τῆς παιδείας….τὸ ὁποῖον ἐπιθυμοῦσαν νὰ χρησιμοποιήσουν πρὸς ὠφέλειαν, διαφώτιση καὶ σωτηρία τῆς Πατρίδας τους.

Σώζονται πλῆθος ἐπιστολῶν τοῦ Καποδίστρια πρὸς τοὺς πλούσιους Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς καὶ τοὺς παρακινοῦσε «ὅπως ὅλοι οἱ φέροντες τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα γίνωσι ἄξιοί της λαμπρῆς ταύτης ὀνομασίας καὶ συνδράμουν (18α) εἰς τὸ σωτήριον τοῦτο ἔργον τῆς διαδόσεως τῆς παιδείας, ποὺ ἔπρεπε πάντοτε νὰ βασίζεται στὴν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης».

Τὸ 1815 συνέταξε τὸ περίφημο ὑπόμνημα περὶ τῆς ἐκπαιδεύσεως ἐν ταῖς Ἰονίοις Νήσοις, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὕμνο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, καὶ τὸ ἐπέδωσε στὸν Ἀγγλο ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν Castlereagh, προκειμένου νὰ τὸ ἐφαρμόσουν στὰ Ἑπτάνησα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς διατελοῦσαν ὑπὸ τὴν ἀγγλικὴ προστασία . Ἕνα ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ἔγραφε- γιὰ νὰ γίνει ἐφαρμόσιμο καὶ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τῶν Ἑπτανήσων ὀφείλει νὰ «ἐπαναφέρει εἰς τὴν πατρώαν γῆν τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰ γράμματα καὶ ἐπειδιώκει…». Ὅπως ἀνυψώσει τὸ Ἰόνιον Ἔθνος εἰς βαθμὸν πολιτισμοῦ ἀναλόγου πρὸς τὸν ὑψηλὸν προορισμό του. Πρότεινε δὲ νὰ ἱδρυθεῖ ἀνώτατη σχολὴ δημοσίας ἐκπαιδεύσεως, ἕν εἶδος Πανεπιστημίου μὲ ἕδρα τὴν Ἰθάκη.

Τὸ σοφὸ πράγματι αὐτὸ ὑπόμνημα ἀπερρίφθη μωροσόφως ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους τότε, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει. Τὸ μεγαλεπήβολο ὅμως σχέδιο του πραγματοποιήθηκε λίγο ἀργότερα μὲ τὴ συνεργασία τοῦ ἀληθινοῦ φιλέλληνα Ἄγγλου λόρδου Guilford, μὲ τὴν ἵδρυση τῆς περίφημης Ἰονίου Ἀκαδημίας.

Ὣς τὸ 1822, ποὺ παρέμεινε στὴν ἐνεργὸ ὑπηρεσία τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ ἀπὸ τὸ 1822 ὡς τὸ 1827 ποὺ παρέμεινε στὴ Γενεύη διατηρώντας τυπικὰ τὸν τίτλο του, ἀγωνιζόταν μὲ ὅλους τους τρόπους νὰ κινητοποιεῖ τὶς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς διασπορᾶς νὰ ἱδρύσουν σχολεῖα γιὰ τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν τους, νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ νὰ διατηροῦν ἄσβεστη τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους.

Ὅταν στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1828 ἔφτασε στὸ «ἀπέραντον ἐρείπιον» τῆς κατεστραμμένης ἀπὸ τὴν τουρκικὴ βία Ἑλλάδος, ὡς κυβερνήτης τοῦ μικροῦ ἀνοργάνωτου ἑλληνικοῦ κράτους, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους βασικοὺς ἀγῶνες του ἦταν ἡ εὐρύτατη καλλιέργεια τῆς παιδείας χάριν τῶν παιδιῶν τῆς ρημαγμένης Πατρίδας του, τῶν παιδιῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν γιὰ αὐτὸν «τὸ ροδοχρουν ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος».

Οι Πύλες του Άδη στην Αρχαία Ελλάδα και οι παράξενοι θρύλοι!

Ανέκαθεν οι άνθρωποι, και πάντα σε συνεργασία με τη φύση, δημιουργούσαν με το νου τους και πέρα από αυτόν τον κόσμο άλλους κόσμους, παράξενους και μυθικούς, στους οποίους κατάφερναν με μυστηριώδη πάντα τρόπο να εισέρχονται, να τους περιηγούνται, να συζητούν ή ακόμα να πολεμούν και να συλλέγουν εντυπώσεις. Από τους κόσμους εκείνους ένας, ίσως ο πιο γνωστός σε όλους μας, ήταν ο «Κάτω Κόσμος», ο κόσμος των σκιών, ο χθόνιος 'Aδης.

Πρόκειται για έναν τόπο που, αν τον ψάξουμε, θα τον βρούμε (με άλλο όνομα πολλές φορές) σχεδόν παντού: στις μυθολογίες των λαών, στις παραδόσεις, στις καταγραφές αρχαίων ή νεότερων περιηγητών, σε λογοτεχνικά συγγράμματα, σε ζωγραφικές παραστάσεις αρχαίων αγγείων, σε σκοτεινά και απρόσιτα σπήλαια, σε ψυχομαντεία και ξεχασμένους τόπους, στα ομηρικά έπη, σε σύγχρονα ελληνικά τραγούδια, σε ταινίες του Χόλιγουντ και γενικά στην τέχνη.

Επειδή σε μερικές σελίδες θα ήταν αδύνατο να προσεγγίσουμε όλες τις παραπάνω πτυχές του Κάτω Κόσμου, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, αφού βάλουμε σε ένα σακίδιο τη φωτογραφική μηχανή και τη βιβλιογραφία μας, είναι να μπούμε στη βάρκα της φαντασίας και κωπηλατώντας να ταξιδέψουμε για λίγο μαζί σαν φανταστική παρέα, με προορισμό κάποιες από τις πύλες του 'Aδη που βρίσκονται στην πατρίδα μας. Αφού φτάσουμε σε αυτές, σίγουρα θα κοιτάξουμε για λίγο από τις ημιφωτισμένες εισόδους το παράξενο και άγνωστο εσωτερικό τους...

Ταίναρο: Το Νεκρομαντείο του Ποσειδώνα
Αφού φτάσαμε στο νοτιότερο σημείο της Πελοποννήσου, στο ακρωτήριο Ταίναρο, αφήσαμε τη βάρκα μας στη γεμάτη βότσαλα ακτή και κατευθυνθήκαμε προς το ναό, στην κορυφή του λόφου, που ήδη από τα μέσα του όρμου είχε τραβήξει την προσοχή μας.
Καθώς περπατούσαμε προς εκείνον, γύρω μας συναντήσαμε παντού αρχαία πηγάδια και ορθογώνιους λίθους που έστεκαν εδώ κι εκεί, μισοβαλμένοι τις περισσότερες φορές μέσα στο χώμα. Έπειτα από λίγο φτάσαμε στο ναό για τον οποίο είχαμε λιγοστές πληροφορίες.
Σκύβοντας, μπήκαμε μέσα με τη σειρά και προσεγγίσαμε το ιερό του. Ήταν ένας χριστιανικός ναός που όλως περιέργως το μόνο που θύμιζε κάτι τέτοιο ήταν το ιερό του. Δύο μισοσπασμένες κολώνες και λίγα ακόμη υπολείμματα ενός αρχαίου πιθανόν ναού έστεκαν στην επιφάνεια του ιερού και τον κοσμούσαν μαζί με μερικές χριστιανικές εικόνες. Κάπως έτσι είδαμε το στενό ιερό του ναού των Αγίων Ασωμάτων, του παλαιού χριστιανικού ναού που δημιουργήθηκε από τα ερείπια του αρχαίου ελληνικού μαντείου του Ποσειδώνα Ταιναρίου, το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω, μέσα σε σπήλαιο.
Αποχαιρετώντας το ναό, αρχίσαμε να συζητάμε για το μυθικό εκείνο σπήλαιο, που ήταν και ο επόμενος προορισμός μας. Όταν το πρωτοείδαμε να αχνοφαίνεται κάτω από τους βράχους στους οποίους βαδίζαμε, αισθανθήκαμε τυχεροί, καθώς δεν υπήρχε στην περιοχή κανένα σημάδι που να μας οδηγεί κοντά του. Έξω από την είσοδο του ημιφωτισμένου σπηλαίου υπήρχε χλωρίδα, η οποία δυσκόλευε, αλλά συνάμα ομόρφαινε τη μικρή διαδρομή για το εσωτερικό του. Αφού προχωρήσαμε μέσα στο σπήλαιο, καθίσαμε, και με ενδιαφέρον συζητήσαμε για θέματα σχετικά με τους μύθους και την ιστορία του χώρου.
«Εκατόν πενήντα στάδια μακριά από την Τευθρώνη απέχει το Ταίναρον, όπου υπάρχουν δύο λιμάνια, ο Αχίλειος και ο Ψαμαθούς, ενώ στην άκρη είναι ο ναός που μοιάζει με σπηλιά και έχει μπροστά του το άγαλμα του Ποσειδώνα. Μερικοί Έλληνες αναφέρουν πως από εδώ ανέβασε ο Ηρακλής τον Κέρβερο, μολονότι δεν υπήρχε υπόγειος δρόμος που να άρχιζε από τη σπηλιά, και κανείς δεν πίστευε πως αυτή χρησίμευε ως υπόγεια κατοικία θεών όπου μαζεύονταν οι ψυχές. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος λέγει πως στο Ταίναρον ανατράφηκε ένα τρομερό φίδι που ονομαζόταν σκύλος του ’δου, γιατί όποιον δάγκωνε, πέθαινε αμέσως. Αυτό το φίδι έφερε ο Ηρακλής στον Ευρυσθέα». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στο μεγάλο περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις), ο οποίος μέσω του έργου του Λακωνικά μάς διηγείται ότι τον καιρό που περπάτησε ο ίδιος στον τόπο αυτό, φτάνοντας στην είσοδο του μαντείου-σπηλαίου, υπήρχε άγαλμα του Ποσειδώνα, καθώς και άλλα αφιερώματα, μεταξύ των οποίων ένα χάλκινο άγαλμα του Αρίωνα που καθόταν επάνω σε δελφίνι.
Ο Παυσανίας ακόμη αναφέρει ότι στο ναό υπήρχε μία πηγή, η οποία σε παλαιότερα χρόνια θεωρούνταν από μόνη της ένα μικρό θαύμα, και λεγόταν πως, όταν κοιτούσε κανείς τα νερά της, έβλεπε λιμάνια και πλοία!
Υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες όμως για τον παράξενο ναό, που και αυτές τον συσχετίζουν με τον 'Aδη, όπως η μαρτυρία του γεωγράφου Στράβωνα, ο οποίος πίστευε πως από μία σπηλιά που βρίσκεται κοντά στο ιερό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο ανέβασε ο Ηρακλής από τα δώματα του 'Aδη το φοβερό, τρικέφαλο φύλακά του Κέρβερο κατ' εντολή του βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα. Και ο Ορφέας όμως στα Αργοναυτικά αναφέρει ότι έχοντας εμπιστοσύνη στην κιθάρα του, την οποία θα χρησιμοποιούσε για να μαγέψει τους κατοίκους του Κάτω Κόσμου, κατέβηκε τη σκοτεινή οδό του Ταινάρου και μπήκε στο ανάκτορο του 'Aδη αναζητώντας τη νεκρή του σύζυγο.
Ο Πίνδαρος (Πιθιόνικος 4,44), όπως επίσης και ο Απολλόδωρος (Β, 5, 12), δέχονται ότι το Ταίναρο ήταν το «στόμιο για τον 'Aδη» από όπου κατέβηκε ο Ηρακλής, ενώ ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις Χ, στ 1-78) αναφέρει πως από το Ταίναρο οδηγήθηκε στον Κάτω Κόσμο ο Ορφέας, ο οποίος με τη λύρα του συγκίνησε τους πάντες!

Ιστορίες με Βρικόλακες & άλλα Θαυμαστά
Οι παράξενοι θρύλοι και οι παραδόσεις της περιοχής σχετικά με το μαντείο του Ποσειδώνα -και όχι μόνο- είναι πολύ πιθανόν ότι δεν σταμάτησαν ποτέ να υπάρχουν, κάτι που σαφώς δεν είναι τυχαίο αν αναλογιστεί κανείς τη μεγάλη μυθολογία που μας άφησαν οι αρχαίοι για την περιοχή.
Αναφέρω μία από τις παραδόσεις (989) που διασώθηκαν μέσα στο χρόνο διαβάζοντάς τη από το υπέροχο βιβλίο του Νικόλαου Πολίτη Παραδόσεις ώστε να δούμε καθαρά ένα παράδειγμα για τη διαχρονικότητα αλλά και την τρομακτική φύση των θρύλων της περιοχής.
«Σε μια σπηλιά που 'ναι στον κάβο Ματαπά κατεβαίνει πολλές φορές ο Μιχαήλ Αρχάγγελος και βγαίνει τις ψυχές που τους εσυγχώρεσε ο Θεός τις αμαρτίες τους. Άλλοι πάλι λεν πως σ' αυτή τη σπηλιά μένουν βουρκόλακες, και ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος, όταν παρακαλεστούν σ' αυτόν οι άνθρωποι, πηγαίνει και τους ρίχνει από κει στα Τάρταρα για να γλιτώσει τον κόσμο».
Για ποιο λόγο όμως δημιουργήθηκε στους αρχαίους προγόνους μας η πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σπήλαιο έκρυβε μία μυστική είσοδο για τα παλάτια του 'Aδη, παρότι, ακόμη και σήμερα, εάν το επισκεφτεί κανείς θα διαπιστώσει εύκολα το μικρό του βάθος; Οι απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις δεν είναι καθόλου απλές. Ας αρκεστούμε προς το παρόν σε μια απάντηση, ίσως την πιο λογική: Κατά την αρχαιότητα ο χώρος του σπηλαίου είχε τη λειτουργία νεκρομαντείου.
Το μαντείο αυτό όπως αναφέρθηκε ήταν αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, ο οποίος αρχικά λατρευόταν από τους Έλληνες ως υποχθόνιος θεός και κυρίαρχος του Κάτω Κόσμου. Το σπήλαιο του Ταινάρου λοιπόν, όπως και άλλοι πολλοί χώροι στην Ελλάδα με χθόνιες λατρείες, δεν άργησε να θεωρηθεί ως «κατάβαση» στον 'Aδη, και να αποτελέσει για τους αρχαίους την πρώτη ίσως πύλη για το υπόγειο βασίλειο του Πλούτωνα (το νεκρομαντείο του Ταινάρου ήταν πολύ πιθανόν το αρχαιότερο νεκρομαντείο στην Ελλάδα).
Ακόμη, στα δυτικά του μαντείου, στην απόκρημνη μεριά του λόφου (στην πίσω πλευρά του ακρωτηρίου), εάν έχει την αντοχή κάποιος να περπατήσει ως εκεί, υπάρχει μια σπηλιά που και αυτή διατηρεί τους θρύλους της και τους μοιράζεται με το σκοτεινό μαντείο του Ποσειδώνα.
Για να περάσει κανείς την είσοδο και να βρεθεί στο εσωτερικό του θα πρέπει να κάνει πρώτα μία σύντομη βουτιά στη θάλασσα και να περάσει κάτω από το βράχο ώστε να βρεθεί στη μόνη κεντρική αίθουσα στην οποία υπάρχουν μερικές λαξεμένες αναθηματικές κόγχες. Πολύ πιθανόν είναι πως και αυτό το σπήλαιο θεωρήθηκε τα παλαιά χρόνια από πολλούς ως η αληθινή είσοδος του Κάτω Κόσμου.

Η Παράξενη Διάσωση του Αρίωνα
Συμπληρώνοντας τώρα το κολλάζ με τους θρύλους από το Ταίναρο είναι σημαντικό να εξετάσουμε μία ακόμη όμορφη και αλλόκοτη ιστορία. Την ιστορία του Λέσβιου κιθαρωδού Αρίωνα, την οποία περιληπτικά θα σας αφηγηθώ...
Ταξιδεύοντας με κορινθιακό πλοίο προς την Ιταλία και τη Σικελία, ο Αρίων πληροφορήθηκε κάπου στα μέσα του πελάγους από τον καπετάνιο ότι οι ναύτες του καραβιού ήθελαν να τον σκοτώσουν.
Έτσι ο Αρίων, φορώντας την αγαπημένη του στολή μουσικών αγώνων, ζήτησε από τους ναύτες να ψάλλει ένα τελευταίο άσμα, την Πυθική ωδή. Έτσι κι έγινε, και καθώς ο Αρίων έψελνε, είδε την Πελοπόννησο να ξεπροβάλλει, και προτού του επιτεθούν οι ναύτες, πήδηξε μεμιάς στη θάλασσα για να σωθεί.
Για καλή του τύχη, τη στιγμή εκείνη στα νερά διάβαιναν δελφίνια που τελικά τον έσωσαν παίρνοντάς τον στη ράχη τους διαδοχικά σαν να ήταν για αυτά λειτούργημα, και κάνοντας διάφορους κύκλους στο νερό, τον απέθεσαν προσεκτικά στη θάλασσα, κοντά στο μαντείο του Ποσειδώνα.
Η ιστορία που σας αφηγήθηκα βρίσκεται ολόκληρη μέσα στα κείμενα των Ηρόδοτου (Ιστορία Α) και του Πλούταρχου (Συμπόσιο των Επτά Σοφών) και η διήγηση του περιστατικού φαίνεται πως ήταν του Αρίωνα. Το τελευταίο παράδοξο της ιστορίας είναι η παράξενη αναφορά του Γόργου, του αδερφού του γνωστού Κορίνθιου τυράννου Περίανδρου. Ο Γόργος διηγήθηκε την περιπέτεια του Αρίωνα στον αδερφό του όπως ο ίδιος τη βίωσε, καθώς είχε σταλεί στο Ταίναρο για να κάνει θυσία στον Ποσειδώνα.
Κάποια στιγμή, το τελευταίο από τα βράδια που έμεινε εκεί, είδε να έρχονται προς την ακτή τα δελφίνια που μετέφεραν τον Αρίωνα. Στην παράξενη αυτή περιγραφή του ο Γόργος μίλησε για κάτι που ξεχώριζε και επέπλεε, σαν ένας όγκος (ο Αρίων;), ενώ έμοιαζε σαν να ήταν πάνω σε κάποιο όχημα!

Ο Αχέροντας και η Τρομακτική Αρχαία Φαντασμαγορία
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε, και έπειτα από λίγες μέρες πλεύσαμε με τη βάρκα μας προς τον Αχέροντα, τον ποταμό όπου σύμφωνα με τις παραδόσεις βαδίζουν οι ψυχές και ο οποίος χάνεται στα βάθη του Κάτω Κόσμου.
Ο Αχέροντας είναι ποταμός της Θεσπρωτίας που διαρρέει την Αχερουσία λίμνη, έλος κοντά στην αρχαία πόλη Εφύρα, βυθίζεται στη γη και στη συνέχεια εκρέει στο Ιόνιο Πέλαγος. Τα νερά του είναι πικρά και θολά, γιατί σύμφωνα με την παράδοση κατόπιν εντολής του Δία ήπιαν από αυτά οι Τιτάνες.
Ο Αχέρων, μαζί με τον ποταμό Πυριφλεγέθων, τον Κωκυτό (ποτάμι των θρήνων) και τη λίμνη Στύγα, συνδέθηκαν κατά το παρελθόν πολύ στενά με τον υποχθόνιο κόσμο του 'Aδη. Πάνω από τον Αχέροντα, το ποτάμι των στεναγμών, στα αρχαία χρόνια λεγόταν πως βαδίζουν οι ψυχές τις οποίες μετέφερε στον Κάτω Κόσμο ο Χάροντας, ο δύσμορφος γέροντας πορθμέας.
Από τον Αχέροντα είχε κατέβει ο Οδυσσέας έπειτα από οδηγίες της μάγισσας Κίρκης στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει το Θηβαίο μάντη Τειρεσία, προσφέροντας ως θυσία ένα κατάμαυρο κριάρι ώστε να φανερώσει τις ψυχές των νεκρών. Και άλλοι ήρωες όμως αποτόλμησαν την κατάβαση στον 'Aδη, όπως ο Ορφέας, ο Ηρακλής και ο Θησέας, ο αττικός ήρωας που ταξίδεψε με το φίλο του Πειρίθου ως τα παλάτια του Πλούτωνα για να αρπάξουν την Περσεφόνη, τη γυναίκα του βασιλιά της Εφύρας Αιδωνέα, που δεν είναι άλλος από το βασιλιά των νεκρών.
Εκεί λοιπόν, στην κορυφή ενός λόφου, πάνω από το χωριό Μεσοπόταμος, που βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου με βουητό σμίγει ο Κωκυτός με τον Αχέροντα, ανακαλύφτηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα ένα νεκρομαντείο, θαμμένο κάτω από το χριστιανικό ναό της μονής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και το σύγχρονό της νεκροταφείο των αρχών του 18ου αιώνα.
Το κτίριο αυτό κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε από μόνο του για τους αρχαίους την είσοδο και το χώρο διαμονής τους στον 'Aδη. Από τις ανασκαφές στο χώρο βρέθηκαν πολυάριθμα ευρήματα, όπως αγγεία, σιδερένια αντικείμενα αλλά και ειδώλια της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου Περσεφόνης.
Στο σκοτεινό ανάκτορο ο χρηστηριαζόμενος περνούσε αρχικά από την αυλή, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια των ιερέων, και κατόπιν εισερχόταν στο βόρειο διάδρομο του ιερού, αριστερά του οποίου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών.
Μετά υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία τρώγοντας αρχικά ειδικές τροφές και πίνοντας γάλα, μέλι και νερό, και έπειτα επιδιδόταν σε πράξεις εξαγνισμού και μαγείας, ακούγοντας από έναν ιερέα-οδηγό θαυμαστές διηγήσεις, προσευχές και δεήσεις προς τους υποχθόνιους δαίμονες. Ύστερα πλενόταν σε ένα διπλανό δωμάτιο για να καθαρθεί και να μην κινδυνεύσει από τα φάσματα των νεκρών.
Οι μυστηριακές πράξεις συνεχίζονταν, ώσπου ο χρηστηριαζόμενος έφτανε μαζί με τον ιερέα στον ανατολικό διάδρομο, όπου θυσίαζε μέσα σε λάκκους ένα πρόβατο. Ύστερα περνούσε από ένα σκοτεινό μαιανδρικό λαβύρινθο (!) που είχε τρεις τοξοτές σιδερόφρακτες πύλες. Τελικά περνούσε την τελευταία πύλη φτάνοντας στην κεντρική και τελευταία αίθουσα, όπου πετούσε ένα τελευταίο λιθάρι κι έχυνε τις χοές για τον Αιδωνέα και την Περσεφόνη, τους Θεούς του Κάτω Κόσμου.
Εκεί ερχόταν σε οπτική επαφή με τα πνεύματα που αιωρούνταν μπροστά στα εκστασιασμένα μάτια του. Ήταν μια Φαντασμαγορία, μία μαγευτική και μυστηριώδης Φαντασμαγορία, στημένη υπέροχα για τα μάτια του χρηστηριαζόμενου.
Στο χώρο της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων, κατά τη διάρκεια σύγχρονων ανασκαφών, βρέθηκαν μεταλλικοί τροχοί και άλλα πολύπλοκα αντικείμενα που σχετίζονταν με τη σκηνοθεσία της παράξενης Φαντασμαγορίας από τους ιερείς.
Μετά το τέλος της «παράστασης» ο επισκέπτης ακολουθούσε άλλο δρόμο για την έξοδό του από την αίθουσα, και αφού διέμενε για τρεις ημέρες σε ένα δωμάτιο ώστε να καθαρθεί, αποχωρούσε από το μαντείο τηρώντας απόλυτη σιγή για όσα είδε και άκουσε.

Το άντρο του Τροφωνίου & το Σοφό Βιβλίο του Πυθαγόρα
Μία διαφορετική πύλη που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο, ή καλύτερα σε ένα από τα δωμάτιά του, που δεν σχετιζόταν όμως με τον 'Aδη, ήταν το υποχθόνιο μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά, το Τροφώνιο ’ντρο, που όπως φημολογείται σήμερα βρίσκεται θαμμένο κάτω από χριστιανικό ναό της περιοχής. Κατά την αρχαιότητα φαίνεται πως συνέβαιναν εκεί διάφορα «παράδοξα», με κυριότερο την απίστευτη κάθοδο που πραγματοποιούσε ο επισκέπτης στο υπόγειο παλάτι του Τροφωνίου.
Εκείνο που είναι πραγματικά παράξενο, όσον αφορά την ιστορία του Τροφωνίου ’ντρου, είναι ότι οι μαρτυρίες που έχουμε στην περίπτωση αυτή ξεπερνούν αρκετά το μύθο. Και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα παράδοξα που αναφέραμε διηγήθηκαν ότι τα έζησαν ιστορικά πρόσωπα, όπως ο περιηγητής Παυσανίας και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (η διήγηση για τον τελευταίο ανήκει στον Φιλόστρατο).
Ο λόγος για τον οποίο κατέβαινε κανείς στο παλάτι του Τροφωνίου (ο Τροφώνιος ήταν γιος του βασιλέα των Μινύων Εργίνου, αλλά ο θρύλος λέει πως ο αληθινός πατέρας του ήταν ο Δίας) ήταν η απόκτηση γνώσης που πιθανόν θα οδηγούσε στην απάντηση μιας και μοναδικής ερώτησης (ο Τυανεύς θέλησε να πάρει από τον Τροφώνιο τη γνώμη του περί του ποια ήταν η αρτιότερη φιλοσοφία. Ο Τροφώνιος σαν απάντηση του έδωσε ένα βιβλίο που περιείχε τις γνώμες του Πυθαγόρα).
Για να μπει κάποιος στο παλάτι του Τροφωνίου έπρεπε, αφού χρηστηριαστεί μέσα στο κτίσμα που βρισκόταν στην επιφάνεια, να κατεβεί σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μέσω μίας σκάλας. Κατόπιν έπρεπε να ξαπλώσει ανάσκελα στο δάπεδο κρατώντας γλυκίσματα, τα οποία θα προσέφερε στα ερπετά που θα συναντούσε, και να βάλει τα πόδια του μέσα σε μια τρύπα, η οποία θα τον «ρουφούσε βαθιά στο έδαφος σαν νερό» για να τον εμφανίσει έπειτα στο σκοτεινό άντρο του Τροφωνίου! Τα όσα φαίνεται ότι έβλεπε εκεί ο επισκέπτης μόνο «μαγευτικά» θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε, και ίσως αρκετά περίτεχνα για να χωρέσουν σε μερικές σελίδες. Τελικά, ο επισκέπτης επέστρεφε στο ίδιο σημείο από το οποίο εισήλθε, δίχως αρχικά να θυμάται τίποτα από τον εαυτό του αλλά και από όσα τού συνέβησαν. Για να επανέλθει η μνήμη του τον κάθιζαν οι ιερείς σε ένα θρόνο, το θρόνο της μνημοσύνης, και έπειτα από λίγο η μνήμη του άρχιζε να επανέρχεται...

Επίλογος Μέσα από τις Πύλες
Το ταξίδι μας όμως δεν σταματά εδώ, καθώς και αλλού συναντήσαμε πύλες -και μάλιστα περισσότερες- για τον αρχαίο 'Aδη. Ταξιδεύοντας στον Ώρωπό μιλήσαμε για την ιστορία του ενάρετου Αμφιάραου, που θεοποιήθηκε μετά τον πρόωρο και μυστηριώδη θάνατό του.
Η ιστορία λέει ότι μετά την άτακτη υποχώρηση των Αργείων στη σύγκρουσή τους με τους Θηβαίους, ο Αμφιάραος, που ήταν στο πλευρό των Αργείων, καταδιώχθηκε από το Θηβαίο ήρωα Περικλύμενο, αλλά προτού ο τελευταίος καρφώσει το ξίφος του στο σώμα του αντιπάλου του, ο Αμφιάραος χάθηκε (!) μέσα σε χάσμα της γης μαζί με το άρμα του.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των κατοίκων του Ωρωπού, ο Αμφιάραος επέστρεψε στον επάνω κόσμο ως θεός μέσω μιας πηγής που βρισκόταν σε ιερό το οποίο είχε πάρει το όνομά του.
Η ιστορία αυτή έφερε αμέσως στο νου μας την Περσεφόνη, τη νεαρή γυναίκα που έσυρε ο Πλούτωνας στο άρμα του για να την οδηγήσει στα σκοτεινά παλάτια του, κατευθυνόμενος σύμφωνα με το μύθο από το μυστικό υπόγειο δρόμο του Πλουτωνίου ’ντρου στην Ελευσίνα...
Διαφορετικά περάσματα για τον Κάτω Κόσμο όμως υπήρξαν και αλλού κατά την αρχαιότητα, όπως στην Ηράκλεια του Πόντου, αποικία των Μεγαρέων, όπου υπήρχε νεκρομαντείο και σπήλαιο το οποίο κατά την εποχή του Έλληνα ιστορικού Ξενοφώντα σωζόταν ακόμη. Μάλιστα λεγόταν, σύμφωνα με τον τελευταίο, ότι από εκεί ανέβασε ο Ηρακλής τον Κέρβερο.
Στην αρχαία πόλη της Ήλιδας επίσης υπήρχε τέμενος και ναός του 'Aδη με το όνομά του, στον οποίο οι πύλες άνοιγαν μία φόρα το χρόνο. Αλλά και στην Κύμη της Ιταλίας υπήρχε σημαντικό νεκρομαντείο των ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταφορά της ελληνικής κουλτούρας, τέχνης και γραφής στους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους.
Περάσματα και είσοδοι υπήρχανε παντού, σε μυστικές τοποθεσίες και λαϊκά προσκυνήματα. Πύλες αμέτρητες, πύλες σ' έναν κόσμο γεμάτο σκιές, διακοσμημένο με αλλόκοτες ιστορίες, μύθους και περίεργες παραδόσεις που ζωγραφίζουν περίτεχνα μαγευτικές εικόνες μιας άλλης Ελλάδας, πιο μαγικής, και ασφαλώς περισσότερο μυστηριώδους...