Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (588-630)

ΒΔ. τουτὶ γάρ τοί σε μόνον τούτων ὧν εἴρηκας μακαρίζω·
τῆς δ᾽ ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων.
590 ΦΙ. ἔτι δ᾽ ἡ βουλὴ χὠ δῆμος ὅταν κρῖναι μέγα πρᾶγμ᾽ ἀπορήσῃ
ἐψήφισται τοὺς ἀδικοῦντας τοῖσι δικασταῖς παραδοῦναι·
εἶτ᾽ Εὔαθλος χὠ μέγας οὗτος Κολακώνυμος, ἁσπιδαποβλής,
οὐχὶ προδώσειν ἡμᾶς φασίν, περὶ τοῦ πλήθους δὲ μαχεῖσθαι.
κἀν τῷ δήμῳ γνώμην οὐδεὶς πώποτ᾽ ἐνίκησεν, ἐὰν μὴ
595 εἴπῃ τὰ δικαστήρι᾽ ἀφεῖναι πρώτιστα μίαν δικάσαντας·
αὐτὸς δὲ Κλέων ὁ κεκραξιδάμας μόνον ἡμᾶς οὐ περιτρώγει,
ἀλλὰ φυλάττει διὰ χειρὸς ἔχων καὶ τὰς μυίας ἀπαμύνει.
σὺ δὲ τὸν πατέρ᾽ οὐδ᾽ ὁτιοῦν τούτων τὸν σαυτοῦ πώποτ᾽ ἔδρασας.
ἀλλὰ Θέωρος—καίτοὐστὶν ἀνὴρ Εὐφημίου οὐδὲν ἐλάττων—
600 τὸν σπόγγον ἔχων ἐκ τῆς λεκάνης τἀμβάδι᾽ ἡμῶν περικωνεῖ.
σκέψαι δ᾽ ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν οἵων ‹μ᾽› ἀποκλείεις καὶ κατερύκεις,
ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν.
ΒΔ. ἔμπλησο λέγων· πάντως γάρ τοι παύσει ποτὲ κἀναφανήσει
πρωκτὸς λουτροῦ περιγιγνόμενος, τῆς ἀρχῆς τῆς περισέμνου.
605 ΦΙ. ὃ δέ γ᾽ ἥδιστον τούτων ἐστὶν πάντων, οὗ ᾽γὼ ᾽πελελήσμην,
ὅταν οἴκαδ᾽ ἴω τὸν μισθὸν ἔχων, κἄπειθ᾽ ἥκοντά με πάντες
ἀσπάζωνται διὰ τἀργύριον, καὶ πρῶτα μὲν ἡ θυγάτηρ με
ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ᾽ ἀλείφῃ καὶ προσκύψασα φιλήσῃ
καὶ παππίζουσ᾽ ἅμα τῇ γλώττῃ ‹τὸ› τριώβολον ἐκκαλαμᾶται,
610 καὶ τὸ γύναιόν μ᾽ ὑποθωπεῦσαν φυστὴν μᾶζαν προσενέγκῃ,
κἄπειτα καθεζομένη παρ᾽ ἐμοὶ προσαναγκάζῃ· «φάγε τουτί,
ἔντραγε τουτί.» τούτοισιν ἐγὼ γάνυμαι, κοὐ μή με δεήσῃ
εἰς σὲ βλέψαι καὶ τὸν ταμίαν, ὁπότ᾽ ἄριστον παραθήσει
καταρασάμενος καὶ τονθορύσας, ἄλλην μή μοι ταχὺ μάξῃ.
615 τάδε κέκτημαι πρόβλημα κακῶν, σκευὴν βελέων ἀλεωρήν.
κἂν οἶνόν μοι μὴ ᾽γχῇς σὺ πιεῖν, τὸν ὄνον τόνδ᾽ εἰσκεκόμισμαι
οἴνου μεστόν, κᾆτ᾽ ἐγχέομαι κλίνας· οὗτος δὲ κεχηνὼς
βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν.
620 ἆρ᾽ οὐ μεγάλην ἀρχὴν ἄρχω καὶ τοῦ Διὸς οὐδὲν ἐλάττω,
ὅστις ἀκούω ταὔθ᾽ ἅπερ ὁ Ζεύς;
ἢν γοῦν ἡμεῖς θορυβήσωμεν,
πᾶς τίς φησιν τῶν παριόντων·
«οἷον βροντᾷ τὸ δικαστήριον,
625 ὦ Ζεῦ βασιλεῦ.»
κἂν ἀστράψω, ποππύζουσιν
κἀγκεχόδασίν μ᾽ οἱ πλουτοῦντες
καὶ πάνυ σεμνοί.
καὶ σὺ δέδοικάς με μάλιστ᾽ αὐτός·
νὴ τὴν Δήμητρα, δέδοικας. ἐγὼ δ᾽
630 ἀπολοίμην εἰ σὲ δέδοικα.

***
ΒΔΕ. Σ᾽ αυτό λες την αλήθεια· καλότυχοι εσείς:
σε κανένα δε δίνετε λόγο·
μα αν τη βούλα χαλάς της διαθήκης εσύ
πλούσιας νύφης, είν᾽ άτιμη πράξη.
590 ΦΙΛ. Αν μια υπόθεση τύχει σπουδαία, κι η βουλή
δεν μπορεί να τη λύσει ούτ᾽ ο δήμος,
ένα ψήφισμα τότε συντάσσουν που λέει
«παραπέμπονται αυτοί στους ενόρκους»·
κι ένας Εύαθλος τότε, ως κι αυτός ο τρανός
Κολακώνυμος, που έχει πετάξει
την ασπίδα του, υπόσχονται πίστη σ᾽ εμάς,
μαχητές του λαού θα ᾽ναι λένε.
«Όταν οι ένορκοι κρίνουν ας είναι και μια
μόνο δίκη, μπορούν να σκολάσουν·»
αν στη σύναξη αυτό του λαού δεν το πεις,
δεν περνάει ούτε μια πρότασή σου·
ως κι ο Κλέωνας, αυτός που η φωνή του βροντά
μες στο δήμο δε δείχνει τα δόντια
στους ενόρκους εμάς· ναι, μονάχα σ᾽ εμάς·
μας χαϊδεύει, μας διώχνει τις μύγες.
Τέτοιο πράμα ποτέ στον πατέρα σου εσύ,
πες μου, το ᾽καμες; Όχι ποτέ σου.
Ενώ ο Θέωρος, αυτός, τέτοιος άντρακλας, βρε,
—πιο ψηλός κι ο Ευφημίδης δεν είναι—
600 το σφουγγάρι του μες στη λεκάνη βουτά
και μας βάφει, μωρέ, τα παπούτσια.
Από τέτοια αγαθά να με βγάλεις ζητάς,
τέτοιες θέλεις χαρές να μου κόψεις,
αγαθά και χαρές που δουλεία και σκλαβιά
θ᾽ αποδείξεις —τί λόγος!— πως είναι.
ΒΔΕ. Μίλα, χόρτασε λόγια· στο τέλος, αυτό
το λαμπρό σου τ᾽ αξίωμα θ᾽ αφήσεις
και στα φόρα θα βγεις σα γυμνός πισινός
που ποτέ του δεν είδε σαπούνι.
ΦΙΛ. Μα την πιο δυνατή και γλυκιά μου χαρά
παρά λίγο, καλέ, να ξεχάσω·
το μισθό μου σαν παίρνω και σπίτι γυρνώ,
τί ασπασμοί και δεξίματ᾽ απ᾽ όλους!
Και για τί; Για τους τρεις που τους φέρνω οβολούς.
Πρώτη πρώτη η κορούλα μου τρέχει,
με βοηθά να πλυθώ και τα πόδια απαλά
μου τ᾽ αλείβει, με λέει πατερούλη,
σκύβει εκεί, με φιλεί, και τα ωραία μου λεφτά
τα ψαρεύει και, χλαπ, τα ρουφάει·
610 η γυναίκα μου τότε σιμώνει, γλυκά
βάζει αφράτα κουλούρια μπροστά μου,
με χαϊδεύει και κάθεται δίπλα μου. «Νά,
φάγε τούτο, μου λέει, θα σ᾽ αρέσει·
έλα δάγκασε λίγο απ᾽ αυτό.» Νά ηδονές·
τέτοια θέλω· κι ανάγκη δε σ᾽ έχω
ούτε δα και το μάγερα· δεν καρτερώ
νά ᾽ρθει αυτός να μου δώσει να φάω
με βλαστήμιες και γρίνιες· να γρούζει κρυφά
μη ζητήσω και δεύτερη πίτα.
Νά γερή αρματωσιά που έχω εγώ, νά σκεπή
που αψηφά κι αγριοκαίρια και μπόρες.
Κι αν εσύ για να πιω δε μου δίνεις κρασί,
δε με νοιάζει· έχω τούτη την πλόσκα,
ως απάνω γεμάτη· τη γέρνω, κι ευθύς
τον εαυτό μου κερνώ· νά τη, ανοίγει
το πλατύ της το στόμα και γκάρισμα αψύ
στο ποτήρι σου αντίκρυ αμολάει.
Νά εξουσία τρισμεγάλη κι αξίωμα τρανό·
κι απ᾽ του Δία παρακάτω δεν πέφτει.
620 Ό,τι λεν για το Δία, το ίδιο λεν και για με.
Όταν κάνουμ᾽ εμείς σαματά,
ο διαβάτης που απ᾽ έξω περνά σταματά·
λέει: «Ω Δία βασιλιά,
δικαστήριο είν᾽ εδώ· πώς βροντά!»
Κι όταν ρίξω αστραπή,
βλέπεις χείλια χλωμά να χτυπούν,
και τα κάνουν απάνω τους πλούσιοι, τρανοί.
Κι εσύ ο ίδιος, μωρέ, με φοβάσαι· ναι, ναι·
μά τη Δήμητρα, τρέμεις· μα εγώ
630 να μη σώσω αν σε τρέμω καθόλου.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΕΟΝΤΑΣ

ΛΕΟΝΤΑΣ
(αστερισμός)
 
Πρόκειται για το λιοντάρι της Νεμέας που ο Ηρακλής κατάφερε να καθυποτάξει και να σκοτώσει. Οι θεοί θέλοντας να τιμήσουν τον ήρωα και να θυμίζουν αιώνια στους ανθρώπους την ευγνωμοσύνη που του οφείλουν ανέβασαν τον Λέοντα στον ουρανό κάνοντάς τον αστερισμό. Παραθέτουμε την αφήγηση του Απολλοδώρου (2.5.1) για τον πρώτο άθλο του Ηρακλή παρεμβάλλοντας πληροφορίες και από άλλους συγγραφείς: Αυτός [ο Ευρυσθέας] λοιπόν στην αρχή τον διέταξε να του φέρει τη δορά από το λιοντάρι της Νεμέας· επρόκειτο για ζώο άτρωτο, που είχε γεννηθεί από τον Τυφώνα. Άλλοτε, πάλι, λέγεται γιος του Όρθρου και της Έχιδνας, αδελφός της Σφίγγας των Δελφών. Το ανέθρεψε η Ήρα (ή η Σελήνη που το παραχώρησε στην Ήρα) και το άφησε ελεύθερο στα δάση της Νεμέας, όπου προξενούσε μεγάλες καταστροφές σε κοπάδια και ανθρώπους, με αποτέλεσμα η όλη η περιοχή να ερημώνει εξαιτίας του. Πηγαίνοντας λοιπόν για το λιοντάρι [ο Ηρακλής], ήλθε στις Κλεωνές (πάνω στον δρόμο από το Άργος για την Κόρινθο), και εκεί φιλοξενήθηκε από τον Μόλορχο, ένα φτωχό χειρώνακτα. Και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να θυσιάσει ένα σφάγιο, το μοναδικό κριάρι και το μοναδικό αγαθό που είχε, ο Ηρακλής του είπε να το φυλάξει για τριάντα μέρες, και αν επιστρέψει σώος, να το θυσιάσει στον Δία σωτήρα, αν όμως πεθάνει, να το προσφέρει* σε αυτόν τιμώντας τον σαν νεκρό ήρωα. Όταν έφτασε στη Νεμέα, αναζήτησε το λιοντάρι· πρώτα το χτύπησε με τα βέλη του, όταν όμως κατάλαβε ότι ήταν άτρωτο, σήκωσε το ρόπαλο και το κυνήγησε. Κυνηγημένο από τον Ηρακλή, κατέφυγε σε σπηλιά που είχε δύο ανοίγματα· τότε εκείνος έχτισε τη μία είσοδο, μπήκε από την άλλη και επιτέθηκε στο θηρίο, έβαλε το χέρι του γύρω από τον λαιμό του και το έσφιξε μέχρι που το έπνιξε· ύστερα, το φόρτωσε στους ώμους του και το έφερε στις Κλεωνές, φορώντας το δέρμα του ζώου. Εκεί βρήκε τον Μόλορχο να ετοιμάζεται την τελευταία μέρα να θυσιάσει το σφάγιο προς τιμή του, νομίζοντάς τον πια για νεκρό, θυσίασε στον Δία σωτήρα και στη συνέχεια μετέφερε το λιοντάρι στις Μυκήνες. Έκπληκτος ο Ευρυσθέας από την τόλμη του, του απαγόρευσε στο εξής να μπαίνει μέσα στην πόλη και του έδωσε την εντολή να επιδεικνύει τα αποτελέσματα των άθλων του μπροστά από τις πύλες. Λένε μάλιστα ότι φοβήθηκε τόσο που κατασκεύασε για τον εαυτό του ένα χάλκινο πιθάρι, που το έχωσε κάτω από το γη, και ότι του παράγγελνε τους άθλους στέλνοντάς του για κήρυκα τον Κοπρέα, γιο του Πέλοπα από την Ηλεία.
 
Μετά τη μονομαχία, ο Ηρακλής έγδαρε το λιοντάρι και φόρεσε το δέρμα του, ενώ το κεφάλι τού χρησίμευσε για περικεφαλαία. Κατά άλλους συγγραφείς, αυτό δεν έγινε εύκολα. Ο Θεόκριτος διηγείται την αμηχανία του ήρωα μπροστά σε αυτό το δέρμα που, άτρωτο σε φωτιά και σίδερο, ήταν αδύνατο να το αφαιρέσει από το σώμα του ζώου. Μέχρι που σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει σαν εργαλείο τα νύχια του ίδιου του ζώου.
 
Στη θέση που έγινε η θυσία του κριαριού από τον Μόλορχο ο Ηρακλής καθιέρωσε αγώνες προς τιμή του Δία, τα Νέμεα, που τα ανανέωσαν αργότερα οι Επτά Αργείοι αρχηγοί που βάδισαν κατά των Θηβών.
 
Στον αστερισμό του Λέοντα, στην ουρά του, ο Ερατοσθένης** αναφέρει την ύπαρξη σκοτεινών αστέρων και τα ονομάζει Πλόκαμον Βερενίκης Ευεργέτιδος.
-------------------------------
*Στο κείμενο του Απολλοδώρου, όταν γίνεται αναφορά στη θυσία προς τον Δία, χρησιμοποιείται το ρήμα θύω = θυσιάζω στους θεούς· όταν ο Ηρακλής μιλά για τη θυσία στον εαυτό του αν πεθάνει, τότε χρησιμοποιείται το ρήμα ἐναγίζω = προσφέρω θυσία στους νεκρούς ή στις σκιές. Στον Ησύχιο ἐναγίζειν = «χοάς ἐπιφέρειν, ἤ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἤ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἤ φονεύειν. ἄγος γὰρ τὸ μίασμα.»
 
**Αστερισμός του Λέοντα
 
Οὗτος ἐστι μὲν τῶν ἐπιφανῶν ἄστρων· δοκεῖ δ' ὑπὸ Διὸς τιμηθῆναι τοῦτο τὸ ζῴδιον διὰ τὸ τῶν τετραπόδων ἡγεῖσθαι. τινὲς δέ φασιν ὅτι Ἡρακλέους πρῶτος ἆθλος ἦν εἰς τὸ μνημονευθῆναι· φιλοδοξῶν γὰρ μόνον τοῦτον οὐχ ὅπλοις ἀνεῖλεν, ἀλλὰ συμπλακεὶς ἀπέπνιξεν· λέγει δὲ περὶ αὐτοῦ Πείσανδρος ὁ Ῥόδιος· ὅθεν καὶ τὴν δορὰν αὐτοῦ ἔχειν, ὡς ἔνδοξον ἔργον πεποιηκώς. οὗτός ἐστιν ὁ ἐν τῇ Νεμέᾳ ὑπ' αὐτοῦ φονευθείς.
῎Εχει δὲ ἀστέρας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς γ, ἐπὶ τοῦ στήθους <α, ὑπὸ τὸ στῆθος> β, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς λαμπρὸν α, ἐπὶ μέσης <τῆς κοιλίας> α, ὑπὸ τὴν κοιλίαν α, ἐπὶ τοῦ ἰσχίου α, ἐπὶ τοῦ ὀπισθίου γόνατος α, ἐπὶ ποδὸς ἄκρου λαμπρὸν α, ἐπὶ τοῦ τραχήλου β, ἐπὶ τῆς ῥάχεως γ, ἐπὶ μέσης τῆς κέρκου α, ἐπ' ἄκρας λαμπρὸν α, [ἐπὶ τῆς κοιλίας α]· <τοὺς πάντας ιθ>. ὁρῶνται δὲ καὶ ὑπὲρ αὐτὸν ἐν τριγώνῳ κατὰ τὴν κέρκον ἀμαυροὶ ἑπτά, οἳ καλοῦνται Πλόκαμος Βερενίκης Εὐεργέτιδος.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,12

Ο Αριστοτέλης, η προαίρεση και η πολιτική διάσταση της βούλησης

Διερευνώντας την έννοια της προαίρεσης ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι όσο κι αν τίθεται ως μορφή της όρεξης είναι αδύνατο να ταυτιστεί πλήρως μαζί της, αφού –σε αντίθεση με την όρεξη που αφορά και τα ζώα– η προαίρεση έχει να κάνει μόνο με τους ανθρώπους: «Η όρεξη ενυπάρχει τόσο στον άνθρωπο όσο και στους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά η προαίρεση όχι. Η αιτία: η προαίρεση είναι έλλογη, αλλά λόγο δε διαθέτει κανένας άλλος ζωντανός οργανισμός» (1189a 17.1).
 
Από την άλλη, η προαίρεση είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη βούληση: «Διότι βούληση έχουμε και για πράγματα ανέφικτα, πχ. να είμαστε αθάνατοι, προαίρεση όμως γι’ αυτά δεν έχουμε» (1189a 17.2).
 
Η βούληση μπορεί να σχετίζεται ακόμη και με πράγματα που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια, ως επιθυμία που τείνει περισσότερο στο ονειρικό, το ανεκπλήρωτο. Ο άνθρωπος μπορεί να οραματίζεται ακόμη και τα πιο απίθανα πράγματα έχοντας πλήρη συνείδηση του απραγματοποίητου, χωρίς ωστόσο να παύει να τα επιθυμεί σε φαντασιακό επίπεδο.
 
Η προαίρεση όμως είναι από θέση αρχής δεμένη με την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να προαιρείται κανείς το ανέφικτο. Γι’ αυτό και, συνήθως, η προαίρεση έχει να κάνει με το συμβιβασμό του περισσότερο επωφελούς, όπως αυτό τίθεται από τις περιστάσεις. Η επιλογή στα στενά όρια της πραγματικότητας έχει να κάνει με το κατά συνθήκη επιθυμητό κι όχι με την απόλυτη εκδοχή του.
 
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Η προαίρεση είναι κατά πώς το δείχνει το όνομά της: προαιρούμαστε και προτιμούμε το ένα κι όχι το άλλο, π.χ. το καλύτερο από το χειρότερο. Όταν, λοιπόν, επιλέγουμε και προτιμούμε το καλύτερο και το χειρότερο, και είναι τούτη η προτίμηση στη δικαιοδοσία μας, τότε ακριβώς θεωρούμε πως ταιριάζει να γίνεται λόγος για προαίρεση» (1189a 17.3).
 
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για εκβιαστικές καταστάσεις που κινούνται από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη και παριστάνουν ότι δήθεν δίνουν περιθώρια επιλογής. Οι περιπτώσεις αυτές δεν αφορούν την προαίρεση, αλλά την καταπίεση και την επιβολή. Το ψευδεπίγραφο της επιλογής είναι η προσπάθεια να συγκαλυφθεί το ανελεύθερο. Ο καταπιεστής αρέσκεται να προσποιείται το φιλελεύθερο κι αυτός είναι ο λόγος που θα επιδιώξει την αλλοίωση των εννοιών παρουσιάζοντας τα τελεσίγραφα ως προαιρετικές συμφωνίες.

Ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ταυτιστεί η βούληση με το ανέφικτο της αχαλίνωτης ονειροπόλησης. Η βούληση έχει να κάνει πρωτίστως με την πραγματικότητα, ως ανθρώπινη επιδίωξη, ώστε να διαμορφωθεί σύμφωνα με τα επιθυμητά μέτρα. Ο δίχως βούληση άνθρωπος είναι το έρμαιο των γεγονότων που εν τέλει τον καθορίζουν παρά τη θέλησή του. Η ταύτιση της βούλησης με το ανέφικτο είναι η απαξίωση της επιθυμίας.
 
Ο ελεύθερος άνθρωπος οφείλει να αγωνιστεί για τις επιθυμίες του. Κι ακριβώς επειδή είναι ελεύθερος γνωρίζει να τις εντάσσει μέσα στο πλαίσιο του μέτρου και της λογικής. Αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό, δεν είναι ελεύθερος. Είναι υποχείριο χιμαιρικών επιδιώξεων ή αχαλίνωτων παθών. Κατά κανόνα οδηγείται στη δυστυχία.
 
Η εντός πραγματικότητας βούληση (όχι δηλαδή η συνειδητή ονειροφαντασία) σχετίζεται περισσότερο με τον τελικό σκοπό των ενεργειών, ενώ η προαίρεση με τις επιμέρους ενέργειες που τίθενται στην υπηρεσία του τελικού σκοπού. Η βούληση θα υποδείξει την τελική επιθυμία να γίνει κάποιος γιατρός και η προαίρεση θα καθορίσει το αν θα σπουδάσει στο τάδε ή το δείνα πανεπιστήμιο. Το ότι κάποιος δε σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο της πρώτης του επιλογής για οικονομικούς (ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους) αλλά επιλέγει κάποιο άλλο, δε ματαιώνει τη βούληση (αφού πάλι θα γίνει γιατρός), αλλά προαιρείται (λόγω των συνθηκών) μια άλλη επιλογή που θα τον οδηγήσει στο στόχο του.
 
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «η προαίρεση δεν αναφέρεται στον τελικό σκοπό, αλλά μόνο στα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Παράδειγμα: Η υγεία δεν είναι για κανέναν ζήτημα προαίρεσης· ζητήματα προαίρεσης είναι όσα οδηγούν στην υγεία, το περπάτημα π.χ. και το τρέξιμο. Αντιθέτως, οι τελικοί σκοποί είναι ζήτημα βούλησης-θέλησης· την υγεία τη θέλουμε. Ώστε από τούτο φαίνεται πως άλλο η βούληση, άλλο η προαίρεση» (1189a 17.2-17.3).
 
Η περίπτωση του ανθρώπου που θέλει να γίνει γιατρός, αλλά αδυνατεί να το πετύχει λόγω οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων αποτελεί αποκλεισμό και φέρνει στο φως την παθολογία της πόλης που δε δίνει ίσες ευκαιρίες στους πολίτες. Η πόλη που αναπαράγει τέτοιου είδους κοινωνικούς αποκλεισμούς στην ουσία λειτουργεί καταπιεστικά και εν τέλει ζημιώνεται η ίδια, αφού στερώντας από κάποιους τη δυνατότητα να εκπληρώσουν αυτό που πράγματι επιθυμούν (κι έχουν τις δυνατότητες να πετύχουν) στην ουσία στερείται τις υπηρεσίες τους. Κι αυτό είναι πρωτίστως θέμα πολιτικό.

Η πολιτεία των ελεύθερων ανθρώπων πριν από όλα προσφέρει όλες τις ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες. Η επιλογή των πιο άξιων στις κατάλληλες θέσεις είναι το επόμενο στάδιο, γιατί, αν από θέση αρχής υπάρχουν αποκλεισμοί, τότε και η αξιοκρατία τίθεται με τρόπο σχετικό, καθώς δεν αφορά το σύνολο των πολιτών, αλλά το υποσύνολο των μη αποκλεισμένων. Κι όσο περισσότερο αυξάνονται οι αποκλεισμένοι, τόσο σχετικότερη γίνεται και η αξιοκρατία της πόλης.
 
Από την άλλη μεριά, εκείνος που διατείνεται ότι θέλει να γίνει γιατρός, αλλά δεν προτίθεται να κοπιάσει γι’ αυτό και δυσφορεί με τη μελέτη, προτάσσει τη δίχως λογική βούληση, αφού το επιθυμητό τίθεται σε επίπεδο ιδεατό κι όχι πραγματικό. Ένας τέτοιος άνθρωπος ή κινείται από τον παραλογισμό της παντελούς έλλειψης αυτογνωσίας (οπότε και θα υποστεί τη ματαίωση) ή δρα συμφεροντολογικά, αφού δεν είναι η αγάπη προς την επιστήμη που χαράσσει τη βούλησή του (δεν μπορεί κανείς να αγαπά μια επιστήμη όταν δε βρίσκει ευχαρίστηση στη μελέτη της), αλλά το κοινωνικό κύρος και τα πιθανά μελλοντικά έσοδα. Τοποθετώντας την προσπάθεια σε δεύτερη μοίρα αυτό που προέχει είναι η πραγμάτωση της αυθαίρετης βούλησης, δηλαδή να καταφέρει κάποιος να γίνει γιατρός, χωρίς να καταβάλλει τον απαιτούμενο μόχθο.
 
Σε τελική ανάλυση πρόκειται για προσπάθεια επίτευξης μιας παράλογης επιθυμίας, που, αν τελικά πραγματωθεί, αντιστρέφει τους όρους υποκαθιστώντας τον απαιτούμενο μόχθο με άλλου είδους πλάγιες μεθοδεύσεις. Μια τέτοια δυνατότητα, όχι μόνο θα φέρει στο προσκήνιο ανάξιους γιατρούς που θα προσφέρουν και τις ανάλογες βλαπτικές υπηρεσίες, αλλά θα ευτελίσει και την ίδια την έννοια της αξίας προτάσσοντας την επιβράβευση του ανάξιου. Κι αυτό είναι, επίσης, ζήτημα εξόχως πολιτικό.
 
Από αυτή την άποψη, αν ο πολίτης δεν μπορεί να βάλει όρια στις φιλοδοξίες του σύμφωνα με τις δυνατότητες και το μόχθο που προτίθεται να καταβάλει, οφείλει να του τα βάλει η πόλη. Η πόλη που προσφέρει τους μηχανισμούς για την εκπλήρωση τέτοιων φιλοδοξιών είναι η πόλη που επιβραβεύει την αφροσύνη της ολοκληρωτικής υπερτίμησης του εαυτού ή το θράσος της επισκίασης όλων των αξιοκρατικών θεσμών. Με δυο λόγια, είναι η πόλη που σε κάθε περίπτωση έχει απαξιώσει την αρετή. Κι αυτή είναι η απαρχή της υποβάθμισής της. Όσο περισσότερο στελεχώνεται από τέτοιους ανθρώπους τόσο περισσότερο υποβαθμίζεται.

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας τη διερεύνηση της προαίρεσης θα αναρωτηθεί: «Αφού, λοιπόν, η προαίρεση δεν είναι ούτε όρεξη ούτε βούληση, είναι άραγε το “με σκέψη” που εμπίπτει στην προαίρεση; Ή μήπως ούτε κι αυτό; Διότι πολλά είναι αυτά που σκεφτόμαστε και περνάνε από το μυαλό μας κάνοντας σκέψεις γι’ αυτά· μήπως συνεπάγεται, λοιπόν, πως όσα περνάνε από το μυαλό μας, αυτά τα προαιρούμαστε;» (1189a 17.4). Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Όχι βέβαια. Πολλές φορές κάνουμε σκέψεις για τα της Ινδίας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι επιλέγουμε και προτιμούμε κάτι από αυτά» (1189a 17.4).
 
Κατόπιν αυτού ο Αριστοτέλης θα συνοψίσει τα μέχρι τώρα δεδομένα της προαίρεσης ως εξής: «… η προαίρεση έχει να κάνει με τα αγαθά που οδηγούν στον τελικό στόχο και όχι με τον ίδιο τον τελικό στόχο· επίσης, με πράγματα ανθρωπίνως εφικτά· τέλος, η προαίρεση έχει να κάνει με περιπτώσεις που θέτουν το δίλημμα αν πρέπει να προκριθεί η μία ή η άλλη δυνατότητα. Κατά πρόδηλη συνέπεια, οφείλουμε πρώτα να επεξεργαστούμε τα σχετικά δεδομένα, να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε» (1189a 17.5).
 
Κι αφού είναι πλέον σαφή τα στοιχεία της προαίρεσης και έχει ξεκαθαριστεί ο διαχωρισμός της από την όρεξη, τη βούληση και τη σκέψη, αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι το κατά πόσο σχετίζεται με το εκούσιο μιας πράξης: «Αφού, λοιπόν, η προαίρεση είναι ένα είδος ορέξεως σχετικό με τη λήψη αποφάσεων, το εκούσιο δεν είναι υποχρεωτικά και προαιρετό. Διότι εκουσίως πράττουμε πολλά, πριν από οποιαδήποτε σκέψη και απόφαση· για παράδειγμα, καθόμαστε εκουσίως και σηκωνόμαστε και πολλά άλλα τέτοια, χωρίς όμως να το σκεφτούμε· αντιθέτως, όλες οι κατά προαίρεση πράξεις μας προϋποθέτουν σκέψη. Άρα δεν είναι το εκούσιο προαιρετό αλλά το προαιρετό εκούσιο· διότι, αν κάτι το σκεφτούμε, το αποφασίσουμε και το πράξουμε κατά την προαίρεσή μας, ακριβώς αυτό εκουσίως το πράττουμε» (1189a 17.6 και 1189b 17.7).

Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στο εκούσιο και το προαιρετό επιφέρει και τις λεπτές αποχρώσεις των πράξεων, που σε περίπτωση αδικήματος πρέπει να τις λάβει υπόψη του τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής: «κάποιοι λίγοι νομοθέτες φαίνεται ότι κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στο εκούσιο και το κατά προαίρεση· γι’ αυτό και ορίζουν μικρότερες ποινές για τις απλώς εκούσιες πράξεις απ’ ό,τι για τις κατά προαίρεση πράξεις» (1189b 17.7).
 
Το δεδομένο ότι το εκούσιο μπορεί να ταυτιστεί με την επιπολαιότητα ή την απερισκεψία δεν απαλλάσσει το δράστη από τις ευθύνες του, αλλά σίγουρα δρα ελαφρυντικά. Άλλο εκείνος που προκάλεσε ατύχημα από εκούσια πλην απερίσκεπτα επικίνδυνη οδήγηση κι άλλο η περίπτωση της προαίρεσης για τη δημιουργία του ατυχήματος. Ασφαλώς ο δεύτερος πρέπει να τιμωρηθεί περισσότερο από τον πρώτο –ασχέτως αν επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα– γιατί κατηγορείται για πράξη προμελετημένη, δηλαδή απολύτως συνειδητή.
 
Η προαίρεση εμπεριέχοντας και τη βούληση και τη σκέψη δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πράξη επιφέροντας και τις αντίστοιχες ευθύνες. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της τιμής. Άλλες τιμές αποδίδονται στην κατόπιν προαίρεσης πράξη κι άλλες στη δίχως προαίρεση (πλην εκούσια) που ενδέχεται να επέφερε κάτι καλό λόγω τύχης.
 
Η εκλογίκευση που επέρχεται από τη διαδικασία της προαίρεσης καθιστά την πράξη συνειδητή καταδεικνύοντας με καθαρότητα τις προθέσεις του ανθρώπου που ενεργεί. Η προαίρεση είναι αδύνατο να προσεγγιστεί ως κάτι ξέχωρο από την αιτιολόγηση: «Η προαίρεση έχει να κάνει με τις πράξεις· ακριβέστερα, με αυτά που είναι στο χέρι μας να πράξουμε ή να μην πράξουμε, και τούτο είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, και με τις πράξεις για τις οποίες μπορεί να υπάρξει αιτιολόγηση» (1189b 17.8-17.9).
 
Όμως, εδώ δε γίνεται λόγος για την αιτιολόγηση που θα επικαλεστεί κανείς όταν καταγίνεται με ένα επιστημονικό θέμα. Με άλλο τρόπο θα αιτιολογηθεί μια απόδειξη στη γεωμετρία και με άλλο μια πράξη. Οι πράξεις από θέση αρχής εμπεριέχουν το αστάθμητο, το απρόβλεπτο, το υποκειμενικό στοιχείο, με δυο λόγια τον ανθρώπινο παράγοντα κι όχι συγκεκριμένες κι άκαμπτες αρχές όπως συμβαίνει στο πεδίο των επιστημών: «στο πεδίο των πράξεων –με πράξεις έχει να κάνει η προαίρεση– δε συμβαίνει το ίδιο, διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες αρχές συγκεκριμένες και ορισμένες· αν ζητήσει κάποιος την αιτιολόγηση μιας πράξης, θα πάρει ως απάντηση “δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα” ή “αυτό ήταν το καλύτερο”. Οπότε σε τούτο το πλαίσιο, προτιμάει κανείς όσα του φαίνονται καλύτερα, και αρκείται σε αυτήν ακριβώς την αιτιολόγηση» (1189b 17.9).
 
Οι άκαμπτες αρχές των επιστημών εξασφαλίζουν την αναγνώριση του λάθους, αφού εν τέλει (ακόμη και σε βάθος χρόνου) θα καταδειχθεί η παρέκκλιση. Στην περίπτωση των πράξεων, όμως, η έλλειψη συγκεκριμένων αρχών κάνουν το σφάλμα δυσδιάκριτο, καθώς όλα υπόκεινται στο πλαίσιο της υποκειμενικότητας.
 
Ο Αριστοτέλης θα επανέλθει στην απαράβατη αρχή της μεσότητας: «Σφάλλουμε στις πράξεις και στις αρετές ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Στην περίπτωση της αρετής: στοχεύοντας στην αρετή, σφάλλουμε στους δύο δρόμους που από τη φύση σχετίζονται με αυτήν· διότι το σφάλμα συναντάται είτε στην έλλειψη είτε στην υπερβολή, και στο καθένα από τούτα τα δύο μάς ωθούν η ηδονή και η λύπη {ευχαρίστηση-δυσαρέσκεια}: εξαιτίας της ηδονής πράττουμε το κακό, ενώ εξαιτίας της λύπης αποφεύγουμε το καλό» (1189b 17.11).

Μοιραία, το ζήτημα επιστρέφει στη βούληση (και κατ’ επέκταση στην προαίρεση), που ασφαλώς καθορίζεται από την ευχαρίστηση, αφού είναι αδύνατο να επιθυμεί κανείς αυτά που τον δυσαρεστούν. Η δεδομένη ασάφεια της αιτιολόγησης των πράξεων που στηρίζεται σε κριτήρια υποκειμενικά (δεν πρόκειται για γεωμετρία) και το δυσδιάκριτο της μεσότητας που προϋποθέτει και τη λογική και την αυτογνωσία, καθιστούν την κρίση ακόμη πιο δύσκολη, καθώς ο καθένας μπορεί να ξεχειλώσει τις έννοιες προτάσσοντας το δίκιο των πράξεών του. Ακόμη και ο άδικος θα μπορούσε να διεκδικήσει δίκιο, αν τα κοινωνικά πρότυπα που τον περιβάλλουν προάγουν αυτή τη συμπεριφορά.
 
Αναγκαστικά επιστρέφουμε στην κοινωνική διάσταση της αρετής που όχι μόνο δημιουργεί πρότυπα, αλλά διαμορφώνει ακόμη και τον τρόπο που μπορεί κανείς να αντλήσει ευχαρίστηση. Η στρεβλή πόλη που επιτρέπει στον ανάξιο να εισπράττει την ευχαρίστηση των τιμών και των υψηλών αμοιβών (που δεν αξίζει) εκμηδενίζει κάθε έννοια μεσότητας, καθώς η αυθαιρεσία γίνεται νόμος.
 
Σε αυτές τις συνθήκες όλες οι αξίες αναποδογυρίζουν. Ο επιτήδειος περνιέται για έξυπνος, ο αδίστακτος για ανδρείος, ο ευσυνείδητος για αφελής και ο αδαής για ειδήμων. Σε μια τέτοια πόλη ο πραγματικά άξιος είναι αδύνατο να προχωρήσει. Θα εκτοπιστεί από εκείνους που ξέρουν να ελίσσονται σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών.
 
Η ηθική αρετή είναι αδύνατο να αποκοπεί από την πολιτική της διάσταση. Η πόλη που αποποιείται την ηθική αρετή και τη δικαιοσύνη δεν έχει άλλη επιλογή από την κυριαρχία των ανάξιων, των καιροσκόπων, των λαϊκιστών και της ευτέλειας που εν τέλει θα την εκμηδενίσει.
 
Η κοινή παραδοχή ότι ο ενάρετος άνθρωπος πρέπει να αποτελεί κοινωνικό πρότυπο καταδεικνύει εκ νέου ότι η πραγμάτωση της αρετής αποτελεί πολιτική πράξη. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης θέτει την πολιτική φιλοσοφία ως φυσική συνέχεια της ηθικής. Γιατί το ένα προϋποθέτει κι ενισχύει το άλλο. Η απαξίωση της αρετής που ανοίγει το δρόμο στον ανάξιο δεν είναι τίποτε άλλο από την απαξίωση της πόλης στο σύνολό της. Το μέλλον μιας τέτοιας πόλης δεν μπορεί να είναι ευοίωνο.
 
Αριστοτέλης, Μεγάλα Ηθικά

Κοινωνικά δίκτυα και σεξουαλικοποίηση των νέων

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο οι άνθρωποι πραγματεύονται πλήθος ζητημάτων, όπως η σεξουαλικότητα, μεταχειριζόμενοι παλαιά και νέα μέσα (Greenfield & Yan, 2006). Μέσα σε αυτό τo διαδικτυακό περιβάλλον αναπτύχθηκαν τα κοινωνικά δίκτυα, που εμφανίστηκαν πρώτη φορά το 1995 (Τζαβέλα & Τσίτσικα, 2014), έχουν πια επεκταθεί και σε αυτά έχει πρόσβαση η πλειονότητα των πολιτών των αναπτυγμένων χωρών, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Δυναμική παρουσία στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν οι νέοι και οι έφηβοι, των οποίων τα προφίλ που διατηρούν σε αυτές, παίζουν σημαντικό ρόλο στην κοινωνική και σεξουαλική τους ζωή (Pascoe, 2011). Ειδικότερα για τους έφηβους, σύμφωνα με τους Jones & Fox (2009) μέχρι και το 2008 το 93% των ατόμων ηλικίας 12-17 ετών διατηρούσαν προσωπικό λογαριασμό στα κοινωνικά δίκτυα, που τους έδωσε τη δυνατότητα να μιλούν διαδικτυακά με τηλεφωνικές κλήσεις, με βιντεοκλήσεις και με ανταλλαγή μηνυμάτων.

Στην Ευρώπη δε, το ποσοστό αυτό, για παιδιά ηλικίας 9-16 ετών άγγιξε το 59% (Τζαβέλα & Τσίτσικα, 2014). Η πλειονότητα των εφήβων που συνομιλούν στο διαδίκτυο συζητούν για ζητήματα προσωπικά και αναζητούν ερωτικούς συντρόφους, δηλαδή αναπτύσσουν την σεξουαλικότητά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λίγες οι φορές που οι έφηβοι αδιαφορούν για την πραγματική ταυτότητα των συνομιλητών τους, εστιάζοντας στην ανάγκη τους για επικοινωνία, αποδοχή και συντροφικότητα, σε ένα περιβάλλον που μπορεί να αποβεί εχθρικό, ειδικά για την σεξουαλικοποίηση των έφηβων κοριτσιών, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι όταν λέμε σεξουαλικοποίηση εννοούμε πως συμβαίνει σύμφωνα με το American Psychological Association (APA) 2007 Report, όταν η αξία ενός ατόμου προέρχεται μόνο από την σεξουαλική επιρροή ή συμπεριφορά, με την εξαίρεση των άλλων χαρακτηριστικών καθώς επίσης και όταν ένα πρόσωπο συγκρίνεται με ένα πρότυπο που εξισώνει τη σωματική ελκυστικότητα (στενή έννοια) με το να είναι σέξι.

Έτσι, ένα άτομο σεξουαλικά αντικειμενοποιείται - δηλαδή μετατρέπεται σε ένα πράγμα για σεξουαλική χρήση των άλλων, αντί να θεωρηθεί ως ένα άτομο με ικανότητα για ανεξάρτητη δράση και λήψη αποφάσεων. Τέλος συντελείται επίσης όταν η σεξουαλικότητα, ανάρμοστα, επιβάλλεται σε κάποιο πρόσωπο.

Η επίδραση των κοινωνικών δικτύων στην σεξουαλικοποίηση των εφήβων


Οι λόγοι για τους οποίους οι έφηβοι αποφασίζουν να γίνουν μέλη της κοινότητας των κοινωνικών δικτύων ποικίλουν. Καταρχάς, πρόκειται για την ηλικιακή ομάδα στην οποία συμβαίνουν βιολογικές αλλαγές, τόσο στην εμφάνιση όσο και την λειτουργία του σώματός τους - η δεύτερη παρατήρηση αφορά κυρίως τα κορίτσια - που με τη σειρά τους πυροδοτούν ερωτήματα γύρω από τη σεξουαλικότητα, την σχέση τους με το αντίθετο φύλο (Suzuki & Calzo, 2004) αλλά και τη διαμόρφωση της προσωπικής τους ταυτότητας (Wartella, Vanderwater, & Rideout, 2005).

Οι κυριότεροι αναλύονται στην επιθυμία τους να επικοινωνήσουν με τους συνομηλίκους τους, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συμμόρφωσης με τις τάσεις που επικρατούν τη δεδομένη στιγμή στο κομμάτι της επικοινωνίας, μέσω ενός πολιτισμικού εργαλείου που παρέχει πολυάριθμες επιλογές. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο, ότι τα κοινωνικά δίκτυα ανοίγουν διόδους αλληλεπίδρασης με το αντίθετο φύλο (Hayman, 2016), γεγονός που είναι πιθανό να μην πραγματοποιούνταν υπό άλλες συνθήκες. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν και ως μέσο ενημέρωσης για τους εφήβους, που δέχονται ερεθίσματα από τις δημοσιεύσεις που λαμβάνουν χώρα στο εικονικό αυτό περιβάλλον και ανταλλάσουν απόψεις και επιχειρήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, πρέπει να τονίσουμε ότι ο κύριος λόγος της εμπλοκής των εφήβων στα κοινωνικά δίκτυα είναι η κοινωνικοποίησή τους (Roberts, Foehr & Rideout, 2005).

Η διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν είναι έντονη. Σε αυτό συνάδουν έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί και υποστηρίζουν ότι τη δεκαετία του 1990 το διαδίκτυο είχε ψυχαγωγικό ρόλο, ενώ σήμερα έχει εξελιχθεί σε μηχανή αναζήτησης διαπροσωπικής επικοινωνίας και ερωτικής επαφής (Valkenburg, & Peter, 2007).

Η σημασία που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τους εφήβους φαίνεται από το γεγονός ότι πέραν του ύπνου, η ενασχόληση τους με αυτά, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου των παιδιών εκτός σχολείου, με τους νέους να χρησιμοποιούν τις αγαπημένες τους εφαρμογές περισσότερες από δέκα φορές μέσα στη μέρα (O’Keeffe & Clarke-Pearson, 2011). Υπό αυτές τις συνθήκες είναι βέβαιο, ότι η σεξουαλικοποίηση των εφήβων επηρεάζεται από τη συμμετοχή τους στα κοινωνικά δίκτυα, τόσο με θετικούς όσο και με αρνητικούς τρόπους. Οι αρνητικές επιδράσεις είναι εκείνες που όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, επηρεάζουν κατά πολύ τα κορίτσια και λιγότερο τα αγόρια. Ίσως να ήταν αυτό το πλαίσιο στο οποίο τέθηκε το ζήτημα της ανησυχίας για τη νεανική σεξουαλικότητα ως προσωπικό και κοινωνικό πρόβλημα που πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο (Pascoe, 2011).

Μελέτες για την επίδραση των κοινωνικών δικτύων στην σεξουαλικοποίηση κατά την εφηβική ηλικία


Οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί γύρω από το ζήτημα της σεξουαλικοποίησης των εφήβων είναι πολυάριθμες. Όσον αφορά τη σύνδεση της σεξουαλικοποίησης με τα κοινωνικά δίκτυα, σε μία από τις νεότερες μελέτες, αποδείχθηκε ότι είναι σύνηθες νεαρά αγόρια και κορίτσια να κάνουν αναρτήσεις σχετικά με τον έρωτα, οι οποίες συνοδεύονται από δημοφιλή τραγούδια ή αποφθέγματα που θα τους βοηθήσουν να κερδίσουν σε κοινό και προβολές, και κατά συνέπεια θα αυξήσουν τις πιθανότητες προσέλκυσης του αντίθετου φύλου (De Ridder, 2017). Το γεγονός αυτό, αν και παράξενο, σχετίζεται με τη δημοτικότητα που θέλουν να αποκτήσουν οι έφηβοι στα κοινωνικά δίκτυα, η οποία είναι πιθανό τους εξασφαλίσει καλύτερες πιθανότητες εύρεσης συντρόφου. Η πρακτική αυτή μοιάζει απλή, κυρίως γιατί δεν απορρέουν από αυτή αρνητικές συνέπειες.

Πιο πολύπλοκη αποδεικνύεται η δημοσίευση φωτογραφιών, αφού σύμφωνα με την Nancy Jo Sales, τα κορίτσια αναγκάζονται ορισμένες φορές να μπουν στη διαδικασία ενός άτυπου ανταγωνισμού σχετικά με την δημοσίευση φωτογραφιών που είναι αρκετά «σέξι» για να αποσπάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα «λάικς» υποτιμώντας ακόμα και τις συνομήλικές τους. Η συγγραφέας του βιβλίου American Girls: Social Media and the Secret Lives of Teenagers που εκδόθηκε το 2016 διεξήγαγε συνεντεύξεις με περισσότερες από 200 έφηβες οι οποίες υποστήριξαν στην πλειονότητά τους ότι τα κοινωνικά δίκτυα συχνά επικροτούν μια κουλτούρα σεξισμού και μισογυνισμού (Ng, 2016).

Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι οι φωτογραφίες των κοριτσιών λειτουργούν ως δαμόκλειος σπάθη, αφού δεν είναι δύσκολο να επηρεάσουν αρνητικά τη φήμη τους και να χαρακτηριστούν τα ίδια ως «πολύ σέξι» ή «πολύ χυδαίες» (De Ridder, 2017). Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί γίνονται από τα συνομήλικα κορίτσια, ενώ τα αγόρια είναι συνήθως πολύ θετικά απέναντι στην σεξουαλικοποίηση των κοριτσιών (Ng, 2016). Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάλι με την ίδια, τα κορίτσια πιέζονταν να στείλουν γυμνές φωτογραφίες τους, μέσω των εφαρμογών των κοινωνικών δικτύων, σε συνομηλίκους τους που έπρατταν το ίδιο χωρίς να ζητήσουν την άδειά τους. Η άρνησή τους να εκπληρώσουν τις επιθυμίες των αγοριών, είχε ως αποτέλεσμα την συκοφάντησή τους, στη συνέχεια, από τους ίδιους (Ng, 2016). Το ζήτημα της κατοχής φωτογραφιών γυμνών κοριτσιών - που αποστέλλονται συνήθως στο πλαίσιο του sexting, δηλαδή της ανταλλαγής ερωτικών μηνυμάτων μέσω των εφαρμογών των κοινωνικών δικτύων συνήθως - έχει απασχολήσει πολύ την επιστημονική κοινότητα, δεδομένου ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι φωτογραφίες ζητούνται από αγόρια μεγαλύτερα σε ηλικία και ενέχει ξανά ο κίνδυνος στιγματισμού των κοριτσιών που τις αποστέλλουν (Angelides,2013).

Ακόμη, σύμφωνα με τον Κωνσταντινίδη (2016), το τίμημα της ολοκλήρωσης των σεξουαλικών σχέσεων είναι βαρύτερο για τα κορίτσια, αφού βλέπουν μείωση των διαδικτυακών τους φίλων ενώ αντιθέτως, ο αριθμός των φίλων τους παρουσιάζει αύξηση όταν οι σχέσεις δεν ολοκληρώνονται. Στον αντίποδα, βρίσκονται τα αγόρια αφού οι διαδικτυακοί τους φίλοι αυξάνονται όταν ολοκληρώνονται οι σχέσεις τους και μειώνονται όταν ακόμα δεν έχουν προχωρήσει σε αυτές. Συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι η δημοτικότητα και η φήμη, όταν συνδέονται με την σεξουαλικότητα των νέων στο διαδίκτυο, μπορούν να νοηθούν ως μηχανισμοί ελέγχου, που βασίζονται στα ίδια πρότυπα και για τα δύο γένη που άλλοτε απορρίπτουν και άλλοτε αποδέχονται ορισμένες πρακτικές που χαρακτηρίζονται ως αισθησιακές (De Ridder, 2017).

Παρατηρεί κανείς ότι επικρατούν κάποια κοινωνικά στερεότυπα ακόμα και σε αυτές τις ηλικίες, που έχουν να κάνουν με την αρρενωπότητα των αγοριών και επιβάλλεται από άτομα του ίδιου φύλου κυρίως, και την αρμόζουσα σεξουαλική συμπεριφορά των κοριτσιών που διαμορφώνεται τόσο από τα αγόρια όσο και από τα κορίτσια. Τις επικρατούσες συνθήκες επιδεινώνει η στάση των κοριτσιών που δεν αντιδρούν στη συμπεριφορά των αγοριών αλλά αποδέχονται τις πρακτικές τους, αφού προσδοκούν ότι μέσω της αποδοχής θα κερδίσουν σε δημοτικότητα, δηλαδή σε κοινωνική αποδοχή και κατ’ επέκταση και σε σεξουαλικό επίπεδο. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο οι έφηβοι αντιλαμβάνονται την σεξουαλικότητα των συνομήλικων τους ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την σεξουαλική τους προσαρμογή αργότερα (Κωνσταντινίδης, 2016).

Θα ήταν αβάσιμο όμως να σταθούμε μόνο στις αρνητικές πτυχές που έχουν τα κοινωνικά δίκτυα στην σεξουαλικοποίηση των νέων και των εφήβων. Είναι γεγονός ότι μέσω των κοινωνικών δικτύων, οι έφηβοι και οι νέοι αναπτύσσουν τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες και τους δίνεται η ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν με άτομα που βρίσκονται ακόμα και μακριά. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι έφηβοι που αντιμετωπίζουν προβλήματα γύρω από τη σεξουαλική τους ταυτότητα, προχωρούν σε αναζήτηση συνομήλικων τους που βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται μέλη μιας κοινότητας και αποβάλλουν πιο εύκολα το συναίσθημα της μοναξιάς που βιώνουν, βελτιώνουν την αυτοπεποίθησή τους και αισθάνονται ασφαλείς όσον αφορά την σεξουαλικότητά τους, έχοντας πλέον τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε μια ομαλή διαδικασία σεξουαλικοποίησης (Uhls, Ellison & Subrahmanyam, 2017).

Η στερεοτυπική εικόνα για τη θέση της γυναίκας στα κοινωνικά δίκτυα


Η σεξουαλικοποίηση, σύμφωνα με όσα καταγράφηκαν παραπάνω, είναι μια διαδικασία που είναι δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά τις νέες και τις έφηβες κοπέλες παρά τους άρρενες νέους και εφήβους. Η στερεοτυπική εικόνα για τη θέση της γυναίκας, που πρέπει να είναι συντηρητική, φαίνεται ότι και εδώ είναι αρκετά ισχυρή. Αρνητικές πτυχές της χρήσης τους διαδικτύου είχαν τονιστεί και παλαιότερα από ερευνητές που υποστήριζαν ότι αυτοί που περνούν πολλές ώρες μπροστά από έναν υπολογιστή, είναι πιθανό να αναπτύξουν καταθλιπτικά συναισθήματα, να εγκλωβιστούν στο εικονικό διαδικτυακό περιβάλλον και να απομονωθούν από τον κοινωνικό τους περίγυρο (Sparks, 2005). Ωστόσο, υπάρχουν έρευνες που φαίνεται να αντικρούουν αυτά τα ευρήματα, επισημαίνοντας τις θετικές παραμέτρους που έχει η ενεργή εμπλοκή των νέων στο διαδίκτυο. Όσον αφορά τα κοινωνικά δίκτυα, ο χρόνος που αφιερώνουν νέοι και έφηβοι σε αυτά επικουρεί στην άμβλυνση των συναισθημάτων απομόνωσης που ενδέχεται να αισθάνονται για διάφορους λόγους και προωθεί τη σύνδεσή τους με άλλα άτομα (Suzuki & Calzo, 2004).

Είναι εύλογο, ότι έτσι δημιουργούνται περισσότερο ευνοϊκές συνθήκες για τη διερεύνηση των ερωτημάτων που εγείρονται σε νέους και εφήβους γύρω από σημαντικά θέματα, όπως το πώς να αντιμετωπίσουν την σεξουαλικότητά τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προειδοποιούνται με κάποιο τρόπο πώς να αποφύγουν την αρνητικότητα που ενδέχεται να προκύψει μέσα από τη συμμετοχή τους στα κοινωνικά δίκτυα και την σεξουαλικοποίηση τους. Ωστόσο χρήσιμο είναι να αναφέρουμε ότι κατά τον Λιότζη (2016), διαπιστώνεται αύξηση του σεξισμού, λιγότερα κορίτσια ακολουθούν σταδιοδρομία στον τομέα της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής, και τα μαθηματικά και έχουμε αυξημένα ποσοστά σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, καθώς επίσης και αυξημένη ζήτηση της παιδικής πορνογραφίας.

Η αναγνώριση των γνωστικών διαστρεβλώσεων (ή λαθών)

Η Γνωστική Θεραπεία αναπτύχθηκε από τον Aaron T. Beck στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια στις αρχές του 1960 ως μια δομημένη βραχεία και προσανατολισμένη στο παρόν ψυχοθεραπεία για την κατάθλιψη, με στόχο την επίλυση των τρεχόντων προβλημάτων και την τροποποίηση του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς. Έκτοτε ο Beck καθώς και πολλοί άλλοι έχουν προσαρμόσει με επιτυχία τη θεωρία αυτή σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό ψυχιατρικών διαταραχών και πληθυσμών.

Οι προσαρμογές αυτές έχουν αλλάξει την εστίαση, τις τεχνικές και τη διάρκεια της θεραπεία, αλλά οι θεωρητικές βάσεις για την εφαρμογή της γνωστικής θεραπείας έχουν παραμείνει σταθερές. Εν συντομία, το γνωστικό μοντέλο προτείνει ότι οι διαστρεβλωμένες ή δυσλειτουργικές σκέψεις (οι οποίες επηρεάζουν τη διάθεση και τη συμπεριφορά του ασθενούς) είναι κοινές σε όλα τα ψυχολογικά προβλήματα. Η ρεαλιστική αξιολόγηση και η τροποποίηση των σκέψεων αυτών έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της διάθεσης και της συμπεριφοράς. Τέλος, η σταθερή βελτίωση προκύπτει από την τροποποίηση των υποκειμένων δυσλειτουργικών πεποιθήσεων.

Χαρακτηριστικά λάθη στη σκέψη περιλαμβάνουν:
  1. Σκέψη του όλα ή τίποτα (ή σκέψεις μαύρου-άσπρου ή πολωμένος ή διχοτόμος τρόπος σκέψης ) Βλέπεις μια κατάσταση σε δυο μόνο κατηγορίες και όχι ως ένα συνεχές.
  2. Καταστροφολογία (ή πρόβλεψη του μέλλοντος) Προβλέπεις το μέλλον αρνητικά, χωρίς να λαμβάνεις υπόψη άλλα, πιο πιθανά αποτελέσματα.
  3. Απόρριψη (ή ακύρωση) του θετικού. Πιστεύεις αδικαιολόγητα, ότι οι θετικές εμπειρίες, πράξεις και ικανότητες δε μετράνε.
  4. Συναισθηματική λογική: Σκέφτεσαι ότι κάτι πρέπει να είναι αληθινό επειδή το ¨νοιώθεις¨ (στην πραγματικότητα το πιστεύεις) τόσο έντονα, αγνοώντας ή ακυρώνοντας τις ενδείξεις που υποστηρίζουν το αντίθετο.
  5. Ετικετοποίηση: Βάζεις απόλυτες και γενικές ετικέτες στον εαυτό σου ή στους άλλους, χωρίς να υπολογίζεις πως οι ενδείξεις μπορεί λογικά να οδηγούν σε λιγότερο καταστροφικά συμπεράσματα.
  6. Μεγέθυνση/σμίκρυνση: Όταν αξιολογείς τον εαυτό σου, κάποιο άλλο άτομο ή μια κατάσταση, μεγεθύνεις αδικαιολόγητα τα αρνητικά και /ή σμικρύνεις τα θετικά.
  7. Ψυχικό φίλτρο ( ή επιλεκτική αφαίρεση ): Δίνεις υπερβολική σημασία σε μια αρνητική λεπτομέρεια, αγνοώντας τη συνολική εικόνα.
  8. Το διάβασμα της σκέψης: Πιστεύεις ότι γνωρίζεις τι σκέφτονται οι άλλοι, αποτυγχάνοντας να δεις άλλες, περισσότερο πιθανές εναλλακτικές υποθέσεις.
  9. Υπεργενίκευση: Καταλήγεις σε ένα αρνητικό συμπέρασμα που πηγαίνει πολύ πέρα από τη συγκεκριμένη κατάσταση.
  10. Προσωποποίηση: Πιστεύεις ότι οι άλλοι συμπεριφέρονται αρνητικά εξαιτίας σου, χωρίς να σκέφτεσαι περισσότερο εύλογες εξηγήσεις για τη συμπεριφορά τους.
  11. Προτάσεις του ¨πρέπει¨ (ή προστακτικές). Έχεις μια συγκεκριμένη και άκαμπτη ιδέα για το πώς πρέπει εσύ ή οι άλλοι να φέρονται και υπερεκτιμάς το πόσο κακό είναι να μην εκπληρώνονται αυτές οι προσδοκίες.
  12. Σωληνοειδής όραση: Βλέπεις μόνο τις αρνητικές πλευρές μιας κατάστασης.
 
Το γνωστικό μοντέλο δηλώνει ότι η ερμηνεία μιας κατάστασης (παρά η κατάσταση καθαυτή), που συχνά εκφράζεται με αυτόματες σκέψεις, επηρεάζει τα συνακόλουθα συναισθήματά μας, τη συμπεριφορά μας και τη σωματικής μας απάντηση.
 
Φυσικά, κάποια συγκεκριμένα γεγονότα μπορούν να αναστατώσουν σχεδόν τον καθένα , π.χ. μια προσωπική επίθεση, απόρριψη ή αποτυχία. Άνθρωποι με ψυχολογικές διαταραχές όμως συχνά παρερμηνεύουν ουδέτερες ή ακόμη και θετικές καταστάσεις και με αυτό τον τρόπο οι αυτόματες σκέψεις τους είναι μεροληπτικές (προκατειλημμένες).  Η κριτική εξέταση των σκέψεών τους και η διόρθωση των σφαλμάτων στον τρόπο που σκέφτονται έχει συχνά σαν αποτέλεσμα να νοιώσουν καλύτερα.

Μπαλζάκ: Η ζωή είναι μια τραγωδία για αυτούς που την παρατηρούν αλλά μια κωμωδία για αυτούς που τη ζουν

Ευχαριστώ. Τι ωραία λέξη. Τόσο μικρή αλλά και τόσο μεγάλη ταυτόχρονα. Γεμάτη συναισθήματα, όνειρα και επιθυμίες. Και εμπλουτισμένη με την Συγνώμη, αυτή την Συγχώρεση που λυτρώνει και μεταμορφώνει την ύπαρξή μας.

Να λες Ευχαριστώ λοιπόν, στη ζωή και να προχωράς παρακάτω. Ευχαριστώ, που κάθε πρωί μπορείς να ξυπνάς και να αντικρίζεις τον κόσμο και το φως του ήλιου.

Ευχαριστώ, που έχεις δίπλα σου την οικογένειά σου ενώ κάποιοι άλλοι πασχίζουν να πιαστούν από κάπου για να την βρουν. Ανθρώπους που σε στηρίζουν και σε πάνε ένα βήμα παρακάτω.

Ευχαριστώ, που μπορείς και γελάς και ομορφαίνεις τον εαυτό σου και τον κόσμο γύρω σου. Ξέρεις πόση θλίψη υπάρχει γύρω; Τι κατάθλιψη επικρατεί;

Ευχαριστώ, που έχεις φίλους και μπορείς και επικοινωνείς μαζί τους. Μπορεί να μην είναι εκείνο που περίμενες αλλά αυτό που στη δεδομένη στιγμή έχεις ανάγκη. Μην είσαι αχάριστος. Να τους εκτιμάς και να γεμίζετε τις στιγμές σας.

Ευχαριστώ, που μπορείς και μιλάς με ευγένεια, σε ένα κόσμο που η υποκρισία και το ψέμα μας μαστίζει. Είναι ωραίο να λες καλές κουβέντες. Είναι αναγκαίο να είσαι χαρούμενος.

Ευχαριστώ, που έχεις υγεία. Που είσαι ζωντανός, αρτιμελής με διάθεση και ενέργεια. Ξέρεις πόσοι γύρω σου παλεύουν για αυτήν; Που παρακαλούν για μια μέρα ζωής ακόμα;

Ευχαριστώ, που έχεις μια δουλειά που αγαπάς. Που επέλεξες να ακολουθήσεις την καρδιά σου και όχι την επιθυμία κάποιου άλλου. Διότι, πολλοί ανάμεσά μας, δεν τολμούν να ονειρευτούν. Φοβούνται και αλλάζουν δρόμο.

Ευχαριστώ, που μπορείς και ελπίζεις και πιστεύεις συγχρόνως. Η αισιοδοξία είναι αναγκαία σήμερα. Η λύπη και η κακομοιριά δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν. Και η πίστη σε σώζει. Σου δίνει την δύναμη να συνεχίζεις και να παλεύεις.

Ευχαριστώ, που επιλέγεις να βρεις έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει, σε σέβεται και μοιράζεστε ωραίες πλευρές της ζωής. Οι άδειες αγκαλιές είναι για φθηνά σώματα.

Ευχαριστώ, που νιώθεις και δίνεις συναισθήματα. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι ζουν με απάθεια; Που δεν μπορούν να ερωτευτούν, να αγαπήσουν και να ζήσουν όμορφα; Γι’ αυτό σου λέω, να λες Ευχαριστώ στην ζωή και να προχωράς παρακάτω. Μπορεί να χρειαστεί να μηδενίσεις το κοντέρ αλλά πίστεψέ με αξίζει τον κόπο.

Να βαδίζεις μπροστά και να μη ζητάς ποτέ το ίδιο. Για το διαφορετικό ζούμε και με αυτό πρέπει να πορευτούμε. Και όπως είχε πει και ο αγαπημένος μου, Honoré de Balzac:

«La vie est une tragédie pour ceux qui l’ observent mais une comédie pour ceux qui la vivent»
( Η ζωή είναι μια τραγωδία για αυτούς που την παρατηρούν αλλά μια κωμωδία για αυτούς που τη ζουν)

Η Χρυσή Σκιά: Ο καταπιεσμένος χρυσός που κρύβεται μέσα στο σκοτάδι μας

Οι περισσότεροι από εμάς είναι εξοικειωμένοι με το αρχέτυπο της Σκοτεινής Σκιάς: την καταπιεσμένη πλευρά που βρίσκεται μέσα μας. Αλλά πιθανότατα δεν είμαστε εξοικειωμένοι με το αρχέτυπο της Χρυσής Σκιάς: τον καταπιεσμένο χρυσό που κρύβεται μέσα στο σκοτάδι μας.

Η χρυσή σκιά συμβολίζει το κρατημένο θάρρος, τα κρυμμένα ταλέντα, το καταπιεσμένο πάθος και την πνιγμένη δημιουργικότητα. Είναι οι ανεκπλήρωτες δυνατότητες που οι άνθρωποι συχνά δεν μπορούν να δουν ή να αναπτύξουν εξαιτίας του φόβου ή επειδή δεν ρισκάρουν.

Στο πνεύμα του να γίνετε ένας ισορροπημένος και ολοκληρωμένος άνθρωπος και πιο αυθεντικοί στην δέσμευση σας με τον εαυτό σας και με τους άλλους, το να είστε περίεργοι για το σκοτάδι μέσα σας είναι ένας βαθύτερος τρόπος για να ανακαλύψετε τον κρυμμένο σας χρυσό.
Κάνοντας το σκοτάδι συνειδητό

«Η υπερβολική πτυχή των ζώων στρεβλώνει τον πολιτισμό, ο υπερβολικός πολιτισμός αρρωσταίνει τα ζώα» –Γιουνγκ

Η σκιά είναι μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου. Όλοι έχουμε μια και όλοι έχουμε μια σκοτεινή πλευρά. Ήταν απαραίτητο να καταπιεστούν συγκεκριμένες πτυχές της ζωώδης φύσης μας όταν αναπτυσσόμασταν.

Προκειμένου να είμαστε πολιτισμένοι και ένα υγιές και λειτουργικό μέλος της κοινωνίας ήταν ένα σημαντικό και υγιές πράγμα να μετριάσουμε την άγρια φύση μας, την ασυγκράτητη φρενίτιδα, την βία, τον απερίσκεπτο αυθορμητισμό μας και να είμαστε πειθαρχημένοι.

Αυτά έγιναν το καταπιεσμένο σκοτάδι μας, η σκιά μας. Το να κάνουμε συνειδητό το σκοτάδι μας είναι μια τέχνη. Είναι μια επισφαλής προσπάθεια, ένα επικίνδυνο και λεπτό εγχείρημα. Αλλά καμία άλλη πρακτική δεν είναι πιο ζωτικής σημασίας για την ανθρωπότητα. Κανένα άλλο καθήκον δεν είναι τόσο κρίσιμο για την επίτευξη της ισορροπίας και της ολοκλήρωσης.

Όπως είχε πει και ο Γιούνγκ «Κάποιος δεν διαφωτίζεται με το να φαντάζεται μορφές φωτός αλλά κάνοντας το σκοτάδι συνειδητό».

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σκιά είναι αρχέγονη. Είναι άγρια και διαισθητική. Όταν είμαστε νέοι είναι απαραίτητο να την καταπιέσουμε για να πειθαρχήσουμε. Όταν ωριμάζουμε, είναι σημαντικό να την ενσωματώσουμε για να πετύχουμε την διαφώτιση.

Πρέπει να συμφιλιωθούμε ώστε να μην εξαπλωθεί και να μας δηλητηριάσει. Αν απλώς αγνοήσουμε την σκιά, θα γίνει ισχυρότερη, πιο σκοτεινή και πιο θυμωμένη. Θα γίνει δαιμονική και αυταρχική, σε βαθμό που τελικά θα μας έχει ως μαριονέτες κάτω από ένα σκοτεινό και ανελέητο σύννεφο.

Χρειάζεται έντονο θάρρος για να αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι μας και απαιτούνται σκληρές αμφισβητήσεις για να ξεπεράσουμε τις άνετες «απαντήσεις» με τις οποίες έχουμε συμβιβαστεί. Πρέπει να γίνουμε ευαίσθητοι για να ξεπεράσουμε την άκαμπτη αναισθησία με την οποία είμαστε «ασφαλείς».

Αλλά τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το να κάνουμε το σκοτάδι μας συνειδητό, ειδικά όταν ο στόχος μας είναι η υγιής ολοκλήρωση, η ολότητα, η ισορροπία και η φώτιση.
Ανακαλύπτοντας τον χρυσό

«Οι ήρωες προορίζονται να σφυρηλατούνται χρυσοί από την φωτιά» –Νικίτα Γκιλλ

Μόλις κάνουμε το σκοτάδι συνειδητό, μπορούμε να αρχίσουμε το σημαντικό έργο της ανακάλυψης. Αλλά δεν θα είναι εύκολο. Το μόνο πιο δύσκολο από το να βρούμε το χρυσό στο σκοτάδι είναι να κάνουμε το σκοτάδι συνειδητό.

Και αυτό γιατί η σκιά μας είναι ταραγμένη και άγρια. Είναι ένα καμίνι με λιωμένη ενέργεια όπου όλος ο καταπιεσμένος μας θυμός, η θλίψη, η ντροπή, η ενοχή και η άγρια κατάσταση μας βράζουν σε μια μανιασμένη φρενίτιδα.

Το να ανακαλύψουμε τον χρυσό σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι για την αδύναμη καρδιά. Μια καλή στρατηγική είναι να αξιοποιήσουμε την αρχέτυπη δύναμη του Φοίνικα ( την προσωποποιημένη διαδικασία ζωής-θανάτου-αναγέννησης). Φέρνοντας αντιμέτωπο ένα αρχέτυπο (Φοίνικας) με ένα άλλο (Σκιά) γινόμαστε πιο θαρραλέοι και πιο προσαρμόσιμοι όταν αντιμετωπίζουμε την φωτιά και είναι πιο πιθανό να κερδίσουμε την ανθεκτικότητα της αναγέννησης.

Εύκολο να το λες παρά να το κάνεις βέβαια, αλλά η ανακάλυψη του χρυσού αξίζει τον κόπο. Γι' αυτόν τον τύπο χρυσού ενισχύεται η εμπιστοσύνη και το θάρρος μας. Αυτός ο τύπος χρυσού υποστηρίζει την αυτοεκτίμηση μας. Μας κάνει πιο ανθεκτικούς, πιο ευρηματικούς και πιο πνευματικά ισχυρούς. Αποκαλύπτει κρυμμένα ταλέντα, καταπιεσμένο πάθος και την πνιγμένη δημιουργικότητα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι για να αποκτήσουμε το θάρρος που χρειάζεται για να ανακαλύψουμε τον χρυσό στο σκοτάδι, είναι ότι πρέπει να έχουμε ήδη το θάρρος να κάνουμε το σκοτάδι μας συνειδητό.

Είναι σαν το παράδοξο απόφθεγμα του Τζωρτζ Όργουελ: «Μέχρι να γίνουν συνειδητοί ποτέ δεν θα επαναστατήσουν και αφού επαναστατήσουν δεν μπορούν να γίνουν συνειδητοί».

Το καλό (και το κακό) πράγμα με το ασυνείδητο είναι ότι λειτουργεί πίσω από την συνείδηση. Αν είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να έχουμε μια εμπειρία ζωής που θα κάνει το ασυνείδητο μας να μας δώσει το απαραίτητο θάρρος για να κάνουμε το σκοτάδι μας συνειδητό θα μπορέσουμε να ενισχύσουμε το θάρρος μας ανακαλύπτοντας τον χρυσό στη σκιά μας.

Εν τέλει, έχοντας κάνει το σκοτάδι μας συνειδητό, έχοντας σφυρηλατηθεί από την φωτιά και έχοντας αναστηθεί σε έναν πανίσχυρο Φοίνικα, θα έχουμε ανακαλύψει έναν ιερό χρυσό από το σκοτάδι και θα αποκαλύψουμε τα βαθύτερα πάθη μας, τα κρυμμένα ταλέντα, την άγρια φύση και την έμφυτη δημιουργικότητα μας.

Έτσι, μπορούμε να συνεχίσουμε την συμφιλίωση με την σκιά μας και την καλλιέργεια της γνησιότητας μας.

Με την ισχυρή σκιά στο πλευρό μας, ως σύμμαχο όχι ως εχθρό, ως ενότητα όχι ως διάσπαση, το μονοπάτι της διαφώτισης ανοίγεται μπροστά μας.

ΠΛΑΤΩΝ: Η ισοπεδωτική επίδραση της λαϊκής γνώμης

Ο Πλάτων δεν εμπιστεύεται τη λαϊκή κουλτούρα και θεωρεί πως οι επιδράσεις της καταπνίγουν την ανεξάρτητη σκέψη. Η δυσπιστία του εκφράζεται παραστατικά στο παρακάτω χωρίο της Πολιτείας. (429a-c):

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αν λοιπόν τύχει να λάβει [κάποιος με ιδιοσυγκρασία φιλοσοφική] την προσήκουσα μάθηση, μεγαλώνοντας θα φθάσει οπωσδήποτε να κατακτήσει κάθε αρετή, αν όμως η φιλοσοφική του φύση ανατραφεί σε ακατάλληλο έδαφος γιατί εκεί έτυχε να σπαρθεί και να φυτευτεί, θα καταλήξει στα εντελώς αντίθετα, εκτός κι αν βάλει το χέρι του κάποιος θεός. Ή μήπως νομίζεις κι εσύ, όπως ο πολύς ο κόσμος, ότι κάποιοι νέοι διαφθείρονται από τους σοφιστές, κι ότι κάποιοι σοφιστές που δρουν ως ιδιώτες είναι που τους διαφθείρουν σε μεγάλο βαθμό; Και δεν νομίζεις πως όσοι τα λένε αυτά είναι οι πιο μεγάλοι σοφιστές, και πως αυτοί εκπαιδεύουν τον κόσμο εξ ολοκλήρου και τους φτιάχνουν όλους-νέους και γέρους, άντρες και γυναίκες- όπως τους θέλουν αυτοί;

– Πότε γίνεται αυτό;

– Όταν μαζεύονται πλήθη στις συνελεύσεις ή στα δικαστήρια ή στα θέατρα ή στα στρατόπεδα ή οπουδήποτε αλλού συγκεντρώνεται κόσμος και κάνει θόρυβο, κι από τα όσα λέγονται ή γίνονται εκεί πέρα, άλλα τα αποδοκιμάζει κι άλλα τα παινεύει- υπέρμετρα και στις δυο περιπτώσεις- ξεφωνίζοντας και χειροκροτώντας, κι αντιλαλούν τα βράχια κι ο τόπος τριγύρω και διπλασιάζουν τον σαματά των αποδοκιμασιών και των επαίνων. Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, πώς τον φαντάζεσαι τον νέο, τι νομίζεις πως θα ’λεγε η καρδιά του; Ποια ιδιωτική παιδεία θα άντεχε σ’ ένα τέτοιο κατακλυσμό αποδοκιμασιών και επαίνων και δεν θα παρασυρόταν προς τα κει που θα την πήγαινε το ρεύμα, και δεν θα ενστερνιζόταν κι αυτός τις ίδιες απόψεις με τους άλλους για το τι είναι καλό ή άσχημο, και δεν θα καταγινόταν με τα ίδια; Δεν θα γινόταν ίδιος με δαύτους;
 

Η αφοσίωση στην πραγματικότητα

Όσο λιγότερο καθαρά βλέπουμε την πραγματικότητα του κόσμου – όσο περισσότερο το πνεύμα μας είναι θολωμένο από ψέματα, απατηλές αντιλήψεις, και ψευδαισθήσεις – τόσο λιγότερο ικανοί θα είμαστε να χαράζουμε μια σωστή πορεία δράσης και να παίρνουμε σωστές αποφάσεις. Ο τρόπος που βλέπουμε την πραγματικότητα είναι σαν ένας χάρτης με τον οποίο ανιχνεύουμε το έδαφος της ζωής. Αν ο χάρτης είναι αληθινός και ακριβής, θα ξέρουμε γενικά πού βρισκόμαστε, κι αν έχουμε αποφασίσει πού θέλουμε να πάμε, θα ξέρουμε γενικά πώς να φτάσουμε εκεί́. Αν ο χάρτης είναι λαθεμένος και ανακριβής, το αποτέλεσμα γενικά είναι να χαθούμε. Μολονότι αυτό είναι ολοφάνερο, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να το αγνοούν. Το αγνοούν γιατί η όδευσή μας προς την πραγματικότητα δεν είναι εύκολη. Πρώτα πρώτα δε γεννιόμαστε με χάρτες· πρέπει να τους φτιάξουμε. Και το φτιάξιμό τους απαιτεί προσπάθεια. Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλουμε για να εκτιμήσουμε και να αντιληφθούμε την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτεροι και ακριβέστεροι θα είναι οι χάρτες μας. Πολλοί όμως δε θέλουν να κάνουν αυτή την προσπάθεια. Μερικοί σταματούν να την κάνουν όταν φτάνουν στο τέλος της εφηβείας. Οι χάρτες τους είναι μικροί και πρόχειροι, και οι απόψεις τους για τον κόσμο περιορισμένες και παραπλανητικές. Προς το τέλος της μέσης ηλικίας, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν παραιτηθεί από την προσπάθεια. Αισθάνονται σίγουροι ότι οι χάρτες τους είναι πλήρεις και ότι η Weltanschauung (κοσμοθεωρία) τους είναι σωστή (και μάλιστα ιερή) και δεν ενδιαφέρονται πια για καινούργιες γνώσεις. Λες και είναι κουρασμένοι. Μόνο μια σχετικά μικρή και τυχερή μειοψηφία συνεχίζει μέχρι τη στιγμή του θανάτου να εξερευνά το μυστήριο της πραγματικότητας μεγαλώνοντας, εξειδικεύοντας και αναθεωρώντας συνεχώς την κοσμοαντίληψή τους και την άποψή τους για το τι είναι αλήθεια.

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χάραξη του χάρτη δεν είναι ότι πρέπει να αρχίσουμε από το μηδέν, αλλά ότι, αν θέλουμε να είναι οι χάρτες μας ακριβείς, θα χρειαστεί να τους αναθεωρούμε συνεχώς. Ο ίδιος ο κόσμος διαρκώς αλλάζει. Παγετώνες έρχονται, …παγετώνες φεύγουν. Πολιτισμοί έρχονται, πολιτισμοί φεύγουν. Υπάρχει πολύ λίγη τεχνολογία, υπάρχει πάρα πολλή τεχνολογία. Ακόμα πιο δραματικά, η σκοπιά από όπου θεωρούμε τον κόσμο αλλάζει διαρκώς και πολύ γρήγορα. Όταν είμαστε παιδιά είμαστε εξαρτημένοι και αδύναμοι. Όταν γίνουμε ενήλικοι, μπορούμε να είμαστε δυνατοί. Ωστόσο, σε περίπτωση αρρώστιας ή γεροντικής αναπηρίας μπορεί να ξαναγίνουμε αδύναμοι και εξαρτημένοι. Όταν έχουμε παιδιά που πρέπει να φροντίσουμε, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν δεν έχουμε κανένα παιδί. Όταν ανατρέφουμε μικρά, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν ανατρέφουμε εφήβους. Όταν είμαστε φτωχοί, ο κόσμος φαίνεται διαφορετικός απ’ όταν είμαστε πλούσιοι. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με νέες πληροφορίες για τη φύση της πραγματικότητας. Αν θέλουμε να αφομοιώσουμε αυτές τις πληροφορίες, πρέπει συνεχώς να αναθεωρούμε τους χάρτες μας, και μερικές φορές όταν αρκετές νέες πληροφορίες έχουν συσσωρευτεί́, πρέπει να κάνουμε πολύ σημαντικές αναθεωρήσεις. Η διεργασία της αναθεώρησης, και ιδιαίτερα της σημαντικής αναθεώρησης, είναι επίμοχθη, μερικές φορές μάλιστα βασανιστική́. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη πηγή πολλών από τα κακά του ανθρώπινου γένους.

Τι συμβαίνει όταν ένας έχει μοχθήσει πολύ και για μακρόχρονο διάστημα για να σχηματίσει μιαν ικανοποιητική κοσμοαντίληψη, έναν φαινομενικά χρήσιμο και πρακτικό χάρτη, και ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πληροφορία που δείχνει πως η αντίληψη αυτή είναι λαθεμένη και πως ο χάρτης χρειάζεται σε ένα μεγάλο μέρος του να ξανασχεδιαστεί; Η απαιτούμενη οδυνηρή προσπάθεια φαίνεται τρομερή, σχεδόν συντριπτική́. Εκείνο που κάνουμε πιο συχνά και συνήθως ασύνειδα είναι να αγνοούμε το νέο στοιχείο. Πολλές φορές αυτή η πράξη της ηθελημένης άγνοιας είναι πολύ περισσότερο από παθητική́. Μπορεί να καταγγείλουμε το νέο στοιχείο ως λαθεμένο, επικίνδυνο, αιρετικό, έργο του διαβόλου. Μπορεί και να κηρύξουμε σταυροφορία εναντίον του, κι ακόμα να προσπαθήσουμε να παραπλανήσουμε τον κόσμο ώστε να τον κάνουμε να συμφωνήσει με τη δική μας αντίληψη για την πραγματικότητα. Ένα άτομο αντί να προσπαθήσει να αλλάξει τον χάρτη, μπορεί να προσπαθήσει να καταστρέψει το νέο στοιχείο.

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα τέτοια άτομο μπορεί να ξοδεύει πολύ περισσότερη ενέργεια υπερασπίζοντας μια απαρχαιωμένη κοσμοθεωρία από ό,τι θα χρειαζόταν για να την αναθεωρήσει ή να την διορθώσει

Φιλοσοφώ σημαίνει κρίνω τα πράγματα καλά

Υπάρχει αλήθεια και αλήθεια.

Υπάρχει μια επιστημονική αλήθεια και μια φιλοσοφική αλήθεια. Στην αρχή, οι επιστήμες και η φιλοσοφία ήταν ένα. Η καθολική γνώση τις περιλάμβανε και τις δύο δίχως διάκριση.

Ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός Ανρύ Πουανκαρέ είπε όμως ότι η επιστήμη απαντά στο ερώτημα «Πώς;» ενώ η φιλoσοφία στο ερώτημα «Γιατί;» Για να κάνουμε σαφέστερη τη διάκριση, πρέπει να προσθέσουμε τα εξής: Η γεωμετρία αποσπάστηκε από τη φιλοσοφία τον καιρό του Ευκλείδη· η αστρονομία αποχωρίστηκε από τον κοινό κορμό με τον Πτολεμαίο, αλλά έπρεπε να περιμένουμε ως το τέλος του 17ου αιώνα (Νεύτων) για να αποσπαστεί η φυσική από τη μεταφυσική, ως το τέλος του 18ου αιώνα (Λαβουαζιέ) για να χωριστεί η χημεία από την αλχημεία, ως την αρχή του 19ου αιώνα για να ανακαλυφθεί η βιολογία από τον Λαμάρκ- το 1850 ανέπτυξε ο Αύγουστος Κοντ την κοινωνιολογία, την οποία διέκρινε από τη φιλοσοφία, ενώ η Ψυχολογία αποσπάστηκε γύρω στα 1880 από την κοινή ρίζα (χάρη στον αυθορμητισμό και χάρη σε ανθρώπους όπως ο Βέμπερ, ο Φέχνερ και ο Βουντ, που εφάρμοσαν στο εργαστήριο μια πειραματική Ψυχολογία).

Το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση του απόλυτου. Ο Αριστοτέλης ήδη μίλησε για την «αναζήτηση των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτίων».

Πιο κοντά σε μας βρίσκεται ο Μπιρλού, που επιστρέφει σε μια αριστοτελική έννοια και λέει: «Η φιλοσοφία ασχολείται με την αναζήτηση των πρώτων αρχών μέσω μιας ανάλυσης του πνεύματος και με την προοπτική μιας πλήρους σύνθεσης».

Μήπως η φιλοσοφία είναι η τέχνη της λεπτολογίας;

Οι εχθροί της φιλοσοφίας την κατηγορούν ότι αναπτύσσει ιδέες τόσο γενικές, ώστε δεν είναι καθόλου χρήσιμες στην πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι σωστό. Η φιλοσοφία μάς επιτρέπει, χάρη στη λογική ή στην τέχνη της τέλειας εξαγωγής συμπερασμάτων, να αναλύουμε καταστάσεις και να προσδιορίζουμε τις καλύτερες δυνατές λύσεις· μας επιτρέπει να βρούμε τη σοφία μέσω της καθυπόταξης των παθών μας, και να κρίνουμε σωστά τη θέση μας μέσα στην κοινωνία. Ο κοινός νους δεν απατάται όταν λέει ότι κάποιος παίρνει κάτι φιλοσοφικά, όταν αυτός ο κάποιος διατηρεί την ψυχραιμία του μέσα στη χειρότερη δυστυχία και δεν αφήνει να τον καταβάλουν τα σκληρά χτυπήματα της μοίρας. Φιλοσοφώ σημαίνει κρίνω τα πράγματα καλά- και ο Καρτέσιος προσθέτει: «εκεί να κρίνεις σωστά, για να πράττεις σωστά».

Ο Καντ, ο μεγαλύτερος ίσως φιλόσοφος όλων των εποχών, βάφτισε το σύστημά του μ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό όνομα: Κριτικισμός. Τα τρία σημαντικότερα έργα του ονομάζονται Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781), Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) και Κριτική της Κριτικής Δύναμης (1790). Ανήγαγε όλα τα ερωτήματα της φιλοσοφίας σε τρία ερωτήματα-κλειδιά:

— Τι μπορώ να γνωρίσω;

— Τι πρέπει να κάνω;

— Σε τι μου επιτρέπεται να ελπίζω;

Εδώ εκφράζεται ένα πνεύμα διαφορετικό από κείνο που αναδύεται όταν ασχολείται η θρησκεία με τα ερωτήματα αυτά. Η θρησκεία είναι συνδεδεμένη πάντα με μια ορθοδοξία, δεν αμφισβητεί τίποτα. Δεν προχωράει μέσω ερωτημάτων. Προσφέρει λύσεις, οριστικές απαντήσεις. ‘Ένας μεγάλος σύγχρονος φιλόσοφος, ο Καρλ Γιάσπερς (1883-1974), σημειώνει στην εισαγωγή του στη φιλοσοφία ότι η φιλοσοφία δε δίνει ποτέ λύσεις σε προβλήματα· γιατί «η απάντηση στο πρόβλημα θέτει καινούργια ερωτήματα». Ας πάρουμε το παράδειγμα του θανάτου: η θρησκεία μάς δίνει λύσεις κατάλληλες για όλους. Ορισμένες θρησκείες μιλούν για νιρβάνα, για μηδέν· , ο χριστιανισμός, αντίθετα, δίνει τη λύση της Δευτέρας Παρουσίας και της λύτρωσης. Όσον αφορά τη φιλοσοφία, υπάρχουν τόσες λύσεις, όσοι και φιλόσοφοι. Ο καθένας πιστεύει πως έχει βρει το δικό του σύστημα. ‘Ένας σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος, ο Ζωρζ Γκισντόρφ, διευκρινίζει τούτο το γεγονός: «Καμιά φιλοσοφία δεν μπόρεσε να δώσει τέλος στη φιλοσοφία, παρόλο που αυτό είναι η κρυφή επιθυμία κάθε φιλοσοφίας».

Δε θέλουμε να δούμε τη φιλοσοφία σαν περιοχή γνώσης παρόμοια με τις άλλες, ούτε σαν καλά ταξινομημένη γνώση, βολική και πρακτική. Η φιλοσοφία είναι πάνω απ’ όλα στοχασμός, μια ερωτηματοθεσία, μια επαναερωτηματοθεσία, μια δοκιμασία και θεώρηση τον εαυτού της, μια συνεχής αναζήτηση του Είναι. Κάθε αναζήτηση δεν κατευθύνεται όμως προς ένα σκοπό;

Όχι απαραίτητα. Η φιλοσοφία είναι η αναζήτηση της αλήθειας ή μιας αλήθειας· αλλά οι φιλόσοφοι δεν πιστεύουν ότι αυτή η αλήθεια μπορεί να συλληφθεί οριστικά ή απόλυτα. Εξακολουθούν να φιλοσοφούν, παρά την ύπαρξη χιλιάδων έργων, που σωρεύονται στις βιβλιοθήκες με την προσωπική τους άποψη για το σύμπαν.

Κανένας φιλόσοφος δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να εφαρμοστούν πλήρως οι απόψεις του. Μια γενναία μητέρα παρουσίασε μια μέρα στον Ρουσσώ ένα μικρό παιδί που είχε διαπαιδαγωγηθεί σύμφωνα με τις αρχές του Αιμιλίου. Ο Ρουσσώ φώναξε αγανακτισμένος: «Δεν κάνατε καλά, κυρία μου!» Ερωτήματα, αμφιβολία και αβεβαιότητα είναι τα καλύτερα κριτήρια της φιλοσοφικής πράξης. Ο Καντ είχε δίκιο όταν έλεγε: «Δεν υπάρχει φιλοσοφία που να μπορεί κανείς να τη μάθει· το μόνο που μπορεί να μάθει κανείς, είναι να φιλοσοφεί».

Βιώσιμη ανάπτυξη: Ερευνητές δημιούργησαν νέο «τεχνητό φύλλο» που παράγει καθαρό αέριο με επιτυχία με χρήση ηλιακού φωτός

Ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο αέριο που τώρα παράγεται από ορυκτά καύσιμα μπορεί αντί αυτών να παραχθεί από ένα «τεχνητό φύλλο» που χρησιμοποιεί μόνο ηλιακό φως, διοξείδιο του άνθρακα και νερό και που θα μπορούσε τελικά να χρησιμοποιηθεί για να αναπτυχθεί ένα βιώσιμο υγρό καύσιμο εναλλακτικό του πετρελαίου.

Η ουδέτερη άνθρακα συσκευή θέτει ένα νέο ορόσημο στο πεδίο των ηλιακών καυσίμων, μετά την επίδειξη από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cambridge ότι μπορεί άμεσα να παράγει το αέριο – που αποκαλείται syngas [synthesis gas] (συνγκάζ) – με ένα βιώσιμο και απλό τρόπο. Αντί να λειτουργεί με ορυκτά καύσιμα, το τεχνητό φύλλο τροφοδοτείται από ηλιακό φως, αν και λειτουργεί αποτελεσματικά ακόμη σε συννεφιά και συννεφιασμένες ημέρες. Και αντίθετα με την τρέχουσες βιομηχανικές διεργασίες για την παραγωγή syngas, το «φύλλο» δεν απελευθερώνει καθόλου διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Τα αποτελέσματα αναφέρονται στο περιοδικό Nature Materials.

Το syngas αυτή την στιγμή γίνεται από μίγμα υδρογόνου και μονοξειδίου του άνθρακα και χρησιμοποιείται για την παραγωγή μιας γκάμας προϊόντων, όπως καύσιμα, φαρμακευτικά, πλαστικά και λιπάσματα. «Ίσως να μην έχετε ακούσει για το ίδιο το συνγκάζ, αλλά κάθε μέρα καταναλώνετε προϊόντα που δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας το. Η δυνατότητα να το παράγετε βιώσιμα θα ήταν ένα κρίσιμο βήμα για να κλείσει ο παγκόσμιος κύκλος του άνθρακα και να ιδρυθεί μια βιώσιμη βιομηχανία χημικών και καυσίμων», ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Καθηγητής Erwin Reisner από το Τμήμα Χημείας του Cambridge, ο οποίος πέρασε επτά χρόνια εργαζόμενος προς αυτόν το στόχο.

Η συσκευή που ο Reisner και οι συνεργάτες του παρήγαγαν είναι εμπνευσμένη από τη φωτοσύνθεση – τη φυσική διαδικασία με την οποία τα φυτά χρησιμοποιούν την ενέργεια από το ηλιακό φως για να μετατρέψουν διοξείδιο του άνθρακα σε τροφή. Στο τεχνητό φύλλο, δυο φωτοσυλλέκτες, παρόμοιοι με τα μόρια στα φυτά που συλλέγουν ηλιακό φως, συνδυάζονται με έναν καταλύτη που κατασκευάζεται από το φυσικά άφθονο στοιχείο κοβάλτιο. Όταν η συσκευή είναι βυθισμένη στο νερό, ο ένας φωτοσυλλέκτης χρησιμοποιεί τον καταλύτη για να παράγει οξυγόνο. Ο άλλος πραγματοποιεί τη χημική αντίδραση που μειώνει το διοξείδιο του άνθρακα και το νερό, σε μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, σχηματίζοντας το μίγμα του συνγκάζ.

Ως ένα επιπρόσθετο κέρδος, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι φωτοσυλλέκτες τους λειτουργούν ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα φωτός σε μια βροχερή ή συννεφιασμένη ημέρα. «Αυτό σημαίνει ότι δεν περιορίζεστε να χρησιμοποιείτε την τεχνολογία αυτή μόνο σε θερμές χώρες ή μόνον λειτουργώντας η διεργασία κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών», είπε ο φοιτητής PhD, Virgil Andrei, πρώτος συγγραφέας της μελέτης. «Θα μπορούσες να τη χρησιμοποιήσεις από το χάραμα μέχρι το σούρουπο, οπουδήποτε στον κόσμο».

Άλλες συσκευές «τεχνητού φύλλου» έχουν επίσης αναπτυχθεί, όμως αυτές συνήθως παράγουν υδρογόνο. Οι ερευνητές του Cambridge λένε ότι ο λόγος που μπόρεσαν να κάνουν τη δικιά τους να παράγει βιώσιμο συνγκάζ είναι χάρις στο συνδυασμό των υλικών και του καταλύτη που χρησιμοποίησαν. Αυτά περιλαμβάνουν φωτοσυλλέκτες από υπερσύχρονο περοβσκίτη, που παρέχουν υψηλό φωτοδυναμικό και ηλεκτρικό ρεύμα για να τροφοδοτήσουν τη χημική αντίδραση με την οποία το διοξείδιο του άνθρακα μειώνεται σε μονοξείδιο του άνθρακα, σε συνδυασμό με τους φωτοσυλλέκτες που γίνονται από πυρίτιο ή ευαισθητοποιημένα με χρώμα υλικά. Οι ερευνητές επίσης χρησιμοποίησαν κοβάλτιο ως μοριακό καταλύτη τους, αντί του λευκόχρυσου (πλατίνας) ή του αργύρου. Το κοβάλτιο δεν είναι μόνο χαμηλού κόστους υλικό, αλλά είναι καλύτερο στην παραγωγή μονοξειδίου του άνθρακα από ότι άλλοι καταλύτες.

Η ομάδα τώρα αναζητά τρόπους να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία της για να παραγάγει βιώσιμο υγρό καύσιμο εναλλακτικό στο πετρέλαιο. Το συνγκάζ ήδη χρησιμοποιείται ως δομικό στοιχείο στην παραγωγή υγρών καυσίμων. «Αυτό που θέλουμε να κάνουμε στη συνέχεια, αντί πρώτα να κάνουμε συνγκάζ και μετά να το μετατρέπουμε σε υγρό καύσιμο, είναι να κάνουμε υγρό καύσιμο σε ένα βήμα από διοξείδιο του άνθρακα και νερό», είπε ο Reisner.

Ο Hegel και η φιλοσοφία της δουλείας

Αρχαίες και σύγχρονες μορφές δουλείας

§1

     Η δουλεία στην αρχαία ελληνική πόλη-πολιτεία ανήκει σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μιας πρωτοφανέρωτης ιστορικά ελεύθερης κοινότητας των ανθρώπων, που η βαθύτερη κατανόησή τους είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνειδητή πρόσληψη του ελευθεριακού χαρακτήρα της εν λόγω ανθρώπινης κοινότητας. Η αρχαία ελληνική πόλις, και μάλιστα εκείνη των κλασικών χρόνων, είναι η διαχρονικά κατ’ εξοχήν κοινότητα πολιτών, με μια σχεδόν απόλυτη αυτονομία. Αυτή-εδώ είναι τόσο απόλυτη, ώστε η υπεράσπισή της να αποτελεί τον καθοριστικό κανόνα της κοινοτικής ζωής, του λογισμού της, της διαδρομής της, της δράσης της. Η υπεράσπιση εν τέλει της κοινοτικής αυτονομίας αποδεικνυόταν εν τοις πράγμασι ριζοσπαστική, στο μέτρο που εκτυλισσόταν επίσης ως ανα-τρεπτική κριτική και των δικών της νοημάτων, ιδεών και πρακτικών κυριαρχίας. Μόνο δυνάμει αυτής της προς τα έξω και προς τα μέσα θεωρητικο-πρακτικής κριτικής της κυριαρχίας μπορούσε η αρχαιοελληνική κοινότητα των πολιτών να διατηρεί τον χαρακτήρα της πόλεως, δηλ. της πολιτείας ‒και όχι του κράτους, όπως λαθεμένα αποδίδεται‒ ως πολιτικής συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους, χωρίς οι τελευταίοι να εξαρτώνται από κανέναν πολιτικό δεσμό υποταγής: με σημερινούς όρους, χωρίς να καταφεύγουν στους ποικιλώνυμους κρατικούς, παρα-κρατικούς, κομματικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, συνδικαλιστικούς, επικοινωνιακούς κ.α. μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας.

§2

     Στις εποχές μας, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί δεν εμφανίζονται ως τέτοιοι που είναι: ως απάνθρωποι και άκρως ανελεύθεροι, αντι-δημιουργικοί, εξουσιαστικοί μηχανισμοί με νωθρούς και ανίκανους αχυρανθρώπους, παρά εγκαθιδρύονται στο κέντρο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής με το προσωπείο «δημοκρατικών» συλλογικοτήτων, «αυτόνομων» ή μη-κυβερνητικών κινήσεων πολιτών ή «κοινοτήτων», όχι λιγότερο δε και με τη μορφή θεσμικών συμβολισμών. Τέτοιου είδους μετα-νεωτερικά «κοινοτικά» μορφώματα δεν έχουν καμιά σχέση με τις αυθεντικά κοινοτικές μορφές ζωής της αρχαίας Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι νυχθημερόν μιλούν για ελευθερία, το λεξιλόγιό τους είναι το πιο οικείο στη/με τη λογική μιας άνομης κυριαρχίας και πάντοτε σύμφωνο με την αναπαραγωγή δουλικών συνειδήσεων ή δουλικών μορφών ζωής μεταμοντέρνας εκδοχής. Απεναντίας, οι αρχαιοελληνικές κοινοτικές θεσμίσεις εμπεριέχουν τον δούλο όχι ως αποτέλεσμα, ως κατηγορική προσταγή της δομικής-οντο-λογικής τους ύπαρξης, παρά ως μια μη ανεκτή συνθήκη –μη-ανεκτή για την κριτική κοινοτική σκέψη (όπως μαρτυρούν ο Ξενοφών, ο Πλάτων κ.λπ.)– αλλά (κατ)-αναγκαστική για τη θεσμική κατοχύρωση του κοινοτισμού της αυτοσυνείδησης, πολιτικής [=των πολιτών] και πολιτειακής [=της πόλεως-πολιτείας]. Με άλλα λόγια: η παρ-ουσία του δούλου στην κοινότητα των αρχαίων Ελλήνων –υπό διάφορες μορφές: του οικιακού βοηθού, του τεχνίτη, του αγροτο-εργάτη, του παιδαγωγού κ.α., συνοπτικά: του εργαζόμενου– έχει, λιγότερο ή περισσότερο, τον χαρακτήρα εκείνης της ουσίας, απέναντι στην οποία πραγματώνεται η ουσία του άλλου, δηλαδή του ελεύθερου πολίτη· και μάλιστα του τελευταίου ως αυτοσυνείδησης, η οποία ακριβώς μέσα στην παρ-ουσία του δούλου αναγνωρίζει τη δική της ελευθερία, αυτονομία, κυριαρχία και εν τέλει εξάρτηση από τη συγκεκριμένη δουλική παρ-ουσία.

§3

     Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με την εγελιανή διαλεκτική κυρίου και δούλου, όπως παρουσιάζεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος (βλ, § 178-196), αλλά σε μια αρχαιογνωστική πριν απ’ όλα μορφή, που βρίσκει την ολοκλήρωσή της ως μετα-μεσαιωνική τοιαύτη. Η φιλοσοφική βάση της αυθεντικής σύλληψης της έννοιας του δούλου, σύμφωνα με τον Χέγκελ, αναζητείται στην εσωτερική-διαλεκτική σχέση της ελευθερίας του κυρίου και της δουλείας του δούλου: ο ελεύθερος χρόνος των ελεύθερων πολιτών, η σχόλη τους, ας πούμε, εξαρτιόταν από την παρ-ουσία του δούλου. Χάρη στη σχόλη αυτή μπορούσαν οι πολίτες, όπως αναφέρει ο Περικλής στον Επιτάφιο, να φροντίζουν τόσο τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και τις δημόσιες: να ασχολούνται με την πολιτική όχι ως επαγγελματίες πολιτικοί που κατασπαράζουν τον δημόσιο πλούτο και προκαλούν σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον, αλλά ως αυτοσυνείδητοι πολίτες, που με κοινοτική συνείδηση αναπτύσσουν εκείνη την κοινωνικο-πολιτική δραστηριότητα, που τους επιτρέπει να κάνουν ένα πράγμα σήμερα και άλλο αύριο με γνώση βιωμένη και όχι απλώς τυπική: να κυνηγούν το πρωί, να ψαρεύουν το απόγευμα, να φροντίζουν τα ζώα το βράδυ, να κάνουν κριτική μετά το δείπνο, χωρίς να είναι διόλου επαγγελματίες –ή να θέλουν και ακόμη να πρέπει να είναι– κυνηγοί, ψαράδες, κριτικοί, θεωροί κ.λπ. Η πιο πάνω δηλαδή σχόλη τους καθιστά καθολικούς και όχι μονοδιάστατους ανθρώπους. Στο πλαίσιο λοιπόν της προαναφερθείσας εξάρτησης από τον δούλο και της καθολικής τους αυτοσυνειδησίας αναγνωρίζουν τον δούλο ως το οικείο πρόσωπο και τον εγκαθιστούν στον οίκο τους: του παρέχουν ορισμένως τη δυνατότητα να κινείται ως δική τους εγνωσμένη ουσία: ως τέτοια που να συνοδεύει τα παιδιά στο γυμναστήριο, να φέρει την ευθύνη για την αγωγή τους κ.λπ.

§4

     Σε αντίθεση με την αρχαία εποχή, ο σύγχρονος δούλος είναι η πιο απάνθρωπη συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης. Εάν ο αρχαίος δούλος ανήκε στον οίκο [=στο νοικοκυριό] και λογιζόταν οικιακό άτομο δίπλα στον άντρα, στα παιδιά, στη γυναίκα του οίκου· εάν κατά κανόνα συνέλεγε εμπειρίες ανθρώπινης συμπεριφοράς, στις σύγχρονες μορφές ζωής το ανθρώπινο άτομο δεν απολαμβάνει καμιά φροντίδα, ουδεμία ανθρωπινότητα. Γιατί; Διότι, πάνω απ’ όλα, είναι σκλάβος της μισθωτής εργασίας και της πολιτικής ιδιοτέλειας: ένας ιδιότυπος σκλάβος. Από τη μια εξαρτά απ’ αυτή την απρόσωπη εργασιακή του σχέση και την υποβάθμισή του σε ιδιώτη, σε αστό και όχι πολίτη το πιο προσωπικό του Dasein και γι’ αυτό δίνει τα πάντα για να ενταχθεί σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, κατακερματίζει ολοσχερώς την ουσία του και χάνει την προσωπικότητά του. Παράλληλα, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σκλάβος μέσα στο σκλαβοπάζαρο των ιδεολογικών ή φαντασιακών οντογενέσεων. Συμβαίνει τότε να γίνεται διπλά δούλος: αφενός, του ιδεολογικο-πολιτικού φορτίου, που άλλοι καθορίζουν προς ίδιον όφελος και αυτός πρόθυμα αναλαμβάνει, ως ψευδής συνείδηση πλέον, να πραγματώσει στην πράξη, θεωρώντας το ως το ύψιστο «ιδανικό» της ζωής του· αφετέρου, του τυχαίου [σκοπού, καθήκοντος, εξωτερικής αναγκαιότητας κ.λπ.], έξωθεν καθοριζόμενου ή επιβαλλόμενου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, να προσδιορίσει ο ίδιος, παρά μόνο να το υπηρετήσει με τη σάρκα του από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Πέραν των μνημονευθέντων μορφών ή εκδηλώσεων σύγχρονης δουλείας υπάρχουν ακόμη άπειρες μορφές. Όλες ή σχεδόν όλες –εκδηλωμένες ή ανεκδήλωτες, ορατές ή αδιόρατες, απατηλές ή «ορθολογικές»– θα μπορούσε κανείς να τις εντάξει στη μεγάλη κατηγορία της ανεστιότητας: ανέστιος, ανάλογα και με το βαθμό συνειδητοποίησης της δικής του οντο-λογικής συμπεριφοράς: ως αφέντη και δούλου, είναι και ο ξεριζωμένος από την πατρίδα του άπατρις, όπως επίσης και ο εγχώριος άπατρις, με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια της ερήμωσης της ύπαρξής του.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1145a-1145b)

ΒΙΒΛΙΟ Η': Εγκράτεια και ακράτεια: Η φύση της ηδονής

[1145a] [I] Μετὰ δὲ ταῦτα λεκτέον, ἄλλην ποιησαμένους ἀρχήν, ὅτι τῶν περὶ τὰ ἤθη φευκτῶν τρία ἐστὶν εἴδη, κακία ἀκρασία θηριότης. τὰ δ᾽ ἐναντία τοῖς μὲν δυσὶ δῆλα· τὸ μὲν γὰρ ἀρετὴν τὸ δ᾽ ἐγκράτειαν καλοῦμεν· πρὸς δὲ τὴν θηριότητα μάλιστ᾽ ἂν ἁρμόττοι λέγειν τὴν ὑπὲρ ἡμᾶς ἀρετήν, ἡρωικήν τινα καὶ θείαν, ὥσπερ Ὅμηρος περὶ ‹τοῦ› Ἕκτορος πεποίηκε λέγοντα τὸν Πρίαμον ὅτι σφόδρα ἦν ἀγαθός,

«οὐδὲ ἐῴκει ἀνδρός γε θνητοῦ πάις ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο.»

ὥστ᾽ εἰ, καθάπερ φασίν, ἐξ ἀνθρώπων γίνονται θεοὶ δι᾽ ἀρετῆς ὑπερβολήν, τοιαύτη τις ἂν εἴη δῆλον ὅτι ἡ τῇ θηριώδει ἀντιτιθεμένη ἕξις· καὶ γὰρ ὥσπερ οὐδὲ θηρίου ἐστὶ κακία οὐδ᾽ ἀρετή, οὕτως οὐδὲ θεοῦ, ἀλλ᾽ ἣ μὲν τιμιώτερον ἀρετῆς, ἣ δ᾽ ἕτερόν τι γένος κακίας. ἐπεὶ δὲ σπάνιον καὶ τὸ θεῖον ἄνδρα εἶναι, καθάπερ οἱ Λάκωνες εἰώθασι προσαγορεύειν, ‹οἳ› ὅταν ἀγασθῶσι σφόδρα του, σεῖος ἀνήρ φασιν, οὕτω καὶ ὁ θηριώδης ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος· μάλιστα δ᾽ ἐν τοῖς βαρβάροις ἐστίν, γίνεται δ᾽ ἔνια καὶ διὰ νόσους καὶ πηρώσεις· καὶ τοὺς διὰ κακίαν δὲ τῶν ἀνθρώπων ὑπερβάλλοντας οὕτως ἐπιδυσφημοῦμεν. ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς διαθέσεως τῆς τοιαύτης ὕστερον ποιητέον τινὰ μνείαν, περὶ δὲ κακίας εἴρηται πρότερον· περὶ δὲ ἀκρασίας καὶ μαλακίας καὶ τρυφῆς λεκτέον, καὶ περὶ ἐγκρατείας καὶ καρτερίας· οὔτε γὰρ

[1145b] ὡς περὶ τῶν αὐτῶν ἕξεων τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ μοχθηρίᾳ ἑκατέραν αὐτῶν ὑποληπτέον, οὔθ᾽ ὡς ἕτερον γένος. δεῖ δ᾽, ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων, τιθέντας τὰ φαινόμενα καὶ πρῶτον διαπορήσαντας οὕτω δεικνύναι μάλιστα μὲν πάντα τὰ ἔνδοξα περὶ ταῦτα τὰ πάθη, εἰ δὲ μή, τὰ πλεῖστα καὶ κυριώτατα· ἐὰν γὰρ λύηταί τε τὰ δυσχερῆ καὶ καταλείπηται τὰ ἔνδοξα, δεδειγμένον ἂν εἴη ἱκανῶς.

Δοκεῖ δὴ ἥ τε ἐγκράτεια καὶ καρτερία τῶν σπουδαίων καὶ [τῶν] ἐπαινετῶν εἶναι, ἡ δ᾽ ἀκρασία τε καὶ μαλακία τῶν φαύλων καὶ ψεκτῶν, καὶ ὁ αὐτὸς ἐγκρατὴς καὶ ἐμμενετικὸς τῷ λογισμῷ, καὶ ἀκρατὴς καὶ ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ. καὶ ὁ μὲν ἀκρατὴς εἰδὼς ὅτι φαῦλα πράττει διὰ πάθος, ὁ δ᾽ ἐγκρατὴς εἰδὼς ὅτι φαῦλαι αἱ ἐπιθυμίαι οὐκ ἀκολουθεῖ διὰ τὸν λόγον. καὶ τὸν σώφρονα μὲν ἐγκρατῆ καὶ καρτερικόν, τὸν δὲ τοιοῦτον οἳ μὲν πάντα σώφρονα οἳ δ᾽ οὔ, καὶ τὸν ἀκόλαστον ἀκρατῆ καὶ τὸν ἀκρατῆ ἀκόλαστον συγκεχυμένως, οἳ δ᾽ ἑτέρους εἶναί φασιν. τὸν δὲ φρόνιμον ὁτὲ μὲν οὔ φασιν ἐνδέχεσθαι εἶναι ἀκρατῆ, ὁτὲ δ᾽ ἐνίους φρονίμους ὄντας καὶ δεινοὺς ἀκρατεῖς εἶναι. ἔτι ἀκρατεῖς λέγονται καὶ θυμοῦ καὶ τιμῆς καὶ κέρδους. τὰ μὲν οὖν λεγόμενα ταῦτ᾽ ἐστίν.

***
[1] Ύστερα από όλα τα προηγούμενα πρέπει τώρα —κάνοντας μια καινούργια αρχή— να πούμε ότι από τις σχετικές με τον χαρακτήρα ιδιότητες πρέπει να αποφεύγονται τρεις: η κακία, η ακρασία και η θηριότητα. Οι ιδιότητες που είναι αντίθετες στις δύο πρώτες είναι φανερές: την πρώτη τη λέμε «αρετή», τη δεύτερη «εγκράτεια»· όσο για την αντίθετη προς τη θηριότητα ιδιότητα θα ταίριαζε πολύ καλά να τη λέγαμε «υπεράνθρωπη αρετή», ένα είδος ηρωικής και θεϊκής αρετής — ακριβώς όπως ο Όμηρος βάζει τον Πρίαμο να λέει για τον Έκτορα ότι ήταν κάτι το εξαιρετικό,

 κι ούτ᾽ έμοιαζε θνητού παιδί, αλλά θεού πως ήταν.

Αν λοιπόν —καταπώς λένε— κάποιοι άνθρωποι γίνονται θεοί λόγω της υπερβολικά μεγάλης αρετής τους, τότε είναι φανερό ότι μια τέτοιου είδους έξη θα ήταν αυτή που είναι αντίθετη προς τη θηριότητα· γιατί όπως δεν υπάρχει κακία ή αρετή του ζώου,· έτσι δεν υπάρχει ούτε και του θεού: του θεού η αρετή είναι κάτι πολύ ανώτερο από την (ανθρώπινη) αρετή, και η «κακία» του ζώου είναι κάτι το διαφορετικό. Και καθώς είναι σπάνιο να βρεθεί ένας «θεϊκός άνθρωπος» (αυτόν τον χαρακτηρισμό συνηθίζουν να δίνουν οι Σπαρτιάτες στον άνθρωπο που θα τύχει να κερδίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον θαυμασμό τους), έτσι είναι σπάνιος μεταξύ των ανθρώπων και ο θηριώδης τύπος: πιο πολύ τον συναντούμε μεταξύ των βαρβαρικών λαών, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που το πράγμα οφείλεται σε αρρώστιες ή σε ελλιπή σωματική ανάπτυξη — με αυτή την υβριστική λέξη αποκαλούμε και τους ανθρώπους που με την κακία τους ξεπερνούν τα κανονικά μέτρα. Γι᾽ αυτού του είδους όμως την έξη θα κάνουμε κάποια μνεία παρακάτω· για την κακία κάναμε λόγο παραπάνω· τώρα έχουμε να μιλήσουμε για την ακρασία, για τη μαλθακότητα και για την τρυφηλότητα, και από την άλλη για την εγκράτεια και για την καρτερία· γιατί ούτε

[1145b] πρέπει να συλλάβουμε την καθεμιά από τις δύο αυτές ομάδες ιδιοτήτων ως ίδιες (αντίστοιχα) με την αρετή και την κακία, ούτε και σαν ένα διαφορετικό γένος. Και όπως κάναμε και στις άλλες περιπτώσεις, αφού εκθέσουμε τις διάφορες όψεις του θέματος και αφού πρώτα συζητήσουμε τα επίμαχα σημεία, θα δείξουμε στη συνέχεια την αλήθεια που εμπεριέχεται μακάρι σε όλες τις γνώμες που έχουν διατυπωθεί γι᾽ αυτές τις ψυχικές ιδιότητες, ή τουλάχιστο στις περισσότερες και στις πιο σημαντικές από αυτές· γιατί αν αντιμετωπισθούν τα επίμαχα σημεία και μείνουν στο τέλος οι γενικά αποδεκτές γνώμες, το θέμα θα έχει διευκρινισθεί ικανοποιητικά.

Όλος λοιπόν ο κόσμος θεωρεί:

α) ότι η εγκράτεια και η καρτερία ανήκουν στις καλές και αξιέπαινες ιδιότητες, ενώ η ακρασία και η μαλθακότητα στις ευτελείς και αξιοκατάκριτες·

β) ότι ο εγκρατής είναι αυτός που έχει την τάση να μένει σταθερός στους λογισμούς και στους σχεδιασμούς του, ενώ ακρατής είναι αυτός που έχει την τάση να τους εγκαταλείπει·

γ) ο ακρατής, μολονότι ξέρει ότι κάνει πράγματα ευτελή και αξιοκατάκριτα, όμως τα κάνει, κινημένος από το πάθος του, ενώ ο εγκρατής, ξέροντας ότι οι επιθυμίες του είναι ευτελείς και αξιοκατάκριτες, δεν τις ακολουθεί, χάρη στο λογικό του.

δ) Τον σώφρονα άνθρωπο τον λένε εγκρατή και καρτερικό, τον άνθρωπο όμως που έχει αυτές τις ιδιότητες κάποιοι τον λένε σε όλες τις περιπτώσεις σώφρονα, κάποιοι άλλοι όμως όχι. Κάποιοι, επίσης, ονομάζουν τον ακόλαστο ακρατή και τον ακρατή ακόλαστο (χωρίς, δηλαδή, να κάνουν καμιά διάκριση ανάμεσα στον έναν και στον άλλον), ενώ κάποιοι άλλοι λένε ότι άλλος είναι ο ένας και άλλος ο άλλος,

ε) Για τον φρόνιμο, επίσης, άνθρωπο άλλοτε λένε ότι δεν είναι δυνατό να είναι ακρατής, και άλλοτε, πάλι, ότι κάποιοι φρόνιμοι και δεινοί άνθρωποι είναι ακρατείς,

στ) Μιλούμε, επίσης, για ακρατείς ανθρώπους ενσχέσει με τον θυμό, ενσχέσει με τις τιμές και ενσχέσει με το κέρδος. Αυτά λοιπόν είναι όσα λέγονται για το θέμα αυτό.