1.4. Ύφος και γλώσσα
Η γλώσσα των ομηρικών επών είναι κράμα λέξεων, δομών και διαλεκτικών τύπων από διαφορετικές περιοχές και βαθμίδες της μακραίωνης εξέλιξης της Ελληνικής από τη Μυκηναϊκή εποχή μέχρι περίπου το 700 π.Χ. Στον κορμό της η γλώσσα των επών είναι ιωνική, περιέχει όμως και αιολικούς τύπους. Συντηρούνται επίσης πολλοί αρχαϊσμοί, με τις τεχνητές τους προσαρμογές, που ανάγονται σε πολύ παλαιότερες περιόδους, όταν οι διάλεκτοι δεν είχαν ολότελα διαφοροποιηθεί. Πρόκειται επομένως για μείγμα τόπων από διαφορετικές διαλέκτους ή διαφορετικές βαθμίδες της εξέλιξης των διαλέκτων αυτών, το οποίο δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά και διαμιάς, αλλά καλλιεργήθηκε στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης.
Ο έντονα πολυδιαλεκτικός χαρακτήρας της ομηρικής γλώσσας την καθιστά λίγο πολύ τεχνητή, ώστε δύσκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα επικοινωνίας σε δεδομένο τόπο και συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ήταν βέβαια οικεία στον ποιητή και στο ακροατήριό του, την ίδια στιγμή όμως διαφοροποιούνταν σημαντικά από τις τρέχουσες γλωσσικές χρήσεις της εποχής. Και όμως, πλάι στο παραδοσιακό ηρωικό ύφος, συχνά κάνουν την εμφάνισή τους λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Σε κάθε περίπτωση η γλώσσα των δύο ομηρικών επών είναι ειδικού τύπου, με δικό της αναμφισβήτητα κώδικα, η οποία όμως μπορούσε να εκσυγχρονίζεται και να εξελίσσεται, ενσωματώνοντας τύπους από σύγχρονες διαλέκτους και παρακολουθώντας τους μηχανισμούς της λογοτεχνικής γλώσσας της εποχής. Σε μεταγενέστερα χρόνια, εξαιτίας της ακτινοβολίας που απέκτησαν τα έπη, η γλώσσα τους καθιερώθηκε ως «λογοτεχνική διάλεκτος».
Η μακραίωνη καλλιέργεια της γλώσσας των δύο επών στο πλαίσιο της προφορικής επικής παράδοσης της προσδίδει χαρακτήρα τυπικό. Ο τυπικός χαρακτήρας στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρεται σε στερεότυπα μερίδια λόγου (λέξεις-φράσεις-στίχους και θέματα), που διευκολύνουν το έργο της σύνθεσης. Στη σχηματική τους διαίρεση δύο είναι οι βασικοί τύποι της γλώσσας των επών: ο εκφραστικός και ο θεματικός. Ο πρώτος, ο εκφραστικός τύπος ή «λογότυπος», περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες, ονοματικές ή ρηματικές, φράσεις (λ.χ. θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη = η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας· ὣς φάτο = έτσι μίλησε), ακόμη και ολόκληρους στίχους (τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη = αμέσως ανταπάντησε, τα μάτια λάμποντας, η θεά Αθηνά). Ο δεύτερος τύπος, ο θεματικός, αποδίδει τον παραδοσιακό όρο «θέμα» και περιλαμβάνει: (α) επαναλαμβανόμενες, μικρής σχετικά έκτασης, δραστηριότητες (ικεσία, θυσία, οπλισμός), που ονομάζονται και «τυπικές σκηνές»· (β) ιστορίες με έναν παραδοσιακό θεματικό πυρήνα (λ.χ. το θέμα της αρπαγής μιας γυναίκας)· (γ) τις δομές των εκτενών παραδοσιακών ιστοριών (λ.χ. ένας ήρωας εξαφανίζεται, προκαλώντας οδύνη στους οικείους του, και τελικά επιστρέφει)· (δ) τα «μεγαθέματα» (όπως ο πόλεμος, η ομιλία και ο νόστος), που συγκροτούν την πλοκή εκτενών παραδοσιακών ιστοριών στο σύνολό τους.
Οι στερεότυπες φράσεις εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες της προφορικής, έμμετρης σύνθεσης. Το επικό μέτρο ήταν προσωδιακό. Στηριζόταν δηλαδή στη διαδοχή μακρών και βραχειών συλλαβών. Ρυθμική μονάδα του αρχαϊκού έπους είναι ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος.
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022
Γιατί τα παλιά όνειρα μπορούν να προκαλέσουν ψευδείς αναμνήσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς
Είχατε ποτέ μια ανάμνηση τόσο ζωντανή που ορκίζεστε ότι συνέβη, αλλά κανείς δεν μπορεί να την επιβεβαιώσει; Μερικές φορές, τα όρια μεταξύ της πραγματικότητας που είστε ξύπνιοι και των εμπειριών που ονειρεύεστε μπορεί να συγχέονται. Μπορούν λοιπόν τα όνειρα να προκαλέσουν ψευδείς αναμνήσεις;
Η σύντομη απάντηση είναι ναι. Για αρχή, η ανθρώπινη μνήμη είναι αρκετά επιρρεπής σε λάθη, λέει η Dr. Nancy Irwin, PsyD, κλινική ψυχολόγος. Ο εγκέφαλος μπορεί να διαστρεβλώσει ή να δημιουργήσει αναμνήσεις λόγω των φυσικών μας προκαταλήψεων και λόγω εξωτερικών επιρροών όπως η υποβολή, λέει η πιστοποιημένη αναλυτής ονείρων Lauri Loewenberg. Για παράδειγμα, θα θυμάστε ότι γίνατε μάρτυρας ενός τροχαίου ατυχήματος, αλλά μπορεί να μη θυμάστε ότι ένα από τα αυτοκίνητα ήταν μπλε, εκτός αν κάποιος το αναφέρει – και ακόμη και τότε, μπορεί να είναι λανθασμένο. Κι άλλα παρόμοια μπερδέματα μπορεί να συμβούν ενώ κοιμάστε.
Αν και μπορεί να μην μάθετε ποτέ αν η ζωντανή ανάμνηση του καταπληκτικού γεύματος που φάγατε την περασμένη εβδομάδα συνέβη πραγματικά ή όχι, δείτε γιατί και πώς τα όνειρά σας μπορούν να δημιουργήσουν ψευδείς αναμνήσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς των ονείρων.
Γιατί τα όνειρα προκαλούν ψευδείς αναμνήσεις;
Οι ψευδείς αναμνήσεις μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουμε ανεπίλυτα τραύματα, σύμφωνα με την Irwin. Δεν μας αρέσει να μην ξέρουμε πράγματα. Τη νύχτα, το μυαλό μπορεί να ψάχνει για στοιχεία και απαντήσεις και είναι σίγουρα πιθανό ο εγκέφαλος να συμπληρώσει τα κενά ή να κωδικοποιήσει μια ανάμνηση που θα μπορούσε να εξηγήσει τα πράγματα. Αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή της κάπως διαστρεβλωμένης ανάμνησης του τραύματος καθώς ο εγκέφαλος προσπαθεί να το επεξεργαστεί, σύμφωνα με αυτή την έρευνα του 2021 στο περιοδικό Frontiers in Psychology.
Άλλες φορές, ο εγκέφαλός μας μπορεί να δημιουργήσει μια ημι-ψεύτικη μνήμη διαστρεβλώνοντας τις πραγματικές αναμνήσεις του τραύματος για να μας προστατεύσει από τον συναισθηματικό πόνο, κάτι που μπορεί να συμβεί είτε είμαστε ξύπνιοι είτε ονειρευόμαστε. Το υποσυνείδητο μπορεί να αλλάξει ή να ξαναγράψει το τραύμα για να απευαισθητοποιήσει τη μνήμη, ώστε να μπορούμε να ζήσουμε πιο ήρεμα. Η έρευνα δείχνει ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε κυτταρικό επίπεδο: Οι νευρώνες μας μπορούν να αναπρογραμματίσουν τις μνήμες που προκαλούν φόβο ώστε να νιώθουμε πιο ασφαλείς, σύμφωνα με μια μελέτη του 2018 στο περιοδικό Science.
Και μερικές φορές είναι εντελώς τυχαίο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί. Ένας από τους σκοπούς των ονείρων είναι να παγιώσουμε τις εμπειρίες στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Πράγματα που συνέβησαν την προηγούμενη μέρα μπορούν να επηρεάσουν τα όνειρά μας και να τα κάνουν να μοιάζουν ακόμα πιο αληθινά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλές ψευδείς αναμνήσεις είναι αρκετά καθημερινές, όπως μια συζήτηση με ένα αγαπημένο μας πρόσωπο με το οποίο μπορεί να έχουμε μιλήσει πραγματικά την προηγούμενη μέρα, σε αντίθεση με το να δούμε έναν τρικέφαλο σκύλο στο δρόμο μας, για παράδειγμα.
Ο εγκέφαλός μας επηρεάζεται εύκολα, οπότε εξωτερικές επιρροές, όπως η οπτική γωνία ενός φίλου μας για μια κατάσταση ή η παρακολούθηση των ειδήσεων, μπορούν επίσης να παραμορφώσουν τη μνήμη μας. Ίσως ακούσατε ένα κωμικό podcast καθώς αποκοιμιόσασταν και τώρα έχετε μια ανάμνηση (ή μήπως όχι;) ότι πήγατε σε μια παράσταση stand-up. Αν και υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε για τους εγκεφάλους όταν ονειρεύονται, η έρευνα δείχνει ότι οι υποβλητικές δυνάμεις -στην προκειμένη περίπτωση, αυτό το podcast – μπορούν να μας ωθήσουν να θυμηθούμε πράγματα που δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα.
Οι ψευδείς αναμνήσεις μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της μείωσης των γνωστικών ικανοτήτων λόγω ηλικίας, καταστάσεων όπως η κατάθλιψη ή η χρήση ουσιών, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι συχνές ψευδείς αναμνήσεις μπορεί να είναι σύμπτωμα της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας και χρειάζεται να επικοινωνήσετε με έναν ψυχίατρο αν παρατηρήσετε ότι αυτό συμβαίνει τακτικά.
Πώς να καταλάβουμε τη διαφορά
Δυστυχώς, μερικές φορές δεν θα καταλάβετε ποτέ τη διαφορά μεταξύ πραγματικών και ψευδών αναμνήσεων, σύμφωνα με την Irwin. Αν δεν έχετε μάρτυρα ή κάποιον που να επιβεβαιώνει τη μνήμη, μπορεί να παραμείνει ένα ερωτηματικό.
Το αίσθημα του déjà vu θα μπορούσε να σας υποδείξει αν η ανάμνησή σας ήταν στην πραγματικότητα όνειρο ή όχι, λέει η Loewenberg. Αν και οι μηχανισμοί πίσω από το déjà vu δεν είναι απόλυτα κατανοητοί, αν έχετε την αίσθηση ότι έχετε ήδη βιώσει μια στιγμή στο παρελθόν, μπορεί να είναι επειδή κάτι παρόμοιο συνέβη στα όνειρά σας, σημειώνει. «Δεν θα αποκαλούσα ακριβώς αυτές τις αναμνήσεις ψευδείς, επειδή είναι κάτι που έχετε βιώσει. Αλλά μπορεί να είναι μια ανάμνηση από τον εσωτερικό σας κόσμο αντί για τον εξωτερικό σας κόσμο», λέει η ίδια.
Μπορείτε να αρχίσετε να αναλύετε τη διαφορά μεταξύ αυτού που ονειρευτήκατε σε σχέση με αυτό που συνέβη όσο ήσασταν ξύπνιοι κρατώντας ένα ημερολόγιο ονείρων, σύμφωνα με τη Loewenberg. Καταγράψτε τα όνειρά σας με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες μόλις ξυπνήσετε για να σας βοηθήσει να παρακολουθείτε τι συνέβη στη χώρα των ονείρων.
Η σύντομη απάντηση είναι ναι. Για αρχή, η ανθρώπινη μνήμη είναι αρκετά επιρρεπής σε λάθη, λέει η Dr. Nancy Irwin, PsyD, κλινική ψυχολόγος. Ο εγκέφαλος μπορεί να διαστρεβλώσει ή να δημιουργήσει αναμνήσεις λόγω των φυσικών μας προκαταλήψεων και λόγω εξωτερικών επιρροών όπως η υποβολή, λέει η πιστοποιημένη αναλυτής ονείρων Lauri Loewenberg. Για παράδειγμα, θα θυμάστε ότι γίνατε μάρτυρας ενός τροχαίου ατυχήματος, αλλά μπορεί να μη θυμάστε ότι ένα από τα αυτοκίνητα ήταν μπλε, εκτός αν κάποιος το αναφέρει – και ακόμη και τότε, μπορεί να είναι λανθασμένο. Κι άλλα παρόμοια μπερδέματα μπορεί να συμβούν ενώ κοιμάστε.
Αν και μπορεί να μην μάθετε ποτέ αν η ζωντανή ανάμνηση του καταπληκτικού γεύματος που φάγατε την περασμένη εβδομάδα συνέβη πραγματικά ή όχι, δείτε γιατί και πώς τα όνειρά σας μπορούν να δημιουργήσουν ψευδείς αναμνήσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς των ονείρων.
Γιατί τα όνειρα προκαλούν ψευδείς αναμνήσεις;
Οι ψευδείς αναμνήσεις μπορεί να είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουμε ανεπίλυτα τραύματα, σύμφωνα με την Irwin. Δεν μας αρέσει να μην ξέρουμε πράγματα. Τη νύχτα, το μυαλό μπορεί να ψάχνει για στοιχεία και απαντήσεις και είναι σίγουρα πιθανό ο εγκέφαλος να συμπληρώσει τα κενά ή να κωδικοποιήσει μια ανάμνηση που θα μπορούσε να εξηγήσει τα πράγματα. Αυτό μπορεί να πάρει τη μορφή της κάπως διαστρεβλωμένης ανάμνησης του τραύματος καθώς ο εγκέφαλος προσπαθεί να το επεξεργαστεί, σύμφωνα με αυτή την έρευνα του 2021 στο περιοδικό Frontiers in Psychology.
Άλλες φορές, ο εγκέφαλός μας μπορεί να δημιουργήσει μια ημι-ψεύτικη μνήμη διαστρεβλώνοντας τις πραγματικές αναμνήσεις του τραύματος για να μας προστατεύσει από τον συναισθηματικό πόνο, κάτι που μπορεί να συμβεί είτε είμαστε ξύπνιοι είτε ονειρευόμαστε. Το υποσυνείδητο μπορεί να αλλάξει ή να ξαναγράψει το τραύμα για να απευαισθητοποιήσει τη μνήμη, ώστε να μπορούμε να ζήσουμε πιο ήρεμα. Η έρευνα δείχνει ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε κυτταρικό επίπεδο: Οι νευρώνες μας μπορούν να αναπρογραμματίσουν τις μνήμες που προκαλούν φόβο ώστε να νιώθουμε πιο ασφαλείς, σύμφωνα με μια μελέτη του 2018 στο περιοδικό Science.
Και μερικές φορές είναι εντελώς τυχαίο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί. Ένας από τους σκοπούς των ονείρων είναι να παγιώσουμε τις εμπειρίες στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Πράγματα που συνέβησαν την προηγούμενη μέρα μπορούν να επηρεάσουν τα όνειρά μας και να τα κάνουν να μοιάζουν ακόμα πιο αληθινά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλές ψευδείς αναμνήσεις είναι αρκετά καθημερινές, όπως μια συζήτηση με ένα αγαπημένο μας πρόσωπο με το οποίο μπορεί να έχουμε μιλήσει πραγματικά την προηγούμενη μέρα, σε αντίθεση με το να δούμε έναν τρικέφαλο σκύλο στο δρόμο μας, για παράδειγμα.
Ο εγκέφαλός μας επηρεάζεται εύκολα, οπότε εξωτερικές επιρροές, όπως η οπτική γωνία ενός φίλου μας για μια κατάσταση ή η παρακολούθηση των ειδήσεων, μπορούν επίσης να παραμορφώσουν τη μνήμη μας. Ίσως ακούσατε ένα κωμικό podcast καθώς αποκοιμιόσασταν και τώρα έχετε μια ανάμνηση (ή μήπως όχι;) ότι πήγατε σε μια παράσταση stand-up. Αν και υπάρχουν ακόμη πολλά να μάθουμε για τους εγκεφάλους όταν ονειρεύονται, η έρευνα δείχνει ότι οι υποβλητικές δυνάμεις -στην προκειμένη περίπτωση, αυτό το podcast – μπορούν να μας ωθήσουν να θυμηθούμε πράγματα που δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα.
Οι ψευδείς αναμνήσεις μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της μείωσης των γνωστικών ικανοτήτων λόγω ηλικίας, καταστάσεων όπως η κατάθλιψη ή η χρήση ουσιών, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι συχνές ψευδείς αναμνήσεις μπορεί να είναι σύμπτωμα της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας και χρειάζεται να επικοινωνήσετε με έναν ψυχίατρο αν παρατηρήσετε ότι αυτό συμβαίνει τακτικά.
Πώς να καταλάβουμε τη διαφορά
Δυστυχώς, μερικές φορές δεν θα καταλάβετε ποτέ τη διαφορά μεταξύ πραγματικών και ψευδών αναμνήσεων, σύμφωνα με την Irwin. Αν δεν έχετε μάρτυρα ή κάποιον που να επιβεβαιώνει τη μνήμη, μπορεί να παραμείνει ένα ερωτηματικό.
Το αίσθημα του déjà vu θα μπορούσε να σας υποδείξει αν η ανάμνησή σας ήταν στην πραγματικότητα όνειρο ή όχι, λέει η Loewenberg. Αν και οι μηχανισμοί πίσω από το déjà vu δεν είναι απόλυτα κατανοητοί, αν έχετε την αίσθηση ότι έχετε ήδη βιώσει μια στιγμή στο παρελθόν, μπορεί να είναι επειδή κάτι παρόμοιο συνέβη στα όνειρά σας, σημειώνει. «Δεν θα αποκαλούσα ακριβώς αυτές τις αναμνήσεις ψευδείς, επειδή είναι κάτι που έχετε βιώσει. Αλλά μπορεί να είναι μια ανάμνηση από τον εσωτερικό σας κόσμο αντί για τον εξωτερικό σας κόσμο», λέει η ίδια.
Μπορείτε να αρχίσετε να αναλύετε τη διαφορά μεταξύ αυτού που ονειρευτήκατε σε σχέση με αυτό που συνέβη όσο ήσασταν ξύπνιοι κρατώντας ένα ημερολόγιο ονείρων, σύμφωνα με τη Loewenberg. Καταγράψτε τα όνειρά σας με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες μόλις ξυπνήσετε για να σας βοηθήσει να παρακολουθείτε τι συνέβη στη χώρα των ονείρων.
Στα δύσκολα βλέπεις τις αντοχές σου και τους ανθρώπους σου
Καλή η ιλαρή θάλασσα, μα ο καπετάνιος ο καλός στη φουρτούνα είναι που αποδεικνύει τις δυνάμεις του. Μάθε να μη σε φοβίζει η φουρτούνα. Μάθε να την καλωσορίζεις σαν πρόκληση, αλλά και σαν ευκαιρία για να αποδείξεις στον εαυτό σου μέχρι ποιο σημείο μπορείς να σπρώξεις τα όριά σου. Κάθε κύμα που σκάει επάνω σου, σε παγώνει και σε ταρακουνά αρχικά, μα όταν το νερό υποχωρήσει, κι εσύ αντιληφθείς πως συνεχίζεις να στέκεσαι ακλόνητος, μη έχοντας του δώσει μια ίντσα εδάφους, τότε ευθύς ζεσταίνεσαι και στεγνώνεις – το κάνεις σχεδόν αυτόματα.
Απαστράπτεις! Το έχετε νικήσει το κύμα, εσύ και η ψυχή σου παρέα, και μαζί πανηγυρίζετε για αυτόν σας τον συλλογικό θρίαμβο. Αντί να επιτρέψεις στη δυσκολία να σε λυγίσει, έσπρωξες πίσω και την θρυμμάτισες, την νίκησες στο δικό της παιχνίδι, και με αυτή σου τη νίκη έρχεται και η διαπίστωση – οι δυσκολίες δεν μας σκοτώνουν, απλά μας κάνουν πιο δυνατούς, μας χτίζουν χαρακτήρα.
Αν κρατήσεις το έδαφος σου στα δύσκολα, τότε ξέρεις αμέσως κι από τι υλικό είσαι φτιαγμένος, ξέρεις ότι η πάστα σου είναι σκληροτράχηλη, και ότι δεν αφήνεις κανέναν και τίποτα να σε λυγίσει – κύμα, κατάσταση ή άνθρωπο. Οι δυσκολίες σου υπενθυμίζουν πως γεννήθηκες για να κοιτάς τον ήλιο στα μάτια, κι όταν βγαίνεις αλώβητος από αυτές γελάς με τη ψυχή σου στη φωνή που ψιθύρισε στιγμιαία στην καρδιά σου να τα παρατήσει όταν ο αγώνας κρινόταν στα σημεία.
Δικαιούσαι να γελάς γιατί δεν τα παράτησες εκεί που όλα σου έλεγαν να το κάνεις. Το έχεις κερδίσει επάξια αυτό το γέλιο, κυριολεκτικά με το σπαθί σου, οπόταν απόλαυσε το στο έπακρο, νιώσε το στα έγκατα της ψυχής σου. Είναι, πλέον, κομμάτι της τελευταίας.
Η ζωή θα σου στείλει δυσκολίες. Αυτό είναι βέβαιο. Από την άλλη όμως, θα σε εξοπλίσει με τα απαραίτητα εργαλεία για να τις αντιμετωπίσεις. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται μέσα σου, και περιμένουν πυροδότηση κατά βούληση. Άλλα θα τα βρεις στο περιβάλλον σου, στο πρόσωπο αυτών που αγαπάς, και στις καρδιές αυτών που σε νοιάζονται.
Η δύναμη στις δυσκολίες απορρέει, τόσο ενδογενώς όσο και εξωγενώς. Από ‘κει και πέρα είναι στο χέρι σου να κάνεις καλή και σωστή χρήση αυτής της δύναμης για να υπερνικήσεις τις μαινόμενες δυσκολίες. Άσε που ορισμένες από αυτές δεν απαιτούν και ιδιαίτερη προσπάθεια για να νικηθούν, αφού εμείς τείνουμε να τους δίνουμε μεγαλύτερες διαστάσεις από τις πραγματικές τους.
Πέφτουμε στα πατώματα για έναν έρωτα που έληξε νωρίς, και άδοξα, πιστεύοντας πως το τρένο της αγάπης μας έχει εκτροχιαστεί, μα έχει πολλούς σταθμούς να κάνει ακόμη το συγκεκριμένο τρένο πριν να πιάσει μόνιμο φρένο στον τερματικό του, αλλά από το πάτωμα που είμαστε δεν φαίνεται καθαρά αυτή του η διαδρομή.
Φοβόμαστε μην τυχόν και γλιστρήσει η δουλειά μας μέσα από τα χέρια μας, μα αγνοούμε το γεγονός πως ο καλός δεν χάνεται ποτέ, και σε καμία περίπτωση, έτσι μια καλύτερη δουλειά περιμένει πάντα στη γωνία.
Όλες οι δυσκολίες είναι αντιμετωπίσιμες. Καμιά τους δεν έχει την απαιτούμενη δύναμη για να σε λυγίσει. Τις χρειάζεσαι, όμως, τις δυσκολίες. Τις θέλεις να έρχονται στη ζωή σου, έστω περιοδικά. Χρειάζεσαι το τεστ που σου δίνουν, αυτό που κάθε φορά σου επιβεβαιώνει τη δύναμη που κρύβεις μέσα σου. Βλέπεις, κάποιες φορές πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας υπό δοκιμασία, σκληρή μάλιστα, για να συνειδητοποιήσουμε την πραγματική έκταση της δύναμής μας, αλλά και για να προσθέσουμε ένα επιπλέον στρώμα στην τελευταία. Ένα επιπλέον στρώμα, για να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά που θα μας στείλει η ζωή στο μέλλον, ώσπου, δυσκολία με δυσκολία, να συνειδητοποιήσουμε πως, πολύ απλά, οι δυσκολίες έρχονται για να μας δυναμώσουν.
Απαστράπτεις! Το έχετε νικήσει το κύμα, εσύ και η ψυχή σου παρέα, και μαζί πανηγυρίζετε για αυτόν σας τον συλλογικό θρίαμβο. Αντί να επιτρέψεις στη δυσκολία να σε λυγίσει, έσπρωξες πίσω και την θρυμμάτισες, την νίκησες στο δικό της παιχνίδι, και με αυτή σου τη νίκη έρχεται και η διαπίστωση – οι δυσκολίες δεν μας σκοτώνουν, απλά μας κάνουν πιο δυνατούς, μας χτίζουν χαρακτήρα.
Αν κρατήσεις το έδαφος σου στα δύσκολα, τότε ξέρεις αμέσως κι από τι υλικό είσαι φτιαγμένος, ξέρεις ότι η πάστα σου είναι σκληροτράχηλη, και ότι δεν αφήνεις κανέναν και τίποτα να σε λυγίσει – κύμα, κατάσταση ή άνθρωπο. Οι δυσκολίες σου υπενθυμίζουν πως γεννήθηκες για να κοιτάς τον ήλιο στα μάτια, κι όταν βγαίνεις αλώβητος από αυτές γελάς με τη ψυχή σου στη φωνή που ψιθύρισε στιγμιαία στην καρδιά σου να τα παρατήσει όταν ο αγώνας κρινόταν στα σημεία.
Δικαιούσαι να γελάς γιατί δεν τα παράτησες εκεί που όλα σου έλεγαν να το κάνεις. Το έχεις κερδίσει επάξια αυτό το γέλιο, κυριολεκτικά με το σπαθί σου, οπόταν απόλαυσε το στο έπακρο, νιώσε το στα έγκατα της ψυχής σου. Είναι, πλέον, κομμάτι της τελευταίας.
Η ζωή θα σου στείλει δυσκολίες. Αυτό είναι βέβαιο. Από την άλλη όμως, θα σε εξοπλίσει με τα απαραίτητα εργαλεία για να τις αντιμετωπίσεις. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται μέσα σου, και περιμένουν πυροδότηση κατά βούληση. Άλλα θα τα βρεις στο περιβάλλον σου, στο πρόσωπο αυτών που αγαπάς, και στις καρδιές αυτών που σε νοιάζονται.
Η δύναμη στις δυσκολίες απορρέει, τόσο ενδογενώς όσο και εξωγενώς. Από ‘κει και πέρα είναι στο χέρι σου να κάνεις καλή και σωστή χρήση αυτής της δύναμης για να υπερνικήσεις τις μαινόμενες δυσκολίες. Άσε που ορισμένες από αυτές δεν απαιτούν και ιδιαίτερη προσπάθεια για να νικηθούν, αφού εμείς τείνουμε να τους δίνουμε μεγαλύτερες διαστάσεις από τις πραγματικές τους.
Πέφτουμε στα πατώματα για έναν έρωτα που έληξε νωρίς, και άδοξα, πιστεύοντας πως το τρένο της αγάπης μας έχει εκτροχιαστεί, μα έχει πολλούς σταθμούς να κάνει ακόμη το συγκεκριμένο τρένο πριν να πιάσει μόνιμο φρένο στον τερματικό του, αλλά από το πάτωμα που είμαστε δεν φαίνεται καθαρά αυτή του η διαδρομή.
Φοβόμαστε μην τυχόν και γλιστρήσει η δουλειά μας μέσα από τα χέρια μας, μα αγνοούμε το γεγονός πως ο καλός δεν χάνεται ποτέ, και σε καμία περίπτωση, έτσι μια καλύτερη δουλειά περιμένει πάντα στη γωνία.
Όλες οι δυσκολίες είναι αντιμετωπίσιμες. Καμιά τους δεν έχει την απαιτούμενη δύναμη για να σε λυγίσει. Τις χρειάζεσαι, όμως, τις δυσκολίες. Τις θέλεις να έρχονται στη ζωή σου, έστω περιοδικά. Χρειάζεσαι το τεστ που σου δίνουν, αυτό που κάθε φορά σου επιβεβαιώνει τη δύναμη που κρύβεις μέσα σου. Βλέπεις, κάποιες φορές πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας υπό δοκιμασία, σκληρή μάλιστα, για να συνειδητοποιήσουμε την πραγματική έκταση της δύναμής μας, αλλά και για να προσθέσουμε ένα επιπλέον στρώμα στην τελευταία. Ένα επιπλέον στρώμα, για να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά που θα μας στείλει η ζωή στο μέλλον, ώσπου, δυσκολία με δυσκολία, να συνειδητοποιήσουμε πως, πολύ απλά, οι δυσκολίες έρχονται για να μας δυναμώσουν.
Τι να κάνεις όταν μέσα σου νιώθεις εσωτερικό κενό
Αν νιώθεις μέσα σου ότι είσαι άδειος, να ξέρεις ότι δεν είσαι ο μόνος άνθρωπος που αισθάνεται έτσι. Πολλοί άνθρωποι έχουν την αίσθηση του εσωτερικού κενού, για διαφορετικούς λόγους. Ίσως νιώθεις κενό επειδή σου λείπει κάτι από τη ζωή σου, ίσως έχεις μια απώλεια, μια μεγάλη αλλαγή. Ίσως πάλι να νιώθεις κενό επειδή σταδιακά αφήνεσαι, εγκαταλείπεις τον εαυτό σου, τα όνειρα, τις ελπίδες, τα σχέδια σου. Μπορεί πάλι να εγκαταλείπεις τον εαυτό σου επειδή είσαι τελειομανής ή επειδή περιμένεις την έγκριση και την αποδοχή των άλλων. Μια άλλη περίπτωση είναι ότι έχεις παραμελήσει τον εαυτό σου, τον ύπνο, τη διατροφή, την άσκηση, τη χαρά, επειδή έχεις αφοσιωθεί στη δουλειά σου.
Όποιος και αν είναι ο λόγος που παραμέλησες τον εαυτό σου, τα συναισθήματα είναι αρνητικά: άγχος, στεναχώρια, κατάθλιψη, ενοχή, ντροπή, θυμός, μοναξιά και εσωτερικό πάγωμα. Νιώθεις ότι τίποτα δε σε καλύπτει, τίποτα δε σε ευχαριστεί, δεν έχεις χαρά ζωής, η δουλειά σου δε σου λέει τίποτα, οι σχέσεις σου είναι δύσκολες κι εσύ νιώθεις άδειος.
Αν νιώθεις μέσα σου κενό, θα πρέπει να το κοιτάξεις, να μιλήσεις με έναν ειδικό και να βρεις τι το προκαλεί ώστε να το διαχειριστείς σωστά. Εδώ σου προτείνω μερικούς γενικούς τρόπους για να καλύψεις το κενό σου.
Με καλοσύνη και συμπόνια προς τον εαυτό σου παραδέξου ότι νιώθεις κενό μέσα σου
Αντί να αρχίσεις το αυτομαστίγωμα και να κατηγορείς τον εαυτό σου που νιώθεις έτσι, απλώς παραδέξου το. Μην το κρίνεις, μη λες ψέματα στον εαυτό σου και μη βρίσκεις δικαιολογίες. Κοίτα την αλήθεια σου κατάματα. Πες στον εαυτό σου «χρειάζομαι περισσότερη… αγάπη/κατανόηση/ζεστασιά» ή οτιδήποτε είναι αυτό που σου λείπει.
Τι χρησιμοποιείς για να καλύψεις το κενό;
Παρατήρησε και κατάγραψε με ειλικρίνεια τις μεθόδους που χρησιμοποιείς για να καλύψεις το εσωτερικό σου κενό. Ίσως το ρίχνεις στο φαγητό ή το τσιγάρο, ίσως πίνεις πολύ ή παίρνεις ναρκωτικά. Ή μπορεί να καρφώνεσαι μπροστά στην τηλεόραση ή το κομπιούτερ και να χάνεσαι. Μάθε να είσαι παρών στη ζωή σου και αφιέρωσε χρόνο στον εαυτό σου. Αντί να προσπαθείς να καλύψεις το εσωτερικό κενό με τρόπους που σε πάνε ακόμα πιο πίσω, κάθισε με τον εαυτό σου και εξερεύνησε τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις ανάγκες σου. Δώσε νόημα στη ζωή σου κάνοντας πράγματα που είναι σημαντικά για εσένα.
Πάρε μία φωτογραφία σέλφι
Φωτογράφισε τον εαυτό σου και παρατήρησε τον. Πώς δείχνεις; Τι νιώθεις; Σημείωσε τα συναισθήματά σου, ακόμα και αν σου φαίνονται ασήμαντα. Ποια ακριβώς είναι τα συναισθήματά σου αυτή τη στιγμή; Ονόμασέ τα, αποδέξου τα και άντεξε τα. Καθώς κάνεις αυτή την άσκηση σε καθημερινή βάση, θα διευρύνεις το παράθυρο αντοχής σου, θα μπορείς να αντέξεις περισσότερο τα έντονα αρνητικά συναισθήματα χωρίς να καταφεύγεις σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Εξερεύνησε το συναίσθημα του εσωτερικού κενού
Απάντησε με ειλικρίνεια στις παρακάτω ερωτήσεις:
Μήπως συγκρίνω διαρκώς τον εαυτό μου με άλλους;
Μήπως πάσχω από FoMo, τον φόβο ότι κάτι «χάνω» σε σύγκριση με τους άλλους, όπως τους βλέπω στα σόσιαλ μίντια;
Μήπως διαρκώς κρίνω και κατακρίνω τον εαυτό μου;
Μήπως βλέπω μόνο τα αρνητικά μου σημεία και βάζω στον εαυτό μου αρνητικές ταμπέλες, όπως πχ «αποτυχημένος», κλπ.;
Μήπως δε βλέπω ποτέ τα προτερήματά μου;
Μιλάω για τα συναισθήματά μου στον/τη σύντροφό μου ή σε κάποιον φίλο ή τα μειώνω;
Φροντίζω τον εαυτό μου, να κοιμάμαι, να τρώω σωστά, να αθλούμαι, να έχω κοινωνική ζωή και ηρεμία;
Μήπως διαρκώς φροντίζω τους άλλους και όχι τον εαυτό μου;
Ξέρω να λέω «όχι» και να βάζω όρια στις σχέσεις μου;
Έχω αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή εθισμούς για να κάνω τα συναισθήματά μου λιγότερο έντονα;
Μήπως κατηγορώ τον εαυτό μου για πράγματα που δεν είναι στο χέρι μου και τον έλεγχο μου;
Τι προσπαθώ να «αποδείξω»;
Σέβομαι τον εαυτό μου και νιώθω καλά για τις αποφάσεις που παίρνω και τα βήματα που κάνω;
Ενθάρρυνε τον εαυτό σου
Θυμήσου κάποιο περιστατικό από το παρελθόν σου που είχες μία δυσκολία και κατάφερες να την ξεπεράσεις. Μπορεί να πρόκειται για κάτι πολύ μικρό ή για κάτι από την παιδική σου ηλικία, δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι να εστιάσεις στο θετικό που εσύ έκανες, σε αυτό που μπόρεσες να πετύχεις με τις δυνάμεις και την προσπάθειά σου. Επικεντρώσου στο θετικό συναίσθημα.
Να θυμάσαι ότι το αίσθημα του κενού πάει χέρι-χέρι με τις αρνητικές σκέψεις. Είναι σημαντικό να αποδεχτείς ότι περνάς μία δύσκολη φάση και ότι η βοήθεια από ειδικό θα σε «ξεκολλήσει» και θα σου επιτρέψει να βρεις ξανά εσωτερική ισορροπία, πληρότητα και χαρά ζωής.
Όποιος και αν είναι ο λόγος που παραμέλησες τον εαυτό σου, τα συναισθήματα είναι αρνητικά: άγχος, στεναχώρια, κατάθλιψη, ενοχή, ντροπή, θυμός, μοναξιά και εσωτερικό πάγωμα. Νιώθεις ότι τίποτα δε σε καλύπτει, τίποτα δε σε ευχαριστεί, δεν έχεις χαρά ζωής, η δουλειά σου δε σου λέει τίποτα, οι σχέσεις σου είναι δύσκολες κι εσύ νιώθεις άδειος.
Αν νιώθεις μέσα σου κενό, θα πρέπει να το κοιτάξεις, να μιλήσεις με έναν ειδικό και να βρεις τι το προκαλεί ώστε να το διαχειριστείς σωστά. Εδώ σου προτείνω μερικούς γενικούς τρόπους για να καλύψεις το κενό σου.
Με καλοσύνη και συμπόνια προς τον εαυτό σου παραδέξου ότι νιώθεις κενό μέσα σου
Αντί να αρχίσεις το αυτομαστίγωμα και να κατηγορείς τον εαυτό σου που νιώθεις έτσι, απλώς παραδέξου το. Μην το κρίνεις, μη λες ψέματα στον εαυτό σου και μη βρίσκεις δικαιολογίες. Κοίτα την αλήθεια σου κατάματα. Πες στον εαυτό σου «χρειάζομαι περισσότερη… αγάπη/κατανόηση/ζεστασιά» ή οτιδήποτε είναι αυτό που σου λείπει.
Τι χρησιμοποιείς για να καλύψεις το κενό;
Παρατήρησε και κατάγραψε με ειλικρίνεια τις μεθόδους που χρησιμοποιείς για να καλύψεις το εσωτερικό σου κενό. Ίσως το ρίχνεις στο φαγητό ή το τσιγάρο, ίσως πίνεις πολύ ή παίρνεις ναρκωτικά. Ή μπορεί να καρφώνεσαι μπροστά στην τηλεόραση ή το κομπιούτερ και να χάνεσαι. Μάθε να είσαι παρών στη ζωή σου και αφιέρωσε χρόνο στον εαυτό σου. Αντί να προσπαθείς να καλύψεις το εσωτερικό κενό με τρόπους που σε πάνε ακόμα πιο πίσω, κάθισε με τον εαυτό σου και εξερεύνησε τα όνειρα, τις επιθυμίες, τις ανάγκες σου. Δώσε νόημα στη ζωή σου κάνοντας πράγματα που είναι σημαντικά για εσένα.
Πάρε μία φωτογραφία σέλφι
Φωτογράφισε τον εαυτό σου και παρατήρησε τον. Πώς δείχνεις; Τι νιώθεις; Σημείωσε τα συναισθήματά σου, ακόμα και αν σου φαίνονται ασήμαντα. Ποια ακριβώς είναι τα συναισθήματά σου αυτή τη στιγμή; Ονόμασέ τα, αποδέξου τα και άντεξε τα. Καθώς κάνεις αυτή την άσκηση σε καθημερινή βάση, θα διευρύνεις το παράθυρο αντοχής σου, θα μπορείς να αντέξεις περισσότερο τα έντονα αρνητικά συναισθήματα χωρίς να καταφεύγεις σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.
Εξερεύνησε το συναίσθημα του εσωτερικού κενού
Απάντησε με ειλικρίνεια στις παρακάτω ερωτήσεις:
Μήπως συγκρίνω διαρκώς τον εαυτό μου με άλλους;
Μήπως πάσχω από FoMo, τον φόβο ότι κάτι «χάνω» σε σύγκριση με τους άλλους, όπως τους βλέπω στα σόσιαλ μίντια;
Μήπως διαρκώς κρίνω και κατακρίνω τον εαυτό μου;
Μήπως βλέπω μόνο τα αρνητικά μου σημεία και βάζω στον εαυτό μου αρνητικές ταμπέλες, όπως πχ «αποτυχημένος», κλπ.;
Μήπως δε βλέπω ποτέ τα προτερήματά μου;
Μιλάω για τα συναισθήματά μου στον/τη σύντροφό μου ή σε κάποιον φίλο ή τα μειώνω;
Φροντίζω τον εαυτό μου, να κοιμάμαι, να τρώω σωστά, να αθλούμαι, να έχω κοινωνική ζωή και ηρεμία;
Μήπως διαρκώς φροντίζω τους άλλους και όχι τον εαυτό μου;
Ξέρω να λέω «όχι» και να βάζω όρια στις σχέσεις μου;
Έχω αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή εθισμούς για να κάνω τα συναισθήματά μου λιγότερο έντονα;
Μήπως κατηγορώ τον εαυτό μου για πράγματα που δεν είναι στο χέρι μου και τον έλεγχο μου;
Τι προσπαθώ να «αποδείξω»;
Σέβομαι τον εαυτό μου και νιώθω καλά για τις αποφάσεις που παίρνω και τα βήματα που κάνω;
Ενθάρρυνε τον εαυτό σου
Θυμήσου κάποιο περιστατικό από το παρελθόν σου που είχες μία δυσκολία και κατάφερες να την ξεπεράσεις. Μπορεί να πρόκειται για κάτι πολύ μικρό ή για κάτι από την παιδική σου ηλικία, δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι να εστιάσεις στο θετικό που εσύ έκανες, σε αυτό που μπόρεσες να πετύχεις με τις δυνάμεις και την προσπάθειά σου. Επικεντρώσου στο θετικό συναίσθημα.
Να θυμάσαι ότι το αίσθημα του κενού πάει χέρι-χέρι με τις αρνητικές σκέψεις. Είναι σημαντικό να αποδεχτείς ότι περνάς μία δύσκολη φάση και ότι η βοήθεια από ειδικό θα σε «ξεκολλήσει» και θα σου επιτρέψει να βρεις ξανά εσωτερική ισορροπία, πληρότητα και χαρά ζωής.
Νιώθω ευτυχισμένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω
Η άμαξά μου, τα άλογα ο αμαξάς κι εγώ (όπως έμαθα να αποκαλώ τον επιβάτη), καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια, καταφέραμε να περάσουμε το πρώτο τμήμα του δρόμου. Όσο προχωρούσαμε, το περιβάλλον άλλαζε: άλλοτε άγονο και καταθλιπτικό, κι άλλοτε ανθόσπαρτο – μια γλυκιά ανακούφιση. Μεταβάλλονταν οι κλιματικές συνθήκες και ο βαθμός δυσκολίας του δρόμου: πότε ομαλός και πεδινός, πότε ανώμαλος και απόκρημνος, πότε ολισθηρός και ανηφορικός. Άλλαζε, τέλος, η ψυχική μου κατάσταση: εδώ ήρεμος και αισιόδοξος, εκεί θλιμμένος και κουρασμένος, μετά δύσθυμος και οργισμένος.
Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό το κομμάτι της διαδρομής, έχω την αίσθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αλλαγές ήταν αυτές οι τελευταίες, οι εσωτερικές, λες και οι άλλες, οι εξωτερικές, καθορίζονταν από τις προηγούμενες, ή απλώς δεν υπήρχαν.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούργια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως Θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτ’ άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μού φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούργια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά- τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίζω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος αλλά όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο.
Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο… κι αυτό θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει το βήμα μου, αν κρίνουμε από την απόφασή του να γίνεται όλο και ωραιότερο.
Ξάφνου, διακρίνω στ’ αριστερά μου, σ’ ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, μια σκιά που κινείται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Κοιτάζω με προσοχή. Λίγο πιο μπροστά, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπω πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ’ εμένα.
Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα…
Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. Ζητώ από τον αμαξά να πάει πιο γρήγορα για να βρεθούμε δίπλα της. Τα άλογα τινάζονται μπροστά και καλπάζουν ξέφρενα. Χωρίς να τα καθοδηγεί κανείς, πλησιάζουν μόνα τους όλο και περισσότερο την άμαξα από την αριστερή πλευρά, σαν να θέλουν να μειώσουν την απόσταση που μας χωρίζει.
Τη διπλανή άμαξα τη σέρνουν κι αυτήν δύο άλογα κι έχει, κι αυτή, έναν αμαξά για να κρατάει τα γκέμια και να την οδηγεί. Τα άλογά της και τα δικά μου συντονίζουν αυθόρμητα τον τροχασμό τους και πηγαίνουν τώρα πλάι πλάι, σαν να αποτελούν μια μονάδα, ένα τέθριππο. Οι αμαξάδες μοιάζουν να έχουν βρει μια καλή στιγμή για να ξεκουραστούν, καθώς και οι δύο βολεύονται στη θέση τους, και με το βλέμμα χαμένο κρατούν τα γκέμια χαλαρά αφήνοντας τον δρόμο να μας πηγαίνει.
Τόσο πολύ με έχει συνεπάρει η κατάσταση, που περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι.
Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό «Γεια…». Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει:
«Γεια σου! Πας προς τα εκεί;»
«Ναι!» απαντώ με πρωτοφανή (για μένα τον ίδιο) χαρά.
«Πάμε μαζί;»
«Σύμφωνοι…» μου λέει, «πάμε».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος.
Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη.
Νιώθω ευτυχισμένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούργια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως Θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτ’ άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μού φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούργια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά- τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίζω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος αλλά όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο.
Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο… κι αυτό θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει το βήμα μου, αν κρίνουμε από την απόφασή του να γίνεται όλο και ωραιότερο.
Ξάφνου, διακρίνω στ’ αριστερά μου, σ’ ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, μια σκιά που κινείται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Κοιτάζω με προσοχή. Λίγο πιο μπροστά, σ’ ένα ξέφωτο, βλέπω πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ’ εμένα.
Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα…
Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. Ζητώ από τον αμαξά να πάει πιο γρήγορα για να βρεθούμε δίπλα της. Τα άλογα τινάζονται μπροστά και καλπάζουν ξέφρενα. Χωρίς να τα καθοδηγεί κανείς, πλησιάζουν μόνα τους όλο και περισσότερο την άμαξα από την αριστερή πλευρά, σαν να θέλουν να μειώσουν την απόσταση που μας χωρίζει.
Τη διπλανή άμαξα τη σέρνουν κι αυτήν δύο άλογα κι έχει, κι αυτή, έναν αμαξά για να κρατάει τα γκέμια και να την οδηγεί. Τα άλογά της και τα δικά μου συντονίζουν αυθόρμητα τον τροχασμό τους και πηγαίνουν τώρα πλάι πλάι, σαν να αποτελούν μια μονάδα, ένα τέθριππο. Οι αμαξάδες μοιάζουν να έχουν βρει μια καλή στιγμή για να ξεκουραστούν, καθώς και οι δύο βολεύονται στη θέση τους, και με το βλέμμα χαμένο κρατούν τα γκέμια χαλαρά αφήνοντας τον δρόμο να μας πηγαίνει.
Τόσο πολύ με έχει συνεπάρει η κατάσταση, που περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι.
Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό «Γεια…». Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει:
«Γεια σου! Πας προς τα εκεί;»
«Ναι!» απαντώ με πρωτοφανή (για μένα τον ίδιο) χαρά.
«Πάμε μαζί;»
«Σύμφωνοι…» μου λέει, «πάμε».
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος.
Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη.
Νιώθω ευτυχισμένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.
Ο άνθρωπος δεν έχει γνώση
Είναι άραγε στο χέρι του ανθρώπου να βρει αυτό που ψάχνει; Αυτή η αναζήτηση της αλήθειας στην οποία ο άνθρωπος έχει εμπλακεί εδώ και τόσους αιώνες, τον πλούτισε μήπως με κάποια νέα ισχύ ή κάποια σταθερή αλήθεια; Τώρα επιτέλους είναι η ώρα να δούμε αυτό το ζήτημα.
Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).
Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.
Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίσει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.
Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: “Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).
Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.
Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.
Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.
Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς.
(ΚΙΚΕΡΩΝ)
Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. (ΚΙΚΕΡΩΝ)
Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.
Που ροχαλίζει ξυπνητός
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει,
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν. Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν. Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.
Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.
Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.
Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.
Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά. Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους. Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε. Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. Μάλιστα! Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκου ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.
Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; “- Τι θα έπρεπε να διαλέξω; – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.
Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).
Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.
Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίσει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.
Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: “Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).
Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.
Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.
Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.
Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς.
(ΚΙΚΕΡΩΝ)
Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. (ΚΙΚΕΡΩΝ)
Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.
Που ροχαλίζει ξυπνητός
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει,
(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν. Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν. Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.
Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.
Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.
Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)
Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.
Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά. Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους. Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε. Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο. (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)
Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. Μάλιστα! Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκου ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.
Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; “- Τι θα έπρεπε να διαλέξω; – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.
Αγάπη και ελευθερία – και οι δυο φτερούγες χρειάζονται
Όταν είσαι μόνος, νιώθεις μοναξιά, νιώθεις να σου λείπει ο άλλος. Η ζωή σου μοιάζει μισή. Χάνει τη χαρά, χάνει τη ροή, το άνθισμα. Παραμένει υποσιτισμένη.
Αν είσαι με άλλον, τότε προκύπτει ένα καινούργιο πρόβλημα, γιατί ο άλλος αρχίζει να καταπατά τον χώρο σου. Αρχίζει να σου βάζει όρους, να ζητάει πράγματα από σένα, αρχίζει να καταστρέφει την ελευθερία σου κι αυτό πληγώνει.
Και μέχρι τώρα η ανθρωπότητα έχει ζήσει με τέτοιο τρελό τρόπο, που μόνο μία ανάγκη μπορείς να ικανοποιήσεις: Μπορείς να είσαι ελεύθερος, μόνον αν εγκαταλείψεις την ιδέα της αγάπης.
Αυτό κάνουν οι μοναχοί και οι καλόγριες όλων των θρησκειών: Εγκατέλειψε την ιδέα της αγάπης και είσαι ελεύθερος.
Δεν υπάρχει κανένας για να σε εμποδίσει, δεν υπάρχει κανένας για να ανακατευτεί μαζί σου, κανένας για να έχει απαιτήσεις, κανένας για να σε κατέχει. Τότε όμως η ζωή γίνεται κρύα, σχεδόν νεκρή.
Δεν υπάρχει χορός ούτε χαρά ούτε τραγούδι. Όλα τα τραγούδια έχουν εξαφανιστεί, κάθε χαρά έχει πεθάνει. Είναι παράλυτοι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Είναι ανάπηροι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Δεν υπάρχει τίποτα για να χορέψουν. Οι ενέργειές τους είναι κολλημένες, δεν ρέουν πια. Για τη ροή χρειάζεται ο άλλος. Χωρίς τον άλλο δεν υπάρχει ροή.
Και η πλειοψηφία της ανθρωπότητας έχει προτιμήσει την αγάπη κι έχει εγκαταλείψει την ιδέα της ελευθερίας. Τότε οι άνθρωποι ζουν σαν σκλάβοι. Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε πράγμα, σε είδος και το ίδιο έχει κάνει και η γυναίκα με τον δικό της επιδέξιο τρόπο: Έχει καταδυναστεύσει όλους τους συζύγους.
Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε σκλάβα και η γυναίκα έχει υποβιβάσει τον άντρα σε σκλάβο. Και φυσικά και οι δύο μισούν τη σκλαβιά και οι δύο της αντιστέκονται. Συνεχώς μάχονται και με την παραμικρή αφορμή αρχίζει η μάχη.
Στο βάθος όμως βρίσκεται η πραγματική μάχη: Η πραγματική μάχη βρίσκεται στο ότι και οι δύο αποζητούν την ελευθερία. Δεν μπορούν να το πουν τόσο ξεκάθαρα, μπορεί ακόμη και να το έχουν ξεχάσει εντελώς.
Για χιλιάδες χρόνια, αυτός είναι ο τρόπος που έχουν ζήσει οι άνθρωποι. Έχουν δει τον πατέρα τους και τη μητέρα τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο, έχουν δει τους παππούδες τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο… Μ’ αυτόν τον τρόπο ζουν οι άνθρωποι, τον έχουν αποδεχτεί. Η ελευθερία τους έχει καταστραφεί.
Είναι σαν να προσπαθούμε να πετάξουμε στον ουρανό με ένα φτερό. Μερικοί άνθρωποι έχουν το φτερό της αγάπης και μερικοί έχουν το φτερό της ελευθερίας. Και οι δύο είναι ανίκανοι να πετάξουν. Χρειάζονται και τα δύο φτερά.
Η αγάπη είναι φυσική ανάγκη. Είναι σαν το φαγητό. Αν πεινάς, φυσικά θα αισθάνεσαι μια βαθιά ανησυχία. Χωρίς αγάπη, η ψυχή σου πεινάει. Η αγάπη είναι η τροφή της ψυχής.
Όπως ακριβώς το σώμα χρειάζεται φαγητό, νερό και αέρα, έτσι και η ψυχή χρειάζεται αγάπη. Αλλά η ψυχή χρειάζεται και ελευθερία. Και είναι ένα από τα πιο περίεργα πράγματα το ότι δεν έχουμε δεχθεί ακόμη αυτό το γεγονός.
Αν αγαπάς, δεν υπάρχει ανάγκη να σου καταστρέψουν την ελευθερία σου. Και τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν, δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους. Εξαιτίας της ανοησίας μας έχουμε δημιουργήσει ανταγωνισμό.
Γι’ αυτό οι μοναχοί νομίζουν πως οι εγκόσμιοι άνθρωποι είναι ανόητοι και κατά βάθος οι εγκόσμιοι άνθρωποι ξέρουν πως οι μοναχοί είναι ανόητοι, γιατί χάνουν όλες τις χαρές της ζωής.
Μάλλον θα πρέπει να αλλάξεις τη νοοτροπία σου σχετικά με την αγάπη και την ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, δώσε του όμως ολοκληρωτική ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, ξεκαθάρισέ του όμως από την πρώτη κιόλας στιγμή πως δεν πουλάς την ελευθερία σου.
Επέμενε για ελευθερία και μη χάνεις την αγάπη! Δεν υπάρχει ανάγκη. Δεν υπάρχει φυσική έχθρα ανάμεσα στην ελευθερία και την αγάπη. Πρόκειται απλώς για μια καλλιεργημένη εχθρότητα. Φυσικά, επί αιώνες έχει γίνει έτσι, οπότε το έχεις συνηθίσει, έχει γίνει κατεστημένο.
Όταν είσαι απελευθερωμένος, θα μπορέσεις να δεις την ομορφιά της αγάπης και της ελευθερίας μαζί. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν πραγματικά αγαπάς το άτομο, θα του δώσεις απόλυτη ελευθερία. Αυτό είναι ένα δώρο αγάπης. Και όταν υπάρχει ελευθερία, τότε η αγάπη ανταποκρίνεται απεριόριστα.
Όταν δίνεις ελευθερία σε κάποιον, του έχεις δώσει το μεγαλύτερο δώρο και τότε
η αγάπη έρχεται σε σένα τρέχοντας.
Η αγάπη είναι μια βασική ανάγκη, όσο βασική είναι η ελευθερία, οπότε και οι δύο χρειάζεται να ικανοποιηθούν. Και ένας άνθρωπος γεμάτος από αγάπη και ελευθερία είναι ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα στον κόσμο. Και όταν συναντιόνται δύο πρόσωπα τέτοιας ομορφιάς, τότε η σχέση τους δεν είναι καθόλου σχέση. Είναι σύνδεσμος. Είναι μια συνεχής ροή, σαν του ποταμού. Συνεχώς κατευθύνεται προς μεγαλύτερα ύψη.
Όταν ένα ώριμο άτομο είναι μόνο του, νιώθει πληρότητα. Όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, τη δίνει χωρίς κανένα κίνητρο, απλώς τη δίνει. Και όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, αισθάνεται ευγνωμοσύνη που έχεις δεχθεί την αγάπη. Δεν προσδοκεί να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό, όχι, καθόλου, ούτε και χρειάζεται τις ευχαριστίες σου. Σε ευχαριστεί που δέχθηκες την αγάπη του.
Και όταν δύο ώριμα άτομα είναι ερωτευμένα, συμβαίνει ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ζωής, ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα: Είναι μαζί κι όμως απίστευτα μόνοι. Είναι τόσο πολύ μαζί, που είναι σχεδόν σαν ένα.
Η ενότητά τους όμως δεν καταστρέφει την ατομικότητά τους, στην πραγματικότητα, την εντείνει: Γίνονται περισσότερο άτομα. Δύο ερωτευμένα ώριμα άτομα βοηθούν το ένα το άλλο να γίνουν περισσότερο ελεύθερα. Δεν υπεισέρχεται καμία πολιτική ούτε διπλωματία, καμία προσπάθεια για κυριαρχία. Πώς μπορείς να δυναστεύεις το άτομο που αγαπάς;
Σκέψου το μονάχα. Η κυριαρχία είναι ένα είδος μίσους, θυμού, εχθρότητας. Πώς μπορείς να δυναστεύσεις το άτομο που αγαπάς; Θα ήθελες να δεις το άτομο τελείως ελεύθερο, ανεξάρτητο, οπότε θα του δώσεις περισσότερη ατομικότητα.
Γι’ αυτό το αποκαλώ το μεγαλύτερο παράδοξο: Είναι τόσο πολύ μαζί, ώστε να γίνονται σχεδόν ένα, όμως, μέσα σ’ αυτή την ενότητα, παραμένουν ακόμη άτομα. Οι προσωπικότητές τους δεν εξαλείφονται, εξυψώνονται περισσότερο. Ο σύντροφός τους τους έχει εμπλουτίσει σε ό, τι αφορά την ελευθερία τους.
Όταν ερωτεύονται οι ανώριμοι άνθρωποι, καταστρέφουν την ελευθερία του άλλου, υποδουλώνουν, φυλακίζουν. Όταν ερωτεύονται τα ώριμα άτομα, βοηθούν ο ένας τον άλλο να είναι ελεύθεροι, βοηθούν ο ένας τον άλλο να καταστρέψουν κάθε είδους υποδούλωση. Και όταν η αγάπη ρέει με ελευθερία, υπάρχει ομορφιά. Όταν όμως ρέει με εξάρτηση, υπάρχει ασχήμια.
Να θυμάσαι, η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία από την αγάπη. Οπότε, αν η αγάπη καταστρέφει την ελευθερία, τότε δεν αξίζει. Η αγάπη μπορεί και να παραληφθεί.
Η ελευθερία πρέπει να διασωθεί. Η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία. Και χωρίς ελευθερία δεν μπορείς ποτέ να είσαι χαρούμενος. Αυτό είναι αδύνατον! Η ελευθερία είναι επιθυμία κάθε άντρα και κάθε γυναίκας.
Απόλυτη ελευθερία! Πέρα για πέρα ελευθερία! Έτσι, οτιδήποτε καταστρέφει την ελευθερία, ο άλλος αρχίζει να το μισεί.
Πράγματι, όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, δεν θα πρέπει να μένουν μαζί όλο το εικοσιτετράωρο. Είναι πάρα πολύ βλαβερό για εκείνους κι ακόμη περισσότερο είναι βλαβερό για την ίδια την αγάπη.
Οι άνθρωποι σκοτώνουν και καταστρέφουν την αγάπη τους με το να μένουν μαζί τόσο πολύ, γιατί στο βάθος κάτι παραβιάζεται. Ο καθένας χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χώρο και οι εραστές αναμιγνύονται υπερβολικά, ο ένας στη ζωή του άλλου, χωρίς να το γνωρίζουν. Αγαπούν, έτσι θέλουν να προσκολλούνται και ν’ αναμιγνύονται με το καθετί. Και να πώς καταστρέφεται κάθε αγάπη.
Η αγάπη μπορεί να είναι υπερβολικά όμορφη, όταν δεν καταστρέφεται. Αν καταστρέφεται, μπορεί να γίνει η μεγαλύτερη κόλαση που υπάρχει.
Αν ζεις για πάρα πολύ καιρό μόνος, βαριέσαι. Δεν υπάρχει διέγερση. Μονάχα εσύ και εσύ και εσύ. Είναι μονότονο, μία και μοναδική νότα. Θέλεις μια αλλαγή, λίγο καρύκευμα. Ο άλλος φέρνει την αλλαγή, φέρνει έναν άλλο κόσμο μέσα στο δικό σου κι αυτό είναι χρήσιμο.
Έτσι, όταν αισθάνεσαι την ανάγκη του άλλου, αναζήτησέ τον. Και μόλις νιώσεις ότι η ανάγκη έχει εκπληρωθεί, επέστρεψε στο δικό σου κόσμο. Οι εραστές μπορούν να μάθουν αυτό το ρυθμό: Να είναι ο καθένας μόνος του, αλλά και να συνυπάρχουν. Και συνεχώς να κινούνται ανάμεσα στα δύο.
Αν το άλλο πρόσωπο σ’ αγαπά, θα σεβαστεί την ανάγκη σου να μείνεις μόνος, και αν το αγαπάς, θα σεβαστείς την ανάγκη του. Η εναλλακτική λύση βρίσκεται ανάμεσα στην αγάπη και στη μη αγάπη.
Αν δεν αφήνεις χώρο στο άλλο πρόσωπο, τότε, σιγά-σιγά αυτό γίνεται δυστυχισμένο και θα δραπετεύσει τελείως. Λοιπόν, δώσε του λίγο χώρο, μην προσκολλάσαι και τότε η ερωτική σχέση μπορεί να γίνει κάτι μόνιμο. Μπορεί να συνεχίζεται και να συνεχίζεται, αν το σχοινί είναι αρκετά μακρύ.
Αν το σχοινί είναι πολύ κοντό, αργά ή γρήγορα ο ένας αισθάνεται φυλακισμένος και μόλις έρθει αυτό το συναίσθημα, τότε η ελευθερία γίνεται πιο σημαντική από την αγάπη.
Η ελευθερία δεν είναι πιο σημαντική από την αγάπη, αλλά την αισθάνεσαι έτσι, αν η ίδια η αγάπη γίνει μια φυλακή. Αν η αγάπη συνεχίζει να ξεχειλίζει από ελευθερία, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα.
Το πρόβλημα προκύπτει γιατί νομίζουν ότι εσύ προσπαθείς να δραπετεύσεις και ότι η αγάπη θα καταστραφεί, οπότε φοβούνται και προσκολλώνται περισσότερο. Όσο περισσότερο προσκολλώνται, τόσο περισσότερο αρχίζεις να δραπετεύεις. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Εφόσον η κατανόηση ρέει μεταξύ σας, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είμαστε εδώ για να κάνουμε ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο, όχι δυστυχισμένο. Αν κάνεις τον άλλο ευτυχισμένο, η δική σου ευτυχία αυξάνεται και ο άλλος στο ανταποδίδει ατελείωτα. Μπορεί να συνεχίσει να αντανακλάται με χίλιους δυο τρόπους.
Υπάρχει ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα προβλήματα σε κάθε σχέση άντρα – γυναίκας. Ο άντρας έχει περισσότερη ανάγκη από ελευθερία, παρά από αγάπη και η γυναίκα έχει περισσότερη ανάγκη από αγάπη, παρά από ελευθερία. Δεν είναι μόνο δικό σου πρόβλημα. Αποτελεί πρόβλημα για όλο τον κόσμο, για κάθε ζευγάρι.
Η γυναίκα δεν ανησυχεί καθόλου για ελευθερία. Είναι έτοιμη να γίνει σκλάβα αν κάνει και τον άλλο σκλάβο. Είναι έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε δέσμευση, αν δεσμευτεί και ο άλλος. Είναι έτοιμη να ζήσει σε μια φυλακή, αν κι ο άλλος είναι έτοιμος να ζήσει σ’ ένα σκοτεινό κελί.
Και ο άντρας είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και την αγάπη του, αν ριψοκινδυνεύει η ελευθερία του. Θα ήθελε να ζήσει στον ανοιχτό ουρανό, ακόμη και μόνος, δεν πειράζει. Θα ήθελε να ζει σε μια αγαπημένη σχέση, αυτή όμως γίνεται σκοτεινή φυλακή. Λοιπόν αυτό είναι το πρόβλημα.
Αν έχουν κατανόηση, τα βρίσκουν. Αυτός μειώνει λίγο την ανάγκη του για ελευθερία και η γυναίκα την ανάγκη της για δέσμευση και κτητικότητα και έρχονται σε ισορροπία. Τότε, η γυναίκα χρειάζεται πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό δέσμευση και ο άνδρας πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό ελευθερία. Τότε υπάρχει μια δυνατότητα για κατανόηση και ανάπτυξη.
Αν εσύ ζητάς εκατό τοις εκατό δέσμευση κι εκείνος ζητάει εκατό τοις εκατό ελευθερία, τότε θα υπάρχει συνεχής διαμάχη και διαπληκτισμοί και γκρίνια κι αυτό είναι άσχημο. Και ποιό είναι το νόημα όλου αυτού; Βρίσκεις κάποιον άλλον. Εσύ μπορεί να βρεις κάποιον που να θέλει να είναι δεσμευμένος και ο άλλος μπορεί να βρει κάποια που να του επιτρέπει την ελευθερία του.
Η παροχή της ελευθερίας πρέπει να γίνεται χωρίς όρους. Με ή χωρίς σεξ, δεν είναι εκεί το θέμα. Όταν δίνεις στο άλλο άτομο το δικό του χώρο, τον δίνεις ολοκληρωτικά, χωρίς περιορισμούς. Δεν πρόκειται για ένα μακρύ σχοινί, δεν υπάρχει σχοινί. Αν με την ελευθερία εννοείς ένα μακρύ σχοινί, αυτό δεν είναι ελευθερία. Είναι απλά εξυπνάδα και πανουργία και δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Δίνεις χώρο και ελευθερία, αλλά συνεχίζεις να ελπίζεις πως δεν θα θεωρηθεί δεδομένο. Εδώ βρίσκεται και η σύγχυση, γι’ αυτό αισθάνεσαι ανισορροπία. Δίνουμε ελευθερία στον άλλο, με την ιδέα ότι ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Στο βάθος συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι ο άλλος θα αισθάνεται υποχρεωμένος σε μας, ότι θα μας ερωτευθεί περισσότερο. Δίνουμε ελευθερία, αλλά με τη βαθιά ασυνείδητη ελπίδα πως ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Αν ο άλλος τη χρησιμοποιήσει, τότε δημιουργείται το πρόβλημα.
Δώσε απόλυτη ελευθερία. Το να κάνεις κάποιον να αισθάνεται ένοχος, είναι αμαρτία.
Δεν υπάρχει άλλη αμαρτία σαν αυτή. Ακρωτηριάζει τους ανθρώπους, τους παραλύει. Λοιπόν πες στον άλλο να είναι τελείως ελεύθερος και να μην αισθάνεται καμία ενοχή.
Από τη στιγμή που το έχεις αποδεχτεί, θα αισθανθείς μια πάρα πολύ βαθιά ελευθερία μέσα σου, γιατί αυτός είναι ένας βασικός νόμος: Αν μπορείς να δώσεις ελευθερία στους άλλους, τότε την έχεις κι εσύ. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την ελευθερία.
Αν δεν δίνεις ελευθερία στους άλλους, τότε δεν την έχεις, δεν μπορείς να την έχεις. Όσο περισσότερο τη δίνεις, τόσο περισσότερο την έχεις. Όσο πιο λίγο δίνεις, τόσο πιο λίγο έχεις.
Είναι δίκοπο μαχαίρι. Κόβει κι απ’ τις δυο πλευρές. Δίνεις ελευθερία στον άλλο κι αμέσως είσαι ελεύθερος. Προσπάθησε να δημιουργήσεις μια δέσμευση, μια κτητικότητα γύρω απ’ τον άλλο και είσαι κι εσύ δεμένος, είσαι σκλάβος. Είναι αμοιβαίο.
Μπορείς να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον με δύο τρόπους. Μπορείς να υποχρεωθείς με το νόμο, με τη συνείδηση, με την ενοχή, με τη θρησκεία, με την αστυνομία. Τότε βρίσκεσαι κοντά, αλλά δεν είσαι κοντά. Μόνο με το σώμα βρίσκεσαι κοντά. Υπάρχει ένα άλλο πλησίασμα, που προκύπτει από την ελευθερία. Και οι δύο σύντροφοι είναι ελεύθεροι να είναι όσο μακριάθέλουν, παρά ταύτα διαλέγουν να είναι κοντά. Είναι μια επιλογή που πηγάζει από απόλυτη ελευθερία. Έχει μια διαφορετική ευωδιά. Δεν έχει να κάνει μ’ αυτόν τον κόσμο! Σχεδόν πρόκειται για κάτι από άλλον κόσμο.
Γι’ αυτό απλά δέξου το και δέξου το με χαρά. Νιώσε χαρούμενος, που μπόρεσες να της προσφέρεις τέτοια ελευθερία.
Αν είσαι με άλλον, τότε προκύπτει ένα καινούργιο πρόβλημα, γιατί ο άλλος αρχίζει να καταπατά τον χώρο σου. Αρχίζει να σου βάζει όρους, να ζητάει πράγματα από σένα, αρχίζει να καταστρέφει την ελευθερία σου κι αυτό πληγώνει.
Και μέχρι τώρα η ανθρωπότητα έχει ζήσει με τέτοιο τρελό τρόπο, που μόνο μία ανάγκη μπορείς να ικανοποιήσεις: Μπορείς να είσαι ελεύθερος, μόνον αν εγκαταλείψεις την ιδέα της αγάπης.
Αυτό κάνουν οι μοναχοί και οι καλόγριες όλων των θρησκειών: Εγκατέλειψε την ιδέα της αγάπης και είσαι ελεύθερος.
Δεν υπάρχει κανένας για να σε εμποδίσει, δεν υπάρχει κανένας για να ανακατευτεί μαζί σου, κανένας για να έχει απαιτήσεις, κανένας για να σε κατέχει. Τότε όμως η ζωή γίνεται κρύα, σχεδόν νεκρή.
Δεν υπάρχει χορός ούτε χαρά ούτε τραγούδι. Όλα τα τραγούδια έχουν εξαφανιστεί, κάθε χαρά έχει πεθάνει. Είναι παράλυτοι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Είναι ανάπηροι. Πώς μπορούν να χορέψουν; Δεν υπάρχει τίποτα για να χορέψουν. Οι ενέργειές τους είναι κολλημένες, δεν ρέουν πια. Για τη ροή χρειάζεται ο άλλος. Χωρίς τον άλλο δεν υπάρχει ροή.
Και η πλειοψηφία της ανθρωπότητας έχει προτιμήσει την αγάπη κι έχει εγκαταλείψει την ιδέα της ελευθερίας. Τότε οι άνθρωποι ζουν σαν σκλάβοι. Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε πράγμα, σε είδος και το ίδιο έχει κάνει και η γυναίκα με τον δικό της επιδέξιο τρόπο: Έχει καταδυναστεύσει όλους τους συζύγους.
Ο άντρας έχει υποβιβάσει τη γυναίκα σε σκλάβα και η γυναίκα έχει υποβιβάσει τον άντρα σε σκλάβο. Και φυσικά και οι δύο μισούν τη σκλαβιά και οι δύο της αντιστέκονται. Συνεχώς μάχονται και με την παραμικρή αφορμή αρχίζει η μάχη.
Στο βάθος όμως βρίσκεται η πραγματική μάχη: Η πραγματική μάχη βρίσκεται στο ότι και οι δύο αποζητούν την ελευθερία. Δεν μπορούν να το πουν τόσο ξεκάθαρα, μπορεί ακόμη και να το έχουν ξεχάσει εντελώς.
Για χιλιάδες χρόνια, αυτός είναι ο τρόπος που έχουν ζήσει οι άνθρωποι. Έχουν δει τον πατέρα τους και τη μητέρα τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο, έχουν δει τους παππούδες τους να έχουν ζήσει με τον ίδιο τρόπο… Μ’ αυτόν τον τρόπο ζουν οι άνθρωποι, τον έχουν αποδεχτεί. Η ελευθερία τους έχει καταστραφεί.
Είναι σαν να προσπαθούμε να πετάξουμε στον ουρανό με ένα φτερό. Μερικοί άνθρωποι έχουν το φτερό της αγάπης και μερικοί έχουν το φτερό της ελευθερίας. Και οι δύο είναι ανίκανοι να πετάξουν. Χρειάζονται και τα δύο φτερά.
Η αγάπη είναι φυσική ανάγκη. Είναι σαν το φαγητό. Αν πεινάς, φυσικά θα αισθάνεσαι μια βαθιά ανησυχία. Χωρίς αγάπη, η ψυχή σου πεινάει. Η αγάπη είναι η τροφή της ψυχής.
Όπως ακριβώς το σώμα χρειάζεται φαγητό, νερό και αέρα, έτσι και η ψυχή χρειάζεται αγάπη. Αλλά η ψυχή χρειάζεται και ελευθερία. Και είναι ένα από τα πιο περίεργα πράγματα το ότι δεν έχουμε δεχθεί ακόμη αυτό το γεγονός.
Αν αγαπάς, δεν υπάρχει ανάγκη να σου καταστρέψουν την ελευθερία σου. Και τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν, δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους. Εξαιτίας της ανοησίας μας έχουμε δημιουργήσει ανταγωνισμό.
Γι’ αυτό οι μοναχοί νομίζουν πως οι εγκόσμιοι άνθρωποι είναι ανόητοι και κατά βάθος οι εγκόσμιοι άνθρωποι ξέρουν πως οι μοναχοί είναι ανόητοι, γιατί χάνουν όλες τις χαρές της ζωής.
Μάλλον θα πρέπει να αλλάξεις τη νοοτροπία σου σχετικά με την αγάπη και την ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, δώσε του όμως ολοκληρωτική ελευθερία. Αγάπα τον άλλο, ξεκαθάρισέ του όμως από την πρώτη κιόλας στιγμή πως δεν πουλάς την ελευθερία σου.
Επέμενε για ελευθερία και μη χάνεις την αγάπη! Δεν υπάρχει ανάγκη. Δεν υπάρχει φυσική έχθρα ανάμεσα στην ελευθερία και την αγάπη. Πρόκειται απλώς για μια καλλιεργημένη εχθρότητα. Φυσικά, επί αιώνες έχει γίνει έτσι, οπότε το έχεις συνηθίσει, έχει γίνει κατεστημένο.
Όταν είσαι απελευθερωμένος, θα μπορέσεις να δεις την ομορφιά της αγάπης και της ελευθερίας μαζί. Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν πραγματικά αγαπάς το άτομο, θα του δώσεις απόλυτη ελευθερία. Αυτό είναι ένα δώρο αγάπης. Και όταν υπάρχει ελευθερία, τότε η αγάπη ανταποκρίνεται απεριόριστα.
Όταν δίνεις ελευθερία σε κάποιον, του έχεις δώσει το μεγαλύτερο δώρο και τότε
η αγάπη έρχεται σε σένα τρέχοντας.
Η αγάπη είναι μια βασική ανάγκη, όσο βασική είναι η ελευθερία, οπότε και οι δύο χρειάζεται να ικανοποιηθούν. Και ένας άνθρωπος γεμάτος από αγάπη και ελευθερία είναι ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα στον κόσμο. Και όταν συναντιόνται δύο πρόσωπα τέτοιας ομορφιάς, τότε η σχέση τους δεν είναι καθόλου σχέση. Είναι σύνδεσμος. Είναι μια συνεχής ροή, σαν του ποταμού. Συνεχώς κατευθύνεται προς μεγαλύτερα ύψη.
Όταν ένα ώριμο άτομο είναι μόνο του, νιώθει πληρότητα. Όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, τη δίνει χωρίς κανένα κίνητρο, απλώς τη δίνει. Και όταν ένα ώριμο άτομο δίνει αγάπη, αισθάνεται ευγνωμοσύνη που έχεις δεχθεί την αγάπη. Δεν προσδοκεί να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό, όχι, καθόλου, ούτε και χρειάζεται τις ευχαριστίες σου. Σε ευχαριστεί που δέχθηκες την αγάπη του.
Και όταν δύο ώριμα άτομα είναι ερωτευμένα, συμβαίνει ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ζωής, ένα από τα πιο όμορφα φαινόμενα: Είναι μαζί κι όμως απίστευτα μόνοι. Είναι τόσο πολύ μαζί, που είναι σχεδόν σαν ένα.
Η ενότητά τους όμως δεν καταστρέφει την ατομικότητά τους, στην πραγματικότητα, την εντείνει: Γίνονται περισσότερο άτομα. Δύο ερωτευμένα ώριμα άτομα βοηθούν το ένα το άλλο να γίνουν περισσότερο ελεύθερα. Δεν υπεισέρχεται καμία πολιτική ούτε διπλωματία, καμία προσπάθεια για κυριαρχία. Πώς μπορείς να δυναστεύεις το άτομο που αγαπάς;
Σκέψου το μονάχα. Η κυριαρχία είναι ένα είδος μίσους, θυμού, εχθρότητας. Πώς μπορείς να δυναστεύσεις το άτομο που αγαπάς; Θα ήθελες να δεις το άτομο τελείως ελεύθερο, ανεξάρτητο, οπότε θα του δώσεις περισσότερη ατομικότητα.
Γι’ αυτό το αποκαλώ το μεγαλύτερο παράδοξο: Είναι τόσο πολύ μαζί, ώστε να γίνονται σχεδόν ένα, όμως, μέσα σ’ αυτή την ενότητα, παραμένουν ακόμη άτομα. Οι προσωπικότητές τους δεν εξαλείφονται, εξυψώνονται περισσότερο. Ο σύντροφός τους τους έχει εμπλουτίσει σε ό, τι αφορά την ελευθερία τους.
Όταν ερωτεύονται οι ανώριμοι άνθρωποι, καταστρέφουν την ελευθερία του άλλου, υποδουλώνουν, φυλακίζουν. Όταν ερωτεύονται τα ώριμα άτομα, βοηθούν ο ένας τον άλλο να είναι ελεύθεροι, βοηθούν ο ένας τον άλλο να καταστρέψουν κάθε είδους υποδούλωση. Και όταν η αγάπη ρέει με ελευθερία, υπάρχει ομορφιά. Όταν όμως ρέει με εξάρτηση, υπάρχει ασχήμια.
Να θυμάσαι, η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία από την αγάπη. Οπότε, αν η αγάπη καταστρέφει την ελευθερία, τότε δεν αξίζει. Η αγάπη μπορεί και να παραληφθεί.
Η ελευθερία πρέπει να διασωθεί. Η ελευθερία έχει μεγαλύτερη αξία. Και χωρίς ελευθερία δεν μπορείς ποτέ να είσαι χαρούμενος. Αυτό είναι αδύνατον! Η ελευθερία είναι επιθυμία κάθε άντρα και κάθε γυναίκας.
Απόλυτη ελευθερία! Πέρα για πέρα ελευθερία! Έτσι, οτιδήποτε καταστρέφει την ελευθερία, ο άλλος αρχίζει να το μισεί.
Πράγματι, όταν δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, δεν θα πρέπει να μένουν μαζί όλο το εικοσιτετράωρο. Είναι πάρα πολύ βλαβερό για εκείνους κι ακόμη περισσότερο είναι βλαβερό για την ίδια την αγάπη.
Οι άνθρωποι σκοτώνουν και καταστρέφουν την αγάπη τους με το να μένουν μαζί τόσο πολύ, γιατί στο βάθος κάτι παραβιάζεται. Ο καθένας χρειάζεται ένα συγκεκριμένο χώρο και οι εραστές αναμιγνύονται υπερβολικά, ο ένας στη ζωή του άλλου, χωρίς να το γνωρίζουν. Αγαπούν, έτσι θέλουν να προσκολλούνται και ν’ αναμιγνύονται με το καθετί. Και να πώς καταστρέφεται κάθε αγάπη.
Η αγάπη μπορεί να είναι υπερβολικά όμορφη, όταν δεν καταστρέφεται. Αν καταστρέφεται, μπορεί να γίνει η μεγαλύτερη κόλαση που υπάρχει.
Αν ζεις για πάρα πολύ καιρό μόνος, βαριέσαι. Δεν υπάρχει διέγερση. Μονάχα εσύ και εσύ και εσύ. Είναι μονότονο, μία και μοναδική νότα. Θέλεις μια αλλαγή, λίγο καρύκευμα. Ο άλλος φέρνει την αλλαγή, φέρνει έναν άλλο κόσμο μέσα στο δικό σου κι αυτό είναι χρήσιμο.
Έτσι, όταν αισθάνεσαι την ανάγκη του άλλου, αναζήτησέ τον. Και μόλις νιώσεις ότι η ανάγκη έχει εκπληρωθεί, επέστρεψε στο δικό σου κόσμο. Οι εραστές μπορούν να μάθουν αυτό το ρυθμό: Να είναι ο καθένας μόνος του, αλλά και να συνυπάρχουν. Και συνεχώς να κινούνται ανάμεσα στα δύο.
Αν το άλλο πρόσωπο σ’ αγαπά, θα σεβαστεί την ανάγκη σου να μείνεις μόνος, και αν το αγαπάς, θα σεβαστείς την ανάγκη του. Η εναλλακτική λύση βρίσκεται ανάμεσα στην αγάπη και στη μη αγάπη.
Αν δεν αφήνεις χώρο στο άλλο πρόσωπο, τότε, σιγά-σιγά αυτό γίνεται δυστυχισμένο και θα δραπετεύσει τελείως. Λοιπόν, δώσε του λίγο χώρο, μην προσκολλάσαι και τότε η ερωτική σχέση μπορεί να γίνει κάτι μόνιμο. Μπορεί να συνεχίζεται και να συνεχίζεται, αν το σχοινί είναι αρκετά μακρύ.
Αν το σχοινί είναι πολύ κοντό, αργά ή γρήγορα ο ένας αισθάνεται φυλακισμένος και μόλις έρθει αυτό το συναίσθημα, τότε η ελευθερία γίνεται πιο σημαντική από την αγάπη.
Η ελευθερία δεν είναι πιο σημαντική από την αγάπη, αλλά την αισθάνεσαι έτσι, αν η ίδια η αγάπη γίνει μια φυλακή. Αν η αγάπη συνεχίζει να ξεχειλίζει από ελευθερία, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα.
Το πρόβλημα προκύπτει γιατί νομίζουν ότι εσύ προσπαθείς να δραπετεύσεις και ότι η αγάπη θα καταστραφεί, οπότε φοβούνται και προσκολλώνται περισσότερο. Όσο περισσότερο προσκολλώνται, τόσο περισσότερο αρχίζεις να δραπετεύεις. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Εφόσον η κατανόηση ρέει μεταξύ σας, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είμαστε εδώ για να κάνουμε ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο, όχι δυστυχισμένο. Αν κάνεις τον άλλο ευτυχισμένο, η δική σου ευτυχία αυξάνεται και ο άλλος στο ανταποδίδει ατελείωτα. Μπορεί να συνεχίσει να αντανακλάται με χίλιους δυο τρόπους.
Υπάρχει ένα από τα πιο βαθιά ριζωμένα προβλήματα σε κάθε σχέση άντρα – γυναίκας. Ο άντρας έχει περισσότερη ανάγκη από ελευθερία, παρά από αγάπη και η γυναίκα έχει περισσότερη ανάγκη από αγάπη, παρά από ελευθερία. Δεν είναι μόνο δικό σου πρόβλημα. Αποτελεί πρόβλημα για όλο τον κόσμο, για κάθε ζευγάρι.
Η γυναίκα δεν ανησυχεί καθόλου για ελευθερία. Είναι έτοιμη να γίνει σκλάβα αν κάνει και τον άλλο σκλάβο. Είναι έτοιμη να κάνει οποιαδήποτε δέσμευση, αν δεσμευτεί και ο άλλος. Είναι έτοιμη να ζήσει σε μια φυλακή, αν κι ο άλλος είναι έτοιμος να ζήσει σ’ ένα σκοτεινό κελί.
Και ο άντρας είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και την αγάπη του, αν ριψοκινδυνεύει η ελευθερία του. Θα ήθελε να ζήσει στον ανοιχτό ουρανό, ακόμη και μόνος, δεν πειράζει. Θα ήθελε να ζει σε μια αγαπημένη σχέση, αυτή όμως γίνεται σκοτεινή φυλακή. Λοιπόν αυτό είναι το πρόβλημα.
Αν έχουν κατανόηση, τα βρίσκουν. Αυτός μειώνει λίγο την ανάγκη του για ελευθερία και η γυναίκα την ανάγκη της για δέσμευση και κτητικότητα και έρχονται σε ισορροπία. Τότε, η γυναίκα χρειάζεται πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό δέσμευση και ο άνδρας πενήντα τοις εκατό αγάπη, πενήντα τοις εκατό ελευθερία. Τότε υπάρχει μια δυνατότητα για κατανόηση και ανάπτυξη.
Αν εσύ ζητάς εκατό τοις εκατό δέσμευση κι εκείνος ζητάει εκατό τοις εκατό ελευθερία, τότε θα υπάρχει συνεχής διαμάχη και διαπληκτισμοί και γκρίνια κι αυτό είναι άσχημο. Και ποιό είναι το νόημα όλου αυτού; Βρίσκεις κάποιον άλλον. Εσύ μπορεί να βρεις κάποιον που να θέλει να είναι δεσμευμένος και ο άλλος μπορεί να βρει κάποια που να του επιτρέπει την ελευθερία του.
Η παροχή της ελευθερίας πρέπει να γίνεται χωρίς όρους. Με ή χωρίς σεξ, δεν είναι εκεί το θέμα. Όταν δίνεις στο άλλο άτομο το δικό του χώρο, τον δίνεις ολοκληρωτικά, χωρίς περιορισμούς. Δεν πρόκειται για ένα μακρύ σχοινί, δεν υπάρχει σχοινί. Αν με την ελευθερία εννοείς ένα μακρύ σχοινί, αυτό δεν είναι ελευθερία. Είναι απλά εξυπνάδα και πανουργία και δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Δίνεις χώρο και ελευθερία, αλλά συνεχίζεις να ελπίζεις πως δεν θα θεωρηθεί δεδομένο. Εδώ βρίσκεται και η σύγχυση, γι’ αυτό αισθάνεσαι ανισορροπία. Δίνουμε ελευθερία στον άλλο, με την ιδέα ότι ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Στο βάθος συνεχίζουμε να ελπίζουμε ότι ο άλλος θα αισθάνεται υποχρεωμένος σε μας, ότι θα μας ερωτευθεί περισσότερο. Δίνουμε ελευθερία, αλλά με τη βαθιά ασυνείδητη ελπίδα πως ο άλλος δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσει. Αν ο άλλος τη χρησιμοποιήσει, τότε δημιουργείται το πρόβλημα.
Δώσε απόλυτη ελευθερία. Το να κάνεις κάποιον να αισθάνεται ένοχος, είναι αμαρτία.
Δεν υπάρχει άλλη αμαρτία σαν αυτή. Ακρωτηριάζει τους ανθρώπους, τους παραλύει. Λοιπόν πες στον άλλο να είναι τελείως ελεύθερος και να μην αισθάνεται καμία ενοχή.
Από τη στιγμή που το έχεις αποδεχτεί, θα αισθανθείς μια πάρα πολύ βαθιά ελευθερία μέσα σου, γιατί αυτός είναι ένας βασικός νόμος: Αν μπορείς να δώσεις ελευθερία στους άλλους, τότε την έχεις κι εσύ. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την ελευθερία.
Αν δεν δίνεις ελευθερία στους άλλους, τότε δεν την έχεις, δεν μπορείς να την έχεις. Όσο περισσότερο τη δίνεις, τόσο περισσότερο την έχεις. Όσο πιο λίγο δίνεις, τόσο πιο λίγο έχεις.
Είναι δίκοπο μαχαίρι. Κόβει κι απ’ τις δυο πλευρές. Δίνεις ελευθερία στον άλλο κι αμέσως είσαι ελεύθερος. Προσπάθησε να δημιουργήσεις μια δέσμευση, μια κτητικότητα γύρω απ’ τον άλλο και είσαι κι εσύ δεμένος, είσαι σκλάβος. Είναι αμοιβαίο.
Μπορείς να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον με δύο τρόπους. Μπορείς να υποχρεωθείς με το νόμο, με τη συνείδηση, με την ενοχή, με τη θρησκεία, με την αστυνομία. Τότε βρίσκεσαι κοντά, αλλά δεν είσαι κοντά. Μόνο με το σώμα βρίσκεσαι κοντά. Υπάρχει ένα άλλο πλησίασμα, που προκύπτει από την ελευθερία. Και οι δύο σύντροφοι είναι ελεύθεροι να είναι όσο μακριάθέλουν, παρά ταύτα διαλέγουν να είναι κοντά. Είναι μια επιλογή που πηγάζει από απόλυτη ελευθερία. Έχει μια διαφορετική ευωδιά. Δεν έχει να κάνει μ’ αυτόν τον κόσμο! Σχεδόν πρόκειται για κάτι από άλλον κόσμο.
Γι’ αυτό απλά δέξου το και δέξου το με χαρά. Νιώσε χαρούμενος, που μπόρεσες να της προσφέρεις τέτοια ελευθερία.
Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του Σενέκα
Η ηθική προσωπικότητα του Σενέκα προκάλεσε άπειρες συζητήσεις. Υπήρξε δυναμικός αλλά μάλλον ασυνεπής ηθικολόγος, κήρυκας περισσότερο παρά παράδειγμα στωική αρετής. Είναι σίγουρο ότι άλλοι επώνυμοι στωικοί απέδειξαν ότι ήταν αγνότεροι από αυτόν. Είναι γεγονός ότι αποδοκίμαζε τον κόσμο, μέσα στον οποίο ζούσε, εντούτοις όμως ο ίδιος είχε ηγετικό ρόλο μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, όπως άλλωστε θα ταίριαζε σ’ ένα σκληρό Ρωμαίο πραγματιστή. Η ασυνέπεια πάντως ανάμεσα στη διδασκαλία του και στον τρόπο ζωής του είναι γεγονός που συγκέντρωσε υπερβολικά μεγάλη προσοχή και αντιμετώπισε έντονες κατακρίσεις, έτσι ώστε κατέληξε τελικά να αμαυρωθεί η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του Σενέκα και η λάμψη των επιτευγμάτων του.
Ο μελετητής δε θα πρέπει να λησμονεί ότι, πέρα από τις υπερβολικές, συχνά, ηθικολογίες του, δεν έπαψε να υπάρχει ο άνθρωπος της έντονης δράσης, ο επιτυχημένος ρήτορας, ο προσεκτικός πολιτικός, ο πανέξυπνος διπλωμάτης, ο επιδέξιος οικονομολόγος, το άτομο της εκπληκτικής μόρφωσης και πείρας, ο ουτοπικός οραματιστής της ενότητας των ανθρώπων, αλλά και ο βιαιότατος αντίπαλος των μονομαχιών, της δουλείας και κάθε μορφής αναλγησίας του ανθρώπου προς το συνάνθρωπό του. Είναι αλήθεια ότι μάλλον αργά αποφάσισε να ακολουθήσει και ο ίδιος με συνέπεια τα διδάγματά του, έτσι ώστε να διασώσει την υστεροφημία του. Αυτό όμως δε θα πρέπει να αμαυρώσει την εικόνα και τις προθέσεις του πολιτικού, καθώς και την καλλιτεχνική και ψυχολογική διεισδυτικότητα του συγγραφέα, και κάτι περισσότερο: τον ανθρωπισμό του Σενέκα ως βαθύτατα φιλοσοφημένου ατόμου.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
...Και ο τυφλός σοφός μάντης έχει την απάντηση
Περί της σημαντικότητας του γέλιου
Ο Λουκιανός γράφει επίσης τα λόγια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν το πιστεύω του Μενίππου, μια φόρμουλα, θα λέγαμε, που εισβάλλει στην καρδιά της αξίας του γέλιου και συνοψίζει γιατί είναι τόσο πολύτιμο κομμάτι της ζωής η ευθυμία.
Σύμφωνα με την ιστορία, ο Μένιππος αναζητούσε το νόημα της ζωής. Ρωτούσε ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους, αλλά κανένας δεν είχε κατορθώσει να τον βοηθήσει. Οι οξυδερκείς τους υποθέσεις ήσαν απολύτως ασυνεπείς. Έτσι, ο Μένιππος επισκέφθηκε έναν Μάγο Ζωροάστρη, ο οποίος του είπε ότι πρέπει να ταξιδέψει στον Άδη για να συμβουλευθεί τον μυθικό προφήτη Τειρεσία. Ο Μένιππος οπλίστηκε με μία λύρα, μία λεοντή κι έναν ναυτικό σκούφο, στη μνήμη των τριών ανθρώπων που είχαν κάνει παλαιότερα αυτό το ίδιο ταξίδι – τον Ορφέα, τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα.
Κατέβηκε και ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο, ζώντας διάφορες περιπέτειες στην πορεία. Και, τελικά, όταν συνάντησε τον Τειρεσία, του έθεσε το ερώτημα: ποιό είναι το νόημα της ζωής; Και ο τυφλός σοφός μάντης έχει την απάντηση. Γέρνει προς το μέρος του – ο Μένιππος ανυπομονεί – και ψιθυρίζει τα παρακάτω λόγια στο πρόθυμο αυτί του φιλοσόφου:
Να ρυθμίζεις καλά το παρόν και να συνεχίζεις γελώντας πολύ και χωρίς να παίρνεις τίποτε στα σοβαρά.
Περί της σημαντικότητας του γέλιου
Ο Λουκιανός γράφει επίσης τα λόγια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν το πιστεύω του Μενίππου, μια φόρμουλα, θα λέγαμε, που εισβάλλει στην καρδιά της αξίας του γέλιου και συνοψίζει γιατί είναι τόσο πολύτιμο κομμάτι της ζωής η ευθυμία.
Σύμφωνα με την ιστορία, ο Μένιππος αναζητούσε το νόημα της ζωής. Ρωτούσε ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους, αλλά κανένας δεν είχε κατορθώσει να τον βοηθήσει. Οι οξυδερκείς τους υποθέσεις ήσαν απολύτως ασυνεπείς. Έτσι, ο Μένιππος επισκέφθηκε έναν Μάγο Ζωροάστρη, ο οποίος του είπε ότι πρέπει να ταξιδέψει στον Άδη για να συμβουλευθεί τον μυθικό προφήτη Τειρεσία. Ο Μένιππος οπλίστηκε με μία λύρα, μία λεοντή κι έναν ναυτικό σκούφο, στη μνήμη των τριών ανθρώπων που είχαν κάνει παλαιότερα αυτό το ίδιο ταξίδι – τον Ορφέα, τον Ηρακλή και τον Οδυσσέα.
Κατέβηκε και ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο, ζώντας διάφορες περιπέτειες στην πορεία. Και, τελικά, όταν συνάντησε τον Τειρεσία, του έθεσε το ερώτημα: ποιό είναι το νόημα της ζωής; Και ο τυφλός σοφός μάντης έχει την απάντηση. Γέρνει προς το μέρος του – ο Μένιππος ανυπομονεί – και ψιθυρίζει τα παρακάτω λόγια στο πρόθυμο αυτί του φιλοσόφου:
Να ρυθμίζεις καλά το παρόν και να συνεχίζεις γελώντας πολύ και χωρίς να παίρνεις τίποτε στα σοβαρά.
Ο Νασρεντίν βοήθησε τον γείτονά του να μεγαλώσει το σπίτι του
Ένας γείτονας του Νασρεντίν είχε μικρό σπίτι και πολύ μεγάλη οικογένεια. Συχνά παραπονιόταν στο Νασρεντίν για τη δυστυχία του αυτή και ζητούσε από το σοφό μυαλό του Νασρεντίν κάποια λύση. Εν τέλει ο Νασρεντίν αποφάσισε να τον βοηθήσει.
«Έχεις δύο κατσίκες», του είπε, «να τις βάλεις και αυτές μες στο σπίτι».
«Μα είναι δυνατόν; Πού να τις βάλω;», είπε ο γείτονας.
«Ζητάς τη βοήθειά μου», είπε ο Νασρεντίν, «θα μ’ ακούσεις λοιπόν;»
«Θα σ’ ακούσω… αλλά… αυτό δεν είναι λύση…»
«Έχε μου εμπιστοσύνη», είπε ο Νασρεντίν.
Ο γείτονας έκαμε όπως τον συμβούλεψε ο Νασρεντίν. Έβαλε στο μικρό του σπίτι και τις γίδες. Η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Όταν συναντήθηκαν ύστερα από δυό μέρες, ο Νασρεντίν ρώτησε το γείτονα πως τα πάει τώρα με το στενό του σπίτι.
«Πολύ δύσκολα», είπε ο γείτονας.
«Να βάλεις μέσα στο σπίτι και την αγελάδα σου τώρα», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Ο γείτονας υπάκουσε, έβαλε και την αγελάδα. Όταν συναντήθηκαν τρεις μέρες μετά ο Νασρεντίν ρώτησε: «Πώς πάνε τα πράγματα γείτονα;»
«Ασφυκτικά», απάντησε ο γείτονας.
«Βάλε ακόμα και το γαϊδούρι», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Έβαλε και το γαϊδούρι μέσα στο στενό του σπίτι ο γείτονας. Τα πράγματα ήταν αφόρητα, όπως λένε, τραγικά. Όταν μετά από δυό μέρες συναντήθηκαν, ο γείτονας είπε στο Νασρεντίν.
«Αμάν σοφέ Νασρεντίν, είναι πια μαρτύριο. Ποιά άλλη ποινή θα μου βάλεις;»
«Να μένετε έτσι εκεί όλοι μαζί για τρεις μέρες ακόμα», είπε ο Νασρεντίν.
Στις τρεις μέρες που συναντήθηκαν, ο γείτονας είπε: «Είναι αβάσταχτο Νασρεντίν, κάμε κάτι, είναι απερίγραπτο».
«Να βγάλεις έξω το γαϊδούρι», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Έβγαλε ο γείτονας από το στενό του σπίτι το γαϊδούρι. Ένιωσαν όλοι κάποια ανακούφιση. Σε λίγες μέρες που ανταμώθηκαν είπε ο Νασρεντίν: «Βγάλε τώρα και την αγελάδα».
Έβγαλε έξω και την αγελάδα ο γείτονας κι ένοιωσαν όλοι μεγάλη ανακούφιση, το σπίτι άρχισε να γίνεται άνετο. Όταν ξανανταμώθηκαν είπε ο Νασρεντίν: «Βγάλε τώρα και τις κατσίκες». Ο άνθρωπος έβγαλε και τις κατσίκες. Το σπίτι ξαφνικά ήταν τόσο άνετο που ο γείτονας και τα παιδιά του ήταν ευτυχισμένοι.
Όταν ξανασυναντήθηκαν, ρώτησε ο Νασρεντίν πως τα πάει ο γείτονας με το μικρό του σπίτι.
«Πολύ άνεση, είμαστε τόσο καλά, σ’ ευχαριστώ πολύ Νασρεντίν, το σπίτι μου είναι πια μεγάλο κι άνετο κι αυτό το χρωστάω σε σένα», είπε ο γείτονας.
«Έχεις δύο κατσίκες», του είπε, «να τις βάλεις και αυτές μες στο σπίτι».
«Μα είναι δυνατόν; Πού να τις βάλω;», είπε ο γείτονας.
«Ζητάς τη βοήθειά μου», είπε ο Νασρεντίν, «θα μ’ ακούσεις λοιπόν;»
«Θα σ’ ακούσω… αλλά… αυτό δεν είναι λύση…»
«Έχε μου εμπιστοσύνη», είπε ο Νασρεντίν.
Ο γείτονας έκαμε όπως τον συμβούλεψε ο Νασρεντίν. Έβαλε στο μικρό του σπίτι και τις γίδες. Η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη. Όταν συναντήθηκαν ύστερα από δυό μέρες, ο Νασρεντίν ρώτησε το γείτονα πως τα πάει τώρα με το στενό του σπίτι.
«Πολύ δύσκολα», είπε ο γείτονας.
«Να βάλεις μέσα στο σπίτι και την αγελάδα σου τώρα», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Ο γείτονας υπάκουσε, έβαλε και την αγελάδα. Όταν συναντήθηκαν τρεις μέρες μετά ο Νασρεντίν ρώτησε: «Πώς πάνε τα πράγματα γείτονα;»
«Ασφυκτικά», απάντησε ο γείτονας.
«Βάλε ακόμα και το γαϊδούρι», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Έβαλε και το γαϊδούρι μέσα στο στενό του σπίτι ο γείτονας. Τα πράγματα ήταν αφόρητα, όπως λένε, τραγικά. Όταν μετά από δυό μέρες συναντήθηκαν, ο γείτονας είπε στο Νασρεντίν.
«Αμάν σοφέ Νασρεντίν, είναι πια μαρτύριο. Ποιά άλλη ποινή θα μου βάλεις;»
«Να μένετε έτσι εκεί όλοι μαζί για τρεις μέρες ακόμα», είπε ο Νασρεντίν.
Στις τρεις μέρες που συναντήθηκαν, ο γείτονας είπε: «Είναι αβάσταχτο Νασρεντίν, κάμε κάτι, είναι απερίγραπτο».
«Να βγάλεις έξω το γαϊδούρι», πρόσταξε ο Νασρεντίν.
Έβγαλε ο γείτονας από το στενό του σπίτι το γαϊδούρι. Ένιωσαν όλοι κάποια ανακούφιση. Σε λίγες μέρες που ανταμώθηκαν είπε ο Νασρεντίν: «Βγάλε τώρα και την αγελάδα».
Έβγαλε έξω και την αγελάδα ο γείτονας κι ένοιωσαν όλοι μεγάλη ανακούφιση, το σπίτι άρχισε να γίνεται άνετο. Όταν ξανανταμώθηκαν είπε ο Νασρεντίν: «Βγάλε τώρα και τις κατσίκες». Ο άνθρωπος έβγαλε και τις κατσίκες. Το σπίτι ξαφνικά ήταν τόσο άνετο που ο γείτονας και τα παιδιά του ήταν ευτυχισμένοι.
Όταν ξανασυναντήθηκαν, ρώτησε ο Νασρεντίν πως τα πάει ο γείτονας με το μικρό του σπίτι.
«Πολύ άνεση, είμαστε τόσο καλά, σ’ ευχαριστώ πολύ Νασρεντίν, το σπίτι μου είναι πια μεγάλο κι άνετο κι αυτό το χρωστάω σε σένα», είπε ο γείτονας.
Μεταλλαγμένες κότες υπόσχονται να τερματίσουν τη μαζική θανάτωση αρσενικών νεοσσών
Η πρακτική της μαζικής θανάτωσης των αρσενικών νεοσσών στα πτηνοτροφεία θα μπορούσε δυνητικά να τερματιστεί μετά την ανακοίνωση ισραηλινών ερευνητών ότι βρήκαν τρόπο ώστε να εκκολάπτονται μόνο θηλυκά κοτόπουλα.
Το Ινστιτούτο Βολκάκι κοντά στο Τελ Αβίβ χρησιμοποίησε μεθόδους «γονιδιακής επεξεργασίας» για να δημιουργήσει κότες των οποίων τα αβγά ενσωματώνουν έναν ασυνήθιστο μοριακό μηχανισμό.
Η έκθεση των αβγών σε μπλε φως μπλοκάρει την ανάπτυξη των αρσενικών εμβρύων ενώ αφήνει ανεπηρέαστα τα θηλυκά αβγά, τα οποία οδηγούνται στη συνέχεια προς επώαση.
Μάλιστα οι θηλυκοί νεοσσοί δεν φέρουν κανένα ίχνος γενετικής τροποποίησης και δεν ξεχωρίζουν από τα κανονικά κοτόπουλα, δεδομένου ότι ο γενετικός μηχανισμός που ενεργοποιείται με το μπλε φως και σκοτώνει τα αρσενικά έμβρυα δεν κληροδοτείται στα θηλυκά, χάρη σε μια περίπλοκη διαδικασία διασταυρώσεων.
Η νέα τεχνολογία έχει σημασία για την ευημερία των ζώων στη βιομηχανική πτηνοτροφία, υποστήριξε στο BBC ο δρ Γιουβάλ Σιναμόν, επικεφαλής της ερευνητικής προσπάθειας.
Η ιδέα «μπορεί πραγματικά να φέρει επανάσταση στην βιομηχανία, πρώτα από όλα προς όφελος των κοτόπουλων» είπε.
«Οι πτηνοτρόφοι θα έχουν τα ίδια κοτόπουλα που έχουν και σήμερα και οι καταναλωτές θα αγοράζουν ακριβώς τα ίδια αβγά με σήμερα. Η μόνη μικρή διαφορά στη διαδικασία παραγωγής είναι ότι τα αβγά εκτίθενται σε μπλε φως» ανέφερε ο δρ Σιναμόν.
Η ανάπτυξη των αρσενικών εμβρύων μπλοκάρεται όταν τα αβγά εκτεθούν σε μπλε φως (Ori Peretz)
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη βρετανική οργάνωση CIWF για την ευημερία των εκτρεφόμενων ζώων, σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο η βιομηχανία πτηνοτροφίας θανατώνει γύρω στους 7 δισεκατομμύρια αρσενικούς νεοσσούς.
Οι κόκορες είναι γενικά ανεπιθύμητοι στην πτηνοτροφία επειδή δεν δίνουν αβγά και το κρέας τους έχει περιορισμένη ζήτηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα αρσενικά κοτόπουλα συνθλίβονται μέχρι θανάτου ή οδηγούνται σε περιστρεφόμενους βιομηχανικούς καταστροφείς, με τα ματωμένα υπολείμματα να χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως ζωοτροφή.
Η πρακτική είναι διαδεδομένη, συναντά όμως όλο και πιο έντονες αντιδράσεις. Η Γερμανία απαγόρευσε τη θανάτωση αρσενικών νεοσσών και το ίδιο σκέφτεται να κάνει η Γαλλία, εν μέσω εκκλήσεων για αντιμετώπιση του ζητήματος με νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Πάντως οι ισραηλινοί ερευνητές δεν δημοσίευσαν τις μελέτες τους στον επιστημονικό τύπο, καθώς επιδιώκουν την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα εκμεταλλευτεί εμπορικά η εταιρεία τους Huminn Poultry.
Ο σχετικά νέος όρος της «γονιδιακής τροποποίησης» αφορά γενετικές παρεμβάσεις που δεν περιλαμβάνουν την εισαγωγή γονιδίων από άλλους οργανισμούς αλλά τον έλεγχο γονιδίων που προϋπάρχουν.
Κανένας οργανισμός που έχει υποστεί γονιδιακή επεξεργασία δεν επιτρέπεται αυτή τη στιγμή στην ΕΕ, ωστόσο η Βρετανία αναμένεται να επιτρέψει από του χρόνου την περιορισμένη χρήση της τεχνολογίας στην αγροτική παραγωγή.
Το Ινστιτούτο Βολκάκι κοντά στο Τελ Αβίβ χρησιμοποίησε μεθόδους «γονιδιακής επεξεργασίας» για να δημιουργήσει κότες των οποίων τα αβγά ενσωματώνουν έναν ασυνήθιστο μοριακό μηχανισμό.
Η έκθεση των αβγών σε μπλε φως μπλοκάρει την ανάπτυξη των αρσενικών εμβρύων ενώ αφήνει ανεπηρέαστα τα θηλυκά αβγά, τα οποία οδηγούνται στη συνέχεια προς επώαση.
Μάλιστα οι θηλυκοί νεοσσοί δεν φέρουν κανένα ίχνος γενετικής τροποποίησης και δεν ξεχωρίζουν από τα κανονικά κοτόπουλα, δεδομένου ότι ο γενετικός μηχανισμός που ενεργοποιείται με το μπλε φως και σκοτώνει τα αρσενικά έμβρυα δεν κληροδοτείται στα θηλυκά, χάρη σε μια περίπλοκη διαδικασία διασταυρώσεων.
Η νέα τεχνολογία έχει σημασία για την ευημερία των ζώων στη βιομηχανική πτηνοτροφία, υποστήριξε στο BBC ο δρ Γιουβάλ Σιναμόν, επικεφαλής της ερευνητικής προσπάθειας.
Η ιδέα «μπορεί πραγματικά να φέρει επανάσταση στην βιομηχανία, πρώτα από όλα προς όφελος των κοτόπουλων» είπε.
«Οι πτηνοτρόφοι θα έχουν τα ίδια κοτόπουλα που έχουν και σήμερα και οι καταναλωτές θα αγοράζουν ακριβώς τα ίδια αβγά με σήμερα. Η μόνη μικρή διαφορά στη διαδικασία παραγωγής είναι ότι τα αβγά εκτίθενται σε μπλε φως» ανέφερε ο δρ Σιναμόν.
Η ανάπτυξη των αρσενικών εμβρύων μπλοκάρεται όταν τα αβγά εκτεθούν σε μπλε φως (Ori Peretz)
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη βρετανική οργάνωση CIWF για την ευημερία των εκτρεφόμενων ζώων, σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο η βιομηχανία πτηνοτροφίας θανατώνει γύρω στους 7 δισεκατομμύρια αρσενικούς νεοσσούς.
Οι κόκορες είναι γενικά ανεπιθύμητοι στην πτηνοτροφία επειδή δεν δίνουν αβγά και το κρέας τους έχει περιορισμένη ζήτηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα αρσενικά κοτόπουλα συνθλίβονται μέχρι θανάτου ή οδηγούνται σε περιστρεφόμενους βιομηχανικούς καταστροφείς, με τα ματωμένα υπολείμματα να χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως ζωοτροφή.
Η πρακτική είναι διαδεδομένη, συναντά όμως όλο και πιο έντονες αντιδράσεις. Η Γερμανία απαγόρευσε τη θανάτωση αρσενικών νεοσσών και το ίδιο σκέφτεται να κάνει η Γαλλία, εν μέσω εκκλήσεων για αντιμετώπιση του ζητήματος με νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Πάντως οι ισραηλινοί ερευνητές δεν δημοσίευσαν τις μελέτες τους στον επιστημονικό τύπο, καθώς επιδιώκουν την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που θα εκμεταλλευτεί εμπορικά η εταιρεία τους Huminn Poultry.
Ο σχετικά νέος όρος της «γονιδιακής τροποποίησης» αφορά γενετικές παρεμβάσεις που δεν περιλαμβάνουν την εισαγωγή γονιδίων από άλλους οργανισμούς αλλά τον έλεγχο γονιδίων που προϋπάρχουν.
Κανένας οργανισμός που έχει υποστεί γονιδιακή επεξεργασία δεν επιτρέπεται αυτή τη στιγμή στην ΕΕ, ωστόσο η Βρετανία αναμένεται να επιτρέψει από του χρόνου την περιορισμένη χρήση της τεχνολογίας στην αγροτική παραγωγή.
Krampus: Ποιο είναι το τρομακτικό πλάσμα των Χριστουγέννων που τιμωρεί τα «κακά» παιδιά
Η περίοδος των Χριστουγέννων μεγαλώνει όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Αλλά όσο μεγάλη κι αν είναι, μάλλον δεν χωράει τον Krampus, το μυθικό τρομακτικό πλάσμα που μόνο η όψη του μπορεί να σε τρομάξει.
Κι όμως σύμφωνα με την γερμανική και την αυστριακή παράδοση, ο Krampus έχει έναν σημαντικό ρόλο στα Χριστπύγεννα.
Δεν θα τον δείτε λοιπόν, γιατί είναι μισός άνθρωπος- μισός τράγος, μισός άνθρωπος μισός δαίμονας και ο ρόλος του είναι συγκεκριμένος: να χτυπάει τον κόσμο ώστε α είναι καλός και όχι κακός.
Στον Καθολικισμό, ο Saint Nicolas είναι ο άγιος των παιδιών. Η γιορτή του είναι στις αρχές Δεκεμβρίου. Πολλές Ευρωπαϊκές παραδόσεις, όχι μόνο καλοδέχονται τον ενάρετο αυτόν άγιο ως μια φιγούρα γενναιοδωρίας και ανταμοιβής του καλού, αλλά και με τον φόβο των τρομακτικών ομολόγων του που είναι έτοιμοι να τιμωρήσουν το κακό.
Για κάποια μέρη της Αυστρίας και της Γερμανίας αυτός είναι ο Krampus.
Άλλες περιοχές της Γερμανίας έχουν τους Belsnickle και Knecht Ruprecht, ενώ στην Γαλλία υπάρχουν οι Hans Trapp και Père Fouettard.
Το όνομα του Krampus προέρχεται από την γερμανική λέξη «krampen», που σημαίνει «νύχι», και λέγεται πως είναι ο γιος του Hel από την νορβηγική μυθολογία. Μοιράζεται χαρακτηριστικά με άλλα πλάσματα διάφορων μυθολογιών, όπως με τον Πάνα από την ελληνική.
Ο θρύλος του κρατάει εδώ και αιώνες. Στην Γερμανία οι εορτασμοί των Χριστουγέννων ξεκινούν στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ο Krampus δημιουργήθηκε ωσάν το αντίπαλο δέος του Saint Nicholas, ο οποίος δίνει γλυκά στα παιδιά. Ο Krampus από την άλλη δεν είναι τόσο ευγενικός, γιατί χτυπάει τα «κακά» παιδιά, τα βάζει στον σάκο του και τα παίρνει μαζί του.
Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο, ο Krampus εμφανίζεται σε πόλεις και χωριά τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου, η οποία έχει επικρατήσει με το όνομα «Krampusnacht» ή «Νύχτα του Krampus». Η επόμενη μέρα είναι η γιορτή του Saint Nicholas (όπως και στην Ορθόδοξη θρησκεία).
Τα παιδιά το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου κοιτούν έξω από το παράθυρο για να δουν αν το παπούτσι που άφησαν την προηγούμενη νύχτα έξω είναι γεμάτο με γλυκά ή με ένα ραβδί.
Μια πιο μοντέρνα παράδοση στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία και την Τσεχία, θέλει τους άνδρες να μεθούν ντυμένοι ως Krampus, να γεμίζουν τους δρόμους και να «κυνηγούν» ανθρώπους για να τους τρομάξουν. Κι αυτά είναι κυρίως παιδιά, τα οποία φοβίζουν, ειδικά αν καταλάβουν πως ήταν «κακά» την χρονιά που πέρασε.
Αλλά γιατί να φοβίζεις τα παιδιά με έναν παγανιστικό δαίμονα; Πολλοί πιστεύουν πως αυτή η παράδοση είναι ένας τρόπος οι άνθρωποι να έρθουν πιο κοντά στην ζωική τους πλευρά. Τέτοιες παρορμήσεις μπορεί να αφορούν την «διπλή προσωπικότητα», σύμφωνα με τον António Carneiro, ο οποίος μιλώντας στο περιοδικό National Geographic έκανε λόγο για αναζωογονημένες ειδωλολατρικές παραδόσεις. Το άτομο που ντύνεται ως το τέρας «γίνεται μυστηριώδες», είπε.
Πράγματι η καθολική εκκλησία προσπάθησε για αιώνες να καταπιέσει την συγκεκριμένη παράδοση. Κάποια εποχή απαγόρευσε μάλιστα αυτούς τους εορτασμούς. Κάτι που έκαναν και οι Ναζί, θεωρώντας τον Krampus δημιούργημα των σοσιαλιστών.
Αλλά ο Krampus έχει επανέλθει τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό οφείλεται κυρίως σε ανθρώπους που αναζητούν την περίοδο των Χριστουγέννων με μη παραδοσιακούς τρόπους που έχουν προκύψει από την θρησκεία. Στις ΗΠΑ, το κοινό αγκαλιάζει την σκοτεινή πλευρά των Χριστουγέννων, με ταινίες και σειρές για τον Krampus. Κάνουν πάρτι όπου μεταμφιέζονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε τοπικές Krampusnachtsκαι τρέχουν σε αγώνες δρόμου.
Από την πλευρά της, η Αυστρία προσπαθεί να εμπορευματοποιήσει το σκληρό πρόσωπο του Krampus, πουλώντας σοκολάτες, φιγούρες και συλλεκτικά κέρατα. Υπάρχουν ήδη καταγγελίες ότι ο Krampus γίνεται πολύ εμπορευματοποιημένος και χάνει το «πλεονέκτημά» του λόγω της νέας του δημοτικότητας.
Κι όμως σύμφωνα με την γερμανική και την αυστριακή παράδοση, ο Krampus έχει έναν σημαντικό ρόλο στα Χριστπύγεννα.
Δεν θα τον δείτε λοιπόν, γιατί είναι μισός άνθρωπος- μισός τράγος, μισός άνθρωπος μισός δαίμονας και ο ρόλος του είναι συγκεκριμένος: να χτυπάει τον κόσμο ώστε α είναι καλός και όχι κακός.
Στον Καθολικισμό, ο Saint Nicolas είναι ο άγιος των παιδιών. Η γιορτή του είναι στις αρχές Δεκεμβρίου. Πολλές Ευρωπαϊκές παραδόσεις, όχι μόνο καλοδέχονται τον ενάρετο αυτόν άγιο ως μια φιγούρα γενναιοδωρίας και ανταμοιβής του καλού, αλλά και με τον φόβο των τρομακτικών ομολόγων του που είναι έτοιμοι να τιμωρήσουν το κακό.
Για κάποια μέρη της Αυστρίας και της Γερμανίας αυτός είναι ο Krampus.
Άλλες περιοχές της Γερμανίας έχουν τους Belsnickle και Knecht Ruprecht, ενώ στην Γαλλία υπάρχουν οι Hans Trapp και Père Fouettard.
Το όνομα του Krampus προέρχεται από την γερμανική λέξη «krampen», που σημαίνει «νύχι», και λέγεται πως είναι ο γιος του Hel από την νορβηγική μυθολογία. Μοιράζεται χαρακτηριστικά με άλλα πλάσματα διάφορων μυθολογιών, όπως με τον Πάνα από την ελληνική.
Ο θρύλος του κρατάει εδώ και αιώνες. Στην Γερμανία οι εορτασμοί των Χριστουγέννων ξεκινούν στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ο Krampus δημιουργήθηκε ωσάν το αντίπαλο δέος του Saint Nicholas, ο οποίος δίνει γλυκά στα παιδιά. Ο Krampus από την άλλη δεν είναι τόσο ευγενικός, γιατί χτυπάει τα «κακά» παιδιά, τα βάζει στον σάκο του και τα παίρνει μαζί του.
Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο, ο Krampus εμφανίζεται σε πόλεις και χωριά τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου, η οποία έχει επικρατήσει με το όνομα «Krampusnacht» ή «Νύχτα του Krampus». Η επόμενη μέρα είναι η γιορτή του Saint Nicholas (όπως και στην Ορθόδοξη θρησκεία).
Τα παιδιά το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου κοιτούν έξω από το παράθυρο για να δουν αν το παπούτσι που άφησαν την προηγούμενη νύχτα έξω είναι γεμάτο με γλυκά ή με ένα ραβδί.
Μια πιο μοντέρνα παράδοση στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία και την Τσεχία, θέλει τους άνδρες να μεθούν ντυμένοι ως Krampus, να γεμίζουν τους δρόμους και να «κυνηγούν» ανθρώπους για να τους τρομάξουν. Κι αυτά είναι κυρίως παιδιά, τα οποία φοβίζουν, ειδικά αν καταλάβουν πως ήταν «κακά» την χρονιά που πέρασε.
Αλλά γιατί να φοβίζεις τα παιδιά με έναν παγανιστικό δαίμονα; Πολλοί πιστεύουν πως αυτή η παράδοση είναι ένας τρόπος οι άνθρωποι να έρθουν πιο κοντά στην ζωική τους πλευρά. Τέτοιες παρορμήσεις μπορεί να αφορούν την «διπλή προσωπικότητα», σύμφωνα με τον António Carneiro, ο οποίος μιλώντας στο περιοδικό National Geographic έκανε λόγο για αναζωογονημένες ειδωλολατρικές παραδόσεις. Το άτομο που ντύνεται ως το τέρας «γίνεται μυστηριώδες», είπε.
Πράγματι η καθολική εκκλησία προσπάθησε για αιώνες να καταπιέσει την συγκεκριμένη παράδοση. Κάποια εποχή απαγόρευσε μάλιστα αυτούς τους εορτασμούς. Κάτι που έκαναν και οι Ναζί, θεωρώντας τον Krampus δημιούργημα των σοσιαλιστών.
Αλλά ο Krampus έχει επανέλθει τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό οφείλεται κυρίως σε ανθρώπους που αναζητούν την περίοδο των Χριστουγέννων με μη παραδοσιακούς τρόπους που έχουν προκύψει από την θρησκεία. Στις ΗΠΑ, το κοινό αγκαλιάζει την σκοτεινή πλευρά των Χριστουγέννων, με ταινίες και σειρές για τον Krampus. Κάνουν πάρτι όπου μεταμφιέζονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε τοπικές Krampusnachtsκαι τρέχουν σε αγώνες δρόμου.
Από την πλευρά της, η Αυστρία προσπαθεί να εμπορευματοποιήσει το σκληρό πρόσωπο του Krampus, πουλώντας σοκολάτες, φιγούρες και συλλεκτικά κέρατα. Υπάρχουν ήδη καταγγελίες ότι ο Krampus γίνεται πολύ εμπορευματοποιημένος και χάνει το «πλεονέκτημά» του λόγω της νέας του δημοτικότητας.
Ζαν Ζακ Ρουσσώ: ο σκακιστής
Μια ιστορία απόπειρας αυτοεξόντωσης με σχετικά καλό τέλος.
Αν και στον αντίποδα της φιλοσοφικής του σπουδαιότητας, η αφήγηση της σκακιστικής σταδιοδρομίας του Ρουσσώ αποτελεί παραδειγματική περίπτωση των παθιασμένων φιλοδοξιών και της απότομης συντριβής τους στην πραγματικότητα, μέχρι την επίτευξη μιας χρυσής τομής, που βιώνει κάθε τυπικός ερασιτέχνης σκακιστής.
Το ανέκδοτο είναι παλιό: Ένας Γάλλος των μέσων του 18ου αιώνα προσέρχεται στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς, διατρανώνοντας στον δρόμο ότι πηγαίνει για να δει τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο να παίζουν σκάκι. «Μα είναι μαζέτες!», αναφωνεί ένας περαστικός. «Ναι, αλλά σήμερα θα παίξουν με τον Φιλιντόρ!», ανταπαντά ο ενθουσιώδης θεατής.
Το ανέκδοτο είναι ενδεικτικό της εποχής: σε μια περίοδο όπου η σταθερότητα του παλιού κόσμου αρχίζει να κλονίζεται και τα θεμέλια της ανόδου της Τρίτης Τάξης να δημιουργούνται, η μορφή του γνήσιου πλάνη τυχοδιώκτη -τόσο της ζωής όσο και της σκέψης– τον οδηγούν σε έναν νέο κοινωνικό τόπο: το καφέ, όπου η ανταλλαγή των επιχειρημάτων και των βωμολοχιών συναντά το νέο πνεύμα των καιρών.
Διόλου τυχαία το σκάκι εμφανίζεται εκεί ως κομβικό παιγνίδι: είναι μια μάχη όπου οι δύο αντίπαλοι με την σειρά εξασκούν την ικανότητά τους στην πειθώ. Αυτή η πειθώ είναι ταυτόχρονα και ρητορική και λογική: ο δειλός θα υποκύψει στην φενάκη μιας πυροτεχνηματικής κίνησης, ο γενναίος θα ακολουθήσει το πάθος της αλήθειας ως το τέλος.
Την ίδια στιγμή, το σκάκι ενσαρκώνει το όνειρο της κινητικότητας: μπορεί οι πεσσοί να αντιστοιχούν σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης του παρελθόντος, ωστόσο δεν είναι τυχαίο ότι ένα πιόνι που θα προχωρήσει ως το τέλος θα προαχθεί σε κάτι το ανώτερο – και το κυριότερο: στο τέλος κάθε παιχνιδιού ένας Βασιλιάς θα χάσει το κεφάλι του.
Η αναφορά στο όνομα του Φιλιντόρ δεν είναι τυχαία. Συγγραφέας της Σκακιστικής ανάλυσης (1749), αλλά και μουσικός, αποτελεί τον στυλοβάτη του μοντέρνου σκακιού. Πρώτος αυτός θα δώσει την πρέπουσα σημασία στα πιόνια (απηχώντας πιθανώς και το πνεύμα επαναθεμελίωσης των αξιών της εποχής). Το γεγονός ότι τα πιόνια δεν γυρίζουν πίσω καθιστά τις κινήσεις εξόχως σημαντικές, παρατηρεί ο Φιλιντόρ.
Οι δομές που δημιουργούν στην σκακιέρα καθορίζουν την εξέλιξη των αψιμαχιών, σε σημείο που θα φτάσει να διακηρύξει ότι «τα πιόνια είναι η ψυχή της παρτίδας». Ταυτόχρονα με το λογικά αναλυτικό του πνεύμα, ο Φιλιντόρ θα ενσαρκώσει και το τυπικά σκακιστικό πάθος που οδηγεί στην παραμέληση των υπόλοιπων δραστηριοτήτων. Ο Ντιντερό επί παραδείγματι δεν θα του συγχωρούσε ποτέ την ζημιά που άφησε να κάνει το σκάκι στην μουσική του εξέλιξη.
Ο ίδιος ωστόσο Ντιντερό θα δώσει μια χαρακτηριστική περιγραφή του κλίματος στο Καφέ ντε λα Ρεζανς στις πρώτες σελίδες του ανιψιού του Ραμό, έργου του οποίου η σύνθεση έχει πολλάκις υποστηριχθεί ότι οφείλει πολλά στο σκάκι:
“Αν κάνει πολύ κρύο ή βρέχει, βρίσκω καταφύγιο στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς· εκεί περνάω την ώρα μου παρακολουθώντας τους άλλους να παίζουν σκάκι. Το Παρίσι είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου και το Καφέ ντε λα Ρεζάνς είναι το καλύτερο μέρος του Παρισιού για να απολαύσει κανείς αυτό το παιχνίδι. Έτσι στου Ρέι συναγωνίζονται ο βαθυστόχαστος Λεγκάλ, ο οξυδερκής Φιλιντόρ και ο σταθερός Μαγιό· εκεί βλέπεις τις πιο εκπληκτικές κινήσεις, αλλά ακούς και τις χειρότερες βωμολοχίες· γιατί μπορεί κανείς να είναι ιδιοφυής και μεγάλος παίκτης όπως ο Λεγκάλ, αλλά μπορεί να είναι μεγάλος παίκτης και ανόητος, όπως ο Φουμπέρ και ο Μαγιό”. Ντενί Ντιντερό, “Ο ανιψιός του Ραμό”.
Αρκεί, θαρρώ, αυτή η ελάχιστη περιγραφή για να ανασυσταθεί το κλίμα που έκτοτε συνοδεύει τις σκακιστικές συνάξεις ανά τον κόσμο, είτε το καφέ είναι το στιβαρό άντρο του επελαύνοντος Διαφωτισμού είτε ένα τυχαίο καφενείο στην άκρη μιας οποιασδήποτε μικρής πόλης: το σκακιστικό τάλαντο που είτε συνοδεύεται είτε όχι από μια ευγένεια ή γενική καλλιέργεια είναι μια σύζευξη που όπως και όλος ο Διαφωτισμός συνδυάζει το υψηλό με το χθαμαλό σε ένα οργιαστικό πάρτι δημιουργικότητας και σπατάλης φαιάς ουσίας. Φευ, όπως ο Διαφωτισμός απολιθώθηκε ως μια λατρεία της τυπικής λογικής, έτσι και η εικόνα του σκακιστή απομειώθηκε σ’ αυτήν του σεβάσμιου, αφαιγμαμένου παίκτη.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ανέκδοτο. Ο σπινθήρας βασικά προκαλείται από την γειτνίαση των δύο ανόμοιων, από άποψη δημόσιας απήχησης, συνόλων προσώπων: οι Ρουσσώ και Βολταίρος είναι απείρως διασημότεροι από τον γνωστό μόνο σε σκακιστές και ξεσκολισμένους λάτρεις της μουσικής Φιλιντόρ. Το ότι κάποιος θεωρεί σημαντικό να δει τον Φιλιντόρ και όχι τους άλλους δύο σημαίνει, εξού και η έκπληξη, ότι υπάρχει κάποιος που αξιολογεί το σκάκι ανώτερα από την φιλοσοφία, που δεν τον ενδιαφέρουν οι επιδόσεις των φιλοσόφων παρά μόνο αν αυτές συνδέονται με το πραγματικό σκάκι.
Ο Φιλιντόρ είναι καλός σκακιστής και μόνο έτσι, διά της γειτνίασης μαζί του καθίστανται σημαντικοί οι Ρουσσώ και Βολταίρος. Για τους πιστούς της στήλης -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν–- είναι εύκολη η ανάκληση της μνήμης των απόψεων του Ολλανδού γκραν μετρ και συγγραφέα Χεν Ντόνερ. Ο Ντόνερ εκνευριζόταν με τα αφιερώματα των εφημερίδων και των περιοδικών στο «σκάκι και…», όπου το και αφορούσε συνήθως κάποιο είδος τέχνης.
Για τον Ντόνερ σημασία έχει ο εκάστοτε καλλιτέχνης, στοχαστής και οτιδήποτε άλλο ως σκακιστής, εξού και παραδεχόταν μόνο τον Μαρσέλ Ντυσάν, η σκακιστική δεινότητα του οποίου θα μας απασχολήσει, ελπίζω, σε κάποιο μελλοντικό σημείωμα. Παραμένοντας στο πνεύμα του Ντόνερ, μπορούμε με αφορμή το ανέκδοτο της αρχής να εντοπίσουμε στις διαβόητες Εξομολογήσεις του Ρουσσώ εκείνα τα σημεία που αποκαλύπτουν όχι πλέον τον διάσημο φιλόσοφο, που το στίγμα του θα παραμείνει αναλλοίωτο στους αιώνες, αλλά τον σκακιστή.
Και μάλιστα όχι έναν σκακιστή επιπέδου, αλλά έναν σκακιστή κοινό, καθημερινό -ωσάν εμάς–- που παλεύει με το «τέρας» της σκακιστικής θεωρίας και τεχνικής για να καταλήξει ξέπνοος, πλην γεμάτος από το δημιουργικό πάθος του παιχνιδιού. Έτσι, πίσω από τον Ρουσσώ θα δούμε τον Ζαν Ζακ να περνάει από όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που αγαπά το σκάκι και αφήνεται σ’ αυτό. Έναν φιλόσοφο που στην προσπάθειά του να πάει πέρα από τον αλλοτριωμένο βίο, δοκίμασε, ανάμεσα στα άλλα, και την καταβύθιση στη σκακιέρα.
Οι Εξομολογήσεις προσφέρουν σπαρταριστά επεισόδια σκακιστικής «τρέλας»
Νομίζω πως τρία είναι τα σημαντικά επεισόδια όπου ο μέσος σκακιστής θα αναγνωρίσει ξεκάθαρα τον εαυτό του. Το πρώτο ανευρίσκεται στο πέμπτο βιβλίο και μας δείχνει τη δυσκολία που έχει ο προσφάτως μυημένος και γοητευμένος από το σκάκι να σημειώσει μια ουσιαστική πρόοδο που να ανταποκρίνεται στην ανυπομονησία του:
“Υπήρχε κάποιος Γενευέζος ονόματι Μπαγκερέ που είχε υπηρετήσει στην αυλή του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας και ο οποίος ήταν από τους πιο απαίσιους και πιο ανισόρροπους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ήξερε λίγο σκάκι και προσπάθησε να μου μάθει κι εμένα. Δοκίμασα, με το ζόρι σχεδόν, και αφού έμαθα περίπου τις κινήσεις, προχώρησα τόσο γρήγορα που κατάφερα, πριν τελειώσει το πρώτο μάθημα, να του χτυπήσω τον πύργο που μου είχε χτυπήσει αυτός ξεκινώντας. Δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο για να πέσω με τα μούτρα στο σκάκι.
Αγοράζω μια σκακιέρα, αγοράζω οδηγό για το σκάκι, κλείνομαι στην κάμαρά μου και περνάω ατέλειωτα μερόνυχτα προσπαθώντας να αποστηθίσω όλες τις παρτίδες, να τις βάλω θέλοντας και μη στο κεφάλι μου, παίζοντας μόνος μου χωρίς ανάπαυλα και χωρίς τελειωμό. Αφού πέρασα δύο με τρεις μήνες αφοσιωμένος στην εξαίρετη αυτή ενασχόληση, καταβάλλοντας ασύλληπτους κόπους, εμφανίζομαι στο καφενείο, αδύνατος, χλωμός και σχεδόν αποχαυνωμένος.
Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου με τον κύριο Μπαγκερέ. Με κερδίζει μια, με κερδίζει δυο, με κερδίζει είκοσι. Με τόσους άπειρους συνδυασμούς που είχα ανακατέψει στο κεφάλι μου, είχε πήξει εντελώς το μυαλό μου και το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν μια θολούρα. Όσες φορές προσπάθησα να εξασκηθώ, με το βιβλίο του Φιλιντόρ ή του Σταμμά, μου συνέβαινε ακριβώς πάντα το ίδιο πράγμα: αφού ξεθεωνόμουν στην κούραση, έπαιζα χειρότερα από πριν.
Με δυο λόγια, είτε παρατούσα το σκάκι, είτε έπαιζα συνέχεια για να προπονηθώ, δεν προχώρησα ποτέ μου ούτε ρούπι πέρα από το πρώτο εκείνο μάθημα, και κατέληγα πάντα στο ίδιο σημείο που είχα φθάσει τελειώνοντάς το. Ακόμα κι αν έπαιζα εκατομμύρια αιώνες, θα κατάφερνα απλώς να χτυπήσω τον πύργο του Μπαγκερέ και ουδέν πλέον. Ωραίος τρόπος για να χάνω τον καιρό μου, θα πείτε. Και δεν ήταν λίγος εκείνος που έχασα.
Δεν σταμάτησα αυτή την πρώτη προσπάθεια παρά μόνον όταν δεν είχα πια δυνάμεις να συνεχίσω. Όταν έβγαινα από το δωμάτιό μου, έμοιαζα με λείψανο, κι αν συνέχιζα αυτή τη ζωή δεν θα αργούσα να γίνω στ’ αλήθεια. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μάλλον δύσκολο για τέτοιο κεφάλι, και μάλιστα πάνω στην άψη της νεότητας, ν’ αφήσει το σώμα του υγιές.” Ρουσσώ, “Οι εξομολογήσεις”.
Το απόσπασμα θα μπορούσε να αποτελεί την μεταφορά μιας ερωτικής σχέσης: η γοητεία που προκύπτει από κάποιον που στην αρχή μάς φαίνεται αντιπαθής και φαύλος· η εξέλιξη της γοητείας που γίνεται πάθος και ολοκληρωτική αφοσίωση· η συνειδητοποίηση ότι αυτή η αφοσίωση είναι εις μάτην, αφού δεν αλλάζει σε τίποτα την αρχική πρόοδο· η δυσκολία εντούτοις να εγκαταλείψεις το πάθος ει μη μόνο λίγο πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό.
Δεν λείπει εδώ και μια νότα ξέφρενου ρομαντισμού, υπερβολικού στις συνέπειές του, ούτε η υπόρρητη κριτική στην δύναμη του Λόγου να αλλάξει τον άνθρωπο. Αλλά πέρα από τις μεταφορές και τις βαθιές αναλύσεις, ο Ρουσσώ εδώ περιγράφει κάτι εξόχως σκακιστικό: την δυσκολία της προόδου, την δυσκολία της βελτίωσης πέρα από κάποιο επίπεδο, παρά την ατομική προσπάθεια. Ο φόβος κάθε σκακιστή είναι το «ταβάνιασμα», το πικάρισμα της δύναμης σ’ ένα σημείο, όπου μετά όση πληροφορία και αν προσθέσεις καμία αλλαγή δεν προκύπτει. Πώς να μην αρρωστήσει κανείς μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη της συνειδητοποίησης;
Φευ, η ζωή συνεχίζεται. Και συνεχίζεται προσπαθώντας, και μέσα από την προσπάθεια φυτρώνει εκ νέου ο σπόρος της πίστης στον εαυτό. Και πολλές φορές αυτός ξυπνά υπέρμετρες φιλοδοξίες, που ακόμα και αν στερούνται υλικής βάσης προσφέρουν τα ζωτικά εκείνα ψεύδη που, αν και ψεύδη, λειτουργούν εντέλει εποικοδομητικά. Όποιος σκακιστής δεν βρει την αντινομική ισορροπία αφενός να βλέπει ξεκάθαρα τα όριά του, αφετέρου να πιστεύει με θέρμη στην υπέρβασή τους δεν μπορεί να συνεχίζει να παίζει και -κυρίως–- να απολαμβάνει. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη σχεδόν εξολόθρευσή του από το σκάκι, ο Ρουσσώ θα επιστρέψει δριμύτερος:
“Είχα κι ένα άλλο, εξίσου σίγουρο εφόδιο, το σκάκι, στο οποίο αφιέρωνα ανελλιπώς, στο καφενείο του Μωγί, όλα τα απογεύματα που δεν πήγαινα στο θέατρο. Εκεί γνώρισα τον κύριο ντε Λεγκάλ, κάποιον κύριο Υσσόν, τον Φιλιντόρ, όλους τους μεγάλους σκακιστές εκείνου του καιρού, χωρίς ωστόσο οι επιδόσεις μου να βελτιωθούν καθόλου. Δεν είχα όμως καμιά αμφιβολία ότι στο τέλος θα γινόμουν καλύτερος από όλους τους, κι αυτό θα ήταν αρκετό, κατά τη γνώμη μου, για να μου λύσει το πρόβλημα. Με όποια κουταμάρα κι αν παθιαζόμουν κατά καιρούς, είχα πάντα το ίδιο επιχείρημα. Έλεγα: «Όποιος διαπρέπει σε κάτι γίνεται πάντα περιζήτητος». Αυτός ο παιδαριώδης συλλογισμός δεν ήταν προϊόν της λογικής μου, αλλά της τεμπελιάς μου.” Εξομολογήσεις”.
Στην προσπάθεια να καταστρώσει το σχέδιο μιας καριέρας και ενός βιοπορισμού, ο Ρουσσώ δεν μπορούσε, έστω και για λίγο, να μην επιστρέψει στην πίστη του πάθους. Μπορεί σήμερα ο αντίστοιχος ερασιτέχνης να μη σκοπεύει να ξεπεράσει τους ισχυρούς γκραν μετρ, αλλά πάντα πιστεύει ότι το διάβασμά του, όσο και να στερείται προγράμματος, δεν μπορεί παρά να αποδώσει εντέλει.
Στην εκ των υστέρων αφήγηση έχει κατασταλάξει η γνώση των μάταιων επενδύσεων σε ελπίδα, αλλά είμαι σίγουρος πως στο καφενείο, απέναντι στον Φιλιντόρ, ο Ρουσσώ θα ήταν σίγουρος για την επερχόμενη υπεροχή του. Αρκεί να επισκεφτεί κανείς οποιοδήποτε σκακιστικό καφενείο για να ανακαλύψει πλείστους όσους Ζαν Ζακ της εποχής μας – μια ελπίδα όπως και να το κάνουμε μπροστά στη μετατροπή του παιχνιδιού σε σπορ.
Έρχεται όμως η ώρα της δικαίωσης για κάθε πιστό της θεάς Κάισσας. Απλώς η δικαίωση προσαρμόζεται συνήθως στο εκάστοτε σκακιστικό βεληνεκές. Και για τον βουκολικό Ρουσσώ το να γίνει πρώτος στο χωριό από το να κυνηγά τους δεύτερους στην πόλη είναι μάλλον επιτυχία. Αποκορύφωμα της σκακιστικής «σταδιοδρομίας» του φιλοσόφου θα αποτελέσουν οι παρτίδες του με τον πρίγκιπα Κοντί. Ο Ρουσσώ θα περιγράψει την φάση στο Δωδέκατο βιβλίο των Εξομολογήσεων:
“Επειδή το διαμέρισμά μου στο Μονλουί ήταν πολύ μικρό, ενώ το περιβάλλον στη βίγλα ήταν υπέροχο, οδήγησα εκεί τον πρίγκιπα, ο οποίος, ως αποκορύφωμα της τιμής που μου έκανε, είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να παίξω σκάκι μαζί του. Ήξερα πως κέρδιζε τον ιππότη ντε Λορανύ που έπαιζε καλύτερα από μένα. Αλλά, παρ’ όλα τα νοήματα και τις γκριμάτσες του ιππότη και της ακολουθίας, που εγώ έκανα πως δεν τα έβλεπα, κέρδισα και τις δύο παρτίδες που παίξαμε. Όταν τελειώσαμε, του είπα με ύφος σοβαρό αλλά και μετρημένο: «Εκλαμπρότατε, ο σεβασμός μου για την Υψηλότητά σας δεν μου επιτρέπει να μη σας κερδίζω πάντα στο σκάκι». Αυτός ο μεγάλος άρχοντας, που είχε θαυμάσιο και ανοιχτό μυαλό και δεν του άξιζε καθόλου να τον λιβανίζουν, κατάλαβε πράγματι, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, πως ήμουν ο μόνος που τον αντιμετώπιζε σαν άνθρωπο, και έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως το εκτίμησε αληθινά.” Εξομολογήσεις.
Μια παρτίδα από αυτές φέρεται να σώζεται. Παρά το ότι πλέον είναι σαφές ότι δεν έχει παιχτεί από τον Ρουσσώ και τον πρίγκιπα, δεν πρέπει να διαφέρει και πολύ από την όντως παιχθείσα – τουλάχιστον στα λάθη και στο πνεύμα της, που είναι αυτό της επίθεσης και της θυσίας. Μπορεί δηλαδή να μην αληθεύει το γράμμα της αλλά αληθεύει το πνεύμα της, γεγονός που αντισταθμίζει την έλλειψη των τεκμηρίων.
Πέραν τούτου, η παρρησία του Ρουσσώ ενώπιον του πρίγκιπα δείχνει τον εξισωτικό χαρακτήρα του παιχνιδιού, κάτι που θα αγαπούσε και ο Ντόνερ: ακόμα και ένας ευγενής μπορεί να υποκύψει, το σκάκι έχει την δική του ιδιοσυστασία. Και προπαντός η μεγαλύτερη τιμή που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να τον αντιμετωπίσεις εντελώς ισότιμα.
Από τα καφέ έως τις πολυτελείς βίγλες, ο αιώνας του Ρουσσώ τοποθετεί το σκάκι στο κέντρο ενός πυρετού που χαρακτηρίζει την αλλαγή των ηθών: από παιχνίδι ευγενών γίνεται παιχνίδι της επελαύνουσας τρίτης τάξης, που με το πάθος του λογικού ετοιμάζεται για την άνοδό της στο προσκήνιο.
Η σκακιστική επίδοση του πολίτη της Γενεύης μπορεί να κινείται σε χαμηλές πτήσεις, αλλά το γεγονός που είναι εδώ σημαντικό είναι μια από τις πρώτες εμφανίσεις στη γραμματεία ενός πάθους για το παιχνίδι που διατηρείται παρά τις απογοητεύσεις -σαν τον ίδιο τον ορθολογισμό ένα πράμα–- και που καταλήγει να βρίσκει τη γαλήνη στην κοινότοπη, πλην συχνά παραμελημένη γνώση ότι κάτω από τον ήλιο είμαστε όλοι γυμνοί από τις πανοπλίες μας.
Και, τέλος, το σημαντικότερο μάθημα της ρουσσωικής εξομολόγησης είναι η πίστη ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφανής σχέση με τον εαυτό όπως είναι, ειλικρινής στις αδυναμίες και τις φθορές του. Σκακιστικά μιλώντας, χωρίς αυτήν την παρρησία δεν μπορεί κανείς να κερδίσει τον δικό του πρίγκιπα Κόντι.
***
“Οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι αφέντες του λαού, μα υπάλληλοί του. Ο λαός πρέπει να μπορεί να τους διορίζει και να τους απολύει όποτε θέλει. Δεν υπάρχει θέμα να συμβληθούν με το λαό, πρέπει να τον υπακούσουν.” Jean-Jacques Rousseau
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau, 28 Ιουνίου 1712 – 2 Ιουλίου 1778) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, του διεθνισμού και κατά την πρώτη περίοδο και του εθνικισμού.
Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από τη Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα, πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος έμεινε ορφανός.
Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στην συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα σε ένα δικαστικό γραφείο, και το 1725 έγινε μαθητευόμενος ενός χαράκτη.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν που τον στέλνει στην βαρόνη Μαντάμ ντε Βαράνς, πρόσφατα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό.
Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι της βαρόνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρόνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens.
Το 1742 βρίσκεται στο Παρίσι όπου γράφει ως το 1743 δύο δοκίμια σχετικά με την μουσική και αναπτύσσει σχέσεις με τον Διαφωτιστή Ντενί Ντιντερό.
Το 1745 γνωρίζει μία υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά.
Το 1749 γράφει για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που αφορούσαν την μουσική.
Το 1750 συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν (Académie de Dijon), και η διατριβή του Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες, στην οποία υποστηρίζει ότι η πρόοδος συνεπάγεται διαφθορά και εκφυλισμό, κερδίζει το πρώτο βραβείο.
Το 1755, σε έναν άλλον διαγωνισμό της ίδιας Ακαδημίας, απαντάει με το πρώτο μεγάλο έργο του Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το έργο αυτό όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατά του Ρουσσώ.
Αν και στον αντίποδα της φιλοσοφικής του σπουδαιότητας, η αφήγηση της σκακιστικής σταδιοδρομίας του Ρουσσώ αποτελεί παραδειγματική περίπτωση των παθιασμένων φιλοδοξιών και της απότομης συντριβής τους στην πραγματικότητα, μέχρι την επίτευξη μιας χρυσής τομής, που βιώνει κάθε τυπικός ερασιτέχνης σκακιστής.
Το ανέκδοτο είναι παλιό: Ένας Γάλλος των μέσων του 18ου αιώνα προσέρχεται στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς, διατρανώνοντας στον δρόμο ότι πηγαίνει για να δει τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο να παίζουν σκάκι. «Μα είναι μαζέτες!», αναφωνεί ένας περαστικός. «Ναι, αλλά σήμερα θα παίξουν με τον Φιλιντόρ!», ανταπαντά ο ενθουσιώδης θεατής.
Το ανέκδοτο είναι ενδεικτικό της εποχής: σε μια περίοδο όπου η σταθερότητα του παλιού κόσμου αρχίζει να κλονίζεται και τα θεμέλια της ανόδου της Τρίτης Τάξης να δημιουργούνται, η μορφή του γνήσιου πλάνη τυχοδιώκτη -τόσο της ζωής όσο και της σκέψης– τον οδηγούν σε έναν νέο κοινωνικό τόπο: το καφέ, όπου η ανταλλαγή των επιχειρημάτων και των βωμολοχιών συναντά το νέο πνεύμα των καιρών.
Διόλου τυχαία το σκάκι εμφανίζεται εκεί ως κομβικό παιγνίδι: είναι μια μάχη όπου οι δύο αντίπαλοι με την σειρά εξασκούν την ικανότητά τους στην πειθώ. Αυτή η πειθώ είναι ταυτόχρονα και ρητορική και λογική: ο δειλός θα υποκύψει στην φενάκη μιας πυροτεχνηματικής κίνησης, ο γενναίος θα ακολουθήσει το πάθος της αλήθειας ως το τέλος.
Την ίδια στιγμή, το σκάκι ενσαρκώνει το όνειρο της κινητικότητας: μπορεί οι πεσσοί να αντιστοιχούν σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης του παρελθόντος, ωστόσο δεν είναι τυχαίο ότι ένα πιόνι που θα προχωρήσει ως το τέλος θα προαχθεί σε κάτι το ανώτερο – και το κυριότερο: στο τέλος κάθε παιχνιδιού ένας Βασιλιάς θα χάσει το κεφάλι του.
Η αναφορά στο όνομα του Φιλιντόρ δεν είναι τυχαία. Συγγραφέας της Σκακιστικής ανάλυσης (1749), αλλά και μουσικός, αποτελεί τον στυλοβάτη του μοντέρνου σκακιού. Πρώτος αυτός θα δώσει την πρέπουσα σημασία στα πιόνια (απηχώντας πιθανώς και το πνεύμα επαναθεμελίωσης των αξιών της εποχής). Το γεγονός ότι τα πιόνια δεν γυρίζουν πίσω καθιστά τις κινήσεις εξόχως σημαντικές, παρατηρεί ο Φιλιντόρ.
Οι δομές που δημιουργούν στην σκακιέρα καθορίζουν την εξέλιξη των αψιμαχιών, σε σημείο που θα φτάσει να διακηρύξει ότι «τα πιόνια είναι η ψυχή της παρτίδας». Ταυτόχρονα με το λογικά αναλυτικό του πνεύμα, ο Φιλιντόρ θα ενσαρκώσει και το τυπικά σκακιστικό πάθος που οδηγεί στην παραμέληση των υπόλοιπων δραστηριοτήτων. Ο Ντιντερό επί παραδείγματι δεν θα του συγχωρούσε ποτέ την ζημιά που άφησε να κάνει το σκάκι στην μουσική του εξέλιξη.
Ο ίδιος ωστόσο Ντιντερό θα δώσει μια χαρακτηριστική περιγραφή του κλίματος στο Καφέ ντε λα Ρεζανς στις πρώτες σελίδες του ανιψιού του Ραμό, έργου του οποίου η σύνθεση έχει πολλάκις υποστηριχθεί ότι οφείλει πολλά στο σκάκι:
“Αν κάνει πολύ κρύο ή βρέχει, βρίσκω καταφύγιο στο Καφέ ντε λα Ρεζάνς· εκεί περνάω την ώρα μου παρακολουθώντας τους άλλους να παίζουν σκάκι. Το Παρίσι είναι το καλύτερο μέρος του κόσμου και το Καφέ ντε λα Ρεζάνς είναι το καλύτερο μέρος του Παρισιού για να απολαύσει κανείς αυτό το παιχνίδι. Έτσι στου Ρέι συναγωνίζονται ο βαθυστόχαστος Λεγκάλ, ο οξυδερκής Φιλιντόρ και ο σταθερός Μαγιό· εκεί βλέπεις τις πιο εκπληκτικές κινήσεις, αλλά ακούς και τις χειρότερες βωμολοχίες· γιατί μπορεί κανείς να είναι ιδιοφυής και μεγάλος παίκτης όπως ο Λεγκάλ, αλλά μπορεί να είναι μεγάλος παίκτης και ανόητος, όπως ο Φουμπέρ και ο Μαγιό”. Ντενί Ντιντερό, “Ο ανιψιός του Ραμό”.
Αρκεί, θαρρώ, αυτή η ελάχιστη περιγραφή για να ανασυσταθεί το κλίμα που έκτοτε συνοδεύει τις σκακιστικές συνάξεις ανά τον κόσμο, είτε το καφέ είναι το στιβαρό άντρο του επελαύνοντος Διαφωτισμού είτε ένα τυχαίο καφενείο στην άκρη μιας οποιασδήποτε μικρής πόλης: το σκακιστικό τάλαντο που είτε συνοδεύεται είτε όχι από μια ευγένεια ή γενική καλλιέργεια είναι μια σύζευξη που όπως και όλος ο Διαφωτισμός συνδυάζει το υψηλό με το χθαμαλό σε ένα οργιαστικό πάρτι δημιουργικότητας και σπατάλης φαιάς ουσίας. Φευ, όπως ο Διαφωτισμός απολιθώθηκε ως μια λατρεία της τυπικής λογικής, έτσι και η εικόνα του σκακιστή απομειώθηκε σ’ αυτήν του σεβάσμιου, αφαιγμαμένου παίκτη.
Ας επιστρέψουμε όμως στο ανέκδοτο. Ο σπινθήρας βασικά προκαλείται από την γειτνίαση των δύο ανόμοιων, από άποψη δημόσιας απήχησης, συνόλων προσώπων: οι Ρουσσώ και Βολταίρος είναι απείρως διασημότεροι από τον γνωστό μόνο σε σκακιστές και ξεσκολισμένους λάτρεις της μουσικής Φιλιντόρ. Το ότι κάποιος θεωρεί σημαντικό να δει τον Φιλιντόρ και όχι τους άλλους δύο σημαίνει, εξού και η έκπληξη, ότι υπάρχει κάποιος που αξιολογεί το σκάκι ανώτερα από την φιλοσοφία, που δεν τον ενδιαφέρουν οι επιδόσεις των φιλοσόφων παρά μόνο αν αυτές συνδέονται με το πραγματικό σκάκι.
Ο Φιλιντόρ είναι καλός σκακιστής και μόνο έτσι, διά της γειτνίασης μαζί του καθίστανται σημαντικοί οι Ρουσσώ και Βολταίρος. Για τους πιστούς της στήλης -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν–- είναι εύκολη η ανάκληση της μνήμης των απόψεων του Ολλανδού γκραν μετρ και συγγραφέα Χεν Ντόνερ. Ο Ντόνερ εκνευριζόταν με τα αφιερώματα των εφημερίδων και των περιοδικών στο «σκάκι και…», όπου το και αφορούσε συνήθως κάποιο είδος τέχνης.
Για τον Ντόνερ σημασία έχει ο εκάστοτε καλλιτέχνης, στοχαστής και οτιδήποτε άλλο ως σκακιστής, εξού και παραδεχόταν μόνο τον Μαρσέλ Ντυσάν, η σκακιστική δεινότητα του οποίου θα μας απασχολήσει, ελπίζω, σε κάποιο μελλοντικό σημείωμα. Παραμένοντας στο πνεύμα του Ντόνερ, μπορούμε με αφορμή το ανέκδοτο της αρχής να εντοπίσουμε στις διαβόητες Εξομολογήσεις του Ρουσσώ εκείνα τα σημεία που αποκαλύπτουν όχι πλέον τον διάσημο φιλόσοφο, που το στίγμα του θα παραμείνει αναλλοίωτο στους αιώνες, αλλά τον σκακιστή.
Και μάλιστα όχι έναν σκακιστή επιπέδου, αλλά έναν σκακιστή κοινό, καθημερινό -ωσάν εμάς–- που παλεύει με το «τέρας» της σκακιστικής θεωρίας και τεχνικής για να καταλήξει ξέπνοος, πλην γεμάτος από το δημιουργικό πάθος του παιχνιδιού. Έτσι, πίσω από τον Ρουσσώ θα δούμε τον Ζαν Ζακ να περνάει από όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που αγαπά το σκάκι και αφήνεται σ’ αυτό. Έναν φιλόσοφο που στην προσπάθειά του να πάει πέρα από τον αλλοτριωμένο βίο, δοκίμασε, ανάμεσα στα άλλα, και την καταβύθιση στη σκακιέρα.
Οι Εξομολογήσεις προσφέρουν σπαρταριστά επεισόδια σκακιστικής «τρέλας»
Νομίζω πως τρία είναι τα σημαντικά επεισόδια όπου ο μέσος σκακιστής θα αναγνωρίσει ξεκάθαρα τον εαυτό του. Το πρώτο ανευρίσκεται στο πέμπτο βιβλίο και μας δείχνει τη δυσκολία που έχει ο προσφάτως μυημένος και γοητευμένος από το σκάκι να σημειώσει μια ουσιαστική πρόοδο που να ανταποκρίνεται στην ανυπομονησία του:
“Υπήρχε κάποιος Γενευέζος ονόματι Μπαγκερέ που είχε υπηρετήσει στην αυλή του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας και ο οποίος ήταν από τους πιο απαίσιους και πιο ανισόρροπους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Ήξερε λίγο σκάκι και προσπάθησε να μου μάθει κι εμένα. Δοκίμασα, με το ζόρι σχεδόν, και αφού έμαθα περίπου τις κινήσεις, προχώρησα τόσο γρήγορα που κατάφερα, πριν τελειώσει το πρώτο μάθημα, να του χτυπήσω τον πύργο που μου είχε χτυπήσει αυτός ξεκινώντας. Δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο για να πέσω με τα μούτρα στο σκάκι.
Αγοράζω μια σκακιέρα, αγοράζω οδηγό για το σκάκι, κλείνομαι στην κάμαρά μου και περνάω ατέλειωτα μερόνυχτα προσπαθώντας να αποστηθίσω όλες τις παρτίδες, να τις βάλω θέλοντας και μη στο κεφάλι μου, παίζοντας μόνος μου χωρίς ανάπαυλα και χωρίς τελειωμό. Αφού πέρασα δύο με τρεις μήνες αφοσιωμένος στην εξαίρετη αυτή ενασχόληση, καταβάλλοντας ασύλληπτους κόπους, εμφανίζομαι στο καφενείο, αδύνατος, χλωμός και σχεδόν αποχαυνωμένος.
Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου με τον κύριο Μπαγκερέ. Με κερδίζει μια, με κερδίζει δυο, με κερδίζει είκοσι. Με τόσους άπειρους συνδυασμούς που είχα ανακατέψει στο κεφάλι μου, είχε πήξει εντελώς το μυαλό μου και το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν μια θολούρα. Όσες φορές προσπάθησα να εξασκηθώ, με το βιβλίο του Φιλιντόρ ή του Σταμμά, μου συνέβαινε ακριβώς πάντα το ίδιο πράγμα: αφού ξεθεωνόμουν στην κούραση, έπαιζα χειρότερα από πριν.
Με δυο λόγια, είτε παρατούσα το σκάκι, είτε έπαιζα συνέχεια για να προπονηθώ, δεν προχώρησα ποτέ μου ούτε ρούπι πέρα από το πρώτο εκείνο μάθημα, και κατέληγα πάντα στο ίδιο σημείο που είχα φθάσει τελειώνοντάς το. Ακόμα κι αν έπαιζα εκατομμύρια αιώνες, θα κατάφερνα απλώς να χτυπήσω τον πύργο του Μπαγκερέ και ουδέν πλέον. Ωραίος τρόπος για να χάνω τον καιρό μου, θα πείτε. Και δεν ήταν λίγος εκείνος που έχασα.
Δεν σταμάτησα αυτή την πρώτη προσπάθεια παρά μόνον όταν δεν είχα πια δυνάμεις να συνεχίσω. Όταν έβγαινα από το δωμάτιό μου, έμοιαζα με λείψανο, κι αν συνέχιζα αυτή τη ζωή δεν θα αργούσα να γίνω στ’ αλήθεια. Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μάλλον δύσκολο για τέτοιο κεφάλι, και μάλιστα πάνω στην άψη της νεότητας, ν’ αφήσει το σώμα του υγιές.” Ρουσσώ, “Οι εξομολογήσεις”.
Το απόσπασμα θα μπορούσε να αποτελεί την μεταφορά μιας ερωτικής σχέσης: η γοητεία που προκύπτει από κάποιον που στην αρχή μάς φαίνεται αντιπαθής και φαύλος· η εξέλιξη της γοητείας που γίνεται πάθος και ολοκληρωτική αφοσίωση· η συνειδητοποίηση ότι αυτή η αφοσίωση είναι εις μάτην, αφού δεν αλλάζει σε τίποτα την αρχική πρόοδο· η δυσκολία εντούτοις να εγκαταλείψεις το πάθος ει μη μόνο λίγο πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό.
Δεν λείπει εδώ και μια νότα ξέφρενου ρομαντισμού, υπερβολικού στις συνέπειές του, ούτε η υπόρρητη κριτική στην δύναμη του Λόγου να αλλάξει τον άνθρωπο. Αλλά πέρα από τις μεταφορές και τις βαθιές αναλύσεις, ο Ρουσσώ εδώ περιγράφει κάτι εξόχως σκακιστικό: την δυσκολία της προόδου, την δυσκολία της βελτίωσης πέρα από κάποιο επίπεδο, παρά την ατομική προσπάθεια. Ο φόβος κάθε σκακιστή είναι το «ταβάνιασμα», το πικάρισμα της δύναμης σ’ ένα σημείο, όπου μετά όση πληροφορία και αν προσθέσεις καμία αλλαγή δεν προκύπτει. Πώς να μην αρρωστήσει κανείς μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη της συνειδητοποίησης;
Φευ, η ζωή συνεχίζεται. Και συνεχίζεται προσπαθώντας, και μέσα από την προσπάθεια φυτρώνει εκ νέου ο σπόρος της πίστης στον εαυτό. Και πολλές φορές αυτός ξυπνά υπέρμετρες φιλοδοξίες, που ακόμα και αν στερούνται υλικής βάσης προσφέρουν τα ζωτικά εκείνα ψεύδη που, αν και ψεύδη, λειτουργούν εντέλει εποικοδομητικά. Όποιος σκακιστής δεν βρει την αντινομική ισορροπία αφενός να βλέπει ξεκάθαρα τα όριά του, αφετέρου να πιστεύει με θέρμη στην υπέρβασή τους δεν μπορεί να συνεχίζει να παίζει και -κυρίως–- να απολαμβάνει. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη σχεδόν εξολόθρευσή του από το σκάκι, ο Ρουσσώ θα επιστρέψει δριμύτερος:
“Είχα κι ένα άλλο, εξίσου σίγουρο εφόδιο, το σκάκι, στο οποίο αφιέρωνα ανελλιπώς, στο καφενείο του Μωγί, όλα τα απογεύματα που δεν πήγαινα στο θέατρο. Εκεί γνώρισα τον κύριο ντε Λεγκάλ, κάποιον κύριο Υσσόν, τον Φιλιντόρ, όλους τους μεγάλους σκακιστές εκείνου του καιρού, χωρίς ωστόσο οι επιδόσεις μου να βελτιωθούν καθόλου. Δεν είχα όμως καμιά αμφιβολία ότι στο τέλος θα γινόμουν καλύτερος από όλους τους, κι αυτό θα ήταν αρκετό, κατά τη γνώμη μου, για να μου λύσει το πρόβλημα. Με όποια κουταμάρα κι αν παθιαζόμουν κατά καιρούς, είχα πάντα το ίδιο επιχείρημα. Έλεγα: «Όποιος διαπρέπει σε κάτι γίνεται πάντα περιζήτητος». Αυτός ο παιδαριώδης συλλογισμός δεν ήταν προϊόν της λογικής μου, αλλά της τεμπελιάς μου.” Εξομολογήσεις”.
Στην προσπάθεια να καταστρώσει το σχέδιο μιας καριέρας και ενός βιοπορισμού, ο Ρουσσώ δεν μπορούσε, έστω και για λίγο, να μην επιστρέψει στην πίστη του πάθους. Μπορεί σήμερα ο αντίστοιχος ερασιτέχνης να μη σκοπεύει να ξεπεράσει τους ισχυρούς γκραν μετρ, αλλά πάντα πιστεύει ότι το διάβασμά του, όσο και να στερείται προγράμματος, δεν μπορεί παρά να αποδώσει εντέλει.
Στην εκ των υστέρων αφήγηση έχει κατασταλάξει η γνώση των μάταιων επενδύσεων σε ελπίδα, αλλά είμαι σίγουρος πως στο καφενείο, απέναντι στον Φιλιντόρ, ο Ρουσσώ θα ήταν σίγουρος για την επερχόμενη υπεροχή του. Αρκεί να επισκεφτεί κανείς οποιοδήποτε σκακιστικό καφενείο για να ανακαλύψει πλείστους όσους Ζαν Ζακ της εποχής μας – μια ελπίδα όπως και να το κάνουμε μπροστά στη μετατροπή του παιχνιδιού σε σπορ.
Έρχεται όμως η ώρα της δικαίωσης για κάθε πιστό της θεάς Κάισσας. Απλώς η δικαίωση προσαρμόζεται συνήθως στο εκάστοτε σκακιστικό βεληνεκές. Και για τον βουκολικό Ρουσσώ το να γίνει πρώτος στο χωριό από το να κυνηγά τους δεύτερους στην πόλη είναι μάλλον επιτυχία. Αποκορύφωμα της σκακιστικής «σταδιοδρομίας» του φιλοσόφου θα αποτελέσουν οι παρτίδες του με τον πρίγκιπα Κοντί. Ο Ρουσσώ θα περιγράψει την φάση στο Δωδέκατο βιβλίο των Εξομολογήσεων:
“Επειδή το διαμέρισμά μου στο Μονλουί ήταν πολύ μικρό, ενώ το περιβάλλον στη βίγλα ήταν υπέροχο, οδήγησα εκεί τον πρίγκιπα, ο οποίος, ως αποκορύφωμα της τιμής που μου έκανε, είχε την καλοσύνη να μου ζητήσει να παίξω σκάκι μαζί του. Ήξερα πως κέρδιζε τον ιππότη ντε Λορανύ που έπαιζε καλύτερα από μένα. Αλλά, παρ’ όλα τα νοήματα και τις γκριμάτσες του ιππότη και της ακολουθίας, που εγώ έκανα πως δεν τα έβλεπα, κέρδισα και τις δύο παρτίδες που παίξαμε. Όταν τελειώσαμε, του είπα με ύφος σοβαρό αλλά και μετρημένο: «Εκλαμπρότατε, ο σεβασμός μου για την Υψηλότητά σας δεν μου επιτρέπει να μη σας κερδίζω πάντα στο σκάκι». Αυτός ο μεγάλος άρχοντας, που είχε θαυμάσιο και ανοιχτό μυαλό και δεν του άξιζε καθόλου να τον λιβανίζουν, κατάλαβε πράγματι, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, πως ήμουν ο μόνος που τον αντιμετώπιζε σαν άνθρωπο, και έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως το εκτίμησε αληθινά.” Εξομολογήσεις.
Μια παρτίδα από αυτές φέρεται να σώζεται. Παρά το ότι πλέον είναι σαφές ότι δεν έχει παιχτεί από τον Ρουσσώ και τον πρίγκιπα, δεν πρέπει να διαφέρει και πολύ από την όντως παιχθείσα – τουλάχιστον στα λάθη και στο πνεύμα της, που είναι αυτό της επίθεσης και της θυσίας. Μπορεί δηλαδή να μην αληθεύει το γράμμα της αλλά αληθεύει το πνεύμα της, γεγονός που αντισταθμίζει την έλλειψη των τεκμηρίων.
Πέραν τούτου, η παρρησία του Ρουσσώ ενώπιον του πρίγκιπα δείχνει τον εξισωτικό χαρακτήρα του παιχνιδιού, κάτι που θα αγαπούσε και ο Ντόνερ: ακόμα και ένας ευγενής μπορεί να υποκύψει, το σκάκι έχει την δική του ιδιοσυστασία. Και προπαντός η μεγαλύτερη τιμή που μπορείς να κάνεις σε κάποιον είναι να τον αντιμετωπίσεις εντελώς ισότιμα.
Από τα καφέ έως τις πολυτελείς βίγλες, ο αιώνας του Ρουσσώ τοποθετεί το σκάκι στο κέντρο ενός πυρετού που χαρακτηρίζει την αλλαγή των ηθών: από παιχνίδι ευγενών γίνεται παιχνίδι της επελαύνουσας τρίτης τάξης, που με το πάθος του λογικού ετοιμάζεται για την άνοδό της στο προσκήνιο.
Η σκακιστική επίδοση του πολίτη της Γενεύης μπορεί να κινείται σε χαμηλές πτήσεις, αλλά το γεγονός που είναι εδώ σημαντικό είναι μια από τις πρώτες εμφανίσεις στη γραμματεία ενός πάθους για το παιχνίδι που διατηρείται παρά τις απογοητεύσεις -σαν τον ίδιο τον ορθολογισμό ένα πράμα–- και που καταλήγει να βρίσκει τη γαλήνη στην κοινότοπη, πλην συχνά παραμελημένη γνώση ότι κάτω από τον ήλιο είμαστε όλοι γυμνοί από τις πανοπλίες μας.
Και, τέλος, το σημαντικότερο μάθημα της ρουσσωικής εξομολόγησης είναι η πίστη ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφανής σχέση με τον εαυτό όπως είναι, ειλικρινής στις αδυναμίες και τις φθορές του. Σκακιστικά μιλώντας, χωρίς αυτήν την παρρησία δεν μπορεί κανείς να κερδίσει τον δικό του πρίγκιπα Κόντι.
***
“Οι φορείς της εκτελεστικής εξουσίας δεν είναι αφέντες του λαού, μα υπάλληλοί του. Ο λαός πρέπει να μπορεί να τους διορίζει και να τους απολύει όποτε θέλει. Δεν υπάρχει θέμα να συμβληθούν με το λαό, πρέπει να τον υπακούσουν.” Jean-Jacques Rousseau
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau, 28 Ιουνίου 1712 – 2 Ιουλίου 1778) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, του διεθνισμού και κατά την πρώτη περίοδο και του εθνικισμού.
Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από τη Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα, πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος έμεινε ορφανός.
Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στην συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα σε ένα δικαστικό γραφείο, και το 1725 έγινε μαθητευόμενος ενός χαράκτη.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν που τον στέλνει στην βαρόνη Μαντάμ ντε Βαράνς, πρόσφατα προσηλυτισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό.
Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι της βαρόνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρόνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens.
Το 1742 βρίσκεται στο Παρίσι όπου γράφει ως το 1743 δύο δοκίμια σχετικά με την μουσική και αναπτύσσει σχέσεις με τον Διαφωτιστή Ντενί Ντιντερό.
Το 1745 γνωρίζει μία υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά.
Το 1749 γράφει για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που αφορούσαν την μουσική.
Το 1750 συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν (Académie de Dijon), και η διατριβή του Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες, στην οποία υποστηρίζει ότι η πρόοδος συνεπάγεται διαφθορά και εκφυλισμό, κερδίζει το πρώτο βραβείο.
Το 1755, σε έναν άλλον διαγωνισμό της ίδιας Ακαδημίας, απαντάει με το πρώτο μεγάλο έργο του Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το έργο αυτό όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατά του Ρουσσώ.
Το σφυρί του Νίτσε
To γκρέμισμα των ειδώλων μας
Στον Πρόλογο του Λυκόφωτος των Ειδώλων, του συντόμου έργου του που σκοπό είχε να συνοψίσει τις ιδέες του, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, έγραφε: Αυτό το μικρό δοκίμιο αποτελεί μια σφοδρή κήρυξη πολέμου, και αναφορικά με την κρούση των ειδώλων, αυτή τη φορά δεν είναι απλώς είδωλα της εποχής, αλλά τα αιώνια είδωλα, που εδώ ψαύονται με ένα σφυρί όπως και με ένα διαπασών: Δεν υπάρχουν πιο παλιά ούτε πιο πειστικά ούτε πιο παραφουσκωμένα από περηφάνια είδωλα – και τίποτε δεν είναι περισσότερο κούφιο από αυτά.
Ο Νίτσε ήθελε να δείξει ότι τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε τις πιο ιερές μας αλήθειες -τα «είδωλά» μας- ήταν προϊόν της ιστορίας. Και η συγκεκριμένη αμφισβητούμενη ιστορία, πίστευε, ήταν ένα λυπητερό παραμύθι αυτοεξαπάτησης. Η πρότασή του συνοψιζόταν στο ότι δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε τη λογική για να κατανοήσουμε τη ζωή και τη φύση, αλλά τη δύναμη της απόφασης. Και αυτό όχι γιατί έτσι αποκτούμε μια σαφέστερη εικόνα του κόσμου -αν και πράγματι αποκτούμε-, αλλά γιατί το να ενεργούμε κατ’ αυτό τον τρόπο εναρμονίζεται με τη φάση μας και με τη «θέλησή μας για δύναμη». Ο Νίτσε περιγράφει τη θέληση για δύναμη σαν μια «ακόρεστη επιθυμία εκδήλωσης δύναμης· ή σαν αξιοποίηση και άσκηση της δύναμης, σαν δημιουργική παρόρμηση». Αυτή, πίστευε, ήταν μια ικανότητα ελλιπώς αναπτυγμένη στον σύγχρονο άνθρωπο. Επιπλέον, θεωρούσε ότι η κατάσταση εκφυλισμού της είχε προχωρήσει τόσο πολύ που απαιτούνταν κατ’ αρχάς η ολοκληρωτική καταστροφή του αξιακού μας συστήματος, πριν μπορέσουμε να αφυπνίσουμε ξανά τη θέλησή μας για δύναμη και να την επαναφέρουμε στο πρότερο μεγαλείο της. Μόνο τότε ο κόσμος θα είναι κατοικήσιμο μέρος για τον Obermensch– τον υπεράνθρωπο.
Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844, από μια ευσεβή προτεσταντική οικογένεια, στη γερμανική πόλη του Ρέκεν δίπλα στο Λίτσεν, κοντά στη Λειψία. Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός ιερέας, όπως και οι παππούδες του, αλλά το οικογενειακό επάγγελμα σταμάτησε απότομα στον Νίτσε. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Νίτσε ήταν τεσσάρων ετών και ο μικρότερος αδερφός του πέθανε έξι μήνες αργότερα. Η οικογένεια του μετακινήθηκε στο Νάουμπουργκ, όπου ο Νίτσε ήταν το μοναδικό αρσενικό σε ένα νοικοκυριό αποτελούμενο από πέντε γυναίκες. Στα δεκατέσσερα του, κέρδισε μια σχολική υποτροφία για το Πφόρτα, το πιο διακεκριμενο προτεσταντικό σχολείο στη Γερμανία, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις στους κλασικούς. Εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864 ως φοιτητής της θεολογίας και της φιλοσοφίας, αν και κυρίως επιδόθηκε στην τελευταία. Επειδή ήρθε σε προστριβή με δυο από τους καθηγητές του, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ένα χρόνο αργότερα, για να σπουδάσει υπό την καθοδήγηση του μελετητή των κλασικών Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ. Στη Λειψία συνάντησε το συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, κατόρθωσε δε να αποκτήσει τέτοια φήμη που του προσφέρθηκε καθηγεσία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία. “Ηταν μόνο είκοσι τεσσάρων ετων και έπρεπε ακόμη να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή. Αυτή η ανοδική πορεία διακόπηκε όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, όπου κατατάχτηκε σε μια ίλη ιππικού, ενός πρωσικού συντάγματος πυροβολικού. Προσπαθώντας να πηδήξει στη σέλα του αλόγου του μια ημέρα, έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος. Και αυτή δεν ήταν η τελευταία περιπέτεια του Νίτσε στο στρατό. Όταν κατατάχτηκε εθελοντικά ως ιατρικός βοηθός στη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου, το 1870, έπαθε δυσεντερία και διφθερίτιδα μέσα σε λίγες εβδομάδες, ασθένειες από τις οποίες ουδέποτε συνήλθε εντελώς. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή εξαιτίας της κακής του υγείας, το 1879, και έκτοτε ουσιαστικά έζησε μόνος του περιπλανώμενος μεταξύ Ιταλίας, ελβετικων Άλπεων και γαλλικής Ριβιέρας.
Στην υπόλοιπη εργάσιμη ζωή του, ο Νίτσε βασανιζόταν από ισχυρούς πονοκεφάλους και επιδεινούμενη όραση. Η πρώτη δεκαετία της απομόνωσής του, όμως, ήταν και η πιο γόνιμη περίοδός του, τότε που έγραψε τα Τάδε Έφη Ζαρατούοτρα (1883-1885) και τον Αντίχριστο (που δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1895), όπως επίσης και το Λυκόφως των Ειδώλων (1889). Αν και θλιβόταν που ελάχιστοι συγκαιρινοί του μπορούσαν να κατανοήσουν τη σπουδαιότητά του, δεν αισθανόταν ντροπή να τη διαφημίζει. Τρία κεφάλαια του Ίδε ο Άνθρωπος, που ολοκληρώθηκε το 1888, έχουν ως τίτλους «Γιατί Είμαι τόσο Έξυπνος», «Γιατί Είμαι τόσο Σοφός» και «Γιατί Γράφω τόσο Καλά Βιβλία». Στο Τορίνο, στις 3 Ιανουάριου του 1889, ο Νίτσε είδε έναν εκπαιδευτή να μαστιγώνει ένα άλογο και έβαλε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του ζώου για να το προστατεύσει. Κατέρρευσε μέσα σε λυγμούς και αυτή η ύποπτα μη νιτσεΐκή έκφραση λύπης σηματοδότησε την απαρχή μιας ενδεκάχρονης περιόδου ψυχικών διαταραχών που τελείωσε με το θάνατό του, το 1900. Είναι δελεαστικό να αποδοθεί η κατάρρευσή του στη δύναμη των ιδεών του και σε δυο αποτυχημένους έρωτες. Όμως θα έπρεπε επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν μας τα τριτογενή συμπτώματα της σύφιλης και τη χρήση από τον Νίτσε ένυδρης χλωράλης ως ηρεμιστικου. Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο να γίνει θύμα ακόμη περισσότερης ανυποληψίας μετά το θάνατό του, εξαιτίας των πράξεων της αδερφής του και νοσοκόμας του Ελιζαμπέτ. Αυτή, νωρίτερα, είχε εργαστεί μαζί με τον αντισημίτη σύζυγό της Μπέρναρτ Φέρστερ για την ίδρυση μιας αποικίας της αρείας φυλής στην Παραγουάη. Έχοντας την ευθύνη της εκτέλεσης της φιλολογικής διαθήκης του αδερφού της, επανεξέδωσε τις σημειώσεις του Νίτσε και παραποίησε άλλες ωστε να αντανακλούν τις απόψεις της, ενώ αρνήθηκε τη δημόσια πρόσβαση στα αρχεία.
Όταν ήρθε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ, έδωσε στο ναζιστικό καθεστώς τη μεταθανάτια ευλογία του Νίτσε. Ο Υπεράνθρωπος όμως ήταν ένας ανθρώπινος και όχι ένας φυλετικός τύπος. Ο Νίτσε δεν ήταν αντισημίτης – και στην πραγματικότητα ο αντισημιτισμός του Βάγκνερ τελικά συντέλεσε στην εξάντληση της υπομονής του Νίτσε έναντι του συνθέτη. Επίσης θαύμαζε τους Αραβες και τους Ιάπωνες για το ευγενικό τους πνεύμα, ενω για τους Γερμανούς επιδείκνυε περιφρόνηση. Θεωρούσε το λαό του δεύτερο στον εκφυλισμό μετά τους «ανόητους» Εγγλέζους. Τους ναζί, που ήταν πατριώτες, εθνικιστές και ρατσιστές, ο Νίτσε θα τους απεχθανόταν. Σήμερα, αναγνωρίζεται ευρέως πως ο Νίτσε υπήρξε ο καλύτερος συγγραφέας της γερμανικής πεζογραφίας. Το διάβασμα οποιουδήποτε από τα μεγάλα έργα του σημαίνει ότι εκτίθεται κανείς εξίσου στις ενοράσεις μιας μεγαλοφυΐας και στις μεγαλοστομίες ενός μανιακού.
Ο Νίτσε πίστευε ότι η αλήθεια δεν ήταν ποτέ κάτι που ανακαλύπτουμε για τον κόσμο -ο οποίος είναι ούτως ή άλλως χαοτικός εγγενώς- αλλά κάτι που επιβάλλεται σ’ αυτόν από τη «θέληση για αλήθεια» ενός ατόμου. Είναι ο αγώνας του εγώ για διάρκεια τη στιγμή που επιβάλλει τάξη στο χάος. Τα ανθρώπινα συστήματα κατανόησης του κόσμου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μνημεία της θέλησης των φιλόσοφων. Δεν δομήθηκαν σύμφωνα με τη λογική, αλλά μάλλον μέσω μιας διαδικασίας συγγενούς με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο υπεράνθρωπος είναι ικανός να αντιμετωπίσει το χάος που τον περιβάλλει και να επιβάλει την τάξη με την ισχύ της θέλησής του για δύναμη. Εάν αυτή φαίνεται μια ιδιόρρυθμη θεώρηση, η έννοια της «αντικειμενικής» αλήθείας δεν είναι καλύτερη, υποστηρίζει ο Νίτσε.
Εφόσον λαθεμένες ιδέες, όπως ότι ο Θεός αγαπά τα πλάσματά του, μας κάνουν να αισθανόμαστε άνετα όταν τα γεγονότα είναι συχνά οδυνηρά, η άνευ όρων προτίμηση των επιστημόνων για την «αλήθεια» έναντι της «αναλήθειας» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ηθική προκατάληψη. Επίσης είναι μια προκατάληψη που αυτοανατρέπεται, διότι στην πορεία της ιστορίας που αφηγείται ο Νίτσε η πίστη μας σε έναν «πραγματικό» κόσμο ανεξάρτητο από τις δικές μας αισθητηριακές αντιλήψεις έχει γίνει εσωστρεφής και έχει αναιρέσει τα θεμέλιά της.
Το πρόβλημα αρχίζει με τον Πλάτωνα, που αρχικά συνέλαβε έναν «αληθινό» κόσμο που μπορούσαν να τον αντιληφθούν οι σοφοί και ενάρετοι. Αυτή η άποψη στη συνέχεια εναωματτυθηκε σιο χριστιανισμό και επικράτησε ως μια υπόσχεση προς τους υπόλοιπους από εμάς με τη μορφή του Παράδεισου. Με τη φιλοσοφία του Ιμάνουελ Καντ, ο χαρακτήρας του ιδανικού κόσμου κατέστη μη γνώσιμος στις ανθρώπινες δυνάμεις κατανόησης, αλλά τουλάχιστον ακόμη υπήρχε. Αργότερα όμως, οι φιλόσοφοι έθεσαν το ερώτημα πώς οι άνθρωποι μπορούσαν να περιμένουν καθοδήγηση από κάτι το οποίο δεν μπορούσαν να γνωρίσουν και έτσι ο «αληθινός» κόσμος έγινε, όπως το έθεσε ο Νίτσε, «άχρηστος και περιττός». Με τον κόσμο της «αλήθειας» κατέρρευσε και ο κόσμος των φαινομένων, από τη στιγμή που δεν υπάρχει τρόπος να εμφανίζουν τα πράγματα μια αλήθεια «καθ’ εαυτήν» ακόμη και τα πιο αναμφισβήτητα «γεγονότα» υπόκεινται σε ερμηνεία. Επιπλέον, ο Νίτσε αποδεχόταν ότι και αυτή η ιδέα -η δική του- ήταν αφ’ εαυτής απλώς μια ερμηνεία
Ωστόσο, ο Νίτσε δεν πίστευε ότι κάθε ερμηνεία είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη, διότι πρέσβευε ότι η αλήθεια είναι ένα ηθικό μέγεθος. Οι αλήθειες και οι ερμηνείες των ευτυχισμένων, υγιών και ισχυρών ατόμων ήταν προτιμητέες έναντι των αληθειών των αδύναμων και αξιοθρήνητων. Προς μεγάλη του απέχθεια, διαπίστωσε ότι οι κυρίαρχες αξίες του δυτικού κόσμου έμοιαζαν να είχαν διαμορφωθεί από αυτούς τους τελευταίους. Πώς τα κατάφεραν οι αδύναμοι, εφόσον σίγουρα δεν μοιάζουν με λιοντάρι μεταξύ των ανθρώπων, με την αδάμαστη θέλησή του για δύναμη; Η απάντηση του Νίτσε είναι ότι κυριάρχησε η μετριότητα μέσω της δύναμης των αριθμών. Συνενωμένοι υπό την ιουδαϊκή πίστη, οι «δούλοι» που ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό ανέτρεψαν την ηθικότητα των «κυρίων» τους και αντικατέστησαν τις αρκποκρατικές αρετές με τη γλωσσα της εχθρότητας. Ο χριστιανισμός καταδίκασε τους ευγενείς, τους ωραίους και τους ισχυρούς στην πυρά μιας πλασματικής Κόλασης, ενώ η γη κληροδοτήθηκε στους πειθήνιους και ανήμπορους. Αυτή η δημιουργική πράξη των δουλών δεν ήταν μια εξύμνηση της νεοανακαλυφθείσας ελευθερίας τους, αλλά απλά μια αντίδραση εναντίον των αξιών των πρώην αφεντικών τους. Αυτές οι αξίες διαφθάρηκαν και αντιστράφηκαν: Η αυτοπεποίθηση, για παράδειγμα, έγινε «αλαζονεία» και η ανικανότητα να πάρει κανείς εκδίκηση από τους εχθρούς του έγινε η αρετή της «ουγχώρεσης». Η υγιής υπερηφάνεια αντί καταστάθηκε από την ταπεινότητα και ο γόνιμος ανταγωνισμός έδωσε τη θέση του στην ευσπλαχνία.
Έτσι άρχισε η ηθική εποχή, διότι οι αριστοκράτες δεν χρειάζονταν κανόνες για να τους περιορίζουν ή τιμωρίες για α τους καταναγκάζουν. Η ηθικότητα είναι η πρόνοια για το «κοπάδι», όχι για το άτομο, το οποίο κοπάδι φορτώνει τις έννοιες του του «καλού» και του «κακού» πάνω μας αδίκως, χωρίς να μας επιτρέπει καν να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Ο ατομισμός που επιβιώνει είναι ταυτόσημος με τη δυσφορία. Η απόκλιση από το κοπάδι προκαλεί αισθήματα ενοχής και τύψεις συνειδήσεως που καταπιέζουν το ελεύθερο παιχνίδι των ενστίκτων μας. Η επικράτηση της ενοχής καταστρέφει τον αυτοσεβασμό μας και δεν μας κάνει καλύτερους από μια «καμήλα», μια κατάσταση που έχουμε αποδεχθεί λόγω της ανάγκης μας να ζούμε εύκολα. Αυτό που έχουμε επιτύχει είναι μια ψευδαίσθηση του εύκολου, διότι «σε συνθήκες ειρήνης, ο πολεμοχαρής επιτίθεται στον εαυτό του». Με την άρνηση των «φυσικών» αρετών επήλθε και η άρνηση του κόσμου των αισθήσεων μέσω της εκφυλιστικής φιλοσοφίας του ελληνικού πλατωνισμού. Αυτή η τελευταία ερμηνεία εφαρμόστηκε και στο εγω, διαχωρίζοντας το πρόσωπο από τις πράξεις του και καθιστώντας δυνατές τις «καλές» και «κακές» προθέσεις εκεί όπου υπήρχε μόνο η άμεση ελεύθερη έκφραση της θέλησης. Ο Νίτσε μας προτρέπει να αντιμετωπίσουμε μηδενιστικά τον εχθρό καταστρέφοντας τις αξίες του και δημιουργώντας καινούριες που θα είναι πιστές στη θέλησή μας για δύναμη. Αυτό απαιτεί δημιουργική βούληση και όχι λογική διάνοια.
Ο Νίτσε δεν ανησυχούσε αναιτίως ότι τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να επιτεθεί σε άλλους φιλόσοφους θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν και στις δικές του ιδέες. Δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί με άλλους διανοητές σε μια μάχη περί των λογικών ικανοτήτων. Η αλήθεια, όπως κατανοουμε φυσιολογικά τον όρο, δεν ήταν, αυστηρά μιλώντας, το αντικείμενο της φιλοσοφίας του – στο βαθμό που πρέσβευε ότι η ικανότητα να δημιουργούμε και να καταστρέφουμε την αλήθεια προϋπήρχε της μυθικής ικανότητας να την ξεχωρίζουμε. Οι ιδέες του μάλλον υπονόμευαν τους αντιπάλους του παρά έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με αυτούς. Φιλοσοφεί με ένα «σφυρί» το οποίο χρησιμοποιεί για να «κρούει» είδωλα τα «οποία ψαύονται με το σφυρί όπως και με το διαπασών» μέχρι που οι αντηχήσεις να τα μετατρέψουν σε σκόνη. Μια ιδέα μετατρέπεται σε είδωλο όταν η έκφραση της βούλησής μας για αλήθεια μεταμφιέζεται σε αντικειμενική αλήθεια για τον κόσμο. Για να φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα κάποιος δεν χρειάζεται να αυτοεξαπατηθεί απλώς, αλλά και να προσβάλει τη δημιουργική παρόρμηση με την οποία διαμορφώνουμε τις αλήθειες. Με αυτό τον τρόπο ανυψώνουμε ιδέες μόνο ξεθεμελιώνοντας τους εαυτούς μας. Ένας «υγιής» φιλόσοφος, αντίθετα, είναι ευτυχής να δημιουργεί τις αλήθειες του από τα φαινόμενα και να τις αφήνει σ’ αυτό το σημείο -στο επίπεδο του ενστίκτου-, διότι η αυτοαμφισβήτηση δεν τον υποχρεώνει να αναζητήσει για τις αξίες του υψηλότερο κύρος από τη δική του επιβεβαίωση.
«Όλοι οι δημιουργοί είναι σκληροί», έγραψε ο Νίτσε, και πρέπει να σου φαίνεται πηγή ευδαιμονίας το να σφραγίζεις με το χέρι σου τις χιλιετίες όπως πάνω στο κερί, υπέρτατη ευτυχία να εγγράφεις πάνω στη θέληση των χιλιετιών όπως στο χαλκό – σε σκληρότερα μέταλλα από το χαλκό, σε εύγε νεότερα από το χαλκό. Μόνο ο ανώτερος όλων είναι τελείως σκληρός». Η θέληση για δύναμη φαίνεται κάτι τόσο σκληρό που δεν υπάρχει τίποτε σκληρότερο με το οποίο μπορούμε να τη διαμορφωσουμε. Εάν υπήρχε καν τέτοια ουσία. Επειδή η δύναμη της βούλησης δεν μπορεί να τα κατακτήσει όλα με υπομονή, οι παραινέσεις του Νίτσε αντιπροσωπεύουν μια στάση έναντι της ανθρώπινης κατάστασης και όχι κάποιο ρεαλιστικό σχέδιο για την αλλαγή της. Είναι πασίγνωστη η διακήρυξή του «Ότι δεν με σκοτωνει με κάνει πιο δυνατό». Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι τα βάσανα μας κάνουν μερικές φορείς καλό, εξακολουθεί να είναι μάλλον παράλογο το να επιθυμούμε τα βάσανα για τα βάσανα, για το λόγο ότι δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Ο Νίτσε δηλώνει ότι θα μεταμορφώσει κάθε «Ήταν» σε «Ήθελα να είναι έτσι!» Μας ζητά να γίνουμε «χειροκροτητές, να λέμε ναι σε όλα όσα έχουν συμβεί και θα συμβουν». Ωστόσο, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την αντίδραση έναντι του κόσμου και σε εκείνη του σκλάβου που ευφραίνεται όταν τον χτυπά ο αφέντης του, ισχυριζόμένος ότι αυτό ακριβώς επιθυμούσε πάντα; Η αίσθηση του χιούμορ είναι ένα λεπτό ραβδί με το οποίο επιτιθέμαστε στους αντιπάλους μας, αλλά το να γίνουμε ένα μ’ αυτούς -όπως στην πράξη προτείνει ο Νίτσε- είναι εντελώς διαφορετικό από το να τους χτυπάμε.
«Δεν μέμφομαι το κακό και την οδύνη της ύπαρξης», ομολογούσε ο Νίτσε, «μάλλον διατηρώ την ελπίδα ότι η ζωή κάποια ημέρα μπορεί να γίνει ακόμη πιο κακότυχη και οδυνηρή από ποτέ». Πρόκειται για μια πολύ παράξενη μορφή κατάφασης στη ζωή. Ο Νίτσε μας διδάσκει να μην ενδίδουμε στις αντιξοότητες· η εξύμνηση των βασάνων των οποίων υπεραμύνεται συγγενεύει περισσότερο με τη συνεργασία με τους εχθρούς μας παρά με την εναντίωση σ’ αυτους και τη συντριβή τους. Είναι πολύ καλύτερο να υποχωρούμε στο έδαφος της υψηλής ηθικής παρά να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Νίτσε, ότι κάποιος την ανακάλυψε στην άβυσσο. Εάν μια κρίση δεν ήταν κάτι κακό αψ’ εαυτής, δεν θα μπορούσαμε να λέμε ότι την «ξεπεράσαμε». Ακόμη και αν οι συμφορές στέλνονται για να «δοκιμαστούμε», όπως λέγεται, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αισθανόμαστε χαρά μόνο όταν το πρόβλημα έχει λυθεί. Διαβάζοντας Νίτσε, πρέπει να θύσουμε στους εαυτούς μας το εξής έντιμο ερώτημα: Απολαμβάνουμε ή όχι τον πόνο; Η στωικότητα ή το «Να λεμε πάντα ναι» μπορεί να μας εξευγενίζουν. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην μπορεί να πετύχει τον ίδιο σκοπό μια οργισμένη εξέγερση εναντίον του πεπρωμένου.
Δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε πως είναι ευγενικό να μεμψιμοιρούμε και να κλαψουρίζουμε όταν μας τυχαίνουν βάσανα -ούτε ότι θα έπρεπε να υιοθετούμε την άρνηση με την οποία μέμφεται την ανθρωπιά ο Νίτσε-, αλλά ότι, παρόλο που δεχόμαστε ό,τι μας συμβαίνει και κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να το αντιμετωπίσουμε, δεν είμαστε υποχρεωμένοι και να μας αρέσει. Εάν χάσετε και τα δυο σας πόδια σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα, το να μάθετε να τα βγάζετε πέρα μ’ αυτή σας την αναπηρία είναι κάτι το θαυμάσιο, αλλά οφείλεται σε εσάς. Σίγουρα δεν οφείλεται στον μεθυσμένο οδηγό που έπεσε επάνω σας. Αν και καλωσορίζετε την κάθε ημέρα με ένα χαμόγελο και δεν αφήνετε την κατάστασή σας να σας καταβάλει, δεν σημαίνει ότι αυτό εκμηδενίζει τους λόγους για τους οποίους μπορείτε να παραπονείστε σε λογικά πλαίσια, για να μη μιλήσουμε για όλες τις νόμιμες ενέργειες.
Στον Πρόλογο του Λυκόφωτος των Ειδώλων, του συντόμου έργου του που σκοπό είχε να συνοψίσει τις ιδέες του, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, έγραφε: Αυτό το μικρό δοκίμιο αποτελεί μια σφοδρή κήρυξη πολέμου, και αναφορικά με την κρούση των ειδώλων, αυτή τη φορά δεν είναι απλώς είδωλα της εποχής, αλλά τα αιώνια είδωλα, που εδώ ψαύονται με ένα σφυρί όπως και με ένα διαπασών: Δεν υπάρχουν πιο παλιά ούτε πιο πειστικά ούτε πιο παραφουσκωμένα από περηφάνια είδωλα – και τίποτε δεν είναι περισσότερο κούφιο από αυτά.
Ο Νίτσε ήθελε να δείξει ότι τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε τις πιο ιερές μας αλήθειες -τα «είδωλά» μας- ήταν προϊόν της ιστορίας. Και η συγκεκριμένη αμφισβητούμενη ιστορία, πίστευε, ήταν ένα λυπητερό παραμύθι αυτοεξαπάτησης. Η πρότασή του συνοψιζόταν στο ότι δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε τη λογική για να κατανοήσουμε τη ζωή και τη φύση, αλλά τη δύναμη της απόφασης. Και αυτό όχι γιατί έτσι αποκτούμε μια σαφέστερη εικόνα του κόσμου -αν και πράγματι αποκτούμε-, αλλά γιατί το να ενεργούμε κατ’ αυτό τον τρόπο εναρμονίζεται με τη φάση μας και με τη «θέλησή μας για δύναμη». Ο Νίτσε περιγράφει τη θέληση για δύναμη σαν μια «ακόρεστη επιθυμία εκδήλωσης δύναμης· ή σαν αξιοποίηση και άσκηση της δύναμης, σαν δημιουργική παρόρμηση». Αυτή, πίστευε, ήταν μια ικανότητα ελλιπώς αναπτυγμένη στον σύγχρονο άνθρωπο. Επιπλέον, θεωρούσε ότι η κατάσταση εκφυλισμού της είχε προχωρήσει τόσο πολύ που απαιτούνταν κατ’ αρχάς η ολοκληρωτική καταστροφή του αξιακού μας συστήματος, πριν μπορέσουμε να αφυπνίσουμε ξανά τη θέλησή μας για δύναμη και να την επαναφέρουμε στο πρότερο μεγαλείο της. Μόνο τότε ο κόσμος θα είναι κατοικήσιμο μέρος για τον Obermensch– τον υπεράνθρωπο.
Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844, από μια ευσεβή προτεσταντική οικογένεια, στη γερμανική πόλη του Ρέκεν δίπλα στο Λίτσεν, κοντά στη Λειψία. Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός ιερέας, όπως και οι παππούδες του, αλλά το οικογενειακό επάγγελμα σταμάτησε απότομα στον Νίτσε. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Νίτσε ήταν τεσσάρων ετών και ο μικρότερος αδερφός του πέθανε έξι μήνες αργότερα. Η οικογένεια του μετακινήθηκε στο Νάουμπουργκ, όπου ο Νίτσε ήταν το μοναδικό αρσενικό σε ένα νοικοκυριό αποτελούμενο από πέντε γυναίκες. Στα δεκατέσσερα του, κέρδισε μια σχολική υποτροφία για το Πφόρτα, το πιο διακεκριμενο προτεσταντικό σχολείο στη Γερμανία, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις στους κλασικούς. Εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864 ως φοιτητής της θεολογίας και της φιλοσοφίας, αν και κυρίως επιδόθηκε στην τελευταία. Επειδή ήρθε σε προστριβή με δυο από τους καθηγητές του, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ένα χρόνο αργότερα, για να σπουδάσει υπό την καθοδήγηση του μελετητή των κλασικών Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ. Στη Λειψία συνάντησε το συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, κατόρθωσε δε να αποκτήσει τέτοια φήμη που του προσφέρθηκε καθηγεσία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία. “Ηταν μόνο είκοσι τεσσάρων ετων και έπρεπε ακόμη να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή. Αυτή η ανοδική πορεία διακόπηκε όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, όπου κατατάχτηκε σε μια ίλη ιππικού, ενός πρωσικού συντάγματος πυροβολικού. Προσπαθώντας να πηδήξει στη σέλα του αλόγου του μια ημέρα, έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος. Και αυτή δεν ήταν η τελευταία περιπέτεια του Νίτσε στο στρατό. Όταν κατατάχτηκε εθελοντικά ως ιατρικός βοηθός στη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου, το 1870, έπαθε δυσεντερία και διφθερίτιδα μέσα σε λίγες εβδομάδες, ασθένειες από τις οποίες ουδέποτε συνήλθε εντελώς. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή εξαιτίας της κακής του υγείας, το 1879, και έκτοτε ουσιαστικά έζησε μόνος του περιπλανώμενος μεταξύ Ιταλίας, ελβετικων Άλπεων και γαλλικής Ριβιέρας.
Στην υπόλοιπη εργάσιμη ζωή του, ο Νίτσε βασανιζόταν από ισχυρούς πονοκεφάλους και επιδεινούμενη όραση. Η πρώτη δεκαετία της απομόνωσής του, όμως, ήταν και η πιο γόνιμη περίοδός του, τότε που έγραψε τα Τάδε Έφη Ζαρατούοτρα (1883-1885) και τον Αντίχριστο (που δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1895), όπως επίσης και το Λυκόφως των Ειδώλων (1889). Αν και θλιβόταν που ελάχιστοι συγκαιρινοί του μπορούσαν να κατανοήσουν τη σπουδαιότητά του, δεν αισθανόταν ντροπή να τη διαφημίζει. Τρία κεφάλαια του Ίδε ο Άνθρωπος, που ολοκληρώθηκε το 1888, έχουν ως τίτλους «Γιατί Είμαι τόσο Έξυπνος», «Γιατί Είμαι τόσο Σοφός» και «Γιατί Γράφω τόσο Καλά Βιβλία». Στο Τορίνο, στις 3 Ιανουάριου του 1889, ο Νίτσε είδε έναν εκπαιδευτή να μαστιγώνει ένα άλογο και έβαλε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του ζώου για να το προστατεύσει. Κατέρρευσε μέσα σε λυγμούς και αυτή η ύποπτα μη νιτσεΐκή έκφραση λύπης σηματοδότησε την απαρχή μιας ενδεκάχρονης περιόδου ψυχικών διαταραχών που τελείωσε με το θάνατό του, το 1900. Είναι δελεαστικό να αποδοθεί η κατάρρευσή του στη δύναμη των ιδεών του και σε δυο αποτυχημένους έρωτες. Όμως θα έπρεπε επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν μας τα τριτογενή συμπτώματα της σύφιλης και τη χρήση από τον Νίτσε ένυδρης χλωράλης ως ηρεμιστικου. Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο να γίνει θύμα ακόμη περισσότερης ανυποληψίας μετά το θάνατό του, εξαιτίας των πράξεων της αδερφής του και νοσοκόμας του Ελιζαμπέτ. Αυτή, νωρίτερα, είχε εργαστεί μαζί με τον αντισημίτη σύζυγό της Μπέρναρτ Φέρστερ για την ίδρυση μιας αποικίας της αρείας φυλής στην Παραγουάη. Έχοντας την ευθύνη της εκτέλεσης της φιλολογικής διαθήκης του αδερφού της, επανεξέδωσε τις σημειώσεις του Νίτσε και παραποίησε άλλες ωστε να αντανακλούν τις απόψεις της, ενώ αρνήθηκε τη δημόσια πρόσβαση στα αρχεία.
Όταν ήρθε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ, έδωσε στο ναζιστικό καθεστώς τη μεταθανάτια ευλογία του Νίτσε. Ο Υπεράνθρωπος όμως ήταν ένας ανθρώπινος και όχι ένας φυλετικός τύπος. Ο Νίτσε δεν ήταν αντισημίτης – και στην πραγματικότητα ο αντισημιτισμός του Βάγκνερ τελικά συντέλεσε στην εξάντληση της υπομονής του Νίτσε έναντι του συνθέτη. Επίσης θαύμαζε τους Αραβες και τους Ιάπωνες για το ευγενικό τους πνεύμα, ενω για τους Γερμανούς επιδείκνυε περιφρόνηση. Θεωρούσε το λαό του δεύτερο στον εκφυλισμό μετά τους «ανόητους» Εγγλέζους. Τους ναζί, που ήταν πατριώτες, εθνικιστές και ρατσιστές, ο Νίτσε θα τους απεχθανόταν. Σήμερα, αναγνωρίζεται ευρέως πως ο Νίτσε υπήρξε ο καλύτερος συγγραφέας της γερμανικής πεζογραφίας. Το διάβασμα οποιουδήποτε από τα μεγάλα έργα του σημαίνει ότι εκτίθεται κανείς εξίσου στις ενοράσεις μιας μεγαλοφυΐας και στις μεγαλοστομίες ενός μανιακού.
Ο Νίτσε πίστευε ότι η αλήθεια δεν ήταν ποτέ κάτι που ανακαλύπτουμε για τον κόσμο -ο οποίος είναι ούτως ή άλλως χαοτικός εγγενώς- αλλά κάτι που επιβάλλεται σ’ αυτόν από τη «θέληση για αλήθεια» ενός ατόμου. Είναι ο αγώνας του εγώ για διάρκεια τη στιγμή που επιβάλλει τάξη στο χάος. Τα ανθρώπινα συστήματα κατανόησης του κόσμου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μνημεία της θέλησης των φιλόσοφων. Δεν δομήθηκαν σύμφωνα με τη λογική, αλλά μάλλον μέσω μιας διαδικασίας συγγενούς με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο υπεράνθρωπος είναι ικανός να αντιμετωπίσει το χάος που τον περιβάλλει και να επιβάλει την τάξη με την ισχύ της θέλησής του για δύναμη. Εάν αυτή φαίνεται μια ιδιόρρυθμη θεώρηση, η έννοια της «αντικειμενικής» αλήθείας δεν είναι καλύτερη, υποστηρίζει ο Νίτσε.
Εφόσον λαθεμένες ιδέες, όπως ότι ο Θεός αγαπά τα πλάσματά του, μας κάνουν να αισθανόμαστε άνετα όταν τα γεγονότα είναι συχνά οδυνηρά, η άνευ όρων προτίμηση των επιστημόνων για την «αλήθεια» έναντι της «αναλήθειας» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ηθική προκατάληψη. Επίσης είναι μια προκατάληψη που αυτοανατρέπεται, διότι στην πορεία της ιστορίας που αφηγείται ο Νίτσε η πίστη μας σε έναν «πραγματικό» κόσμο ανεξάρτητο από τις δικές μας αισθητηριακές αντιλήψεις έχει γίνει εσωστρεφής και έχει αναιρέσει τα θεμέλιά της.
Το πρόβλημα αρχίζει με τον Πλάτωνα, που αρχικά συνέλαβε έναν «αληθινό» κόσμο που μπορούσαν να τον αντιληφθούν οι σοφοί και ενάρετοι. Αυτή η άποψη στη συνέχεια εναωματτυθηκε σιο χριστιανισμό και επικράτησε ως μια υπόσχεση προς τους υπόλοιπους από εμάς με τη μορφή του Παράδεισου. Με τη φιλοσοφία του Ιμάνουελ Καντ, ο χαρακτήρας του ιδανικού κόσμου κατέστη μη γνώσιμος στις ανθρώπινες δυνάμεις κατανόησης, αλλά τουλάχιστον ακόμη υπήρχε. Αργότερα όμως, οι φιλόσοφοι έθεσαν το ερώτημα πώς οι άνθρωποι μπορούσαν να περιμένουν καθοδήγηση από κάτι το οποίο δεν μπορούσαν να γνωρίσουν και έτσι ο «αληθινός» κόσμος έγινε, όπως το έθεσε ο Νίτσε, «άχρηστος και περιττός». Με τον κόσμο της «αλήθειας» κατέρρευσε και ο κόσμος των φαινομένων, από τη στιγμή που δεν υπάρχει τρόπος να εμφανίζουν τα πράγματα μια αλήθεια «καθ’ εαυτήν» ακόμη και τα πιο αναμφισβήτητα «γεγονότα» υπόκεινται σε ερμηνεία. Επιπλέον, ο Νίτσε αποδεχόταν ότι και αυτή η ιδέα -η δική του- ήταν αφ’ εαυτής απλώς μια ερμηνεία
Ωστόσο, ο Νίτσε δεν πίστευε ότι κάθε ερμηνεία είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη, διότι πρέσβευε ότι η αλήθεια είναι ένα ηθικό μέγεθος. Οι αλήθειες και οι ερμηνείες των ευτυχισμένων, υγιών και ισχυρών ατόμων ήταν προτιμητέες έναντι των αληθειών των αδύναμων και αξιοθρήνητων. Προς μεγάλη του απέχθεια, διαπίστωσε ότι οι κυρίαρχες αξίες του δυτικού κόσμου έμοιαζαν να είχαν διαμορφωθεί από αυτούς τους τελευταίους. Πώς τα κατάφεραν οι αδύναμοι, εφόσον σίγουρα δεν μοιάζουν με λιοντάρι μεταξύ των ανθρώπων, με την αδάμαστη θέλησή του για δύναμη; Η απάντηση του Νίτσε είναι ότι κυριάρχησε η μετριότητα μέσω της δύναμης των αριθμών. Συνενωμένοι υπό την ιουδαϊκή πίστη, οι «δούλοι» που ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό ανέτρεψαν την ηθικότητα των «κυρίων» τους και αντικατέστησαν τις αρκποκρατικές αρετές με τη γλωσσα της εχθρότητας. Ο χριστιανισμός καταδίκασε τους ευγενείς, τους ωραίους και τους ισχυρούς στην πυρά μιας πλασματικής Κόλασης, ενώ η γη κληροδοτήθηκε στους πειθήνιους και ανήμπορους. Αυτή η δημιουργική πράξη των δουλών δεν ήταν μια εξύμνηση της νεοανακαλυφθείσας ελευθερίας τους, αλλά απλά μια αντίδραση εναντίον των αξιών των πρώην αφεντικών τους. Αυτές οι αξίες διαφθάρηκαν και αντιστράφηκαν: Η αυτοπεποίθηση, για παράδειγμα, έγινε «αλαζονεία» και η ανικανότητα να πάρει κανείς εκδίκηση από τους εχθρούς του έγινε η αρετή της «ουγχώρεσης». Η υγιής υπερηφάνεια αντί καταστάθηκε από την ταπεινότητα και ο γόνιμος ανταγωνισμός έδωσε τη θέση του στην ευσπλαχνία.
Έτσι άρχισε η ηθική εποχή, διότι οι αριστοκράτες δεν χρειάζονταν κανόνες για να τους περιορίζουν ή τιμωρίες για α τους καταναγκάζουν. Η ηθικότητα είναι η πρόνοια για το «κοπάδι», όχι για το άτομο, το οποίο κοπάδι φορτώνει τις έννοιες του του «καλού» και του «κακού» πάνω μας αδίκως, χωρίς να μας επιτρέπει καν να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Ο ατομισμός που επιβιώνει είναι ταυτόσημος με τη δυσφορία. Η απόκλιση από το κοπάδι προκαλεί αισθήματα ενοχής και τύψεις συνειδήσεως που καταπιέζουν το ελεύθερο παιχνίδι των ενστίκτων μας. Η επικράτηση της ενοχής καταστρέφει τον αυτοσεβασμό μας και δεν μας κάνει καλύτερους από μια «καμήλα», μια κατάσταση που έχουμε αποδεχθεί λόγω της ανάγκης μας να ζούμε εύκολα. Αυτό που έχουμε επιτύχει είναι μια ψευδαίσθηση του εύκολου, διότι «σε συνθήκες ειρήνης, ο πολεμοχαρής επιτίθεται στον εαυτό του». Με την άρνηση των «φυσικών» αρετών επήλθε και η άρνηση του κόσμου των αισθήσεων μέσω της εκφυλιστικής φιλοσοφίας του ελληνικού πλατωνισμού. Αυτή η τελευταία ερμηνεία εφαρμόστηκε και στο εγω, διαχωρίζοντας το πρόσωπο από τις πράξεις του και καθιστώντας δυνατές τις «καλές» και «κακές» προθέσεις εκεί όπου υπήρχε μόνο η άμεση ελεύθερη έκφραση της θέλησης. Ο Νίτσε μας προτρέπει να αντιμετωπίσουμε μηδενιστικά τον εχθρό καταστρέφοντας τις αξίες του και δημιουργώντας καινούριες που θα είναι πιστές στη θέλησή μας για δύναμη. Αυτό απαιτεί δημιουργική βούληση και όχι λογική διάνοια.
Ο Νίτσε δεν ανησυχούσε αναιτίως ότι τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να επιτεθεί σε άλλους φιλόσοφους θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν και στις δικές του ιδέες. Δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί με άλλους διανοητές σε μια μάχη περί των λογικών ικανοτήτων. Η αλήθεια, όπως κατανοουμε φυσιολογικά τον όρο, δεν ήταν, αυστηρά μιλώντας, το αντικείμενο της φιλοσοφίας του – στο βαθμό που πρέσβευε ότι η ικανότητα να δημιουργούμε και να καταστρέφουμε την αλήθεια προϋπήρχε της μυθικής ικανότητας να την ξεχωρίζουμε. Οι ιδέες του μάλλον υπονόμευαν τους αντιπάλους του παρά έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με αυτούς. Φιλοσοφεί με ένα «σφυρί» το οποίο χρησιμοποιεί για να «κρούει» είδωλα τα «οποία ψαύονται με το σφυρί όπως και με το διαπασών» μέχρι που οι αντηχήσεις να τα μετατρέψουν σε σκόνη. Μια ιδέα μετατρέπεται σε είδωλο όταν η έκφραση της βούλησής μας για αλήθεια μεταμφιέζεται σε αντικειμενική αλήθεια για τον κόσμο. Για να φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα κάποιος δεν χρειάζεται να αυτοεξαπατηθεί απλώς, αλλά και να προσβάλει τη δημιουργική παρόρμηση με την οποία διαμορφώνουμε τις αλήθειες. Με αυτό τον τρόπο ανυψώνουμε ιδέες μόνο ξεθεμελιώνοντας τους εαυτούς μας. Ένας «υγιής» φιλόσοφος, αντίθετα, είναι ευτυχής να δημιουργεί τις αλήθειες του από τα φαινόμενα και να τις αφήνει σ’ αυτό το σημείο -στο επίπεδο του ενστίκτου-, διότι η αυτοαμφισβήτηση δεν τον υποχρεώνει να αναζητήσει για τις αξίες του υψηλότερο κύρος από τη δική του επιβεβαίωση.
«Όλοι οι δημιουργοί είναι σκληροί», έγραψε ο Νίτσε, και πρέπει να σου φαίνεται πηγή ευδαιμονίας το να σφραγίζεις με το χέρι σου τις χιλιετίες όπως πάνω στο κερί, υπέρτατη ευτυχία να εγγράφεις πάνω στη θέληση των χιλιετιών όπως στο χαλκό – σε σκληρότερα μέταλλα από το χαλκό, σε εύγε νεότερα από το χαλκό. Μόνο ο ανώτερος όλων είναι τελείως σκληρός». Η θέληση για δύναμη φαίνεται κάτι τόσο σκληρό που δεν υπάρχει τίποτε σκληρότερο με το οποίο μπορούμε να τη διαμορφωσουμε. Εάν υπήρχε καν τέτοια ουσία. Επειδή η δύναμη της βούλησης δεν μπορεί να τα κατακτήσει όλα με υπομονή, οι παραινέσεις του Νίτσε αντιπροσωπεύουν μια στάση έναντι της ανθρώπινης κατάστασης και όχι κάποιο ρεαλιστικό σχέδιο για την αλλαγή της. Είναι πασίγνωστη η διακήρυξή του «Ότι δεν με σκοτωνει με κάνει πιο δυνατό». Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι τα βάσανα μας κάνουν μερικές φορείς καλό, εξακολουθεί να είναι μάλλον παράλογο το να επιθυμούμε τα βάσανα για τα βάσανα, για το λόγο ότι δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Ο Νίτσε δηλώνει ότι θα μεταμορφώσει κάθε «Ήταν» σε «Ήθελα να είναι έτσι!» Μας ζητά να γίνουμε «χειροκροτητές, να λέμε ναι σε όλα όσα έχουν συμβεί και θα συμβουν». Ωστόσο, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την αντίδραση έναντι του κόσμου και σε εκείνη του σκλάβου που ευφραίνεται όταν τον χτυπά ο αφέντης του, ισχυριζόμένος ότι αυτό ακριβώς επιθυμούσε πάντα; Η αίσθηση του χιούμορ είναι ένα λεπτό ραβδί με το οποίο επιτιθέμαστε στους αντιπάλους μας, αλλά το να γίνουμε ένα μ’ αυτούς -όπως στην πράξη προτείνει ο Νίτσε- είναι εντελώς διαφορετικό από το να τους χτυπάμε.
«Δεν μέμφομαι το κακό και την οδύνη της ύπαρξης», ομολογούσε ο Νίτσε, «μάλλον διατηρώ την ελπίδα ότι η ζωή κάποια ημέρα μπορεί να γίνει ακόμη πιο κακότυχη και οδυνηρή από ποτέ». Πρόκειται για μια πολύ παράξενη μορφή κατάφασης στη ζωή. Ο Νίτσε μας διδάσκει να μην ενδίδουμε στις αντιξοότητες· η εξύμνηση των βασάνων των οποίων υπεραμύνεται συγγενεύει περισσότερο με τη συνεργασία με τους εχθρούς μας παρά με την εναντίωση σ’ αυτους και τη συντριβή τους. Είναι πολύ καλύτερο να υποχωρούμε στο έδαφος της υψηλής ηθικής παρά να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Νίτσε, ότι κάποιος την ανακάλυψε στην άβυσσο. Εάν μια κρίση δεν ήταν κάτι κακό αψ’ εαυτής, δεν θα μπορούσαμε να λέμε ότι την «ξεπεράσαμε». Ακόμη και αν οι συμφορές στέλνονται για να «δοκιμαστούμε», όπως λέγεται, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αισθανόμαστε χαρά μόνο όταν το πρόβλημα έχει λυθεί. Διαβάζοντας Νίτσε, πρέπει να θύσουμε στους εαυτούς μας το εξής έντιμο ερώτημα: Απολαμβάνουμε ή όχι τον πόνο; Η στωικότητα ή το «Να λεμε πάντα ναι» μπορεί να μας εξευγενίζουν. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην μπορεί να πετύχει τον ίδιο σκοπό μια οργισμένη εξέγερση εναντίον του πεπρωμένου.
Δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε πως είναι ευγενικό να μεμψιμοιρούμε και να κλαψουρίζουμε όταν μας τυχαίνουν βάσανα -ούτε ότι θα έπρεπε να υιοθετούμε την άρνηση με την οποία μέμφεται την ανθρωπιά ο Νίτσε-, αλλά ότι, παρόλο που δεχόμαστε ό,τι μας συμβαίνει και κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να το αντιμετωπίσουμε, δεν είμαστε υποχρεωμένοι και να μας αρέσει. Εάν χάσετε και τα δυο σας πόδια σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα, το να μάθετε να τα βγάζετε πέρα μ’ αυτή σας την αναπηρία είναι κάτι το θαυμάσιο, αλλά οφείλεται σε εσάς. Σίγουρα δεν οφείλεται στον μεθυσμένο οδηγό που έπεσε επάνω σας. Αν και καλωσορίζετε την κάθε ημέρα με ένα χαμόγελο και δεν αφήνετε την κατάστασή σας να σας καταβάλει, δεν σημαίνει ότι αυτό εκμηδενίζει τους λόγους για τους οποίους μπορείτε να παραπονείστε σε λογικά πλαίσια, για να μη μιλήσουμε για όλες τις νόμιμες ενέργειες.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕΥΑΓΟΡΑΣ
ΙΣΟΚΡ 9.8–11
Οι δυσκολίες για τη συγγραφή εγκωμίου με τη χρήση του πεζού λόγου
Το έργο αυτό αποτελεί εγκώμιο που γράφτηκε στη μνήμη του βασιλιά της Σαλαμίνας και πατέρα του Νικοκλή, του Ευαγόρα. Στην αρχή του Προοιμίου ο ρήτορας τόνισε την αξία της συγγραφής των εγκωμίων, τα οποία κατορθώνουν να εξασφαλίσουν την αθανασία όσων εξυμνούνται. Το εισαγωγικό τμήμα του λόγου του ολοκληρώνεται με τις παραγράφους που ακολουθούν.
[8] Οἶδα μὲν οὖν ὅτι χαλεπόν ἐστιν ὃ μέλλω ποιεῖν,
ἀνδρὸς ἀρετὴν διὰ λόγων ἐγκωμιάζειν. σημεῖον δὲ μέγι-
στον· περὶ μὲν γὰρ ἄλλων πολλῶν καὶ παντοδαπῶν λέγειν
τολμῶσιν οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες, περὶ δὲ τῶν τοιού-
των οὐδεὶς πώποτ’ αὐτῶν συγγράφειν ἐπεχείρησεν. καὶ
πολλὴν αὐτοῖς ἔχω συγγνώμην. [9] τοῖς μὲν γὰρ ποιηταῖς
πολλοὶ δέδονται κόσμοι· καὶ γὰρ πλησιάζοντας τοὺς θεοὺς
τοῖς ἀνθρώποις οἷόν τ’ αὐτοῖς ποιῆσαι καὶ διαλεγομένους
καὶ συναγωνιζομένους οἷς ἂν βουληθῶσι, καὶ περὶ τούτων
δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν, ἀλλὰ τὰ μὲν
ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, καὶ μηδὲν παραλι-
πεῖν, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς εἴδεσι διαποικῖλαι τὴν ποίησιν· [10] τοῖς
δὲ περὶ τοὺς λόγους οὐδὲν ἔξεστιν τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἀπο-
τόμως καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον καὶ τῶν
ἐνθυμημάτων τοῖς περὶ αὐτὰς τὰς πράξεις ἀναγκαῖόν ἐστι
χρῆσθαι. πρὸς δὲ τούτοις οἱ μὲν μετὰ μέτρων καὶ ῥυθμῶν
ἅπαντα ποιοῦσιν, οἱ δ’ οὐδενὸς τούτων κοινωνοῦσιν· ἃ
τοσαύτην ἔχει χάριν, ὥστ’ ἂν καὶ τῇ λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμή-
μασιν ἔχῃ κακῶς, ὅμως αὐταῖς ταῖς εὐρυθμίαις καὶ ταῖς
συμμετρίαις ψυχαγωγοῦσι τοὺς ἀκούοντας. [11] γνοίη δ’
ἄν τις ἐκεῖθεν τὴν δύναμιν αὐτῶν· ἢν γάρ τις τῶν ποιημά-
των τῶν εὐδοκιμούντων τὰ μὲν ὀνόματα καὶ τὰς διανοίας
καταλίπῃ, τὸ δὲ μέτρον διαλύσῃ, φανήσεται πολὺ καταδεέ-
στερα τῆς δόξης ἧς νῦν ἔχομεν περὶ αὐτῶν. ὅμως δὲ καίπερ
τοσοῦτον πλεονεκτούσης τῆς ποιήσεως, οὐκ ὀκνητέον, ἀλλ’
ἀποπειρατέον τῶν λόγων ἐστίν, εἰ καὶ τοῦτο δυνήσονται,
τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας εὐλογεῖν μηδὲν χεῖρον τῶν ἐν ταῖς
ᾠδαῖς καὶ τοῖς μέτροις ἐγκωμιαζόντων
ΙΣΟΚΡ 9.8–11
Οι δυσκολίες για τη συγγραφή εγκωμίου με τη χρήση του πεζού λόγου
Το έργο αυτό αποτελεί εγκώμιο που γράφτηκε στη μνήμη του βασιλιά της Σαλαμίνας και πατέρα του Νικοκλή, του Ευαγόρα. Στην αρχή του Προοιμίου ο ρήτορας τόνισε την αξία της συγγραφής των εγκωμίων, τα οποία κατορθώνουν να εξασφαλίσουν την αθανασία όσων εξυμνούνται. Το εισαγωγικό τμήμα του λόγου του ολοκληρώνεται με τις παραγράφους που ακολουθούν.
[8] Οἶδα μὲν οὖν ὅτι χαλεπόν ἐστιν ὃ μέλλω ποιεῖν,
ἀνδρὸς ἀρετὴν διὰ λόγων ἐγκωμιάζειν. σημεῖον δὲ μέγι-
στον· περὶ μὲν γὰρ ἄλλων πολλῶν καὶ παντοδαπῶν λέγειν
τολμῶσιν οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν ὄντες, περὶ δὲ τῶν τοιού-
των οὐδεὶς πώποτ’ αὐτῶν συγγράφειν ἐπεχείρησεν. καὶ
πολλὴν αὐτοῖς ἔχω συγγνώμην. [9] τοῖς μὲν γὰρ ποιηταῖς
πολλοὶ δέδονται κόσμοι· καὶ γὰρ πλησιάζοντας τοὺς θεοὺς
τοῖς ἀνθρώποις οἷόν τ’ αὐτοῖς ποιῆσαι καὶ διαλεγομένους
καὶ συναγωνιζομένους οἷς ἂν βουληθῶσι, καὶ περὶ τούτων
δηλῶσαι μὴ μόνον τοῖς τεταγμένοις ὀνόμασιν, ἀλλὰ τὰ μὲν
ξένοις, τὰ δὲ καινοῖς, τὰ δὲ μεταφοραῖς, καὶ μηδὲν παραλι-
πεῖν, ἀλλὰ πᾶσι τοῖς εἴδεσι διαποικῖλαι τὴν ποίησιν· [10] τοῖς
δὲ περὶ τοὺς λόγους οὐδὲν ἔξεστιν τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἀπο-
τόμως καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς πολιτικοῖς μόνον καὶ τῶν
ἐνθυμημάτων τοῖς περὶ αὐτὰς τὰς πράξεις ἀναγκαῖόν ἐστι
χρῆσθαι. πρὸς δὲ τούτοις οἱ μὲν μετὰ μέτρων καὶ ῥυθμῶν
ἅπαντα ποιοῦσιν, οἱ δ’ οὐδενὸς τούτων κοινωνοῦσιν· ἃ
τοσαύτην ἔχει χάριν, ὥστ’ ἂν καὶ τῇ λέξει καὶ τοῖς ἐνθυμή-
μασιν ἔχῃ κακῶς, ὅμως αὐταῖς ταῖς εὐρυθμίαις καὶ ταῖς
συμμετρίαις ψυχαγωγοῦσι τοὺς ἀκούοντας. [11] γνοίη δ’
ἄν τις ἐκεῖθεν τὴν δύναμιν αὐτῶν· ἢν γάρ τις τῶν ποιημά-
των τῶν εὐδοκιμούντων τὰ μὲν ὀνόματα καὶ τὰς διανοίας
καταλίπῃ, τὸ δὲ μέτρον διαλύσῃ, φανήσεται πολὺ καταδεέ-
στερα τῆς δόξης ἧς νῦν ἔχομεν περὶ αὐτῶν. ὅμως δὲ καίπερ
τοσοῦτον πλεονεκτούσης τῆς ποιήσεως, οὐκ ὀκνητέον, ἀλλ’
ἀποπειρατέον τῶν λόγων ἐστίν, εἰ καὶ τοῦτο δυνήσονται,
τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας εὐλογεῖν μηδὲν χεῖρον τῶν ἐν ταῖς
ᾠδαῖς καὶ τοῖς μέτροις ἐγκωμιαζόντων
***
Γνωρίζω λοιπόν ότι είναι δύσκολον το έργον, το οποίον επιχειρώ, δηλαδή να εγκωμιάζω την αρετήν ενός ανδρός διά λόγων. Μεγίστη δε απόδειξις τούτων είναι τα επόμενα· δηλαδή οι ασχολούμενοι με την φιλοσοφίαν τολμούν να ομιλούν περί πολλών άλλων και παντός είδους ζητημάτων, περί δε των εγκωμίων κανείς ποτέ έως τώρα εξ αυτών δεν επεχείρησε να γράψη. Και τους συγχωρώ όλως διόλου. Διότι εις μεν τους ποιητάς είναι επιτετραμμένα πολλά μέσα προς καλλιτεχνικήν παράστασιν του λόγου· διότι δύνανται ούτοι να παρουσιάσουν τους θεούς να έρχωνται εις επαφήν με τους ανθρώπους και να συζητούν με αυτούς και να βοηθούν όποιους θέλουν, και να περιγράψουν τας περιπετείας ταύτας μεταχειριζόμενοι όχι μόνον τας συνηθισμένας εκφράσεις, αλλά άλλοτε μεν λέξεις ξενικάς (διαλεκτικάς), άλλοτε δε νεοτεύκους (νεολογισμούς), άλλοτε δε μεταφοράς και τίποτε να μη παραλείψουν, αλλά να κοσμήσουν ποικίλως με όλα τα είδη την ποίησιν· αντιθέτως οι ρήτορες δεν διαθέτουν καμμίαν εκ των ευκολιών τούτων, αλλ' είναι ανάγκη να μεταχειρισθούν απολύτως και τας λέξεις, τας οποίας χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος, και τας σκέψεις, αι οποίαι ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα. Προς τούτοις οι μεν ποιηταί γράφουν όλα τα έργα των μεταχειριζόμενοι εμμέτρους στίχους και αρμονίαν, οι πεζογράφοι όμως δεν χρησιμοποιούν τίποτε από αυτά· ταύτα δε τα έργα των ποιητών έχουν τόσην χάριν, ώστε, και αν ακόμη έχουν ελαττώματα από της απόψεως της εκφράσεως και των νοημάτων, όμως, με μόνην την ευρυθμίαν και συμμετρίαν, θέλγουν τας ψυχάς των ακροατών. Δύναται τις δε να κατανοήση την δύναμιν αυτών εκ των επομένων· τα ποιήματα δηλαδή και αυτών των πλέον ονομαστών ποιητών, και αν διατηρήσουν το λεξιλόγιόν των, στερηθούν δε του μέτρου (ρυθμού), θα φανούν πολύ κατώτερα της φήμης την οποίαν έχομεν τώρα περί αυτών. Παρ' όλα ταύτα, καίτοι η ποίησις πλεονεκτεί τόσον, δεν πρέπει να διστάζωμεν, αλλά πρέπει να δοκιμάζωμεν τον πεζόν (ρητορικόν) λόγον, εάν θα επιτύχη και τούτο, δηλαδή να εξυμνή τους μεγάλους άνδρας ουχί κατώτερα από τους εγκωμιάζοντας με εμμέτρους ωδάς.
Γνωρίζω λοιπόν ότι είναι δύσκολον το έργον, το οποίον επιχειρώ, δηλαδή να εγκωμιάζω την αρετήν ενός ανδρός διά λόγων. Μεγίστη δε απόδειξις τούτων είναι τα επόμενα· δηλαδή οι ασχολούμενοι με την φιλοσοφίαν τολμούν να ομιλούν περί πολλών άλλων και παντός είδους ζητημάτων, περί δε των εγκωμίων κανείς ποτέ έως τώρα εξ αυτών δεν επεχείρησε να γράψη. Και τους συγχωρώ όλως διόλου. Διότι εις μεν τους ποιητάς είναι επιτετραμμένα πολλά μέσα προς καλλιτεχνικήν παράστασιν του λόγου· διότι δύνανται ούτοι να παρουσιάσουν τους θεούς να έρχωνται εις επαφήν με τους ανθρώπους και να συζητούν με αυτούς και να βοηθούν όποιους θέλουν, και να περιγράψουν τας περιπετείας ταύτας μεταχειριζόμενοι όχι μόνον τας συνηθισμένας εκφράσεις, αλλά άλλοτε μεν λέξεις ξενικάς (διαλεκτικάς), άλλοτε δε νεοτεύκους (νεολογισμούς), άλλοτε δε μεταφοράς και τίποτε να μη παραλείψουν, αλλά να κοσμήσουν ποικίλως με όλα τα είδη την ποίησιν· αντιθέτως οι ρήτορες δεν διαθέτουν καμμίαν εκ των ευκολιών τούτων, αλλ' είναι ανάγκη να μεταχειρισθούν απολύτως και τας λέξεις, τας οποίας χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος, και τας σκέψεις, αι οποίαι ανταποκρίνονται εις την πραγματικότητα. Προς τούτοις οι μεν ποιηταί γράφουν όλα τα έργα των μεταχειριζόμενοι εμμέτρους στίχους και αρμονίαν, οι πεζογράφοι όμως δεν χρησιμοποιούν τίποτε από αυτά· ταύτα δε τα έργα των ποιητών έχουν τόσην χάριν, ώστε, και αν ακόμη έχουν ελαττώματα από της απόψεως της εκφράσεως και των νοημάτων, όμως, με μόνην την ευρυθμίαν και συμμετρίαν, θέλγουν τας ψυχάς των ακροατών. Δύναται τις δε να κατανοήση την δύναμιν αυτών εκ των επομένων· τα ποιήματα δηλαδή και αυτών των πλέον ονομαστών ποιητών, και αν διατηρήσουν το λεξιλόγιόν των, στερηθούν δε του μέτρου (ρυθμού), θα φανούν πολύ κατώτερα της φήμης την οποίαν έχομεν τώρα περί αυτών. Παρ' όλα ταύτα, καίτοι η ποίησις πλεονεκτεί τόσον, δεν πρέπει να διστάζωμεν, αλλά πρέπει να δοκιμάζωμεν τον πεζόν (ρητορικόν) λόγον, εάν θα επιτύχη και τούτο, δηλαδή να εξυμνή τους μεγάλους άνδρας ουχί κατώτερα από τους εγκωμιάζοντας με εμμέτρους ωδάς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)