Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (10.198-10.273)

Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ
μνησαμένοις ἔργων Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο
200 Κύκλωπός τε βίης μεγαλήτορος, ἀνδροφάγοιο.
κλαῖον δὲ λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
Αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
ἠρίθμεον, ἀρχὸν δὲ μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα·
205 τῶν μὲν ἐγὼν ἄρχον, τῶν δ᾽ Εὐρύλοχος θεοειδής.
κλήρους δ᾽ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλομεν ὦκα·
ἐκ δ᾽ ἔθορε κλῆρος μεγαλήτορος Εὐρυλόχοιο.
βῆ δ᾽ ἰέναι, ἅμα τῷ γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἑταῖροι
κλαίοντες· κατὰ δ᾽ ἄμμε λίπον γοόωντας ὄπισθεν.
210 εὗρον δ᾽ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,
τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾽ ἔδωκεν.
οὐδ᾽ οἵ γ᾽ ὁρμήθησαν ἐπ᾽ ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ ἄρα τοί γε
215 οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα
σαίνωσ᾽· αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ·
ὣς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες
σαῖνον· τοὶ δ᾽ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα.
220 ἔσταν δ᾽ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο,
Κίρκης δ᾽ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε Πολίτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
225 ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε·
«Ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν
καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾽ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες.
230 ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξελθοῦσα θύρας ὤϊξε φαεινὰς
καὶ κάλει· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο·
Εὐρύλοχος δ᾽ ὑπέμεινεν, ὀΐσάμενος δόλον εἶναι.
εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν
235 οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα· ἀνέμισγε δὲ σίτῳ
φάρμακα λύγρ᾽, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾽ ἔπειτα
ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.
οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε
240 καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος ὡς τὸ πάρος περ.
ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο· τοῖσι δὲ Κίρκη
πὰρ ῥ᾽ ἄκυλον βάλανόν τ᾽ ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης
ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
Εὐρύλοχος δ᾽ ἂψ ἦλθε θοὴν ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
245 ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον.
οὐδέ τι ἐκφάσθαι δύνατο ἔπος, ἱέμενός περ,
κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος· ἐν δέ οἱ ὄσσε
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾽ ὠΐετο θυμός.
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν πάντες ἀγασσάμεθ᾽ ἐξερέοντες,
250 καὶ τότε τῶν ἄλλων ἑτάρων κατέλεξεν ὄλεθρον·
«Ἤιομεν, ὡς ἐκέλευες ἀνὰ δρυμά, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ·
εὕρομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.
ἔνθα δέ τις μέγαν ἱστὸν ἐποιχομένη λίγ᾽ ἄειδεν
255 ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· τοὶ δ᾽ ἐφθέγγοντο καλεῦντες.
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξελθοῦσα θύρας ὤϊξε φαεινὰς
καὶ κάλει· οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο·
αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα, ὀϊσάμενος δόλον εἶναι.
οἱ δ᾽ ἅμ᾽ ἀϊστώθησαν ἀολλέες, οὐδέ τις αὐτῶν
260 ἐξεφάνη· δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγὼ περὶ μὲν ξίφος ἀργυρόηλον
ὤμοιϊν βαλόμην, μέγα χάλκεον, ἀμφὶ δὲ τόξα·
τὸν δ᾽ ἂψ ἠνώγεα αὐτὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων
265 καί μ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Μή μ᾽ ἄγε κεῖσ᾽ ἀέκοντα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾽ αὐτοῦ.
οἶδα γὰρ ὡς οὔτ᾽ αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν᾽ ἄλλον
ἄξεις σῶν ἑτάρων· ἀλλὰ ξὺν τοίσδεσι θᾶσσον
φεύγωμεν· ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸν ἦμαρ.»
270 Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Εὐρύλοχ᾽, ἦ τοι μὲν σὺ μέν᾽ αὐτοῦ τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ
ἔσθων καὶ πίνων, κοίλῃ παρὰ νηῒ μελαίνῃ·
αὐτὰρ ἐγὼν εἶμι· κρατερὴ δέ μοι ἔπλετ᾽ ἀνάγκη.»

***
Ακούγοντας τα λόγια μου, ραγίστηκε η καρδιά τους·
θυμήθηκαν τα πάθη τους στη Λαιστρυγόνα από τον Αντιφάτη,
200 του Κύκλωπα τη βία, βάναυση δύναμη ενός ανθρωποφάγου,
και ξέσπασαν σε θρήνο οξύ, έτρεχε ποταμός το δάκρυ·
αλλά δεν έβγαινε κανένα κέρδος με το τόσο κλάμα.
Τότε κι εγώ, μοιράζοντας στα δυο τους οπλισμένους μου συντρόφους,
τους μέτρησα, κι έβαλα και στις δύο ομάδες αρχηγό·
στην πρώτη ήμουν αρχηγός εγώ, στην άλλη ο Ευρύλοχος, ωραίος σαν θεός.
Αμέσως κλήρους ρίξαμε σε κράνος χάλκινο, κι όπως το ανακινήσαμε,
έξω πετάχτηκε ο λαχνός του μεγαλόκαρδου Ευρυλόχου.
Ο Ευρύλοχος βγήκε μπροστά, κι ακολουθούσαν είκοσι δύο εταίροι
κλαίγοντας· κι εμάς όμως μας άφησαν πίσω τους να θρηνούμε.
210 Βρέθηκαν τότε, μέσα από τις κοιλάδες, στης Κίρκης το παλάτι,
χτισμένο με πελεκητά λιθάρια, σε μέρος φυλαγμένο
που να βλέπει ολόγυρα.
Τους συναπάντησαν εκεί λύκοι ορεσίβιοι, λιοντάρια,
που ήσαν γητεμένα από την ίδια, με τα φαρμακερά βοτάνια που τους έδινε.
Γι᾽ αυτό δεν όρμησαν πάνω στους άντρες· μόνο σηκώθηκαν
και πήραν να κουνούν τις μακριές ουρές τους.
Πώς γύρω από τον κύρη τους που φτάνει από τραπέζι
μαζεύονται οι σκύλοι του κουνώντας την ουρά τους,
γιατί κάθε φορά κάτι καλό τούς φέρνει να το μασουλήσουν·
έτσι κι αυτούς λύκοι με νύχια κοφτερά και τα λιοντάρια
τους τριγύρισαν με την ουρά σεινάμενη· εκείνοι ωστόσο
τρόμαξαν από τα τρομερά θεριά που είδαν μπροστά τους.
220 Έντρομοι στάθηκαν στα πρόθυρα της καλλιπλόκαμης θεάς,
της Κίρκης, που την ακούν μέσα να τραγουδά
με την ωραία φωνή της· πήγαινε κι έρχονταν υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, αθάνατο, όπως εκείνα τα έργα που οι θεές υφαίνουν
αραχνοΰφαντα και λαμπερά, χαριτωμένα.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο Πολίτης, τους μίλησε σαν αρχηγός —
ήταν ο αγαπημένος σύντροφός μου, έμπιστος κι έντιμος πολύ:
«Καλοί μου φίλοι, κάποια εκεί μέσα πάει κι έρχεται, υφαίνοντας
φαντό μεγάλο, κι όπως ωραία τραγουδά, ο αντίλαλος σηκώνεται
παντού στο σπίτι· ίσως θεά, ίσως θνητή, είναι καιρός κι εμείς
να τη φωνάξουμε.»
Μιλώντας έτσι, τους έπεισε φωνάζοντας να την καλέσουν,
230 και τότε η Κίρκη, ανοίγοντας θυρόφυλλα λαμπρά, πρόβαλε
και τους προσκαλούσε· ανυποψίαστοι όλοι την ακολούθησαν,
μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε πίσω, γιατί φαντάστηκε τι δόλος κρύβεται.
Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά·
αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου,
τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό, και μέσα εκεί ανακάτεψε
φαρμακερά βοτάνια, να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα.
Κι όπως τους έδωσε να πιουν, το ήπιαν όλο· τότε τους χτύπησε
με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι.
Αλλάζοντας, είχαν κεφάλι τώρα γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα
240 και τρίχες· ο νους τους μόνο έμεινε όπως και πρώτα στέρεος.
Αποκλεισμένοι εκεί θρηνούσαν· πάνω στην ώρα η Κίρκη
τους ρίχνει πρίνους, βαλανίδια και καρπούς κρανιάς, να φαν
όπως τα χαμοκύλιστα γουρούνια.
Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος γύρισε πίσω με σπουδή στο μαύρο
γρήγορο καράβι, να πει την είδηση για τους συντρόφους, τι τρομερό
κακό τούς βρήκε. Όμως δεν μπόρεσε να ξεστομίσει λέξη,
μόλο που προσπαθούσε· ένιωθε την ψυχή του λαβωμένη
απ᾽ τον μεγάλο πόνο, τα μάτια του πλημμυρισμένα από τα δάκρυα,
ήθελε να ξεσπάσει σε θρήνο γοερό.
Κι όταν εμείς όλοι μαζί, κατάπληκτοι, επίμονα ρωτούσαμε
το τι συμβαίνει, τότε επιτέλους ανιστόρησε
250 τον όλεθρο των άλλων μας συντρόφων:
«Κινήσαμε, όπως πρόσταξες, μέσα στα δάση, Οδυσσέα λαμπρέ,
και στις κοιλάδες βρήκαμε το αρχοντικό ωραίο, χτισμένο
με πελεκημένες πέτρες, σε μέρος φυλαγμένο, να βλέπει ολόγυρα.
Εκεί πηγαινοέρχονταν κάποια γυναίκα υφαίνοντας φαντό μεγάλο,
που τραγουδούσε με τη δυνατή φωνή της — ίσως θεά, ίσως θνητή.
Αυτοί πήραν να τη φωνάζουν, κι όπως την κάλεσαν, εκείνη
αμέσως έξω πρόβαλε, ανοίγοντας θυρόφυλλα που λάμπουν,
και τους προσκάλεσε. Τότε λοιπόν, όλοι μαζί κι ανυποψίαστοι,
την ακολούθησαν· μόνος μου έμεινα πιο πίσω εγώ, γιατί φαντάστηκα
τι δόλος κρύβεται. Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν οι πάντες, κανείς
δεν έλεγε να εμφανιστεί, παρότι εγώ ώρα πολλή κάθησα εκεί,
260 προσμένοντας μήπως φανούν.»
Μόλις τον λόγο του αποτέλειωσε, ευθύς κι εγώ πέρασα το σπαθί μου,
με τ᾽ ασημένια του καρφιά, γύρω στους ώμους, μέγα, χάλκινο,
φόρεσα και το τόξο μου, κι έδωσα αμέσως εντολή να μπει ο Ευρύλοχος
μπροστά, στον δρόμο μου οδηγός.
Εκείνος όμως, πιασμένος με τα δύο του χέρια από τα γόνατά μου,
ολοφυρόμενος παρακαλούσε, κι έτσι μου μίλησε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Μην επιμένεις, άθελά μου, να με πας εκεί, θεών βλαστάρι· μόνο άφησέ με
εδώ να μείνω. Γιατί το ξέρω, μήτε του λόγου σου θα ξαναρθείς, μήτε
κανέναν άλλο σύντροφο θα φέρεις πίσω· γι᾽ αυτό καλύτερα, όσοι απομείναμε,
το γρηγορότερο να φύγουμε· καιρός ακόμη, κι ίσως έτσι
ξεφύγουμε τη μαύρη μέρα.»
270 Είπε όσα είπε, αλλά κι εγώ του ανταποκρίθηκα μιλώντας:
«Ευρύλοχε, αφού το θέλεις, μείνε εδώ σ᾽ αυτόν τον χώρο,
με το φαΐ και το πιοτό σου, πλάι στο καράβι, μελανό και κοίλο·
όμως εγώ θα πάω εκεί — η ανάγκη με προστάζει αδήριτη.»

ΤΟ ΤΕΡΑΣ

Έχουμε χίλιους εχθρούς. ΄Η μήπως έναν;

Αν μας έλεγε κάποιος να κοιτάξουμε προς την κατεύθυνση των φόβων μας, που θα ήταν αυτή η κατεύθυνση; Θα μου πείτε πως οι απειλές είναι συνήθως εξωτερικές, είμαστε όμως απολύτως σίγουροι πως εκείνο το εξωτερικό γεγονός που μας απειλεί είναι στ΄ αλήθεια πάντοτε εκεί έξω; Που έχουμε στραμμένο το ενδιαφέρον μας; Ποιες είναι πραγματικά αυτές οι απειλές που μας κυνηγούν συνέχεια;

Γιατί στον ίδιο τόπο, σε παρόμοιες συνθήκες ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει διαφορετικά τις προκλήσεις της ζωής του; Γιατί ο ίδιος άνθρωπος μια διαφορετική χρονική στιγμή διαλέγει να δει τους φόβους του διαφορετικά; Έχουμε κοιτάξει ποτέ κατάματα το μέρος που εδρεύει ο φόβος κι αν ναι τι βλέπουμε τότε;

Μέσα στο σώμα μας κατοικεί κάτι που πονά, κάτι που σφίγγεται, κάτι που τρέμει και που αγωνιά. Αυτό όμως είναι το επιφανειακό μέρος της αίσθησης. Από κάτω εδρεύει κάτι άλλο. Κάτι μεγαλύτερο, κάτι πλατύτερο. Κάτι άγνωστο. Σκοτεινό, σιωπηλό και ακατάληπτο. Οι απολήξεις του είναι οι μορφές της αγωνίας μας. Δεν εμφανίζεται πάντα. Είναι όμως εκεί και κοιμάται. Από που τρέφεται άραγε; Τι το μεγαλώνει; Τι το κάνει να ξυπνάει; Δοκιμάστε να σκεφτείτε κάτι που σας φέρνει σε μια δύσκολη κατάσταση. Επικεντρώστε όλη σας την προσοχή επάνω του και αφήστε την να σας οδηγήσει.

Προσπαθήστε να παρακολουθήσετε αυτό που συμβαίνει. Κάτι τότε αναδύεται από μέσα σας και μεγαλώνει συνεχώς. Είναι ένα Τέρας που ορθώνει το ανάστημά του και σιγά σιγά σας καταπίνει. Αν συνεχίσετε το ταξίδι σας μαζί του αυτό πια θα πάρει όλη σας την μορφή. Εκείνο και εσείς δεν θα διαφέρετε σε τίποτε. Θα είσαστε εκείνο. Γυρίστε τώρα στην θέση της ηρεμίας και φανταστείτε την τελευταία φορά ή κάποια φορά που θυμώσατε πολύ. Τι συνέβη τότε;

Το Τέρας, σας κατάπιε απότομα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε κάθε ίχνος σας. Σας κατάπιε και ενήργησε μέσα από το σώμα σας. Πολύ τρομακτικό ακούγεται, ε; Και όμως έτσι είναι. Κάτι είναι κρυμμένο μέσα σας και όταν βρει ευκαιρία εμφανίζεται. Και κάθε φορά που εμφανίζεται, μεγαλώνει. Επιβεβαιώνει την ύπαρξή του μέσα από σας. Και εμφανίζεται με την δημιουργία μιας συναφούς σκέψης. Ή μιας κίνησης που έχετε καταγράψει ως απειλητική. Αυτή η σκέψη πυροδοτεί το ξύπνημα του τέρατος. Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει αυτήν την κατάποση μας από το Τέρας που μια παίρνει την μορφή της μελαγχολίας την άλλη του φόβου ή την άλλη του θυμού. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι ότι γινόμαστε αυτό. Δεν είμαστε άλλο εμείς και άλλο ένα Alien που εδρεύει μέσα μας. Δεν μετατρέπεται εκείνο σε μας αλλά εμείς σε αυτό. Για την ύπαρξη του ευθυνόμαστε εμείς. Χωρίς εμάς να του δίνουμε τροφή, το Τέρας θα λιμοκτονήσει και θα χαθεί. Θα σβήσει.

Υπάρχει ένας δρόμος που χαράζουμε κάθε φορά που δίνουμε τροφή στο Τέρας. Αυτός ο δρόμος έχει την εξής διαδρομή. Ξεκινά από μια πολύ παλιά αντίδραση σε ένα γεγονός που καταγράψαμε ως απειλητικό. Κάθε φορά που συναντούμε κάτι που μας θύμιζε αυτό το γεγονός, χωρίς να το παρατηρήσουμε καλύτερα, αντιδρούμε με παρόμοιο τρόπο. Έτσι χαράχθηκε μέσα μας μια οδός βαθιά που ρίχνει μέσα της όλα τα γεγονότα που μας φαίνονται ίδια με αυτό που είχαμε βιώσει. Φαίνεται πολύ δύσκολο να ξεστρατίσει κανείς και να πάρει κάποιον παράδρομο που θα τον μεταφέρει μακριά από το “στόμα του Τέρατος”.

Χρειάζεται κατ αρχήν παρατήρηση. Μάτια ανοιχτά. Επαγρύπνηση. Να περνά κανείς χρόνο παρατηρώντας την κυκλοφορία στον νου του και των συναισθημάτων του. Να βλέπει πότε ενεργοποιούνται οι αμυντικοί του μηχανισμοί. Με την παρατήρηση σταματά κανείς να είναι μηχανικός. Και τότε το Τέρας δεν έχει πια σκέψεις να περνούν και να τις καταπίνει και μ αυτές να θεριεύει.

Έτσι όλα σιγά σιγά ησυχάζουν.

Ο περιορισμός της εγκεφαλικής κυτταρικής δραστηριότητας ενδέχεται να αυξάνει το προσδόκιμο ζωής

H νευρική δραστηριότητα του εγκεφάλου – που επί σειράν ετών θεωρείται ότι εμπλέκεται σε πλήθος διαταραχών από την άνοια έως την επιληψία – παίζει ρόλο στη διαδικασία της γήρανσης και στο προσδόκιμο ζωής, σύμφωνα με νέα έρευνα, που διεξήχθη από το Ινστιτούτο «Blavatnik» της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ.

Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature», βασίστηκε σε ευρήματα από ανθρώπινους εγκεφάλους, ποντίκια και σκουλήκια και έδειξε ότι η υπερβολική δραστηριότητα του εγκεφάλου περιορίζει το προσδόκιμο ζωής ενώ αντίθετα η καταστολή της υπερδραστηριότητας, το επεκτείνει.

Αν και προηγούμενες έρευνες είχαν ήδη διαπιστώσει ότι μέρη του νευρικού συστήματος επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο γερνούν τα ζώα, η συγκεκριμένη μελέτη είναι η πρώτη που εξέτασε το πώς η εγκεφαλική δραστηριότητα επηρεάζει την αύξηση ή τη μείωση του προσδόκιμου ζωής.

Ο Μπρους Γιάνκνερ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ μαζί με συνεργάτες του επιχείρησαν να μελετήσουν πώς η γονιδιακή έκφραση στον εγκέφαλο επηρεάζει το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων. Αυτοί μελέτησαν τον εγκεφαλικό ιστό χιλιάδων υγιών ανθρώπων που πέθαναν σε ηλικίες από 60 έως 100 έτη. Όταν συνέκριναν δείγματα από εκείνους που πέθαναν πρίν από την ηλικία των 80 ετών με εκείνους που ήταν τουλάχιστον 85 ετών όταν πέθαναν, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι αυτοί που έζησαν περισσότερο είχαν σημαντικά λιγότερα γονίδια που συνδέονται με εγκεφαλική διέγερση.

Προκειμένου να διερευνήσουν αν πράγματι αυτός είναι ένας παράγοντας που παίζει ρόλο στο προσδόκιμο ζωής, ο Γιάνκνερ και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν σε σκουλήκια φάρμακα που καταστέλλουν την εγκεφαλική δραστηριότητα. Όσο πιο πολύ κατέστειλαν την νευρική δραστηριότητα, τόσο περισσότερο ζούσαν τα σκουλήκια κατά μέσο όρο. Το ίδιο συνέβη και με τα σκουλήκια που είχαν εκ φύσεως γονίδια που καταστέλλουν την εγκεφαλική υπερδραστηριότητα.

Ο Γιάνκνερ εξήγησε πως η συσχέτιση είναι αμφίδρομη και δήλωσε: «Η μείωση της νευρικής δραστηριότητας στα σκουλήκια αυξάνει το προσδόκιμο ζωής ενώ η αύξησή της το μειώνει».

Το επίπεδο της νευρικής δραστηριότητας στα θηλαστικά εκτιμήθηκε με τη μέτρηση μιας πρωτεΐνης γνωστής ώς REST. Τα ποντίκια που δεν είχαν αυτό το γονίδιο παρουσίαζαν σημαντικά αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα συγκριτικά με εκείνα που το είχαν.

Η συγκεκριμένη πρωτεΐνη έχει φανεί πως έχει προστατευτική επίδραση για την άνοια και άλλες διαταραχές. Σε αυτή τη μελέτη, ο Γιάνκνερ και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα της πρωτεΐνης REST στους πυρήνες των εγκεφαλικών κυττάρων των ανθρώπων που έζησαν μέχρι την ηλικία των 100 ήταν σημαντικά υψηλότερα από τα αντίστοιχα αυτών που πέθαιναν νέοι.

«Αρχικά φαινόταν παράδοξο ότι η καταστολή της νευρικής δραστηριότητας επεκτείνει τη διάρκεια ζωής χωρίς επιβλαβείς παρενέργειες», λέει ο ίδιος.

Οι ερευνητές υποπτεύονται ότι το όφελος προέρχεται από την καταστολή της υπερβολικής εγκεφαλικής δραστηριότητας η οποία σε τόσο υψηλά επίπεδα μπορεί να αποδειχθεί επιβλαβής. Παρόλα αυτά, κατά τον Γιανκνερ είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι κάτι τόσο βραχύβιο όσο η δραστηριότητα του νευρικού κυκλώματος θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις στη ζωή κάποιου.

Είναι αισιόδοξο ότι οι θεραπείες που έχουν σχεδιαστεί για τη μείωση της υπερβολικής δραστηριότητας νευρικών κυκλωμάτων θα μπορούσαν να λειτουργήσουν. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά, πιθανότατα δραστηριότητες όπως ο διαλογισμός μπορούν επίσης να συμβάλουν στην επίτευξη της μακροζωίας.

Ένα μικρό τρέμουλο να πιάσει όλους τους αδικημένους, θα γεμίσει μονομιάς με ερείπια η Οικουμένη

Η τάξη που διέπει την κοινωνική ζωή δεν είναι παρά η επιφάνεια. Στην πραγματικότητα στα βάθη της μαίνεται πόλεμος, ένας πόλεμος που τα κίνητρά του δεν διαφέρουν σε τίποτα από εκείνα που οπλίζουν τα χέρια των λαών. Ο κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά και μόνο τα δικά του συμφέροντα και τα δικά του πάθη, στο όνομα της φύσης του, η έκφραση της οποίας αποκαλείται Δικαίωμα της Προσωπικότητας. Το δικαίωμα αυτό, έτσι όπως εκφράζεται σε κάθε εποχή, καθορίζει τόσο τους κανόνες της μάχης όσο και τα όπλα που επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν. Προκύπτει ένας ολόκληρος κόσμος από στρατηγικές, ίντριγκες και τεχνάσματα, μια ολόκληρη τέχνη επίθεσης και άμυνας, μια ολόκληρη στρατηγική, πού, με παραλλαγές, ισχύει σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο. Η μάχη δίνεται άνθρωπο με άνθρωπο, κοινωνική τάξη σε κοινωνική τάξη. Και πάνω από τη μάχη αυτή υπερίπταται ως όραμα η ανεξάντλητη έννοια της Φιλοδοξίας, κύρια σημεία της οποίας είναι η Εξουσία, η Ισχύς, η Κοινωνική θέση, το Χρήμα και η Δόξα.

Αυτό δεν αποτελεί φαινόμενο της εποχής μας. Έτσι γινόταν πάντα. Η διαφορά είναι πως οι σύγχρονες κοινωνίες διεξάγουν τη μάχη κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα ασαφείς. Δεν υπάρχει κάποια αυστηρή ταξική διάκριση που να περιορίζει τις δραστηριότητες του καθενός σε μια συγκεκριμένη σφαίρα. Ολόκληρη η κοινωνική μάζα καλείται να μπει στην αρένα με αιχμή του δόρατος την προσωπική πρωτοβουλία. Τίποτα δεν μπορεί πλέον να σταθεί εμπόδιο στο μέλλον ακόμα και του πιο ταπεινού ανθρώπου, αν αυτός έχει γεννηθεί με το μικρόβιο της Φιλοδοξίας.

• Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να διατηρηθεί η ισορροπία κάτω από αυτές τις συνθήκες;

Ποιος μπορεί να κάνει τις μάζες να ανεχθούν το ζυγό της δουλείας και της φτώχειας; Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις; Η φιλοσοφία; Η αγάπη για τον ηγέτη ή η αγάπη για την πατρίδα; Οι ερωτήσεις αυτές μένουν αναπάντητες. ‘Η τάχα ο φόβος των νόμων;

Πόσοι είναι οι άνθρωποι που η κοινωνία ευνοεί σε σχέση με τα εκατομμύρια αυτών που στην ουσία περιφρονεί; Μα απλώς ένα μικρό τρέμουλο να πιάσει όλους τους αδικημένους, θα γεμίσει μονομιάς με ερείπια η Οικουμένη.

Η ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ. Γιατί το να περιμένουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα είναι μαρτύριο

Η προτίμηση της δράσης εκδηλώνεται κυρίως μπροστά σε μια πρωτόγνωρη συγκεχυμένη κατάσταση.

Η πλάνη αυτή παρατηρείται στα πιο μορφωμένα άτομα. ‘Ένας γιατρός έχει μπροστά του έναν ασθενή με συγκεχυμένα κλινικά συμπτώματα. Μην ξέροντας αν πρέπει να παρέμβει η όχι, δηλαδή να του γράψει ένα φάρμακο η να περιμένει, έχει την τάση να διαλέγει τη συνταγή, όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά απλώς διότι παρακινείται από την προτίμηση της δράσης.

Από που προέρχεται αυτή η στάση μας; Την εποχή που οι άνθρωποι ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες η δράση ήταν πιο επικερδής από τη σκέψη. Η γρήγορη αντίδραση ήταν ζήτημα επιβίωσης. Και η σκέψη μπορούσε να αποβεί μοιραία. Όταν οι πρόγονοί μας έβλεπαν να ξεπροβάλλει στην άκρη του δάσους μια σιλουέτα που έμοιαζε πολύ με τίγρη με κοφτερά δόντια, δεν κάθονταν σε έναν βράχο, όπως ο Σκεπτόμενος του Ροντέν, για να στοχαστούν πάνω στην ταξινόμηση των ειδών. Το έβαζαν στα πόδια. Είμαστε όλοι απόγονοι αυτών των ανθρώπων, που αντιδρούσαν άμεσα για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Όμως ο σημερινός μας κόσμος είναι τελείως διαφορετικός – ανταμείβει αυτούς που σκέφτονται δυο φορές προτού δράσουν. Μια επανεκπαίδευση που μας είναι πολύ επίπονη.

Δε λαμβάνετε καμία διάκριση, κανένα μετάλλιο, κανένα άγαλμα με το όνομά σας αν πάρετε τη σωστή απόφαση διαλέγοντας την αναμονή για το καλό της εταιρείας, του κράτους, της ανθρωπότητας. Αντιθέτως, αν δείξετε αποφασιστικότητα, δράσετε αμέσως και δείτε την κατάσταση να βελτιώνεται (ίσως εντελώς τυχαία), έχετε όλες τις πιθανότητες να δεχτείτε τιμές στην πλατεία του χωριού σας η να ανακηρυχτείτε «καλύτερος συνεργάτης της χρονιάς». Η κοινωνία προτιμά την απερίσκεπτη δράση από τη στοχαστική αναμονή.

Συμπέρασμα: Στις δύσκολες η πρωτόγνωρες καταστάσεις κινούμαστε από την παρόρμηση να κάνουμε κάτι, είτε συμβάλλουμε στη βελτίωση της κατάστασης είτε όχι. Έπειτα αισθανόμαστε πολύ καλύτερα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε καμία βελτίωση. Συχνά, μάλιστα, η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Με δυο λόγια, έχουμε την τάση να ενεργούμε πολύ γρήγορα και πολύ συχνά. Συνεπώς, αν είστε μέσα σε ομίχλη, μην κάνετε τίποτα προτού μπορέσετε να δείτε πιο καθαρά. Συγκρατηθείτε και μη δράσετε. «Όλη η ανθρώπινη δυστυχία προέρχεται από ένα και μοναδικό πράγμα, το ότι δεν ξέρουμε να μένουμε ήσυχοι σε ένα δωμάτιο» έγραφε ο Μπλάιζ Πασκάλ. Για τον ίδιο, το δωμάτιο αυτό ήταν το γραφείο του.

Δεν χρειάζεται να σπρώξουμε

Ο Άνιμπαλ Σαμπατίνι έλεγε πως η πληρότητα (ή η ευτυχία, ή ό,τι ο καθένας επιθυμεί περισσότερο) βρίσκεται κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο και ξέρουμε πως το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ ανοίξουμε την πόρτα. Πλησιάζουμε, γυρίζουμε το πόμολο (αφού ξέρουμε πως δεν υπάρχει κλειδαριά) και σπρώχνουμε.

Στην πρώτη προσπάθεια, η πόρτα δεν ανοίγει. «Μάλλον θα έχει φρακάρει» σκεφτόμαστε, και σπρώχνουμε πιο δυνατά.

Δεν γίνεται τίποτα.

Προσπαθούμε περισσότερο, χωρίς επιτυχία.

Φωνάζουμε τους φίλους, τους συγγενείς μας για να μας βοηθήσουν στο σπρώξιμο. Έρχονται, αλλά η πόρτα μένει ακίνητη.

Ποτέ δεν παύουμε να προσπαθούμε.

Ποτέ στη ζωή δεν σταματάμε να σπρώχνουμε.

Κι όλο σπρώχνουμε και ξανασπρώχνουμε χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε.

Χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε.

Χωρίς να καθίσουμε να σκεφτούμε ότι δεν πρέπει να σπρώξουμε, αλλά να έλξουμε μαλακά την πόρτα μας προς το μέρος μας.

Επιλέξτε προσεκτικά τις μάχες που θα δώσετε

Έχω δει ανθρώπους να μπλέκονται σε καβγάδες που αναλώνουν τα πιο πολύτιμα χρόνια της ζωής τους.

Γνωρίζω κάποιον κύριο ο οποίος έγινε πυρ και μανία με μια μεγάλη εταιρεία. Λόγω του ότι αισθανόταν πως είχε αδικηθεί και πίστευε ότι είχε δίκιο.

Θα μπορούσε να είχε λύσει το ζήτημα με μια έξυπνη διαπραγμάτευση και συζήτηση, ίσως και με έναν μικρό συμβιβασμό.

Όμως ένιωθε την ανάγκη δικαίωσης. Πλήρους και απόλυτης δικαίωσης.

Έτσι, πέρασε είκοσι χρόνια δίνοντας αυτή τη μάχη. Ναι, είκοσι χρόνια.

Και μαντέψτε. Δικαιώθηκε. Και μαντέψτε. Έπαθε εγκεφαλικό, έχασε τη μισή περιουσία του και κατέληξε σε αναπηρικό καροτσάκι.

Όταν ολοκληρώθηκε ο δικαστικός αγώνας, μπορούσε πλέον μετά δυσκολίας να μιλήσει, όμως κατάφερε να σιγοψιθυρίσει στον εαυτό του: «Τους έδωσα ένα καλό μάθημα».

Αναμφίβολα, πιστεύω ενστικτωδώς ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος δήλωσε κάποτε: «Η ζωή μας φτάνει στο τέλος της την ημέρα που παύουμε να μιλάμε για τα πράγματα που έχουν σημασία». Αυτό που δυναμώνει τον χαρακτήρα σας, τροφοδοτεί τον καθημερινό ηρωισμό σας και ανεβάζει την αυτοπεποίθησή σας είναι το να υποστηρίζετε τις θέσεις σας, να παραμένετε πιστοί στις αξίες σας και να υπερασπίζεστε ό,τι είναι σημαντικό για εσάς.

Το καταλαβαίνω. Συμφωνούμε απολύτως.

Ωστόσο, μέσα από τις προσπάθειές μου, έχω μάθει το εξής: Κανένας αγώνας δεν αξίζει την απώλεια της δημιουργικότητας, της παραγωγικότητας, της ευτυχίας και της ηρεμίας του πνεύματος.

Αν χάσετε αυτούς τους θησαυρούς, θα έχετε χάσει τα πάντα. Επομένως, βρίσκονται όλα σε μια ωραία ισορροπία, δεν συμφωνείτε;

Επιλέξτε προσεκτικά τους αγώνες σας. Κάποιες φορές θα πρέπει να υπερασπιστείτε την τιμή σας και να λειτουργήσετε με αποφασιστικότητα. Και κάποιες άλλες φορές θα πρέπει να δείτε τη μεγάλη εικόνα, να προτιμήσετε την προστασία της πολύτιμης ευτυχίας σας έναντι της δικαίωσης και να παίξετε ένα πιο σοφό παιχνίδι, προχωρώντας μπροστά και αποφεύγοντας τη σύγκρουση – με την πεποίθηση πως ο ανηφορικός δρόμος θα σας φανεί πιο χρήσιμος μακροπρόθεσμα.

Η ιδέα της ανωτερότητας και της κατωτερότητας είναι αρρωστημένες καταστάσεις

Ένα παιδί γεννιέται και αμέσως αρχίζουμε να του δημιουργούμε εμπόδια. Διαμορφώνουμε μέσα του την αντίληψη της σύγκρισης λέγοντας του: «Κάποιος είναι πιο όμορφος από σένα, και κάποιος είναι πιο υγιής από εσένα», και «Κοίτα πόσο καλός μαθητής είναι ο φίλος σου, εσύ γιατί δεν είσαι, τί κάνεις;» Αρχίζουμε να δημιουργούμε την έννοια της σύγκρισης. Η σύγκριση φέρει μαζί της την ιδέα της ανωτερότητας και της κατωτερότητας. Και τα δύο είναι αρρωστημένες καταστάσεις, είναι εμπόδια. Τώρα το παιδί δεν θα σκέφτεται ποτέ μόνο τον εαυτό του. Θα σκέφτεται πάντοτε τον εαυτό του σε σύγκριση με κάποιον άλλο. Το δηλητήριο της σύγκρισης έχει μόλις μπει μέσα του. Τώρα το άτομο αυτό θα είναι και θα παραμείνει δυστυχισμένο. Τώρα η μακαριότητα της ύπαρξης θα καθίσταται όλο και περισσότερο αδύνατη.

Κάθε ένας από εμάς γεννιέται μοναδικός. Καμμία σύγκριση δεν είναι δυνατή. Είσαι εσύ και είμαι εγώ και καμμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ των δυο. Εάν τους συγκρίνεις, τότε δημιουργείς ανωτερότητα, κατωτερότητα, τις ατραπούς του εγώ. Και τότε φυσικά προβάλλει η μεγάλη επιθυμία για ανταγωνισμό, η μεγάλη επιθυμία να νικήσουμε τους άλλους. Φοβάσαι πάντα αν θα μπορέσεις να τα καταφέρεις ή όχι, επειδή είναι ένας βίαιος αγώνας, και όλοι προσπαθούν να κάνουν το ίδιο, να έλθουν πρώτοι. Εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να γίνουν πρώτοι. Μεγάλη βιαιότητα, θυμός, μίσος και έχθρα κάνουν την εμφάνισή τους. Η ζωή γίνεται μια κόλαση. Εάν είσαι νικημένος, είσαι δυστυχισμένος κι εδώ που τα λέμε οι πιθανότητες να ηττηθείς είναι πολύ περισσότερες. Και ακόμη κι αν πετύχεις, δεν είσαι ευτυχισμένος, επειδή τη στιγμή που επιτυγχάνεις καταλαμβάνεσαι από φόβο: τώρα κάποιος άλλος μπορεί να σου κλέψει την επιτυχία.

Σε αυτόν τον κόσμο είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν χαρούμενο άνθρωπο, επειδή κανείς δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να είναι χαρούμενος. Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι κάποιος θα πρέπει να αποποιηθεί κάθε έννοια σύγκρισης. Ξεχάστε όλες αυτές τις ανόητες ιδέες περί ανωτερότητας και κατωτερότητας. Δεν είστε ούτε ανώτεροι, ούτε κατώτεροι. Είστε απλά ο εαυτός σας! Δεν υπάρχει κανείς όμοιός σας, κανείς με τον οποίον να μπορείτε να συγκριθείτε.

Ο Επίκουρος κι η ευγενής μας τύφλωση

Ψευδαισθήσεις και πραγματικότητα

Είναι γνωστό ότι οι Επικούρειοι ήταν μια φωνή λογικής μέσα σ΄ έναν κόσμο μαγείας και παραλόγου. Υπήρξαν μεγάλοι πολέμιοι της απάτης και των κάθε λογής αγυρτών.

Θα σας διηγηθώ συνοπτικά μια ιστορία που περιγράφει τόσο γλαφυρά ο Λουκιανός στο έργο του Αλέξανδρος ή Ψευδομάντης αναφερόμενος στον περιβόητο αγύρτη Αλέξανδρο τον Αβωνοτειχίτη

Ο Αλέξανδρος ήταν ένας σουπερστάρ απατεώνας της εποχής.

Μια φορά ο πονηρός σκαρφίστηκε το εξής. Παίρνει ένα αυγό χήνας το σπάει προσεκτικά, βάζει μέσα ένα φιδάκι και το ξανακλείνει με λευκό κερί κι άσπρη σκόνη. Αφού νύχτωσε, πηγαίνει και το τοποθετεί κρυφά στα θεμέλια ενός υπό ανέγερση ναού, στου οποίου τον προαύλιο χώρο υπήρχαν λάσπες και λιμνάζοντα νερά.

Την επόμενη το πρωί βγαίνει αλαλάζον και ξεβράκωτος (μόνο μ ένα χρυσό ζωνάρι στα αχαμνά του) φωνάζοντας τον κόσμο. Παραληρούσε τάχα, μέσα σε ιερή μανία, μιλώντας σε μια ακατάληπτη γλώσσα, κάνοντας τους πιστούς ν αλαφιάζουν.

«Ελάτε να δείτε τον θεό με τα μάτια σας»

ανέκραξε κι έτρεξε προς τον ναό. Εκεί βουτά έναν κουβά στο γνωστό σημείο και μαζί με τις λάσπες βγάζει και το αβγό. «Άμπρα κατάμπρα» κι άλλα άσματα τραγουδά προς τον Ασκληπιό και τον Απόλλωνα για να καλωσορίσει τον θεό, σπάει το αβγό και βγάζει από μέσα το φιδάκι.

«Θαύμα θαύμα», παραληρεί το πλήθος, φωνάζουν, χαιρετούν τον θεό, προσεύχονται και μακαρίζουν την πόλη.

Μέσα στον κακό χαμό ο απατεώνας γυρνάει σπίτι του, με το τρελαμένο πλήθος να τον ακολουθεί, κρατώντας δήθεν τον νεογέννητο Ασκληπιό τον «δυο φορές γεννημένο, ενώ οι άνθρωποι γεννιούνται μια» και μάλιστα τη δεύτερη από μια χήνα!

Για μερικές μέρες κλείνετε σπίτι του, ενώ έχει δώσει παραγγελιά να διαδώσουν το «θαύμα» και να έρθουν κι άλλοι να το δουν. Έτσι κι έγινε και σύντομα η πόλη γέμισε ανεγκέφαλους.

Οπότε μια μέρα «ξεκίνησαν οι παραστάσεις». Ξαφνικά ανοίγουν οι πόρτες κι ο κόσμος τρέχει για να δει. Έμπαιναν από τη μια κι έβγαιναν από την άλλη είσοδο, χωρίς να προλαβαίνουν καλά-καλά να κοντοσταθούν για να το εξετάσουν προσεκτικά, γιατί τους έσπρωχναν προς την έξοδο, οι από πίσω, που έμπαιναν αδιάκοπα. Αυτός βρισκόταν μέσα σ ένα σκοτεινό δωμάτιο, καθισμένος και ντυμένος σαν θεός κρατώντας ένα μεγάλο φίδι αυτήν τη φορά, για να δείξει πόσο είχε μεγαλώσει ο Ασκληπιός (βέβαια ο πονηρός είχε ήδη από πριν ένα άλλο εκπαιδευμένο φίδι μέσα στο σπίτι). Αυτό κουλουριάζονταν γύρω του κι έφτανε λέει μέχρι το πάτωμα. Το κεφάλι του το έκρυβε κάτω από τη μασχάλη, κι αντί για το αληθινό έδειχνε ένα άλλο πάνινο με ανθρώπινα χαρακτηριστικά.

Οπότε φανταστείτε ένα πλήθος ανθρώπων θρησκόληπτων να εκστασιάζονται και να νομίζουν ότι στάθηκαν μάρτυρες ενός θαύματος.

Την επίδειξη ο άτιμος δεν την έκανε μια αλλά πολλές φορές, ιδίως αν πήγαιναν τίποτε πλούσιοι…

«Οπότε φίλε Κέλσε», συνεχίζει τη διήγησή του ο Λουκιανός,

«για να λέμε την αλήθεια, πρέπει να συγχωρέσουμε όλους αυτούς τους κουτούς κι αμόρφωτους ανθρώπους, που ξεγελάστηκαν αγγίζοντας κι οι ίδιοι το φίδι -γιατί κι αυτή τη χάρη έκανε ο Αλέξανδρος σε όσους το ήθελαν-, και βλέποντας μες στο μισοσκόταδο ν’ ανοιγοκλείνει τάχα το στόμα του».

Και καταλήγει:

Εδώ που τα λέμε, για μια τέτοια κομπίνα, ξέρεις τι του χρειαζόταν;

να ’ναι εκεί μπροστά ρε παιδί μου ένας Δημόκριτος ή ο ίδιος ο Επίκουρος, ή έστω ο μαθητής του ο Μητρόδωρος!

ή κάποιος άλλος που να έχει ακλόνητες ιδέες πάνω σε τέτοια ζητήματα, ώστε να μην πιστέψει, παρά να μαντέψει τι πραγματικά γινόταν, κι αν δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται το κόλπο, τουλάχιστον να είναι βέβαιος εκ των προτέρων ότι απλώς του ξεφεύγει ο τρόπος της μαγγανείας και πως όλα τούτα είναι ψεύτικα και αδύνατο να γίνουν.

Ο Αλέξανδρος τελικά κεφαλαιοποίησε την φήμη του στήνοντας μία κερδοφόρα επιχείρηση παροχής χρησμών –(μαντείο- επ’ αμοιβή).

Βέβαια δεν άργησε να τον φέρει σε διαμάχη με τους πιο επίφοβους δυσφημιστές του. Ποιους; μα τους Επικούρειους φυσικά!

Ο πόλεμός του ενάντια στον Επίκουρο ήταν πραγματικά ανελέητος. Πολύ φυσικό. Ποιον άλλο θα μπορούσε εύλογα να εχθρεύεται περισσότερο ένας αγύρτης, φίλος της τερατολογίας και εχθρός της αλήθειας, αν όχι τον Επίκουρο, τον άνθρωπο που είδε με καθαρό μάτι τη φύση των πραγμάτων, τον μόνο που γνώρισε την αλήθεια που κρύβεται σ’ αυτά;

Γιατί οι Πλατωνικοί, οι Στωικοί κι οι Πυθαγόρειοι ήταν φίλοι του Αλέξανδρου και μαζί τους είχε συνάψει ειρήνη. Ενώ ο «άτεγκτος Επίκουρος» -έτσι τον έλεγε-, δικαιολογημένα ήταν ο μεγαλύτερος του εχθρός, γιατί όλα τούτα τα θεώρησε καταγέλαστα παιδιαρίσματα (Λουκιανός)

Φυσικά και ήταν εχθρός ο Επίκουρος, αφού δίδασκε ότι:

Δεν έχουμε τίποτε να κερδίσουμε με το να δίνουμε προσοχή στους κάθε λογής οιωνούς, και δεν χάνουμε τίποτε αν τους αγνοούμε. Οι προφήτες είναι συνήθως εκείνοι που κερδίζουν από την προφητεία -ιδιαίτερα οι ασυνείδητοι

Το «πλήρωσαν» αυτό βέβαια οι επικούρειοι, αφού βλέπουμε ακόμη και χίλια χρόνια μετά, τον Δάντη στη Θεία Κωμωδία του, να τοποθετεί τους «φλεγόμενους τάφους των Επικούρειων» στον «έκτο κύκλο της κόλασης».

Τώρα βέβαια εσείς ίσως να σκέφτεστε: «πω πω τι ανόητοι, εύπιστοι και δεισιδαίμονες ήταν τότε οι άνθρωποι. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει σήμερα».

Κι όμως κάνετε λάθος.

Στην εποχή της πληροφορίας και της επιστήμης, η πλειοψηφία των ανθρώπων εξακολουθεί να ζει στη μαγεία. Απλά η μορφή της άλλαξε, το πάνινο κεφάλι του φιδιού αντικαταστάθηκε με ένα από ανθρακονήματα και πλαστικό.

Μήπως σήμερα δεν έχουμε κατακλυστεί από απίθανους αγύρτες, που υπόσχονται θαυματουργές λύσεις και διαλαλούν το εμπόρευμα τους απροκάλυπτα;

Κάποιοι είναι το ίδιο δημοφιλείς με τον Αλέξανδρο. Οι σύγχρονες τηλεπερσόνες εξάλλου δεν ξεπερνούν σε δημοφιλία τους σημαντικούς διανοητές, τους ανθρώπους των γραμμάτων και της επιστήμης;

Η συνταγή επιτυχίας τους παραμένει ίδια, είναι η ακόρεστη λαχτάρα των μαζών για το παράδοξο, το εξωτικό, το υπερφυσικό.

Οι συνεχιστές των παλαιών μάγων δηλώνουν δυναμικά παρόν:
  • Γιατροί αγύρτες ασκούν ανερυθρίαστα (και) ομοιοπαθητική ή βιοσυντονισμό
  • Φαρμακοποιοί μαντζουνοπώληδες πουλάνε νερό κι αλάτι Ιμαλαίων
  • Ψευδοθεραπευτές (και υπουργοί) επικοινωνούν με άγνωστες συμπαντικές δυνάμεις
  • Ψυχολόγοι καλύπτουν την αυξημένη ζήτηση για την ισορροπία της ψυχής με σαμάνικες τεχνικές
  • Φυσικοί βαφτίζονται σε κβαντικούς μέντορες και δίνουν διαλέξεις για τσάκρα, πνευματισμό και μεταφυσική
  • Υποψήφιοι βουλευτές πολιτεύονται με νανογιλέκα, επιστολές του Ιησού και το φάρμακο για τη φαλάκρα
  • Πρωινάδικα καθημερινά φροντίζουν να δίνουν επαρκή τηλεοπτικό χρόνο για να μας «ενημερώσουν» για το ωροσκόπιό μας (όπως εξάλλου και κάθε σοβαρή εφημερίδα ή περιοδικό)
  • Οι δημοφιλέστερες ιστοσελίδες αναπαράγουν fake news
  • Σύγχρονες πυθίες περιμένουν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής για να μας πουν το μέλλον μας.
  • Πιστοί τρέχουν για να προσκυνήσουν εικόνες και θαυματουργά κάστανα.
  • Κανάλια βασίζουν την ύπαρξή τους στις πωλήσεις άχρηστων προϊόντων, ψευδοιστορικών βιβλίων κι ακατάλληλων παραφαρμακευτικών.
  • Μοδάτα σεμινάρια τηλεπαστόρων, ρέικι, οργονοθεραπείας, εκπαιδευτές θαυμάτων, εκπαιδεύουν –επιτυχημένα-… στην αποχαύνωση
Κι ένα σωρό ακόμη ευπώλητες ψευδαισθήσεις, είναι εδώ παρούσες…

Και που είναι σήμερα ο Επίκουρος ή έστω ο Μητρόδωρος για να μας προστατέψουν;

Ποιοι θα ξεσκεπάσουν τους σύγχρονους μάγους και τις δολερές τεχνικές τους;

Πως θα προστατευθούμε από τις νέες άγνωστες απειλές αλγορίθμων, που μοναδικό σκοπό τους έχουν το επιχειρηματικό κέρδος, αδιαφορώντας για τη ροπή προς τον σκοταδισμό της συνωμοσίας και της πλάνης;

Πήραν κάποιοι τη θέση των παλιών επικούρειων και ποιοι είναι αυτοί;

Νομίζω ότι υπάρχουν και σήμερα Επικούρειοι αν και οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν ότι είναι τέτοιοι. Είναι όλοι εκείνοι που αντιστέκονται, χρησιμοποιώντας την πλειότιμη λογική και την επικούρεια μέθοδο σκέψης, που δεν μπορούν να τους χειραγωγήσουν οι φωνές των σειρήνων του παραλόγου.

Είναι εκείνοι που πάνε ενάντια στο ρεύμα, με κάθε κόστος. Αυτοί που παραδέχονται όπως ο Επίκουρος ότι:

Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Τι τους αρέσει, ποτέ δεν έμαθα’ κι ό,τι εγώ γνώριζα απείχε πολύ από τις αντιλήψεις τους.
Επίκουρος. Απόσπ.43

Θα επιχειρήσω να σας αποδείξω ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο να ξεγελαστούμε, αρκεί να μην έχουμε την προσοχή που απαιτείται και την κατάλληλη μέθοδο σκέψης. Θα δοκιμάσω στα πιο ακραία όρια τις επικούρειες διδαχές

Ψευδαισθήσεις

Η ψευδαίσθηση αυτή ξέρετε τι μου θυμίζει; εκείνο που έγραφε ο επίκουρος στην επιστολή του προς τον Πυθοκλή:

Είναι δε ενδεχόμενο να προκαλούνται οι κεραυνοί και με άλλους περισσότερους τρόπους, μόνο η μυθολογική εξήγηση ας αποκλειστεί. Και θα αποκλειστεί ο μύθος όταν κανείς ακολουθεί τα γεγονότα και με βάση αυτά ερμηνεύει τα σκοτεινά (αυτά που δεν είναι εμφανή).

Ψευδαισθήσεις
  • Ο ήχος της θάλασσας σ ένα κοχύλι
  • Η ψευδαίσθηση ότι το άλλο ρεύμα κινείται πάντα πιο γρήγορα
  • Όταν φαίνεται να ξεκινά το διπλανό τρένο αντί για το δικό μας
  • Όταν φαίνεται να κινούνται τα κύματα ενώ το νερό απλά ανεβοκατεβαίνει
  • Όταν φαίνεται να κινείται ο ήλιος γύρω από τη γη
  • Η φωνή του τραγουδιστή που νομίζουμε ότι βγαίνει από το στόμα κι όχι από τα μεγάφωνα πίσω από την πλάτη μας
  • Οι καλικάντζαροι, τα ufo, οι μέθοδοι αδυνατίσματος χωρίς κόπο, οι αστρολόγοι, ο κατά φαντασία ασθενής
  • Οι «φίλοι» μας στο facebook
  • Η ψευδαίσθηση ότι έχουμε πάντα δίκιο.
  • Η ψευδαίσθηση ότι είμαι ο μόνος που μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη…
Λουκρήτιος

Ο Λουκρήτιος μνημονεύει αρκετά απατηλά φαινόμενα όπως:
  • Τα είδωλα μέσα στον καθρέφτη, η ηχώ στα βουνά.
  • Όταν έχει ήλιο, ο ίσκιος μας μας ακολουθεί.
  • Οι τετράγωνοι πύργοι της πόλης φαίνονται στρογγυλοί καθώς τους κοιτάμε από μακριά.
  • Ο ήλιος και τα άστρα φαίνονται ακίνητα.
  • Ταξιδεύοντας με το πλοίο, μας φαίνεται ότι το τοπίο γύρω μας κινείται.
  • Όταν ένα παιδί στριφογυρίζει στο ίδιο σημείο και σταματήσει, του φαίνεται ότι όλα περιστρέφονται γύρω του.
  • Τη νύχτα, στον συννεφιασμένο ουρανό, το φεγγάρι μοιάζει να μετακινείται ανάμεσα στα σύννεφα.
  • Όνειρα και παραισθήσεις.
Ας ξεκινήσουμε όπως πάντα ξεκαθαρίζοντας το νόημα των λέξεων

Πλάνη ή ψευδαίσθηση, είναι η λανθασμένη ερμηνεία των σημάτων που λαμβάνει ο εγκέφαλος, τα οποία μεταδίδονται από τους αισθητηριακούς υποδοχείς.

Οι πλάνες μπορεί να είναι απλά λάθη, τρομακτικές ή συναρπαστικές, απόκοσμες εμπειρίες που να διεγείρουν τη φαντασία, επικίνδυνες ή διασκεδαστικές. Οι πλάνες είναι ουσιαστικά απόρροια του φαινόμενου της αντίληψης.

Αντίληψη είναι η διαδικασία κατά την οποία ο εγκέφαλος λαμβάνει σήματα από αισθητηριακά όργανα (μάτια, μύτη, δέρμα, αυτιά, γλώσσα) και τα μεταφράζει με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτούν νόημα

Η ψευδαίσθηση είναι παιδί της βεβαιότητας: εμπιστευόμενοι τις πληροφορίες που μας παρέχουν τα αισθητήρια όργανα μας, πιστεύουμε σε κάτι που η παιδεία και η λογική μας το αναιρούν.

Οι ανθρώπινες αισθήσεις μπορεί να μεταφέρουν σωστά ερεθίσματα, αλλά η πλάνη μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης φαντασίας, της απειρίας, των λανθασμένων υποθέσεων και συμπερασμάτων, και της εμπειρίας του παρελθόντος.

Αντιμέτωποι με τις ασυμφωνίες αυτές, συνήθως κατηγορούμε τις αισθήσεις μας ότι μας εξαπάτησαν. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.

Η αλήθεια των αισθήσεων. Τι λέει ο Επίκουρος γι' αυτό;

Και τι μπορεί να θεωρηθεί πιο αξιόπιστο από τις αισθήσεις; Είναι δυνατόν, ένας συλλογισμός βασισμένος σε ψευδείς αισθήσεις, να αντικρούσει τις αισθήσεις; Αφού κι ο ίδιος απ’ αυτές πηγάζει’ οπότε, αν αυτές δεν είναι αληθινές, τότε ολόκληρος ο συλλογισμός είναι επίσης ψευδής. Λουκρήτιος – Περί φύσεως

Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις, ακόμα κι εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν. 
Έπικ. Κύρια Δόξα 23

Αν απορρίψεις ολότελα μια αίσθηση, και δεν κάνεις διάκριση ανάμεσα στη δοξασία σου που ακόμα περιμένει επαλήθευση, και σ’ αυτό που είναι ήδη δεδομένο στις αισθήσεις και στα αισθήματα κι είναι καταγραμμένο στο νου ως παράσταση, τότε θα φέρεις σύγχυση στις άλλες αισθήσεις σου με την ανόητη γνώμη σου και θα χάσεις κάθε κριτήριο. Αν, πάλι, με τις υποκειμενικές σου ιδέες θεωρήσεις αληθινό, αδιακρίτως, κι εκείνο που περιμένει την επαλήθευση κι εκείνο που δεν τη χρειάζεται, δεν πρόκειται να αποφύγεις το λάθος, αφού κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι όχι θα βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση. 
Έπικ. Κύρια Δόξα 24

Ο Επίκουρος δέχθηκε ότι η βέβαιη γνώση θα πρέπει να βασίζεται στην αντικειμενική παρατήρηση της φύσης μέσω των αισθήσεων, αφού και οι αποθηκευμένες στο νου έννοιες προέρχονται αρχικά από τις αισθήσεις.

Υποστήριξε ότι, όταν δεν γνωρίζουμε την εξήγηση κάποιου φαινομένου, είναι καλύτερο να διατυπώσουμε πολλές θεωρίες που εξηγούν το φαινόμενο και να τις θεωρήσουμε ως πιθανές εξ ίσου, μέχρι να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες από τις αισθήσεις μας.

Σήμερα, η Επιστήμη προχωρά με αυτήν ακριβώς τη μεθοδολογία. Προτείνονται διάφορες θεωρίες αλλά γίνεται αποδεκτή σαν σωστή εκείνη που υποστηρίζεται από τα πειραματικά δεδομένα των επιστημόνων ή των μηχανήματων τους (που αυξάνουν τα όρια των αισθήσεων). 

Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι οι αισθήσεις των ανθρώπων είναι συνολικά πέντε. Αυτό προέρχεται από τον Αριστοτέλη, σήμερα οι νευροεπιστήμονες λένε ότι υπάρχουν 22 με 33 (πχ αίσθηση της ισορροπίας, η αίσθησης της πείνας και της δίψας, η αίσθηση του πόνου, της θερμοκρασίας, του ελέγχου των μυών και η αίσθηση του χρόνου)

Η πλάνη μπορεί να προκύψει από οποιοδήποτε αισθητήριο όργανο. Επειδή όμως η όραση είναι η αίσθηση από όπου προσλαμβάνουμε την περισσότερη πληροφορία θα σταθώ μόνο στις οπτικές πλάνες.

Οπτική πλάνη χαρακτηρίζεται η αντίληψη των εικόνων που διαφέρουν από την αντικειμενική πραγματικότητα. Οι πληροφορίες που εισέρχονται στο μάτι και στη συνέχεια τις επεξεργάζεται ο εγκέφαλος ώστε να δοθεί η αίσθηση της αντίληψης δε συμπίπτουν με το ερέθισμα της πηγής.

Ο εγκέφαλός σας σάς λέει πολλά ψέματα.

Δεν έχει φυσικά κακή πρόθεση, αλλά πρέπει να φέρει σε πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο: να εξασφαλίσει την επιβίωσή σας και να πραγματοποιήσει τους στόχους σας, μέσα σ΄ ένα πολύπλοκο περιβάλλον.

Επειδή συχνά πρέπει ν αποφασίσετε άμεσα, και για τις απειλές και για τις ευκαιρίες, κι ο εγκέφαλός πρέπει να πάρει απάντηση τώρα, διαλέγει την πρόχειρη παρά την πιο κατάλληλη απάντηση. Επομένως «κόβει δρόμο», βρίσκοντας συντομεύσεις και κάνοντας υποθέσεις (Σάντρα Ααμοντ, Σαμ Γουάνγκ)

Συνέπειες

Αυτή η λειτουργία του μυαλού, να βρίσκει δηλαδή μοτίβα και να κάνει παρακάμψεις, είναι γρήγορη και λειτουργεί συνήθως καλά, αλλά έχει και συνέπειες, αφού μας οδηγεί σε λάθη πχ μας κάνει επιρρεπείς σε μια μεγάλη γκάμα από αλλόκοτες και παράλογες πεποιθήσεις, από την πίστη στο παραφυσικό και στο υπερφυσικό ως τις θεωρίες συνωμοσίας, τις προκαταλήψεις, τον εξτρεμισμό και την πίστη στη μαγεία.

Οι πληροφορίες που συγκρατεί ο εγκέφαλος για να «αναγνωρίσει» ένα ανθρώπινο πρόσωπο είναι περιορισμένες: αρκούν μερικές «γραμμές» που αντιστοιχούν σε δύο μάτια, μία μύτη και ένα στόμα.

Δεν το δεχόμαστε πως τα μάτια ξεγελιούνται΄ γιατί η δουλειά τους είναι να βλέπουν πού βρίσκεται το φως και πού η σκιά. Το αν είναι το ίδιο φως ή όχι, και το αν είναι ίδια η σκιά που μόλις πριν λίγο ήταν εδώ και τώρα είναι εκεί, ή μάλλον, το αν συνέβη αυτό που μόλις είπαμε, αυτό είναι κάτι που θα το ξεκαθαρίσει ο λογισμός. Τα μάτια δεν μπορούν να γνωρίσουν τη φύση των πραγμάτων. Γι' αυτό, μη θελήσεις να επιρρίψεις στα μάτια ένα σφάλμα του μυαλού.

Λουκρήτιος

Ο Επίκουρος μπορεί να μην αμφιβάλει για την ικανότητα των αισθήσεών μας να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την πραγματικότητα, ωστόσο μας τονίζει ότι είναι απαραίτητο, να αποφεύγουμε να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα βασιζόμενοι αποκλειστικά σ΄ αυτές.

Δεν πρέπει να βιάζουμε τα δεδομένα για να τα ταιριάξουμε με μια απίθανη ερμηνεία…
Επιστολή προς τον Πυθοκλή

Ένα κλαδί μέσα στο νερό μπορεί να μας φαίνεται κυρτό κι ενώ η όρασή μας μεταδίδει αξιόπιστα μια τέτοια εικόνα (γιατί αυτό φαίνεται πραγματικά), εμείς ωστόσο δεν θα πρέπει να βγάλουμε άμεσα το συμπέρασμα ότι το κλαδί είναι κυρτό. Πρέπει να επαληθεύσουμε την αίσθηση.

Οπότε τι κάνουμε; Το βλέπουμε είτε κάτω από διαφορετικές συνθήκες (γωνία, φως) είτε χρησιμοποιήσουμε κι άλλες αισθήσεις, όπως η αφή, για να διαμορφώσουμε μια γνώμη που να είναι συνεπής συνολικά με τις εντυπώσεις που λάβαμε.

Γιατί αλλάζουν κατεύθυνση οι γραμμές φυσικά το ξέρετε, το μάθαμε στο δημοτικό και λέγεται Διάθλαση!

Την ίδια ακριβώς μεθοδολογία ακολουθούμε και για πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με άμεσο τρόπο.

Λίγες ψευδαισθήσεις οφείλονται σε κάποια ατέλεια των αισθητηρίων μας

Τα κύρια προβλήματα του ματιού είναι δύο. Το πρώτο είναι η μηχανική του αστάθεια. Τρεμοπαίζει συνεχεία και καθώς μετατοπίζεται καθοδηγούμενο από τον εγκέφαλο, οι κινήσεις δεν είναι απόλυτα ακριβείς.

Το δεύτερο και μεγαλύτερο ελάττωμα είναι η αργοπορία (βραδύτητά) του, η οποία αποτελεί την αιτία πολλών φαινομένων, γνωστών από παλιά.

Ο Αριστοτέλης έδινε το παράδειγμα ενός φλεγόμενου δαυλού που όταν τον γυρίζουμε γρήγορα, φαίνεται σαν ένας φωτεινός κύκλος. Ο Πτολεμαίος είχε περιγράψει τη συγχώνευση των χρωμάτων μιας περιστρεφόμενης σβούρας. Σήμερα ο κινηματογράφος λειτουργεί πάνω σ αυτό.

Το μάτι έχει και μια τρύπα, ένα τυφλό σημείο, εκεί που το οπτικό νεύρο συνδέεται -με τον αμφιβληστροειδή.

Ίσως επίσης να μη γνωρίζετε, ότι όλες οι αισθήσεις δεν έχουν την ίδια ταχύτητα απόκρισης στον εγκέφαλο πχ η όραση με την αφή. Παρ΄ όλ΄ αυτά δημιουργείται η ψευδαίσθηση του ταυτόχρονου

Η αίσθηση της όρασης έχει τρεις κύριες συνιστώσες: Τα μάτια, που εστιάζουν μια εικόνα στον αμφιβληστροειδή χιτώνα.

Το σύστημα εκατομμυρίων νευρώνων που μεταφέρουν την πληροφορία στον εγκέφαλο.

Τον εγκέφαλο, όπου γίνεται η επεξεργασία της πληροφορίας.

Το μάτι είναι ένας οπτικός μηχανισμός που ανάγεται σε έναν φακό, με τον οποίο η εικόνα εστιάζεται, πάνω στον αμφιβληστροειδή, ανεστραμμένη. Δεν το καταλαβαίνουμε (το ανάποδο) γιατί δεν μας δυσκολεύει στην όραση

Τι είναι οφθαλμαπάτη;

H όραση, κι η επεξεργασία της στον εγκέφαλο, στηρίζεται στην αποτύπωση του ειδώλου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και την ευθύγραμμη πορεία του φωτός.

Υπάρχουν, όμως, μερικά φαινόμενα οπτικής, που είτε δεν ισχύει η ευθύγραμμη πορεία του φωτός, ή το είδωλο στον αμφιβληστροειδή είναι παραπλανητικό. Τότε η όραση ξεγελιέται και βλέπουμε αντικείμενα ή φαινόμενα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν, τα οποία ονομάζονται οφθαλμαπάτες.

Σκεφθείτε για παράδειγμα όταν βλέπετε το κόλπο ενός ταχυδακτυλουργού. Ενώ ξέρετε ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση, η ενστικτώδης αντίδρασή σας είναι να θεωρήσετε ότι ο μάγος παρακάμπτει τους φυσικούς νόμους.

Οι λανθασμένες αντιλήψεις δεν είναι αυταπάτες φυσικά. Το να βλέπουμε να πριονίζουν κάποιον στα δύο και μετά να τον ενώνουν ξανά δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν να κοπούν στη μέση με ασφάλεια.

Τοποθετούμε το κριτήριο του πραγματικού στις αισθήσεις

Πρέπει με βάση τα ορατά να προχωρούμε σε συμπεράσματα για τα μη ορατά (τα άδηλα). 
Διογ. Λαέρτιου Επικούρου βίος

Η αδυναμία της όρασης να αποδώσει την πραγματικότητα είναι γνωστή από την αρχαιότητα.

Φιλόσοφοι όπως ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης διατύπωσαν θεωρίες γύρω από την οπτική αντίληψη. Μαθηματικοί, με πρώτο τον Ευκλείδη ασχολήθηκαν με την καταγραφή και απόδειξη προτάσεων για την οπτική αντίληψη (βέβαια ο Ευκλείδης ή ο Πτολεμαίος αργότερα πίστευαν λανθασμένα ότι η όραση οφείλεται σε «ακτίνες» που εκπέμπει το μάτι και ανακλώνται σε αυτό που κοιτάζει ο άνθρωπος!)

Αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν οπτικά τεχνάσματα και δημιούργησαν αριστουργήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιώντας την οπτική πλάνη, έδιναν κλίσεις σε μέρη των ναών τους– συγκεκριμένα στη στέγη και τους κίονες- έτσι ώστε το μάτι να αντιλαμβάνεται μια ευθεία. πχ ο Παρθενώνας. Αν είχε χτιστεί με ευθείες αυτό που θα βλέπαμε θα ήταν ένας καμπύλος ναός που συγκλίνει προς τα πάνω. Ο σχεδιασμός του βασίστηκε στην ανάποδη καμπυλότητα.

Ο Λουκρήτιος περιγράφει σαν απατηλή την όψη ενός μνημείου, όπως το βλέπουμε σε προοπτική:

Ακόμα, όταν βλέπουμε από μακριά τους τετραγωνικούς πύργους μιας πόλης, συμβαίνει συχνά να φαίνονται στρογγυλοί, γιατί από μακριά κάθε γωνία φαίνεται αμβλεία ή ακόμα δε διακρίνεται καθόλου.

Κοίταξε μια στοά που στηρίζεται σε σειρά από κολόνες του ίδιου ύψους· αν έχει μεγάλο μήκος και την κοιτάξουμε από τη μία άκρη της μέχρι την άλλη, σιγά σιγά στενεύει και παίρνει το σχήμα επιμήκους κώνου. Η οροφή έρχεται να συναντήσει το πάτωμα και η δεξιά πλευρά στρέφεται προς την αριστερή, ώσπου το μάτι τα συγχωνεύει όλα στην ασαφή κορυφή του κώνου. Η φύση των πραγμάτων

Κρατείστε μόνο την ημερομηνία που είναι σταθμός και το όνομα:1011, Αλχαζέν.

Καθήκον αυτού που ερευνά τα έργα των επιστημόνων, αν σκοπεύει να μάθει την αλήθεια, είναι να γίνεται εχθρός όλων όσων διαβάζει.

Ο Αλχαζέν ήταν αυτός που θεμελίωσε την επιστήμη της οπτικής. Έδειξε ότι το φως ανακλάται στα αντικείμενα και ταξιδεύει σε ευθεία γραμμή μέχρι τα μάτια μας. Η όραση είναι παθητικό, και όχι ενεργητικό φαινόμενο, τουλάχιστον μέχρι το φως να φτάσει στον αμφιβληστροειδή.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ούτε το οπτικό ερέθισμα από μόνο του αρκεί για να δημιουργήσει την οπτική αντίληψη ενός αντικειμένου. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται το οπτικό σήμα μαζί με άλλες πληροφορίες και καταλήγει στην αντίληψη η οποία, όπως είπαμε, δεν είναι πάντα ίδια με την πραγματικότητα. Γιατί το χρώμα, το φόντο, η παρουσία άλλων αντικειμένων, όπως επίσης δεδομένα αισθητηριακά, μνημονικά και συγκινησιακά επηρεάζουν την οπτική αντίληψη.

Αν όμως οι πληροφορίες του αμφιβληστροειδούς είναι οι μόνες που λαμβάνουμε, πώς στο καλό μπορούμε και βλέπουμε; Γιατί το φως που έρχεται στα μάτια μας, οι οπτικές πληροφορίες, δεν έχουν κανένα νόημα. Θα μπορούσαν να σημαίνουν οτιδήποτε. Κι ό,τι ισχύει για τις πληροφορίες των αισθήσεων, ισχύει για τις πληροφορίες. Οι πληροφορίες δεν εμπεριέχουν κάποιο έμφυτο νόημα. Αυτό που μετράει είναι το τι κάνουμε με αυτές τις πληροφορίες.

Οπότε, πώς βλέπουμε;

Βλέπουμε επειδή μαθαίνουμε να βλέπουμε. Ο εγκέφαλος έχει αναπτύξει μηχανισμούς για να βρίσκει μοτίβα, να βρίσκει σχέσεις μεταξύ των πληροφοριών, και να συνδέει αυτές τις σχέσεις με έννοιες της συμπεριφοράς, με την αλληλεπίδρασή μας με τον εξωτερικό κόσμο. Όπως ακριβώς γίνεται με την ομιλία και τους ήχους.

Για παράδειγμα:

Εμείς από μικροί έχουμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με τις φωτογραφίες ώστε να μη διακρίνουμε σε αυτές τίποτα που να αντιβαίνει τους φυσικούς νόμους. Κάποιοι ανθρωπολόγοι όμως, που μελέτησαν φυλές που δεν είχαν επαφές με τον δυτικό πολιτισμό, διηγούνται πόσο παράξενα αντιδράει κάποιος όταν του δείχνουν πρώτη φορά μια φωτογραφία: τη ζυγίζει στην παλάμη του, τη γυρνάει ανάποδα, δεν ξέρει τι να την κάνει.

Του λένε τότε ότι αυτό που κρατάς είναι η απεικόνιση του γιου σου:

«εδώ είναι κεφάλι, κι εδώ το στόμα…».

Κάποιο παιδί που περνά από εκεί μπαίνει στο νόημα και συμπληρώνει:

«α νά η μύτη, νά τα μάτια…».

Ο ενήλικας πείθεται και συμφωνεί με όσα βλέπουν οι άλλοι. Αυτό φτάνει· έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις για να μπορεί να ερμηνεύει πλέον όλες τις άλλες φωτογραφίες χωρίς δυσκολία.

Το Δημιούργημα γέννα τη Χρήση

Μη νομίζεις πως η οξυδέρκεια των ματιών δημιουργήθηκε για να μας επιτρέπει να βλέπουμε μακριά, ή πως τα πόδια φτιάχτηκαν έτσι ώστε να μας επιτρέπουν τις μεγάλες δρασκελιές. Οι βραχίονες οι προσαρμοσμένοι στις ωμοπλάτες και τα χέρια που τόσο μας εξυπηρετούν, δεν φτιάχτηκαν για να μπορούμε να κάνουμε τα απαραίτητα στη ζωή. Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι σχήματα πρωθύστερα που αναστρέφουν τη λογική σχέση των πραγμάτων βάζοντας το αίτιο μετά από το αποτέλεσμα. Τίποτε στο σώμα μας δεν δημιουργήθηκε ώστε να μπορούμε να το χρησιμοποιούμε’ το ίδιο το όργανο είναι που δημιουργεί τη χρήση.

Επίκουρος

Αποφάσεις για την κίνηση και το χρώμα

Οι επιστήμονες ψάχνουν να βρουν πως οι νευρώνες εμπλέκονται στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την οπτική κίνηση. Το εάν ένα αντικείμενο κινείται ή όχι, και προς ποια κατεύθυνση, αποτελεί σημαντική απόφαση και για τον άνθρωπο και τα ζώα.

Η κίνηση ενός αντικειμένου δείχνει ότι διαφέρει από τα διπλανά του.

Σε τι χρησιμεύει το χρώμα;

Το χρώμα μας επιτρέπει να δούμε τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ επιφανειών, ανάλογα με το πλήρες φάσμα του φωτός που αντανακλούν. – Μπάρκλει

Τα χρώματα μας λένε ότι ο εγκέφαλος δεν εξελίχθηκε έτσι ώστε να βλέπει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Δεν μπορούμε. Αντί αυτού, ο εγκέφαλος εξελίχθηκε ώστε να βλέπει τον κόσμο όπως ήταν πιο χρήσιμο να τον βλέπει στο παρελθόν. Και το πώς βλέπουμε επαναπροσδιορίζει συνεχώς την πραγματικότητα. – Μπο Λότο

Στη φύση αρέσει να ξεγελάει και να κρύβεται

Η ψευδής κίνηση

Η ψευδής κίνηση είναι η εμφάνιση κίνησης σε μια στατική εικόνα.

Με την ψευδή κίνηση μπορούμε να ερμηνεύσουμε κάποιες αναφορές για δήθεν παραφυσικά φαινόμενα.

Υπάρχουν δύο θεωρίες για την ερμηνεία του φαινομένου.

Σύμφωνα με το «μοντέλο της αλλαγής θέσης», η οφθαλμαπάτη οφείλεται σε μια οπτική καθυστέρηση – τα τμήματα της εικόνας που έχουν έντονη αντίθεση (μαύρο και άσπρο) «συλλαμβάνονται» από το οπτικό σύστημα πιο γρήγορα από ό,τι τα τμήματα με μικρότερη αντίθεση (γαλάζιο και κίτρινο). Με τον τρόπο αυτόν, δημιουργείται μια φαινόμενη κίνηση με κατεύθυνση από τα τμήματα με τη μεγαλύτερη αντίθεση προς αυτά με τη μικρότερη αντίθεση.

Το «μοντέλο ασυμμετρίας των σημάτων της κίνησης» υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη οφθαλμαπάτη αποκαλύπτει μια ασυμμετρία στα σήματα της κίνησης που στέλνουν οι ανιχνευτές κίνησης του οπτικού συστήματός μας

Δεν βλέπεις πώς και τα μάτια, όταν καταπιάνονται να διακρίνουν πράγματα πολύ λεπτά, καταβάλλουν προσπάθεια και προετοιμάζονται, και πως αλλιώς δε γίνεται να δούνε καθαρά; Ακόμα κι αν κάποια πράγματα είναι ευκολοδιάκριτα, μπορείς να παρατηρήσεις πως αν δεν έχεις το νου σου στραμμένο σ’ αυτά, είναι σαν να ξεκόβουν από σένα διαρκώς και ν’ απομακρύνονται.

Γιατί να απορούμε, λοιπόν, που ο νους χάνει όλα τ’ άλλα εκτός από κείνα όπου στρέφει την προσοχή του; Κι από κάτι μικρά σημάδια βγάζουμε μεγάλα συμπεράσματα κι οι ίδιοι οδηγούμε τον εαυτό μας στην πλάνη και στην απάτη.

Λουκρήτιος

Υποκειμενικά περιγράμματα

Πρόκειται για σχήματα τα οποία φαίνονται να υπάρχουν χωρίς ποτέ να έχουν υλοποιηθεί.

Ο εγκέφαλος έχει την ιδιότητα αυτόματα να οριοθετεί περιοχές σε απλούς σχηματισμούς ώστε να γίνει αντιληπτή η σύνθεση της εικόνας

Το ανύπαρκτο τρίγωνο ή Τρίγωνο του Κανίζα: ο εγκέφαλός σας συμπληρώνει αυτόματα τα κενά προτιμώντας την πιο λογική εξήγηση του ενός λευκού τριγώνου από αυτήν των «κομμένων» κύκλων και των ατελών κορυφών

Αμφίρροπα σχήματα

Το ίδιο οπτικό ερέθισμα μπορεί κάποιες φορές να οδηγήσει σε διαφορετικές αντιληπτές εικόνες: τα αμφίρροπα σχήματα. Βρισκόμαστε τότε εμπρός σε μία ψευδαίσθηση. Η εντύπωση για την εικόνα αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη. Ο εγκέφαλος δεν μπορεί να αποφασίσει κυρίως για την αίσθηση του βάθους.

Τα αμφίρροπα σχήματα ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, όπως φανερώνουν αρχαία κείμενα αλλά και ψηφιδωτά πχ ο Ευκλείδης στην Οπτική του, περιγράφοντας το σχήμα, παρατηρεί ότι άλλοτε φαίνεται κοίλο και άλλοτε κυρτό (πρόταση 57).

Προοπτικές ψευδαισθήσεις – Πλάνες της απόστασης και του βάθους

Όταν βλέπουμε επίπεδες-δύο διαστάσεων- εικόνες που δείχνουν όμως τρισδιάστατες σκηνές, ο εγκέφαλος τις αναλύει και καταλήγει σε συμπεράσματα μεγέθους ή βάθους. Πολλές φορές όμως, παρασυρόμενος από σχεδιαστικές πληροφορίες, οδηγείται σε ανακριβή συμπεράσματα.

Παράδειγμα. Στα παρακάτω σχήματα, ίσα μεγέθη εκλαμβάνονται ως άνισα, λόγω μιας ένδειξης βάθους που υπονοεί το σχέδιο. Σύμφωνα με την οπτική μας αντίληψη, όσο απομακρύνεται ένα αντικείμενο από τον παρατηρητή, τόσο μικραίνει το φαινόμενο μέγεθός του. Η έννοια της απομάκρυνσης στο σχέδιο ταυτίζεται με την προσέγγιση προς το σημείο φυγής.

Επομένως όταν δύο αντικείμενα φαίνονται ότι βρίσκονται σε διαφορετική απόσταση από το μάτι μας και έχουν το ίδιο μέγεθος τότε αυτό που είναι πιο κοντά στο μάτι, μας φαίνεται μικρότερο.

Προοπτική

Οι πρώτες παρατηρήσεις για την σχέση φαινομένου μεγέθους και απόστασης καταγράφονται πάλι από τον Ευκλείδη, που αποδεικνύει ότι τα φαινόμενα μεγέθη των αντικειμένων είναι συσχετισμένα με την απόσταση από το σημείο οράσεως όχι όμως με σχέση αναλογίας υπό την έννοια ισότητας των λόγων.

Βλέπουμε λάθος χρώματα/αποχρώσεις

Εμείς συμφωνούμε ότι τα πράγματα ρέουν’ όχι όμως και ότι ρέουν με τέτοια ταχύτητα ώστε σε καμία στιγμή να μη μπορούν οι αισθήσεις μας να συλλάβουν τη φύση του κάθε πράγματος. Γιατί τότε, κι οι ίδιοι που το νομίζουν αυτό, δεν θα μπορούσαν να πουν ότι το τάδε πράγμα είναι άσπρο και το τάδε μαύρο, ή ότι ούτε το ένα είναι άσπρο ούτε το άλλο μαύρο, αν δεν γνώριζαν από τα πριν ποια είναι η φύση του άσπρου και του μαύρου.
Διογένης Οινοανδέας, απόσπ. 5

Λάθος αποστάσεις -Γεωμετρικές πλάνες

Αυτές αφορούν σε γεωμετρικούς σχηματισμούς όπου γίνεται λανθασμένη εκτίμηση σχημάτων και μεγεθών

Αδύνατες κατασκευές

Εικόνες, με μία φαινομενικά άψογη προοπτική, συνδυασμένες όμως κατά αφύσικο τρόπο, απεικονίζουν ένα κόσμο όπου δεν ισχύουν οι γνωστοί νόμοι της φυσικής, όπως ο νόμος της βαρύτητας και όπου το κοίλο ή το κυρτό, το επάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, χάνουν το νόημά τους

Ο Escher (1898-1972) ήταν ένας από τους πιο φημισμένους γραφίστες του κόσμου κι ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτού του είδους των κατασκευών. Έπαιξε με την αρχιτεκτονική, την προοπτική και τους «αδύνατους χώρους». Ένα από τα πιο διάσημα έργα του είναι ο “Καταρράκτης”. Αν ακολουθήσετε την πορεία του νερού “στον καταρράκτη” θα δείτε ότι ρέει σε έναν ατελείωτο κύκλο, που αντιπροσωπεύει για τον Escher ένα άλλο φυσικό ‘αδύνατο’ — της διαρκούς κίνησης. Η υδατόπτωση που κινεί τον τροχό προέρχεται από ένα φαινομενικό συνεχές κατέβασμα του νερού, που όμως στην πραγματικότητα είναι ανέβασμα, γι’ αυτό δημιουργείται η διαφορά στάθμης.

Παρειδωλία.

Γιατί δεν πρέπει να μελετάμε τη φύση, με κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά όπως απαιτούν τα φαινόμενα. Γιατί ο βίος μας δεν έχει ανάγκη από παραλογισμούς και κενές δοξασίες αλλά από ζωή χωρίς ταραχές. Όλα λοιπόν τακτοποιούνται αν εξηγηθούν με τη μέθοδο των πολλαπλών αιτιών, σε συμφωνία πάντοτε με τα γεγονότα και αν προβάλλουμε εκείνο που σχετικά με αυτά είναι ευλογοφανές. Όταν όμως κάποιος άλλο αφήνει κι άλλο δεν απορρίπτει, παρ’ όλο που κατά τον ίδιο τρόπο συμφωνεί με τα φαινόμενα, αυτός είναι φανερό ότι βρίσκεται μακριά από κάθε μελέτη της φύσης και κατρακυλάει στον μύθο[.

Η εμφάνιση προσώπου στη σελήνη μπορεί να προέρχεται από παραλλαγή των μερών της ή από κάποια παρεμβολή ή να γίνεται με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ο οποίος φαίνεται να συμφωνεί με τα γεγονότα.
Επιστολή προς Πυθοκλή

Ουσιαστικά, μας περιέγραψε επακριβώς το ψυχολογικό φαινόμενο του εγκεφάλου να βλέπει οικεία αντικείμενα, που ονομάζετε παρειδωλία. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου τείνει να συμπληρώνει τα κενά ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν.

Η πλάνη και το λάθος πάντα βρίσκονται στη γνώμη που προσθέτει ο νους πάνω σε κάτι που ακόμα περίμενε την επιβεβαίωση ή τη μη αμφισβήτηση και εκ των υστέρων δεν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται.

Επίκουρος

Δεν είμαστε κάμερα, είμαστε υπολογιστής

Αν κοιτάξετε τριγύρω βλέπετε το χώρο κι ότι υπάρχει μέσα σ αυτόν με τα χρώματα και τις λεπτομέρειές του. Η εικόνα σας φαίνεται απόλυτα πραγματική και κανένας δεν αμφισβητεί ότι στον μεγαλύτερο βαθμό της είναι. Το ζήτημα είναι όμως ότι το οπτικό σας σύστημα δε «βλέπει» πραγματικά όλα αυτά που εσείς νομίζετε ότι βλέπετε. Οι οπτικές πληροφορίες που φθάνουν στο κέντρο οπτικής επεξεργασίας του εγκεφάλου σας στην πραγματικότητα είναι ελάχιστες.

Αν το καλοσκεφτείτε, ακούγεται λογικό: είναι αδύνατον όλα αυτά τα χιλιάδες ερεθίσματα να καταγράφονται ταυτοχρόνως με τόσο μεγάλη ακρίβεια. Ο εγκέφαλος δε λειτουργεί σαν «κάμερα», αλλά σαν ένας πανέξυπνος υπολογιστής: συγκεντρώνει μόνο ένα δείγμα, κάποια ελάχιστα απαραίτητα στοιχεία και στη συνέχεια «χτίζει» την εικόνα και συμπληρώνει τα κενά με βάση αυτά που του φαίνονται λογικά, γνώριμα και οικεία. «Ο εγκέφαλος στην πραγματικότητα κατασκευάζει το μεγαλύτερο μέρος της οπτικής εμπειρίας μας».

Οι δικηγόροι γνωρίζουν αυτή την αρχή. Οι αυτόπτες μάρτυρες είναι απίστευτα αναξιόπιστοι, κυρίως επειδή φαντάζονται όσα βλέπουν.

Αυτό το «γέμισμα» των κενών, δεν περιορίζεται μόνο στην οπτική μας εμπειρία, αλλά σε όλα τα επίπεδα, στις υπόλοιπες αισθήσεις μας και σε όλες τις γνωσιακές μας λειτουργίες, δημιουργώντας και προβλήματα (πλάνες, προκαταλήψεις κτλ.).

Όλα τα πράματα καθορίζονται από τον άνθρωπο. Πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει και όσα πιάνει. Τα λεγόμενο αόρατα, υπερφυσικά κι απρόσιτα δεν υπάρχουν.
Σέξτος Εμπειρικός – Προς μαθηματικούς

Γιατί τα είπαμε όλα αυτά;

Για να διώξουμε τον φόβο για το άγνωστο, το υπερφυσικό, την δεισιδαιμονία, τις ιδεοληψίες.

Κάποιοι πράγματι μπορεί να βλέπουν οράματα, τον Ιησού σε μια φέτα του τοστ ή τον Σατανά στις πτυχώσεις μιας κουρτίνας Οι άνθρωποι μπορεί να μην είναι τρελοί αλλά τρελές είναι οι πεποιθήσεις τους. Το μυαλό μας είναι ένα πολύ προηγμένο λογισμικό που όμως έχει κάποια bugs, κάνει λάθη. Το λογισμικό προσομοίωσης, το λογισμικό αναγνώρισης προσώπων ή κίνησης σφάλει μερικές φορές.

Δεν μπορείς να εμπιστευτείς αυτό που βλέπεις, ακόμη και με τα μάτια σου. Υπάρχουν φίλτρα που το μυαλό πρέπει να ερμηνεύσει, να σχηματοποιήσει και να συμπληρώσει.

Τα χρώματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, τα σχήματα δεν είναι αυτά που φαίνονται, τα αντικείμενα δεν είναι αυτά που φαίνονται.

Έτσι την επόμενη φορά που κάποιος σας πει ότι είδε ένα θαύμα, ένα UFO, ή ένα φάντασμα, μην τρέξετε να το αποδώσετε σε κάτι εξωτικό, υπάρχει εξήγηση. Δείξτε του απλά μερικές οφθαλμαπάτες.

Ο Λουκιανός στον Ερμότιμο περιγράφει μερικά από τα εφόδια που χρειαζόμαστε για να μην γίνουμε υποχείριο κανενός: κριτική και νηφάλια σκέψη, ορθός λόγος, ν’ αξιολογείς τίμια και θαρραλέα.

«Κριτική, καλέ μου άνθρωπε, και εξεταστική ικανότητα, μυαλό κοφτερό και σκέψη προσεκτική και αμερόληπτη -όπως πρέπει να ’vαι η σκέψη που θα κρίνει για τα μεγάλα ζητήματα- αλλιώς μάταια θα τα έχουμε δει όλα»

Το σκότος θέλει να κυριαρχήσει, αλλά …στο τέλος ο ήλιος Επίκουρος βγαίνει δυνατός και φωτίζει τα σκοτάδια και την άγνοια για να διαλυθούν οι μεταφυσικές ψυχώσεις

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΩΝ

ΔΗΜ 14.1–13

Προοίμιον: Η πρακτική του Δημοσθένη διαφέρει από αυτήν των υπόλοιπων ρητόρων – Το άκαιρο μιας εκστρατείας εναντίον των Περσών

Πολλοί Αθηναίοι πολιτικοί, θορυβημένοι από τις φήμες ότι ο βασιλιάς των Περσών Αρταξέρξης ο Γ´ (359/8–335 π.Χ) ετοίμαζε στρατό, πίστευαν ότι η Αθήνα έπρεπε να προλάβει ενδεχόμενη επίθεσή του και να του κηρύξει τον πόλεμο, επικεφαλής μιας συμμαχίας των Ελλήνων. Αντίθετη άποψη είχε ο Δημοσθένης, ο οποίος, ωστόσο, θεωρούσε τη συγκυρία κατάλληλη, για την ενίσχυση του αθηναϊκού στόλου. Κάτι τέτοιο θα ήταν, κατά την άποψή του, εφικτό με την αναδιοργάνωση των συμμοριῶν , δηλαδή των φορολογικών συλλόγων που αποτελούνταν από τους πλούσιους Αθηναίους και είχαν ως σκοπό την κατανομή των εξόδων για τον εξοπλισμό του στόλου. Ο λόγος εκφωνήθηκε γύρω στο 354/3 π.Χ.


[1] Οἱ μὲν ἐπαινοῦντες, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς προγόνους
ὑμῶν λόγον εἰπεῖν μοι δοκοῦσι προαιρεῖσθαι κεχαρισμένον,
οὐ μὴν συμφέροντά γ’ ἐκείνοις οὓς ἐγκωμιάζουσι ποιεῖν·
περὶ γὰρ πραγμάτων ἐγχειροῦντες λέγειν ὧν οὐδ’ εἷς ἀξίως
ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο, αὐτοὶ μὲν τοῦ δοκεῖν δύνασθαι
λέγειν δόξαν ἐκφέρονται, τὴν δ’ ἐκείνων ἀρετὴν ἐλάττω τῆς
ὑπειλημμένης παρὰ τοῖς ἀκούουσιν φαίνεσθαι ποιοῦσιν.
ἐγὼ δ’ ἐκείνων μὲν ἔπαινον τὸν χρόνον ἡγοῦμαι μέγιστον,
οὗ πολλοῦ γεγενημένου μείζω τῶν ὑπ’ ἐκείνων πραχθέντων
οὐδένες ἄλλοι παραδείξασθαι δεδύνηνται· [2] αὐτὸς δὲ πειράσομαι
τὸν τρόπον εἰπεῖν ὃν ἄν μοι δοκεῖτε μάλιστα δύνασθαι
παρασκευάσασθαι. καὶ γὰρ οὕτως ἔχει· εἰ μὲν ἡμεῖς
ἅπαντες οἱ μέλλοντες λέγειν δεινοὶ φανείημεν ὄντες, οὐδὲν
ἂν τὰ ὑμέτερ’ εὖ οἶδ’ ὅτι βέλτιον σχοίη· εἰ δὲ παρελθὼν
εἷς ὁστισοῦν δύναιτο διδάξαι καὶ πεῖσαι, τίς παρασκευὴ
καὶ πόση καὶ πόθεν πορισθεῖσα χρήσιμος ἔσται τῇ πόλει,
πᾶς ὁ παρὼν φόβος λελύσεται. ἐγὼ δὲ τοῦτ’, ἂν ἄρ’ οἷός
τ’ ὦ, πειράσομαι ποιῆσαι, μικρὰ προειπὼν ὑμῖν ὡς ἔχω
γνώμης περὶ τῶν πρὸς τὸν βασιλέα.

[3] Ἐγὼ νομίζω κοινὸν ἐχθρὸν ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων εἶναι
βασιλέα, οὐ μὴν διὰ τοῦτο παραινέσαιμ’ ἂν μόνοις τῶν
ἄλλων ὑμῖν πόλεμον πρὸς αὐτὸν ἄρασθαι· οὐδὲ γὰρ αὐτοὺς
τοὺς Ἕλληνας ὁρῶ κοινοὺς ἀλλήλοις ὄντας φίλους, ἀλλ’
ἐνίους μᾶλλον ἐκείνῳ πιστεύοντας ἤ τισιν αὑτῶν. ἐκ δὴ
τῶν τοιούτων νομίζω συμφέρειν ὑμῖν τὴν μὲν ἀρχὴν τοῦ
πολέμου τηρεῖν ὅπως ἴση καὶ δικαία γενήσεται, παρασκευά-
ζεσθαι δ’ ἃ προσήκει πάντα καὶ τοῦθ’ ὑποκεῖσθαι. [4] ἡγοῦμαι
γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὲν ἐναργὲς [τι]
γένοιτο καὶ σαφὲς ὡς βασιλεὺς αὐτοῖς ἐπιχειρεῖ, κἂν συμ-
μαχῆσαι καὶ χάριν μεγάλην ἔχειν τοῖς πρὸ αὐτῶν καὶ μετ’
αὐτῶν ἐκεῖνον ἀμυνομένοις· εἰ δ’ ἔτ’ ἀδήλου τούτου καθεστη-
κότος προαπεχθησόμεθ’ ἡμεῖς, δέδι’, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
μὴ τούτοις μετ’ ἐκείνου πολεμεῖν ἀναγκασθῶμεν, ὑπὲρ ὧν
προνοούμεθα. [5] ὁ μὲν γὰρ ἐπισχὼν ὧν ὥρμηκεν, εἰ ἄρ’
ἐγχειρεῖν ἔγνωκε τοῖς Ἕλλησι, χρήματα δώσει τισὶν αὐτῶν
καὶ φιλίαν προτενεῖται, οἱ δὲ τοὺς ἰδίους πολέμους ἐπαν-
ορθῶσαι βουλόμενοι καὶ τοῦτον τὸν νοῦν ἔχοντες τὴν
κοινὴν ἁπάντων σωτηρίαν παρόψονται. εἰς δὲ τὴν ταραχὴν
ταύτην καὶ τὴν ἀγνωμοσύνην παραινῶ μὴ προκαθεῖναι τὴν
πόλιν ἡμῶν. [6] οὐδὲ γὰρ οὐδ’ ἀπ’ ἴσης ὁρῶ τοῖς τ’ ἄλλοις
Ἕλλησι καὶ ὑμῖν περὶ τῶν πρὸς τὸν βασιλέα τὴν βουλὴν
οὖσαν, ἀλλ’ ἐκείνων μὲν πολλοῖς ἐνδέχεσθαί μοι δοκεῖ τῶν
ἰδίᾳ τι συμφερόντων διοικουμένοις τῶν ἄλλων Ἑλλήνων
ἀμελῆσαι, ὑμῖν δ’ οὐδ’ ἀδικουμένοις παρὰ τῶν ἀδικούντων
καλόν ἐστιν λαβεῖν ταύτην τὴν δίκην, ἐᾶσαί τινας αὐτῶν
ὑπὸ τῷ βαρβάρῳ γενέσθαι. [7] ὅτε δ’ οὕτω ταῦτ’ ἔχει, σκε-
πτέον ὅπως μήθ’ ἡμεῖς ἐν τῷ πολέμῳ γενησόμεθ’ οὐκ ἴσοι,
μήτ’ ἐκεῖνος, ὃν ἡμεῖς ἐπιβουλεύειν ἡγούμεθα τοῖς Ἕλλησι,
τὴν τοῦ φίλος αὐτοῖς δοκεῖν εἶναι πίστιν λήψεται. πῶς
οὖν ταῦτ’ ἔσται; ἂν ἡ μὲν δύναμις τῆς πόλεως ἐξητασμένη
καὶ παρεσκευασμένη πᾶσιν ᾖ φανερά, φαίνηται δὲ δίκαι’
ἐπὶ ταύτῃ φρονεῖν αἱρουμένη. [8] τοῖς δὲ θρασυνομένοις καὶ
σφόδρ’ ἑτοίμως πολεμεῖν κελεύουσιν ἐκεῖνο λέγω, ὅτι οὐκ
ἔστιν χαλεπὸν οὔθ’ ὅταν βουλεύεσθαι δέῃ, δόξαν ἀνδρείας
λαβεῖν, οὔθ’ ὅταν κίνδυνός τις ἐγγὺς ᾖ, δεινὸν εἰπεῖν φανῆ-
ναι, ἀλλ’ ἐκεῖνο καὶ χαλεπὸν καὶ προσῆκον, ἐπὶ μὲν τῶν
κινδύνων τὴν ἀνδρείαν ἐνδείκνυσθαι, ἐν δὲ τῷ συμβουλεύειν
φρονιμώτερα τῶν ἄλλων εἰπεῖν ἔχειν. [9] ἐγὼ δ’, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, νομίζω τὸν μὲν πόλεμον τὸν πρὸς βασιλέα χαλε-
πὸν τῇ πόλει, τὸν δ’ ἀγῶνα τὸν ἐκ τοῦ πολέμου ῥᾴδιον ἂν
συμβῆναι. διὰ τί; ὅτι τοὺς μὲν πολέμους ἅπαντας ἀνα-
γκαίως ἡγοῦμαι τριήρων καὶ χρημάτων καὶ τόπων δεῖσθαι,
ταῦτα δὲ πάντ’ ἀφθονώτερ’ ἐκεῖνον ἔχονθ’ ἡμῶν εὑρίσκω·
τοὺς δ’ ἀγῶνας οὐδενὸς οὕτω τῶν ἄλλων ὁρῶ δεομένους ὡς
ἀνδρῶν ἀγαθῶν, τούτους δ’ ἡμῖν καὶ τοῖς μεθ’ ἡμῶν κινδυ-
νεύουσι πλείους ὑπάρχειν νομίζω. [10] τὸν μὲν δὴ πόλεμον διὰ
ταῦτα παραινῶ μηδ’ ἐξ ἑνὸς τρόπου προτέρους ἀνελέσθαι,
ἐπὶ δὲ τὸν ἀγῶνα ὀρθῶς φημι παρεσκευασμένους ὑπάρχειν
χρῆναι. εἰ μὲν οὖν ἕτερος μὲν ἦν τις τρόπος δυνάμεως ᾗ
τοὺς βαρβάρους οἷόν τ’ ἦν ἀμύνασθαι, ἕτερος δέ τις ᾗ τοὺς
Ἕλληνας, εἰκότως ἂν ἴσως φανεροὶ πρὸς ἐκεῖνον ἐγιγνόμεθ’
ἀντιταττόμενοι· [11] ἐπεὶ δὲ πάσης ἐστὶ παρασκευῆς ὁ αὐτὸς
τρόπος καὶ δεῖ ταὔτ’ εἶναι κεφάλαια τῆς δυνάμεως, τοὺς
ἐχθροὺς ἀμύνασθαι δύνασθαι, τοῖς οὖσι συμμάχοις βοηθεῖν,
τὰ ὑπάρχοντ’ ἀγαθὰ σῴζειν, τί τοὺς ὁμολογουμένως ἐχθροὺς
ἔχοντες ἑτέρους ζητοῦμεν; ἀλλὰ παρασκευασώμεθα μὲν
πρὸς αὐτούς, ἀμυνούμεθα δὲ κἀκεῖνον, ἂν ἡμᾶς ἀδικεῖν
ἐπιχειρῇ. [12] καὶ νῦν μὲν καλεῖτε πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τοὺς Ἕλ-
ληνας· ἂν δ’ ἃ κελεύουσιν οὗτοι μὴ ποιῆτε, οὐχ ἡδέως
ἐνίων ὑμῖν ἐχόντων, πῶς χρὴ προσδοκᾶν τιν’ ὑπακούσεσθαι;
ὅτι νὴ Δί’ ἀκούσονται παρ’ ἡμῶν ὡς ἐπιβουλεύει βασιλεὺς
αὐτοῖς. αὐτοὺς δ’ οὐ προορᾶν, ὦ πρὸς τοῦ Διός, οἴεσθε
τοῦτο; ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι. ἀλλ’ οὔπω μείζων ἔσθ’ ὁ φόβος
τῶν πρὸς ὑμᾶς καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐνίοις διαφορῶν. οὐδὲν
οὖν ἀλλ’ ἢ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες. [13] τότε
δ’, ἂν ἄρ’ ἃ νῦν οἰόμεθ’ ἡμεῖς πράττηται, οὐδεὶς δήπου τῶν
πάντων Ἑλλήνων τηλικοῦτον ἐφ’ αὑτῷ φρονεῖ, ὅστις ὁρῶν
ὑμῖν χιλίους μὲν ἱππέας, ὁπλίτας δ’ ὅσους ἂν ἐθέλῃ τις,
ναῦς δὲ τριακοσίας, οὐχ ἥξει καὶ δεήσεται, μετὰ τούτων
ἀσφαλέστατ’ ἂν ἡγούμενος σωθῆναι. οὐκοῦν ἐκ μὲν τοῦ
καλεῖν ἤδη τὸ δεῖσθαι κἂν μὴ τύχητ’ ἀφαμαρτεῖν, ἐκ δὲ
τοῦ μετὰ τοῦ παρεσκευάσθαι τὰ ὑμέτερ’ αὐτῶν ἐπισχεῖν
δεομένους σῴζειν καὶ εὖ εἰδέναι πάντας ἥξοντάς ἐστιν.

***
[1] Όσοι επαινούν τους προγόνους σας, ω άνδρες Αθηναίοι, μου φαίνονται, ότι προτιμούν να είπουν λόγους ευχαρίστους, δεν πράττουν όμως συμφέροντα δι' εκείνους τους οποίους επαινούν· διότι επιχειρούντες να ομιλούν διά πράγματα, τα οποία κανείς διά του λόγου του επαξίως δεν ήθελεν υμνήσει, αυτοί μεν αποκτούν δόξαν του να φαίνωνται, ότι είναι ικανοί να ομιλούν, την δε αρετήν εκείνων κάμνουν να φαίνεται κατωτέρα εκείνης της οποίας αντίληψιν έχουν σχηματίσει δι' αυτούς οι ακούοντες. Εγώ δε νομίζω, ότι μέγιστος έπαινος εκείνων είναι ο χρόνος, διότι, αν και παρήλθε τόσος χρόνος από τότε, κανείς άλλος δεν έχει δυνηθή να δείξη πράξεις ανωτέρας εκείνων. [2] Εγώ δε θα προσπαθήσω να σας αναπτύξω τον τρόπον, κατά το οποίον μου φαίνεται, ότι άριστα δύνασθε να παρασκευασθήτε· διότι το πράγμα έχει ως εξής: Εάν μεν ημείς όλοι οι μέλλοντες να ομιλήσωμεν ηθέλομεν φανή δεινοί περί το ομιλείν, ουδόλως βέβαια αι υποθέσεις σας θα επήγαιναν καλύτερα, εάν δε, ανελθών εις το βήμα είς οιοσδήποτε, ήθελε δυνηθή να σας διαφωτίση και να σας πείση ποία παρασκευή και πόση και πόθεν προμηθευθείσα τα χρήματα θα υπάρχη εις την πόλιν, τότε όλος ο φόβος που σας κατέχει τώρα θα έχη διαλυθή. Εγώ δε λοιπόν τούτο, αν είμαι ικανός, θα προσπαθήσω να κάμω, αφού προηγουμένως είπω ολίγα προς σας περί της γνώμης την οποίαν έχω διά την στάσιν την οποίαν πρέπει να τηρήσωμεν απέναντι του βασιλέως.

[3] Εγώ νομίζω, ότι κοινός εχθρός όλων των Ελλήνων είναι ο βασιλεύς, εν τούτοις όμως διά τούτο δεν ήθελον σας παραινέσει, μόνους σάς, άνευ της βοηθείας των άλλων, να αναλάβετε πόλεμον προς αυτόν· διότι ουδέ τους άλλους Έλληνας βλέπω να είναι κοινοί φίλοι προς αλλήλους, αλλά μάλλον βλέπω μερικούς εξ αυτών να έχουν περισσοτέραν εμπιστοσύνην εις εκείνον, παρά εις μερικούς από αυτούς τους ιδίους. Σύμφωνα λοιπόν προς ταύτα νομίζω, ότι είναι συμφέρον σας να μη περιπλακήτε εις πόλεμον, ειμή διά δικαιώματα, διά τα οποία όλοι ενδιαφέρονται, αλλά να παρασκευάζετε όλα όσα πρέπει και ότι τούτο είναι η βάσις. [4] Νομίζω δηλαδή, ω άνδρες Αθηναίοι, ότι οι Έλληνες εάν ήθελε γίνει κάπως φανερόν και σαφές, ότι ο βασιλεύς θέλει να επιτεθή κατ' αυτών, και ήθελον συμμαχήσει και ήθελον χρεωστεί μεγάλην ευγνωμοσύνην εις εκείνους, οι οποίοι υπέρ αυτών και μετ' αυτών ήθελον αποκρούσει αυτόν· εάν δε, εν ω ακόμη τούτο είναι άδηλον, ημείς γίνωμεν μισητοί εκ των προτέρων προς τον βασιλέα, φοβούμαι, ω άνδρες Αθηναίοι, μήπως μαζί με εκείνον αναγκασθώμεν να πολεμώμεν τούτους, διά τα συμφέροντα των οποίων φροντίζομεν. [5] Διότι ούτος μεν αναβαλών τα σχέδιά του, αν πράγματι έχη αποφασίσει να επιτεθή κατά των Ελλήνων, χρήματα θα δώση εις μερικούς εξ αυτών και φιλίαν θα προτείνη, ούτοι δε θέλοντες να εξασφαλίσουν την επιτυχίαν εις τους αναμεταξύ των πολέμους και υπό τοιούτων ιδεών κατεχόμενοι, θα παραβλέψουν την κοινήν όλων σωτηρίαν. Εις την ταραχήν δε ταύτην και την αγνωμοσύνην σας συμβουλεύω να μη ρίψετε προώρως την πόλιν. [6] Διότι βλέπω, ότι ουδέ η αυτή γνώμη υπάρχει εις τους άλλους Έλληνας και εις σας διά την στάσιν απέναντι του βασιλέως, αλλά μου φαίνεται, ότι πολλοί εξ εκείνων, ενώ φροντίζουν διά τα ιδιαίτερά των συμφέροντα, είναι ενδεχόμενον να παραμελήσουν τα συμφέροντα των άλλων Ελλήνων, σεις δε ουδέ όταν αδικείσθε είναι έντιμον να τιμωρήσετε κατ' αυτόν τον τρόπον τους αδικούντας, δηλαδή να αφήσετε αυτούς να υποκύψουν εις τον βάρβαρον. [7] Ότε δε ταύτα έχουν τοιουτοτρόπως, πρέπει να φροντίζωμεν όπως μήτε ημείς είμεθα κατώτεροι του εχθρού εις τον πόλεμον, μήτε εκείνος, τον οποίον ημείς νομίζομεν, ότι επιβουλεύεται τους Έλληνας, αποκτήση την εμπιστοσύνην του να είναι φίλος των. Πώς λοιπόν ταύτα θα επιτευχθούν; Αν μεν η δύναμις της πόλεως φαίνεται ότι είναι εξεληλεγμένη (ως αληθής και πραγματική) και προητοιμασμένη, η δε πόλις, φαίνεται, ότι, ενώ έχει ταύτην την προαίρεσιν, να είναι δηλαδή ένοπλος, έχει δίκαια φρονήματα.

[8] Προς δε τους επιδεικνύοντας τόλμην και συμβουλεύοντας να αναλάβωμεν τον πόλεμον αμέσως και με μεγάλην προθυμίαν εκείνο λέγω, ότι δεν είναι δύσκολον ούτε όταν είναι ανάγκη να εκφέρη τις γνώμην, να αποκτήση δόξαν ανδρείας, ούτε όταν είναι πλησίον κάποιος κίνδυνος, να φανή ότι είναι δεινός να λέγη, αλλ' εκείνο είναι δυσκολώτατον και αρμόζον, εις μεν τους κινδύνους να δεικνύη την ανδρείαν, όταν δε συμβουλεύη να δύναται να λέγη φρονιμώτερα των άλλων. [9] Εγώ δε, ω άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι ο μεν πόλεμος προς τον βασιλέα είναι δύσκολος εις την πόλιν, ο δε αγών ο προερχόμενος εκ του πολέμου νομίζω, ότι ήθελεν είναι ευκολώτερος. Διατί; Διότι νομίζω, ότι οι μεν πόλεμοι όλοι κατ' ανάγκην έχουν ανάγκην και τριήρων και χρημάτων και καταλλήλων τοποθεσιών, όλα δε αυτά νομίζω ότι έχει εκείνος αφθονώτερα από ημάς· οι δε αγώνες νομίζω ότι έχουν ανάγκην, περισσότερον από όλα τα άλλα, ανδρών γενναίων, ούτοι δε νομίζω ότι υπάρχουν περισσότεροι εις ημάς και εις εκείνους οι οποίοι θα κινδυνεύσουν μαζί μας.

[10] Διά ταύτα λοιπόν σας συμβουλεύω να μη αναλάβετε κατ' ουδένα τρόπον την πρωτοβουλίαν του πολέμου, διά τον αγώνα όμως διισχυρίζομαι ότι πρέπει να είσθε τελείως παρεσκευασμένοι. Εάν μεν λοιπόν υπήρχε κάποιος άλλος τρόπος εξοπλισμού με τον οποίον θα ηδυνάμεθα να αποκρούσωμεν τους βαρβάρους, κάποιος δε άλλος τρόπος εξοπλισμού θα ηδυνάμεθα να αποκρούσωμεν τους Έλληνας, ευλόγως ίσως θα ήμεθα φανεροί αντιτασσόμενοι προς εκείνον· [11] αφού δε πάσης εν γένει παρασκευής ο αυτός τρόπος υπάρχει και επειδή η ουσία της δυνάμεως είναι η αυτή, δηλαδή να δυνάμεθα να αποκρούωμεν τους εχθρούς, να βοηθώμεν τους υπάρχοντας συμμάχους και να σώζωμεν τα υπάρχοντα αγαθά, διατί, ενώ έχομεν τους κεκηρυγμένους εχθρούς ζητούμεν άλλους; Αλλ' ας παρασκευασθώμεν μεν εναντίον τούτων, θα αποκρούσωμεν δε και εκείνον αν επιχειρή να μας αδική. [12] Και τώρα μεν υποθέσατε ότι κάμνετε έκκλησιν προς τους Έλληνας· αν δε δεν πράττετε όσα αυτοί ζητούν, ενώ μερικοί από αυτούς δεν ευρίσκονται εις αγαθάς σχέσεις προς σας, πώς πρέπει να νομίζετε, ότι έστω και ένας από αυτούς θα σπεύση να υπακούση εις την έκκλησίν σας; Διότι, μα τον Δία, θα ακούσουν από σας ότι ο βασιλεύς σκέπτεται κακά εναντίον αυτών. Αλλά νομίζετε, δι' όνομα του Διός, ότι ούτοι δεν προβλέπουν τούτο; Εγώ μεν βέβαια το νομίζω· αλλά δεν είναι ακόμη ο φόβος αυτός μεγαλύτερος των διαφορών προς σας και των διαφορών αναμεταξύ των. Επομένως οι απεσταλμένοι μας περιερχόμενοι τας διαφόρους πόλεις τίποτε άλλο δεν θα κάμουν παρά να απαγγέλλουν ωσάν ραψωδοί από μνήμης ποιήματα. [13] Τότε δε, αν βέβαια πράττωνται όσα ημείς νομίζομεν τώρα, ουδείς βέβαια από όλους τους Έλληνας έχει τόσην πεποίθησιν εις τον εαυτόν του, ώστε ούτος, βλέπων να υπάρχουν εις σας χίλιοι ιππείς, οπλίται όσους θέλει τις, πλοία δε τριακόσια, να μη έλθη και ζητήση την συμμαχίαν σας, νομίζων ότι μετά της δυνάμεως ταύτης ασφαλέστατα ήθελε σωθή. Λοιπόν, αν από τώρα τους καλέσετε θα είσθε σεις οι υποκινηταί, και αν δεν υπακούσουν εις την πρόσκλησίν σας, θα έχετε αποτυχίαν, ενώ οπλιζόμενοι και γνωρίζοντες να περιμένωμεν θα γίνωμεν οι σωτήρες εκείνων που θα μας παρακαλούν και να είσθε βέβαιοι, ότι όλοι θα έλθουν.