O «Γραφέας» είναι ένα μηχανικό αυτόματο, το οποίο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1770 από τον ελβετικής καταγωγής ωρολογοποιό Pierre Jaquet-Droz. Το αυτόματο σχεδιάστηκε ώστε να γράφει λέξεις και προτάσεις μέχρι 40 χαρακτήρες και εξακολουθεί να λειτουργεί άψογα ακόμη και σήμερα. Ο μηχανισμός αποτελείται από περίπου 6.000 μέρη, όλα χειροποίητα και σε μέγεθος μινιατούρας ώστε να χωράνε στο εσωτερικό του μικρού αγοριού. Βασισμένος σε βασικές αρχές της ωρολογοποιίας, ο «Γραφέας» δεν χρειάζεται κάποια εξωτερική πηγή ενέργειας για να λειτουργήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα από τα τρία πρώτα μηχανικά αυτόματα που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από τον Pierre Jaquet-Droz. Τα άλλα δύο είναι είναι ο «Μουσικός» και ο «Σχεδιαστής», τα οποία μπορεί να θαυμάσει κανείς στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας στο Neuchatel της Ελβετίας.
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013
Μηχανικός «γραφέας» ηλικίας 240 ετών θεωρείται ο πρόγονος του ηλεκτρονικού υπολογιστή
O «Γραφέας» είναι ένα μηχανικό αυτόματο, το οποίο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1770 από τον ελβετικής καταγωγής ωρολογοποιό Pierre Jaquet-Droz. Το αυτόματο σχεδιάστηκε ώστε να γράφει λέξεις και προτάσεις μέχρι 40 χαρακτήρες και εξακολουθεί να λειτουργεί άψογα ακόμη και σήμερα. Ο μηχανισμός αποτελείται από περίπου 6.000 μέρη, όλα χειροποίητα και σε μέγεθος μινιατούρας ώστε να χωράνε στο εσωτερικό του μικρού αγοριού. Βασισμένος σε βασικές αρχές της ωρολογοποιίας, ο «Γραφέας» δεν χρειάζεται κάποια εξωτερική πηγή ενέργειας για να λειτουργήσει. Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα από τα τρία πρώτα μηχανικά αυτόματα που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από τον Pierre Jaquet-Droz. Τα άλλα δύο είναι είναι ο «Μουσικός» και ο «Σχεδιαστής», τα οποία μπορεί να θαυμάσει κανείς στο Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας στο Neuchatel της Ελβετίας.
Οι Μούσες και η λατρεία τους στο Mεγαλείο της Tέχνης
Για τις Μούσες υπήρχαν πολλές διαφορετικές εκδοχές στην αρχαιότητα, που αφορούσαν τόσο στην καταγωγή τους, όσο και στον αριθμό τους. Διαφαίνεται πάντως, ότι παλαιότερα ήσαν Νύμφες των βουνών και των νερών, οι οποίες αργότερα “προβιβάσθηκαν” και με τον καιρό απέκτησαν συγκεκριμένες αρμοδιότητες.Πίστευαν πως κατοικούσαν στον Όλυμπο και με τις ακούραστες φωνές τους τραγουδούσαν θείες μελωδίες και ύμνους, παίζοντας λύρα.Θέμα των τραγουδιών τους ήταν πάντα η αρχοντική καταγωγή των θεών, τους οποίους εγκωμιάζουν. Κυρίως όμως υμνούν τον Δία και το μεγαλείο του, καθώς ήταν εκείνος που δημιούργησε τον “κόσμο” με την έννοια ότι έβαλε σε τάξη το σύμπαν και όρισε τους κανόνες που διέπουν τη ζωή των θεών και ανθρώπων. Το πόσο στενά δεμένες ήταν μαζί του φαίνεται από το ότι τις αποκαλούσαν “Ολυμπιάδες”. Σπανιότερα δόξαζαν με τα τραγούδια τους το γένος των ανθρώπων και τους φημισμένους ήρωες. Το αρμονικό τους τραγούδι μάγευε το βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, γέμιζε με ευφορία τις ψυχές όλων των θεών και γοήτευε ολόκληρη τη φύση η οποία στεκόταν ασάλευτη κάθε φορά που οι Μούσες ακούγονταν από την κορυφή του Ολύμπου, για να τις αφουγκραστεί: ο ουρανός, τα άστρα, η θάλασσα και τα ποτάμια, όλα σιωπούσαν ευλαβικά…
Οι Μούσες τραγούδησαν για να γιορταστούν οι γάμοι της Θέτιδας με τον Πηλέα και της Αρμονίας με τον Κάδμο. Τραγούδησαν ακόμη θρηνητικά στην ταφή του Αχιλλέα. Ο Πλάτωνας αναφέρει τον εξής μύθο: όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και μαζί τους η ποίηση και η μουσική, κάποιοι θνητοί γοητεύθηκαν τόσο πολύ, που συνεχώς τραγουδούσαν· ξεχνούσαν να φάνε και να πιούνε κι έτσι πέθαιναν σιγά σιγά, χωρίς να υποφέρουν. Απ’ αυτούς κατάγονται τα τζιτζίκια, που είναι προστατευόμενα των Μουσών και που συνεχώς τραγουδούν ξεχνώντας πείνα, δίψα και κούραση, μέχρι να πεθάνουν. Τότε πηγαίνουν στις Μούσες και τους λένε τα ονόματα των πιστών τους οπαδών, που είδαν στη Γη κατά το σύντομο πέρασμά τους.Έλεγαν πως οι Μούσες γεννήθηκαν, επειδή ο Δίας, που γιόρταζε το γάμο του, ρώτησε τους καλεσμένους του, τους άλλους θεούς, αν τους έλειπε τίποτα. Εκείνοι τότε του απάντησαν πως θα έπρεπε να φτιάξει κάποιες θεότητες που θα υμνούσαν τον Δία με στίχους και μουσική αντάξια των κατορθωμάτων και του μεγαλείου του.
Ως προς την καταγωγή τους, οι πιο πολλοί πίστευαν πως μητέρα τους ήταν η Μνημοσύνη, που κοιμήθηκε μαζί με τον Δία στην Πιερία (την περιοχή βόρεια του Ολύμπου) για εννιά διαδοχικές νύχτες. Ένα χρόνο μετά η Μνημοσύνη γέννησε εννιάδυμα, κοντά στην κορυφή του Ολύμπου, ήτοι εννιά κόρες, που τις μάγευε όλες η μουσική και η ποίηση και που από τότε απετέλεσαν μια λαμπρή χορωδία. Τα ονόματά τους ήσαν τα εξής: Κλειώ, Ευτέρπη , Θάλεια, Μελπομένη, Ερατώ, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη. Ως προς τον αριθμό και την καταγωγή τους, οι άλλες εκδοχές ήταν πως ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, ή του Απόλλωνα, ακριβώς επειδή κι ο ίδιος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, διεύθυνε τη χορωδία τους, γι’ αυτό και ονομαζόταν Μουσαγέτης – “ηγέτης”, διευθυντής των Μουσών.Πάντως με τον χαρακτηρισμό Μούσες αναφέρονται και οι Τιτανίδες καθώς και οι Απολλωνίδες, οι οποίες προϋπήρξαν των εννέα μουσών. Οι Τιτανίδες Μούσες ήσαν τρείς ή τέσσερις Τιτανίδες θεότητες της μουσικής. Τα ονόματά τους ήσαν Μελέτη, Αοιδή και Μνήμη εκ των οποίων η τελευταία ταυτίζεται με την Μνημοσύνη, μητέρα των εννέα Μουσών (Παυσανίας 9.29.1) ή Θελξινόη, Αοιδή, Αρχή, Μελέτη (Κικέρων De Natura Deorum/φύση των θεών 3.21). Κατάγοντο από τον Ουρανό και την Γαία (Αλκμάνος 67, Μίμνερμος 13, Πράξιλλα η Σικυωνή Frag 3, Διόδωρος Σικελιώτης 4.7.1, Αρνόβιος 3.37) ή από τον Ουρανό (Παυσανίας 9.29.1, Κικέρων 3.21).
Οι Απολλωνίδες Μούσες ήσαν τρείς κόρες του θεού Απόλλωνα (Εύμελος 35, Τζέτζης επί ησιόδου 23) και ονομάζοντο Κηφισώ, Απολλωνίς και Βορυσθένις ή Νήτη, Μησή και Υπάτη (Πλουτάχου Συμπόσιο 9.14) και ελατρεύοντο στο μαντείο των Δελφών. Η τελευταίες ονομασίες αντιπροσώπευαν την χαμηλή – μέση και υψηλή κλίμακα των χορδών της λύρας
Η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από την Πιερία, δηλαδή την περιοχή στην οποία γεννήθηκαν, γι’ αυτό και τις έλεγαν “Πιερίδες“. Έλεγαν πως ο Πίερος, βασιλιάς της Μακεδονίας σύμφωνα με τη μυθολογία, έφερε από κει τη λατρεία τους στη Βοιωτία. Ο Πίερος, μάλιστα, απέκτησε εννιά κόρες, στις οποίες έδωσε το όνομα των Μουσών, Πιερίδες. Ήταν όμως τόσο αλαζονικές, ώστε προκάλεσαν τις Μούσες να παραβγούν μαζί τους στο τραγούδι. Οι Μούσες τις νίκησαν, όπως ήταν φυσικό, και για να τις τιμωρήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε φλύαρες κίσσες. Όταν αυτές τραγουδούσαν, σκοτείνιαζε και κανείς δεν τις άκουγε. Στη Βοιωτία, λοιπόν, οι Μούσες κατοικούσαν στο βουνό Ελικώνας, που έγινε και το κέντρο της λατρείας τους. Γι’ αυτό άλλωστε και τις ονόμαζαν “Ελικωνιάδες“. Αργότερα κάποιοι συγγραφείς τις τοποθετούσαν στον Παρνασσό.
Με μεγάλο ζήλο λατρεύονταν, επίσης, οι Μούσες στους Δελφούς, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό Απόλλωνα, στον οποίο ανήκε το μαντείο. Εκεί η λατρεία Απόλλωνα και Μουσών έφτασε να συγχωνευτεί εντελώς. Στην Αθήνα τις τιμούσαν ιδιαίτερα και μεταξύ άλλων, ονόμαζαν μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη “Μουσείον” προς τιμή τους κι ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Οι Μούσες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα………ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επικράτησαν φυσικά οι πρώτες, που τιμώρησαν τις φαντασμένες Σειρήνες, κόβοντας τα φτερά τους· εκείνες έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Ακόμη τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας), ενώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ιδρυθεί στα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου το “Μουσείο“, ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με διευθυντή του τον εκάστοτε αρχιερέα στην υπηρεσία των Μουσών.
Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση· όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται ως θεότητες της Μνήμης.Στον Όμηρο επίσης αναφέρεται η περιπέτεια του αοιδού Θάμυρη από τη Θράκη, που καυχήθηκε πως θα μπορούσε να νικήσει τις Μούσες στο τραγούδι. Εκείνες, τότε, τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα να γράφει στίχους και να παίζει λύρα. Στην Οδύσσεια, ο φημισμένος τραγουδιστής των Φαιάκων Δημόδοκος ήταν ο αγαπημένος της Μούσας, που του έδωσε, όμως, μαζί με την τέχνη να γράφει υπέροχα τραγούδια κι ένα ολέθριο δώρο: του στέρησε το φως των ματιών του. Φαίνεται πως οι τυφλοί αοιδοί ήταν κάτι συνηθισμένο έτσι κι αλλιώς στην εποχή του Ομήρου. Είναι γνωστό ότι η απουσία της όρασης οξύνει τη μνήμη κι αυτό πρέπει να έκανε τους αοιδούς πολύ δυνατούς στο να θυμούνται και να απαγγέλλουν από μνήμης αναρίθμητους στίχους, όπως γινόταν τότε.
Ο ποιητής Ησίοδος, στην αρχή της «Θεογονίας» μας διηγείται μια ιστορία που έζησε ο ίδιος, κατά την οποία όταν έβοσκε τα πρόβατά του στη Βοιωτία, την πατρίδα του, τον πλησίασαν οι Μούσες στο βουνό Ελικώνας και του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης………..του χάρισαν το δώρο της ποίησης. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ποίηση ο ποιητής παρουσιάζεται να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση του στην τέχνη· ότι δημιουργεί ως αυτόνομη οντότητα κι ότι οι Μούσες οι ίδιες παρέχουν την εγγύηση για την καλλιτεχνική αξία των όσων ο ίδιος συνθέτει. Εδώ οι Μούσες δεν ευλογούν και δε βοηθούν απλώς τον ποιητή, αλλά τον μυούν στην τέχνη.Όπως αναφέρθηκε οι Μούσες θεωρούνταν θεές της μουσικής και της ποίησης, που εν χορώ υμνούσαν τον Δία με τις μελωδικές τους φωνές. Στον Όμηρο είδαμε και μια άλλη τους διάσταση: θεές της Μνήμης και κατ’ επέκταση εκείνες που διασώζουν αξίες – ηθικές αρχές και διδάγματα από το παρελθόν. Μ’ άλλα λόγια, ό,τι μια κοινωνία θεωρεί βασικό για την επιβίωσή της. Μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας οι εννιά Μούσες ήταν μια αδιάσπαστη ομάδα, όμως περίπου στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής η καθεμιά τους περιορίστηκε σε έναν ιδιαίτερο τομέα ως εξής:
Η Καλλιόπη, η πρώτη και πιο σεβαστή απ’ όλες, ήταν η μούσα του ηρωικού έπους.
Η Κλειώ ήταν η μούσα της ιστορίας.
Η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης.
Η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού).
Η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης.
Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας.
Η Θάλεια της κωμωδίας.
Η Ουρανία της αστρονομίας
Η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός της Καλλιόπης, τους επικούς ποιητές ενέπνεαν επίσης η Ουρανία και η Κλειώ.Είτε όλες μαζί ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης· το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.
Ως προς την καταγωγή τους, οι πιο πολλοί πίστευαν πως μητέρα τους ήταν η Μνημοσύνη, που κοιμήθηκε μαζί με τον Δία στην Πιερία (την περιοχή βόρεια του Ολύμπου) για εννιά διαδοχικές νύχτες. Ένα χρόνο μετά η Μνημοσύνη γέννησε εννιάδυμα, κοντά στην κορυφή του Ολύμπου, ήτοι εννιά κόρες, που τις μάγευε όλες η μουσική και η ποίηση και που από τότε απετέλεσαν μια λαμπρή χορωδία. Τα ονόματά τους ήσαν τα εξής: Κλειώ, Ευτέρπη , Θάλεια, Μελπομένη, Ερατώ, Τερψιχόρη, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη. Ως προς τον αριθμό και την καταγωγή τους, οι άλλες εκδοχές ήταν πως ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, ή του Απόλλωνα, ακριβώς επειδή κι ο ίδιος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, διεύθυνε τη χορωδία τους, γι’ αυτό και ονομαζόταν Μουσαγέτης – “ηγέτης”, διευθυντής των Μουσών.Πάντως με τον χαρακτηρισμό Μούσες αναφέρονται και οι Τιτανίδες καθώς και οι Απολλωνίδες, οι οποίες προϋπήρξαν των εννέα μουσών. Οι Τιτανίδες Μούσες ήσαν τρείς ή τέσσερις Τιτανίδες θεότητες της μουσικής. Τα ονόματά τους ήσαν Μελέτη, Αοιδή και Μνήμη εκ των οποίων η τελευταία ταυτίζεται με την Μνημοσύνη, μητέρα των εννέα Μουσών (Παυσανίας 9.29.1) ή Θελξινόη, Αοιδή, Αρχή, Μελέτη (Κικέρων De Natura Deorum/φύση των θεών 3.21). Κατάγοντο από τον Ουρανό και την Γαία (Αλκμάνος 67, Μίμνερμος 13, Πράξιλλα η Σικυωνή Frag 3, Διόδωρος Σικελιώτης 4.7.1, Αρνόβιος 3.37) ή από τον Ουρανό (Παυσανίας 9.29.1, Κικέρων 3.21).
Οι Απολλωνίδες Μούσες ήσαν τρείς κόρες του θεού Απόλλωνα (Εύμελος 35, Τζέτζης επί ησιόδου 23) και ονομάζοντο Κηφισώ, Απολλωνίς και Βορυσθένις ή Νήτη, Μησή και Υπάτη (Πλουτάχου Συμπόσιο 9.14) και ελατρεύοντο στο μαντείο των Δελφών. Η τελευταίες ονομασίες αντιπροσώπευαν την χαμηλή – μέση και υψηλή κλίμακα των χορδών της λύρας
Η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από την Πιερία, δηλαδή την περιοχή στην οποία γεννήθηκαν, γι’ αυτό και τις έλεγαν “Πιερίδες“. Έλεγαν πως ο Πίερος, βασιλιάς της Μακεδονίας σύμφωνα με τη μυθολογία, έφερε από κει τη λατρεία τους στη Βοιωτία. Ο Πίερος, μάλιστα, απέκτησε εννιά κόρες, στις οποίες έδωσε το όνομα των Μουσών, Πιερίδες. Ήταν όμως τόσο αλαζονικές, ώστε προκάλεσαν τις Μούσες να παραβγούν μαζί τους στο τραγούδι. Οι Μούσες τις νίκησαν, όπως ήταν φυσικό, και για να τις τιμωρήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε φλύαρες κίσσες. Όταν αυτές τραγουδούσαν, σκοτείνιαζε και κανείς δεν τις άκουγε. Στη Βοιωτία, λοιπόν, οι Μούσες κατοικούσαν στο βουνό Ελικώνας, που έγινε και το κέντρο της λατρείας τους. Γι’ αυτό άλλωστε και τις ονόμαζαν “Ελικωνιάδες“. Αργότερα κάποιοι συγγραφείς τις τοποθετούσαν στον Παρνασσό.
Με μεγάλο ζήλο λατρεύονταν, επίσης, οι Μούσες στους Δελφούς, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό Απόλλωνα, στον οποίο ανήκε το μαντείο. Εκεί η λατρεία Απόλλωνα και Μουσών έφτασε να συγχωνευτεί εντελώς. Στην Αθήνα τις τιμούσαν ιδιαίτερα και μεταξύ άλλων, ονόμαζαν μια κορυφή κοντά στην Ακρόπολη “Μουσείον” προς τιμή τους κι ο Πλάτωνας είχε χτίσει βωμό στο όνομά τους στην Ακαδημία του. Οι Μούσες έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς σ’ ολόκληρη την Ελλάδα………ίχνη της λατρείας τους βρέθηκαν στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη, όπου μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο αγώνας τραγουδιού μεταξύ Μουσών και Σειρήνων. Επικράτησαν φυσικά οι πρώτες, που τιμώρησαν τις φαντασμένες Σειρήνες, κόβοντας τα φτερά τους· εκείνες έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Ακόμη τις τιμούσαν και σε πολλές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας), ενώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είχε ιδρυθεί στα χρόνια μετά το θάνατο του Μεγ. Αλεξάνδρου το “Μουσείο“, ένα φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με διευθυντή του τον εκάστοτε αρχιερέα στην υπηρεσία των Μουσών.
Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση· όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται ως θεότητες της Μνήμης.Στον Όμηρο επίσης αναφέρεται η περιπέτεια του αοιδού Θάμυρη από τη Θράκη, που καυχήθηκε πως θα μπορούσε να νικήσει τις Μούσες στο τραγούδι. Εκείνες, τότε, τον τύφλωσαν και του στέρησαν την ικανότητα να γράφει στίχους και να παίζει λύρα. Στην Οδύσσεια, ο φημισμένος τραγουδιστής των Φαιάκων Δημόδοκος ήταν ο αγαπημένος της Μούσας, που του έδωσε, όμως, μαζί με την τέχνη να γράφει υπέροχα τραγούδια κι ένα ολέθριο δώρο: του στέρησε το φως των ματιών του. Φαίνεται πως οι τυφλοί αοιδοί ήταν κάτι συνηθισμένο έτσι κι αλλιώς στην εποχή του Ομήρου. Είναι γνωστό ότι η απουσία της όρασης οξύνει τη μνήμη κι αυτό πρέπει να έκανε τους αοιδούς πολύ δυνατούς στο να θυμούνται και να απαγγέλλουν από μνήμης αναρίθμητους στίχους, όπως γινόταν τότε.
Ο ποιητής Ησίοδος, στην αρχή της «Θεογονίας» μας διηγείται μια ιστορία που έζησε ο ίδιος, κατά την οποία όταν έβοσκε τα πρόβατά του στη Βοιωτία, την πατρίδα του, τον πλησίασαν οι Μούσες στο βουνό Ελικώνας και του έδωσαν ένα κλαδί δάφνης………..του χάρισαν το δώρο της ποίησης. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ποίηση ο ποιητής παρουσιάζεται να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση του στην τέχνη· ότι δημιουργεί ως αυτόνομη οντότητα κι ότι οι Μούσες οι ίδιες παρέχουν την εγγύηση για την καλλιτεχνική αξία των όσων ο ίδιος συνθέτει. Εδώ οι Μούσες δεν ευλογούν και δε βοηθούν απλώς τον ποιητή, αλλά τον μυούν στην τέχνη.Όπως αναφέρθηκε οι Μούσες θεωρούνταν θεές της μουσικής και της ποίησης, που εν χορώ υμνούσαν τον Δία με τις μελωδικές τους φωνές. Στον Όμηρο είδαμε και μια άλλη τους διάσταση: θεές της Μνήμης και κατ’ επέκταση εκείνες που διασώζουν αξίες – ηθικές αρχές και διδάγματα από το παρελθόν. Μ’ άλλα λόγια, ό,τι μια κοινωνία θεωρεί βασικό για την επιβίωσή της. Μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας οι εννιά Μούσες ήταν μια αδιάσπαστη ομάδα, όμως περίπου στα τέλη της ρωμαϊκής εποχής η καθεμιά τους περιορίστηκε σε έναν ιδιαίτερο τομέα ως εξής:
Η Καλλιόπη, η πρώτη και πιο σεβαστή απ’ όλες, ήταν η μούσα του ηρωικού έπους.
Η Κλειώ ήταν η μούσα της ιστορίας.
Η Ευτέρπη της αυλητικής τέχνης.
Η Τερψιχόρη της λυρικής ποίησης (ενώ πιο παλιά ήταν η Μούσα του χορού).
Η Ερατώ του υμέναιου και του γάμου, άρα και της ερωτικής ποίησης.
Η Μελπομένη ήταν η Μούσα της τραγωδίας.
Η Θάλεια της κωμωδίας.
Η Ουρανία της αστρονομίας
Η Πολύμνια της μιμικής, δηλαδή της παντομίμας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός της Καλλιόπης, τους επικούς ποιητές ενέπνεαν επίσης η Ουρανία και η Κλειώ.Είτε όλες μαζί ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης· το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, αλλά και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΗ
Η χώρα μας είναι λαμπερή, απλή και σαφής σαν θεώρημα. Γι' αυτόν το λόγο, η διαφορά μεταξύ Έλληνος και βαρβάρου, δεν είναι μόνο η γλωσσική, το πώς ακούγεται, δηλαδή, ως αισθητική παραδοξότητα στ' αυτιά των Ελλήνων η γλώσσα των βαρβάρων. Είναι, κυρίως η ουσία, η θέση, κατά την οποία βλέπει και ερμηνεύει ο ένας ή ο άλλος το Είναι και το Εγώ μέσα στο Είναι. Αξιωματικά, ακόμη και εκείνα που φαντάζουν απολύτως αφηρημένα ή άδηλα ή αόριστα, αδιατύπωτα, ο Έλληνας, θέλει να τα διερμηνεύει μεθοδικά. Να αντλεί δηλαδή, και να διατυπώνει ένα νόημα, το οποίο δεν είναι αυθαίρετο, αλλά ως σημασία το προσλαμβάνει από την πηγή εκπομπής του, από το όν το οποίο εμφανίζεται εμπρός του, μέσα από το σημαίνον του φαινόμενο, λέξη, μορφή, αινιγμό.......
Προσπαθεί λοιπόν να το κατανοήσει- και αυτή η προσπάθεια επιτυγχάνει πάντοτε, αν όχι σε απόλυτο βαθμό (αυτό είναι αδύνατον και για τον λόγο των συνεχών και πολλών διαφυγών της Αλήθειας από το φάσμα των φαινομένων), πάντως σε βαθμό ικανοποιητικό. Του δίνει νόημα και το καθιστά από αντικείμενο αφηρημένο, αόριστο, ασαφές, απροσδιόριστο κ.λπ., υποκείμενο συνειδησιακής στοιχείωσης, αληθές, πραγματικό, Ον, υπαρκτό.
Για τον Έλληνα πάντως και a priori και τα αφανή και τα φανερά και τα ακουστά και τα σιωπηρά και όλα τα άλλα, είναι Πραγματικά. Συναποτελούν ένα Μεγάλο Πραγματικό, μία πραγματικότητα, η οποία συντίθεται, διαπτύσσεται και εκπτύσσεται σε άπειρους τόπους με άπειρους τρόπους. Η νοηματοδότησή της μάλιστα εγγυάται την απειρότητά της· κι αυτό αφήνει ανοιχτά περιθώρια, ανοιχτούς όλους τους διαύλους, για παραπέρα διερεύνηση, για παραπέρα πορεία μέσα σ' αυτό το απέραντο πραγματικό σύστημα - η λέξη αυτή δεν είναι καλή- οργανισμό θα έπρεπε μάλλον να το πούμε. Ο βάρβαρος ενεργώντας με βάση τον αυτοματισμό ( εκείνους τους μικρούς σπινθηρισμούς που είναι κάποτε η έκσταση, η απορία, ο ενθουσιασμός ο δερβισικός), παραμένει καθηλωμένος σε απορία, ακριβώς, σχετικά με το: «τι είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι; κάπου, κάτι είναι αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω, δεν έχω τη μέθοδο, τον τρόπο, τη λογική, δεν έχω τη γλώσσα, δεν έχω τον φορέα εκείνης της σκέψης που αναγνωρίζει και μορφοποιεί ως οικείο το Άλλο». Μοιραία αυτή η απορία καταλήγει: «αυτή η ζωή είναι ένα ψέμμα. Αυτό που βλέπω είναι απάτη». Ο βάρβαρος λέει: «είναι η Μάγια η απάτη, η ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας λέει: «είναι η Μαία, η μητέρα των πραγμάτων, η Αιτία του Είναι, η Μαμή: Αυτή που τα φέρνει από την κρυπτότητα στην παρουσία». Η θεμελιώδης αυτή θέση δεν αναιρείται ούτε από τους ιδεαλιστές (Ιδεοκράτες) φιλοσόφους ή και αυτόν τον εισηγητή του Ελληνικού Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα. Μπορεί να διαχωρίζεται το πρότυπο - ο Κόσμος των Ιδεών - από το μίμημα - τον Αισθητό Κόσμο. Αλλά δεν αμφισβητείται η αλληλεξάρτηση του μιμήματος και του ιδεώδους προτύπου - των Ιδεών - ούτε του μοναδικού νοητού - ιδεατού - στοιχείου της ψυχής, που εμβολίζεται, ή έστω, «εκπίπτει» κατά τους ιδεοκράτες στον κόσμο της πραγματικής ύλης. Ήδη το ότι ο θεός δημιουργός του κόσμου της πρυτανείας των φαινομένων «βλέπει» τα ιδανικά όντα και τα αναπαράγει όπως του επιτρέπουν οι όροι του κόσμου που διαχειρίζεται, καταδεικνύει τη σχέση. Επίσης ο Πλάτων τονίζει ιδιαίτερα τη σύμφυση σώματος και ψυχής, λέγοντας π.χ. «ψυχή δεσμός νοητού και αισθητού αμφοτέρων μετέχουσα» (Όροι). Και βέβαια, η ηθική του θεωρία για τη σωτηρία της ψυχής δεν αναιρεί, αλλά επικυρώνει την ορθολογιστική θεωρία του, της Γνώσης. Άλλωστε, ο ίδιος εξήγγειλε το περίφημο «σώζειν τα φαινόμενα» με κάθε έννοια του « σώζειν».
Το χάσμα, είναι μεγάλο, η διαφορά είναι τεράστια, και είναι φανερό πόσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην κοινωνική οργάνωση και στην προσωπική στάση και τρόπο ζωής. Καταλαβαίνουμε και γιατί εκείνοι που θέλουν να είναι πολιτισμένοι και έχουν πράγματι μοχθήσει γι' αυτό, πάντοτε επικαλούνται τις Ελληνικές Αξίες, τους Ελληνικούς Τρόπους. Είναι φανερό πως αυτά τα πράγματα έχουν πρακτικές-πρακτικότατες- συνέπειες και σε άλλα επίπεδα, νοητικά, κριτικά των πραγμάτων, ψυχικά μορφώματα και συμπεριφορές.....
Τίποτε δεν είναι «γενικό» με την έννοια του αποκομμένου από εργώδη δραστικότητα. Και πολύ περισσότερο δεν είναι γενικό ή δίχως επιπτώσεις ή δίχως επιδραστική ισχύ προς όσα αφορούν στην ερμηνεία, στην αξιολόγηση ή στον χαρακτηρισμό των στοιχείων του Είναι ή του Εγώ. Και, κατ' απόλυτο λόγο, χωρίς θεωρία δεν νοείται ουδεμία πράξη η οποία να έχει ελπίδα, προδιαγραφή αντοχής στον χώρο ή στον χρόνο διαύγειας.
Η θεωρητική εισαγωγή στα πράγματα είναι ατέρμονη. Γι' αυτό και ο Νους, όπως λέγει ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής), είναι πάντοτε, δυνάμει-πάντοτε, στα πρώτα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγεί και προς την επίγνωση των νοητών, των ιδανικών αντικειμένων.
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος διατείνεται ότι έχει την απόλυτη αλήθεια, διαψεύδεται συνεχώς, διότι εκτός των άλλων, συνεχώς εισβάλλουν νέα στοιχεία αυτού που ο ίδιος παρουσιάζει ως «τελειωμένο» στην κατοχή του. Στοιχεία τα οποία μπορεί και να ανατρέπουν εκείνα τα οποία έως τώρα φαίνονταν επαρκή και ανθεκτικά. Ένα απλό παράδειγμα: Πολλοί, που υπό την ιδεολογική, θρησκευτική κ.λπ., κατεύθυνσή τους είναι υποχρεωμένοι εκ των προτέρων να αρνούνται, να αποποιούνται την αξία ή την χρησιμότητα της Λογικής και της Μεθοδολογίας για την προσέγγιση και την κατανόηση, την πρόσληψη ή απόδοση ιδεών, εννοιών ή και αυτού του θείου, παρ' όλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί έχουν γράψει τόμους επί τόμων, παλινδρομώντας μεταξύ του Λόγου και του παραλόγου, για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους και χρησιμοποιώντας αυτά ακριβώς που έχουν αποκλείσει, όσο μπορούν βέβαια, με όση ικανότητα τους έχει αφήσει η διανοητική αδρανοποίησή τους, το πνευματικό τους πάγωμα σε ιδεολογικές κατασκευές που είναι συμπαγείς, αφοριστικές και άκαμπτες.
Ακριβώς, ίσως, εξ αιτίας της ακαμψίας, της στερεοτυπίας όσων έχουν εγκατασταθεί στο ψυχονοητικό τους πεδίο, επιδεικνύουν μια ακραία σχολαστικότητα στο τυπικό μέρος της Λογικής, σε όποιους κανόνες, δηλαδή, έχουν αποδοθεί σ' αυτήν, θέλοντας να την καταστήσουν «ειδικότητα», πρακτική επιστήμη, σύστημα κλειστού, λογικομαθηματικού τύπου. Ενώ η Λογική, και ιδίως εκείνη που ζητεί τα απώτερα, τα άδηλα, τα ιδεώδη, εκείνη που αρμόζει, δηλαδή, στην υποστήριξη μιας ιδεολογίας, ανήκει στην τάξη των Διαλεκτικών, Υπερβατικών, Μεταφυσικών οργάνων του Νου. Γι' αυτό και, πλέον των άλλων δογματικών εμποδίων, οι ήδη πεπεισμένοι για την κατοχή μιας «απόλυτης αλήθειας», καταλήγουν στο λογικό σφάλμα του «φαύλου κύκλου» ή «λήψης του ζητουμένου». Όπου το συμπέρασμα είναι προκαθορισμένα το αρχικό αξίωμα. Καταλήγουν δηλαδή, εκεί από όπου άρχισαν, όχι οδηγημένοι από μια σειρά συλλογισμών, αλλά παύοντας αυτή τη σειρά, όταν εκείνοι - ή οι ανοχές των προκαταλήψεών τους - αδυνατούν να συνεχίσουν ελεύθερα και ανοιχτά τη στοχαστική τους πορεία, που θα ανέπτυσσε την αρχική τους θέση ή και θα την κατέρριπτε εν μέρει ή και ολικά.
Αυτό είναι, επίσης, ένα άμεσο δείγμα εκείνου του αδιέξοδου στο οποίο περιέρχεται οπωσδήποτε και υποχρεωτικά κάποια στιγμή ένα κλειστό σύστημα αυτοαναφοράς.
Κάποιες επεξηγήσεις πάνω σε έννοιες ή όρους που συνάπτονται απαραίτητα με την εργασία της ερμηνείας ενός κειμένου δεν φαίνονται περιττές.
Πρώτον, λοιπόν, χρειάζεται η επανασήμανση και η ανανοηματοδότηση των κειμένων. Αυτό δεν νομιμοποιεί ηθικά, αλλά ούτε και πραγματικά-λογικά, το να «ανακαλύψουμε» δηλ. να κατασκευάσουμε ένα «κρυφό» Αριστοτέλη, επί παραδείγματι, κάτω από τα γραπτά του Αριστοτέλη, ή έναν «κρυφό» Δημόκριτο, «κρυφό» Ηράκλειτο, «κρυφό» Πυθαγόρα..... Αυτή είναι μια χονδροειδής προβολή της ερμηνείας - και είναι επιπλέον ψευδές.
Το κείμενο είναι πάντοτε αυτό που είναι. Ιδίως τα κείμενα των Ελλήνων στοχαστών, που είχαν ελευθερία στη σκέψη και στην έκφραση και απευθύνονταν σε όποιον ήθελε να ακούσει - για να μιλήσει και εκείνος έπειτα. Το κείμενο είναι εδώ. Η λέξη τους, το ρήμα είναι εδώ. Αλλά με τον καιρό και τα γυρίσματά του έχουν σημειωθεί μετασημάνσεις, αποσημάνσεις, μεταπτώσεις των εννοιών, έχει χαθεί το νόημα των λέξεων από τη συνείδησή μας, από την προσληπτική μας ικανότητα. Και χωρίς αυτά, πάλι, ή πλέον αυτών, φαίνεται πως, μια πρώτη συνέπεια της αλλοτρίωσης ενός πολιτισμού, είναι η απώλεια της σημασίας του παραδεδομένου λόγου. Και η σημασία δεν εξαντλείται στην κυριολεξία· αυτό είναι ένα πρωτόγονο επίπεδο αντικρύσματος των πραγμάτων, της κοινωνίας, των σχέσεων, των λειτουργιών και του προσώπου. Μοιραία, οδηγεί στην πτώχευση της αντιλήψεως και της ερμηνείας των διδομένων - αισθητών και μη - και σε έκπτωση των αξιών και της Γνώσεως. Δηλαδή, καταλήγει να υπονομεύει την ίδια την ανθρώπινη οντότητα κατά την ουσιώδη υπόστασή της, κατά την εργώδη συνεξάρτηση των ιδιαίτερων και κατά φύσιν δυνάμεων, τρόπων και μεταβολών του. Κατά συνέπεια διαστρέφει ή και καταστρέφει και την ψυχική και την πνευματική του διάσταση.
Η σημασία- το δεικνύμενο και λόγος του σημείου (σημαίνοντος) και της έννοιας ή των εννοιών του (του/των σημαινομένων) εκτείνεται σε όλες τις διαστάσεις και τα μεγέθη του παραγομένου νοήματος στα φανερά και στα αφανή.
Και ίσως πρέπει να επισημανθεί και το εξής: Πολλοί, παραδόξως πολλοί σήμερα, ομιλούν δημοσίως ως μάγοι, προφήτες, φακίρηδες και τα όμοια και λένε: «Ελάτε εδώ, θα σπάσουμε τον κώδικα, θα βρούμε τι πράγματι λένε οι αρχαίοι φιλόσοφοι» Όχι, δεν θα σπάσουμε κανέναν κώδικα. Θα διαβάσουμε τον κώδικα που είναι η γλώσσα σαν φράση και πνεύμα. Θα αναγνωρίσουμε τον κώδικα αν έχουμε την δυνατότητα. Όλοι αυτοί επειδή δεν μπορούν, ίσως δεν αντέχουν, ούτε φραστικά να εκφέρουν την αλήθεια, τη μεγάλη αλήθεια του λόγου των αρχαίων Ελλήνων, βάζουν στο «μίξερ» μιας αυθαιρεσίας οπερετικής κι αυτή την ίδια τη λέξη. Τα γραπτά, τα συγκροτημένα νοηματικά και τυπικά λόγια, όπως τολμούν να διατείνονται οι ίδιοι, δεν αρμόζουν να επαναλαμβάνονται ως έχουν, ως δεδομένος, καθαρός λόγος, αλλά κρύβουν «κάτι άλλο» ( κάτι αφόρητα α-νόητο και αφελές, όπως το κατασκευάζουν οι ίδιοι, ως μαθητευόμενοι μάγοι). Ποιά η σχέση του Ελληνικού λόγου και τρόπου ως προς αυτό; Έτσι καταργούν το νόημα, βάζοντας στη θέση του τις «ανακαλύψεις» τους: φτωχές, πενιχρές κοινοτοπίες, όπως προκύπτουν από τη σκέψη και την όποια δική τους εμπειρία, ηθική, πράξη. Με αποτέλεσμα, φυσικά, ένα τέρας να κατασκευάζουν ή ένα τέρας να παρουσιάζουν ή ένα τέρας να δημιουργούν. Αλλά η τερατογένεση ανθεί στις μέρες μας.
Πιστεύω πως όσοι έχουμε διατηρήσει την Ελληνική ματιά, όχι μόνον απορρίπτουμε, αλλά και ντρεπόμαστε για τέτοια έργα. Επίσης είναι βέβαιο πως είναι πολύ κουραστικό, σαν ανιαρός και στείρος μονόλογος, ακόμη και να πλησιάζουμε σε τέτοια φαινόμενα. Επειδή η Ελληνική σκέψη είναι ανοιχτή, δυναμική. Αρκεί να μη μας καταπιεί καμμιά καταβόθρα από εκείνες που επωφελούνται των καταστάσεων σε καιρούς ψυχικής ερήμωσης και κοινωνικής αποσάθρωσης-αλλά και φυσικής αποσάθρωσης και ερήμωσης, όπως οι δικοί μας.
Και είναι κρίσιμο ότι η λέξη και το όν χρειάζονται ένα υγιές περιβάλλον για να αναδειχθούν- και εμείς δεν το έχουμε αυτό.
Η χώρα μας και ο κόσμος των ανθρώπων, ο πλανήτης, τσιμεντώθηκε. Έχουν αφανιστεί τα άπειρα ζώντα σημεία πού θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε την αλήθεια και τη φύση και το έργο και τη λειτουργία και το μέγεθος και την έκταση και τις περιπέτειες ή τα πάθη του όντος και του θείου. Πρέπει λοιπόν εμείς να θυμηθούμε τα σημεία, τα γνήσια σημεία. Πρέπει εμείς να αναπλάσσουμε, έστω μνημικά, εννοιολογικά, μορφολογικά-συνειδησιακά, να προβάλλουμε ξανά τη Σημασία της Υπάρξεως, φαινομένης και αφανούς , μέσα από τη μάθηση, μέσα από τον διάλογο, ακόμη και μέσα από μια Πυρρώνεια «εποχή» από τα τρέχοντα, και όσο πρέπει. Να υποστηρίξουμε έστω και ένα φύλλο νεραντζιάς σαν φράση του ίδιου του Θεού.
Γιατί έχει πολλά να μας γνωρίσει. Με το σχήμα, με το χρώμα, με το θρόϊσμα, με τη μυρωδιά του. Όλα αυτά είναι σημεία ή στίγματα του θείου. Το έργο λοιπόν της ανασύνταξης του κατεστραμμένου πραγματικού εδάφους των αρχαίων, ειδικά, κειμένων - αλλά και κάθε κειμένου, γραπτού ή προφορικού λόγου - ανάγεται στην δομική συνάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος στη συνισταμένη νόησης και ψυχής προς το αντικειμενικό Είναι, το Γίγνεσθαι και την Ιστορία.
Το αντικειμενικό Είναι-Γίγνεσθαι, αναμφίβολα, υφίσταται σαν οντολογική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το πρώτο, τον ανθρώπινο παράγοντα· αλλά το πώς φθάνει και εγκαθίσταται και ερμηνεύεται, τέλος, στον και από τον άνθρωπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο αυτό παράγοντα.
Σχετικά με τη γλώσσα, είναι φυσικό όταν αναφέρεται ο όρος, να εννοείται κυρίως η λέξη, η φράση, ο ρηματικός τύπος· αλλά γλώσσα είναι και η σωματική και η εικαστική και ο χορός και οποιαδήποτε μορφή της ανθρώπινης εκφράσεως και όχι μόνον της ανθρώπινης. Και η θάλασσα και τα πουλιά και τα ζώα και ο άνεμος έχουν γλώσσα.
Δεν είναι άμοιρο προσοχής ούτε κενό σημασίας το ότι οι παλαιοί σοφοί γνώριζαν τη γλώσσα (την όλη συμπεριφορική έκφραση, δηλαδή) των φυσικών φαινομένων, των φυτών, των πουλιών, των ζώων ή ακόμη και των σκουληκιών (όπως ο Μελάμπους). Παράδειγμα οι οιωνοσκόποι, οι μάντεις, αλλά και οι επιστήμονες, όπως ο Ιπποκράτης κλπ, και ιδίως οι φιλόσοφοι (από τους φυσικούς έως τους Νεοπλατωνικούς: Πρόκλο, Πλωτίνο, Πορφύριο κ.λπ.)
Αλλά για την ανθρώπινη γλώσσα, και ιδίως την λεκτική, τονίζεται πως κάθε φράση, κάθε λέξη, είναι ένα σημαίνον, κάτι σημαίνει, έχει ένα νόημα. Παραπέμπει στο πράγμα που σημαίνει- στο σημαινόμενο δηλαδή. Αυτό δεν διερμηνεύεται ταυτόχρονα με την μέσω της λέξης αποκάλυψή του. Δεν ερμηνεύεται αυτόματα, μέσω της γλωσσικής εκφοράς του. Αν και η Ελληνική έχει αυτή τη χάρη ως τάση αισθητή. Μπορείς , μένοντας λίγο στη λέξη, να υποπτευθείς πάρα πολλά πράγματα για το σημαινόμενο. Παρ' όλα αυτά, για να κατακτήσεις τη σημασία του σημαινομένου, υπεύθυνος είσαι εσύ. Ο παραλήπτης του σημείου. Από το σημείο, το σημαινόμενο και τον παραλήπτη, εξάγεται η σημασία - οι σημασίες.
Στην Ελληνική γλώσσα έχομε και το φαινόμενο της πολυσημίας. Μία λέξη λέγει πολλά πράγματα, αλλά, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, εδώ, στην ελληνική, κάθε σημασία έρχεται να επιτείνει, να ενισχύει τις άλλες- ακόμη και ως ακριβές αντίθετο κάποιων ή κάποιας από αυτές. Και αυτό δεν είναι ένας πλεονασμός. Αντίθετα, μόνον έτσι μία γλώσσα μπορεί να πλησιάσει την εσωτερική δυναμική, την πραγματική δυναμική και τις διαστάσεις κίνησης του όντος, που δεν εξαντλείται σε μονοσημίες, αλλά προεκτείνεται σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις.
Η λέξη λοιπόν, όχι μόνον επειδή σημαίνει το όν, αλλά και επειδή δεν το διερμηνεύει, αλλά παραπέμπει στο ον τον παραλήπτη ως ερμηνευτή, λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στο υποκείμενο (παραλήπτη) και το αντικείμενό της - το ον. Η Γλώσσα, λοιπόν, κυρίως η ρηματική, θα πρέπει να πούμε ιδίως στη διαδικασία που μεσολαβεί σαν στοχασμός πάνω και πέρα από το φαινόμενο ως τη διατύπωση- την απόφανση- των συλλογισμών και των συμπερασμάτων που παράγονται και προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, είναι η Γέφυρα που συνδέει και, τέλος, φθάνει ακόμη και να συνθέσει με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς δύο κόσμους, δύο υποκείμενά της: τον στοχαστή και το αντικείμενο του, ή το ορών και το ορώμενο. Αν και βέβαια, η γλώσσα- ρήμα, είναι όχι ο πρώτιστος γλωσσικός τρόπος προσέγγισης των δύο κόσμων. Αντίθετα, θα λέγαμε πως είναι ο τελευταίος. Γιατί, αν πράγματι πλησιάζουν και τέλος συναντώνται οι δύο αρχικοί κόσμοι, ή πόλοι, προηγείται και παραμένει συνεχώς προπομπός ή υπόβαθρο ή συνοδός της σκέψης η αισθητική- αισθητηριακή-, η ενστικτική, η ψυχολογική και συναισθηματική πρόσληψη του αντικειμένου από τον στοχαστή. Αλλά, εάν λείψει η λέξη, η φράση, τότε όλα τα παραπάνω ή «εξατμίζονται» ή καταλήγουν στη λήθη ή στην ελλειμματική σκιαγραφία. Δεν αποκτούν άρτια τύπωση στη συνείδηση , ούτε μπορούν να έχουν συνέχεια - να παράξουν νέους συλλογισμούς, ή νέα κίνητρα. Δεν προάγουν τη μάθηση. Έτσι η γλώσσα -ρήμα πολύ πιο σωστά ονομάζεται λόγος. Λέξη Ελληνική, της οποίας το αρχικό νόημα οφείλεται στο επίσης αρχικό νόημα του «λέγω» (ρίζα √ΛΕΧ ) από όπου παράγεται, ή/και από την αρχική σημασία του «λέγω» με ρίζα √ΛΕΓ ). Δηλαδή: εκτός από το προφανές και νεώτερο σαν σημασία «ομιλώ», η λέξη λόγος σημαίνει και: Α) 1. «λέχος» ή «λέκτρον» = κλίνη, ιδίως η συζυγική, η γαμήλια, 2. «τοκετός, γέννα, λοχεία», 3. «γέννημα, υιός» (από τη ρίζα √ΛΕΧ ). Β) 1. Συνάθροιση, συλλογή, συμμάζεμα, 2. εκλογή, επιλογή (παράβαλε: συμπέρασμα, απόφανση, πόρισμα, διατύπωση γνώμης).
Από τις παραπάνω σημασίες, ενδεικνύεται πολύ καλά η λειτουργία του Λόγου ως σύζευξης και γεννήματος (π.χ. εξωτερικεύσεως, διατυπώσεως) πνευματικών αξιών και συνειδησιακής προσωπικής δημιουργικής ευθύνης και υγείας.
Η λέξη αποκαλύπτει. Λέμε «άνθρωπος». Αμέσως εμφανίζεται μέσα μας μία ουσιαστικά εννοιοδοτημένη παράσταση. Και, εκεί που ήταν κενό, τώρα δεν είναι. Και αυτό που έχω να κάνω τώρα είναι να διαλογισθώ όχι τόσο πάνω στη λέξη, όσο πάνω σ' αυτό που μου εμφανίζεται: Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί είναι ο άνθρωπος; Ποια η σχέση του Ανθρώπου με το Όλο και τα μέρη του Όλου, με τη Ζωή, με τον Θάνατο; Με τον εαυτό του, το είδος του; Πως ανταποκρίνεται, ως είδος, στις κατηγορίες του όντος όπως δόθηκαν από τον Αριστοτέλη: Ουσία, ποιόν, ποσό, σχέση, τόπο, χρόνο, θέση «έχειν», πράττειν, πάσχειν. Πως, εντέλει, σχηματίζεται λογικά αυτός ως ον, πως διαφοροποιείται ως αντικειμενικότητα;
Αυτή είναι η λειτουργία των λέξεων και ο κύριος ανεκνίκητος χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας έγκειται κοντά σ' αυτά. Ότι δηλαδή λειτουργεί αντιπαραθετικά, θέτει σε διάλογο τον παραλήπτη και τα σημαίνοντα της - τα όντα, τα άλλα όντα. Δεν είναι περιγραφική όπως οι δυτικές γλώσσες που εξαντλούνται, λίγο-πολύ, στην αναφορά στο αντικείμενό τους, ούτε πλαγιολογική γλώσσα των παραμυθιών και των απροσώπων ομιλητών όπως οι ασιατικές.
Είναι η γλώσσα που σου επισημαίνει: Είσαι εδώ, κάτι άλλο κάπου είναι και στο παρουσιάζω για να το γνωρίσεις. Προσκαλεί σε δυναμική στοχαστική δραστηριότητα, δίχως τέλος, πολύ συχνά, αλλά με ενδιάμεσους τερματικούς κόμβους.
Ώστε, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η γλώσσα από την ίδια τη φύση της είναι ένα αίτιο ποιητικό της ανθρώπινης φύσεως. Συλλειτουργεί με τα άλλα αντιληπτικά - εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, αλλά μόνον αυτή, από όλο τον εκφραστικό οπλισμό του, έχει τη δυνατότητα και τον στόχο, άλλωστε, να φέρει τον άνθρωπο μέσα στον καθολικό λειτουργικό σχηματισμό «θέση- άρνηση- θέση β' βαθμού», με τον τρόπο «λόγος- αντίλογος- διάλογος». Και τούτος ο σχηματισμός, αυτή η δυναμική, δεν περιορίζεται μόνον στα λόγια, στους «διαλόγους» μεταξύ ανθρώπων. Αλλά, ιδίως ως διανοητική δραστηριότητα πριν την φραστική εξωτερίκευση, ως λόγος ενδιάθετος, δηλαδή, είναι η διάταξη που ακολουθεί ο στοχαστής, η δύναμη που ασκεί, η δράση του, ατενίζοντας όποιο γνωστικό αντικείμενο έχει στοχεύσει.
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν ζητεί να την μάθουμε σαν «κώδικα επικοινωνίας και πληροφοριών», αλλά σαν οντική δύναμη, σύμφυτη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και σαν κατακλείδα, γίνεται, νομίζω, καθαρό πως η γλώσσα δεν είναι κάτι που αρκείται στην τυπική της γνώση και χρήση. Με λίγα λόγια, να μάθουμε γλώσσα, ναι. Αλλά για να είναι υγιής αυτή η μάθηση, θα πρέπει να έχουμε και κάτι να πούμε......., κάτι που να ανταποκρίνεται σε ό, τι πάνω απ' όλα προάγει και ζητεί η γλώσσα- το ρήμα: την Αλήθεια, την αναλλοίωτη σχέση του αισθητού με το νοερό- νοητό, την κρυφή φύση των πραγμάτων. Βέβαια, προϋπόθεση και αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής αξιολόγησης, είναι η αισθαντική ικανότητα, η διανοητική προθυμία και η ηθική αγνότητα.
Προσπαθεί λοιπόν να το κατανοήσει- και αυτή η προσπάθεια επιτυγχάνει πάντοτε, αν όχι σε απόλυτο βαθμό (αυτό είναι αδύνατον και για τον λόγο των συνεχών και πολλών διαφυγών της Αλήθειας από το φάσμα των φαινομένων), πάντως σε βαθμό ικανοποιητικό. Του δίνει νόημα και το καθιστά από αντικείμενο αφηρημένο, αόριστο, ασαφές, απροσδιόριστο κ.λπ., υποκείμενο συνειδησιακής στοιχείωσης, αληθές, πραγματικό, Ον, υπαρκτό.
Για τον Έλληνα πάντως και a priori και τα αφανή και τα φανερά και τα ακουστά και τα σιωπηρά και όλα τα άλλα, είναι Πραγματικά. Συναποτελούν ένα Μεγάλο Πραγματικό, μία πραγματικότητα, η οποία συντίθεται, διαπτύσσεται και εκπτύσσεται σε άπειρους τόπους με άπειρους τρόπους. Η νοηματοδότησή της μάλιστα εγγυάται την απειρότητά της· κι αυτό αφήνει ανοιχτά περιθώρια, ανοιχτούς όλους τους διαύλους, για παραπέρα διερεύνηση, για παραπέρα πορεία μέσα σ' αυτό το απέραντο πραγματικό σύστημα - η λέξη αυτή δεν είναι καλή- οργανισμό θα έπρεπε μάλλον να το πούμε. Ο βάρβαρος ενεργώντας με βάση τον αυτοματισμό ( εκείνους τους μικρούς σπινθηρισμούς που είναι κάποτε η έκσταση, η απορία, ο ενθουσιασμός ο δερβισικός), παραμένει καθηλωμένος σε απορία, ακριβώς, σχετικά με το: «τι είναι αυτό το οποίο αντιλαμβάνομαι; κάπου, κάτι είναι αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω, δεν έχω τη μέθοδο, τον τρόπο, τη λογική, δεν έχω τη γλώσσα, δεν έχω τον φορέα εκείνης της σκέψης που αναγνωρίζει και μορφοποιεί ως οικείο το Άλλο». Μοιραία αυτή η απορία καταλήγει: «αυτή η ζωή είναι ένα ψέμμα. Αυτό που βλέπω είναι απάτη». Ο βάρβαρος λέει: «είναι η Μάγια η απάτη, η ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας λέει: «είναι η Μαία, η μητέρα των πραγμάτων, η Αιτία του Είναι, η Μαμή: Αυτή που τα φέρνει από την κρυπτότητα στην παρουσία». Η θεμελιώδης αυτή θέση δεν αναιρείται ούτε από τους ιδεαλιστές (Ιδεοκράτες) φιλοσόφους ή και αυτόν τον εισηγητή του Ελληνικού Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα. Μπορεί να διαχωρίζεται το πρότυπο - ο Κόσμος των Ιδεών - από το μίμημα - τον Αισθητό Κόσμο. Αλλά δεν αμφισβητείται η αλληλεξάρτηση του μιμήματος και του ιδεώδους προτύπου - των Ιδεών - ούτε του μοναδικού νοητού - ιδεατού - στοιχείου της ψυχής, που εμβολίζεται, ή έστω, «εκπίπτει» κατά τους ιδεοκράτες στον κόσμο της πραγματικής ύλης. Ήδη το ότι ο θεός δημιουργός του κόσμου της πρυτανείας των φαινομένων «βλέπει» τα ιδανικά όντα και τα αναπαράγει όπως του επιτρέπουν οι όροι του κόσμου που διαχειρίζεται, καταδεικνύει τη σχέση. Επίσης ο Πλάτων τονίζει ιδιαίτερα τη σύμφυση σώματος και ψυχής, λέγοντας π.χ. «ψυχή δεσμός νοητού και αισθητού αμφοτέρων μετέχουσα» (Όροι). Και βέβαια, η ηθική του θεωρία για τη σωτηρία της ψυχής δεν αναιρεί, αλλά επικυρώνει την ορθολογιστική θεωρία του, της Γνώσης. Άλλωστε, ο ίδιος εξήγγειλε το περίφημο «σώζειν τα φαινόμενα» με κάθε έννοια του « σώζειν».
Το χάσμα, είναι μεγάλο, η διαφορά είναι τεράστια, και είναι φανερό πόσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στην κοινωνική οργάνωση και στην προσωπική στάση και τρόπο ζωής. Καταλαβαίνουμε και γιατί εκείνοι που θέλουν να είναι πολιτισμένοι και έχουν πράγματι μοχθήσει γι' αυτό, πάντοτε επικαλούνται τις Ελληνικές Αξίες, τους Ελληνικούς Τρόπους. Είναι φανερό πως αυτά τα πράγματα έχουν πρακτικές-πρακτικότατες- συνέπειες και σε άλλα επίπεδα, νοητικά, κριτικά των πραγμάτων, ψυχικά μορφώματα και συμπεριφορές.....
Τίποτε δεν είναι «γενικό» με την έννοια του αποκομμένου από εργώδη δραστικότητα. Και πολύ περισσότερο δεν είναι γενικό ή δίχως επιπτώσεις ή δίχως επιδραστική ισχύ προς όσα αφορούν στην ερμηνεία, στην αξιολόγηση ή στον χαρακτηρισμό των στοιχείων του Είναι ή του Εγώ. Και, κατ' απόλυτο λόγο, χωρίς θεωρία δεν νοείται ουδεμία πράξη η οποία να έχει ελπίδα, προδιαγραφή αντοχής στον χώρο ή στον χρόνο διαύγειας.
Η θεωρητική εισαγωγή στα πράγματα είναι ατέρμονη. Γι' αυτό και ο Νους, όπως λέγει ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής), είναι πάντοτε, δυνάμει-πάντοτε, στα πρώτα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγεί και προς την επίγνωση των νοητών, των ιδανικών αντικειμένων.
Κατά συνέπεια, όταν κάποιος διατείνεται ότι έχει την απόλυτη αλήθεια, διαψεύδεται συνεχώς, διότι εκτός των άλλων, συνεχώς εισβάλλουν νέα στοιχεία αυτού που ο ίδιος παρουσιάζει ως «τελειωμένο» στην κατοχή του. Στοιχεία τα οποία μπορεί και να ανατρέπουν εκείνα τα οποία έως τώρα φαίνονταν επαρκή και ανθεκτικά. Ένα απλό παράδειγμα: Πολλοί, που υπό την ιδεολογική, θρησκευτική κ.λπ., κατεύθυνσή τους είναι υποχρεωμένοι εκ των προτέρων να αρνούνται, να αποποιούνται την αξία ή την χρησιμότητα της Λογικής και της Μεθοδολογίας για την προσέγγιση και την κατανόηση, την πρόσληψη ή απόδοση ιδεών, εννοιών ή και αυτού του θείου, παρ' όλα αυτά, οι ίδιοι αυτοί έχουν γράψει τόμους επί τόμων, παλινδρομώντας μεταξύ του Λόγου και του παραλόγου, για να υποστηρίξουν τις πεποιθήσεις τους και χρησιμοποιώντας αυτά ακριβώς που έχουν αποκλείσει, όσο μπορούν βέβαια, με όση ικανότητα τους έχει αφήσει η διανοητική αδρανοποίησή τους, το πνευματικό τους πάγωμα σε ιδεολογικές κατασκευές που είναι συμπαγείς, αφοριστικές και άκαμπτες.
Ακριβώς, ίσως, εξ αιτίας της ακαμψίας, της στερεοτυπίας όσων έχουν εγκατασταθεί στο ψυχονοητικό τους πεδίο, επιδεικνύουν μια ακραία σχολαστικότητα στο τυπικό μέρος της Λογικής, σε όποιους κανόνες, δηλαδή, έχουν αποδοθεί σ' αυτήν, θέλοντας να την καταστήσουν «ειδικότητα», πρακτική επιστήμη, σύστημα κλειστού, λογικομαθηματικού τύπου. Ενώ η Λογική, και ιδίως εκείνη που ζητεί τα απώτερα, τα άδηλα, τα ιδεώδη, εκείνη που αρμόζει, δηλαδή, στην υποστήριξη μιας ιδεολογίας, ανήκει στην τάξη των Διαλεκτικών, Υπερβατικών, Μεταφυσικών οργάνων του Νου. Γι' αυτό και, πλέον των άλλων δογματικών εμποδίων, οι ήδη πεπεισμένοι για την κατοχή μιας «απόλυτης αλήθειας», καταλήγουν στο λογικό σφάλμα του «φαύλου κύκλου» ή «λήψης του ζητουμένου». Όπου το συμπέρασμα είναι προκαθορισμένα το αρχικό αξίωμα. Καταλήγουν δηλαδή, εκεί από όπου άρχισαν, όχι οδηγημένοι από μια σειρά συλλογισμών, αλλά παύοντας αυτή τη σειρά, όταν εκείνοι - ή οι ανοχές των προκαταλήψεών τους - αδυνατούν να συνεχίσουν ελεύθερα και ανοιχτά τη στοχαστική τους πορεία, που θα ανέπτυσσε την αρχική τους θέση ή και θα την κατέρριπτε εν μέρει ή και ολικά.
Αυτό είναι, επίσης, ένα άμεσο δείγμα εκείνου του αδιέξοδου στο οποίο περιέρχεται οπωσδήποτε και υποχρεωτικά κάποια στιγμή ένα κλειστό σύστημα αυτοαναφοράς.
Κάποιες επεξηγήσεις πάνω σε έννοιες ή όρους που συνάπτονται απαραίτητα με την εργασία της ερμηνείας ενός κειμένου δεν φαίνονται περιττές.
Πρώτον, λοιπόν, χρειάζεται η επανασήμανση και η ανανοηματοδότηση των κειμένων. Αυτό δεν νομιμοποιεί ηθικά, αλλά ούτε και πραγματικά-λογικά, το να «ανακαλύψουμε» δηλ. να κατασκευάσουμε ένα «κρυφό» Αριστοτέλη, επί παραδείγματι, κάτω από τα γραπτά του Αριστοτέλη, ή έναν «κρυφό» Δημόκριτο, «κρυφό» Ηράκλειτο, «κρυφό» Πυθαγόρα..... Αυτή είναι μια χονδροειδής προβολή της ερμηνείας - και είναι επιπλέον ψευδές.
Το κείμενο είναι πάντοτε αυτό που είναι. Ιδίως τα κείμενα των Ελλήνων στοχαστών, που είχαν ελευθερία στη σκέψη και στην έκφραση και απευθύνονταν σε όποιον ήθελε να ακούσει - για να μιλήσει και εκείνος έπειτα. Το κείμενο είναι εδώ. Η λέξη τους, το ρήμα είναι εδώ. Αλλά με τον καιρό και τα γυρίσματά του έχουν σημειωθεί μετασημάνσεις, αποσημάνσεις, μεταπτώσεις των εννοιών, έχει χαθεί το νόημα των λέξεων από τη συνείδησή μας, από την προσληπτική μας ικανότητα. Και χωρίς αυτά, πάλι, ή πλέον αυτών, φαίνεται πως, μια πρώτη συνέπεια της αλλοτρίωσης ενός πολιτισμού, είναι η απώλεια της σημασίας του παραδεδομένου λόγου. Και η σημασία δεν εξαντλείται στην κυριολεξία· αυτό είναι ένα πρωτόγονο επίπεδο αντικρύσματος των πραγμάτων, της κοινωνίας, των σχέσεων, των λειτουργιών και του προσώπου. Μοιραία, οδηγεί στην πτώχευση της αντιλήψεως και της ερμηνείας των διδομένων - αισθητών και μη - και σε έκπτωση των αξιών και της Γνώσεως. Δηλαδή, καταλήγει να υπονομεύει την ίδια την ανθρώπινη οντότητα κατά την ουσιώδη υπόστασή της, κατά την εργώδη συνεξάρτηση των ιδιαίτερων και κατά φύσιν δυνάμεων, τρόπων και μεταβολών του. Κατά συνέπεια διαστρέφει ή και καταστρέφει και την ψυχική και την πνευματική του διάσταση.
Η σημασία- το δεικνύμενο και λόγος του σημείου (σημαίνοντος) και της έννοιας ή των εννοιών του (του/των σημαινομένων) εκτείνεται σε όλες τις διαστάσεις και τα μεγέθη του παραγομένου νοήματος στα φανερά και στα αφανή.
Και ίσως πρέπει να επισημανθεί και το εξής: Πολλοί, παραδόξως πολλοί σήμερα, ομιλούν δημοσίως ως μάγοι, προφήτες, φακίρηδες και τα όμοια και λένε: «Ελάτε εδώ, θα σπάσουμε τον κώδικα, θα βρούμε τι πράγματι λένε οι αρχαίοι φιλόσοφοι» Όχι, δεν θα σπάσουμε κανέναν κώδικα. Θα διαβάσουμε τον κώδικα που είναι η γλώσσα σαν φράση και πνεύμα. Θα αναγνωρίσουμε τον κώδικα αν έχουμε την δυνατότητα. Όλοι αυτοί επειδή δεν μπορούν, ίσως δεν αντέχουν, ούτε φραστικά να εκφέρουν την αλήθεια, τη μεγάλη αλήθεια του λόγου των αρχαίων Ελλήνων, βάζουν στο «μίξερ» μιας αυθαιρεσίας οπερετικής κι αυτή την ίδια τη λέξη. Τα γραπτά, τα συγκροτημένα νοηματικά και τυπικά λόγια, όπως τολμούν να διατείνονται οι ίδιοι, δεν αρμόζουν να επαναλαμβάνονται ως έχουν, ως δεδομένος, καθαρός λόγος, αλλά κρύβουν «κάτι άλλο» ( κάτι αφόρητα α-νόητο και αφελές, όπως το κατασκευάζουν οι ίδιοι, ως μαθητευόμενοι μάγοι). Ποιά η σχέση του Ελληνικού λόγου και τρόπου ως προς αυτό; Έτσι καταργούν το νόημα, βάζοντας στη θέση του τις «ανακαλύψεις» τους: φτωχές, πενιχρές κοινοτοπίες, όπως προκύπτουν από τη σκέψη και την όποια δική τους εμπειρία, ηθική, πράξη. Με αποτέλεσμα, φυσικά, ένα τέρας να κατασκευάζουν ή ένα τέρας να παρουσιάζουν ή ένα τέρας να δημιουργούν. Αλλά η τερατογένεση ανθεί στις μέρες μας.
Πιστεύω πως όσοι έχουμε διατηρήσει την Ελληνική ματιά, όχι μόνον απορρίπτουμε, αλλά και ντρεπόμαστε για τέτοια έργα. Επίσης είναι βέβαιο πως είναι πολύ κουραστικό, σαν ανιαρός και στείρος μονόλογος, ακόμη και να πλησιάζουμε σε τέτοια φαινόμενα. Επειδή η Ελληνική σκέψη είναι ανοιχτή, δυναμική. Αρκεί να μη μας καταπιεί καμμιά καταβόθρα από εκείνες που επωφελούνται των καταστάσεων σε καιρούς ψυχικής ερήμωσης και κοινωνικής αποσάθρωσης-αλλά και φυσικής αποσάθρωσης και ερήμωσης, όπως οι δικοί μας.
Και είναι κρίσιμο ότι η λέξη και το όν χρειάζονται ένα υγιές περιβάλλον για να αναδειχθούν- και εμείς δεν το έχουμε αυτό.
Η χώρα μας και ο κόσμος των ανθρώπων, ο πλανήτης, τσιμεντώθηκε. Έχουν αφανιστεί τα άπειρα ζώντα σημεία πού θα μας βοηθούσαν να κατανοήσουμε την αλήθεια και τη φύση και το έργο και τη λειτουργία και το μέγεθος και την έκταση και τις περιπέτειες ή τα πάθη του όντος και του θείου. Πρέπει λοιπόν εμείς να θυμηθούμε τα σημεία, τα γνήσια σημεία. Πρέπει εμείς να αναπλάσσουμε, έστω μνημικά, εννοιολογικά, μορφολογικά-συνειδησιακά, να προβάλλουμε ξανά τη Σημασία της Υπάρξεως, φαινομένης και αφανούς , μέσα από τη μάθηση, μέσα από τον διάλογο, ακόμη και μέσα από μια Πυρρώνεια «εποχή» από τα τρέχοντα, και όσο πρέπει. Να υποστηρίξουμε έστω και ένα φύλλο νεραντζιάς σαν φράση του ίδιου του Θεού.
Γιατί έχει πολλά να μας γνωρίσει. Με το σχήμα, με το χρώμα, με το θρόϊσμα, με τη μυρωδιά του. Όλα αυτά είναι σημεία ή στίγματα του θείου. Το έργο λοιπόν της ανασύνταξης του κατεστραμμένου πραγματικού εδάφους των αρχαίων, ειδικά, κειμένων - αλλά και κάθε κειμένου, γραπτού ή προφορικού λόγου - ανάγεται στην δομική συνάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος στη συνισταμένη νόησης και ψυχής προς το αντικειμενικό Είναι, το Γίγνεσθαι και την Ιστορία.
Το αντικειμενικό Είναι-Γίγνεσθαι, αναμφίβολα, υφίσταται σαν οντολογική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το πρώτο, τον ανθρώπινο παράγοντα· αλλά το πώς φθάνει και εγκαθίσταται και ερμηνεύεται, τέλος, στον και από τον άνθρωπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο αυτό παράγοντα.
Σχετικά με τη γλώσσα, είναι φυσικό όταν αναφέρεται ο όρος, να εννοείται κυρίως η λέξη, η φράση, ο ρηματικός τύπος· αλλά γλώσσα είναι και η σωματική και η εικαστική και ο χορός και οποιαδήποτε μορφή της ανθρώπινης εκφράσεως και όχι μόνον της ανθρώπινης. Και η θάλασσα και τα πουλιά και τα ζώα και ο άνεμος έχουν γλώσσα.
Δεν είναι άμοιρο προσοχής ούτε κενό σημασίας το ότι οι παλαιοί σοφοί γνώριζαν τη γλώσσα (την όλη συμπεριφορική έκφραση, δηλαδή) των φυσικών φαινομένων, των φυτών, των πουλιών, των ζώων ή ακόμη και των σκουληκιών (όπως ο Μελάμπους). Παράδειγμα οι οιωνοσκόποι, οι μάντεις, αλλά και οι επιστήμονες, όπως ο Ιπποκράτης κλπ, και ιδίως οι φιλόσοφοι (από τους φυσικούς έως τους Νεοπλατωνικούς: Πρόκλο, Πλωτίνο, Πορφύριο κ.λπ.)
Αλλά για την ανθρώπινη γλώσσα, και ιδίως την λεκτική, τονίζεται πως κάθε φράση, κάθε λέξη, είναι ένα σημαίνον, κάτι σημαίνει, έχει ένα νόημα. Παραπέμπει στο πράγμα που σημαίνει- στο σημαινόμενο δηλαδή. Αυτό δεν διερμηνεύεται ταυτόχρονα με την μέσω της λέξης αποκάλυψή του. Δεν ερμηνεύεται αυτόματα, μέσω της γλωσσικής εκφοράς του. Αν και η Ελληνική έχει αυτή τη χάρη ως τάση αισθητή. Μπορείς , μένοντας λίγο στη λέξη, να υποπτευθείς πάρα πολλά πράγματα για το σημαινόμενο. Παρ' όλα αυτά, για να κατακτήσεις τη σημασία του σημαινομένου, υπεύθυνος είσαι εσύ. Ο παραλήπτης του σημείου. Από το σημείο, το σημαινόμενο και τον παραλήπτη, εξάγεται η σημασία - οι σημασίες.
Στην Ελληνική γλώσσα έχομε και το φαινόμενο της πολυσημίας. Μία λέξη λέγει πολλά πράγματα, αλλά, σε αντίθεση με άλλες γλώσσες, εδώ, στην ελληνική, κάθε σημασία έρχεται να επιτείνει, να ενισχύει τις άλλες- ακόμη και ως ακριβές αντίθετο κάποιων ή κάποιας από αυτές. Και αυτό δεν είναι ένας πλεονασμός. Αντίθετα, μόνον έτσι μία γλώσσα μπορεί να πλησιάσει την εσωτερική δυναμική, την πραγματική δυναμική και τις διαστάσεις κίνησης του όντος, που δεν εξαντλείται σε μονοσημίες, αλλά προεκτείνεται σε πολλές και διάφορες κατευθύνσεις.
Η λέξη λοιπόν, όχι μόνον επειδή σημαίνει το όν, αλλά και επειδή δεν το διερμηνεύει, αλλά παραπέμπει στο ον τον παραλήπτη ως ερμηνευτή, λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στο υποκείμενο (παραλήπτη) και το αντικείμενό της - το ον. Η Γλώσσα, λοιπόν, κυρίως η ρηματική, θα πρέπει να πούμε ιδίως στη διαδικασία που μεσολαβεί σαν στοχασμός πάνω και πέρα από το φαινόμενο ως τη διατύπωση- την απόφανση- των συλλογισμών και των συμπερασμάτων που παράγονται και προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή, είναι η Γέφυρα που συνδέει και, τέλος, φθάνει ακόμη και να συνθέσει με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς δύο κόσμους, δύο υποκείμενά της: τον στοχαστή και το αντικείμενο του, ή το ορών και το ορώμενο. Αν και βέβαια, η γλώσσα- ρήμα, είναι όχι ο πρώτιστος γλωσσικός τρόπος προσέγγισης των δύο κόσμων. Αντίθετα, θα λέγαμε πως είναι ο τελευταίος. Γιατί, αν πράγματι πλησιάζουν και τέλος συναντώνται οι δύο αρχικοί κόσμοι, ή πόλοι, προηγείται και παραμένει συνεχώς προπομπός ή υπόβαθρο ή συνοδός της σκέψης η αισθητική- αισθητηριακή-, η ενστικτική, η ψυχολογική και συναισθηματική πρόσληψη του αντικειμένου από τον στοχαστή. Αλλά, εάν λείψει η λέξη, η φράση, τότε όλα τα παραπάνω ή «εξατμίζονται» ή καταλήγουν στη λήθη ή στην ελλειμματική σκιαγραφία. Δεν αποκτούν άρτια τύπωση στη συνείδηση , ούτε μπορούν να έχουν συνέχεια - να παράξουν νέους συλλογισμούς, ή νέα κίνητρα. Δεν προάγουν τη μάθηση. Έτσι η γλώσσα -ρήμα πολύ πιο σωστά ονομάζεται λόγος. Λέξη Ελληνική, της οποίας το αρχικό νόημα οφείλεται στο επίσης αρχικό νόημα του «λέγω» (ρίζα √ΛΕΧ ) από όπου παράγεται, ή/και από την αρχική σημασία του «λέγω» με ρίζα √ΛΕΓ ). Δηλαδή: εκτός από το προφανές και νεώτερο σαν σημασία «ομιλώ», η λέξη λόγος σημαίνει και: Α) 1. «λέχος» ή «λέκτρον» = κλίνη, ιδίως η συζυγική, η γαμήλια, 2. «τοκετός, γέννα, λοχεία», 3. «γέννημα, υιός» (από τη ρίζα √ΛΕΧ ). Β) 1. Συνάθροιση, συλλογή, συμμάζεμα, 2. εκλογή, επιλογή (παράβαλε: συμπέρασμα, απόφανση, πόρισμα, διατύπωση γνώμης).
Από τις παραπάνω σημασίες, ενδεικνύεται πολύ καλά η λειτουργία του Λόγου ως σύζευξης και γεννήματος (π.χ. εξωτερικεύσεως, διατυπώσεως) πνευματικών αξιών και συνειδησιακής προσωπικής δημιουργικής ευθύνης και υγείας.
Η λέξη αποκαλύπτει. Λέμε «άνθρωπος». Αμέσως εμφανίζεται μέσα μας μία ουσιαστικά εννοιοδοτημένη παράσταση. Και, εκεί που ήταν κενό, τώρα δεν είναι. Και αυτό που έχω να κάνω τώρα είναι να διαλογισθώ όχι τόσο πάνω στη λέξη, όσο πάνω σ' αυτό που μου εμφανίζεται: Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί είναι ο άνθρωπος; Ποια η σχέση του Ανθρώπου με το Όλο και τα μέρη του Όλου, με τη Ζωή, με τον Θάνατο; Με τον εαυτό του, το είδος του; Πως ανταποκρίνεται, ως είδος, στις κατηγορίες του όντος όπως δόθηκαν από τον Αριστοτέλη: Ουσία, ποιόν, ποσό, σχέση, τόπο, χρόνο, θέση «έχειν», πράττειν, πάσχειν. Πως, εντέλει, σχηματίζεται λογικά αυτός ως ον, πως διαφοροποιείται ως αντικειμενικότητα;
Αυτή είναι η λειτουργία των λέξεων και ο κύριος ανεκνίκητος χαρακτήρας της ελληνικής γλώσσας έγκειται κοντά σ' αυτά. Ότι δηλαδή λειτουργεί αντιπαραθετικά, θέτει σε διάλογο τον παραλήπτη και τα σημαίνοντα της - τα όντα, τα άλλα όντα. Δεν είναι περιγραφική όπως οι δυτικές γλώσσες που εξαντλούνται, λίγο-πολύ, στην αναφορά στο αντικείμενό τους, ούτε πλαγιολογική γλώσσα των παραμυθιών και των απροσώπων ομιλητών όπως οι ασιατικές.
Είναι η γλώσσα που σου επισημαίνει: Είσαι εδώ, κάτι άλλο κάπου είναι και στο παρουσιάζω για να το γνωρίσεις. Προσκαλεί σε δυναμική στοχαστική δραστηριότητα, δίχως τέλος, πολύ συχνά, αλλά με ενδιάμεσους τερματικούς κόμβους.
Ώστε, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η γλώσσα από την ίδια τη φύση της είναι ένα αίτιο ποιητικό της ανθρώπινης φύσεως. Συλλειτουργεί με τα άλλα αντιληπτικά - εκφραστικά μέσα του ανθρώπου, αλλά μόνον αυτή, από όλο τον εκφραστικό οπλισμό του, έχει τη δυνατότητα και τον στόχο, άλλωστε, να φέρει τον άνθρωπο μέσα στον καθολικό λειτουργικό σχηματισμό «θέση- άρνηση- θέση β' βαθμού», με τον τρόπο «λόγος- αντίλογος- διάλογος». Και τούτος ο σχηματισμός, αυτή η δυναμική, δεν περιορίζεται μόνον στα λόγια, στους «διαλόγους» μεταξύ ανθρώπων. Αλλά, ιδίως ως διανοητική δραστηριότητα πριν την φραστική εξωτερίκευση, ως λόγος ενδιάθετος, δηλαδή, είναι η διάταξη που ακολουθεί ο στοχαστής, η δύναμη που ασκεί, η δράση του, ατενίζοντας όποιο γνωστικό αντικείμενο έχει στοχεύσει.
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν ζητεί να την μάθουμε σαν «κώδικα επικοινωνίας και πληροφοριών», αλλά σαν οντική δύναμη, σύμφυτη στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Και σαν κατακλείδα, γίνεται, νομίζω, καθαρό πως η γλώσσα δεν είναι κάτι που αρκείται στην τυπική της γνώση και χρήση. Με λίγα λόγια, να μάθουμε γλώσσα, ναι. Αλλά για να είναι υγιής αυτή η μάθηση, θα πρέπει να έχουμε και κάτι να πούμε......., κάτι που να ανταποκρίνεται σε ό, τι πάνω απ' όλα προάγει και ζητεί η γλώσσα- το ρήμα: την Αλήθεια, την αναλλοίωτη σχέση του αισθητού με το νοερό- νοητό, την κρυφή φύση των πραγμάτων. Βέβαια, προϋπόθεση και αποτέλεσμα αυτής της γλωσσικής αξιολόγησης, είναι η αισθαντική ικανότητα, η διανοητική προθυμία και η ηθική αγνότητα.
«Κβαντική εμπλοκή» : Aπίστευτη θεωρία αμερικανού φυσικού
Κβαντική «εμπλοκή» και «αμνησία» : όταν (αν) ο χρόνος «κάνει κύκλους».
Η «κβαντική εμπλοκή», το μυστηριώδες φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο, κατά την κβαντομηχανική, δύο πράγματα σε απόσταση μεταξύ τους, μπορούν αυτόματα να αλληλεπιδρούν και να αλλάζουν ταυτόχρονα, ίσως πάει πολύ μακρύτερα - ή μάλλον πολύ πιο κοντά - από ό,τι φανταζόμαστε: στο ίδιο μας το κεφάλι, στη μνήμη και τη συνείδησή μας.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς ενός αμερικανού φυσικού του αμερικανικού πανεπιστημίου ΜΙΤ, όλοι μας βλέπουμε γύρω μας παράξενα πράγματα, όπως σπασμένα τζάμια που ξαφνικά αυτοεπιδιορθώνονται μόνα τους, σπασμένα αυγά που ξανασυναρμολογούνται ή φλιτζάνια καφέ που ξαφνικά ζεσταίνονται μόνα τους - απλώς δεν τα θυμόμαστε!
Ο εξωφρενικός αυτός ισχυρισμός έγινε με κάθε σοβαρότητα από τον φυσικό Λορέντσο Μακόνε και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό φυσικής «Physical Review Letters», σύμφωνα με τον «Γκάρντιαν» και το «New Scientist» .
Όπως αναφέρει ο επιστήμονας, στην καθημερινότητα όλοι βιώνουμε υποκειμενικά το γνωστό «βέλος του χρόνου», δηλαδή αν ένας καφές κρυώσει ή ένα τζάμι σπάσει, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί χρονικά από μόνη της - εκτός κι επέμβουμε εμείς στη συνέχεια.
Τα καθημερινά φαινόμενα υπάγονται στο δεύτερο «νόμο της θερμοδυναμικής», που λέει ότι η «εντροπία», δηλαδή ο βαθμός αταξίας ενός κλειστού συστήματος ποτέ δεν μειώνεται, ούτε προς το μέλλον ούτε προς το παρελθόν.
Το μυστήριο του «βέλους του χρόνου» είναι ότι η εντροπία (αταξία) αυξάνει μόνο προς το μέλλον, όπως ακριβώς η θερμότητα κινείται πάντα προς μια κατεύθυνση: από το πιο ζεστό αντικείμενο προς το πιο κρύο και όχι αντίστροφα.
Πιο απλά, όταν ένα τζάμι σπάσει (δηλαδή αυξηθεί η «αταξία» του, άρα και η συνολική εντροπία στο σύμπαν), δεν είναι δυνατό η ζημιά να αποκατασταθεί μόνη της, δηλαδή να μειωθεί η εντροπία (θα πρέπει αργότερα να έρθει ο τζαμάς και να καταβάλει νέα προσπάθεια, δηλαδή νέα ενέργεια, για να το φτιάξει).
Αν, πάλι, ένα συμπιεσμένο αέριο διαχυθεί στην ατμόσφαιρα, δεν πρόκειται ξανά μόνο του να συμπιεστεί στο δοχείο όπου βρισκόταν πριν κοκ. Όσο πιο μεγάλη η εντροπία σε ένα σύστημα τόσο λιγότερη πληροφορία περιέχει.
Όμως ο νόμος της εντροπίας είναι ουσιαστικά στατιστικός και αφορά μεγάλους αριθμούς σωματιδίων (που απαρτίζουν το σπασμένο τζάμι, το διαφυγόν αέριο κ.λπ). Το πρόβλημα -και το μυστήριο- είναι ότι, σύμφωνα με τους φυσικούς, οι νόμοι που κυβερνούν τη συμπεριφορά των μεμονωμένων σωματιδίων δεν υπόκεινται ομοίως στο «βέλος του χρόνου», αλλά αντίθετα επιτρέπουν την αντιστροφή της κατεύθυνσης στον χρόνο. Θεωρητικά, αυτό θα σήμαινε ότι το σπασμένο τζάμι αυτομάτως παύει να είναι σπασμένο!
Σύμφωνα με τον Μακόνε, στην πραγματικότητα τέτοια γεγονότα που μειώνουν την αταξία και την εντροπία (ο καφές ξαναζεσταίνεται μόνος του, το τζάμι αυτο-επιδιορθώνεται αστραπιαία, το αέριο ξαναμπαίνει στο δοχείο κ.λπ.) συμβαίνουν συνεχώς γύρω μας, απλώς δεν μπορούμε να τα δούμε, επειδή η μνήμη του γεγονότος έχει διαγραφεί από τον εγκέφαλό μας «κατ' ανάγκην» . Ο Μακόνε τονίζει ότι οι μνήμες σχηματίζονται μεν, αλλά αμέσως διαγράφονται.
Όπως υποστηρίζει (χρησιμοποιώντας μαθηματικούς υπολογισμούς για να υποστηρίξει τη θέση του), όταν βλέπουμε γύρω μας, η μνήμη μας βρίσκεται σε μια «κβαντική εμπλοκή» με το περιβάλλον μας.
Ο παρατηρητής (εμείς) που παρατηρεί ένα αντικείμενο και «εμπλέκεται» κβαντικά με αυτό, αυξάνει τις πληροφορίες που εισρέουν στον εγκέφαλό του, την ίδια στιγμή που μικραίνει η πληροφορία (και αυξάνεται η εντροπία) στο υπό παρατήρηση αντικείμενο. Όταν όμως «απεμπλεκόμαστε» από αυτό, αυτομάτως διαγράφεται η μνήμη του παρατηρητή, δηλαδή η δική μας.
Φυσικά, παρά τους θεωρητικούς συλλογισμούς του και τις μαθηματικές εξισώσεις του, ο Μακόνε δεν μπορεί να αποδείξει χειροπιαστά ότι όντως γύρω μας κάθε στιγμή συμβαίνουν τέτοια απίστευτα πράγματα και ότι όντως η φύση σε μεγάλη κλίμακα συμπεριφέρεται κβαντομηχανικά. Αυτό που δείχνει - ή προσπαθεί να δείξει- είναι ότι αν (και μόνο αν) τέτοια πράγματα συμβαίνουν, τότε δεν θα τα θυμόμαστε.
Από την πλευρά του, ο Μακόνε θεωρεί ότι πράγματι η φύση συμπεριφέρεται τόσο στο μικροεπίπεδο όσο και στο μακροεπίπεδο κβαντικά, επειδή τελικά το σύμπαν δεν είναι ενιαίο, αλλά αποτελεί ένα πολύ-σύμπαν αποτελούμενο από πολλά παράλληλα σύμπαντα, ένα για κάθε ξεχωριστή φυσική πραγματικότητα.
Σε κάποια από αυτά τα σύμπαντα (που το μυαλό μας «διαγράφει» ), τα σπασμένα αυγά και τα σπασμένα τζάμια ξανακολλάνε μόνα τους.
Αλλά, δυστυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, ούτε αυτό μπορεί να αποδειχτεί...
«Η Εκκλησία λέει ότι η γη είναι επίπεδη, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι στρογγυλή, επειδή έχω δει τη σκιά της στο φεγγάρι και έχω περισσότερη εμπιστοσύνη σε μια σκιά παρά στην Εκκλησία». Φερδινάνδος Μαγγελάνος
Είναι η Γη στην πραγματικότητα επίπεδη;!
Τα μέλη της «Εταιρείας Επίπεδη Γη» είναι πεπεισμένα ότι αφού οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την επιφάνεια της Γης ως επίπεδη, γιατί να μην είναι κιόλας; Η οργάνωση πιστεύει ότι η Γη δεν είναι σφαίρα, όπως αποδεικνύουν τα επιστημονικά δεδομένα ή ακόμα οι φωτογραφίες από το διάστημα, αλλά πρόκειται για μια συνωμοσία που έχει κατασκευάσει η NASA και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ
Οι περίεργοι αυτοί τύποι φαίνεται ότι αγνοούν ηθελημένα τόσο τις ιδέες του αρχαίου Έλληνα μαθηματικού και αστρονόμου Αρίσταρχου του Σάμιου, όσο και το έργο του Κοπέρνικου, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι που μίλησαν γιαηλιοκεντρικό σύστημα και σφαιρική Γη, ο ένας στην αρχαιότητα και ο άλλος στους νεότερους χρόνους, πολύ πριν εμφανιστεί η αμερικανική υπηρεσία διαστήματος στον χάρτη.
******************************
Τρεις Χριστούληδες στον ίδιο χώρο…
Ένα ψυχιατρικό πείραμα για την ταύτιση με ξένα πρόσωπα.
Το έτος 1663 ζούσε στο Παρίσι ένας άντρας που ονομαζόταν Simon Morin, για τον οποίο έγραψε αρκετά χρόνια αργότερα ο Βολταίρος. Αυτός ο Μορέν είχε ενοράσεις και πίστευε ότι ήταν «υιός του θεού» όπως είχε μάθει τις ιστορίες για τον Χριστούλη στο σπίτι και στο σχολείο.
Το έτος 1663 ζούσε στο Παρίσι ένας άντρας που ονομαζόταν Simon Morin, για τον οποίο έγραψε αρκετά χρόνια αργότερα ο Βολταίρος. Αυτός ο Μορέν είχε ενοράσεις και πίστευε ότι ήταν «υιός του θεού» όπως είχε μάθει τις ιστορίες για τον Χριστούλη στο σπίτι και στο σχολείο.
Ο ισχυρισμός του Μορέν αποτελούσε κατά την άποψη της εκκλησίας αιρετική αλαζονεία – κανείς δεν ενδιαφερόταν ότι ο άνθρωπος ήταν τρελός, όπως και πολλοί άλλοι μέχρι των ημερών μας. Οι υπηρέτες της αγάπης, χριστιανοί κληρικοί, θα τον είχαν κάψει από την αρχή στην πυρά, αλλά κάποιος υπέδειξε να τον κλείσουν δοκιμαστικά στο ψυχιατρείο, μήπως απαλλασσόταν από τα δαιμόνια.
Εκεί καλοπερνούσε ο Μορέν, μέχρι που γνωρίστηκε με έναν άλλον τρόφιμο του ψυχιατρείου, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι ο «θεός», αυτοπροσώπως. Η εμπειρία αυτή ταρακούνησε τόσο πολύ τον Μορέν, ώστε αναγνώρισε τη δική του ψυχασθένεια που τον οδηγούσε να ταυτίζεται με ένα άλλο, μυθικό πρόσωπο.
Στη συνέχεια συνήθισε όμως ο Μορέν στην ιδέα ότι ο άλλος ήταν τρελός και ότι αυτός ήταν πράγματι ο «υιός του θεού», οπότε επανήλθε στην αρχική ιδεοληψία του. Τελικά η χριστιανική εκκλησία τον οδήγησε ως αιρετικό στην πυρά…
Με αυτές τις εμπειρίες ξεκίνησε κάπου 200 χρόνια αργότερα ο Αμερικάνος ψυχίατρος Milton Rokeach να διερευνά τα θέματα της ταύτισης με ξένα πρόσωπα και αναρωτιόταν, αν ισχυρίζομαι ότι είμαι ο Ναπολέων και συναντήσω κάποιον, ο οποίος επίσης ισχυρίζεται ότι είναι ο Ναπολέων, δηλαδή εγώ, δεν θα έπρεπε αυτή η εμπειρία να καταστρέψει την ιδεοληψία μου και να καταλάβω ότι δεν μπορεί να είμαι κάποιος που είναι ένας άλλος; Μήπως αυτό ήταν μια δυνατότητα ίασης της ψυχασθένειας;
Για το σκοπό αυτό μάζεψε ο ψυχίατρος τρεις ψυχασθενείς, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον μάθανε στην οικογένεια και στο σχολείο. Εγκατέστησε αυτούς τους τρεις ασθενείς στο Ypsilanti State Hospital του Μίτσιγκαν (άγνωστο από πού προκύπτει το όνομα Υψηλάντη!) και τους άφησε να συζήσουν στον ίδιο χώρο, καθένας με την ιδεοληψία του.
Το καλοκαίρι του 1959 συστήθηκε καθένας από τους τρεις στους υπολοίπους λέγοντας:
Λέγομαι Joseph Cassel, 58 ετών, και στην πραγματικότητα είμαι ο θεός.
Ονομάζομαι Clyde Benson, 70 ετών, και είμαι ο θεός σας.
Στο πιστοποιητικό γεννήσεως αναφέρεται ότι λέγομαι Leon Gabor, 38 ετών, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ο ξαναγεννημένος Ιησούς Χριστός.
Και οι τρεις ψυχοπαθείς ήξεραν με ακρίβεια τα θεολογικά δόγματα περί τριάδας που είναι ένας θεός, αλλά τρεις κ.ο.κ., αλλά τα εισέπρατταν ως δική τους ιδιότητα. Επί δύο έτη ζούσαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν μαζί, αλλά καθένας παρέμενε σταθερός στην πίστη του, όπως δεν αλλάζουν ως οπαδοί ομάδα κάποιοι που ζούνε επί χρόνια μαζί. Καθένας είχε μια διαφορετική εξήγηση γιατί ήταν αυτός ο θεός και όχι οι άλλοι:
- Ο Cassel δήλωνε ότι οι άλλοι δύο δεν ήταν πραγματικοί άνθρωποι αλλά μηχανές, χωρίς αυτονομία σκέψης και κινήσεων.
- Ο Benson ισχυριζόταν ότι οι άλλοι δύο έκαναν το θεό για λόγους επίδειξης, αλλά ήξεραν ότι δεν έχουν σχέση με αυτόν που είναι ο πραγματικός θεός.
- Ο νεότερος των τριών, Gabor, ήξερε ότι οι άλλοι δύο είναι τρόφιμοι του ψυχιατρείου, ενώ αυτός έρχεται και φεύγει όποτε θέλει, αφού είναι θεός.
Κάποια μέρα άρχισε ο Gabor να ισχυρίζεται ότι είχε και μία γυναίκα, ενώ ποτέ δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με γυναίκα. Ο ψυχίατρος άρχισε να του στέλνει επιστολές της «γυναίκας» του, η οποία τον θερμοπαρακαλούσε να αφήσει τις ιστορίες με την ξένη ταυτότητα και να επιστρέψει στην οικογένεια ως απλός άνθρωπος που είναι. Ο Gabor άρχισε να εκνευρίζεται με τις ανοησίες της «γυναίκας» του και κάποια στιγμή διέκοψε τις σχέσεις μαζί της, δεν ήθελε να ξαναπάρει γράμμα της.
Το καλοκαίρι του 1961 ολοκλήρωσε ο ψυχίατρος το πείραμα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει κανένας από τους ασθενείς του άποψη για την θεϊκότητά του… Και οι τρεις ασθενείς έμειναν μέχρι που πέθαναν από φυσικά αίτια στο ψυχιατρείο και ο γιατρός έκανε γνωστό το πείραμά του με ένα βιβλίο που συνέγραψε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)