Ο ήρωας για τους αρχαίους Έλληνες υπήρξε σύμβολο υπέρβασης και εξύψωσης, ενσάρκωση της ικανότητας του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με τη θεϊκή πλευρά του και να εκπληρώσει την βαθύτερη και αληθινή φύση του. Ο τοπικός ήρωας, ιδιαίτερα, αποτελούσε για την εκάστοτε περιοχή σύνδεσμο της φυλής με το θείο, έναν μεσάζοντα και προστάτη, καύχημα για τον λαό και τη γη που τον γέννησε, φορέα αιώνιας δόξας.Το ηρωικό γένος δικαίως θεωρήθηκε θεία σπορά. Επρόκειτο κυριολεκτικά για εξαιρετικούς ανθρώπους. Ήταν οι λαμπρές εξαιρέσεις, οι πρωτοπόροι που ξεστράτιζαν από το κοπάδι και ακολουθούσαν τα δύσβατα μονοπάτια. Μέσα στη συνήθη τραγικότητά τους οι ήρωες ήταν οι λυτρωτές, αυτοί που μέσα από τη γνώση και τον συνεπαγόμενο πόνο και τη δυστυχία, μέσα από το θάνατο έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές και σημάδευαν τον τόπο και τους ανθρώπους πέρα από το χρόνο, πέρα από τις αβύσσους του ανθρώπινου είναι, στα τρίσβαθα της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που ανασαλεύει άλλοτε αδύναμα και άλλοτε αποφασιστικά η λαχτάρα για τους ανοιχτούς ορίζοντες, την έξαψη του κινδύνου, το μεθύσι της μάχης, τη σαγήνη της γνώσης, όταν η ψυχή αναγνωρίζει την αληθινή της πατρίδα, το δρόμο και την περιπέτεια.
Ο τοπικός ήρωας της Αθήνας, ο ημίθεος βασιλιάς της πόλης των πολλών φυλών, ο Θησέας, αποτελούσε για την Αθήνα ταυτόχρονα προστάτη της πόλης και λυτρωτή, πολιτικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, ύψιστο μύστη, πολιτιστικό ηγέτη (λέγεται ότι αναδιοργάνωσε τα Παναθήναια και θέσπισε τα Ίσθμια), ισχυρό βασιλιά και προπαντός θεϊκό γέννημα άξιο λατρείας. Ο Θησέας ήταν εκείνος που αποκάλεσε για πρώτη φορά την πόλη με το όνομα «Αθήναι», αφού είχε ενώσει τις διάσπαρτες και αντιμαχόμενες αθηναϊκές φυλές και εκείνος που έθεσε τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Υπήρξε ο κατεξοχήν ηγέτης-θεσπιστής. Ο Θησέας ήταν όμως μια πιο περίπλοκη μορφή. Όσο φημισμένος ήταν για τα κατορθώματά του στις μάχες με διάφορους εχθρούς, άλλο τόσο ξακουστή ήταν η φήμη του ως άρπαγα γυναικών. Αυτή ειδικά η ιδιότητά του είναι συνυφασμένη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με την πορεία του Θησέα προς τη γνώση και τη μύηση.
ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ
Η μυθική διαδρομή που χαράζουν τα ίχνη του Θησέα έχει ως αφετηρία την Τροιζήνα όπου βασίλευε ο σοφός Πιτθέας. Σ’ αυτόν κατέφυγε ο άτεκνος Αθηναίος βασιλιάς Αιγέας για να του ερμηνεύσει έναν χρησμό της Πυθίας. Ο Αιγέας την είχε επισκεφθεί προκειμένου να μάθει πως θα μπορούσε να αποκτήσει τον πολυπόθητο διάδοχο του θρόνου του, καθώς όλες οι μέχρι τότε προσπάθειές του είχαν αποβεί άκαρπες. Εκείνη του απάντησε «να μην λύσει το πόδι που προεξέχει από τον ασκό προτού φτάσει στην Αθήνα». Ο Πιτθέας αναγνωρίζοντας το πραγματικό νόημα του χρησμού που ήταν να μη συνευρεθεί με γυναίκα προτού φτάσει στην Αθήνα, τον προέτρεψε –απατηλά σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις – να σμίξει με την κόρη του Αίθρα.
Η σύλληψη του Θησέα έγινε στο νησάκι Σφαιρία το οποίο μπορεί να προσεγγίσει κανείς και με τα πόδια από τη στεριά πατώντας επάνω σε μια σειρά από σκοπέλους. Μετά τον ιερό γάμο της Αίθρας το νησάκι ονομάστηκε Ιερά. Ο μύθος που θέλει πραγματικό πατέρα του Θησέα τον Ποσειδώνα διηγείται ότι την ώρα που περνούσε η Αίθρα πάνω από τους σκοπέλους για να συναντήσει τον Αιγέα δέχθηκε το θαλάσσιο αγκάλιασμα του θεού και συνέλαβε τον ήρωα προτού σμίξει με τον θνητό σύζυγό της. Σύμφωνα με μια άλλη διήγηση, η Αίθρα οδηγήθηκε στη Σφαιρία ύστερα από ένα όνειρο που της έστειλε η θεά Αθηνά, προκειμένου να προσφέρει θυσία στο πνεύμα του νεκρού ηνιόχου του Πέλοπα, Σφαίρου ή Μυρτίλου του οποίου το μνήμα υποτίθεται ότι βρισκόταν επάνω στο νησάκι. Τόσο η σφαίρα όσο και η μυρτιά συμβόλιζαν την γαμήλια ένωση.
Στους μύθους για την γέννηση του Θησέα πρωταγωνιστούν ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, δύο θεοί άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πόλη της Αθήνας. Μετά τη σειρά των χθονίων βασιλέων φαντάζει πολύ ταιριαστός ο ερχομός ενός βασιλιά γεννημένου από τη θάλασσα με τη συγκατάθεση βέβαια της προστάτιδας θεάς. Ακόμη και οι θνητοί γονείς του αποτελούν καθρεφτίσματα των δύο θεών στο γήινο επίπεδο. Το όνομα του Αιγέα φανερώνει θαλάσσια φύση, καθώς η αίγα υπήρξε αρχαιότατο σύμβολο για τα κύματα της θάλασσας. Φαίνεται ότι ο Αθηναίος βασιλιάς υπήρξε ένα είδος αντανάκλασης του θεού Ποσειδώνα στον κόσμο των θνητών. Και η Αίθρα όμως που το όνομά της σημαίνει το ουράνιο φως, ως ιέρεια της θεάς Αθηνάς αποτελεί μία σωσία και αντιπρόσωπό της στη γη.
Ο Αιγέας πριν φύγει από την Τροιζήνα άφησε το σπαθί του και ένα ζευγάρι πέδιλα σ’ ένα κοίλωμα κάτω από έναν τεράστιο βράχο παραγγέλλοντας στην Αίθρα, αν γεννούσε γιο που θα μπορούσε μεγαλώνοντας να σηκώσει το βράχο και να πάρει αυτά τα αντικείμενα, να τον στείλει στην Αθήνα. Ο Θησέας πέρασε την παιδική του ηλικία απόλυτα προστατευμένος στο παλάτι του παππού του Πιτθέα. Ήταν όμως ένα παιδί που ανυπομονούσε να μεγαλώσει και να ριχτεί σε περιπέτειες. Όταν κάποτε ο Ηρακλής επισκέφθηκε την Τροιζήνα, ο μικρός τότε Θησέας δε δίστασε να επιτεθεί στη λεοντή του ήρωα νομίζοντάς την για αληθινό θηρίο, ενώ οι συνομήλικοί του για τον ίδιο λόγο έτρεξαν να κρυφτούν. Αφήνοντας πίσω του την παιδική ηλικία, ο Θησέας επισκέφθηκε τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς όπου αφιέρωσε, σύμφωνα με το έθιμο, τις παιδικές μπούκλες του. Όταν επέστρεψε στην Τροιζήνα, έμαθε από την μητέρα του για τον Αιγέα, ανασήκωσε τον βράχο, πήρε τα τοποθετημένα εκεί κειμήλια και ετοιμάστηκε να ταξιδέψει για την Αθήνα και να διεκδικήσει τη θέση του εκεί ως γιος και διάδοχος του βασιλιά.
Από την Τροιζήνα προς την Αθήνα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά. Η Αίθρα και ο Πιτθέας προσπαθούσαν μάταια να πείσουν τον Θησέα να ακολουθήσει τον ασφαλή θαλάσσιο δρόμο. Εκείνος γνωρίζοντας τους κινδύνους, θεωρούσε ότι θα ήταν ντροπιαστικό να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, ενώ του δινόταν μια θαυμάσια ευκαιρία να αποδείξει την ανδρεία του. Ο πρώτος αντίπαλος στο δρόμο του ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ηφαίστου τον οποίο συνάντησε στην Επίδαυρο. Αυτός ο σχεδόν θεϊκός αντίπαλος λεγόταν και Κορυνήτης, καθώς χρησιμοποιούσε για όπλο του ένα σιδερένιο ρόπαλο (κορύνα) που του είχε χαρίσει ο πατέρας του. Το όνομα «Περιφήτης» που σημαίνει «ο περιώνυμος» ταιριάζει, κατά τον Κερένυϊ, στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Πράγματι όλοι οι κίνδυνοι που βρέθηκαν στο δρόμο του Θησέα ουσιαστικά προσωποποιούν συνεχόμενες αναμετρήσεις με το υποχθόνιο στοιχείο, δίνοντας την αίσθηση μίας μυητικής εμπειρίας του ήρωα. Ο Θησέας βγήκε νικητής από την πρώτη του σύγκρουση με τις χθόνιες δυνάμεις σκοτώνοντας τον Περιφήτη με το ίδιο του το ρόπαλο, το οποίο και πήρε στη συνέχεια μιμούμενος τον Ηρακλή που πήρε το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας. Σε συμβολικό επίπεδο απορρόφησε τη δύναμή του και συνέχισε το δρόμο του ισχυρότερος.
Ο επόμενος σταθμός του Θησέα ήταν στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου και εξόντωσε τον Σίνη τον επονομαζόμενο Πιτυοκάμπτη, γιο του Ποσειδώνα ή του Πολυπήμονος (πιθανώς άλλη μία προσωνυμία του Άδη). Ο Σίνης όφειλε το παρατσούκλι του στη συνήθειά του να εξολοθρεύει τους άτυχους διαβάτες δένοντάς τους σε δύο γειτονικά πεύκα, τα οποία αφού πρώτα είχε λυγίσει, άφηνε να επανέλθουν στην αρχική τους θέση με αποτέλεσμα να ξεσχίζονται τα σώματά τους. Και αυτόν ο Θησέας πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα. Όσο βρισκόταν ακόμη σε κορινθιακό έδαφος και συγκεκριμένα στην περιοχή που ονομαζόταν Κρομμυών, ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με ένα τρομερό θηρίο, τέκνο του Τυφώνα και της Έχιδνας, την γουρούνα Φαιά. Όπως υποδεικνύει και το όνομά της που σημαίνει «σκοτεινή», επρόκειτο για ένα ον του Κάτω Κόσμου (θηλυκούς χοίρους θυσίαζαν προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης στα Ελευσίνια Μυστήρια). Η καταγωγή του, εξάλλου, δηλώνει περισσότερο μία χθόνια στοιχειακή δύναμη παρά ένα κοινό ζώο.
Αφού εξολόθρευσε και την Φαιά, ο Θησέας προχωρώντας έφτασε σε ένα επικίνδυνο σημείο της διαδρομής του που το διαφέντευε ο Σκείρων, τις λεγόμενες Σκειρωνίδες Πέτρες. Ο Σκείρων θεωρούνταν ληστής, αλλά φαίνεται ότι επρόκειτο μάλλον για ένα genius loci, ένα ον που κυριαρχούσε στην περιοχή και ήταν ένα με τον ασβεστολιθικό εκείνο τόπο, όπως υποδηλώνει και το όνομά του (Σκείρων-σκύρον = ασβεστόλιθος). Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, ο Σκείρων ζητούσε από τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια και, ενώ εκείνοι έσκυβαν, τους γκρέμιζε με κλοτσιές κάτω στη θάλασσα όπου και τους κατασπάραζε μία τεράστια χελώνα η οποία επίσης θεωρείται ζώο του Κάτω Κόσμου. Βρήκε όμως και αυτός το θάνατο από τον Θησέα και έγινε ο ίδιος τροφή για τη χελώνα. Στην ιερή Ελευσίνα ο Θησέας συνάντησε άλλη μία χθόνια στοιχειακή οντότητα, τον Κερκυόνα. Κερκυών σημαίνει «αυτός που έχει ουρά» και ίσως επρόκειτο για ένα πλάσμα αντίστοιχο με τον Κέκροπα που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι. Ο Κερκυών προκαλούσε τους ξένους σε έναν αγώνα πάλης και τους έπνιγε με ένα θανατηφόρο αγκάλιασμα. Νικήθηκε και αυτός από τον νεαρό Θησέα και μάλιστα, σύμφωνα με μία διήγηση, παρουσία της θεάς Δήμητρας. Στην κοντινή περιοχή του Ερινεού όπου έλαβε χώρα η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και φύτρωνε η ιερή για τα ελευσίνια μυστήρια αγριοσυκιά (Ερινεός = αγριοσυκιά) παραμόνευε τον Θησέα ο θάνατος με την μορφή του Δαμάστη πιο γνωστού ως Προκρούστη. Ο Προκρούστης αρέσκονταν να θανατώνει τους διαβάτες προσπαθώντας να τους ταιριάξει στο αποτρόπαιο κρεβάτι του είτε τεντώνοντάς τους είτε κόβοντας τα μέλη που προεξείχαν. Ο Θησέας τον ανάγκασε να ξαπλώσει σ’ αυτό το κρεβάτι όπου δοκίμασε τον ίδιο φρικτό θάνατο που μέχρι πρότινος χάριζε στους άλλους.
Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΞΑΓΝΙΣΜΕΝΟΥ ΗΡΩΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ύστερα από όλους αυτούς τους προφανέστατα τελετουργικούς φόνους, ο Θησέας είχε ανάγκη καθαρμού. Το καθήκον αυτό ανέλαβαν άνδρες από τη γενιά των Φυταλιδών που καλωσόρισαν τον ήρωα στο σημείο που η Ιερά Οδός διασχίζει τον ποταμό Κηφισό. Οι Φυταλίδες στα πλαίσια του εξαγνισμού προσέφεραν εξιλαστήριες θυσίες στον Μειλίχιο Δία, τον Δία του Κάτω Κόσμου ολοκληρώνοντας την πρώτη επαφή του ήρωα με το χθόνιο στοιχείο. Μετά τον εξαγνισμό του ο νεαρός Θησέας ήταν έτοιμος να μπει στην Αθήνα και να διεκδικήσει την θέση του βασιλικού διαδόχου έχοντας ως διακριτικά του τα σανδάλια, καθώς και το πατρογονικό ξίφος βαμμένο με το αίμα τόσων ισχυρών αντιπάλων. Είχε περάσει επιτυχώς την πρώτη του μυητική δοκιμασία και είχε γίνει άξιος αναγνώρισης. Έφτασε, ωστόσο, στην Αθήνα ως ξένος.
Εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα ως σύντροφος του Αιγέα η μάγισσα της Κολχίδας, η Μήδεια. Η ταυτότητα του ξένου ήταν ολοφάνερη για την εγγονή του Ήλιου με τις υπερκόσμιες δυνάμεις. Φοβούμενη ότι ο νεοφερμένος αλλά πρωτότοκος γιος θα διαδεχόταν τον Αιγέα στον θρόνο εξοβελίζοντας από τα βασιλικά προνόμια τον δικό της γιο, έπεισε τον Αθηναίο βασιλιά να θανατώσει τον ξένο προσφέροντάς του μία κούπα με δηλητηριασμένο κρασί κατά τη διάρκεια ενός θυσιαστικού δείπνου. Τη στιγμή της προσφοράς ο Θησέας τράβηξε το ξίφος του δήθεν για να τεμαχίσει το κρέας και ξαφνικά άστραψε στα μάτια του Αιγέα η αναγνώριση που τον έκανε να σπρώξει μακριά το κύπελλο με το δηλητήριο. Η Μήδεια τότε, σύμφωνα με μια διήγηση, εξαφανίστηκε μαζί με το γιο της μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο. Σε μια τέτοια θεϊκή γυναίκα δεν θα περιμέναμε να αποδοθεί μια λιγότερο εντυπωσιακή έξοδος! Αυτή πάντως δεν θα ήταν η μόνη συνάντηση του ήρωα με μια εγγονή του Ηλίου, με τη διαφορά ότι, ενώ η Μήδεια απείλησε τη ζωή του, εκείνη η δεύτερη, η Αριάδνη θα έκανε τα πάντα για να τη σώσει.
Ο Θησέας έγινε γρήγορα αποδεκτός από το λαό ως Αθηναίος βασιλικός απόγονος και διάδοχος, αλλά σφετεριστές του θρόνου δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ο νέος εχθρός φάνηκε στο πρόσωπο του Πάλλαντα και των πενήντα γιων του, των λεγόμενων Παλλαντιδών. Ο Θησέας πληροφορήθηκε από έναν κήρυκα των Παλλαντιδών για μια ενέδρα που του είχαν στήσει και παραφυλάσσοντάς τους κατάφερε να εξοντώσει πολλούς από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Ο κήρυκας είχε το όνομα Λεώς (=λαός). Ο Θησέας, λοιπόν, με τη βοήθεια του «λαού» εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Έχοντας απαλλαγεί από τους εγχώριους εχθρούς που επιβουλεύονταν τη ζωή και την εξουσία του ο Θησέας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει ένα θηρίο που λυμαινόταν την περιοχή του Μαραθώνα. Το θηρίο αυτό ήταν ένας ταύρος που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν ο ίδιος εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στη γη της Κρήτης και άναψε αφύσικο πόθο στην καρδιά της βασίλισσας Πασιφάης. Εκείνο τον ταύρο είχε φέρει ο Ηρακλής στον Μαραθώνα ύστερα από εντολή του Μίνωα. Η αποστολή αυτή του Θησέα φαίνεται να μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία προετοιμασίας για την αναμέτρηση με τον Μινώταυρο που ήταν ο καρπός της ένωσης της Πασιφάης με τον ταύρο. Ο Θησέας με απίστευτη επιδεξιότητα, ανάλογη με αυτή που επεδείκνυαν οι νεαροί Κρήτες στα ταυροκαθάψια, τιθάσευσε τον θεόσταλτο ταύρο και τον έφερε ζωντανό στην Αθήνα, όπου και τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα. Έτσι εγκαινιάζεται η καταλυτική παρουσία του ταύρου στη ζωή του ήρωα, μια παρουσία που θα συνόδευε τόσο αυτόν, όσο και τις θεϊκές πριγκίπισσες της Κρήτης σε μια τραγική, παράλληλη πορεία. Λέγεται, μάλιστα, πως τα πρώτα νομίσματα που έκοψε ως βασιλιάς της Αθήνας έφεραν στη μια τους όψη μία ταυροκεφαλή. Τόσο στενή έμελλε να είναι η σχέση του ήρωα με το θεοποιημένο ζώο.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΜΙΝΩΪΚΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ
Ανάμεσα στα θύματα του μαραθώνιου ταύρου ήταν και ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως. Άλλη διήγηση ήθελε τον Ανδρόγεω να πέφτει θύμα δολοφονίας, καθώς πήγαινε στη Θήβα για τους νεκρικούς αγώνες του Λαΐου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο θάνατός του αποδιδόταν σε δόλο των Αθηναίων και του Αιγέα ειδικότερα. Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, ο Ανδρόγεως διατηρούσε φιλικές σχέσεις και ίσως είχε συνάψει μυστική συμμαχία με τους Παλλαντίδες που απειλούσαν την εξουσία του Αιγέα. Μαθαίνοντας για το θάνατο του γιου του ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας για να πάρει εκδίκηση. Ο ανελέητος πόλεμος σε συνδυασμό με διάφορες συμφορές (ξηρασία, πείνα, αρρώστιες) που έπεσαν στην Αττική και αποδόθηκαν σε θεϊκή τιμωρία, λύγισαν τους Αθηναίους. Ακολουθώντας τη συμβουλή της Πυθίας προσπάθησαν να εξευμενίσουν τον οργισμένο Μίνωα και συμφώνησαν να στέλνουν στην Κρήτη κάθε εννιά χρόνια εφτά νέους και εφτά νέες ως φόρο αίματος για τον νεκρό Ανδρόγεω. Οι δεκατέσσερις νέοι, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη διήγηση, κατέληγαν στον λαβύρινθο, όπου και κατασπαράζονταν από τον Μινώταυρο. Όσο ο Θησέας βρισκόταν στην Αθήνα, ήρθε η εποχή του τρίτου δασμού. Ο ήρωας τότε όχι μόνο ακολούθησε τους άτυχους νέους στην αβέβαιη μοίρα τους, αλλά τέθηκε και αρχηγός της αποστολής με σκοπό να εξοντώσει το απεχθές ταυροκέφαλο τέρας.
Ο αντίπαλος όμως που περίμενε τον Θησέα στην Κρήτη δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχε αντιμετωπίσει ως τότε. Ίσως μάλιστα το εγχείρημα για την εξόντωσή του να μην είχε στεφθεί με επιτυχία αν δεν είχε προσφέρει την βοήθειά της η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, εγγονή του Ηλίου και αδελφή του Μινώταυρου. Η Αριάδνη, σύμφωνα με τις πιο διαδεδομένες διηγήσεις, ερωτεύτηκε τον Αθηναίο ήρωα που της υποσχέθηκε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα και να την κάνει σύζυγο και βασίλισσά του και του έδειξε τον τρόπο για να βγει με ασφάλεια από τον Λαβύρινθο. Φαίνεται ότι ο αντίπαλος που καλούνταν να αντιμετωπίσει ο Θησέας δεν ήταν μόνο ο Μινώταυρος αλλά το σύμπλεγμα που δημιουργούσε ο Λαβύρινθος με τον Μινώταυρο στο εσωτερικό του. Όμως τι ήταν ο Λαβύρινθος και τι ο Μινώταυρος;
Η λέξη «λαβύρινθος» αντλεί την ετυμολογία της από τη λέξη «λάβρυς» που σημαίνει τον διπλό πέλεκυ, σύμβολο ισχύος της Μινωικής Κρήτης εξίσου σημαντικό με τα διπλά κέρατα του ταύρου, σε συνδυασμό με την κατάληξη –ινθος που σηματοδοτεί την έννοια του χώρου (βλ. Κόρινθος). Επομένως, ετυμολογικά ο Λαβύρινθος ήταν ο χώρος του διπλού πελέκεως και δεδομένης της στενής συμβολικής σχέσης του όπλου αυτού με τα κέρατα του ταύρου μπορεί να ειπωθεί ότι ο Λαβύρινθος ήταν ταυτόχρονα και ο χώρος του θεού ταύρου. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, ωστόσο, περιγράφει τον Λαβύρινθο σαν έναν χορό που επινόησε ο Δαίδαλος για χάρη της Αριάδνης. Άλλες αναφορές τον περιγράφουν σαν τόπο χορού ή τόπο τέλεσης των ταυροκαθαψίων και των Κρητικών μυστηρίων. Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κάποιο αρχιτεκτόνημα που να μπορεί να αποδοθεί ως λαβύρινθος εύλογα δημιουργεί τη σκέψη ότι ο Λαβύρινθος ίσως ήταν περισσότερο μία κατάσταση σώματος και πνεύματος που επιτυγχάνονταν σε συγκεκριμένο χώρο και/ή με συγκεκριμένο τρόπο. Ο κλασικός λαβύρινθος πάντως που αναπαρίσταται σε μινωικά νομίσματα παρουσιάζεται να έχει επτά διαδρόμους που κινούνται σπειροειδώς και οδηγούν κατευθείαν στο κέντρο, χωρίς αδιέξοδα και τυφλές στροφές. Ο εισερχόμενος σε αυτόν δεν χρειάζεται να επιλέξει το σωστό μονοπάτι. Η μόνη επιλογή που του διατίθεται είναι αν θα εισέλθει ακολουθώντας το μοναδικό μονοπάτι. Οι επτά διάδρομοι τους οποίους έπρεπε κανείς να διασχίσει φέρνουν στο νου τα επτά στάδια απογύμνωσης που πέρασε η Ίσις κατά την κάθοδό της στον αιγυπτιακό Άδη. Δεν είναι καθόλου απίθανο ο Κρητικός Λαβύρινθος να υπήρξε μια μίμηση της καθόδου και της επακόλουθης ανόδου από τον Κάτω Κόσμο, μια τελετουργική διαδικασία θανάτου και αναγέννησης.
Αυτή την διαδικασία επόπτευε η Κυρά του Λαβυρίνθου. Η Αριάδνη ξέχωρα από τη θνητή ταυτότητά της είχε και μια θεϊκή που διακρινόταν από τη χαρακτηριστική διττότητα της θηλυκής αρχής. Είχε, επομένως, μία πλευρά φωτεινή και μία σκοτεινή. Ήταν ταυτόχρονα η πλέον άμωμη Αριάγνη ως υποχθόνια θεά και η διαυγής Αριδήλη ως ουράνια. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει! Ήταν η Αριάδνη, λοιπόν, η αφιερωμένη στον Ταύρο, όπως η γιαγιά της Ευρώπη και η μητέρα της Πασιφάη η μόνη που είχε εξουσία στον χώρο του Ταύρου και μπορούσε να διδάξει τον Θησέα. Σύμφωνα με την πιο γνωστή διήγηση του προσέφερε τον διάσημο μίτο που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου. Όμως οι απεικονίσεις του Λαβυρίνθου που τον παρουσιάζουν με μία μοναδική διαδρομή που εύκολα οδηγούσε πάλι στην έξοδο δικαιολογούν περισσότερο την μάλλον παλαιότερη εκδοχή που θέλει την Αριάδνη να δίνει στον Θησέα το φωτεινό στεφάνι της για να του δείχνει τον δρόμο μέσα στα ζοφερά σκοτάδια του Λαβυρίνθου/Άδη. Αυτό το στεφάνι ήταν δώρο από τον θεό στον οποίο ήταν αφιερωμένη και η πράξη της να το δώσει στον Θησέα αποκαλύπτει μία προδοσία. Η προδοσία, βέβαια, της Αριάδνης και ταυτόχρονα το πεπρωμένο της ολοκληρώθηκε τη στιγμή που έγινε συνεργός στο φόνο του αδελφού της, εγκατέλειψε οικογένεια και πατρίδα για να φύγει με τον όμορφο ξένο που της υποσχέθηκε γάμο και μια νέα ζωή. Η πορεία της υπήρξε ως ένα σημείο παράλληλη με αυτή της Μήδειας, της άλλης εγγονής του Ηλίου που σκότωσε τον αδελφό της, πρόδωσε τον πατέρα της και έφυγε μακριά από τη χώρα της για την αγάπη ενός ξένου.
Η άλλη πλευρά του μυστηρίου σχετίζεται με τον Μινώταυρο. Το αφύσικο αυτό πλάσμα που έγινε γνωστό ως ταύρος του Μίνωα είχε ένα όνομα ουράνιο. Λεγόταν Αστέριος και σ’ όλες τις απεικονίσεις του παρουσιάζεται με το σώμα του διάστικτο από άστρα. Με το ίδιο αυτό όνομα προσφωνούνταν και ο Διόνυσος σαν αγόρι και παιδί των μυστηρίων. Υπάρχει μάλιστα μια ενδιαφέρουσα αγγειογραφία την οποία μνημονεύει ο Κερένυϊ και η οποία απεικονίζει την Αριάδνη ως παραμάνα του μικρού Διονύσου. Ο Διόνυσος φαίνεται να ταυτίζεται στην ουσία του με τον Μινώταυρο. Στην Ήλιδα, μάλιστα, όπου η μινωική επιρροή υπήρξε έντονη, ο Διόνυσος λατρευόταν ξεκάθαρα ως ταύρος. Οι γυναίκες της Ήλιδας τον καλούσαν να έρθει κοντά τους με πόδι ταύρου και τον επικαλούνταν ως άξιο ταύρο (Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση στον μύθο του θεού με το πόδι ταύρου παρουσιάζει ο Robert Graves στη «Λευκή Θεά» του). Ο Διόνυσος ήταν αυτός που είχε χαρίσει το λαμπερό στεφάνι στην Αριάδνη και αυτός που κρυβόταν ως πρόσωπο ταμπού στο κέντρο του Λαβυρίνθου. Σύμφωνα με μια αφήγηση που παραδίδει ο Υγίνος, υπήρξε θεϊκός σύζυγος της Αριάδνης πριν αυτή γνωρίσει τον Θησέα. Αποτελούσαν μαζί το βασιλικό ζευγάρι των Κρητικών μυστηρίων με τη διπλή υπόστασή τους, την υποχθόνια και την ουράνια. Οδηγούσαν όσους μυούνταν, στην ένωση με το θείο. Την ίδια δοκιμασία έπρεπε να περάσει και ο Θησέας για να σώσει τον εαυτό του και τον τόπο του. Σκοτώνοντας τον Μινώταυρο θυσίασε τον γήινο ταύρο-εαυτό του και αφού πέρασε το κατώφλι του θανάτου, αντίκρισε τον Αστέριο, τον θείο/Διονυσιακό αναγεννημένο στην υπέρτατη γνώση εαυτό του με τη μορφή του ουράνιου, συμπαντικού παιδιού. Έτσι -πάντα υπό την καθοδήγηση της Κυράς του Λαβυρίνθου και το φως του θεϊκού στεφανιού της- αναδύθηκε μ’ έναν στροβιλιζόμενο και εκστατικό χορό καινούργιος και ολοκληρωμένος.
Η ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ
Ο Θησέας πέρασε τη δοκιμασία του Λαβυρίνθου με επιτυχία, έσωσε τον εαυτό του και τους νέους και εξιλέωσε την Αττική. Είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Φεύγοντας από την Κρήτη, ο Θησέας έφτασε με τη συντροφιά του στο κοντινό νησάκι Δία ή στη Νάξο που τότε ονομαζόταν Δία. Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης. Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη. Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή;) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου. Ο θεός-ταύρος παρά τη φαινομενική του ήττα στην Κρήτη, εμφανίζεται θριαμβευτής μπροστά στην θεϊκή του σύζυγο και την οδηγεί στον ουρανό, όπου το λαμπερό της στεφάνι παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα άστρα ως «Βόρειος Στέφανος» ή λατινιστί «Corona Borealis».
Οι Κέλτες, σύμφωνα με όσα περιγράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, σ’ αυτόν τον αστερισμό τοποθετούσαν το σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, το Caer Arianrhod. Σ’ αυτό το κάστρο, περίμεναν σαν σε κάποιο βασιλικό καθαρτήριο οι διαπρεπείς ψυχές μέχρι να κερδίσουν την ανάσταση. Ο Γκρέιβς αναφέρει μάλιστα ότι η παράδοση του Σπειροειδούς Κάστρου στη Βρετανία επιβιώνει σ’ έναν χορό της υπαίθρου που λέγεται «Πασχαλινός Λαβύρινθος». Οι ομοιότητες με τον ελληνικό μύθο του Λαβυρίνθου και της Αριάδνης είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Άραγε υπήρξε κάποτε μία συγκεκριμένη μυητική τεχνική που περιλάμβανε με κάποιο τρόπο τον αστερισμό του Βορείου Στεφάνου σε σχέση με τη λατρεία μίας σεληνιακής-χθόνιας θεάς και ήταν κοινή για Έλληνες και Κέλτες; Μήπως ο Θησέας υπήρξε το ελληνικό σύμβολο του ανθρώπου που κατάφερνε να βγει από τον Λαβύρινθο, να επιστρέψει από το Σπειροειδές Κάστρο, να γυρίσει από τον Άλλο Κόσμο όντας κάτι παραπάνω από άνθρωπος, όντας ήρωας;
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη σαν να επρόκειτο για το δικό της alter ego, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης. Η σκοτεινή και μυστική όψη της Αριάδνης/Αριάγνης ως Κρητικής Περσεφόνης μόνο από τον θεό μπορεί να γίνει θεατή εκτός μυστηρίων. Η φωτεινή όψη της Αριάδνης γίνεται φανερή και στο όνομα της Αίγλης, της κόρης του Πανοπέως (μήπως του Ήλιου;), για χάρη της οποίας ο Θησέας εγκατέλειψε την κόρη του Μίνωα σε μια άλλη εκδοχή του μύθου. Διάφορες διηγήσεις θέλουν την Αίγλη να ονομάζεται επίσης και Κορωνίς. Αυτό το όνομα έφερε και η ερωμένη του Απόλλωνα, η άτυχη μητέρα του Ασκληπιού που πέθανε πυρπολημένη, επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό, τον Ίσχυ. Ενδιαφέρον προκαλεί στον προσεκτικό παρατηρητή μία αγγειογραφία που απεικονίζει την αρπαγή κάποιας κοπέλας με το όνομα Κορώνα από τον Θησέα. Μήπως ο Θησέας ήταν εκείνος ο ‘ισχυρός’ θνητός που για χάρη του η μητέρα του Ασκληπιού απαρνήθηκε τον Απόλλωνα, όπως η Αριάδνη είχε απαρνηθεί τον Διόνυσο; Μ’ έναν παράξενο τρόπο ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου φέρνει τις δύο θεϊκές συντρόφους ακόμη πιο κοντά. Η Κορωνίς ή Κορώνη αντανακλάται στην λατινική ονομασία Corona Borealis. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο αστερισμός φαίνεται στον ουρανό σαν να «στεφανώνει» τον αστερισμό του Οφιούχου που σχετίζεται με τον Ασκληπιό!
ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ο Θησέας, αφήνοντας πίσω του την Αριάδνη, έφτασε με τους υπόλοιπους νέους στην Δήλο. Εκεί αφιέρωσε στον Απόλλωνα το ξόανο της Αφροδίτης που του είχε δώσει η Αριάδνη. Στη Δήλο λατρεύτηκε ως Αγνή Αφροδίτη. Αφού θυσίασε στον θεό, ο Θησέας χόρεψε με τους Αθηναίους νέους γύρω από τον Κερατώνα βωμό (που ήταν φτιαγμένος μόνο από αριστερά κέρατα!) έναν χορό που οι Δήλιοι ονόμασαν γέρανο. Ο χορός αυτός αποτελούσε μιμητική αναπαράσταση της σπειροειδούς διαδρομής του Λαβυρίνθου και ίσως να ήταν η ίδια η Αριάδνη που τον είχε πρωτοδιδάξει στον Θησέα. Αναχωρώντας από την Δήλο κατευθύνθηκαν επιτέλους προς την Αθήνα. Εξαιτίας της μεγάλης τους χαράς για την σωτηρία των νέων και την απαλλαγή της Αθήνας από τον φρικτό φόρο αίματος ή εξαιτίας της γενικής θλίψης που επικρατούσε μετά την απώλεια της Αριάδνης, ο Θησέας και οι σύντροφοί του ξέχασαν να αντικαταστήσουν το πένθιμο μαύρο πανί του πλοίου με το χαρμόσυνο λευκό που τους είχε δώσει ο ίδιος ο Αιγέας ως σύμβολο της ασφαλούς επιστροφής τους. Ο άτυχος βασιλιάς που ατένιζε τη θάλασσα περιμένοντας να φανεί το αθηναϊκό καράβι, βλέποντάς το να αρμενίζει με μαύρα πανιά δεν άντεξε τη θλίψη για τον υποδηλούμενο χαμό του γιου και μοναδικού του διαδόχου και έπεσε στο κενό. Κάποιες διηγήσεις αναφέρουν ότι γκρεμίστηκε από τον βράχο της Ακρόπολης, ενώ άλλες ότι έπεσε από το Σούνιο στη θάλασσα που από τη στιγμή εκείνη ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Μ’ αυτή την τελευταία «θυσία» έκλεισε ο κύκλος της μινωικής ναυτικής κυριαρχίας και ξεκίνησε η εποχή της ακμάζουσας αθηναϊκής ναυτιλίας. Σε πολιτιστικό επίπεδο συντελέστηκε μία μεταφορά ηγεμονίας από την Κνωσό στην Αθήνα.
Κάποιοι αφηγητές αναφέρουν ότι υπήρχε ήδη μια γυναίκα που περίμενε την επιστροφή του Θησέα στην Αθήνα, η αμαζόνα Αντιόπη ή Ιππολύτη. Γενικά επικρατεί μία ασάφεια όσον αφορά τη χρονική διαδοχή των πολλών αρπαγών που διέπραξε ο Θησέας. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι οι τόσες αρπαγές γυναικών περιστρέφονταν ουσιαστικά γύρω από τον ίδιο πυρήνα και διηγούνταν τις αμέτρητες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Ο Πλούταρχος, ωστόσο, αναφέρει ξεκάθαρα ότι μόνο αφού πέθανε η Αντιόπη πήρε ο Θησέας ως σύζυγο τη Φαίδρα. Η Αντιόπη, η αμαζόνα με το σεληνιακό όνομα, χάρισε στον Θησέα ένα γιο τον Ιππόλυτο, ο οποίος σφράγισε τον κύκλο αίματος του ταύρου, αφού ο θάνατος τον βρήκε με τη μορφή ενός ταύρου που αναδύθηκε από τη θάλασσα. Φαίνεται ταιριαστός θάνατος για κάποιον που απέρριψε τον έρωτα μιας πριγκίπισσας της Κνωσού, της μητριάς του Φαίδρας. Η Φαίδρα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την συνδεδεμένη με τον ταύρο μοίρα της που ήδη είχε σημαδέψει την Ευρώπη, την Πασιφάη και την Αριάδνη. Απελπισμένη μετά τον θάνατο του Ιππολύτου κρεμάστηκε παραδομένη στο τραγικό πεπρωμένο που φαίνεται ότι ακολουθούσε κάθε γυναίκα της οικογένειάς της.
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Ο Θησέας ήταν ήδη πενήντα ετών, όταν έγινε ο πρώτος άρπαγας και σύζυγος της Ελένης, ενώ εκείνη δεν είχε φτάσει ακόμη σε ηλικία γάμου. Αυτή την αρπαγή, ωστόσο, δεν την έφερε μόνος του εις πέρας, αλλά με τη συντροφιά του Πειρίθου, επιστήθιου φίλου του από τη Θεσσαλία. Αποτελούσαν μαζί ένα δίδυμο αντίστοιχο των Διοσκούρων. Κάποτε οι δυο φίλοι βρέθηκαν στη Σπάρτη, όπου ο Θησέας είδε την Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και πόθησε να την αποκτήσει. Ο ήρωας μετά την αρπαγή οδήγησε την νεαρή νύφη στις Αφίδνες, όπου και την άφησε υπό την φροντίδα της μητέρας του Αίθρας, ενώ εκείνος αναχώρησε μαζί με τον Πειρίθου για νέες περιπέτειες. Και στην πρώτη της αρπαγή η Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου, καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και ήρθαν σε σύγκρουση με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Ο Θησέας τότε απουσίαζε σε μια παράτολμη επιχείρηση στον Κάτω Κόσμο. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
Η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη είχε ως αιτία και πάλι την αρπαγή μιας γυναίκας. Αυτή τη φορά όμως η ποθητή γυναίκα ήταν η φοβερή Περσεφόνη, η μυστική Κόρη, η ίδια η κυρία του θανάτου και της αναγέννησης. Ο Πλούταρχος προσπαθεί να συγκαλύψει το αδιανόητο μιας τέτοιας επιδίωξης γράφοντας ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους επισκέφτηκαν τον βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο, Αϊδωνέα με σκοπό να αρπάξουν την θυγατέρα του που ονομαζόταν Κόρη(!). Είναι φανερό ότι ο Πλούταρχος θέλησε είτε να εκλογικεύσει και να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σ’ ένα εγχείρημα καθαρά αλλοκοσμικό είτε να αμβλύνει τις όποιες εντυπώσεις από μια επιδίωξη που φάνταζε τόσο ανόσια. Οι περισσότερες διηγήσεις πάντως αναφέρουν ξεκάθαρα ότι το παράτολμο ταξίδι του Θησέα και του Πειρίθου είχε ως προορισμό του τον Κάτω Κόσμο και ως σκοπό την αρπαγή της νύφης του Άδη. Αναφέρεται μάλιστα ότι εισήλθαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο. Με κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν, αν και ζωντανοί, να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του Άδη τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Κύριος των νεκρών. Οι δύο ήρωες προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, αλλά ο θεός φάνηκε άξιος αντίπαλος στην πονηριά. Τους έβαλε να καθίσουν σε θρόνους σκαλισμένους στο βράχο, όσο εκείνος θα τους έφερνε δώρα φιλοξενίας. Το παντοδύναμο όπλο του θεού ήταν η λήθη. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους σαν μαρμαρωμένους ή αλυσοδεμένους με αόρατα δεσμά. Αυτή τη φορά ο Θησέας δεν είχε τη βοήθεια του θεϊκού θηλυκού για να οδηγηθεί ξανά στο φως. Η Περσεφόνη δεν έκανε καν αισθητή την παρουσία της. Η σιωπή και η απουσία της καταδίκασαν τον Θησέα και τον Πειρίθου.
Φυσικά οι δύο ήρωες ήταν μυημένοι, αλλιώς δεν θα κατάφερναν να φτάσουν στο σημείο που έφτασαν. Ίσως όμως υπερτίμησαν τις ικανότητές τους, καθώς το εγχείρημα που αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας να ταξιδέψουν, δηλαδή, ζωντανοί στο βασίλειο των νεκρών και να αρπάξουν τη βασίλισσά τους, προδίδει μια αλαζονεία. Σ’ αυτή την αποστολή κίνητρο δεν υπήρξε η σωτηρία της πόλης ούτε το κοινό καλό, αλλά ένα προσωπικό καπρίτσιο. Ο Θησέας μην έχοντας καμιά θεϊκή υποστήριξη απέμεινε εγκλωβισμένος, βυθισμένος στη λησμονιά. Η Περσεφόνη θα έμενε απρόσιτη για τον θρυλικό άρπαγα γυναικών. Το ίδιο απρόσιτη είχε μείνει ουσιαστικά και η Αριάδνη. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς εύστοχα παρατηρεί ότι η αποστολή του Θησέα στην Κρήτη και η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο ‘αποτελούν τα δύο μέρη ενός και του αυτού συμφυρμένου μύθου’. Ο κρητικός Λαβύρινθος με τις επτά σπείρες, το κέλτικο σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, η κατάβαση της Ίσιδος στον Κάτω Κόσμο μέσα από επτά στάδια και ο Κάτω Κόσμος του Άδη/Πλούτωνα και της Περσεφόνης αποτελούν πτυχές της ίδιας μυθολογικής παράδοσης.
Ο μυημένος Θησέας όμως έμελλε να μείνει γνωστός για μία μόνο θριαμβευτική έξοδο, αυτή από τον Κρητικό Λαβύρινθο. Η ύβρις που είχε διαπράξει με την εισβολή του στον Κάτω Κόσμο και κυρίως με την πρόθεσή του να απαγάγει την Περσεφόνη κι έτσι να διαταράξει την κοσμική ισορροπία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Ωστόσο, κάποια στιγμή ήρθε η σωτηρία στο πρόσωπο ενός άλλου μυημένου ήρωα, του Ηρακλή. Ο Ηρακλής μάλιστα, σύμφωνα με τον μύθο, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια ύστερα από παρότρυνση του Θησέα. Συνάντησε τους δυο ήρωες, όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον από το βράχο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ; ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΗΡΩΑ
Μετά τη διάσωσή του από τον Ηρακλή, ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όπου η πολιτική κατάσταση ήταν έκρυθμη, λόγω της μακροχρόνιας απουσίας του ηγέτη της. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη δυσαρεστηθεί με τον Θησέα, καθώς τους είχε οδηγήσει σε άσκοπες διαμάχες με τους Διόσκουρους που διεκδικούσαν την Ελένη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν καν παρών για να υπερασπιστεί τα κεκτημένα του. Ερμηνεύοντας την ανάγκη του ήρωα για περισσότερη γνώση, δύναμη και περιπέτεια ως έναν απερίσκεπτο τυχοδιωκτισμό, ύψωσαν εναντίον του τείχη μίσους και αμφισβήτησης. Ίσως από τη δική τους οπτική να μην είχαν και τόσο άδικο. Ίσως ο Θησέας υπερτίμησε την ικανότητα του αθηναϊκού λαού για αυτοδιαχείριση, νομίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα του άφηνε περιθώρια και για άλλες προσωπικές του επιδιώξεις. Απελπισμένος από την αδυναμία του να επιβάλει την πειθαρχία ακόμη και με τη βία, έφυγε για το νησί της Σκύρου. Εκεί, όπως περιγράφει ο Πλούταρχος, βρήκε το θάνατο από τον βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη ο οποίος τον έσπρωξε από την κορυφή ενός βουνού του νησιού στο κενό. Σ’ αυτή τη διήγηση του αποδίδεται ένας θάνατος αντίστοιχος με εκείνον του πατέρα του, Αιγέα. Τα υποτιθέμενα λείψανά του μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα στην Αθήνα μετά από χρησμό της Πυθίας και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Ποτέ, ωστόσο, δεν βρέθηκε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού επίσημος τάφος ή έστω κάποιο μνημείο του Θησέα. Το τέλος του δίχως σαφή ίχνη παρά μόνο εκατοντάδες χρόνια αργότερα φαντάζει περισσότερο με εξαφάνιση παρά με θάνατο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κερένυϊ. Ο Θησέας υπήρξε ο ήρωας που μυήθηκε στα Ελευσίνια και στα Κρητικά μυστήρια και ήρθε αμέτρητες φορές αντιμέτωπος με τις χθόνιες και αλλοκοσμικές δυνάμεις, καθώς και με την ίδια τη Μεγάλη Θεά της ζωής και του θανάτου σε διάφορες εκδηλώσεις της. Επιπλέον, ήταν ο μόνος άνθρωπος που στάθηκε μάρτυρας του αινιγματικού θανάτου (εξαφάνισης;) του Οιδίποδα. Ήταν εκείνος που με τη βοήθεια του θεϊκού έρωτα, ενώ κατέβηκε στα έγκατα της γης, έφτασε στα αστέρια και τη συμπαντική γνώση. Ένα τέλος σαν αυτό που του αποδίδεται μοιάζει παράταιρο, ακόμη και στα πλαίσια του μύθου. Μοιάζει σαν ένα τέλος δίχως σκοπό, κάτι που είναι οξύμωρο, αφού τέλος σημαίνει σκοπός. Μήπως αυτή η πτώση του Θησέα από τη βουνοκορφή στο κενό περιγράφει με κωδικό τρόπο μία εξέλιξη διαφορετική, ίσως μυστική και ακατανόητη για τους πολλούς; Μήπως επρόκειτο για την ύστατη μυητική πράξη και δοκιμασία; Γιατί όχι; Ίσως τελικά ο ήρωας να κατάφερε το οριστικό άλμα προς τα άστρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου