Το λεξικό μας πληροφορεί πως: "Δώρο είναι το άνευ αμοιβής ή ανταλλάγματος αυτοπροαιρέτως διδόμενον υπό τίνος εις άλλον αγαθόν ως δείγμα τιμής, φιλίας, ευαρέσκειας".
Τα λεξικά δε λένε ολόκληρη την αλήθεια γιατί αδιαφορούν για τις περιφράσεις. Και η "ολίγη αλήθεια" είναι καθαρός σουρεαλισμός, της ίδιας τάξης με το γνωστό λαϊκό σουρεαλισμό της "ολίγον εγκύου" γυναικός.
Κάποιες έννοιες, όπως η τιμή, η αλήθεια, η καλοσύνη είναι ανελαστικές και απόλυτες. Δεν μπορεί κανείς ούτε να τις αραιώσει νοηματικά ούτε να τις "νερώσει" συναισθηματικά χωρίς να τις καταστρέφει: Η "μισή αλήθεια" είναι ψέμα, ο "ολίγον ανέντιμος" είναι ολικά ανέντιμος.
Το δώρο ήταν αρχικά μια έννοια απόλυτα ανελαστική. (Παρακάτω θα δούμε το γιατί). Σήμερα, η ίδια έννοια, όπως και πάρα πολλές άλλες, απόκτησε την ελαστικότητα καλτσοδέτας: Ο καθένας της δίνει το νόημα που τον βολεύει και σχεδόν ποτέ αυτό που ορίζει το άκαμπτο λεξικό.
Το λεξικό λέει λοιπόν, πως το δώρο πρέπει να δίνεται χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος: Όταν κάνω ένα δώρο και πάρω σαν αντάλλαγμα ένα άλλο, τότε από δωρητής μετατρέπομαι σε έμπορο που κρατάει κατάστιχα για ένα "δούναι και λαβείν", ακριβώς όμοιο μ’ αυτό του μπακάλη. Πολύ συχνά, μάλιστα, κάποια άθλια ανθρωπάρια με βαθιά ριζωμένο μέσα-τους το ταλέντο της μπακαλικής, δεν κάνουν ποτέ δώρο μεγαλύτερης αξίας απ’ αυτό που δέχτηκαν, ώστε να έχουν έτσι ένα σταθερό κέρδος. Άλλοι, περισσότερο "τίμιοι" αλλά εξίσου μπακάληδες φροντίζουν να ανταλλάσσουν δώρα της ίδιας ακριβώς αξίας ώστε να υπάρχει σταθερό ισοζύγιο στις πληρωμές-τους.
Εν ολίγοις, το δώρο έχει μετατραπεί προ πολλού σε εμπόρευμα, ακόμα και στην περίπτωση που το προσδοκώμενο αντάλλαγμα δεν είναι ένα άλλο εμπόρευμα αλλά μια αναμενόμενη εξυπηρέτηση ή ακόμα μια πιθανή εύνοια. Σ’ αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις το δώρο δεν είναι παρά μια καλυμμένη και προσχηματική δωροδοκία, που διαφέρει από την άλλη μόνο από άποψη νομική: Δεν τιμωρείται από το Νόμο. (Η θεσμο-ποιημένη παρανομία είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ο αστός για να απαλαίνει τις ενοχές-του).
Το δώρο διατηρεί την αρχική του έννοια, αυτή που ορίζει το λεξικό, μόνο όταν είναι απόλυτα και κατηγορηματικά ανιδιοτελές, όταν δηλαδή δεν περιμένεις από τον δωρολήπτη κανενός είδους αντάλλαγμα.
Αλλά, πώς να αντιληφθείς το δώρο έτσι όταν η ίδια η θρησκεία έχει φροντίσει να ενσταλλάξει μεθοδικά μέσα σου, τη νοοτροπία του μπακάλη: Το "τάμα" για παράδειγμα, δηλαδή το υποσχεμένο "δώρο" προς το Θεό, είναι η πιο αστεία εμπορική δοσοληψία που μπορεί να υπάρξει: Για να αποσπάσεις την "εύνοια" του Θεού ή του Αγίου υπόσχεσαι εκ των προτέρων ένα υλικό αντάλλαγμα, που το δίνεις μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο Θεός ή ο Άγιος πέσει στην παγίδα της δωροδοκίας που του έστησες. Στην αντίθετη περίπτωση τον "τιμωρείς" με τη στέρηση της "νόμιμης αμοιβής" του. Αντίθετα η αποδοχή του δώρου από τον Θεό ή τον Άγιο τον κάνει συνένοχο στο αδίκημα της παθητικής ή ενεργητικής δωροληψίας.
Ομοίως, ο στην κυριολεξία συναλλασσόμενος με το Θεό του πιστός, αποτιμάει σχεδόν πάντα ποσοτικά την αξία της "θείας δωρεάς": Δεν έχουν όλες οι λαμπάδες το ίδιο μέγεθος και το ταπεινό κεράκι θεωρείται ανεπαρκέστατο σαν αντάλλαγμα για μια σοβαρή "θεϊκή προσφορά".
Πίσω από κάθε δωρεά κρύβεται σχεδόν πάντα μια απόπειρα δωροδοκίας, περισσότερο ή λιγότερο φανερή. Συχνά αυτή η απόπειρα εγγίζει το όριο του γελοίου, όπως στην περίπτωση του "τάματος".
Σ' άλλες περιπτώσεις, η θεσμοποιημένη δωροδοκία παίρνει χαριτωμένες μορφές. Τέτοια είναι η περίπτωση του "πουρμπουάρ". Σε ακριβή μετάφραση, τούτη η γαλλική έκφραση σημαίνει "για να πιεις". Δίνεις κάτι ψιλά στο γκαρσόνι για να "πιει στην υγιειά σου", αλλά αυτός ο άθλιος αδιαφορεί πλήρως για σένα και προτιμάει να τα κοπανίσει "εις υγείαν του κορόιδου", όταν βέβαια δε βάζει το πουρμπουάρ στον κουμπαρά για ν' αγοράσει παπούτσια στο ξιπόλητο παιδί του.
Όπως και νάναι, το πουρμπουάρ είναι κι αυτό μια απόπειρα δωροδοκίας: Όταν δεν εξαγοράζουμε τις ευχές του γκαρσονιού για την υγεία-μας, εξαγοράζουμε σίγουρα την εύνοιά του προκειμένου να μας περιποιηθεί καλύτερα την άλλη φορά.
Κι επειδή συνήθως αμελούμε τα δωροδοτικά μας καθήκοντα, τα γκαρσόνια φρόντισαν να ενσωματώσουν το πουρμπουάρ στην τιμή, για να μας πουν έτσι έμμεσα πως πρέπει να κόψουμε τη φρικαλέα συνήθεια να δωροδοκούμε τους πάντες, από γκαρσόνια μέχρι Αγίους.
Τον ίδιο δρόμο του πειθαναγκασμού ακολούθησαν και οι εργαζόμενοι, όσον αφορά το "δώρο των εορτών", που τώρα πια δε λέγεται δώρο αλλά "δέκατος τρίτος μισθός". Δώρο ήταν όταν ο εργοδότης παρίστανε το γενναιόδωρο και ευσπλαχνικό, κάνοντας πως ξεχνάει ότι αυτό το δώρο ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν το έδωσε αυτόβουλα. Του το απέσπασαν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους. Το δώρο προς τους εργαζόμενους δεν είναι δώρο. Είναι η παρακράτηση που κάνει ο εργοδότης από τους δώδεκα μισθούς για να φτιάξει ένα δέκατο τρίτο. Το δώρο λοιπόν, είναι κάτι από τα πολλά που ο εργοδότης χρωστάει στον εργαζόμενο. Τα υπόλοιπα θα τους τα δώσει μόνο αν αναγκαστεί να αποδώσει ολόκληρη την παρακρατημένη υπεραξία, πράγμα που απαιτεί πολλούς εργατικούς αγώνες ακόμα.
Το δώρο στα τουρκικά λέγεται μπαχτσίς. Την τούρκικη λέξη τη χρησιμοποιούμε και σήμερα για να δηλώσουμε το της δωροδοκίας τίμημα. Όμως, το μπαχτσίς, έχει μια έννοια πολύ πλατιά και πολύ σωστή: Συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφές δωροδοκίας, φανερές και καλυμμένες. Μπαχτσίς λεν οι Τούρκοι, που μας δίδαξαν την τέχνη της δωροδοκίας, ακόμα και την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, ακόμα και το τάμα στον Αλάχ. 'Αλλωστε, το μπαχτσίς είναι καθαγιασμένο κι από το Κοράνι, όπου υπάρχει ειδικό προς τούτο κεφάλαιο.
Συνεπώς οι Τούρκοι, μεγάλοι εξπέρ του μπαχτσίς και πιο τίμιοι από μας είναι, μιας και τολμούν να λεν τα πράγματα με το όνομά τους, και πιο αποτελεσματικοί στις συναλλαγές-τους αποδείχνονται μιας και η θρησκεία τους τους επιτρέπει να μην έχουν δωροδοκικούς ενδοιασμούς. (Η τουρκική εξωτερική πολιτική πρέπει κάποτε να μελετηθεί κάτω από το κορανικό πνεύμα του μπαχτσίς).
Το Δώρο δεν ήταν πάντα το εξευτελισμένο πράγμα που είναι σήμερα. Ο μεγάλος κοινωνιολόγος Μαρσέλ Μως στο μνημειώδες έργο του "Το Δώρο" (έκδοση Καστανιώτη, μετάφραση Άννα Σταματοπούλου - Παραδέλη, εισαγωγή Σωτήρη Δημητρίου) δίνει σαφείς ερμηνείες για την καταγωγή του θεσμού του δώρου.
Λέει, λοιπόν, ο Μως πως οι προϊστορικοί άνθρωποι άρχισαν να ανταλλάσσουν δώρα μεταξύ τους διότι πίστευαν πως τα πράγματα έχουν ψυχή. Συνεπώς το δώρο αποκαθιστούσε έναν ψυχικό δεσμό ανάμεσα στο δότη και το δέκτη: Η ψυχή του πράγματος, όντας από την ίδια "ουσία" με την ψυχή του ανθρώπου,έπαιζε, κατά κάποιον τρόπο, ρόλο συγκολλητικής ουσίας ανάμεσα στις ψυχές των ανθρώπων, πράγμα που διαφύλαγε τη συνοχή της κοινότητας.
Ακόμα, το δώρο, όντας ψυχή, ασκούσε ένα μαγικό έλεγχο πάνω στο δωρολήπτη. Μ' αυτό τον πρωτόγονο αλλά άκρως ποιητικό τρόπο, ο δωρολήπτης δεν μπορούσε να κάνει εγωιστικής τάξης ζαβολιές.
Άλλωστε, το δώρο, όντας ταυτόχρονα ένα υλικό αγαθό και μαζί μια ψυχή γινόταν το σύμβολο της προσφοράς προς ολόκληρη την κοινότητα τόσο των προσωπικών υλικών αγαθών του καθένα όσο και του ίδιου του εαυτού-του. Καμιά φορά νοσταλγεί κανείς τον πρωτογονισμό των πρωτόγονων. Που σίγουρα είναι προτιμότερος απ' τον πρωτογονισμό των σύγχρονων. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό από το να είσαι βάρβαρος και μαζί μοντέρνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου