Εκπληρώνοντας τις ανάγκες του και ακολουθώντας τις φιλοδοξίες του, επιχειρεί να προσδώσει νόημα στη ζωή του. Η συνειδητοποίηση του ποιοι αυθεντικά είμαστε κάθε φορά και για ποιο λόγο υπάρχουμε, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για την επανεκτίμηση των στόχων μας.
Ο βασικότερος στόχος κάθε ανθρώπου, είναι: η ολοκλήρωση του εαυτού, μέσα από την συνάντηση με την ουσία της ύπαρξής - το Είναι του.
Η απλοποίηση και η ευκρίνεια των στόχων, μπορεί να καταστήσει την ζωή ουσιαστικότερη και υγιέστερη. Αρκεί οι ακόρεστες συσσωρεύσεις των υλικών αγαθών, να μετριάσουν τις πραγματικές μας ανάγκες, ώστε να μην παρεμποδίσουν την πορεία μας και γίνουν τροχοπέδη.
Όμως, κάποια στιγμή της ζωής, o άνθρωπος ενδέχεται να αναγκαστεί να απαλλαγεί από τα περιττά φορτία των υλικών κτήσεων που κουβαλά. Τότε μην έχοντας που αλλού να κρατηθεί, θα υποχρεωθεί κάποια στιγμή να εστιάσει μέσα του: εκεί που οι πορείες αληθεύουν εντός του.
Στο βάθος της ύπαρξής, θα συναντήσουμε την εσωτερική ελευθερίας. Εκεί θα βρεθούν οι τρόποι αποδέσμευσης, από τις προκαταλήψεις σκέψεων, συναισθημάτων και ενεργειών που την επιβαρύνουν. Ίσως όμως να μην είναι τα πράγματα και τα συμβάντα αυτά καθ’ αυτά, τα οποία πρέπει να αποχωριστεί απαραίτητα κάποιος, αλλά οι κυρίαρχες επιθυμείς -για όποια από αυτά- που τον κρατούν δέσμιο.
Η ανάγκη να απλουστέψουμε τη ζωή, έρχεται πολλές φορές επιτακτικά και μας ωθεί, στο να αρκεστούμε στα λίγα, τα απαραίτητα και τα αναγκαία. Τότε προβάλλουν στο προσκήνιο, εκείνα που κρατάνε δέσμιο το εγώ μας. Μήπως όμως είναι εν τέλει οι αρνητικές σκέψεις, τα αρνητικά συναισθήματα και οι επιθυμίες πολύ περισσότερο, που μας καθηλώνουν και δεν ικανοποιούν τις αληθινές μας ανάγκες; Τότε γίνεται πραγματικός ο απολογισμός αυτών που έχουν αληθινή και ουσιαστική σημασία και δίνουν ποιότητα στην ζωή και την ευτυχία μας.
Ενδέχεται να μην έχει τόσο σημασία τι έχουμε, αλλά το τι νόημα εμείς προσδίδουμε, σε αυτά τα οποία συμβάλλουν αληθινά, στην εξελικτική πορεία της ζωής μας.
Για αυτόν το λόγο, δεν είναι απαραίτητο να απαρνηθούμε αυτά τα εξωτερικά της ύλης που μας περιβάλλουν, αλλά να αλλάξουμε την εσωτερική ματιά, προς μια καινούργια στάση ζωής. Εκείνο που δίνει αξία και νοηματοδοτεί τη σχέση του έξω με το μέσα, καθώς και το κατέχειν, πάντοτε θα συνδιαλέγεται και θα συναντά το Είναι μας. Εντός Του, όλα συνυπάρχουν ως συμπληρωματικά.
Ποιο το Είναι που ιδιά-ζει με εμάς
Ποιο είναι λοιπόν εκείνο το Είναι, το οποίο συν-διαλέγεται με τα όντα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα πράγματα, και τα συμβάντα που εκδηλώνονται στη ζωή;
Οντολογία είναι η επιστήμη η οποία δεν ασχολείται με το “τι” των πραγμάτων, αλλά με την ουσία της ύπαρξης τους -ως το Είναι τους.
Το Είναι φωτίζει την ουσία των πραγμάτων.
Έτσι, το Είναι και τα όντα, -όπως ο άνθρωπος-, δηλώνουν ένα και το αυτό πράγμα. Μέσα από τις υπερβάσεις Του (το Είναι), αποκαλύπτει την ουσία των όντων. Ενώ τα οντά, με τις διαιρέσεις που προκαλούν, μέσα από σκέψεις, συναισθήματα και ενέργειες, αποκρύπτουν την ουσία του Είναι τους, το ίδιο προκαλει φανερώσεις. Δεν αποσπάται ποτέ από τα όντα, για αυτό είναι Εκείνο, όπου πάντοτε τα φωτίζει. Εντός Του, τίποτα και πότε δεν αντι-κειμενο-ποιείται. Όλα είναι παρευρισκόμενα και παρόντα (εντός Του), ως υποκείμενα και αναπόσπαστα περιεχόμενα Του.
Η κατανόηση της διαφοράς των όντων από το Είναι, ως προς τα φαινόμενα και τα αφανή, είναι αυτή που αποκαλύπτει την κοινή τους ουσία. Ακυρώνει τους διαχωρισμούς, στον φαινόμενο κόσμο των διαιρέσεων που ζούμε, αναδεικνύοντας το εδώ-Του-Είναι, ως παράσταση. Αυτό το ίδιο Είναι, είναι που παρ-ίσταται και μας συν-ιστά, ως προς την ουσία μας. Η παρεύρεση Του, δεν συνιστά διαλεκτική σχέση με τα οντά, αλλά είναι ταυτοτική. Συμμετέχει ενεργά μέσα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις ενέργειες και τα συμβαίνοντα στο εκάστοτε παρόν Του.
Η διαλεκτική σχέση προκύπτει δευτερογενώς, ένεκα της οντολογικής διαφοράς. Την οντολογική διαφορά την κατανοούμε από τα αδιέξοδα που μας προκύπτουν. Τότε καθίσταται αναγκαίος ο διάλογος εντός μας, για μία ουσιαστική συνάντηση με το Είναι.
Κατα τον Heidegger: “Η οντολογική διαφορά, είναι το κρυμμένο θεμέλιο επάνω στο οποίον οικοδομείται η απόλυτη έννοια της”, όπως την ορίζει ο Πλάτωνας.
Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση, είναι το σημείο συνάντησης - μηδενικής απόστασης- του αυθεντικού εαυτού, με το Είναι εντός μας.
Η ιδέα σαν την Ανατολή του Ήλιου, επιτρέπει σιγά-σιγά να βλέπουμε τα φαινόμενα, με τον τρόπο με τον οποίον μας φαίνονται κάθε φορά, και όχι όπως πραγματικά είναι. Το Φως του Ήλιου, μας δείχνει μια όψη της Αλήθειας του Είναι, ως ιδέα.
Ο Heidegger γράφει: “Η ιδέα είναι το φαίνεσαι, που δανείζει σ’ αυτά που είναι παρόν την όψη”. Η ουσία της ιδέας είναι ότι, κάτι φαίνεται όπως ακριβώς είναι, στο βαθμό που μπορούμε να δούμε την Αλήθεια του. Αυτό που επιχειρεί να φανερωθεί σε εμάς, είναι εκείνο το κοινό, που ιδιά-ζει (όμοια-ζει) με την ουσία του Είναι.
Το Είναι καθίσταται προσβάσιμο, μέσω της πλατωνικής ιδέας. Για όποιον στρέψει την νοητική του ματιά στην ιδέα, εκείνη θα του αποκαλύπτει την όψη του Είναι, μέσα από τα πράγματα. Έτσι το Νοείν σχετίζεται με το Είναι: μέσω της πλατωνικής ιδέας. Στην ουσία της, η ιδέα μας καθιστά προσβάσιμο το ίδιο το Είναι. Τότε Αυτό(το Είναι) με τη σειρά του, φανερώνει την Αλήθεια Του, μέσα από τις σχέσεις που πραγματώνει προς τα όντα.
Πραγματικότητα είναι οι πραγματώσεις(ως φανερώσεις) του εδώ-του-Είναι, μέσα από τα όντα. Μόνο ότι συνδέεται με το Είναι, συνιστά τι πραγματικότητα. Επειδή ακριβώς όλα είναι περιεχόμενα του Είναι, η οποιαδήποτε ενασχόληση αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων, αποκαλύπτει την δική μας σχέση με το Είναι: ως τον ουσιαστικό νοηματικό λόγο, να υπάρχουμε αυθεντικά. Γι’ αυτό, με ό,τι ασχοληθούμε σε βάθος, για τον εαυτό μας μαθαίνουμε και τη σχέση με το Είναι, μέσω αυτής της ενασχόλησης.
Για να προσεγγίσουμε την Αλήθεια όμως, χρειάζεται ένα νοείν, το οποίο ως εν-(να)-νοεί, να προσβλέπει προς την Ιδέα.
Η Αλήθεια, για να γίνει ορατή και να συνδεθεί με την ανθρώπινη νόηση, χρειάζεται το μέτρο του να εν-νοείται ως ομοίωση. Να νοείται δηλ. ως Εν με το όμοιο του. Στο βαθμό που αποκλίνει από την ομοίωση, η ιδέας θα αποτελεί κριτήριο της θέασης ή μη, ως αποκάλυψη της αληθούς όψεως του Είναι. Αφού όμως η Ιδέα θεμελιώνει την Αλήθεια, και την αποκαλύπτει -κατά τον Πλάτωνα-, σημαίνει ότι (η Αλήθεια) δεν είναι το πρωτογενές, (αλλά η Ιδέα).
Όταν το πρωτογενές είναι η Ιδέα, τότε αυτή, προϋποθέτει την ομοίωση της, προς την όψη του Είναι. Αυτό διότι, το θεμελιώδες αξίωμα επιτάσσει, όλα να είναι περιεχόμενα του Είναι, για να προσδίδουν έλλογο υπαρκτικό νόημα: ως Λόγο Σχέσης μοναδιαίας. Μόνο όμως ως ομοίωση, απαραίτητα αποκαλύπτει το Είναι την ουσία του ενός ειδείν(ως ιδέα), ώστε να Αληθεύει μέσα από τα οντά. Αν διαχωριστεί η Ιδέα από το Φως του Είναι οδηγεί, στην συσκότιση και πλάνη, όπως και κάθε διαχωρισμός. Εδώ απαιτείται η μέγιστή προσοχή που θα πρέπει να θυμόμαστε. Η ιδέα δεν είναι κάτι ξεχωριστό από το Είναι, αλλά το παραγωγό του*.
Το ειδείν ως απαρέμφατο, δεν παρεμβαίνει και δεν αφορά το υποκείμενο ή το αντικείμενο. Αναφέρεται και αφορά την διαδικασία του οράν, προς το όμοιό του, στο ενιαίο πεδίο εντός του Είναι. Μέσω αυτής της πρακτικής, η θέαση είναι δυνατή, όταν όλα ομοίως αναζητούν το οιδείν:, ως το εντός του Είναι της σχέσης. [Γραφολογικά το πρώτο γράμμα “ε” στην λέξη “ειδείν”, αφορά τις διαδικασίες θέασης που σχετίζονται με τον φαινόμενο κόσμο, έξω μας. Το γράμμα “ο” στην λέξη “οίδα” αφορά τον περίκλειστο υπαρκτικό χώρο θέασης -εντός του Είναι]. Στο βαθμό όπου όλα συνυπάρχουν νοηματικά -ως έννοιες- φανερώνουν την ουσία τους ως ιδέα, μέσα από την διαφορετικότητα της όψης του Είναι που εκπροσωπούν.
Το νοείν αναφέρεται στο εννοείν ως εν-νοείν.
Έτσι το εν-νοείν και το Είναι του Παρμενίδη, αυτοαναφέρονται ως Σχέση Σκέψης ταυτονικής. Ομοίως και το κατα-νοείν, αναφέρεται ως το εδώ-του-Είναι, το οποίο σχετίζεται αποκαλυπτόμενο με νοητική σύλληψη: Κατ-ερχόμενο μετ-ουσιώνει την ουσία των όντων.
Εν τέλει, κάθε ερώτημα, στο ίδιο παρμενίδειο ενιαίο Είναι των όντων απευθύνεται. Οποία δε κι αν είναι η απάντηση, εξ Αυτού εκπορεύεται, ως αυτοαναφορά. Φανερώνει έτσι, τον βαθμό της ανθρώπινης κατανόησης: μέσα από σκέψεις, συναισθήματα, προθέσεις και ενέργειες.
Όταν λησμονούμε την προέλευση της αυθεντικής ουσίας της ύπαρξης, αυτή επικαλύπτεται κρυπτόμενη, πίσω από τις φαινομενικές διάφορες. Και εμείς τότε ασχολούμαστε με το “τι” των όντων και όχι με την ουσία τους, χάριν της οποίας εντός του Είναι υπάρχουμε. Τότε ως επακόλουθο, επέρχεται η λήθη του Είναι.
Μέσα από τη διαδικασία της ανάμνησης, επανέρχεται και πάλι στην μνήμη η ενθύμηση της Αλήθειας του Είναι: ως κάλεσμα επανόρθωσης.
Έτσι επαληθεύεται η διατύπωση του Σωκράτη: ”Η μάθηση είναι ανάμνηση”.
Κανένα επιχείρημα ως προς την αλήθεια που αυτό εκφράζει, δεν είναι τόσο ισχυρό, στέρεο και πειστικό όσα αυτό της προσωπικής εμπειρίας. Όταν μάλιστα αυτό είναι που προσδίδει μία εσωτερική ευδαιμονία στον άνθρωπο.
Τα συμβάντα γύρω μας, αντικατοπτρίζουν το μέσα μας: έρχονται και παρέχονται σαν την παλίρροια. Βρισκόμαστε όμως στη ζωή, για να κερδίσουμε την εμπειρία από τις διακυμάνσεις, αυτού που μένει αναλλοίωτο χρόνο: το ίδιο το Είναι. Αυτό πρέπει επίμονα να αναζητάμε. Είναι εκείνο που μας δανείζει την διάρκεια του στο άχρονο, ώστε να βιώσουμε -έστω και παροδικά- την ικανοποίηση με την συμμετοχή μας.
Κουρασμένοι από τις αντιφάσεις που μας δημιουργούν συναισθηματικές εμπλοκές, αναζητούμε τις άφθαρτες εκείνες αξίες, οι οποίες μας συνδέουν με την αυθεντική ουσία της ύπαρξης.
Όμως την ασφάλεια που ζητάμε, πρώτα θα την εντοπίσουμε μέσα μας. Τότε ευκολότερα θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις οποίες εξωτερικές δυσκολίες: με υπερβάσεις που το Είναι μας παρέχει. Οι εξωτερικές δυσκολίες, όταν δημιουργούνται από αντίξοες συνθήκες, μπορούν να ξεπεραστούν, με την εσωτερική ενίσχυση που ανατροφοδοτεί το έργο μας.
Στην ουσία όμως, ποτέ δεν είμαστε μόνοι. Αυτό από το οποίο αντλούμε δύναμη, βρίσκεται μέσα στα βάθη της ύπαρξης: ως Είναι. Οι φιλοσοφικές ιδέες, θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες ελπίδες και εμπιστοσύνη στην αιώνια βεβαιότητα της ολοκλήρωσης του σκοπού, που το Είναι μας έχει αναθέσει να φέρουμε εις πέρας.
Το πρότυπο μας είναι Αυτό και η κάθε κίνηση του ανθρώπου θα πρέπει να προσβλέπει, πάντοτε να συναντά την ολοκλήρωση του: μέσα από την πλατωνική ιδέα, όπου φωτίζει χωρίς ορούς και προϋποθέσεις την όψη του δικού μας Είναι: ως εγώ Είμαι…κάθε φορά αυτό που σκέφτομαι, αισθάνομαι και εν-έργω-ποιώ.
------------------------
*Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η προϋπόθεση για την συνάντησης μας με το Είναι, είναι η ιδέα. Ο προ-πλατωνικός Παρμενίδης, εις εκ των μεγίστων φιλοσόφων, διατυπώνει ότι: προϋπόθεση κάθε υπάρχοντος είναι μόνο Είναι. Εκεί, όπου “Όλα είναι ένα”, ως περιεχόμενα Του. Η πλατωνική ιδέα, (όπως και κάθε άλλη), δύναται να προσδώσει νόημα Αλήθειας, μόνο όταν νοηθεί ως περιεχόμενο του ίδιου ενιαίου Είναι. Το απολύτως πρωτογενές των πάντων: είναι αυτό που ιδιά-ζει με το Είναι και μόνο. Όλα τα άλλα είναι παράγωγα του. Κάθε άλλο θεωρούμενο ως πρωτογενές, προκαλεί διαίρεση στον νου, άρα και την μη θέαση του Είναι.
Ο Πλάτωνας είναι βαθιά επηρεασμένος από το Παρμενίδη και το φιλοσοφικό του λόγο, εκφράζοντας το θαυμασμό του. Αναφέρεται για τις συζητήσεις που έκαμνε ο Παρμενίδη και του προκαλούσε εντύπωση η μέθοδο με τις ερωτήσεις που διατύπωνε: ”Όπως μου έτυχε κάποτε να δω τον Παρμενίδη να κάνει χρήση και τον άκουσα να διεξάγει συζητήσεις, όταν εγώ ήμουνα νέος και εκείνος πολύ πλέον γερασμένος”(Πλάτων Σοφιστής 217c).
Επιπλέον ο Πλάτωνας με ανυπέρβλητή ειλικρίνεια, μας αναφέρει για το Παρμενίδη: “Mου φαίνεται ότι διαθέτει μία δύναμη που δηλώνει ένα βάθος γεμάτο ευγένεια. Παρόλα αυτά, φοβάμαι ότι μπορεί να μην κατανοούμε τα λόγια του και υστερούμε πολύ περισσότερο από το πνεύμα με το οποίο μίλησε. Φοβάμαι ακόμα περισσότερο ότι, αυτό που σκεπτόταν όταν τα έλεγε αυτά, μας υπερβαίνει”(184α).
Εδώ μας ομολογεί ότι, ακόμα και στο έργο του Πλάτωνα «Παρμενίδης», δεν κατάφερε να συλλάβει πλήρως το λόγο του, ώστε να τον κατανοήσει, καθότι τον υπερβαίνει και τον ίδιο. Αυτή η ειλικρινής αποκάλυψη του Πλάτωνα, αποδεικνύει ότι: ο λόγος του Παρμενίδη, δεν είναι για να κατανοηθεί γνωστικά, αλλά να βιωθεί εσωτερικά, η οικουμενική του Αλήθεια. Ενδέχεται αυτό να συνέβη και στον ίδιο το Πλάτωνα. Στην προσπάθεια του δηλ. να κατανοήσει και να συλλάβει νοητικά σε βάθος τον Παρμενίδη, άγγιξε τα όρια του νου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί βαθύτερα εντός του, ώστε να συναντήσει την συνδρομή του συναισθήματος. Και αυτό το συν-αισθανόμενο, ανταποκρίθηκε στην αποκάλυψη της βιωματικής προσωπικής του εμπειρίας: ως κάλεσμα σχέσης με το Είναι. Ενδέχεται όμως επίσης, εσκεμμένα να προέβη σε αυτή την ομολογία, ώστε να μας κινήσει την περιέργεια, να εμβαθύνουμε βαθύτερα μέσα μας, για να βιώσουμε και εμείς την εμπειρία της Αλήθεια του Είναι. Σε κάθε πτέρωση ο Πλάτωνας με το πλούσιο έργο του, συγκαταλέγεται στους μέγιστους αρχιτέκτονες φιλοσοφικών διαλογικών.
Στους πλατωνικούς διαλόγους του έργου «Σοφιστής», με τον Ελεάτη ξένο, -οπαδό της ελεατικής φιλοσοφικής σχολής με ιδρυτή το Παρμενίδη-, τον αναφέρει ως “πατέρα Παρμενίδη”. “Υποστήριζε ότι μία επαναξιολόγηση των απόψεων του Παρμενίδη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εν είδος πατροκτονίας, στην οποία δεν θα ήθελε να υποπέσει”(241d3). Με αυτή του την ομολογία, ο Πλάτωνας δείχνει ότι αναγνωρίζει την θεωρία του Παρμενίδη, ως ανώτερη της δίκης του, διότι την εμπεριέχει. Έτσι η θεωρία περί της ιδέας, αποκτά νόημα αλήθειας, μόνο όταν την εξισώσουμε και την ομοιώσουμε ως περιεχόμενο του Είναι. (Παρ’ όλα αυτά, απαιτείται η περαιτέρω εμβάθυνση από το αναγνώστη, ώστε να αναδείξει ο ίδιος, την αλήθεια της ισχύος της ή μη).
Η ιστορική καταγραφή του Είναι, εξιστορεί την πορεία της ανθρωπότητας που αναζητά την αλήθεια στην καθολικότητα του Είναι. Χωρίζεται δε σε προ-πλατωνική και μετά-πλατωνική περίοδο. Αυτός ο διαχωρισμός ενδέχεται να περιγράφει μια ρωγμή στην ακεραιότητα του Είναι, αν παρανοηθεί η πλατωνική Ιδέα. Αρχής γενομένης από το Πλάτωνα -με την ιδέα- προκύπτουν αλλεπάλληλες διαιρέσεις, που τεμαχίζουν το Είναι και το καθιστούν αθέατο στις μέρες μας, οδηγώντας μας όλο και περισσότερο στην τύφλωση, η οποία προκαλείται από την μη θέαση του ακέραιου Είναι.
Ίσως αν ενσκήψουμε στον προ- πλατωνικό φιλοσοφικό στοχασμό, η καθαρότητα του φωτός που εκπέμπει, να μας προκαλέσει το θαυμασμό, ώστε να στρέψουμε την προσοχή βαθύτερα εντός μας, και να αναζητήσουμε την διαλεύκανση της φανέρωσή Του.
Ο παρμενίδειος λόγος, γίνεται το πρίσμα του Εν-Είναι ως παν -συνεργατικά- όπου όλα βρίσκουν και εμπλουτίζουν την προοπτική και τον προορισμό τους -απ’ όπου και αν προέρχονται- τον αληθεύουν.
Εν τέλει, η μόνη προϋπόθεση Αλήθειας είναι, όταν απροϋπόθετα ο άνθρωπος, αποκτά την βιωματική εμπειρία ζωής ώστε να του γίνει βεβαιότητα: πως σε κάθε περίπτωση, θα είναι ο ίδιος ενταγμένο, στην αγκαλιά της Αγάπης του Είναι. Διότι χωρίς όρους, γίνεται αποδεκτός στην προοπτική του Ευ Ζειν εντός Του.
Ο Πλάτωνας είναι βαθιά επηρεασμένος από το Παρμενίδη και το φιλοσοφικό του λόγο, εκφράζοντας το θαυμασμό του. Αναφέρεται για τις συζητήσεις που έκαμνε ο Παρμενίδη και του προκαλούσε εντύπωση η μέθοδο με τις ερωτήσεις που διατύπωνε: ”Όπως μου έτυχε κάποτε να δω τον Παρμενίδη να κάνει χρήση και τον άκουσα να διεξάγει συζητήσεις, όταν εγώ ήμουνα νέος και εκείνος πολύ πλέον γερασμένος”(Πλάτων Σοφιστής 217c).
Επιπλέον ο Πλάτωνας με ανυπέρβλητή ειλικρίνεια, μας αναφέρει για το Παρμενίδη: “Mου φαίνεται ότι διαθέτει μία δύναμη που δηλώνει ένα βάθος γεμάτο ευγένεια. Παρόλα αυτά, φοβάμαι ότι μπορεί να μην κατανοούμε τα λόγια του και υστερούμε πολύ περισσότερο από το πνεύμα με το οποίο μίλησε. Φοβάμαι ακόμα περισσότερο ότι, αυτό που σκεπτόταν όταν τα έλεγε αυτά, μας υπερβαίνει”(184α).
Εδώ μας ομολογεί ότι, ακόμα και στο έργο του Πλάτωνα «Παρμενίδης», δεν κατάφερε να συλλάβει πλήρως το λόγο του, ώστε να τον κατανοήσει, καθότι τον υπερβαίνει και τον ίδιο. Αυτή η ειλικρινής αποκάλυψη του Πλάτωνα, αποδεικνύει ότι: ο λόγος του Παρμενίδη, δεν είναι για να κατανοηθεί γνωστικά, αλλά να βιωθεί εσωτερικά, η οικουμενική του Αλήθεια. Ενδέχεται αυτό να συνέβη και στον ίδιο το Πλάτωνα. Στην προσπάθεια του δηλ. να κατανοήσει και να συλλάβει νοητικά σε βάθος τον Παρμενίδη, άγγιξε τα όρια του νου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί βαθύτερα εντός του, ώστε να συναντήσει την συνδρομή του συναισθήματος. Και αυτό το συν-αισθανόμενο, ανταποκρίθηκε στην αποκάλυψη της βιωματικής προσωπικής του εμπειρίας: ως κάλεσμα σχέσης με το Είναι. Ενδέχεται όμως επίσης, εσκεμμένα να προέβη σε αυτή την ομολογία, ώστε να μας κινήσει την περιέργεια, να εμβαθύνουμε βαθύτερα μέσα μας, για να βιώσουμε και εμείς την εμπειρία της Αλήθεια του Είναι. Σε κάθε πτέρωση ο Πλάτωνας με το πλούσιο έργο του, συγκαταλέγεται στους μέγιστους αρχιτέκτονες φιλοσοφικών διαλογικών.
Στους πλατωνικούς διαλόγους του έργου «Σοφιστής», με τον Ελεάτη ξένο, -οπαδό της ελεατικής φιλοσοφικής σχολής με ιδρυτή το Παρμενίδη-, τον αναφέρει ως “πατέρα Παρμενίδη”. “Υποστήριζε ότι μία επαναξιολόγηση των απόψεων του Παρμενίδη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εν είδος πατροκτονίας, στην οποία δεν θα ήθελε να υποπέσει”(241d3). Με αυτή του την ομολογία, ο Πλάτωνας δείχνει ότι αναγνωρίζει την θεωρία του Παρμενίδη, ως ανώτερη της δίκης του, διότι την εμπεριέχει. Έτσι η θεωρία περί της ιδέας, αποκτά νόημα αλήθειας, μόνο όταν την εξισώσουμε και την ομοιώσουμε ως περιεχόμενο του Είναι. (Παρ’ όλα αυτά, απαιτείται η περαιτέρω εμβάθυνση από το αναγνώστη, ώστε να αναδείξει ο ίδιος, την αλήθεια της ισχύος της ή μη).
Η ιστορική καταγραφή του Είναι, εξιστορεί την πορεία της ανθρωπότητας που αναζητά την αλήθεια στην καθολικότητα του Είναι. Χωρίζεται δε σε προ-πλατωνική και μετά-πλατωνική περίοδο. Αυτός ο διαχωρισμός ενδέχεται να περιγράφει μια ρωγμή στην ακεραιότητα του Είναι, αν παρανοηθεί η πλατωνική Ιδέα. Αρχής γενομένης από το Πλάτωνα -με την ιδέα- προκύπτουν αλλεπάλληλες διαιρέσεις, που τεμαχίζουν το Είναι και το καθιστούν αθέατο στις μέρες μας, οδηγώντας μας όλο και περισσότερο στην τύφλωση, η οποία προκαλείται από την μη θέαση του ακέραιου Είναι.
Ίσως αν ενσκήψουμε στον προ- πλατωνικό φιλοσοφικό στοχασμό, η καθαρότητα του φωτός που εκπέμπει, να μας προκαλέσει το θαυμασμό, ώστε να στρέψουμε την προσοχή βαθύτερα εντός μας, και να αναζητήσουμε την διαλεύκανση της φανέρωσή Του.
Ο παρμενίδειος λόγος, γίνεται το πρίσμα του Εν-Είναι ως παν -συνεργατικά- όπου όλα βρίσκουν και εμπλουτίζουν την προοπτική και τον προορισμό τους -απ’ όπου και αν προέρχονται- τον αληθεύουν.
Εν τέλει, η μόνη προϋπόθεση Αλήθειας είναι, όταν απροϋπόθετα ο άνθρωπος, αποκτά την βιωματική εμπειρία ζωής ώστε να του γίνει βεβαιότητα: πως σε κάθε περίπτωση, θα είναι ο ίδιος ενταγμένο, στην αγκαλιά της Αγάπης του Είναι. Διότι χωρίς όρους, γίνεται αποδεκτός στην προοπτική του Ευ Ζειν εντός Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου