Πέρα όμως από το φυσικό -άρα και ορατό κόσμο- υπάρχει και ο αόρατος, αυτός των σκέψεων και των νοημάτων. Επίσης, ότι δε μπορεί να νοηθεί, ή είναι παντελώς ανύπαρκτο, ή δε μπορεί να κατανοηθεί ακόμα.
Έτσι, ότι αφορά το ανύπαρκτο, είναι αδύνατον ποτέ να το προσεγγίσουμε. Ενώ γι’ αυτό που δε μπορεί να κατανοηθεί ακόμα, υπάρχει το ενδεχόμενο κατανόησής του. Τότε όμως, και αυτό επίσης εντάσσεται στον αόρατο κόσμο. Άλλωστε από το αόρατο και αφανές, εκπηγάζει η ύλη και σε αυτόν επιστρέφει.
Κάθε δημιούργημα λοιπόν, είναι πρώτα προϊόν ενός νοήμονος όντος, το οποίο σκέπτεται και στοχάζεται πριν παραχθεί κάποιο έργο. Γι’ αυτό ότι είναι πέρα από τα φυσικά φαινόμενα, μπορεί να οριστεί και να περιγράφει, ως κάτι που είναι μετά τα φυσικά.
Ο ορός Μεταφυσική υιοθετήθηκε τυχαία από τα βιβλία του Αριστοτέλη. Μετά από το τελευταίο στη σειρά των βιβλίων του, [τα Φυσικά], αναζητείτο ο τίτλος των επόμενων, τα οποία ονομάστηκαν από τους μεταγενέστερους μετά τα Φυσικά.
Στην εποχή μας, πολλές φορές το σκοτεινό, αδιευκρίνιστο, αδιανόητο και ασαφές ερμηνεύεται ως “κακό” το οποίο δεν ωφελεί την ανθρώπινη φύση να εξερευνήσει. Όμως η ουσία των πραγμάτων, πάντοτε ως ένα βαθμό, έχει μια αδιευκρίνιστη παράμετρο που μας καλεί να τη γνωρίσουμε. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και με κάποιον τρόπο -αργά ή γρήγορα- ενδέχεται να υποπέσει στην αντίληψή μας.
Ότι είναι υπαρκτό και μας γίνεται αντιληπτό στη σκέψη και στις αισθήσεις, στην ουσία θέλει να μας πληροφορήσει για εμάς και τον κοινό μας κόσμο.
Το Είναι
Όλα τα γνωστά, τα ορατά και αόρατα, αλλά και τα δυνάμενα να γνωστοποιηθούν, μπορούν να εντάξουν με ασφάλεια, την ουσία τους στο κοινό τους Είναι. Ο Παρμενίδης μας επιβεβαιώνει πως «το παν είναι ένα». Αυτό το Ένα, είναι το Ενιαίο Είναι, το οποίο καθότι εν-Είναι, όλα τα περιέχει ως οικεία μέρη Του. Στο παρόντα Χρόνο, όλα διαθέτουν τη δυνατότητα -εκ του Είναι τους- να ανασύρονται στο προσκήνιο, αλλά και να αποσύρονται στα αφανή Του. Παρελθόν και Μέλλον, στο Παρόν συνυπάρχουν ως ενιαία και συνδεόμενα συνακόλουθα του ενός Είναι με τα έτερα μέρη Του. Στο Παρόν τους, όλα αληθεύουν αποκαλύπτοντας την προέλευση της ουσία τους: Το κοινό τους Είναι.
Εντός του Είναι, η απουσία και η παρουσία, δεν προσδίδει κανένα νοηματικό κενό, ή κάποια μορφή ασυνέχειας.
Στη Μεταφυσική της έννοια, η απουσία ή η παρουσία, δεν αφορά το φαινόμενο αυτό καθαυτό, αλλά το νοητικώς σχετιζόμενο.
Η απουσία δηλώνει την έλλειψη σκέψης, περί του απόντος αντικειμένου.
Στην απουσία ο ανθρώπινος νους, δημιουργεί ένα κενό σκέψης, ως μια μορφή ασυνέχειας, όπου χάνεται η κατεύθυνση του προσανατολισμού του.
Μπορεί να ανακτηθεί όμως, όταν τίθεται το ερώτημα προς το ελλείπον. Αυτό συμβαίνει διότι, εντός του Είναι η σκέψη, η πράξη, όπως και το φανερό αλλά και το αφανές, όλα συν-κοινωνούμενα είναι. Γι’ αυτό ο Παρμενίδης διατύπωσε τη σύνδεση και την άρρηκτη σχέση του Νοείν με το Είναι: «το Νοιείν έτσι Είναι» (απ.3.1).
Η σκέψη είναι μια εναλλακτική δυνατότητα παράστασης, αυτού που απουσιάζει. Ο Σωκράτης αναφέρει ότι: «Η μάθηση είναι ανάμνηση». Αυτό δηλαδή που μέσα από την αφάνειά του τείνει να λησμονηθεί, μπορεί να ζωντανεύει με της σκέψης το κάλεσμα. Και αυτό είναι το κάλεσμα που αναζητά την παρ-ουσία εκείνου που απουσιάζει (=εν τη απουσία-του-ζει).
Θέτοντας ένα νοητικό ερώτημα, στο άφθαρτο της ουσίας εκείνου που απουσιάζει, φανερώνει το κοινό του όντος, ως το καθολικό Είναι.
Επειδή ο άνθρωπος ουσιώνεται μέσα από το Είναι του, το ίδιο και τα απόντα καθίστανται παρόντα στον ανθρώπινο νου (ως Είναι).
Έτσι σύμφωνα με το Σωκράτη: δε μπορεί κάτι να μας γνωστοποιηθεί, αν εκ των προτέρων δε μας ήταν ήδη γνωστό. Κάποτε το γνωρίζαμε, ενώ στο παρόν το έχουμε αποσύρει στη λήθη του. Κατ’ ουσία δηλαδή αποσύρουμε στη λήθη το ίδιο το κοινό μας Είναι. Σύμφωνα με τον Heidegger: Η λήθη του Είναι, είναι το ισοδύναμο της έλλειψης του βιώματος της παρουσίας Του.
Η όποια έλλειψη νοήματος, υποδηλώνει την απουσία ερωτήματος περί της ουσίας των όντων. Κάθε ερώτημα το οποίο απευθύνεται οπουδήποτε, στην ουσία του αναζητά την κατανόηση των όντων, καθότι είναι μέρος του εαυτού του( ως Είναι). Με αυτήν του τη στόχευση, αποζητά το προσωπικό του ρίζωμα με το Είναι, ως τροφού ζωής. Εκεί βρίσκει αληθινό νόημα και καταφύγιο η ύπαρξη, στην ουσίας της :ως το Ζείδωρο Είναι (κατά τον Εμπεδοκλή).
Για τον Heidegger: «Η μεταφυσική αναφέρεται στο τι είναι το ον ως ον». Πως μπορεί όμως να συνδέεται με την ουσία της η ίδια η ύπαρξη; Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του Είναι. Όλα εντός Του, είναι συναρτώμενα και συν-ίστανται ως παντοτινά παρόντα. Εκεί αναζητείται το πραγματικό, συνεκτικό και κοινό περιεχόμενο των πάντων: ως το αυθεντικά Αληθινό Είναι.
Το μετα- της Μεταφυσικής, υποδηλώνει το πέρα από το ον, προς του Είναι την ενατένιση. Είναι η προσπάθεια του όντος, να συλλάβει με τη σκέψή του, την ολότητα του Είναι.
Τι άλλο θα μπορούσε να είναι η Μεταφυσική, αν όχι η αναζήτηση της ουσίας αυτού που θέτει το ερώτημα; Αυτού του αναζητητή της Αλήθειας του Είναι, στην αυθεντική Του μορφή.
Το μετα- της Μεταφυσικής, βρίσκεται στο μεταξύ του φυσικού και το πέραν αυτού διάστημα. Στο μεταίχμιο όριο των φυσικών και των υπερβάσεων της ύπαρξης, μαζί με το πέραν από αυτήν, βρισκόμαστε και εμείς.
Είναι ο συνδετικός κρίκος μια ενιαίας συνέχειας:
α) Αυτών των γνωστών, αν και μεταβλητών παραμέτρων, που συγκροτούν ένα άτομο, με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά.
β) Κυριότερο όλων όμως είναι, εκείνων των άγνωστων και ανεξάντλητων πτυχώσεων, που εξυψώνουν τον άνθρωπο στην υψηλότερη θέση: ως αυτών που του παρέχει το Είναι να εκφράσει.
Του δίδεται αυτή η δυνατότητα, στο βαθμό που θέτει ο ίδιος το αίτημα. Έτσι επιχειρείται επιπροσθέτως, να εκφράσει αυθεντικά μέσα από αυτόν, το ίδιο του το Είναι. Τα φυσικά και τα μετα-τα-φυσικά, από κοινού οδεύουν έτσι κι αλλιώς στο Είναι που αναζητούν. Αυτό συμβαίνει, διότι αποκρύπτεται η συνεκτική τους ουσία, ώστε ο ίδιος ο άνθρωπος να ανακαλύψει.
Αυτός που θέτει ένα ερώτημα, είναι ο ίδιος που βιώνει τη λήθη του Είναι ως εγκατάλειψη. Γι’ αυτό και ρωτά. Γιατί επιζητεί να του αποκαλυφθεί ο Λόγος (ως Σχέση) της ύπαρξής του με το Είναι.
Η απάντηση που αναμένει να λάβει από το Είναι, θα είναι το βίωμα της παρουσίας Του: ως αίσθηση μιας εσωτερικής ευφορίας και χαρούμενης ευδαιμονίας. Λόγω της αυθεντικής σχέσης μας με το Είναι, η απάντηση όταν ερμηνεύεται ως Αλήθεια από μεριά μας, θα αποκαλύπτει αυτό που μπορεί ενσυναισθητικά να εννοηθεί και να συλληφθεί νοητικά.
Ανέκαθεν η ανθρώπινη φύση αναζητούσε ιστορικά να καταγράψει, τους τρόπους, πως το ανέφικτο της εξιστόρησης ενός μύθου, θα μπορούσε να το καταστήσει εφικτό. Πως εκείνο που συνέβαινε κάπου εκεί έξω, να το κατανοήσει εντός του, ώστε να πραγματώσει και αυτός -κατά έναν τρόπο- το ίδιο του το όνειρο. Πως όμως η έλλογη σκέψη να συλλάβει πλήρως τη φυσική πραγματικότητα, όταν η ίδια ζει με μεταφυσικό τρόπο; Πως να ανορθώσει τη σκέψή του ο άνθρωπος και από θνητός να επιδιώξει να καταστεί ημίθεος και κατόπιν θεός; Αυτή είναι η εναγώνια πορεία του φυσικού ανθρώπου στη ζωή, να καταστήσει εαυτόν αθάνατο με μεταφυσικό τρόπο.
Ο άνθρωπος θα απαλλαγεί από την υλική του δέσμευση, όταν συνεχώς αναζητά να επαληθεύει τη συνάντησή του με την ουσία της ύπαρξης εν γένει. Όχι όμως ως προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ως εκείνο το μεταφυσικό απρόσωπο, του οποίου επιχειρεί να εκπροσωπεί την ολότητα: ως Παρ-ουσία Του Είναι.
Η μεταφυσική σκέψη αναζητεί ινδάλματα που εδραιώνουν την πιστή ως βεβαιότητα υπέρβασης. Υπό αυτήν την έννοια, «η μεταφυσική σκέψη πάντα είναι προορισμένη να θεολογεί και να οντολογεί συγχρόνως», αναζητώντας τη Θεία υπερβατικότητά του, στην ουσία του Είναι των πάντων. Το ένα όμως δεν αναιρεί το άλλο. Και τα δυο οδηγούν στον ίδιο δρόμο της εσωτερικής αποκάλυψης, όπου καλούμαστε να ερμηνεύσουμε, με όσο το δυνατόν πειστικότερο για εμάς τρόπο. Το πεδίο που τα δυο συμπίπτουν είναι στο ότι, κανένα από αυτά δε μπορεί να νοηθεί στην ολότητά του: ούτε το Είναι ούτε και ο υπερβαίνων τα ανθρώπινα Θεός. Μπορεί όμως να καταγράφουν αμφότερα, ως βιωματική εμπειρία μιας ατέρμονης πορείας προς τη συνεχή επαλήθευση τους.
Ιδρυτής της Οντολογίας είναι ο μέγιστος προπλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης. Υπήρξε ο επίμονος αναζητητής του Είναι, όπου ο Πλάτωνας αφιέρωσε ολόκληρο βιβλίο στο όνομα του. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι, υπάρχουμε στην υποτιθέμενη ελευθερία της αυτονομίας μας, ενώσω ταυτόχρονα θεωρούμε ότι είμαστε παρατηρητές ενός κόσμου του οποίου είμαστε αναπόσπαστο μέρος: στην ίδια αγκαλιά του κοινού μας Είναι. Εντός του Είναι όλα συν-υπάρχουν, συν-χωρούνται και συν-πορεύονται. Επειδή ακριβώς όλα είναι συμπληρωματικά, το καθένα εκφράζει επάξια με το δικό του αυθεντικό τρόπο το Εν-Είναι. (Όπως το εγώ ειμί στη θεολογία).
Η Θεολογία από τη μεριά της επίσης, αναφέρεται σε αυτό που υπερβαίνει τα αισθητά και νοητικά μας όρια, αν και μας συνιστά. Είναι η θεότητα που καλούμαστε να πιστεύσουμε και να εμπιστευτούμε την ύπαρξή μας(sic). Και οι δύο, η Θεολογία αλλά και η Οντολογία του Είναι του Παρμενίδη, θα υπηρετούν το ύψιστο στόχο τους, στο βαθμό που μας απαλλάσσουν από ενοχές, τιμωρίες και αδιαμαρτύρητες μαρτυρίες (α-μαρτίες).
Κήρυκες Αγάπης είναι η Θεολογία και η Οντολογία όπως και κάθε τι που υπερβαίνει τα της ανθρώπινης κατανόησης. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η Ψυχολογία, η οποία επιχειρεί χωρίς ορούς και αποκλεισμούς, να ερμηνεύσει την αυθεντικότητα κάθε ύπαρξης, σε μια προσπάθεια να την εντάξει ενσυναισθητικά, στον τρόπο εκδήλωσης του Είναι. Η άνευ όρων αποδοχή, είναι η προϋπόθεση που επιτρέπει να εκκινήσουμε από την όποια αφετηρία και αν βρισκόμαστε.
Αυτό όμως που γίνεται ο καταλύτης κάθε θεραπευτικής διαδικασίας είναι:
1) Να προσδενόμαστε οικειοθελώς -χωρίς όρους και με αυθεντικό τρόπο- στις συνθήκες και τα όποια καλέσματα η εποχή προτάσσει.
2) Όταν θελήσουμε [να συναντήσουμε αυτά τα καλέσματα], να μην παρεκκλίνουμε από τους στόχους των βαθυτέρων πιστεύω μας ως προς αυτά.
Μια χρονική ακολουθία, ποτέ δεν αναιρεί την προηγουμένη πορεία της, αλλά τη συμπληρώνει. Έτσι υφαίνει στο εκάστοτε παρόν, την αιωνιότητα του άχρονου.
Δεν έχει σημασία από ποιο μετα-ρίζιο ανθεί ο κάθε βλαστός. Και μόνο που ανθεί, επιβεβαιώνει την προσμονή του καρπού που το Είναι με τη μετ-ουσίωσή Του, μετα-αγγίζει Ζωή. Έτσι προσδίδει υπόσταση με τους καρπούς του το Είναι, ενόσω γεμίζει με μύρο τον περίγυρο, με θρέψεις ζωής.
Όταν εντοπίσουμε στο συνάνθρωπό μας, την ουσία του Είναι ως καθολική έννοια, είναι αδύνατον να αντισταθούμε ώστε να μη δακρύσουμε εμπρός στο θάμπος Του [Είναι], και την αδυναμία των οφθαλμών να το εντοπίσουν νωρίτερα. Με την ευγένεια της προσφοράς Του, συμμετέχουμε σε ένα μεταφυσικό θαύμα, που είναι αδύνατον να νοηθεί επαρκώς. Είναι το θαύμα του ζειν αυθεντικά, το οποίο αν και ασύλληπτο, εν τούτοις είναι βέβαιον.
Πίσω από τις προσβάσεις και τις εναλλαγές των μορφών, κρύβεται μια ιστορική καταγραφή αλήθειας: αυτή του Είναι. Και Αυτό, ασίγαστο, επιλέγει να περιδιαβαίνει τις γειτονιές του κόσμου με άπειρες μορφές, τρόπους και εναλλαγές. Έτσι επιλεγεί να μας προσκαλέσει με τη βεβαιότητα της συνάντησης μαζί του.
Το Φυσικό, το Μετα-φυσικό όπως και η Υπερ-φυσικό, αλληλοδιάδοχα σχήματα του ιδίου Είναι φορείς γίνονται. Όπως το πριν, έτσι και το μετά δε χωρίζονται, αλλά θεμελιώνονται με την κοινή συγκολλητική ουσία στη διαχρονία του Είναι, του όποιου όλα είναι συνεχές και αναπόσπαστο μέρος.
«Κάθε προσπάθεια να κατανοηθεί το ίδιο το Είναι στο μέτρο που ξεκινά από τη Μεταφυσική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο και αν φιλοδοξεί να υπερβεί τη Μεταφυσική σκαρφαλώνοντας στις κορυφές της, δεν κατορθώνει παρά να ξαναπέφτει στις υπώρειές της, διότι δεν είναι ικανή να ξεπεράσει το αρχαιοελληνικό ξεκίνημα».
Στις οποίες ενασχολήσεις -με φυσικό ή μεταφυσικό τρόπο- όταν αναζητείται η αυθεντική έκφραση όλων όσων είμαστε, με αποδοχή χωρίς ορούς και χωρίς αποκλεισμούς, προς εμάς και προς τους άλλους, θα ανταμειβόμαστε ενσυναισθητικά με ανάσες αθανασίας, όπου το Είναι θα μας παρέχει αδιάλειπτα.
Στο Τώρα όπως και στο Πάντα, σιωπηλά στο άρμα του Είναι, προσδεμένα όλα βρίσκονται. Ούτε στιγμή δε χωρίζονται από την ενιαία θέαση, της ίδιας αιωνιότητας όπου βρίσκονται. Στη θεά του Παντός μέσω του εαυτού, όλα σιωπούν με δέος. Στο Εν-Είναι ενυπάρχει εκ προοιμίου, ο δεσμευμένος χώρος, για κάθε ενοχή ώστε να συγχωρεθεί.
Ο ανθρώπινος πόνος και η όποια ανησυχία απαλύνεται, όταν χάνεται στην αγκαλιά της Αγάπης του Είναι και γίνεται ένα με Αυτήν.
Όπως συμβαίνει και στο βρέφος, όπου το μητρικό άγγιγμα και η αγκαλιά της Αγάπης της μητέρας, του αφαιρεί το φόβο. Έτσι καθησυχάζει και κοπάζει η ανθρώπινη ανησυχία: στην Αγάπη του Είναι. Είναι η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη εν γένει, ώστε αυτή να συνεχίσει να ζει τη δική της Αλήθεια ως οικουμενική: όταν θεάται με τη ματιά στραμμένη προς το Είναι.
Ποιος θα μπορούσε να κατανοήσει τη δύναμη της μητρικής Αγάπης, που με το χάδι της μεταγγίζει ζωή;
Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, χωρίς ίχνος επίκρισης, πάντα θα γαληνεύει και θα καθιστά ατάραχη την συνέχεια, προς αυτό που της έχει ανατεθεί επάξια να φέρει η πέρας: να τιμά και να διαιωνίζει με την Αγάπή της, την συνέχεια του Ζειν Αληθώς.
Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη καλείται ενίοτε, στη διάρκεια του εφήμερου βίου της, να επιβεβαιώνει ιδίοις όμμασι, -ως αυτόπτης μάρτυς- στιγμές ανείπωτης χαράς, εσωτερικής ευδαιμονίας και γαλήνης. Έτσι ώστε να έχει καταγεγραμμένα βιώματα -ως αδιαμφισβήτητα πειστήρια πλέον- που μπορεί να ανασύρει ανά πάσα στιγμή από τη μνήμη της. Είναι εκείνες οι στιγμές που το Ζειν Αληθώς, αξιώνει εντός του αιώνιου Χρόνου συχνά να ζει αυθεντικά, μήπως και γίνει κατανοητή η προέλευση αλλά και ο προορισμός της.
Ίσως ζούμε εν τέλει, για να ξαναβρούμε την Αγάπη μας για την Αλήθεια.
Πως θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει το βίωμα ενός θαύματος, μέσα από τους περιορισμούς των λέξεων; Πως θα μπορούσε να είναι πειστικός κάποιος, για αυτό που δε μπορεί να κατανοήσει και παρ’ όλα αυτά τον αφορά; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται μεσ’ την απλότητα μιας σιωπηλής, ευσυγκίνητης ευγνωμοσύνης και εσώτερης ομολογίας ότι: μέρος του Θαύματος είσαι και εσύ εαυτέ. Εντός σου όλα Είναι!
Μήπως εν τέλει το Θαύμα που ψάχνεις να πιστέψεις, είσαι εσύ; Eσυ που εκπροσωπείς το Είναι επάξια;
Η Μεταφυσική δεν μπορεί να νοηθεί και να κοινωνηθεί βιωματικά, πάρα μόνο στη σιωπή της εσωτερικά. Το ίδιο κάνει και η Θεολογία, αλλά και η Ψυχολογία, ή η όποια άλλη ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Αρκεί να βρουν καταφύγιο τα βαθύτερα πιστεύω μας. Εκεί συνομιλούν σιωπηλά στην εσωτερική σιγή, με ευγένεια και ιερότητα προς κάθε υπάρχον, ώστε αυτό να εκπληρώσει με βεβαιότητα, την αυθεντική αποστολή του στο έπακρον, με αξιώσεις ισοτιμίας.
Τι και αν είναι δύο οι κόσμοι, ή πολλοί, ένας ο Ωκεανός της Αγάπης του Είναι. Αν και θα παραμένει o άνθρωπος πάντοτε ανεξερεύνητος -αλλά και κόσμος που μας περιβάλλει- μόνο με το μεταφυσικό δέος μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Έτσι θα επιβεβαιώνεται στο εκάστοτε Παρόν, η ομολογία Πίστεως του Είναι στο πρόσωπό μας, για τις όποιες πολυδαίδαλες διαδρομές μας μέλλει να διανύσουμε.
Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή, αναζητά το ρόλο του να παίξει με αυθεντικό τρόπο. Στο βαθμό που αυτό το πετυχαίνει, θα βιώνει τη χαρά της ανακάλυψης και της δίκης του ύπαρξης, ως προσφορά του Είναι.
Στη ένωση στιγμών, σκέψεων, συμβάντων, αποκαλύπτεται το Είναι, ενώ στο διχασμό και τη διαίρεση, αποσύρεται κρυπτόμενο στα αφανή Του. Και εμείς αναζητούμε το μεταφυσικό του τρόπο, ώστε να μας προσφέρει τη ζωή Του και πάλι. Με τον ίδιο άγνωστο τρόπο που εμφανίζεται στα βάθη του είναι μας, με τον ίδιο αποσύρεται στα αφανή μεταφυσικά υψιπετή πεδία, ώστε να το ατενίζουμε και εκ του μακρόθεν. Μην και παραλείψουμε ή χάσουμε από τον ορίζοντα μας, προς τα που θα πρέπει πάντοτε να προσβλέπουμε τα σημάδια Του. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ολότητα της η ύπαρξη, δε θα καταφέρει να συλλάβει επαρκώς, το θαύμα στο οποίο συμμετέχει ενεργά με μεταφυσικό τρόπο. Εν τούτοις πάντα θα κινείται ο άνθρωπος σε ωραίους τόπους, [δηλ. ωριαίους], ως αυτοί που φανερώνονται στην ώρα τους, αλλά επίσης και αποκρύβονται στην ώρα του επίσης: μη και παύσει το πάθος της ασίγαστης αναζήτησης, αλλά και η βεβαιότητα της χαράς της ανακάλυψης και της ανεύρεσης.
Το Είναι αποκαλύπτεται μόνο μέσα στην υπερβατικότητα του μεταφυσικού, σε πεδία Μηδενικής πρόσβασης από τον άνθρωπο. Μέσω του Εν-Νοείν κοινωνείται σε έναν αέναο διάλογο με το Είναι Του, όπως διατυπώνει ο Παρμενίδης (απ.3.1). Σε αυτόν το [τόπο] της παραχώρησης, το Είναι και το Μηδέν ταυτίζονται, υπό την προϋπόθεση ότι όλα ως υποκείμενα νοούν και βιώνουν εντός τους το μεταφυσικό επεκεινά.
Η φιλοσοφική ματιά πάντα θα αγνοεί. Επειδή δε γνωρίζει, γι’ αυτό και πάντα θα αγαπά τη Σοφία. Αυτό που θα κάνει όμως, είναι να θέτει συνεχώς ερωτήματα. Όσο για τις απαντήσεις που θα λαμβάνει, αυτές θα προκύπτουν με μεταφυσικό τρόπο. Στο βαθμό που θεωρούμε πως είμαστε και εμείς ενταγμένοι, στο θαυμαστό μεταφυσικό κόσμο, καθώς και το φυσικό, μας δίνονται τα εφόδια κατανόησης του εαυτού που οφείλουμε αυθεντικά να είμαστε, ως άξιοι εκπρόσωποι του Είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου