Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα οι Σπαρτιάτες διαπίστωσαν ότι παρά τη συντριβή δεν είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη των συμμάχων προς το μέρος τους κι ήταν ακόμη πρόθυμοι να τους ακολουθούν στις εκστρατείες, γεγονός που τους αναπτέρωσε το ηθικό και τους έδωσε την εντύπωση ότι ήταν σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες χαράζοντας και πάλι το πεδίο των διαπραγματεύσεων.
Στο κάτω – κάτω δεν είχαν φτάσει στην κατάσταση που είχαν έρθει οι Αθηναίοι, όταν στη λήξη του πελοποννησιακού είχαν χάσει όλες τους τις δυνάμεις κι έμειναν ανυπεράσπιστοι μέσα στην πόλη τους χωρίς κανένα σύμμαχο. Από την άλλη όμως γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν την ισχύ του παρελθόντος κι ότι μια συμφωνία ειρήνης ήταν ό,τι καλύτερο: «συγκάλεσαν λοιπόν σε διάσκεψη όσες πόλεις ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς». (6,5,1).
Η ειρήνη του Ανταλκίδα φαίνεται το τελευταίο αποκούμπι των Σπαρτιατών, αφού μόνο αυτή θα εξασφάλιζε την παύση του πολέμου, που τόσο είχαν ανάγκη. Το ότι ήταν αυτοί που την υπονόμευσαν (στην ουσία ακύρωσαν) καταλαμβάνοντας τη Θήβα δε φαίνεται να έχει και μεγάλη σημασία. Οι συμφωνίες της ειρήνης ερμηνεύονται μόνο κατά τα συμφέροντα του καθενός και επικαλούνται μόνο όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Η μετατροπή της ειρήνης από συμφιλίωση σε εξασφάλιση χρόνου προς ανασύσταση των δυνάμεων είναι η αντίληψη που την υποβιβάζει σε πολεμικό ελιγμό. Κι αυτή είναι η οριστική ματαίωσή της. Υπό αυτούς τους όρους, ο αγώνας της ισχύος είναι το κύριο διαπραγματευτικό χαρτί, αφού ο καθένας πρέπει να φοβάται την ισχύ του άλλου για να κάνει ειρήνη. Αν πάψει να τη φοβάται – κρίνοντας ότι μπορεί να κυριαρχήσει – θα επιτεθεί.
Αν όμως δεν μπορεί κάποιος να έχει την αδιαπραγμάτευτη υπεροχή για να υποτάξει τους άλλους, οφείλει τουλάχιστον να διατηρεί τις ισορροπίες, ώστε να μην έρθει στη θέση του υποταγμένου. Κι αυτό τώρα προσπαθεί να εξασφαλίσει η Σπάρτη φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο την ειρήνη του Ανταλκίδα: «Στη διάσκεψη αποφάσισαν να ορκιστούν, μαζί με όσους ήθελαν να πάρουν μέρος στη συμφωνία, τον ακόλουθο όρκο: ”Θα συμμορφωθώ με τη συνθήκη που πρότεινε ο Βασιλεύς και με τα ψηφίσματα των Αθηναίων και των συμμάχων. Κι αν κανένας εκστρατεύσει εναντίον μιας από τις πόλεις που ορκίστηκαν τούτο τον όρκο, θα τη βοηθήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις”». (6,5,2).
Είναι φανερό ότι οι Σπαρτιάτες ψάχνουν περισσότερο για συμμάχους παρά για ειρηνευτική συμφωνία. Επί της ουσίας επιχειρούν να συγκεντρώσουν ξανά τα κομμάτια της πληγωμένης τους ισχύος περνώντας το μήνυμα στη Θήβα. Η προσπάθεια ανασύστασης των δυνάμεων είναι η ύστατη προστασία της πόλης.
Κι αλήθεια, πότε ένιωσε η Σπάρτη μεγαλύτερη σιγουριά από την περίοδο της απόλυτης κυριαρχίας με την υποταγή της Αθήνας και το γκρέμισμα των τειχών; Και κατ’ επέκταση, πότε ένιωσε πιο ελεύθερη; Από αυτή την άποψη μόνο η ισχύς εξασφαλίζει την ελευθερία.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η στρέβλωση, που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αγρίμι ρίχνοντάς τον ξανά και ξανά μέσα στο ίδιο δόκανο. Η αντίληψη που ερμηνεύει την καταπίεση του άλλου σε πηγή της προσωπικής ελευθερίας – γιατί αυτό είναι το κυνήγι της ισχύος – είναι ο φαύλος κύκλος της ιστορίας, που επαναλαμβάνεται διαρκώς, καθώς ο άνθρωπος παλεύοντας να εξασφαλίσει τις συνθήκες της γαλήνης (ασφάλεια, ανεξαρτησία, ευημερία) δημιουργεί ακριβώς τις προϋποθέσεις για το αντίθετο.
Καμία ισχύς δεν μπορεί να είναι αιώνια. Οι στάσεις, οι επαναστάσεις, η αναζήτηση συμμαχιών, η διαρκής πολεμική εγρήγορση, η αιώνια προάσπιση των κατεχόμενων ζωνών επιρροής, η μέριμνα για την αποδυνάμωση οποιουδήποτε άλλου μπορεί να μπει ανταγωνιστικά στο παιχνίδι της κυριαρχίας συνθέτουν το πορτρέτο της φθοράς που θα οδηγήσει στην τελική πτώση. Η διαρκής άσκηση βίας στο όνομα της ασφάλειας δεν είναι παρά η διαιώνιση της ανασφάλειας.
Τα προβλήματα της νέας συμμαχίας των «ανεξάρτητων» πόλεων φάνηκαν από την αρχή. Οι Ηλείοι «υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να γίνουν ανεξάρτητοι ούτε οι Μαργανείς, ούτε οι Σκιλλούντιοι, ούτε οι Τριφύλιοι, επειδή αυτές οι πόλεις τους ανήκαν». (6,5,2). Φυσικά, αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Αθηναίους, που κόπτονταν για την ανεξαρτησία όλων των πόλεων, μικρών και μεγάλων, για να στοχοποιήσουν τους Θηβαίους και τη Βοιωτική συμμαχία.
Τελικά ορκίστηκαν όλοι εκτός από τους Ηλείους. Όμως, αμέσως μετά άρχισαν άλλα προβλήματα: «οι Μαντινείς, θεωρώντας πως ήταν ολωσδιόλου ανεξάρτητοι, έκαναν γενική συνέλευση και ψήφισαν να ενοποιήσουν ξανά τη Μαντίνεια και να οχυρώσουν την πόλη». (6,5,3). Τη διάσπαση της Μαντινείας την είχε επιβάλει με εκστρατεία ο Αγησίλαος και, όπως φαίνεται δεν είναι εύκολο να αποποιηθεί κανείς τα κεκτημένα: «Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, έκριναν ότι θα ‘ταν μειωτικό για κείνους να γίνει τέτοιο πράγμα δίχως τη συγκατάθεσή τους». (6,5,4).
Με άλλα λόγια, οι «ανεξάρτητοι» Μαντινείς δεν έπρεπε να κάνουν του κεφαλιού τους. Πήγε μάλιστα ο ίδιος ο Αγησίλαος εκεί προσπαθώντας να τους αποτρέψει, πράγμα που δεν κατόρθωσε κι έφυγε θυμωμένος: «Μολοντούτο οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως δεν ήταν δυνατόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων, αφού η ανεξαρτησία αποτελούσε βασικό όρο της συνθήκης αυτής». (6,5,5).
Οι Μαντινείς εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη της Σπάρτης γι’ αυτή τη συνθήκη ενώνουν κι οχυρώνουν την πόλη τους. Αν δεν υπήρχε αυτή η ανάγκη, η εκστρατεία των Σπαρτιατών ήταν σίγουρη. Είναι ο φόβος του επερχόμενου θηβαϊκού κινδύνου που τους γλυτώνει κι όχι το κύρος της ειρηνευτικής συμφωνίας, που έτσι κι αλλιώς θα μεταφραζόταν κατά τη βούληση του ισχυρού.
Και σαν να μην έφταναν αυτά έχουμε και το διχασμό των Τεγεατών: «η μερίδα του Καλλιβίου και του Προξένου προωθούσε μιαν ομοσπονδιακή ένωση όλης της Αρκαδίας, όπου όποια γνώμη επικρατούσε στην ομοσπονδιακή συνέλευση θα δέσμευε και την καθεμιά πόλη». (6,5,6). Από την άλλη μεριά «η μερίδα του Στασίππου υποστήριζε τη διατήρηση της πόλης όπως ήταν, με το πατροπαράδοτο πολίτευμά της». (6,5,6). Όπως ήταν φυσικό, σφάχτηκαν.
Όταν στη συνέλευση η πρόταση του Καλλίβιου και του Προξένου μειοψήφησε, θεώρησαν καλό να πάρουν τα όπλα και να καλέσουν τους οπαδούς τους να αναλάβουν δράση. Το δυστύχημα ήταν ότι βγήκαν με τα όπλα και οι οπαδοί του Στασίππου, που αποδείχτηκαν και πάλι πλειοψηφούντες, τους κυνήγησαν και σκότωσαν αρκετούς, μαζί τους και τον Πρόξενο. Ο Στάσιππος, αν και θα μπορούσε να σκοτώσει πολύ περισσότερους και να τους εκδιώξει οριστικά από την πόλη, τους άφησε έξω από τα τείχη, χωρίς να στείλει δυνάμεις να τους εξοντώσουν.
Ο Καλλίβιος, που επέζησε, έστειλε πρέσβεις στους Μαντινείς ζητώντας βοήθεια και η Μαντίνεια ανταποκρίθηκε με χαρά, καθώς όλοι θέλουν να διαιτητεύουν τα εσωτερικά του άλλου προωθώντας τα δικά τους συμφέροντα. Με επίθεση που έκαναν, κατέλαβαν την πόλη, συνέλαβαν και καταδίκασαν το Στάσιππο σε θάνατο.
Πού αλλού θα μπορούσαν να καταφύγουν οι οχτακόσιοι οπαδοί του Στασίππου, οι οποίοι κατάφεραν να γλυτώσουν και ήταν αδύνατο να γυρίσουν στην πόλη τους, αν όχι στη Σπάρτη; «Ύστερα απ’ αυτό οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν ότι σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης έπρεπε να πάρουν το μέρος των Τεγεατών εκείνων που είχαν σκοτωθεί κι εξοριστεί· αποφάσισαν λοιπόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων με τη δικαιολογία ότι τούτοι, με την επίθεσή τους κατά των Τεγεατών, είχαν παραβιάσει τη συνθήκη». (6,5,10).
Η ξαφνική αυτονομία των μικρών πόλεων οδηγεί συχνά σε αιματηρά παρατράγουδα για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Είναι οι καλύτερες ευκαιρίες για τους ισχυρότερους προκειμένου να ανακατευτούν προφασιζόμενοι την προάσπιση του δικαίου, αλλά με μοναδικό σκοπό την εδραίωση των συμφερόντων τους εκεί. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και να που η Σπάρτη βρίσκει επιτέλους την ευκαιρία να ορμήσει στη Μαντίνεια.
Μια εκστρατεία μικρού μεγέθους, που δε θα διαταράξει τις ισορροπίες με τη Θήβα, είναι μια καλή ευκαιρία να δουν και οι υπόλοιποι «ανεξάρτητοι» στην Πελοπόννησο ότι καλό είναι να ακούν τις συμβουλές των ισχυρότερων. Ο Αγησίλαος εφορμά, αν και είναι χειμώνας, καταλαμβάνοντας την Εύταια, όπου βρίσκει μόνο γυναικόπαιδα (την οποία όχι μόνο δεν καταστρέφει, αλλά της επισκευάζει και τα τείχη δείχνοντας τον πρέποντα σεβασμό στους αμάχους) και παρακολουθεί τις εξελίξεις για να αποφασίσει πώς θα κινηθεί.
Οι Μαντινείς επιτίθενται στον Ορχομενό, τον οποίο αδυνατούν να καταλάβουν. Ο Αγησίλαος εξορμά στην Αρκαδία και λεηλατεί τη γη. Κυριολεκτικά ρημάζει τον τόπο. Οι Μαντινείς αναγκάζονται να οχυρωθούν στην πόλη τους κι ο Αγησίλαος τους αφήνει ώστε να οχυρωθούν μαζί τους όλες οι δυνάμεις της Αρκαδίας, που ήταν με το μέρος τους.
Τώρα πια όλα είναι ξεκάθαρα. Ο Αγησίλαος είναι έξω από την πόλη κι όλοι αυτοί που τον πολεμούν είναι σε πλήρη συσπείρωση μέσα. Τους έχει ήδη προκαλέσει έχοντας κάψει όλη την ύπαιθρο κι ενώ μένει εκεί τρεις μέρες, κανείς δεν βγαίνει να του επιτεθεί. Τελικά μαζεύει το στρατό του και φεύγει, αφού δεν είναι διατεθειμένος να κάνει πολιορκία μέσα στην καρδιά του χειμώνα: «Μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει την αποχώρησή του φυγή· κατά τ’ άλλα έμοιαζε να ‘χει συντελέσει σε κάποιαν αναπτέρωση του πεσμένου ηθικού των συμπολιτών του, αφού εισέβαλε στην Αρκαδία και λεηλάτησε τη χώρα χωρίς κανένας να θελήσει να αναμετρηθεί μαζί του σε μάχη». (6,5,21).
Το μόνο που έμενε ήταν η εμπλοκή των Θηβαίων. Οι Ηλείοι, που από την αρχή δε δέχτηκαν τη συνθήκη των Λακεδαιμονίων, όχι μόνο τάχθηκαν με τους Μαντινείς, αλλά είχαν προλάβει να στείλουν και δέκα τάλαντα στη Θήβα εξασφαλίζοντας τη βοήθειά της. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που δεν επιτέθηκαν οι Μαντινείς, που ήταν μέσα στην πόλη, αφού δεν είχαν κανένα λόγο να ριψοκινδυνέψουν μόνοι τους, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τις θηβαϊκές ενισχύσεις. Όταν έφτασαν οι Θηβαίοι, βλέποντας ότι πια δεν υπάρχει εχθρός άρχισαν τις ετοιμασίες της επιστροφής: «Οι Αρκάδες όμως, καθώς και οι Αργείοι και οι Ηλείοι, τους έλεγαν να μπουν επικεφαλής τους και δίχως να χάσουν καιρό να εισβάλουν στο έδαφος της Λακωνίας». (6,5,23).
Οπωσδήποτε μια τέτοια απόφαση δεν ήταν εύκολη. Οι Θηβαίοι υπολόγιζαν το δυσπρόσιτο έδαφος της Λακωνίας, αλλά και τη μαχητικότητα των Σπαρτιατών, που πλέον θα αγωνίζονταν για τη γη τους: «Ήρθαν ωστόσο οι άνθρωποι από τις Καρυές, περιέγραψαν τη λειψανδρία που επικρατούσε» (στη Σπάρτη εννοείται) «και υποσχέθηκαν να κάνουν οι ίδιοι τους οδηγούς, λέγοντας ότι δέχονται να τους σφάξουν οι Θηβαίοι αν φανούν ότι τους ξεγελούν στο παραμικρό». (6,5,25).
Και σαν να μην έφτανε αυτό άρχισαν να καταφτάνουν και περίοικοι λέγοντας ότι, αν οι Θηβαίοι εισβάλλουν, θα επαναστατήσουν κι αυτοί, αφού ήδη αρνούνταν να δώσουν στη Σπάρτη τη βοήθεια που ζητούσε, πράγμα αδιανόητο ως τότε: «Ακούγοντας λοιπόν οι Θηβαίοι όλα τούτα να υποστηρίζονται με τέτοια ομοφωνία, πείστηκαν να εισβάλουν οι ίδιοι από τις Καρυές, ενώ οι Αρκάδες από τον Οιό της Σκιρίτιδος». (6,5,25).
Η αλήθεια είναι ότι το δύσκολο σημείο της εισβολής το άφησαν στους Αρκάδες, καθώς στον Οιό το πέρασμα ήταν στενό και ορεινό και βρισκόταν εκεί η φρουρά του Ισχολάου με σημαντικές δυνάμεις, ενώ στις Καρυές τα πράγματα ήταν πολύ ευκολότερα και ο κίνδυνος ελάχιστος.
Όταν οι Αρκάδες κατάφεραν να περάσουν από τον Οιό διαλύοντας τους αντιπάλους – ο ίδιος ο Ισχόλαος σκοτώθηκε εκεί – οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι τέτοια ευκαιρία δε θα μπορούσε να πάει χαμένη: «μαθαίνοντας την επιτυχία των Αρκάδων, πήραν πολύ θάρρος· κατέβηκαν αμέσως στη Σελλασία, την έκαψαν και τη λεηλάτησαν. Όταν έφτασαν στην πεδιάδα στρατοπέδευσαν στο τέμενος του Απόλλωνος, και την άλλη μέρα εξακολούθησαν την προέλασή τους. Ειν’ αλήθεια ότι δεν δοκίμασαν καν να διαβούν τη γέφυρα και να χτυπήσουν τη Σπάρτη αλλά έχοντας στα δεξιά τους τον Ευρώτα προχώρησαν, καίγοντας και λεηλατώντας σπίτια γεμάτα από άφθονα πλούτη». (6,5,27).
Αν οι Θηβαίοι επιτίθονταν στην πόλη, η Σπάρτη θα κινδύνευε σοβαρά: «Μέσα στην πόλη οι γυναίκες, που ποτέ τους δεν είχαν δει εχθρό, έβρισκαν ανυπόφορη ακόμα και τη θέα του καπνού· οι Σπαρτιάτες πάλι – που ήταν αλλά και φαίνονταν, πολύ λίγοι – είχαν τοποθετηθεί φρουροί σ’ αραιά διαστήματα, μια και η πόλη ήταν ανοχύρωτη». (6,5,28).
Οι Λακεδαιμόνιοι επιστράτευσαν και τους είλωτες υποσχόμενοι ελευθερία. Η Σπάρτη σώθηκε κυρίως γιατί οι Θηβαίοι δεν πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να την καταλάβουν. Προτίμησαν να προελάσουν μέχρι τις Αμύκλες κι από κει να διαβούν τον Ευρώτα. Στο σημείο αυτό έδωσε μάχη το ιππικό των Λακεδαιμονίων, αν και μειονεκτούσε κατά πολύ αριθμητικά. Την κατάσταση έσωσαν οι τριακόσιοι περίπου νεαροί οπλίτες, που εξόρμησαν αιφνιδιαστικά την ώρα που έκανε επέλαση το ιππικό: «Οι εχθροί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν και λύγησαν· βλέποντας αυτό, πολλοί πεζοί το ‘βαλαν στα πόδια. Όταν όμως έπαψε η καταδίωξή τους, και καθώς ο στρατός των Θηβαίων διατήρησε τις θέσεις του, έστησαν ξανά στρατόπεδο». (6,5,31).
Η επιτυχία αυτή ήταν που απέτρεψε οριστικά την πολιορκία της πόλης, καθώς οι Θηβαίοι (μετά απ’ αυτό) προχώρησαν προς το Γύθειο: «τις ανοχύρωτες πόλεις τις έκαψαν, και στο Γύθειο – όπου ήταν ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων – έκαναν επιθέσεις τρεις μέρες. Βρέθηκαν και μερικοί περίοικοι που πήραν μέρος στις επιθέσεις και στην εκστρατεία, μαζί με τους συμμάχους των Θηβαίων». (6,5,32).
Από την πλευρά τους, οι Αρκάδες έκαναν πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Σιγά – σιγά άρχισαν να εγκαταλείπουν την εκστρατεία, όπως και οι Ηλείοι και οι Αργείοι, για να γυρίσουν στην πατρίδα «σέρνοντας ή κουβαλώντας μαζί τους ό,τι είχαν αρπάξει». (6,5,50).
Τώρα πια ήταν η σειρά της Σπάρτης να καταφύγει για βοήθεια στην Αθήνα. Όμως, ό,τι κι αν είπαν, ό,τι κι αν υποσχέθηκαν στον αθηναϊκό λαό οι Λακεδαιμόνιοι πρέσβεις, ήταν αδύνατο να κερδίσουν τη συμπαράσταση. Η δυσπιστία που υπήρχε ανάμεσα στις δύο πόλεις έκανε την προσέγγιση ανέφικτη. Εξάλλου, και η πρόσφατη εκστρατεία των Σπαρτιατών στη Μαντίνεια δεν ήταν αρεστή στην πλειοψηφία των Αθηναίων.
Μόνο όταν ξεκίνησε ο πρέσβης της Κορίνθου, ο Κλειτέλης, άρχισε να κερδίζεται η εύνοια των ακροατών. Προσπερνώντας το ζήτημα της Μαντινείας, που κρίθηκε αμφισβητούμενο, εστίασε στη συμφωνία της ειρήνης, που έπρεπε να τηρηθεί: «Εμάς όμως, από τότε που έγινε ειρήνη, μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει ότι κινήσαμε να χτυπήσουμε καμιά πόλη ή ότι αρπάξαμε περιουσίες αλλωνών ή ότι καταστρέψαμε ξένο έδαφος; Να όμως που οι Θηβαίοι ήρθαν στον τόπο μας και κόψαν δέντρα, κατέκαψαν σπίτια, άρπαξαν περιουσίες και κοπάδια. Πώς λοιπόν να μην αποτελεί παραβίαση της συνθήκης αν δεν μας βοηθήσετε, την ώρα που μας γίνεται τέτοια ολοφάνερη αδικία; Και μάλιστα όταν πρόκειται για τη συνθήκη που εσείς οι ίδιοι μας βάλατε να ορκιστούμε ότι θα τηρήσουμε όλοι εμείς απέναντι σε όλους εσάς;» (6,5,37).
Ωστόσο, αν ο Κλειτέλης προλείανε το έδαφος για την μεταστροφή του κοινού, εκείνος που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους επηρεάζοντας καθοριστικά την απόφαση των Αθηναίων ήταν ο Προκλής από τη Φλιασία: «Είναι ολοφάνερο, υποθέτω, Αθηναίοι, ότι αν βγουν από τη μέση οι Λακεδαιμόνιοι, οι πρώτοι που θα χτυπήσουν οι Θηβαίοι είστε σεις – γιατί απ’ όλους τους άλλους μόνο εσάς βλέπουν σαν ενδεχόμενο εμπόδιο στην πανελλήνια ηγεμονία τους». (6,5,38).
Για να συνεχίσει: «Ίσως να φοβούνται μερικοί από σας ότι αν γλιτώσουν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι, κάποτε θα σας δημιουργήσουν ξανά προβλήματα. Σκεφτείτε ωστόσο ότι εκείνοι που πρέπει να φοβόμαστε, μην τυχόν αποκτήσουν ποτέ μεγάλη δύναμη, είναι εκείνοι που αδικούμε κι όχι εκείνοι που ευεργετούμε». (6,5,40).
Ο Προκλής φαίνεται να ξέρει καλά ποιο είναι το κριτήριο που θα καθορίσει τις αποφάσεις της Αθήνας. Γι’ αυτό και εστιάζει στο φόβο. Η στάση των Αθηναίων θα είναι καταλυτική για το μέλλον τους. Πρέπει να ξέρουν ότι ο κίνδυνος είναι η Θήβα κι όχι η Σπάρτη. Αυτούς έχουν να φοβηθούν. Το ότι οι Σπαρτιάτες, ως ευεργετούμενοι, δε θα δημιουργήσουν ποτέ ξανά πρόβλημα στην Αθήνα, ακόμη κι αν αλλάξουν οι περιστάσεις, κρίνεται αμφισβητούμενο. Το ότι, όμως, μετά τη Σπάρτη η Αθήνα είναι ο επόμενος στόχος της Θήβας είναι αναμφισβήτητο. Κι αυτό το ξέρουν καλά και οι Αθηναίοι. Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, θα συμπληρώσει: «Εκτός απ’ αυτά, σκεφτείτε και τούτο: αν ποτέ κινδυνέψει ξανά η Ελλάδα από τους βαρβάρους, σε ποιους μπορείτε να ‘χετε περισσότερη εμπιστοσύνη από τους Λακεδαιμονίους;» (6,5,43).
Τα πράγματα είναι απλά: η Θήβα προκαλεί το φόβο και η Σπάρτη την ασφάλεια, που θα συνδράμει ακόμη κι απέναντι στην περσική απειλή. Κι εδώ δεν έχουμε μόνο μια έμμεση αναφορά στην απογοητευτική στάση της Θήβας κατά τους περσικούς πολέμους – που ούτε το πρόστιμο της δεκάτης δεν πλήρωσε – ή στον ηρωισμό των Λακεδαιμονίων που επάξια κερδίζουν την εμπιστοσύνη, αλλά και την προσθήκη ενός ακόμη φόβου, που πρέπει να εξουδετερωθεί. Η Σπάρτη είναι η εγγύηση για όλα. Αν θέλετε να μη φοβάστε στηρίξτε τη Σπάρτη.
Κατόπιν αυτών, η τελική επιλογή πάρθηκε μάλλον εύκολα. Η Αθήνα μπαίνει στο παιχνίδι στο πλευρό της Σπάρτης κι ετοιμάζει εκστρατεία με στρατηγό τον Ιφικράτη. Είναι η ώρα της Θήβας να γνωρίσει τις περιπέτειες της ισχύος. Όμως, ενώ ο κόσμος φαινόταν ένθερμος κι ο στρατός πολύ πρόθυμος να ακολουθήσει, ο Ιφικράτης έχασε πολύτιμο χρόνο καθυστερώντας στην Κόρινθο και κάνοντας άσκοπες κινήσεις.
Από την άλλη, οι Θηβαίοι ανυπομονούσαν να φύγουν από την Πελοπόννησο κι έψαχναν διέξοδο για τη Βοιωτία. Ο Ξενοφώντας σχολιάζει για τον Ιφικράτη: «όλες του οι ενέργειες εκείνο τον καιρό βρίσκω πως ήταν είτε περιττές, είτε κι ασύμφορες. Έτσι, ενώ ανέλαβε να φρουρήσει το Όνειο για να μην μπορέσουν οι Βοιωτοί να γυρίσουν στον τόπο τους, άφησε αφύλαχτο τον θαυμάσιο δρόμο που περνούσε από τις Κεγχρειές». (6,5,51).
Είναι φανερό ότι ο Ιφικράτης δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους Θηβαίους, γι’ αυτό κι έκανε τα πάντα να το αποφύγει. Οι συγκρούσεις, όμως δε θα αργήσουν καθόλου. Προς το παρόν «οι Θηβαίοι έφυγαν, όπως ήθελαν». (6,5,52).
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου