Ο Περικλής Γιαννόπουλος, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το παρατήρησε και το διηγήθηκε με έμφαση. Στην αρχαιότητα η λιτότητα αυτού του τοπίουυπήρξε εμπνεύστρια πνευματικών δημιουργημάτων «Οι χαμηλοί γυμνοί, ή ντυμένοι με αραιά βλάστηση λόφοι, τα συμμετρικά με την περιορισμένη έκταση του ορίζοντα αετωματικά βουνά, οι σχεδόν κλειστές θάλασσες λόγω των πυκνών νησιωτικών συμπλεγμάτων των πελάγων μας, η περιορισμένη ευφορία του εδάφους –όλα αυτά συγκροτούν την υλική αλλά και την ψυχική συνισταμένη του πνεύματος της λιτότητας».
Απαύγασμα του λιτού τοπίου ήταν και ο λιτός προφορικός και γραπτός λόγος των αρχαίων συγγραφέων μας αλλά κι η σημερινή ολιγόλογη αλλά με ουσία παράδοση του απλού λαού που ζει στην επαρχία και δεν απαρνήθηκε τις πάτριες συνήθειες. Ο λιτός ιδιαίτερα προφορικός λόγος ονομάστηκε «λακωνίζειν» και εξομοιώθηκε με το εντίμως και περιεκτικώς «φιλοσοφείν».
Για την λιτότητα, την εγκράτεια ως κανόνα Ζωής ομίλησαν πρώτοι οι Έλληνες πατέρες μας των αρχαίων χρόνων. Ο Ιπποκράτης εδίδασκε, ότι γαστήρ παχεία ου λεπτόν νόον τίκτει και οι Πυθαγόρειοι απαιτούσαν φεύγειν σαρκών πλεονασμό, απαιτούσαν δε εγκράτεια και ολιγάρκεια, η οποία την μεν σώματι υγίειαν τη δε ψυχή οξύτητα πορίζει. Ο Σωκράτης εξάλλου βλέποντας την αφθονία των αγαθών στην αγορά των Αθηνών, έλεγε: «Πόσο πλούσιος είμαι που δεν τα έχω ανάγκη». Αλλά και ο εκ των επτά σοφών του αρχαίου κόσμου, ο Βίας ο Πριηνεύς, ήταν τόσο λιτός και ολιγαρκής, ώστε εκαυχάτο, ότι όλο τον πλούτο του τον έφερε μαζί του.
Απόρροια δε αυτού του πνεύματος που το ονομάζουμε δωρικό ήταν η σπαρτιατική λιτότητα γνωστή σε όλους για την αυστηρότητά της.
Ο Πλούταρχος αποδίδει στον Λυκούργο μια σειρά μέτρων που καθιστούσε τον πλούτο τυφλό και άχρηστο: τον περιορισμό των περιττών τεχνών, την εισαγωγή των συσσιτίων, την απαγόρευση των υπερβολών στην οικιστική αρχιτεκτονική, την αυστηρότητα της αγωγής, τις μη δαπανηρές θυσίες και την απλότητα των ταφών.
Ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι η ισότητα στην διαβίωση και η ανεπιτήδευτη ενδυμασία απέτρεπε την πιθανότητα δαπανών για πολυτελή αντικείμενα.
Ο Αριστοτέλης, σχολιάζοντας το γεγονός ότι πολλοί περιέγραφαν τη Σπάρτη ως δημοκρατία, αναγνωρίζει ότι διέθετε ορισμένα δημοκρατικά (με την αρχαία ελληνική έννοια) χαρακτηριστικά, όπως την ομοιομορφία μεταξύ πλουσίων και φτωχών στην αγωγή, στα συσσίτια και την ενδυμασία – τομείς στους οποίους η κατοχή πλούτου δεν έδινε κανένα πλεονέκτημα.
Ο Θουκυδίδης, σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, παρουσίασε μια εικόνα παρόμοια δηλώνοντας ότι «Γενικά, αυτοί που είχαν σημαντικά αγαθά υιοθετούσαν έναν τρόπο ζωής που προσέγγιζε όσο το δυνατόν τον τρόπο ζωής των πολλών».
Είναι αξιοσημείωτο ότι αφετηρία του Ξενοφώντα, όπως και του Κριτία, δεν είναι η ιδιοκτησία αυτή καθεαυτή, αλλά τα συσσίτια. Επιπλέον η αρχική δήλωση σχετικά με τον σκοπό τους είναι καθαρά μη υλικού χαρακτήρα: «(Ο Λυκούργος) εξέθεσε τα γεύματα σε κοινή θέα, με την πεποίθηση ότι έτσι θα περιόριζε στο ελάχιστο τις παραβιάσεις των διαταγών». Φαίνεται λοιπόν ότι ο σκοπός για τον οποίο ένας Σπαρτιάτης έπρεπε να είναι μέλος συσσιτίου δεν ήταν κατά κύριο λόγο να αποκλείσει κανέναν που δεν ήταν δημοφιλής, αλλά να κάνει σίγουρο ότι κάθε Σπαρτιάτης θα έκανε την προσπάθεια να ζήσει με άλλους επί ίσοις όροις, και δεν θα ήταν ένας ερημίτης ή ένας ψευτο-αριστοκράτης.
Ένα άλλο ουσιώδες μέρος του συστήματος του Λυκούργου ήταν ότι οι Σπαρτιάτες δεν αφιέρωναν το χρόνο τους σε χρηματιστικές δραστηριότητες, αλλά σε στρατιωτικά καθήκοντα.Οι αγροτικές δουλειές και η παραγωγή αγαθών γίνονταν από τους είλωτες και τους περιοίκους και απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να ασχολούνται με αυτά.
Ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης κάθε κερδοσκοπικής δραστηριότητας αποδεικνύεται ποικιλοτρόπως. Πρώτον, από την απουσία κινήτρων για συσσώρευση πλούτου: οι ίσες συνεισφορές στα συσσίτια και το ομοιόμορφο βιοτικό επίπεδο εκμηδενίζουν την γοητεία του χρήματος ως μέσου πολυτελούς διαβίωσης. Ακόμα και οι χιτώνες δεν απαιτούν έξοδα, εφόσον ο καλλωπισμός βασίζεται στη φυσική κατάσταση, και η σωματική εργασία για χάρη των συνδαιτημόνων τιμάται περισσότερο από την χρηματική δαπάνη.
Δεύτερον αποδεικνύεται από τους παράγοντες που απέτρεπαν την ανέντιμη απόκτηση: το χρήμα είναι ιδιαίτερα ογκώδες και δεν ευνοεί τη μυστική αποθήκευσή του. Επίσης, γίνονται έρευνες για παράνομη κατοχή χρυσού και αργύρου και επιβάλλονται πρόστιμα σε οποιονδήποτε αποκαλυφθεί ότι τα κατέχει. Γιατί θα προσπαθούσαν οι Σπαρτιάτες να αποκτήσουν χρήματα αν ο κόπος της κατοχής υπερέβαλλε την ευχαρίστηση της χρησιμοποίησής τους; Ο Λυκούργος:
«επέβαλλε την αντίληψη ότι είναι πιο τιμητικό να βοηθά κανείς τους συντρόφους του με σωματικούς κόπους παρά ξοδεύοντας χρήματα, επισημαίνοντας ότι το ένα είναι δώρο της ψυχής, ενώ το άλλο είναι δώρο του πλούτου».
Είναι γνωστοί και μερικοί άλλοι νόμοι που είναι σχετικοί με τη λιτότητα της σπαρτιατικής ζωής. Υπήρχε ένας για το χτίσιμο των σπιτιών: δεν επιτρεπόταν κανένα εργαλείο εκτός από ένας πέλεκυς για το φτιάξιμο της στέγης, και κανένα εργαλείο παρά μόνο ένα πριόνι για το φτιάξιμο των θυρών. Ο σκοπός του νόμου αυτού ήταν να εξασφαλίζει την απλότητα των κατοικιών.
Η διαφορά ανάμεσα στα σπίτια στη Σπάρτη και την υπόλοιπη Ελλάδα διευκρινίζεται από το ανέκδοτο του Πλουτάρχου ότι ο Βασιλιάς Λεωτυχίδης, σε μια επίσκεψή του στην Κόρινθο, κάρφωσε τα μάτια του στην τέχνη της οροφής και ρώτησε τον οικοδεσπότη του αν φύτρωναν εκεί τετράγωνα δένδρα. Αλλά στο ίδιο χωρίο ο Πλούταρχος κάνει το σχόλιο ότι οι φθηνές κατοικίες δεν ενθαρρύνουν την αγορά ακριβών επίπλων.
Ο μετασχηματισμός της σπαρτιατικής κοινωνίας στην αρχαϊκή περίοδο κατέστησε αναγκαίο όλα τα νοικοκυριά πολιτών να διαθέτουν αρκετή γη για να συνεισφέρουν στα συσσίτια και να αποδεσμεύονται από την ανάγκη χειρωνακτικής εργασίας. Αρχικά ακόμα και τα φτωχότερα σπαρτιατικά νοικοκυριά θα πρέπει να κατείχαν κτήματα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που κατείχαν φτωχοί πολίτες σε άλλες πόλεις.
Επιπλέον, όπως αναφέρει στη μελέτη του ο Finley, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να επιδίδονται ανεξέλεγκτα και σε σημαντικό βαθμό σε «πατρωνία της κοινότητας ή του κοινωνικού συνόλου». Η κλίμακα των έγγειων πόρων που έλεγχαν οι Σπαρτιάτες πολίτες εξασφάλιζε ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας παρέμενε σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητο από κρίσεις επιβίωσης, ακόμα και όταν τα φτωχότερα μέλη της αντιμετώπιζαν δυσκολίες.
Η διεξαγωγή των σπαρτιατικών εορτών εξαρτιόταν από την αφιλοκερδή συμμετοχή των πολιτών, όπως για παράδειγμα, στους αγώνες αγοριών στα Κάρνεια, στους ύμνους και τους χορούς κοριτσιών από οικογένειες πολιτών στα Υακίνθια, στις χορωδίες αντρών και αγοριών σε αυτές τις γιορτές, καθώς και στις Γυμνοπαιδιές. Οι Σπαρτιατικές γιορτές ήταν αρένες ανταγωνισμού, που περιστρεφόταν γύρω από τη προσωπική συμμετοχή ολόκληρης της κοινότητας και όχι γύρω από τις δαπάνες πλουσίων Σπαρτιατών.
Κατά τον Θουκυδίδη η γυμνότητα στη διάρκεια αθλητικών αγώνων ήταν μια σπαρτιατική καινοτομία. Κάποιοι Έλληνες θεωρούσαν ότι η γυμνότητα συνδεόταν ειδικά τόσο με τη Σπάρτη όσο και με την ισότητα στον τρόπο ζωής. Ο David υποστηρίζει ότι εφόσον οι σπαρτιατικές τελετές είχαν προσαρμοστεί για να εξυπηρετούν πολιτικούς σκοπούς, αυτή η τελετουργική γυμνότητα «μπορούσε να τονίσει τις αρχές της απλότητας, της ομοιομορφίας και της ισότητας μεταξύ των ομοίων».
Ο κρατικός έλεγχος επί της τροφής και του ποτού συμβάδιζε με κανονισμούς οι οποίοι επέβαλαν μια βασική ομοιομορφία στην ενδυμασία και την εξάρτηση για όλους τους πολίτες. Ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι οι «πλούσιοι φορούν ενδύματα που θα μπορούσε να φορά οποιοσδήποτε φτωχός άνδρας». Ο Ξενοφών αναφέρει: «αλλά ούτε και για να αποκτούν φορέματα (ιμάτια) τους χρειαζόταν πλούτος: στολίδι τους δεν ήταν η πολυτέλεια της ενδυμασίας αλλά η ευεξία του σώματος».
Άλλο ένα στοιχείο της προσωπικής εμφάνισης των Σπαρτιατών ήταν η ομοιομορφία της κόμης. Όλα τα αγόρια-πολίτες είχαν κοντοκουρεμένα μαλλιά. Οι άντρες είχαν μακριά μαλλιά και γενειάδα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει για αυτό το θέμα ότι ήταν αποτέλεσμα συλλογικής απόφασης. Επίσης, οι έφοροι, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά τους, διέταζαν όλους τους πολίτες «να ξυρίζουν τα μουστάκια τους και να τηρούν τους νόμους».
Ο Ξενοφών μας παρουσιάζει τον βασιλιά ως το πρότυπο της απέχθειας για τις υλικές όψεις του βίου: ήταν ένας άνθρωπος που απεχθανόταν την φυσική ηδονή, ντυνόταν απλά και ήταν ευχαριστημένος με ένα λιτό σπίτι, το πιο σκληρό κρεβάτι και οποιοδήποτε είδος φαγητού ή ποτού. Τοποθετούσε την ανδραγαθία πριν από τον πλούτο, αρνιόταν δώρα από ξένους και ποτέ δεν διέπραξε αδικία για χάρη των χρημάτων. Ακόμα και οι ευεργεσίες του αποτελούν τεκμήριο της αδιαφορίας του για το προσωπικό κέρδος.
Η τελική φάση μιας λιτής ζωής ήταν μια ανάλογη ταφή. Ο Πλούταρχος μας έχει δώσει τις πιο σημαντικές πληροφορίες για το θέμα αυτό. Οι πρώτες παρατηρήσεις είναι ότι στη Σπάρτη, αντίθετα με άλλες πόλεις, δεν υπήρχε απαγόρευση ταφής μέσα στην πόλη. Οι Σπαρτιάτες δεν θεωρούσαν ότι οι νεκροί προκαλούσαν μόλυνση, στην θρησκευτική της σημασία, στους ζωντανούς. Τα μόνα ζητήματα που καθορίζονταν με νόμο ήταν ο ενταφιασμός αντικειμένων μαζί με τον νεκρό, η επιγραφή του ονόματος στον τάφο και η διάρκεια του πένθους. «(Ο Λυκούργος) δεν τους επέτρεπε να θάπτουν οτιδήποτε με το σώμα, αλλά αφού το σκέπαζαν με κόκκινο μανδύα και φύλλα ελιάς το ενταφίαζαν. Όταν το έθαβαν, δεν επιτρεπόταν να επιγράφουν το όνομα του νεκρού, με εξαίρεση τον άνδρα που σκοτώθηκε στον πόλεμο και την γυναίκα που πέθανε στη γέννα. Και όρισε σύντομη περίοδο πένθους, ένδεκα μέρες τη δωδέκατη έπρεπε να θυσιάσουν στη Δήμητρα και να σταματήσουν το πένθος.
Στην Σπάρτη ο κόκκινος μανδύας ήταν η στολή του στρατιώτη και ο λόγος που τον έθαβαν τυλιγμένο σε αυτόν ήταν ασφαλώς γιατί δεν θεωρούσε άλλο του απόκτημα πιο μεγάλο από τη συμμετοχή του στον σπαρτιατικό στρατό.
Ένας κανονισμός που επιφυλάσσει την μεγαλύτερη τιμή για έναν άνδρα που πέθανε στον πόλεμο ή μια γυναίκα που πέθανε στη γέννα ταιριάζει απόλυτα με την σπαρτιατική αρχή ότι η σκοπός ενός άνδρα στη ζωή του είναι να είναι καλός στρατιώτης και μιας γυναίκας να είναι η μητέρα καλών στρατιωτών.
Εδώ και αρκετά χρόνια από τις στήλες των εντύπων μας γίνεται μια κατάθεση μιας διαφορετικής άποψης: η επαναξιολόγηση των κριτηρίων του βίου. Είναι περιττό να διευκρινίσουμε ότι από τις δύο εκδοχές «η λιτότητα στη ζωή» και «η λιτότητα ως τρόπος ζωής» η δεύτερη είναι ηθικά σημαντικότερη. Η λέξη «τρόπος» σημαίνει «τροπή» και εκφράζει κίνηση και ενέργεια. Εκφράζει όθεν και τη ζέση της ζωής. Το ά-τρεπτον είναι και α-κίνητον και τούτο ά-σχετον. Γιατί βέβαια με την κίνηση η σχέση. Αλλά το ά-σχετον είναι και α-κοινώνητον, μια περιοριστική και καταθλιπτική απουσία της κοινωνίας. Τρόπος ζωής λοιπόν η λιτότητα.
Η λιτότητα, τέλος, είναι μια «στάση ζωής». Συνιστά την αντί-σταση στην απολυτοποίηση του ευδαιμονισμού –μια επιστροφή στην αρχική ενότητα και αρμονικότητα της ύπαρξης. Κατά βάθος είναι μια αναζήτηση της καθαρότητας και της ακεραιότητας του ανθρώπινου προσώπου. Οι καιροί δεν μας περιμένουν. Το τραγούδι των εξ «εσπέρας» σειρήνων του πληθωρισμού σώματος και πνεύματος, ας το κατασκεπάσει το δωρικόν άσμα του λιτού μέτρου της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου