Η επιστημονική φαντασία, ως είδος της λογοτεχνίας που συστηματικά προσεγγίζει την τεχνολογική εξέλιξη και τις συνέπειές της, συχνά επεξεργάζεται το παράδοξο φαινόμενο κατά το οποίο όσο περισσότερο προοδεύει η τεχνολογία, τόσο εντονότερη εμφανίζεται η τάση του ανθρώπου να επιστρέφει σε προνεωτερικές ή αρχαϊκές μορφές συμπεριφοράς και σκέψης. Σε πλήθος δυστοπικών έργων παρατηρείται η επανεμφάνιση αρχαϊκών, ενστικτωδών ή τελετουργικών μορφών ζωής ως μορφή άμυνας και επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας μέσα σε ένα περιβάλλον υπερτεχνολογικής ρευστότητας.
Ο George Orwell στο «1984» (1949) παρουσιάζει μια κοινωνία απόλυτου ελέγχου, όπου η σκέψη, η επιθυμία και η αλήθεια κατασκευάζονται από το Κόμμα. Μέσα σε αυτήν την καταπιεστική συνθήκη, η επιθυμία για αγάπη, σωματική επαφή και ειλικρίνεια αναδύεται ως μορφή αντίστασης, ενσαρκώνοντας το ένστικτο ως πολιτική πράξη. Ο Aldous Huxley στο «Θαυμαστός Κανούργιος Κόσμος» (Brave New World,1932), προτείνει ένα πιο «ήπιο» αλλά εξίσου ελεγχόμενο σύστημα, στο οποίο η ευτυχία είναι προϊόν χημικής καταστολής και κοινωνικού προγραμματισμού. Το «Fahrenheit 451» (1953) του Ray Bradbury παρουσιάζει έναν κόσμο όπου τα βιβλία καίγονται και η κριτική σκέψη απουσιάζει. Στην καρδιά αυτής της σιωπηλής δυστοπίας, αναδύεται μια «πρωτόγονη» κοινότητα ανθρώπων που απομνημονεύουν τα κείμενα· μια πράξη που επαναφέρει την προφορικότητα ως φορέα πολιτισμού και αντίστασης. Τέλος, μια αναφορά στο κινηματογραφικό «Gattaca» (1997) του Andrew Niccol το οποίο απεικονίζει μια κοινωνία ευγονικού διαχωρισμού, όπου το μέλλον κάθε ατόμου καθορίζεται από το DNA του. Ο πρωταγωνιστής επιλέγει να ξεπεράσει το γενετικό του «μειονέκτημα» με απόλυτα ανθρώπινους τρόπους: με προσπάθεια, θέληση και ρίσκο, ανακαλώντας έτσι την αξία της προσωπικής υπέρβασης πέρα από κάθε προγραμματισμό.
Η τεχνολογική πρόοδος συνδέεται με την καθυπόταξη της ατομικότητας, την εξάλειψη του συναισθήματος και την τυποποίηση της ζωής.
Οι κοινωνίες αυτές ρυθμίζουν τα σώματα, ελέγχουν τις επιθυμίες και κατασκευάζουν μια συνθήκη όπου η ανθρώπινη εμπειρία υποβαθμίζεται σε στατιστικό δεδομένο. Η πρόοδος, χωρίς ηθικό ή υπαρξιακό έλεγχο, μετατρέπεται σε μηχανισμό επιτήρησης, ευγονικής και λογοκρισίας. Η επιστροφή στο αρχαϊκό δεν αποτελεί άρνηση της προόδου αλλά υπενθύμιση του ότι η τεχνολογική εξέλιξη χωρίς όρια οδηγεί σε μια απογύμνωση της ανθρωπινότητας. Η νευροεπιστήμη παρέχει πλήθος ενδείξεων πως οι λεγόμενες «αρχαϊκές» μορφές εμπειρίας και συμπεριφοράς δεν είναι «κατώτερες» αλλά θεμελιώδεις και βαθιά ριζωμένες στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Μάλιστα, σε πολλά επίπεδα, λειτουργούν ως βάσεις της ανθρώπινης συνείδησης, ταυτότητας και σχέσης με τον κόσμο. Οι «αρχαϊκές» μορφές δεν είναι υπολείμματα της εξέλιξης, αλλά ενεργοί, θεμελιώδεις μηχανισμοί. Η επιστημονική φαντασία, όταν αποτυπώνει την επιστροφή σε αυτά τα στοιχεία ως αντίσταση, δεν φαντασιώνεται: αντανακλά μια αλήθεια του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος της επιστημονικής φαντασίας αναδεικνύουν μια ουσιώδη διχοτομία: όσο πιο εξελιγμένη η τεχνολογία, τόσο πιο επιτακτική η ανάγκη επιστροφής σε θεμελιώδεις εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Το αρχαϊκό, σε αυτή τη διάσταση είναι πράξη συνείδησης και επιβίωσης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου