3.5.Γ.iii. Η κωμωδία από τις αρχές ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα
«Η κωμωδία», γράφει ο Αριστοτέλης, «ξεκίνησε από τους κορυφαίους των φαλλικών, που ακόμα και σήμερα [τον 4ο π.Χ. αι.] έμειναν και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις» (Ποιητική 1449a). Τα φαλλικά ήταν εθιμικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι κῶμοι, ομάδες γλεντοκόπων στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου, περιφέροντας ομοιώματα του ανδρικού γεννητικού οργάνου, του φαλλοῦ. Παρόμοια έθιμα, με φανερό στόχο τη συμβολική γονιμοποίηση της γης, είναι γνωστά από πολλούς λαούς. Χαρακτηριστικά τους οι κωμικές, συχνά ζωόμορφες, μεταμφιέσεις, η άμετρη αισχρολογία, τα τολμηρά προσωπικά πειράγματα, και οι χοντροκομμένες αυτοσχέδιες σατιρικές σκηνές - όλα στοιχεία που συναντούμε και στην κωμωδία.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη που οδήγησε από τα πανάρχαια γονιμικά αγροτικά έθιμα στην ολοκληρωμένη λογοτεχνική μορφή της κωμωδίας, όπως τη συναντούμε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Οι πηγές μας αναφέρουν ως λαϊκά δρώμενα τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές των Δεικηλιστών της Σπάρτης, που παρουσίαζαν πλανόδιους γιατρούς και κλεφτοκοτάδες, τη χοντροκομμένη μεγαρική φάρσα, όπου εμφανίζονταν ο μάγειρας Μαίσων και ο παραμάγειρας Τέττιξ, και τους κοιλαράδες Φλύακες της Κάτω Ιταλίας, που διακωμωδούσαν γνωστούς μύθους.
Οι περισσότερες μαρτυρίες για λαϊκές παραστάσεις προσέχουμε ότι αφορούν δωρικές πολιτείες και τόπους. Γίνεται έτσι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο, στις προδρομικές της μορφές η κωμωδία να αναπτύχτηκε σε δωρικό κλίμα, όπως και το σατυρικό δράμα. Στον δωρικό, άλλωστε, χώρο της Σικελίας συναντούμε και τις πρώτες, όχι πια λαϊκές και αυτοσχέδιες αλλά επώνυμες, λογοτεχνικές κωμωδίες.
ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ (περ. 540-460 π.Χ.)
Έζησε στις Συρακούσες και έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Από τα πολλά έμμετρα δράματα που παρουσίασε δε σώζονται παρά αποσπάσματα· μας είναι όμως γνωστοί σαράντα τίτλοι, που φανερώνουν μεγάλη θεματική ποικιλία. Τα μισά περίπου έργα φαίνεται να αποτελούσαν διακωμώδηση μύθων για τον Ηρακλή, τον Οδυσσέα και άλλους ήρωες· άλλα αφορούσαν τη σύγχρονη τότε πραγματικότητα και σατίριζαν τύπους σαν τον παράσιτο ή τον άξεστο χωριάτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν έργα που βασίζονται σε μιαν αντιγνωμία, έναν αγώνα, όπου καθένας υπερασπίζεται τη θέση του. Τέτοιο έργο ήταν το Γῆ καὶ θάλασσα, όπου τα δύο στοιχεία λογομαχούσαν για το ποιο προσφέρει περισσότερα αγαθά, ίσως και το Λόγος καὶ Λογίνα, που όμως το περιεχόμενό του μένει αινιγματικό.
Εκτός από τους αγώνες, ο Επίχαρμος είχε προεξοφλήσει και άλλα μορφολογικά και θεματικά στοιχεία που συναντούμε στην αττική κωμωδία, ανάμεσά τους τη σατιρική εκμετάλλευση της πνευματικής (φιλοσοφικής, ρητορικής, λογοτεχνικής) επικαιρότητας, όχι όμως και τη βωμολοχία ούτε τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα.
Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι ένας μόνος ποιητής, χωρίς προδρόμους, μεταμόρφωσε την άτεχνη λαϊκή δωρική φάρσα σε λογοτεχνικό είδος. Ο ίδιος ο Επίχαρμος μνημονεύει επαινετικά έναν παλαιότερό του κωμωδιογράφο, τον Αριστόξενο. Σίγουρα θα υπήρξαν και άλλοι, όπως υπήρξαν και σύγχρονοι και νεότεροι από τον Επίχαρμο σικελοί δραματουργοί.
ΣΩΦΡΩΝ (5ος π.Χ. αι.)
Ο Σώφρων από τις Συρακούσες εμπνεύστηκε από τον πλούτο της δωρικής λαϊκής κωμωδίας και έγραψε λογοτεχνικούς μίμους, ρεαλιστικές κωμικές σκηνές από την καθημερινή ζωή, σε δωρική διάλεκτο, με τίτλους όπως Ἀκέστριαι («Ράφτρες»), Πενθερά, Ἀγροιώτας («Αγρότης») - όλα για μας χαμένα.
Δεν ξέρουμε από ποιους, με ποιαν ευκαιρία και πώς ακριβώς παρουσιάζονταν στο κοινό αυτά τα έργα, ούτε αν ήταν γραμμένα σε λόγο «πεζό, αλλά με ρυθμό», όπως είναι μαρτυρημένο.
Ο Πλάτων, που τα γνώρισε στη Σικελία, τα εκτίμησε πολύ, και τα κρατούσε, λένε, κάτω από το μαξιλάρι του. Αν πραγματικά τον επηρέασαν στη διαμόρφωση των δικών του σωκρατικών διαλόγων, όπως υποστηρίχτηκε, είναι αμφίβολο· σίγουρο είναι μόνο ότι αργότερα, στα αλεξανδρινά χρόνια, οι μίμοι του Σώφρονα στάθηκαν πρότυπο σε σημαντικούς ποιητές, τον Θεόκριτο και τον Ηρώνδα.
Γρήγορα η κωμική παράδοση της Σικελίας και των άλλων δωρικών περιοχών επισκιάστηκε από τη ραγδαία πρόοδο που σημείωσε η αττική κωμωδία. Οι πληροφορίες μας για τις απαρχές και την εξέλιξή της στα πρώτα στάδια, όσο οι κωμικές παραστάσεις γίνονταν περιστασιακά από εθελοντές, είναι ελάχιστες. Για μας η πορεία της ξεκινά το 486 π.Χ., όταν για πρώτη φορά ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας «έδωσε Χορό σε κωμωδιογράφους», να διαγωνιστούν και αυτοί στους δραματικούς αγώνες που οργανώνονταν στις γιορτές του Διονύσου. Πρώτος νικητής γνωρίζουμε πως ήταν ο Χιωνίδης, αλλά από τα έργα του σώζονται μόνο τρεις τίτλοι κωμωδιών (Ἥρωες, Πέρσαι ή Ἀσσύριοι, Πτωχοί) και οχτώ όλοι κι όλοι στίχοι.
Από τη στιγμή που οι παραστάσεις επισημοποιήθηκαν, η αττική κωμωδία απόχτησε λογοτεχνική υπόσταση και φυσικά, όπως θα το περιμέναμε, επηρεάστηκε σε πολλά από το παλαιότερο και κυρίαρχο τότε θεατρικό είδος, την τραγωδία. Τραγωδία και κωμωδία έχουν έτσι πολλά κοινά: τους προλόγους, την πάροδο του Χορού, την εναλλαγή των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη, την έξοδο κ.ά.
Οι ομοιότητες με την τραγωδία ας μη μας κάνουν να ξεχάσουμε ορισμένα σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αττικής κωμωδίας: τις επινοημένες και σύγχρονες υποθέσεις, τη χαλαρή θεατρική σύμβαση, τις παραβάσεις, και το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν.
Οι υποθέσεις των κωμωδιών ήταν επινοημένες και στη μεγάλη πλειοψηφία τους σύγχρονες. Ακόμα και όταν η κωμική υπόθεση βασιζόταν στον μύθο, τα μυθικά δεδομένα παραμορφώνονταν για να παραλληλιστούν με σύγχρονα πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα.
Η θεατρική σύμβαση που χωρίζει αυστηρά το ακροατήριο από τον υποθετικό χώρο του έργου ήταν στις παραστάσεις των κωμωδιών εξαιρετικά χαλαρή. Τα κωμικά πρόσωπα είχαν κάθε στιγμή τη δυνατότητα να απευθύνουν τον λόγο στους θεατές, να τους εξηγήσουν κάτι ή ακόμα και να τους ζητήσουν βοήθεια.
Μια φορά, στη μέση περίπου της παράστασης, συχνά και μια δεύτερη φορά προς το τέλος, οι υποκριτές αποσύρονταν όλοι. Μόνος του τότε ο Χορός απόθετε ένα μέρος από τη σκευή του, πλησίαζε το κοινό, τραγουδούσε και μιλούσε άμεσα, ως Χορός, στους θεατές για θέματα κατά κανόνα άσχετα με την πορεία του έργου: επαινούσε τον ποιητή, υπογράμμιζε την πρωτοτυπία της υπόθεσης, κολάκευε το ακροατήριο, ζητούσε να του δώσουν το βραβείο κλπ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν παράβαση, από την κίνηση του Χορού που παρέβαινε (προχωρούσε) προς την άκρη της ορχήστρας για να πλησιάσει όσο γινόταν τους θεατές.
Ήταν δικαίωμα των κωμωδιογράφων (και το ακροατήριο το περίμενε) να σατιρίζουν με τον πιο άμεσο και ελευθερόστομο τρόπο οποιονδήποτε ήθελαν, απλό άνθρωπο ή μεγαλουσιάνο, ονομαστικά, κατηγορώντας τον π.χ. για βαρβαρική καταγωγή, για δειλία, για δωροδοκία, για σεξουαλικές παρεκτροπές κλπ. Όπως θα το περιμέναμε, αυτό το δικαίωμα, κληρονομημένο από τα παλιά γονιμικά έθιμα, ενοχλούσε ιδιαίτερα τους πολιτικούς, που μια δυο φορές επιχείρησαν να το απαγορέψουν - μάταια! Ενισχυμένοι από τη λαϊκή παράδοση και τη δημοκρατική αρχή της παρρησίας, οι κωμικοί ποιητές συνέχισαν τις προσωπικές επιθέσεις, ώσπου με την καταστροφή του 404 π.Χ. και την ατμόσφαιρα της καχυποψίας που ακολούθησε το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν ατόνησε μόνο του.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σημειώσαμε ισχύουν για τη λεγόμενη Αρχαία ή Παλαιά κωμωδία, δηλαδή για το διάστημα από τη θεσμοθέτηση των κωμικών αγώνων ως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (486-404 π.Χ.). Ακολούθησαν η Μέση κωμωδία, από το 404 π.Χ. ως το τέλος της Κλασικής εποχής, και η Νέα κωμωδία, που χρονολογικά εντάσσεται στην Αλεξανδρινή εποχή.
Ανάμεσα στους κωμωδιογράφους που έδρασαν πριν από τον Αριστοφάνη, σημαντικότεροι ήταν ο Κρατίνος, που δε δίσταζε να κακολογεί τον Περικλή και την Ασπασία, ο Κράτης, που «από το τίποτα κατέβαζε σπαρταριστές ιδέες» (Αριστοφάνης), και ο Φερεκράτης, που σε ένα του έργο παρουσίασε προσωποποιημένη τη Μουσική να περιγράφει πώς την ταλαιπωρούσαν οι ποιητές του νέου διθυράμβου. Όλοι τους, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, με τους νεωτερισμούς και τις εμπνεύσεις τους, βοήθησαν ώστε η κωμωδία από σύντομη και χαλαρή που ήταν στην αρχή να μεγαλώσει, να αποκτήσει συνοχή και να μεστώσει. Είναι μεγάλο κρίμα που από τα έργα τους δε σώζονται παρά αποσπάσματα.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ (περίπου 445-385 π.Χ.)
Αθηναίος από το Κυδαθήναιο, τη σημερινή Πλάκα. Για την οικογένεια και τις σπουδές του δεν ξέρουμε πολλά πράγματα· είναι όμως ενδεικτικό ότι στο πρώτο του έργο, τους Δαιταλεῖς («Συμποσιαστές»), παρουσιάζονταν αντιμέτωποι δύο νέοι, ένας σώφρων, εκπαιδευμένος με τον παραδοσιακό τρόπο, και ένας καταπύγων (ξαδιάντροπος), μαθητής των σοφιστών. Οι Δαιταλεῖς παρουσιάστηκαν το 427 π.Χ., όταν ο ποιητής δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, και πήραν το δεύτερο βραβείο. Δύο χρόνια αργότερα ο Αριστοφάνης πέτυχε την πρώτη του πρώτη νίκη, στα Λήναια, με τους Ἀχαρνεῖς («Δημότες των Αχαρνών»), όπου ένας Αθηναίος, ο Δικαιόπολης, μπουχτισμένος από τον πόλεμο, κατορθώνει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη (και εμπορικές σχέσεις) με τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, και καλοπερνά, μόνος αυτός, όσο οι άλλοι ταλαιπωρούνται.
Από τις 40 τουλάχιστον κωμωδίες που ξέρουμε πως έγραψε έχουν σωθεί οι 11. Από αυτές οι εννιά είναι τα μόνα έργα της Παλαιάς κωμωδίας που διασώθηκαν οι άλλες δύο, γραμμένες μετά το 400 π.Χ., είναι πάλι τα μόνα έργα της Μέσης κωμωδίας που έχουν διασωθεί. Ανάλογα με το θέμα τους, οι κωμωδίες μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα πολιτικά και κοινωνικά: (α) οι Ἀχαρνεῖς, (β) οι Ἱππεῖς, όπου ένας τυχάρπαστος ἁλλαντοπώλης κατατροπώνει τον παντοδύναμο Κλέωνα τον δημαγωγό και συνετίζει τον προσωποποιημένο αθηναϊκό Δήμο, (γ) οι Σφῆκες, όπου ένας γιος πασχίζει να βάλει μυαλό στον πατέρα του, που άλλο δε φροντίζει από το να ορίζεται κάθε μέρα δικαστής στα λαϊκά δικαστήρια και να δικάζει· (δ) Εἰρήνη, όπου ένας αγρότης λευτερώνει τη θεά Ειρήνη από τη σπηλιά όπου την είχε φυλακίσει ο Πόλεμος, και (ε) η Λυσιστράτη, όπου οι γυναίκες όλης της Ελλάδας συνωμοτούν, αρνιούνται να εκτελέσουν τα συζυγικά τους καθήκοντα όσο συνεχίζεται ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και υποχρεώνουν τους άντρες να συνάψουν ειρήνη.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κωμωδίες με θέματα από την πνευματική ζωή: (α) Νεφέλαι,[1] όπου ο Σωκράτης εμφανίζεται ως γνήσιος σοφιστής να διδάσκει πώς να εξαπατούν τους δανειστές τους όσοι χρωστούν, (β) Θεσμοφοριάζουσαι, όπου οι γυναίκες αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Ευριπίδη, που τις κακολογεί στις τραγωδίες του, και (γ) Βάτραχοι, όπου ο θεός Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη για να αναστήσει έναν από τους τρεις μεγάλους τραγικούς, τον καλύτερο.
Από τις παραπάνω κατηγορίες εξαιρούμε ένα έργο σαν παραμύθι, τους Ὄρνιθες («Πουλιά»), όπου σατιρίζεται η αθηναϊκή ζωή στο σύνολό της, και ο ήρωας, ένας τετραπέρατος Αθηναίος, καταφέρνει με τη βοήθεια των πουλιών να εκθρονίσει τον Δία και να πάρει την πανέμορφη Βασίλεια γυναίκα του.
Τα έργα του Αριστοφάνη ξεχειλίζουν από κωμικές εμπνεύσεις που ξεκινούν από το χοντρό, κοπρολογικό και σεξουαλικό χωρατό και φτάνουν ως την αριστοτεχνική παρατραγωδία και τον πιο λεπτό ειρωνικό υπαινιγμό. Έτσι κανένας θεατής, ούτε οι απλοί αγρότες που συγκεντρώνονταν από τα χωριά της Αττικής να θεατριστούν και να γελάσουν, ούτε οι πιο καλλιεργημένοι και απαιτητικοί αστοί δεν έμεναν παραπονεμένοι. Και πάλι, όλοι μαζί χαίρονταν τα λυρικά μέρη, τα χορικά και τις μονωδίες: τη λυρική πνοή, την υψηλή ποιητική γλώσσα, την ποικιλία των ρυθμών - τη χορογραφία και τη μουσική που μας διαφεύγουν.
Στα διαλογικά μέρη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιούσε την καθημερινή γλώσσα της αθηναϊκής αγοράς. Αλλεπάλληλα ήταν τα γλωσσικά αστεία, όχι μόνο τα καθαυτό λογοπαίγνια αλλά και οι παρανοήσεις, η ασυνεννοησία όταν κάποιοι βάρβαροι τσατραπατρίζαν τα ελληνικά, και η διαλεκτική πολυχρωμία.
Όπως το συνήθιζαν οι ποιητές της Παλαιάς κωμωδίας, ο Αριστοφάνης κατονόμαζε και κατηγορούσε με οξύτητα τους ισχυρούς (π.χ. τον Κλέωνα[2]) αλλά και κάθε άλλον που με την εμφάνιση, τον χαρακτήρα και τις πράξεις του έδινε λαβή για διακωμώδηση. Από τη σάτιρά του δε γλίτωναν παρά οι φιλειρηνικοί αγρότες και οι ἱππεῖς, δηλαδή η αριστοκρατική τάξη των παλαιών γαιοκτημόνων, που ο ποιητής τούς θεωρούσε θεματοφύλακες της παραδοσιακής αθηναϊκής αρετής και τους επαινούσε.
Στα σαράντα του χρόνια ο Αριστοφάνης έζησε την κατάλυση και λίγο αργότερα την παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθήνα, που πια δε θα κατάφερνε να ανακτήσει την παλιά της ακτινοβολία και δύναμη. Τέτοια γεγονότα και αλλαγές φυσικό ήταν να έχουν αντίχτυπο στην πνευματική κίνηση και τη λογοτεχνική παραγωγή. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Αριστοφάνης συνέχισε να συγγράφει, και με τα έργα του εγκαινίασε νέους τρόπους που επιτρέπαν στην κωμωδία να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες και να επιβιώσει.
Από τους σύγχρονους του Αριστοφάνη κωμωδοποιούς σημαντικότερος ήταν ο Εύπολης. Δεκαεφτά χρονών πρωτοπήρε μέρος στους δραματικούς αγώνες, όπου με τις συνολικά 14 συμμετοχές του πέτυχε 7 πρώτες νίκες. Με τον Αριστοφάνη είχε πολλά κοινά: διακωμωδούσαν τα ίδια ή παρόμοια πρόσωπα και φαινόμενα, οι υποθέσεις των κωμωδιών τους έμοιαζαν πολύ και οι κωμικές εμπνεύσεις τους συγγένευαν τόσο ώστε να γεννηθούν υποψίες. Ο Αριστοφάνης τον κατηγόρησε πως «πήρε το πανωφόρι μου κι έφτιαξε τρία παλτουδάκια» (απόσπ. 58 ΚΑ.), και ο Εύπολης απάντησε πως την κωμωδία του Αριστοφάνη «τους Ιππείς μαζί τους γράψαμε με τον φαλακρό, και του τους χάρισα» (απόσπ. 89 ΚΑ.). Από τα έργα του Εύπολη έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα, ανάμεσά τους ένα μεγαλούτσικο, παπυρικό, από την κωμωδία του Δῆμοι (412 π.Χ.), όπου ο Σόλων, ο Μιλτιάδης, ο δίκαιος Αριστείδης και ο Περικλής επιστρέφουν από τον Άδη και ελεεινολογούν την κατάντια της Αθήνας μετά την αποτυχημένη Σικελική εκστρατεία.
Όπως φαίνεται και στον πίνακα, ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Με τους μετριότερους υπολογισμούς διαπιστώνουμε ότι σε εκατό χρόνια, μόνο στην Αθήνα, στα Μεγάλα Διονύσια και στα Λήναια, παρουσιάστηκαν πάνω από 380 τραγικές τετραλογίες και πάνω από 470 κωμωδίες - όλα μαζί περισσότερα από 1900 δράματα. Από αυτά, ανακεφαλαιώνουμε, μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε 7 τραγωδίες του Αισχύλου, 7 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, 17 τραγωδίες και 1 σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, και 9 κωμωδίες του Αριστοφάνη - 42 όλα κι όλα δράματα. Πάλι καλά, αν σκεφτούμε ότι από τη θεατρική παραγωγή του 4ου αιώνα, ως το 323 π.Χ., μας σώζονται 1 μόνο τραγωδία, και 2 κωμωδίες του Αριστοφάνη.
------------------------------
1. Το έργο παρουσιάστηκε το 423 π.Χ., χωρίς επιτυχία. Ο Αριστοφάνης το ξανάγραψε, όπως μας σώζεται, αλλά φαίνεται πως δεν το έδωσε να ξαναπαιχτεί.
2. Πρώτη φορά τού επιτέθηκε το 426 π.Χ. στους Βαβυλωνίους. Ο Κλέων εκδικήθηκε καταγγέλλοντάς τον ότι με το έργο του είχε εκθέσει την Αθήνα στους συμμάχους της. Το αποτέλεσμα της δίκης, αν έγινε δίκη, μας είναι άγνωστο, αλλά δύο χρόνια αργότερα ο ποιητής βραβεύτηκε με την κωμωδία Ιππείς, που είχε στόχο να εκθέσει και να ταπεινώσει (ποιον άλλον;) τον Κλέωνα.
ΓΝΗΣΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΖΗΛΕΥΕΙ Ο ΠΕΡΙΤΜΗΜΕΝΟΣ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΧΒΕ
ΑπάντησηΔιαγραφή