Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΠΛ Πολ 392c–394b

Εξέταση των αφηγηματικών τεχνικών των επών – Το παράδειγμα από το Α´ της Ιλιάδας

Ο Αδείμαντος, ο άλλος αδελφός του Πλάτωνα που συμμετείχε στη συζήτηση για τη φύση της αρετής (βλ. και ΠΛ Πολ 358b–360d), κάλεσε τον Σωκράτη να παραθέσει απτές αποδείξεις για την ευεργετική επίδραση της δικαιοσύνης στον άνθρωπο. Ο φιλόσοφος εξέφρασε την αμηχανία του και ζήτησε η εξέταση του θέματος της ουσίας και φύσεως της δικαιοσύνης και της αδικίας να γίνει αρχικά στα ευρύτερα πλαίσια μιας πολιτείας, ώστε να είναι ευκολότερες οι παρατηρήσεις τους. Συμφώνησαν, λοιπόν, να δημιουργήσουν με τη φαντασία τους εξαρχής μια πολιτεία, για να δουν πώς θα γεννιόταν και θα λειτουργούσε στα πλαίσιά της η δικαιοσύνη. Την προστασία αυτής της πολιτείας θα αναλάμβαναν οι φύλακες–επίκουροι, για την εκπαίδευση των οποίων θα έπρεπε να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα. Από το πρόγραμμα σπουδών θα αποκλείονταν ποιητές όπως ο Όμηρος ή ο Ησίοδος. Ο φιλόσοφος παρέθεσε χωρία από τα ομηρικά έπη, σχολιάζοντας παράλληλα για ποιους λόγους θεωρούσε το περιεχόμενό τους ηθικά επιβλαβές, για να περάσει στο απόσπασμα που ακολουθεί στην εξέταση των αφηγηματικών τεχνικών.


[392c] Οὐκοῦν περί γε ἀνθρώπων ὅτι τοιούτους δεῖ λόγους
λέγεσθαι, τότε διομολογησόμεθα, ὅταν εὕρωμεν οἷόν ἐστιν
δικαιοσύνη καὶ ὡς φύσει λυσιτελοῦν τῷ ἔχοντι, ἐάντε δοκῇ
ἐάντε μὴ τοιοῦτος εἶναι;

Ἀληθέστατα, ἔφη.

Τὰ μὲν δὴ λόγων πέρι ἐχέτω τέλος· τὸ δὲ λέξεως, ὡς
ἐγὼ οἶμαι, μετὰ τοῦτο σκεπτέον, καὶ ἡμῖν ἅ τε λεκτέον καὶ
ὡς λεκτέον παντελῶς ἐσκέψεται.

Καὶ ὁ Ἀδείμαντος, Τοῦτο, ἦ δ’ ὅς, οὐ μανθάνω ὅτι
λέγεις.

[392d] Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ’ ἐγώ, δεῖ γε· ἴσως οὖν τῇδε μᾶλλον
εἴσῃ. ἆρ’ οὐ πάντα ὅσα ὑπὸ μυθολόγων ἢ ποιητῶν λέγεται
διήγησις οὖσα τυγχάνει ἢ γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων;

Τί γάρ, ἔφη, ἄλλο;

Ἆρ’ οὖν οὐχὶ ἤτοι ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γιγνο-
μένῃ ἢ δι’ ἀμφοτέρων περαίνουσιν;

Καὶ τοῦτο, ἦ δ’ ὅς, ἔτι δέομαι σαφέστερον μαθεῖν.

Γελοῖος, ἦν δ’ ἐγώ, ἔοικα διδάσκαλος εἶναι καὶ ἀσαφής·
ὥσπερ οὖν οἱ ἀδύνατοι λέγειν, οὐ κατὰ ὅλον ἀλλ’ ἀπολαβὼν
[392e] μέρος τι πειράσομαί σοι ἐν τούτῳ δηλῶσαι ὃ βούλομαι.
καί μοι εἰπέ· ἐπίστασαι τῆς Ἰλιάδος τὰ πρῶτα, ἐν οἷς ὁ
ποιητής φησι τὸν μὲν Χρύσην δεῖσθαι τοῦ Ἀγαμέμνονος
ἀπολῦσαι τὴν θυγατέρα, τὸν δὲ χαλεπαίνειν, τὸν δέ, ἐπειδὴ
[393a] οὐκ ἐτύγχανεν, κατεύχεσθαι τῶν Ἀχαιῶν πρὸς τὸν θεόν;

Ἔγωγε.

Οἶσθ’ οὖν ὅτι μέχρι μὲν τούτων τῶν ἐπῶν―

καὶ ἐλίσσετο πάντας Ἀχαιούς,

Ἀτρείδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν
λέγει τε αὐτὸς ὁ ποιητὴς καὶ οὐδὲ ἐπιχειρεῖ ἡμῶν τὴν διά-
νοιαν ἄλλοσε τρέπειν ὡς ἄλλος τις ὁ λέγων ἢ αὐτός· τὰ δὲ
μετὰ ταῦτα ὥσπερ αὐτὸς ὢν ὁ Χρύσης λέγει καὶ πειρᾶται
[393b] ἡμᾶς ὅτι μάλιστα ποιῆσαι μὴ Ὅμηρον δοκεῖν εἶναι τὸν
λέγοντα ἀλλὰ τὸν ἱερέα, πρεσβύτην ὄντα. καὶ τὴν ἄλλην
δὴ πᾶσαν σχεδόν τι οὕτω πεποίηται διήγησιν περί τε τῶν
ἐν Ἰλίῳ καὶ περὶ τῶν ἐν Ἰθάκῃ καὶ ὅλῃ Ὀδυσσείᾳ παθη-
μάτων.

Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη.

Οὐκοῦν διήγησις μέν ἐστιν καὶ ὅταν τὰς ῥήσεις ἑκάστοτε
λέγῃ καὶ ὅταν τὰ μεταξὺ τῶν ῥήσεων;

Πῶς γὰρ οὔ;

[393c] Ἀλλ’ ὅταν γέ τινα λέγῃ ῥῆσιν ὥς τις ἄλλος ὤν, ἆρ’ οὐ
τότε ὁμοιοῦν αὐτὸν φήσομεν ὅτι μάλιστα τὴν αὑτοῦ λέξιν
ἑκάστῳ ὃν ἂν προείπῃ ὡς ἐροῦντα;

Φήσομεν· τί γάρ;

Οὐκοῦν τό γε ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ
σχῆμα μιμεῖσθαί ἐστιν ἐκεῖνον ᾧ ἄν τις ὁμοιοῖ;

Τί μήν;

Ἐν δὴ τῷ τοιούτῳ, ὡς ἔοικεν, οὗτός τε καὶ οἱ ἄλλοι
ποιηταὶ διὰ μιμήσεως τὴν διήγησιν ποιοῦνται.

Πάνυ μὲν οὖν.

Εἰ δέ γε μηδαμοῦ ἑαυτὸν ἀποκρύπτοιτο ὁ ποιητής, πᾶσα
[393d] ἂν αὐτῷ ἄνευ μιμήσεως ἡ ποίησίς τε καὶ διήγησις γεγονυῖα
εἴη. ἵνα δὲ μὴ εἴπῃς ὅτι οὐκ αὖ μανθάνεις, ὅπως ἂν τοῦτο
γένοιτο ἐγὼ φράσω. εἰ γὰρ Ὅμηρος εἰπὼν ὅτι ἦλθεν
ὁ Χρύσης τῆς τε θυγατρὸς λύτρα φέρων καὶ ἱκέτης τῶν
Ἀχαιῶν, μάλιστα δὲ τῶν βασιλέων, μετὰ τοῦτο μὴ ὡς
Χρύσης γενόμενος ἔλεγεν ἀλλ’ ἔτι ὡς Ὅμηρος, οἶσθ’ ὅτι
οὐκ ἂν μίμησις ἦν ἀλλὰ ἁπλῆ διήγησις. εἶχε δ’ ἂν ὧδε
πως ―φράσω δὲ ἄνευ μέτρου· οὐ γάρ εἰμι ποιητικός― Ἐλθὼν
[393e] ὁ ἱερεὺς ηὔχετο ἐκείνοις μὲν τοὺς θεοὺς δοῦναι ἑλόντας τὴν
Τροίαν αὐτοὺς σωθῆναι, τὴν δὲ θυγατέρα οἱ λῦσαι δεξα-
μένους ἄποινα καὶ τὸν θεὸν αἰδεσθέντας. ταῦτα δὲ εἰπόντος
αὐτοῦ οἱ μὲν ἄλλοι ἐσέβοντο καὶ συνῄνουν, ὁ δὲ Ἀγαμέμνων
ἠγρίαινεν ἐντελλόμενος νῦν τε ἀπιέναι καὶ αὖθις μὴ ἐλθεῖν,
μὴ αὐτῷ τό τε σκῆπτρον καὶ τὰ τοῦ θεοῦ στέμματα οὐκ
ἐπαρκέσοι· πρὶν δὲ λυθῆναι αὐτοῦ τὴν θυγατέρα, ἐν Ἄργει
ἔφη γηράσειν μετὰ οὗ· ἀπιέναι δ’ ἐκέλευεν καὶ μὴ ἐρεθίζειν,
[394a] ἵνα σῶς οἴκαδε ἔλθοι. ὁ δὲ πρεσβύτης ἀκούσας ἔδεισέν τε
καὶ ἀπῄει σιγῇ, ἀποχωρήσας δὲ ἐκ τοῦ στρατοπέδου πολλὰ
τῷ Ἀπόλλωνι ηὔχετο, τάς τε ἐπωνυμίας τοῦ θεοῦ ἀνακαλῶν
καὶ ὑπομιμνῄσκων καὶ ἀπαιτῶν, εἴ τι πώποτε ἢ ἐν ναῶν
οἰκοδομήσεσιν ἢ ἐν ἱερῶν θυσίαις κεχαρισμένον δωρήσαιτο·
ὧν δὴ χάριν κατηύχετο τεῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα
τοῖς ἐκείνου βέλεσιν. οὕτως, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ ἑταῖρε, ἄνευ
[394b] μιμήσεως ἁπλῆ διήγησις γίγνεται.

***
Συνεπώς σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους θα συμφωνήσουμε ότι τέτοιου είδους λόγοι πρέπει να λέγονται αφού πρώτα βρούμε τι είδους πράγμα είναι η δικαιοσύνη, και ότι η δικαιοσύνη είναι ωφέλιμη για όποιον την έχει, αδιάφορο αν ο ίδιος θεωρείται δίκαιος ή όχι·σωστά;

Σωστότατα, είπε.

Σχετικά λοιπόν με το περιεχόμενο των λόγων ας βάλουμε εδώ τελεία. Μετά από αυτό όμως πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξετάσουμε με ποιον τρόπο θα το λέμε, και έτσι θα έχουμε ολοκληρώσει την εξέταση για το τι πρέπει να λέγεται και με ποιον τρόπο.

Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Αδείμαντος, τι θέλεις να πεις τώρα.

Πρέπει όμως, είπα· ίσως θα το καταλάβεις αν το διατυπώσω έτσι. Άραγε όλα όσα λένε οι μυθοπλάστες και οι ποιητές δεν αποτελούν μιαν αφήγηση για πράγματα που είτε έχουν γίνει στο παρελθόν είτε συμβαίνουν τώρα είτε πρόκειται να συμβούν στο μέλλον;

Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;

Κι αυτή την αφήγηση δεν την ξεδιπλώνουν είτε με μια σκέτη διήγηση είτε διαμέσου μιας μίμησης είτε και με τα δύο αυτά;

Και αυτό, είπε, χρειάζεται να μου το δώσεις να το καταλάβω καλύτερα.

Φαίνεται, είπα, είμαι αστείος δάσκαλος και δεν γίνομαι σαφής· όπως κάνουν λοιπόν κι εκείνοι που δεν έχουν ευχέρεια στο να εκφράζονται, δεν θα το πω αφηρημένα αλλά θα ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο και θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω τι θέλω να πω με βάση αυτό το παράδειγμα. Για πες μου. Ξέρεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας, εκεί όπου σύμφωνα με τον ποιητή ο Χρύσης παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να αφήσει ελεύθερη τη θυγατέρα του κι εκείνος γίνεται έξω φρενών και τότε ο Χρύσης, επειδή η παράκλησή του δεν βρίσκει ανταπόκριση, καταριέται τους Αχαιούς;

Ναι, τους ξέρω.

Ξέρεις λοιπόν ότι ίσαμε τους στίχους αυτούς

«και πρόσπεφτε μπρος στους Αργίτες όλους
ξεχωριστά στους δυο πολέμαρχους υγιούς του Ατρέα γυρνώντας»

μιλάει ο ίδιος ο ποιητής και δεν επιχειρεί να μας κάνει να νομίσουμε ότι κάποιος άλλος είναι που μιλάει και όχι αυτός· τα απο 'κει κι έπειτα όμως τα λέει σαν ο ίδιος ο ποιητής να ήταν ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυτός που μιλάει δεν είναι ο Όμηρος αλλά ο ιερέας, ένας γέροντας. Και έτσι έχει ιστορήσει όλη σχεδόν την άλλη διήγηση, όσα έγιναν στο Ίλιο και όσα στην Ιθάκη και σε όλη την Οδύσσεια.

Ακριβώς έτσι, είπε.

Επομένως πρόκειται για διήγηση και όταν παρουσιάζει τις διαφορετικές κάθε φορά ρήσεις των άλλων και όταν παρουσιάζει τα ενδιάμεσα αφηγηματικά μέρη· έτσι δεν είναι;

Φυσικά.

Όταν όμως αναφέρει μια φράση σαν να ήταν κάποιος άλλος, άραγε δεν πρέπει να πούμε ότι τότε εξομοιώνει τον τρόπο της έκφρασής του με την έκφραση εκείνου τον οποίο έχει κάθε φορά προαναγγείλει ως ομιλητή;

Να το πούμε, βεβαίως.

Η εξομοίωση του, τώρα, αυτή με κάποιον άλλο, είτε ως προς τη φωνή είτε ως προς το παρουσιαστικό, δεν αποτελεί μίμηση εκείνου με τον οποίο εξομοιώνει τον εαυτό του;

Ασφαλώς.

Σ' αυτές τις περιπτώσεις, καθώς φαίνεται, και ο Όμηρος και οι άλλοι ποιητές ανιστορούν κάτι διαμέσου μιας μίμησης.

Βεβαιότατα.

Αν ο ποιητής δεν επιχειρεί σε κανένα σημείο να κρύψει τον εαυτό του, ολόκληρο το ποίημα και η αφήγηση θα είναι χωρίς μίμηση. Και για να μην πεις πως πάλι δεν καταλαβαίνεις, θα σου εξηγήσω εγώ σαν τι θα ήταν αυτό. Αν δηλαδή ο Όμηρος λέγοντας ότι ήλθε ο Χρύσης με λύτρα για την κόρη του, για να παρακαλέσει τους Αχαιούς και κυρίως τους βασιλιάδες, αμέσως μετά δεν μιλούσε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε Χρύση αλλά εξακολουθούσε να μιλάει ως Όμηρος, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν θα ήταν μίμηση αλλά σκέτη διήγηση. Κι αυτή θα ήταν κάπως έτσι· θα το εκφράσω χωρίς μέτρο, δεν είμαι βλέπεις, ποιητής: Σαν ήλθε ο ιερέας τους ευχήθηκε να δώσουν οι θεοί να κυριέψουνε οι Αχαιοί την Τροία και να γυρίσουν σώοι, αλλά τη θυγατέρα του να του την αφήσουν ελεύθερη, αφού δεχθούν λύτρα, δείχνοντας έτσι σεβασμό για τους θεούς. Μόλις τα είπε αυτά, οι άλλοι ντράπηκαν και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, ο Αγαμέμνονας όμως αγρίεψε και τον πρόσταξε να φύγει αμέσως και να μην ξανάρθει, διαφορετικά ακόμη και το ραβδί και τα στεφάνια του θεού δεν θα του ήταν αρκετά να τον προστατέψουν· όσο για τη θυγατέρα του, πρώτα, είπε, θα γεράσει μαζί του στο Άργος κι υστέρα θα ξεσκλαβωθεί· και τον πρόσταξε να φύγει και να μην τον εξοργίζει, αν ήθελε να φτάσει σώος στο σπίτι του. Σαν τ' άκουσε αυτά ο γέροντας τρόμαξε κι έφυγε δίχως να βγάλει μιλιά, όταν όμως απομακρύνθηκε από το στρατόπεδο, παρακάλεσε με θέρμη τον Απόλλωνα, αποκαλώντας τον με όλα τα παρωνύμια του κι, υπενθυμίζοντας και ζητώντας απ' αυτόν ανταμοιβή για οποιαδήποτε δωρεά του είχε κάνει ως τότε είτε χτίζοντας ναούς για χάρη του είτε θυσιάζοντας ιερά σφάγια. Γι' αυτά όλα παρακαλούσε τώρα το θεό να κάνει με τα βέλη του τους Αχαιούς να πληρώσουν για τα δάκρυα που εξαιτίας τους έχυσε. Έτσι, είπα, φίλε μου, φτιάχνεται μια απλή αφήγηση χωρίς μίμηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου