ΠΛ Πολ 358b–360d
Η παρέμβαση του Γλαύκωνα σχετικά με την ουσία της δικαιοσύνης – Το παράδειγμα του δαχτυλιδιού του Γύγη
Ο Σωκράτης ανάγκασε τελικά τον σοφιστή Θρασύμαχο, θιασώτη της άποψης περί δικαίου του ισχυροτέρου, (βλ. και ΠΛ Πολ 346e–348b) να παραδεχτεί ότι η δικαιοσύνη είναι μια αρετή της ψυχής που μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο την ευτυχία. Στο σημείο αυτό, όμως, παρενέβη ο Γλαύκωνας, αδελφός του Πλάτωνα. Αυτός διαπίστωσε ότι ο πολύς κόσμος θεωρεί τη συμμόρφωση με τις επιταγές της δικαιοσύνης ως κάτι κοπιαστικό και επαχθές, που αποφέρει, ωστόσο, τεράστια οφέλη, ενώ ο Σωκράτης ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Ζήτησε, λοιπόν, να τεθεί η εξέταση σε άλλη βάση:
[358b] Ἴθι δή, ἔφη, ἄκουσον καὶ ἐμοῦ, ἐάν σοι ἔτι ταὐτὰ δοκῇ.
Θρασύμαχος γάρ μοι φαίνεται πρῳαίτερον τοῦ δέοντος ὑπὸ
σοῦ ὥσπερ ὄφις κηληθῆναι, ἐμοὶ δὲ οὔπω κατὰ νοῦν ἡ ἀπό-
δειξις γέγονεν περὶ ἑκατέρου· ἐπιθυμῶ γὰρ ἀκοῦσαι τί τ’ ἔστιν
ἑκάτερον καὶ τίνα ἔχει δύναμιν αὐτὸ καθ’ αὑτὸ ἐνὸν ἐν τῇ
ψυχῇ, τοὺς δὲ μισθοὺς καὶ τὰ γιγνόμενα ἀπ’ αὐτῶν ἐᾶσαι
χαίρειν. οὑτωσὶ οὖν ποιήσω, ἐὰν καὶ σοὶ δοκῇ· ἐπανανεώ-
[358c] σομαι τὸν Θρασυμάχου λόγον, καὶ πρῶτον μὲν ἐρῶ δικαιο-
σύνην οἷον εἶναί φασιν καὶ ὅθεν γεγονέναι, δεύτερον δὲ ὅτι
πάντες αὐτὸ οἱ ἐπιτηδεύοντες ἄκοντες ἐπιτηδεύουσιν ὡς ἀναγ-
καῖον ἀλλ’ οὐχ ὡς ἀγαθόν, τρίτον δὲ ὅτι εἰκότως αὐτὸ δρῶσι·
πολὺ γὰρ ἀμείνων ἄρα ὁ τοῦ ἀδίκου ἢ ὁ τοῦ δικαίου βίος,
ὡς λέγουσιν. ἐπεὶ ἔμοιγε, ὦ Σώκρατες, οὔ τι δοκεῖ οὕτως·
ἀπορῶ μέντοι διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ἀκούων Θρασυμάχου
καὶ μυρίων ἄλλων, τὸν δὲ ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης λόγον, ὡς
[358d] ἄμεινον ἀδικίας, οὐδενός πω ἀκήκοα ὡς βούλομαι ―βούλομαι
δὲ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ ἐγκωμιαζόμενον ἀκοῦσαι― μάλιστα δ’
οἶμαι ἂν σοῦ πυθέσθαι. διὸ κατατείνας ἐρῶ τὸν ἄδικον βίον
ἐπαινῶν, εἰπὼν δὲ ἐνδείξομαί σοι ὃν τρόπον αὖ βούλομαι
καὶ σοῦ ἀκούειν ἀδικίαν μὲν ψέγοντος, δικαιοσύνην δὲ ἐπαι-
νοῦντος. ἀλλ’ ὅρα εἴ σοι βουλομένῳ ἃ λέγω.
Πάντων μάλιστα, ἦν δ’ ἐγώ· περὶ γὰρ τίνος ἂν μᾶλλον
πολλάκις τις νοῦν ἔχων χαίροι λέγων καὶ ἀκούων;
[358e] Κάλλιστα, ἔφη, λέγεις· καὶ ὃ πρῶτον ἔφην ἐρεῖν, περὶ
τούτου ἄκουε, τί ὄν τε καὶ ὅθεν γέγονε δικαιοσύνη.
Πεφυκέναι γὰρ δή φασιν τὸ μὲν ἀδικεῖν ἀγαθόν, τὸ δὲ
ἀδικεῖσθαι κακόν, πλέονι δὲ κακῷ ὑπερβάλλειν τὸ ἀδικεῖσθαι
ἢ ἀγαθῷ τὸ ἀδικεῖν, ὥστ’ ἐπειδὰν ἀλλήλους ἀδικῶσί τε καὶ
ἀδικῶνται καὶ ἀμφοτέρων γεύωνται, τοῖς μὴ δυναμένοις τὸ
[359a] μὲν ἐκφεύγειν τὸ δὲ αἱρεῖν δοκεῖ λυσιτελεῖν συνθέσθαι
ἀλλήλοις μήτ’ ἀδικεῖν μήτ’ ἀδικεῖσθαι· καὶ ἐντεῦθεν δὴ
ἄρξασθαι νόμους τίθεσθαι καὶ συνθήκας αὑτῶν, καὶ ὀνομάσαι
τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον· καὶ εἶναι
δὴ ταύτην γένεσίν τε καὶ οὐσίαν δικαιοσύνης, μεταξὺ οὖσαν
τοῦ μὲν ἀρίστου ὄντος, ἐὰν ἀδικῶν μὴ διδῷ δίκην, τοῦ δὲ
κακίστου, ἐὰν ἀδικούμενος τιμωρεῖσθαι ἀδύνατος ᾖ· τὸ δὲ
δίκαιον ἐν μέσῳ ὂν τούτων ἀμφοτέρων ἀγαπᾶσθαι οὐχ ὡς
[359b] ἀγαθόν, ἀλλ’ ὡς ἀρρωστίᾳ τοῦ ἀδικεῖν τιμώμενον· ἐπεὶ τὸν
δυνάμενον αὐτὸ ποιεῖν καὶ ὡς ἀληθῶς ἄνδρα οὐδ’ ἂν ἑνί ποτε
συνθέσθαι τὸ μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι· μαίνεσθαι γὰρ
ἄν. ἡ μὲν οὖν δὴ φύσις δικαιοσύνης, ὦ Σώκρατες, αὕτη τε
καὶ τοιαύτη, καὶ ἐξ ὧν πέφυκε τοιαῦτα, ὡς ὁ λόγος.
Ὡς δὲ καὶ οἱ ἐπιτηδεύοντες ἀδυναμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν ἄκοντες
αὐτὸ ἐπιτηδεύουσι, μάλιστ’ ἂν αἰσθοίμεθα, εἰ τοιόνδε ποιή-
[359c] σαιμεν τῇ διανοίᾳ· δόντες ἐξουσίαν ἑκατέρῳ ποιεῖν ὅτι ἂν
βούληται, τῷ τε δικαίῳ καὶ τῷ ἀδίκῳ, εἶτ’ ἐπακολουθήσαιμεν
θεώμενοι ποῖ ἡ ἐπιθυμία ἑκάτερον ἄξει. ἐπ’ αὐτοφώρῳ οὖν
λάβοιμεν ἂν τὸν δίκαιον τῷ ἀδίκῳ εἰς ταὐτὸν ἰόντα διὰ τὴν
πλεονεξίαν, ὃ πᾶσα φύσις διώκειν πέφυκεν ὡς ἀγαθόν, νόμῳ
δὲ βίᾳ παράγεται ἐπὶ τὴν τοῦ ἴσου τιμήν. εἴη δ’ ἂν ἡ
ἐξουσία ἣν λέγω τοιάδε μάλιστα, εἰ αὐτοῖς γένοιτο οἵαν
[359d] ποτέ φασιν δύναμιν τῷ [Γύγου] τοῦ Λυδοῦ προγόνῳ γενέσθαι.
εἶναι μὲν γὰρ αὐτὸν ποιμένα θητεύοντα παρὰ τῷ τότε Λυδίας
ἄρχοντι, ὄμβρου δὲ πολλοῦ γενομένου καὶ σεισμοῦ ῥαγῆναί
τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα κατὰ τὸν τόπον ᾗ ἔνεμεν.
ἰδόντα δὲ καὶ θαυμάσαντα καταβῆναι καὶ ἰδεῖν ἄλλα τε δὴ
ἃ μυθολογοῦσιν θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν, κοῖλον, θυρίδας
ἔχοντα, καθ’ ἃς ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν, ὡς φαίνεσθαι
μείζω ἢ κατ’ ἄνθρωπον, τοῦτον δὲ ἄλλο μὲν οὐδέν, περὶ δὲ
[359e] τῇ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὄντα περιελόμενον ἐκβῆναι.
συλλόγου δὲ γενομένου τοῖς ποιμέσιν εἰωθότος, ἵν’ ἐξαγ-
γέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια, ἀφικέσθαι
καὶ ἐκεῖνον ἔχοντα τὸν δακτύλιον· καθήμενον οὖν μετὰ τῶν
ἄλλων τυχεῖν τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγόντα
πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸ εἴσω τῆς χειρός, τούτου δὲ γενομένου
[360a] ἀφανῆ αὐτὸν γενέσθαι τοῖς παρακαθημένοις, καὶ διαλέγεσθαι
ὡς περὶ οἰχομένου. καὶ τὸν θαυμάζειν τε καὶ πάλιν ἐπιψη-
λαφῶντα τὸν δακτύλιον στρέψαι ἔξω τὴν σφενδόνην, καὶ
στρέψαντα φανερὸν γενέσθαι. καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀπο-
πειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ
οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ
γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθόμενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι
τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα, ἐλθόντα
[360b] δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα, μετ’ ἐκείνης ἐπιθέ-
μενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν.
εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος
περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν,
οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ
τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν
αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν,
[360c] καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο, καὶ
ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ
τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ
δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ’ ἐπὶ ταὔτ’ ἂν
ἴοιεν ἀμφότεροι. καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις
ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος ἀλλ’ ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ
ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ’ ἂν οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι
ἀδικεῖν, ἀδικεῖν. λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ πολὺ
[360d] μᾶλλον ἰδίᾳ τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος,
ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις
τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλαβόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι
μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων, ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν
εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητότατος, ἐπαινοῖεν δ’ ἂν
αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ
ἀδικεῖσθαι φόβον.
***
Ωραία, είπε, άκουσε τότε κι έμενα και δες αν εξακολουθείς να έχεις την ίδια γνώμη. Γιατί έχω την εντύπωση ότι ο Θρασύμαχος, πολύ νωρίτερα απ' όσο θα 'πρεπε, γητεύτηκε σαν το φίδι από σένα, ενώ κατά τη γνώμη μου ούτε η απόδειξη για τη δικαιοσύνη ούτε η άλλη για την αδικία είναι ικανοποιητική. Γιατί εγώ θέλω να ακούσω τι είναι καθεμιά από αυτές και ποια δύναμη έχει αυτή καθαυτή όταν υπάρχει μέσα στην ψυχή, κι όσο για τις ανταμοιβές και τα επακόλουθά τους, εγώ δεν δίνω γι' αυτά πεντάρα. Σκοπεύω λοιπόν να κάνω το εξής, αν συμφωνείς κι εσύ: Θα επανέλθω σε όσα υποστήριξε ο Θρασύμαχος και, πρώτον, θα πω τι λέγεται για τη δικαιοσύνη, ποια είναι η φύση της και ποιες οι ρίζες της, δεύτερον, ότι όλοι όσοι την εφαρμόζουν στην πράξη το κάνουν παρά τη θέλησή τους ως κάτι αναγκαίο κι όχι γιατί την θεωρούν κάτι καλό και, τρίτον, ότι εύλογα συμβαίνει αυτό, αφού, καθώς λένε, η ζωή του άδικου ανθρώπου είναι πολύ καλύτερη απ' ότι του δίκαιου. Όσο για μένα, Σωκράτη, διόλου δεν τη συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Εντούτοις τα 'χω χαμένα, έχουν κουφαθεί τα αυτιά μου ακούγοντας τον Θρασύμαχο κι ένα σωρό άλλους, ενώ ένα λόγο που να υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη, που να λέει ότι είναι καλύτερη από την αδικία, δεν τον έχω ως τώρα ακούσει από κανέναν, όπως τον θέλω εγώ ―θέλω δηλαδή να ακούσω να εγκωμιάζεται η ίδια η δικαιοσύνη στην καθεαυτότητά της―, και νομίζω ότι αυτόν το λόγο μπορώ να τον ακούσω από εσένα, καλύτερα παρά από οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό λοιπόν θα βάλω τα δυνατά μου να εκθειάσω τη ζωή της αδικίας, και κάνοντάς το αυτό θα σου δείξω με ποιον τρόπο θέλω έπειτα να ακούσω κι εσένα να επικρίνεις την αδικία και να παινεύεις τη δικαιοσύνη. Σε βρίσκει σύμφωνο η πρότασή μου;
Και παρά πολύ μάλιστα, είπα εγώ· γιατί για ποιο άλλο πράγμα θα χαιρόταν περισσότερο ένας λογικός άνθρωπος να μιλάει και να ακούει ξανά και ξανά;
Θαυμάσια, είπε, τα λες. Άκου, λοιπόν, αυτό στο οποίο, καθώς είπα, θα αναφερθώ πρώτα–πρώτα, τι είναι δηλαδή η δικαιοσύνη και ποιες οι ρίζες της.
Είναι από τη φύση, λένε, καλό πράγμα να αδικείς, ενώ το να σε αδικούν κακό, κι υπάρχει στην αδικία που υφίστασαι περισσότερο κακό απ' όσο καλό υπάρχει στην αδικία που διαπράττεις εσύ, έτσι ώστε, όταν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο και αδικούνται, και τα δοκιμάζουν και τα δύο, να συμφέρει σ' αυτούς που δεν μπορούν να αποφύγουν το ένα αλλά ούτε και να καταφέρουν το άλλο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται. Εδώ λοιπόν, λένε, έχει την αρχή της η θέσπιση νόμων και η σύναψη συμφωνιών, κι ό,τι προστάζει ο νόμος το ονομάζουν νόμιμο και δίκαιο. Κι αυτή είναι, λένε, η προέλευση και η ουσία της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έτσι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο καλύτερο απ' όλα, που είναι να αδικείς χωρίς να παθαίνεις τίποτα, και στο χειρότερο, που είναι να σε αδικούν χωρίς εσύ να μπορείς να ανταποδώσεις το άδικο που σου κάνουν. Το δίκαιο λοιπόν, έχοντας μια θέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, κερδίζει την αγάπη όχι ως κάτι καλό, αλλά ως κάτι που το τιμάμε επειδή δεν έχουμε τη δύναμη να είμαστε άδικοι. Γιατί εκείνος που έχει τη δύναμη να διαπράξει το άδικο και που πραγματικά το λέει η καρδιά του, δεν θα συμφωνούσε ποτέ και με κανέναν να μην αδικεί και να μην τον αδικούν· γιατί θα ήταν τρελός αν το έκανε. Να λοιπόν, Σωκράτη, ποια είναι η δικαιοσύνη και ποια η φύση της και ποιες οι συνθήκες από τις όποιες αναδύθηκε σύμφωνα με αυτά τα λεγόμενα.
Το ότι, τώρα, και όσοι εφαρμόζουν στην πράξη το δίκαιο, το εφαρμόζουν παρά τη θέλησή τους, από αδυναμία να πράξουν το άδικο, θα το αντιληφθούμε με τον καλύτερο τρόπο, αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση. Ας πούμε ότι δίνουμε στον καθένα από τους δύο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα τους παρακολουθούμε για να δούμε πού θα οδηγήσει τον καθένα τους η επιθυμία. Ε λοιπόν, επ' αυτοφώρω θα τον συλλαμβάναμε τότε τον δίκαιο να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τον άδικο, αφού από τη φύση του κάθε πλάσμα επιδιώκει να έχει περισσότερα από τα άλλα θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι καλό, αναγκάζεται όμως δια της βίας από το νόμο να σέβεται την ισότητα. Κι αυτή η εξουσία για την οποία μιλώ θα ήταν ακριβώς όμοια με εκείνη που θα είχαν, αν τους συνέβαινε να αποκτήσουν δύναμη σαν κι εκείνη που, καθώς λένε, έλαβε κάποτε ο πρόγονος του Γύγη του Λυδού. Ήταν, λένε, βοσκός και δούλευε στον άρχοντα, τότε, της Λυδίας, όταν ύστερα από μια μεγάλη νεροποντή και σεισμό ράγισε κάπου το έδαφος και άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στον τόπο που έβοσκε το κοπάδι του. Σάστισε σαν το είδε, κατεβαίνει, και κοντά στα άλλα περίεργα βλέπει εκεί, όπως λέει ο μύθος, ένα χάλκινο άλογο, κούφιο από μέσα, που είχε κάτι μικρές θυρίδες· σκύβοντας στο εσωτερικό του βλέπει μέσα έναν νεκρό με κορμί, έτσι έδειχνε, μεγαλύτερο από ανθρώπινο που δεν είχε απάνω του τίποτε άλλο παρά μόνο φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δαχτυλίδι, που ο βοσκός του το βγάζει κι ανεβαίνει επάνω. Καθώς τότε γινόταν η τακτική συνάθροιση των βοσκών για να στείλουν, όπως κάθε μήνα, στο βασιλιά τις αναφορές τους για τα κοπάδια, έφθασε κι αυτός φορώντας στο χέρι το δαχτυλίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν με τους άλλους βοσκούς, γύρισε εντελώς τυχαία το δέσιμο του δαχτυλιδιού προς το μέρος του, προς την παλάμη, και μόλις το έκανε αυτό, έγινε ο ίδιος άφαντος για όσους ήσαν καθισμένοι εκεί γύρω, έτσι που κι εκείνοι μιλούσαν γι' αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος τά 'χασε και ψηλαφώντας πάλι το δαχτυλίδι γυρίζει το δέσιμο προς τα έξω, και με το που το έκανε αυτό έγινε ορατός. Έχοντας αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε, προσπάθησε να δοκιμάσει αν τη δύναμη αυτή την είχε το δαχτυλίδι, και αν πραγματικά στρέφοντας το δέσιμο προς τα μέσα, γινόταν άφαντος, ενώ στρέφοντάς το προς τα έξω γινόταν φανερός. Μόλις το διαπίστωσε, κατάφερε να πάει κι αυτός με τους βοσκούς, με τους οποίους έστελναν τους λογαριασμούς στο βασιλιά, και φθάνοντας εκεί, αφού μοίχευσε τη γυναίκα του βασιλιά, του επιτέθηκε μαζί της, τον σκότωσε και έτσι άρπαξε την εξουσία. Αν λοιπόν γινόταν να είχαμε δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα να το φορούσε ο δίκαιος, το άλλο ο άδικος, κανένας τους, καθώς φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μένει αταλάντευτα δίκαιος και να έχει τη λεβεντιά να κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, μόλο που θα μπορούσε να πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιον του αρέσει, να σκοτώνει ή να βγάζει από τη φυλακή όποιον κι αν θελήσει και να κάνει κάθε άλλη πράξη όντας ίδιος θεός ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενεργώντας δε έτσι, δεν θα 'κανε τίποτα διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα τραβούσαν τον ίδιο δρόμο. Κι αναμφίβολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό αποτελεί τρανή απόδειξη πως κανένας δεν είναι με τη θέληση του δίκαιος αλλά από αναγκασμό, πιστεύοντας ότι προσωπικά γι' αυτόν το δίκιο δεν αποτελεί κάτι καλό, αφού όπου καθένας νομίζει ότι έχει τη δύναμη να αδικήσει, θα αδικήσει. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι για τον εαυτό του η αδικία είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη δικαιοσύνη, και σωστά το πιστεύει, όπως θα υποστηρίξει όποιος εκφράζει μια τέτοια άποψη· αφού, αν συνέβαινε να πάρει κάποιος στα χέρια του τέτοια εξουσία χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να κάνει το άδικο ούτε να βάλει χέρι σε ξένα πράγματα, τον άνθρωπο αυτό, όσοι θα τύχαινε να τον προσέξουν, θα τον θεωρούσαν αξιολύπητο ίσαμ' εκεί που δεν πάει άλλο, και πέρα για πέρα ανόητο, ωστόσο δημοσίως θα τον επαινούσαν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο από φόβο μήπως αδικηθούν κι οι ίδιοι. Αυτά σχετικά με τούτο το θέμα.
Ωραία, είπε, άκουσε τότε κι έμενα και δες αν εξακολουθείς να έχεις την ίδια γνώμη. Γιατί έχω την εντύπωση ότι ο Θρασύμαχος, πολύ νωρίτερα απ' όσο θα 'πρεπε, γητεύτηκε σαν το φίδι από σένα, ενώ κατά τη γνώμη μου ούτε η απόδειξη για τη δικαιοσύνη ούτε η άλλη για την αδικία είναι ικανοποιητική. Γιατί εγώ θέλω να ακούσω τι είναι καθεμιά από αυτές και ποια δύναμη έχει αυτή καθαυτή όταν υπάρχει μέσα στην ψυχή, κι όσο για τις ανταμοιβές και τα επακόλουθά τους, εγώ δεν δίνω γι' αυτά πεντάρα. Σκοπεύω λοιπόν να κάνω το εξής, αν συμφωνείς κι εσύ: Θα επανέλθω σε όσα υποστήριξε ο Θρασύμαχος και, πρώτον, θα πω τι λέγεται για τη δικαιοσύνη, ποια είναι η φύση της και ποιες οι ρίζες της, δεύτερον, ότι όλοι όσοι την εφαρμόζουν στην πράξη το κάνουν παρά τη θέλησή τους ως κάτι αναγκαίο κι όχι γιατί την θεωρούν κάτι καλό και, τρίτον, ότι εύλογα συμβαίνει αυτό, αφού, καθώς λένε, η ζωή του άδικου ανθρώπου είναι πολύ καλύτερη απ' ότι του δίκαιου. Όσο για μένα, Σωκράτη, διόλου δεν τη συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Εντούτοις τα 'χω χαμένα, έχουν κουφαθεί τα αυτιά μου ακούγοντας τον Θρασύμαχο κι ένα σωρό άλλους, ενώ ένα λόγο που να υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη, που να λέει ότι είναι καλύτερη από την αδικία, δεν τον έχω ως τώρα ακούσει από κανέναν, όπως τον θέλω εγώ ―θέλω δηλαδή να ακούσω να εγκωμιάζεται η ίδια η δικαιοσύνη στην καθεαυτότητά της―, και νομίζω ότι αυτόν το λόγο μπορώ να τον ακούσω από εσένα, καλύτερα παρά από οποιονδήποτε άλλο. Γι' αυτό λοιπόν θα βάλω τα δυνατά μου να εκθειάσω τη ζωή της αδικίας, και κάνοντάς το αυτό θα σου δείξω με ποιον τρόπο θέλω έπειτα να ακούσω κι εσένα να επικρίνεις την αδικία και να παινεύεις τη δικαιοσύνη. Σε βρίσκει σύμφωνο η πρότασή μου;
Και παρά πολύ μάλιστα, είπα εγώ· γιατί για ποιο άλλο πράγμα θα χαιρόταν περισσότερο ένας λογικός άνθρωπος να μιλάει και να ακούει ξανά και ξανά;
Θαυμάσια, είπε, τα λες. Άκου, λοιπόν, αυτό στο οποίο, καθώς είπα, θα αναφερθώ πρώτα–πρώτα, τι είναι δηλαδή η δικαιοσύνη και ποιες οι ρίζες της.
Είναι από τη φύση, λένε, καλό πράγμα να αδικείς, ενώ το να σε αδικούν κακό, κι υπάρχει στην αδικία που υφίστασαι περισσότερο κακό απ' όσο καλό υπάρχει στην αδικία που διαπράττεις εσύ, έτσι ώστε, όταν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο και αδικούνται, και τα δοκιμάζουν και τα δύο, να συμφέρει σ' αυτούς που δεν μπορούν να αποφύγουν το ένα αλλά ούτε και να καταφέρουν το άλλο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται. Εδώ λοιπόν, λένε, έχει την αρχή της η θέσπιση νόμων και η σύναψη συμφωνιών, κι ό,τι προστάζει ο νόμος το ονομάζουν νόμιμο και δίκαιο. Κι αυτή είναι, λένε, η προέλευση και η ουσία της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έτσι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο καλύτερο απ' όλα, που είναι να αδικείς χωρίς να παθαίνεις τίποτα, και στο χειρότερο, που είναι να σε αδικούν χωρίς εσύ να μπορείς να ανταποδώσεις το άδικο που σου κάνουν. Το δίκαιο λοιπόν, έχοντας μια θέση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, κερδίζει την αγάπη όχι ως κάτι καλό, αλλά ως κάτι που το τιμάμε επειδή δεν έχουμε τη δύναμη να είμαστε άδικοι. Γιατί εκείνος που έχει τη δύναμη να διαπράξει το άδικο και που πραγματικά το λέει η καρδιά του, δεν θα συμφωνούσε ποτέ και με κανέναν να μην αδικεί και να μην τον αδικούν· γιατί θα ήταν τρελός αν το έκανε. Να λοιπόν, Σωκράτη, ποια είναι η δικαιοσύνη και ποια η φύση της και ποιες οι συνθήκες από τις όποιες αναδύθηκε σύμφωνα με αυτά τα λεγόμενα.
Το ότι, τώρα, και όσοι εφαρμόζουν στην πράξη το δίκαιο, το εφαρμόζουν παρά τη θέλησή τους, από αδυναμία να πράξουν το άδικο, θα το αντιληφθούμε με τον καλύτερο τρόπο, αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση. Ας πούμε ότι δίνουμε στον καθένα από τους δύο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα τους παρακολουθούμε για να δούμε πού θα οδηγήσει τον καθένα τους η επιθυμία. Ε λοιπόν, επ' αυτοφώρω θα τον συλλαμβάναμε τότε τον δίκαιο να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τον άδικο, αφού από τη φύση του κάθε πλάσμα επιδιώκει να έχει περισσότερα από τα άλλα θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι καλό, αναγκάζεται όμως δια της βίας από το νόμο να σέβεται την ισότητα. Κι αυτή η εξουσία για την οποία μιλώ θα ήταν ακριβώς όμοια με εκείνη που θα είχαν, αν τους συνέβαινε να αποκτήσουν δύναμη σαν κι εκείνη που, καθώς λένε, έλαβε κάποτε ο πρόγονος του Γύγη του Λυδού. Ήταν, λένε, βοσκός και δούλευε στον άρχοντα, τότε, της Λυδίας, όταν ύστερα από μια μεγάλη νεροποντή και σεισμό ράγισε κάπου το έδαφος και άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στον τόπο που έβοσκε το κοπάδι του. Σάστισε σαν το είδε, κατεβαίνει, και κοντά στα άλλα περίεργα βλέπει εκεί, όπως λέει ο μύθος, ένα χάλκινο άλογο, κούφιο από μέσα, που είχε κάτι μικρές θυρίδες· σκύβοντας στο εσωτερικό του βλέπει μέσα έναν νεκρό με κορμί, έτσι έδειχνε, μεγαλύτερο από ανθρώπινο που δεν είχε απάνω του τίποτε άλλο παρά μόνο φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δαχτυλίδι, που ο βοσκός του το βγάζει κι ανεβαίνει επάνω. Καθώς τότε γινόταν η τακτική συνάθροιση των βοσκών για να στείλουν, όπως κάθε μήνα, στο βασιλιά τις αναφορές τους για τα κοπάδια, έφθασε κι αυτός φορώντας στο χέρι το δαχτυλίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν με τους άλλους βοσκούς, γύρισε εντελώς τυχαία το δέσιμο του δαχτυλιδιού προς το μέρος του, προς την παλάμη, και μόλις το έκανε αυτό, έγινε ο ίδιος άφαντος για όσους ήσαν καθισμένοι εκεί γύρω, έτσι που κι εκείνοι μιλούσαν γι' αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος τά 'χασε και ψηλαφώντας πάλι το δαχτυλίδι γυρίζει το δέσιμο προς τα έξω, και με το που το έκανε αυτό έγινε ορατός. Έχοντας αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε, προσπάθησε να δοκιμάσει αν τη δύναμη αυτή την είχε το δαχτυλίδι, και αν πραγματικά στρέφοντας το δέσιμο προς τα μέσα, γινόταν άφαντος, ενώ στρέφοντάς το προς τα έξω γινόταν φανερός. Μόλις το διαπίστωσε, κατάφερε να πάει κι αυτός με τους βοσκούς, με τους οποίους έστελναν τους λογαριασμούς στο βασιλιά, και φθάνοντας εκεί, αφού μοίχευσε τη γυναίκα του βασιλιά, του επιτέθηκε μαζί της, τον σκότωσε και έτσι άρπαξε την εξουσία. Αν λοιπόν γινόταν να είχαμε δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα να το φορούσε ο δίκαιος, το άλλο ο άδικος, κανένας τους, καθώς φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μένει αταλάντευτα δίκαιος και να έχει τη λεβεντιά να κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, μόλο που θα μπορούσε να πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιον του αρέσει, να σκοτώνει ή να βγάζει από τη φυλακή όποιον κι αν θελήσει και να κάνει κάθε άλλη πράξη όντας ίδιος θεός ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενεργώντας δε έτσι, δεν θα 'κανε τίποτα διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα τραβούσαν τον ίδιο δρόμο. Κι αναμφίβολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό αποτελεί τρανή απόδειξη πως κανένας δεν είναι με τη θέληση του δίκαιος αλλά από αναγκασμό, πιστεύοντας ότι προσωπικά γι' αυτόν το δίκιο δεν αποτελεί κάτι καλό, αφού όπου καθένας νομίζει ότι έχει τη δύναμη να αδικήσει, θα αδικήσει. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι για τον εαυτό του η αδικία είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη δικαιοσύνη, και σωστά το πιστεύει, όπως θα υποστηρίξει όποιος εκφράζει μια τέτοια άποψη· αφού, αν συνέβαινε να πάρει κάποιος στα χέρια του τέτοια εξουσία χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να κάνει το άδικο ούτε να βάλει χέρι σε ξένα πράγματα, τον άνθρωπο αυτό, όσοι θα τύχαινε να τον προσέξουν, θα τον θεωρούσαν αξιολύπητο ίσαμ' εκεί που δεν πάει άλλο, και πέρα για πέρα ανόητο, ωστόσο δημοσίως θα τον επαινούσαν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο από φόβο μήπως αδικηθούν κι οι ίδιοι. Αυτά σχετικά με τούτο το θέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου