Το αγόρι κάθονταν στην ξύλινη καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και ατένιζε το γυμνό βουνό απέναντι. Με το τζάκι αναμμένο έκανε αρκετή ζέστη μέσα στο σπίτι, αλλά έξω το κρύο ήταν τσουχτερό. Τι κρίμα που δε χιόνισε καθόλου φέτος, σκέφτηκε. Το χιόνι είναι που δίνει νόημα και ομορφιά στο χειμώνα, σκεπάζοντας τα πάντα με το κατάλευκο πέπλο του, κατέληξε. Στο μυαλό του ήρθαν αναμνήσεις απ’ όταν ήταν μικρότερος και έπαιζε ατέλειωτες ώρες χιονοπόλεμο μαζί με τους φίλους του. Χαμογέλασε μια στιγμή αμυδρά και συνέχισε να κοιτά προς το γυμνό δάσος.
Εν τω μεταξύ, η γιαγιά του, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, καμάρωνε τον εγγονό της. Αυτός, όταν αντιλήφθηκε το βλέμμα της, γύρισε και της μίλησε. «Πώς και δε χιόνισε καθόλου φέτος, γιαγιά;» ρώτησε. Αυτή, λίγο τρομαγμένη που έσπασε η ησυχία και λίγο έκπληκτη με την απορία του εγγονού, έμεινε μερικές στιγμές σκεφτική. «Δε ξέρω, αγόρι μου.» του αποκρίθηκε τελικά. «Μπορώ, αν θες, να σου πω μια ιστορία, όμως…» συμπλήρωσε, η φωνή της να χαμηλώνει καθώς το έλεγε, σαν να ντρέπονταν ή να το μετάνιωνε. «Τι ιστορία, ρε γιαγιά; Για το χιόνι σε ρώτησα εγώ!» της αντιγύρισε το αγόρι, παραξενεμένο. «Μια ιστορία για το χιόνι, βρε πουλάκι μου». Μετά είδε που ο εγγονός της γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και της χαμογέλασε να την ενθαρρύνει.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ουρανός και η Γη ήτανε παντρεμένοι, άντρας και γυναίκα. Από την αγάπη τους γεννήθηκαν όλα τα πλάσματα του κόσμου. Όμως ο έρωτάς τους δεν κράτησε για πάντα. Η Γη αγαπούσε τα παιδιά της και ήθελε να τα προσφέρει τα πάντα. Ο Ουρανός, όμως, ονειροπόλος και τρανός, δεν έδειχνε την αγάπη του για τα παιδιά του φανερά. Το ένα οδήγησε στο άλλο, και τα παρακάλια της γυναίκας του να είναι πιο τρυφερός τον πεισμώσανε, μέχρι που το πήρε απόφαση και την άφησε.
Η Γη στενοχωρήθηκε και έγινε ψυχρή, ακόμα και με τα παιδιά της πολλές φορές. Όταν ο Ουρανός μετάνιωσε για τις πράξεις του, έβαλε τον ήλιο αγγελιοφόρο να λάμπει να τη ζεστάνει, μήπως τον συγχωρήσει. Η Γη όμως δε μπορούσε να τον συγχωρήσει. Όλη της τη στενοχώρια την έκανε ζωή και γέννησε τα στερνοπαίδια της, τους λευκούς δράκους. Κάθε χρόνο τα στέλνει αγγελιοφόρο στον ουρανό να του μηνύσει πως δεν τον θέλει πια, πως το λάθος του δε θα συγχωρεθεί. Και κάθε χρόνο ο Ουρανός ξαναβάζει τα δυνατά του να απολογηθεί, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει. Κάθε χρόνο οι λευκοί αγγελιοφόροι του δίνουν την ίδια απάντηση. Κάθε χρόνο, όλη του η προσπάθεια δεν ανταμείβεται παρά με το λευκό φόρεμα που η Γη φοράει όταν στέλνει τους λευκούς δράκους να του πουν το όχι. Κάθε χρόνο, το βιαστικό, περαστικό χτυποκάρδι της άνοιξης οδηγεί στο χειμώνα.»
Η γριά συνέχισε να κοιτά το αγόρι περιμένοντας να δει κάποια αντίδραση. Αυτό είχε απορροφηθεί στην αφήγηση και έμεινε σιωπηλό για λίγη ώρα. «Όμορφο παραμύθι» είπε, κάπως αφηρημένος. «Μα είναι ιστορία, δεν είναι παραμύθι» διαμαρτυρήθηκε η γιαγιά του και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Τι εννοείς ιστορία; Θες να πεις πως όλα αυτά συνέβησαν κάποτε;» ύψωσε κάπως τη φωνή του με έκπληξη. «Μα φυσικά, ψέματα θα σ’ έλεγα;» του αποκρίθηκε με φυσικότητα, αλλά και κάπως αποκαρδιωμένη. Το αγόρι γύρισε προς το παράθυρο και έστρεψε την προσοχή του στη βουνοπλαγιά, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα δέντρα που την σκαρφάλωναν και αναρωτιόταν αν ήταν δυνατό να υπήρχαν δράκοι ακόμα και εδώ πέρα.
Η σκέψη τού φαίνονταν παράλογη, όμως μια άλλη, απλούστερη, του ψιθύριζε ότι κι ας δεν είχε δει δράκο ποτέ του, κι ας τους πίστευαν όλοι ανύπαρκτους πάλι μπορεί και να υπήρχαν.
«Έχει κι άλλο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.» μίλησε η γιαγιά του και διέκοψε το συλλογισμό. Αν και ο εγγονός της δεν απάντησε, ήξερε πως η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω της. «Λένε πως τη σπηλιά που ζουν αυτοί οι δράκοι τη φρουρούν τρεις φύλακες. Κάποτε ήταν μόνο δύο, ένας γερο-λύκος, προστάτης των ζωντανών του δάσους και μία νύμφη, προστάτης των δέντρων.
Τα πνεύματα αυτά κυνηγούν όποιον απερίσκεπτα πηγαίνει στο βουνό μας, τον Κλέψιο.
Από αυτά πήρε και το όνομά του. Όποιος πηγαίνει εκεί είναι καταδικασμένος να του κλέψουν τη ψυχή. Έτσι, πριν πολλά χρόνια ήταν μια οικογένεια που είχε χαθεί στο δάσος. Οι δράκοι, όμως, τους λυπήθηκαν και τους οδήγησαν εδώ, όπου και έχτισαν το σπιτικό τους, το πρώτο του χωριού μας. Για αντάλλαγμα, η οικογένεια υποσχέθηκε ότι αυτοί και οι απόγονοί τους θα τους φρουρούσαν για πάντα.»
Η φαντασία του αγοριού είχε θεριέψει. Δεν πολυπίστευε τα παραμύθια της γιαγιάς του, όμως οι ιδέες αρκούσαν για να του αναστατώσουν το μυαλό. «Δηλαδή, αφού δε χιονίζει, σημαίνει είτε ότι η Γη συγχώρεσε τον Ουρανό, είτε ότι κάτι συνέβη στους δράκους και δε μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους» ξεκίνησε, ευχαριστημένος με τον εαυτό του που έβγαλε κάποιο συμπέρασμα. «Κι αν κάτι κακό συνέβη στους δράκους, είμαστε και εμείς υπεύθυνοι, αφού υποσχεθήκαμε να τους φρουρούμε, έτσι;» συνέχισε. Η γιαγιά του κούνησε απλώς το κεφάλι της συγκαταβατικά. Το αγόρι σηκώθηκε και έφερε μερικά ξύλα για το τζάκι. «Θα πάω μια μικρή βόλτα, να ξεσκάσω λίγο» ανακοίνωσε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Όταν κατέβηκε κάτω, είδε τη γιαγιά του να τον κοιτά από το ανοιχτό παράθυρο. «Αν δεις πουθενά τον παππού σου, πες τον να έρθει από το σπίτι» την άκουσε να λέει και βγήκε στο δρόμο.
Περπατούσε χωρίς σκοπό στους πέτρινους δρόμους του χωριού, το μυαλό του γεμάτο με εικόνες κατάλευκων δράκων να πετούν ανάμεσα στα σύννεφα, να φυσούν με την παγερή τους ανάσα και να δίνουν το έναυσμα για το χορό των νιφάδων του χιονιού. Υπήρχε άραγε κάποια αλήθεια στα λόγια της γιαγιάς; Ακόμα κι αν οι δράκοι δεν υπήρχαν, ποιο ήταν το νόημα της ιστορίας; Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ήταν παλιά η ιστορία, και του την είχε πει σωστά; Η αίσθηση μιας ψυχρής μάνας-Γης του έκανε εντύπωση και του προκαλούσε δέος, αλλά δεν του φαίνονταν παράλογη. Πάντα η άνοιξη και τα καλοκαίρια ήταν μικρά, σαν διάλειμμα ανάμεσα στους ατελείωτους χειμώνες. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι βρίσκονταν στην είσοδο του δάσους· ο πέτρινος δρόμος σταματούσε λίγο πιο πέρα και συνέχιζε μόνο το μονοπάτι.
Είχε εξερευνήσει τις παρυφές του δάσους πολλές φορές με τους φίλους του και γνώριζε ότι οι συγχωριανοί του έμπαιναν συχνά για να κόψουν ξύλα. Κανείς ποτέ, όμως, δεν είχε υπερηφανευτεί ότι μπορούσε να ανέβει στην κορυφή του Κλέψιου, εκείνον τον κατάγυμνο βράχο που δέσποζε επιβλητικός αλλά μοναχικός ψηλότερα από κάθε δέντρο του βουνού. Τα παραμύθια της γιαγιά του τον γέμιζαν με πολύ μεγάλη περιέργεια, και τον έκαναν να θέλει να μπει στο δάσος και να εξερευνήσει. Προσπαθούσε να μαζέψει αρκετό θάρρος επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του ότι αρκεί να ακολουθούσε το μονοπάτι και τίποτα δε θα μπορούσε να πάει στραβά. Καθώς ετοιμάζονταν να κάνει το πρώτο βήμα, νόμισε πως άκουσε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Ξεροκατάπιε και γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω, από εκεί που του φαίνονταν ότι είχε ακουστεί το ουρλιαχτό.
Αφουγκράστηκε και περίμενε. Σύντομα, το άκουσε και δεύτερη φορά, τώρα πιο καθαρά από πριν.
Σε μια στιγμή αποφασιστικότητας, πέρα από κάθε σύνεση και αίσθηση φόβου, αποφάσισε να προχωρήσει.
Διέσχισε το γνωστό μέρος του δάσους αργά, παρατηρώντας λεπτομέρειες που πάντα του διέφευγαν ως τώρα, λες και προσπαθούσε να παρατείνει την αγωνία του ή να καθυστερήσει μια αναπόφευκτη καταστροφή. Κάθε τόσο, σταματούσε, μόνο για να κοιτάξει προς τα πίσω και να βεβαιωθεί ότι το μονοπάτι βρίσκονταν ακόμη εκεί. Ο ήχος των βημάτων του στα λιγοστά κίτρινα φύλλα και το χώμα ακούγονταν όλο και πιο αραιά όσο πιο πολύ πλησίαζε στο τέλος της περιοχής που γνώριζε. Όταν έφτασε στο μεγάλο ίσιωμα, που σήμαινε το σύνορο ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, σταμάτησε και αναλογίστηκε πώς θα συνεχίσει. Το μονοπάτι δε φαίνονταν να συνεχίζει παραπέρα ή ίσως είχε απλώς εξαφανιστεί από την αχρηστία. Τότε ήταν που του φάνηκε πως είδε μια μορφή να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν μάλλον κάποιο ζώο, που ηθελημένα ή κατά λάθος φανέρωσε την παρουσία του σε έναν άνθρωπο. Προς εκείνη τη διεύθυνση ήταν κάτι βράχια, θύμιζαν σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε κάποιο ψηλότερο μέρος. Το αγόρι τα ακολούθησε και περπάτησε λίγο το μέρος εκείνο μπας και βρει μονοπάτι.
Δε μπορούσε να διακρίνει κάποιο με σιγουριά, αλλά υπήρχαν διάφορα σημάδια που τον έκαναν να πιστεύει πως ένα μονοπάτι υπήρχε εκεί. Όσο πιο πολύ παρατηρούσε τριγύρω του, τόσο περισσότερο η εικόνα της διαδρομής ξεκαθάριζε μπροστά του. Άρχισε να υποπτεύεται ότι η φαντασία του παρερμηνεύει αυτά που του δείχνουν τα μάτια του, όμως δεν τον ένοιαζε πια. Αισθάνονταν την ανάγκη να συνεχίσει και παρόλο που αντιλαμβάνονταν την απερισκεψία του δεν τον ενδιέφερε όπως πριν. Άρχισε να βαδίζει στο ανηφορικό μονοπάτι το οποίο τον οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος· το θάρρος ήταν το μοναδικό του όπλο.
Λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσε πως κοιτώντας πίσω δε μπορούσε να δει πια το μονοπάτι. Κοίταξε ξανά από την μεριά που προχωρούσε και το μονοπάτι που με τόση σιγουριά ακολουθούσε του φάνηκε ανύπαρκτο. Τα σημάδια υπήρχαν αλλά δεν του διέφευγε με ποιο τρόπο συνδέονταν και σήμαιναν την ύπαρξη μονοπατιού. Κατάλαβε ότι έκανε λάθος που πριν εμπιστεύτηκε το ένστικτό του, αλλά η αδιαφορία των συναισθημάτων τον εξέπληξε περισσότερο από το ίδιο το γεγονός ότι είχε χαθεί. Προχώρησε λίγο αβέβαια και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όταν άκουσε μια ανθρώπινη κραυγή πόνου. Κατευθείαν γύρισε και άρχισε να περπατά, σχεδόν να τρέχει, προς τη μεριά που την άκουσε.
Λίγες στιγμές αργότερα αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε. Ο παππούς του βρίσκονταν πεσμένος στα γόνατα και κρατούσε το αριστερό του χέρι με το δεξί· στο πρόσωπό του ήταν σχηματισμένος ένας μορφασμός πόνου. Δίπλα του βρίσκονταν ένας λύκος, γκρίζος, με χρυσαφένια μάτια. Το αγόρι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θηρίο από τόσο κοντά, αλλά του φάνηκε μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φαντάζονταν. Ο λύκος γρύλιζε σιγανά, δείχνοντας τα λερωμένα με αίμα δόντια του και μη παίρνοντας το βλέμμα του από τον γέρο. Το αγόρι έμεινε πετρωμένο στη θέση του. Είδε τον παππού του να σηκώνεται αργά, με το αριστερό του χέρι να συνεχίζει να κρατά το δεξί. Πρόσεξε τον εγγονό του αλλά ούτε μια στιγμή δεν πήρε το βλέμμα του από το θηρίο που του γρύλιζε απειλητικά. Ο λύκος ακολούθησε τη φευγαλέα ματιά του γέρου και για πρώτη φορά γύρισε και κοίταξε το παιδί. Σταμάτησε να γρυλίζει. Αργά, γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε να φύγει. Οι δύο άνθρωποι έμειναν όπως ήταν μέχρι που έπαψαν να ακούγονται τα βήματα του θηρίου.
«Παππού, τι κάνεις εδώ;», ρώτησε το αγόρι, θέλοντας να ξεφύγει από την σύγχυση. Ο γέρος τον κοίταξε κι αναστέναξε. «Θα σε ρωτούσα το ίδιο…», ξεκίνησε να λέει, «…όμως ίσως να μη μου οφείλεις εξηγήσεις». Το αγόρι τον κοίταξε παραξενεμένο, όμως ο παππούς του συνέχισε. «Αναρωτιόμουν γιατί δε χιόνισε φέτος και αποφάσισα να το ερευνήσω.» Το παιδί ξεκίνησε να πει κάτι, όμως δεν πρόφτασε. «Ξέρεις, χωρίς χιόνι θα λιγοστέψει το νερό, και χωρίς νερό δε θα ‘χουμε σπαρτά. Χωρίς σπαρτά…» «Παππού, είσαι χτυπημένος!» φώναξε το αγόρι καθώς το παραλήρημα του παππού του τον τρόμαξε και τον μπέρδεψε περισσότερο. «Ναι, το ξέρω. Μη φωνάζεις, παιδί μου.» τον καθησύχασε. «Αντέχω ακόμη. Βλέπεις, αν τα παραμύθια της γιαγιάς σου έχουν καμιά αξία, αυτό το θεριό δεν ήταν άλλος παρά ο προστάτης των ζωντανών του δάσους, ο γερο-λύκος. Κι αφού μου επιτέθηκε, σημαίνει ότι δε με αναγνωρίζει ούτε σαν συμπολεμιστή του ούτε σαν προστατευόμενό του.» Το αγόρι άρχισε να ανησυχεί πραγματικά. «Παππού, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι», είπε. «Οι άνθρωποι παραστρατίσαμε», άρχισε να μουρμουρίζει ο γέρος. Το παιδί έκανε να τον βοηθήσει να προχωρήσει προς τα πίσω, αλλά δεν το άφησε. «Παιδί μου, εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Ό,τι κακό κάμαμε οι άνθρωποι εσύ πρέπει να το διορθώσεις. Ο λύκος μ’ άφησε χάρη σ’ εσένα. Εσύ πρέπει να συνεχίσεις». Το αγόρι σταμάτησε και ξαφνικά κατάλαβε. Ο παππούς του δε θα το άφηνε να τον βοηθήσει. «Υποσχέσου μου πως θα κατέβεις ίσια στο σπίτι» του είπε. «Υποσχέσου μου πως θα βρεις τους Λευκούς Δράκους», του αντιγύρισε εκείνος, με ένα μικρό, πικρό χαμόγελο να σχηματίζεται κάτω απ’ τα μουστάκια του.
Το αγόρι απόμεινε να κοιτάζει τον παππού του να προχωράει αργά, κατεβαίνοντας το βουνό, προχωρώντας προς τα πίσω, στο γνωστό μέρος του δάσους πρώτα και στο χωριό έπειτα. Έκατσε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη του σε ένα δέντρο. Αναρωτιόνταν πώς θα έβρισκε τον δρόμο του από εδώ και πέρα. Παίδευε το μυαλό του αλλά δε μπορούσε να φανταστεί κάτι που θα τον βοηθούσε να βρει τη σπηλιά των Λευκών Δράκων. Όχι μόνο δεν ήξερε πού βρίσκονταν αλλά δεν είχε καμία ιδέα για το πώς θα μπορούσε να την εντοπίσει. Τότε άκουσε το ουρλιαχτό του λύκου για τρίτη φορά. Ένιωσε πως αυτό ήταν το κάλεσμα που περίμενε και πως έπρεπε να το ακολουθήσει. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατά γρήγορα προς τη μεριά που το άκουσε. Θυμούμενος την αντίδρασή του την πρώτη φορά που το άκουσε προβληματίστηκε. Έχουν πράγματι αλλάξει τόσα πολλά από τότε, ρώτησε τον εαυτό του και ενώ ήξερε πως η απάντηση ήταν «όχι», τάχυνε το βήμα του. Ο γερο-λύκος, μόλις είδε το αγόρι να πλησιάζει, δεν έχασε στιγμή και ξεκίνησε να το οδηγεί μέσα στο δάσος. Για ώρα πολύ ανέβαιναν το βουνό πλάι-πλάι το θηρίο με το αγόρι. Όλη η πλάση είχε σιγάσει σαν να παρακολουθούσε το ταξίδι των συνοδοιπόρων. Το αγόρι είχε ξεχάσει τα πάντα και όλες του οι κινήσεις ήταν μηχανικές. Ακολουθούσε το λύκο ευλαβικά· με δυσκολία αλλά χωρίς προσπάθεια .
Τελικά οδηγήθηκαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Στη μέση του δέσποζε ένα υπεραιωνόβιο πεύκο. Ο κορμός του ήταν μεγάλος σα σπίτι και τα ψηλότερα κλωνάρια του σκίαζαν τα γύρω δέντρα. Ο λύκος βράδυνε το βήμα του καθώς το πλησίασε. Το αγόρι έμεινε ακίνητο. Το εσωτερικό του δέντρου ήταν κούφιο και στη βάση του ήταν τρύπιο, σα να είχε στόμα. Το παιδί κατακλύσθηκε από δέος ενώ ο γερό-λύκος σταμάτησε δίπλα στο δέντρο. Το αγόρι μπορούσε να ακούει την καρδιά του που χτυπούσε. Ξαφνικά, μια φωνή, σαν αγέρας που λυσσομανάει, αντήχησε στο μυαλό του. Έμοιαζε με της γιαγιάς του, μόνο που ήταν πιο εξεταστική και μυριάδες φορές πιο επιβλητική. «Ώστε εσύ είσαι το αγόρι που κίνησε να βρει τους δράκους; Είμαι η προστάτιδα των δέντρων του δάσους. Κέρδισες εύκολα την εμπιστοσύνη του προστάτη των ζωντανών. Εγώ όμως θα σε δοκιμάσω. Η μητέρα μου με προειδοποίησε πως εσείς, οι άνθρωποι, είστε ικανοί για όλα· για το καλό, το κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Με προειδοποίησε πως εσείς φέρνετε την καταστροφή, τη σωτηρία και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Αν θες να ελπίζει να βρεις τη σπηλιά όπου ζουν οι λευκοί δράκοι, χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Εγώ γνωρίζω το μονοπάτι και από εμένα εξαρτάται αν τα δέντρα θα σου το αποκαλύψουν ή θα σε αφήσουν να περιπλανιέσαι άσκοπα. Απάντησε μου στο εξής: Κίνησες να βρεις τους λευκούς δράκους, να τους βοηθήσεις, να επαναφέρεις την τάξη στη φύση. Κίνησες να εκπληρώσεις το σκοπό του τρίτου φύλακα. Κίνησες να ανέβεις στην κορυφή του Κλέψιουχωρίς να χάσεις τη ψυχή σου. Κίνησες χωρίς να γνωρίζεις τι συμβαίνει, ελπίζοντας για το καλύτερο. Όταν βρεις τη σπηλιά, όταν βρεις του λευκούς δράκους, πες μου, τι σκοπεύεις να κάνεις;»
Μερικές σιωπηρές στιγμές πέρασαν καθώς ένα μικρό δάκρυ γεννήθηκε στο μάτι του αγοριού και διέσχισε το πρόσωπό του πριν καταλήξει στο έδαφος. «Δε ξέρω!» φώναξε. Ένιωσε πως έπρεπε να πει κι άλλα, αλλά δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Απέμεινε να κοιτάει το μεγάλο πεύκο ανασαίνοντας γρήγορα κι ακούγοντας το ρυθμικό χτύπο της καρδιάς του. «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε» του αποκρίθηκε η προστάτιδα των δέντρων με ένα βαθύ αναστεναγμό. «Η σοφία μου δεν αρκεί για να σε κρίνει, νεαρέ. Όμως ήσουν ειλικρινής. Η ειλικρίνεια δίνει πνοή στη γενναιότητα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του τρίτου φύλακα. Όποιος και να είναι ο σκοπός σου, μη διστάσεις να προχωράς μπροστά». Το αγόρι διέκρινε ξεκάθαρα το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στη σπηλιά. Αφού χαιρέτησε σιωπηρά τους συμπολεμιστές του, έφυγε τρέχοντας.
Το αγόρι σύντομα συνειδητοποίησε πως το μονοπάτι ήταν πολύ ανηφορικό και ότι οδηγούνταν προς την κορυφή του Κλέψιου. Διέσχιζε το δάσος χωρίς να κοιτά ποτέ πίσω του, μόνο μπροστά, προς τον σκοπό του. Μόλις λίγα λεπτά είχαν περάσει από τότε που εγκατέλειψε το μικρό ξέφωτο όταν είδε την είσοδο της σπηλιάς. Ήταν κυκλική και κατηφορική· έμοιαζε με τρύπα, λες κι ένα γιγαντιαίο καρφί είχε μπει λοξά στην ραχοκοκαλιά του βουνό. Ίσια από την έξοδο της τρύπας βρίσκονταν ο κατάγυμνος, επιβλητικός και μοναχικός βράχος. Και πιο πέρα, ο ήλιος που πλησίαζε προς τη δύση του. Το αγόρι, ξαναγύρισε τη ματιά του προς τη σπηλιά. Πλησίασε το άνοιγμα και κοίταξε προς το εσωτερικό. Το τελευταίο φως της ημέρας φαίνονταν αρκετό για να τη φωτίσει. Μπήκε μέσα και άρχισε να κατηφορίζει.
Στο λίγο χρόνο που χρειάστηκε για να κατεβεί μέχρι κάτω, το αγόρι αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πραγματικά τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Τα παραμύθια είχαν ζωντανέψει μπρος στα μάτια του αλλά ήταν σίγουρο πως ό,τι και να είχε συμβεί το είχαν προκαλέσει οι άνθρωποι. Αλλά με ποιόν τρόπο; Τι είχαν κάνει ώστε να εμποδίσουν τους λευκούς δράκους από το να επιτελέσουν την αποστολή τους; Η μικρή του εμπειρία στη ζωή του επιβεβαίωνε πως οι άνθρωποι είχαν όλη την ανευθυνότητα που χρειάζονταν· το ερώτημα ήταν: είχαν και τη δύναμη; Δε μπορούσε να φανταστεί τίποτα που γίνονταν στο χωριό να μπορούσε να επηρεάσει τη ζωή δράκων.
Το έδαφος έπαψε να είναι κατηφορικό. Ταυτόχρονα, ένιωσε τα πόδια του να πατούν σε κάτι μαλακό. Και τα μάτια του, που ακόμα προσαρμόζονταν στο απειροελάχιστο φως, έβλεπαν κάτι λευκό να γυαλίζει. Του φάνηκε πως μπορούσε να ακούσει μια αχνή φωνή, σαν ικετευτικό σκούξιμο, να το καλεί. Το αγόρι έμεινε για μερικές στιγμές ακίνητο και έκλεισε τα μάτια του, σκεπτόμενο τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά. Ποιοι είναι αυτοί οι λευκοί δράκοι; Πανέμορφα, πάνσοφα πλάσματα, άγγελοι αέναα προορισμένοι από τη μάνα-Γη να μεταφέρουν κακά μαντάτα σ’ έναν Ουράνιο πατέρα; Τι θα του έλεγαν και τι θα μπορούσε να τους προσφέρει;
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Βρίσκονταν σε ένα θολωτό χώρο. Κοίταξε κάτω και είδε πως το πάτωμα καλύπτονταν από ένα στρώμα γλίτσας, από αυτή που γίνεται το χιόνι όταν ποδοπατείται. Ίσια μπροστά του είδε ατελείωτες σειρές από υπερμεγέθη κόκαλα να φωτίζουν αχνά, μισοβουτηγμένα στη λασπουριά. Χαμήλωσε το βλέμμα του, μη θέλοντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Οι λευκοί δράκοι σίγουρα υπήρχαν κάποτε, αλλά όχι πια. Το μόνο που επέμεινε ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο. Το παιδί δε μπορούσε να αποδεχθεί πως μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, από την προηγούμενη φορά που είχε χιονίσει, τα πλάσματα του παραμυθιού είχαν πάψει να υπάρχουν. Ένιωσε δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια του και έκανε μια ατελέσφορη προσπάθεια να τα συγκρατήσει· δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα του.
Μέσα στους πνιχτούς λυγμούς του νόμισε πως άκουσε και κάποιον άλλο να θρηνεί μαζί του. Σταμάτησε μια στιγμή και αφουγκράστηκε. Άκουσε το απαλό σκούξιμο για άλλη μια φορά και αυτή τη φορά κατευθύνθηκε προς τα εκεί χωρίς να χάσει χρόνο. Και τότε τον είδε: ήταν ένας λευκός δράκος. Το αγόρι είδε πως ήταν μικρός, ένα παιδί, σαν και τον ίδιο. Είχε παγιδευτεί ανάμεσα στα κόκαλα και έσκουζε ζητώντας ανέλπιδα για βοήθεια. Το αγόρι τράβηξε με όση δύναμη είχε τα κόκαλα που εμπόδιζαν το μικρό δράκο και τον ελευθέρωσε. Μετά τον πήρε στην αγκαλιά του. Το σκληρό άγγιγμα των παγωμένων, σχεδόν διάφανων, λεπιών τού ζέσταινε τη ψυχή. Τα γαλάζια, ωχρά μάτια του δράκου κοιτούσαν βαθιά στα μάτια του αγοριού. Ο δράκος έμεινε σιωπηλός καθώς το τον μετέφερε έξω.
Το αγόρι απέθεσε τον λευκό δράκο στο έδαφος και έμεινε ακούνητο στη θέση του, παρατηρώντας τον με προσοχή. Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου βρήκαν τον δράκο να ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στο παιδί, προτού αρχίσει να βηματίζει προς το βράχο στην κορυφή του βουνού. Άνοιξε τις φτερούγες του και ξεκίνησε να τις κουνά ελαφρά καθώς πήγαινε. Όταν έφτασε στην άκρη, έκανε ένα μικρό σάλτο και πέταξε προς τον Ουρανό.
Το αγόρι πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε με τη σειρά του τον βράχο. Ξάπλωσε ανάσκελα στη σκληρή του επιφάνεια και έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, ατενίζοντας το μαύρο πέπλο του νυχτερινού ουρανού. Τελικά, δεν έμαθα τι τα προκάλεσε όλα αυτά, είπε στον εαυτό του, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό απογοήτευσης. Η πρώτη νιφάδα τον πέτυχε στη μύτη, καθώς στο μυαλό του επέστρεφαν τα λόγια της προστάτιδας των δέντρων: «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε».
Εν τω μεταξύ, η γιαγιά του, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, καμάρωνε τον εγγονό της. Αυτός, όταν αντιλήφθηκε το βλέμμα της, γύρισε και της μίλησε. «Πώς και δε χιόνισε καθόλου φέτος, γιαγιά;» ρώτησε. Αυτή, λίγο τρομαγμένη που έσπασε η ησυχία και λίγο έκπληκτη με την απορία του εγγονού, έμεινε μερικές στιγμές σκεφτική. «Δε ξέρω, αγόρι μου.» του αποκρίθηκε τελικά. «Μπορώ, αν θες, να σου πω μια ιστορία, όμως…» συμπλήρωσε, η φωνή της να χαμηλώνει καθώς το έλεγε, σαν να ντρέπονταν ή να το μετάνιωνε. «Τι ιστορία, ρε γιαγιά; Για το χιόνι σε ρώτησα εγώ!» της αντιγύρισε το αγόρι, παραξενεμένο. «Μια ιστορία για το χιόνι, βρε πουλάκι μου». Μετά είδε που ο εγγονός της γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και της χαμογέλασε να την ενθαρρύνει.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ο Ουρανός και η Γη ήτανε παντρεμένοι, άντρας και γυναίκα. Από την αγάπη τους γεννήθηκαν όλα τα πλάσματα του κόσμου. Όμως ο έρωτάς τους δεν κράτησε για πάντα. Η Γη αγαπούσε τα παιδιά της και ήθελε να τα προσφέρει τα πάντα. Ο Ουρανός, όμως, ονειροπόλος και τρανός, δεν έδειχνε την αγάπη του για τα παιδιά του φανερά. Το ένα οδήγησε στο άλλο, και τα παρακάλια της γυναίκας του να είναι πιο τρυφερός τον πεισμώσανε, μέχρι που το πήρε απόφαση και την άφησε.
Η Γη στενοχωρήθηκε και έγινε ψυχρή, ακόμα και με τα παιδιά της πολλές φορές. Όταν ο Ουρανός μετάνιωσε για τις πράξεις του, έβαλε τον ήλιο αγγελιοφόρο να λάμπει να τη ζεστάνει, μήπως τον συγχωρήσει. Η Γη όμως δε μπορούσε να τον συγχωρήσει. Όλη της τη στενοχώρια την έκανε ζωή και γέννησε τα στερνοπαίδια της, τους λευκούς δράκους. Κάθε χρόνο τα στέλνει αγγελιοφόρο στον ουρανό να του μηνύσει πως δεν τον θέλει πια, πως το λάθος του δε θα συγχωρεθεί. Και κάθε χρόνο ο Ουρανός ξαναβάζει τα δυνατά του να απολογηθεί, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει. Κάθε χρόνο οι λευκοί αγγελιοφόροι του δίνουν την ίδια απάντηση. Κάθε χρόνο, όλη του η προσπάθεια δεν ανταμείβεται παρά με το λευκό φόρεμα που η Γη φοράει όταν στέλνει τους λευκούς δράκους να του πουν το όχι. Κάθε χρόνο, το βιαστικό, περαστικό χτυποκάρδι της άνοιξης οδηγεί στο χειμώνα.»
Η γριά συνέχισε να κοιτά το αγόρι περιμένοντας να δει κάποια αντίδραση. Αυτό είχε απορροφηθεί στην αφήγηση και έμεινε σιωπηλό για λίγη ώρα. «Όμορφο παραμύθι» είπε, κάπως αφηρημένος. «Μα είναι ιστορία, δεν είναι παραμύθι» διαμαρτυρήθηκε η γιαγιά του και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Τι εννοείς ιστορία; Θες να πεις πως όλα αυτά συνέβησαν κάποτε;» ύψωσε κάπως τη φωνή του με έκπληξη. «Μα φυσικά, ψέματα θα σ’ έλεγα;» του αποκρίθηκε με φυσικότητα, αλλά και κάπως αποκαρδιωμένη. Το αγόρι γύρισε προς το παράθυρο και έστρεψε την προσοχή του στη βουνοπλαγιά, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα δέντρα που την σκαρφάλωναν και αναρωτιόταν αν ήταν δυνατό να υπήρχαν δράκοι ακόμα και εδώ πέρα.
Η σκέψη τού φαίνονταν παράλογη, όμως μια άλλη, απλούστερη, του ψιθύριζε ότι κι ας δεν είχε δει δράκο ποτέ του, κι ας τους πίστευαν όλοι ανύπαρκτους πάλι μπορεί και να υπήρχαν.
«Έχει κι άλλο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.» μίλησε η γιαγιά του και διέκοψε το συλλογισμό. Αν και ο εγγονός της δεν απάντησε, ήξερε πως η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω της. «Λένε πως τη σπηλιά που ζουν αυτοί οι δράκοι τη φρουρούν τρεις φύλακες. Κάποτε ήταν μόνο δύο, ένας γερο-λύκος, προστάτης των ζωντανών του δάσους και μία νύμφη, προστάτης των δέντρων.
Τα πνεύματα αυτά κυνηγούν όποιον απερίσκεπτα πηγαίνει στο βουνό μας, τον Κλέψιο.
Από αυτά πήρε και το όνομά του. Όποιος πηγαίνει εκεί είναι καταδικασμένος να του κλέψουν τη ψυχή. Έτσι, πριν πολλά χρόνια ήταν μια οικογένεια που είχε χαθεί στο δάσος. Οι δράκοι, όμως, τους λυπήθηκαν και τους οδήγησαν εδώ, όπου και έχτισαν το σπιτικό τους, το πρώτο του χωριού μας. Για αντάλλαγμα, η οικογένεια υποσχέθηκε ότι αυτοί και οι απόγονοί τους θα τους φρουρούσαν για πάντα.»
Η φαντασία του αγοριού είχε θεριέψει. Δεν πολυπίστευε τα παραμύθια της γιαγιάς του, όμως οι ιδέες αρκούσαν για να του αναστατώσουν το μυαλό. «Δηλαδή, αφού δε χιονίζει, σημαίνει είτε ότι η Γη συγχώρεσε τον Ουρανό, είτε ότι κάτι συνέβη στους δράκους και δε μπορούν να εκτελέσουν την αποστολή τους» ξεκίνησε, ευχαριστημένος με τον εαυτό του που έβγαλε κάποιο συμπέρασμα. «Κι αν κάτι κακό συνέβη στους δράκους, είμαστε και εμείς υπεύθυνοι, αφού υποσχεθήκαμε να τους φρουρούμε, έτσι;» συνέχισε. Η γιαγιά του κούνησε απλώς το κεφάλι της συγκαταβατικά. Το αγόρι σηκώθηκε και έφερε μερικά ξύλα για το τζάκι. «Θα πάω μια μικρή βόλτα, να ξεσκάσω λίγο» ανακοίνωσε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Όταν κατέβηκε κάτω, είδε τη γιαγιά του να τον κοιτά από το ανοιχτό παράθυρο. «Αν δεις πουθενά τον παππού σου, πες τον να έρθει από το σπίτι» την άκουσε να λέει και βγήκε στο δρόμο.
Περπατούσε χωρίς σκοπό στους πέτρινους δρόμους του χωριού, το μυαλό του γεμάτο με εικόνες κατάλευκων δράκων να πετούν ανάμεσα στα σύννεφα, να φυσούν με την παγερή τους ανάσα και να δίνουν το έναυσμα για το χορό των νιφάδων του χιονιού. Υπήρχε άραγε κάποια αλήθεια στα λόγια της γιαγιάς; Ακόμα κι αν οι δράκοι δεν υπήρχαν, ποιο ήταν το νόημα της ιστορίας; Τι σήμαιναν όλα αυτά; Ήταν παλιά η ιστορία, και του την είχε πει σωστά; Η αίσθηση μιας ψυχρής μάνας-Γης του έκανε εντύπωση και του προκαλούσε δέος, αλλά δεν του φαίνονταν παράλογη. Πάντα η άνοιξη και τα καλοκαίρια ήταν μικρά, σαν διάλειμμα ανάμεσα στους ατελείωτους χειμώνες. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι βρίσκονταν στην είσοδο του δάσους· ο πέτρινος δρόμος σταματούσε λίγο πιο πέρα και συνέχιζε μόνο το μονοπάτι.
Είχε εξερευνήσει τις παρυφές του δάσους πολλές φορές με τους φίλους του και γνώριζε ότι οι συγχωριανοί του έμπαιναν συχνά για να κόψουν ξύλα. Κανείς ποτέ, όμως, δεν είχε υπερηφανευτεί ότι μπορούσε να ανέβει στην κορυφή του Κλέψιου, εκείνον τον κατάγυμνο βράχο που δέσποζε επιβλητικός αλλά μοναχικός ψηλότερα από κάθε δέντρο του βουνού. Τα παραμύθια της γιαγιά του τον γέμιζαν με πολύ μεγάλη περιέργεια, και τον έκαναν να θέλει να μπει στο δάσος και να εξερευνήσει. Προσπαθούσε να μαζέψει αρκετό θάρρος επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του ότι αρκεί να ακολουθούσε το μονοπάτι και τίποτα δε θα μπορούσε να πάει στραβά. Καθώς ετοιμάζονταν να κάνει το πρώτο βήμα, νόμισε πως άκουσε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Ξεροκατάπιε και γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω, από εκεί που του φαίνονταν ότι είχε ακουστεί το ουρλιαχτό.
Αφουγκράστηκε και περίμενε. Σύντομα, το άκουσε και δεύτερη φορά, τώρα πιο καθαρά από πριν.
Σε μια στιγμή αποφασιστικότητας, πέρα από κάθε σύνεση και αίσθηση φόβου, αποφάσισε να προχωρήσει.
Διέσχισε το γνωστό μέρος του δάσους αργά, παρατηρώντας λεπτομέρειες που πάντα του διέφευγαν ως τώρα, λες και προσπαθούσε να παρατείνει την αγωνία του ή να καθυστερήσει μια αναπόφευκτη καταστροφή. Κάθε τόσο, σταματούσε, μόνο για να κοιτάξει προς τα πίσω και να βεβαιωθεί ότι το μονοπάτι βρίσκονταν ακόμη εκεί. Ο ήχος των βημάτων του στα λιγοστά κίτρινα φύλλα και το χώμα ακούγονταν όλο και πιο αραιά όσο πιο πολύ πλησίαζε στο τέλος της περιοχής που γνώριζε. Όταν έφτασε στο μεγάλο ίσιωμα, που σήμαινε το σύνορο ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, σταμάτησε και αναλογίστηκε πώς θα συνεχίσει. Το μονοπάτι δε φαίνονταν να συνεχίζει παραπέρα ή ίσως είχε απλώς εξαφανιστεί από την αχρηστία. Τότε ήταν που του φάνηκε πως είδε μια μορφή να κινείται ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν μάλλον κάποιο ζώο, που ηθελημένα ή κατά λάθος φανέρωσε την παρουσία του σε έναν άνθρωπο. Προς εκείνη τη διεύθυνση ήταν κάτι βράχια, θύμιζαν σκαλοπάτια, που οδηγούσαν σε κάποιο ψηλότερο μέρος. Το αγόρι τα ακολούθησε και περπάτησε λίγο το μέρος εκείνο μπας και βρει μονοπάτι.
Δε μπορούσε να διακρίνει κάποιο με σιγουριά, αλλά υπήρχαν διάφορα σημάδια που τον έκαναν να πιστεύει πως ένα μονοπάτι υπήρχε εκεί. Όσο πιο πολύ παρατηρούσε τριγύρω του, τόσο περισσότερο η εικόνα της διαδρομής ξεκαθάριζε μπροστά του. Άρχισε να υποπτεύεται ότι η φαντασία του παρερμηνεύει αυτά που του δείχνουν τα μάτια του, όμως δεν τον ένοιαζε πια. Αισθάνονταν την ανάγκη να συνεχίσει και παρόλο που αντιλαμβάνονταν την απερισκεψία του δεν τον ενδιέφερε όπως πριν. Άρχισε να βαδίζει στο ανηφορικό μονοπάτι το οποίο τον οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος· το θάρρος ήταν το μοναδικό του όπλο.
Λίγη ώρα αργότερα διαπίστωσε πως κοιτώντας πίσω δε μπορούσε να δει πια το μονοπάτι. Κοίταξε ξανά από την μεριά που προχωρούσε και το μονοπάτι που με τόση σιγουριά ακολουθούσε του φάνηκε ανύπαρκτο. Τα σημάδια υπήρχαν αλλά δεν του διέφευγε με ποιο τρόπο συνδέονταν και σήμαιναν την ύπαρξη μονοπατιού. Κατάλαβε ότι έκανε λάθος που πριν εμπιστεύτηκε το ένστικτό του, αλλά η αδιαφορία των συναισθημάτων τον εξέπληξε περισσότερο από το ίδιο το γεγονός ότι είχε χαθεί. Προχώρησε λίγο αβέβαια και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όταν άκουσε μια ανθρώπινη κραυγή πόνου. Κατευθείαν γύρισε και άρχισε να περπατά, σχεδόν να τρέχει, προς τη μεριά που την άκουσε.
Λίγες στιγμές αργότερα αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε. Ο παππούς του βρίσκονταν πεσμένος στα γόνατα και κρατούσε το αριστερό του χέρι με το δεξί· στο πρόσωπό του ήταν σχηματισμένος ένας μορφασμός πόνου. Δίπλα του βρίσκονταν ένας λύκος, γκρίζος, με χρυσαφένια μάτια. Το αγόρι δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θηρίο από τόσο κοντά, αλλά του φάνηκε μεγαλύτερος απ’ ό,τι τον φαντάζονταν. Ο λύκος γρύλιζε σιγανά, δείχνοντας τα λερωμένα με αίμα δόντια του και μη παίρνοντας το βλέμμα του από τον γέρο. Το αγόρι έμεινε πετρωμένο στη θέση του. Είδε τον παππού του να σηκώνεται αργά, με το αριστερό του χέρι να συνεχίζει να κρατά το δεξί. Πρόσεξε τον εγγονό του αλλά ούτε μια στιγμή δεν πήρε το βλέμμα του από το θηρίο που του γρύλιζε απειλητικά. Ο λύκος ακολούθησε τη φευγαλέα ματιά του γέρου και για πρώτη φορά γύρισε και κοίταξε το παιδί. Σταμάτησε να γρυλίζει. Αργά, γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση και κίνησε να φύγει. Οι δύο άνθρωποι έμειναν όπως ήταν μέχρι που έπαψαν να ακούγονται τα βήματα του θηρίου.
«Παππού, τι κάνεις εδώ;», ρώτησε το αγόρι, θέλοντας να ξεφύγει από την σύγχυση. Ο γέρος τον κοίταξε κι αναστέναξε. «Θα σε ρωτούσα το ίδιο…», ξεκίνησε να λέει, «…όμως ίσως να μη μου οφείλεις εξηγήσεις». Το αγόρι τον κοίταξε παραξενεμένο, όμως ο παππούς του συνέχισε. «Αναρωτιόμουν γιατί δε χιόνισε φέτος και αποφάσισα να το ερευνήσω.» Το παιδί ξεκίνησε να πει κάτι, όμως δεν πρόφτασε. «Ξέρεις, χωρίς χιόνι θα λιγοστέψει το νερό, και χωρίς νερό δε θα ‘χουμε σπαρτά. Χωρίς σπαρτά…» «Παππού, είσαι χτυπημένος!» φώναξε το αγόρι καθώς το παραλήρημα του παππού του τον τρόμαξε και τον μπέρδεψε περισσότερο. «Ναι, το ξέρω. Μη φωνάζεις, παιδί μου.» τον καθησύχασε. «Αντέχω ακόμη. Βλέπεις, αν τα παραμύθια της γιαγιάς σου έχουν καμιά αξία, αυτό το θεριό δεν ήταν άλλος παρά ο προστάτης των ζωντανών του δάσους, ο γερο-λύκος. Κι αφού μου επιτέθηκε, σημαίνει ότι δε με αναγνωρίζει ούτε σαν συμπολεμιστή του ούτε σαν προστατευόμενό του.» Το αγόρι άρχισε να ανησυχεί πραγματικά. «Παππού, πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι», είπε. «Οι άνθρωποι παραστρατίσαμε», άρχισε να μουρμουρίζει ο γέρος. Το παιδί έκανε να τον βοηθήσει να προχωρήσει προς τα πίσω, αλλά δεν το άφησε. «Παιδί μου, εσύ πρέπει να συνεχίσεις. Ό,τι κακό κάμαμε οι άνθρωποι εσύ πρέπει να το διορθώσεις. Ο λύκος μ’ άφησε χάρη σ’ εσένα. Εσύ πρέπει να συνεχίσεις». Το αγόρι σταμάτησε και ξαφνικά κατάλαβε. Ο παππούς του δε θα το άφηνε να τον βοηθήσει. «Υποσχέσου μου πως θα κατέβεις ίσια στο σπίτι» του είπε. «Υποσχέσου μου πως θα βρεις τους Λευκούς Δράκους», του αντιγύρισε εκείνος, με ένα μικρό, πικρό χαμόγελο να σχηματίζεται κάτω απ’ τα μουστάκια του.
Το αγόρι απόμεινε να κοιτάζει τον παππού του να προχωράει αργά, κατεβαίνοντας το βουνό, προχωρώντας προς τα πίσω, στο γνωστό μέρος του δάσους πρώτα και στο χωριό έπειτα. Έκατσε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη του σε ένα δέντρο. Αναρωτιόνταν πώς θα έβρισκε τον δρόμο του από εδώ και πέρα. Παίδευε το μυαλό του αλλά δε μπορούσε να φανταστεί κάτι που θα τον βοηθούσε να βρει τη σπηλιά των Λευκών Δράκων. Όχι μόνο δεν ήξερε πού βρίσκονταν αλλά δεν είχε καμία ιδέα για το πώς θα μπορούσε να την εντοπίσει. Τότε άκουσε το ουρλιαχτό του λύκου για τρίτη φορά. Ένιωσε πως αυτό ήταν το κάλεσμα που περίμενε και πως έπρεπε να το ακολουθήσει. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατά γρήγορα προς τη μεριά που το άκουσε. Θυμούμενος την αντίδρασή του την πρώτη φορά που το άκουσε προβληματίστηκε. Έχουν πράγματι αλλάξει τόσα πολλά από τότε, ρώτησε τον εαυτό του και ενώ ήξερε πως η απάντηση ήταν «όχι», τάχυνε το βήμα του. Ο γερο-λύκος, μόλις είδε το αγόρι να πλησιάζει, δεν έχασε στιγμή και ξεκίνησε να το οδηγεί μέσα στο δάσος. Για ώρα πολύ ανέβαιναν το βουνό πλάι-πλάι το θηρίο με το αγόρι. Όλη η πλάση είχε σιγάσει σαν να παρακολουθούσε το ταξίδι των συνοδοιπόρων. Το αγόρι είχε ξεχάσει τα πάντα και όλες του οι κινήσεις ήταν μηχανικές. Ακολουθούσε το λύκο ευλαβικά· με δυσκολία αλλά χωρίς προσπάθεια .
Τελικά οδηγήθηκαν σε ένα μικρό ξέφωτο. Στη μέση του δέσποζε ένα υπεραιωνόβιο πεύκο. Ο κορμός του ήταν μεγάλος σα σπίτι και τα ψηλότερα κλωνάρια του σκίαζαν τα γύρω δέντρα. Ο λύκος βράδυνε το βήμα του καθώς το πλησίασε. Το αγόρι έμεινε ακίνητο. Το εσωτερικό του δέντρου ήταν κούφιο και στη βάση του ήταν τρύπιο, σα να είχε στόμα. Το παιδί κατακλύσθηκε από δέος ενώ ο γερό-λύκος σταμάτησε δίπλα στο δέντρο. Το αγόρι μπορούσε να ακούει την καρδιά του που χτυπούσε. Ξαφνικά, μια φωνή, σαν αγέρας που λυσσομανάει, αντήχησε στο μυαλό του. Έμοιαζε με της γιαγιάς του, μόνο που ήταν πιο εξεταστική και μυριάδες φορές πιο επιβλητική. «Ώστε εσύ είσαι το αγόρι που κίνησε να βρει τους δράκους; Είμαι η προστάτιδα των δέντρων του δάσους. Κέρδισες εύκολα την εμπιστοσύνη του προστάτη των ζωντανών. Εγώ όμως θα σε δοκιμάσω. Η μητέρα μου με προειδοποίησε πως εσείς, οι άνθρωποι, είστε ικανοί για όλα· για το καλό, το κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Με προειδοποίησε πως εσείς φέρνετε την καταστροφή, τη σωτηρία και ό,τι υπάρχει ανάμεσά τους. Αν θες να ελπίζει να βρεις τη σπηλιά όπου ζουν οι λευκοί δράκοι, χρειάζεσαι τη βοήθειά μου. Εγώ γνωρίζω το μονοπάτι και από εμένα εξαρτάται αν τα δέντρα θα σου το αποκαλύψουν ή θα σε αφήσουν να περιπλανιέσαι άσκοπα. Απάντησε μου στο εξής: Κίνησες να βρεις τους λευκούς δράκους, να τους βοηθήσεις, να επαναφέρεις την τάξη στη φύση. Κίνησες να εκπληρώσεις το σκοπό του τρίτου φύλακα. Κίνησες να ανέβεις στην κορυφή του Κλέψιουχωρίς να χάσεις τη ψυχή σου. Κίνησες χωρίς να γνωρίζεις τι συμβαίνει, ελπίζοντας για το καλύτερο. Όταν βρεις τη σπηλιά, όταν βρεις του λευκούς δράκους, πες μου, τι σκοπεύεις να κάνεις;»
Μερικές σιωπηρές στιγμές πέρασαν καθώς ένα μικρό δάκρυ γεννήθηκε στο μάτι του αγοριού και διέσχισε το πρόσωπό του πριν καταλήξει στο έδαφος. «Δε ξέρω!» φώναξε. Ένιωσε πως έπρεπε να πει κι άλλα, αλλά δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Απέμεινε να κοιτάει το μεγάλο πεύκο ανασαίνοντας γρήγορα κι ακούγοντας το ρυθμικό χτύπο της καρδιάς του. «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε» του αποκρίθηκε η προστάτιδα των δέντρων με ένα βαθύ αναστεναγμό. «Η σοφία μου δεν αρκεί για να σε κρίνει, νεαρέ. Όμως ήσουν ειλικρινής. Η ειλικρίνεια δίνει πνοή στη γενναιότητα, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του τρίτου φύλακα. Όποιος και να είναι ο σκοπός σου, μη διστάσεις να προχωράς μπροστά». Το αγόρι διέκρινε ξεκάθαρα το μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στη σπηλιά. Αφού χαιρέτησε σιωπηρά τους συμπολεμιστές του, έφυγε τρέχοντας.
Το αγόρι σύντομα συνειδητοποίησε πως το μονοπάτι ήταν πολύ ανηφορικό και ότι οδηγούνταν προς την κορυφή του Κλέψιου. Διέσχιζε το δάσος χωρίς να κοιτά ποτέ πίσω του, μόνο μπροστά, προς τον σκοπό του. Μόλις λίγα λεπτά είχαν περάσει από τότε που εγκατέλειψε το μικρό ξέφωτο όταν είδε την είσοδο της σπηλιάς. Ήταν κυκλική και κατηφορική· έμοιαζε με τρύπα, λες κι ένα γιγαντιαίο καρφί είχε μπει λοξά στην ραχοκοκαλιά του βουνό. Ίσια από την έξοδο της τρύπας βρίσκονταν ο κατάγυμνος, επιβλητικός και μοναχικός βράχος. Και πιο πέρα, ο ήλιος που πλησίαζε προς τη δύση του. Το αγόρι, ξαναγύρισε τη ματιά του προς τη σπηλιά. Πλησίασε το άνοιγμα και κοίταξε προς το εσωτερικό. Το τελευταίο φως της ημέρας φαίνονταν αρκετό για να τη φωτίσει. Μπήκε μέσα και άρχισε να κατηφορίζει.
Στο λίγο χρόνο που χρειάστηκε για να κατεβεί μέχρι κάτω, το αγόρι αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πραγματικά τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Τα παραμύθια είχαν ζωντανέψει μπρος στα μάτια του αλλά ήταν σίγουρο πως ό,τι και να είχε συμβεί το είχαν προκαλέσει οι άνθρωποι. Αλλά με ποιόν τρόπο; Τι είχαν κάνει ώστε να εμποδίσουν τους λευκούς δράκους από το να επιτελέσουν την αποστολή τους; Η μικρή του εμπειρία στη ζωή του επιβεβαίωνε πως οι άνθρωποι είχαν όλη την ανευθυνότητα που χρειάζονταν· το ερώτημα ήταν: είχαν και τη δύναμη; Δε μπορούσε να φανταστεί τίποτα που γίνονταν στο χωριό να μπορούσε να επηρεάσει τη ζωή δράκων.
Το έδαφος έπαψε να είναι κατηφορικό. Ταυτόχρονα, ένιωσε τα πόδια του να πατούν σε κάτι μαλακό. Και τα μάτια του, που ακόμα προσαρμόζονταν στο απειροελάχιστο φως, έβλεπαν κάτι λευκό να γυαλίζει. Του φάνηκε πως μπορούσε να ακούσει μια αχνή φωνή, σαν ικετευτικό σκούξιμο, να το καλεί. Το αγόρι έμεινε για μερικές στιγμές ακίνητο και έκλεισε τα μάτια του, σκεπτόμενο τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά. Ποιοι είναι αυτοί οι λευκοί δράκοι; Πανέμορφα, πάνσοφα πλάσματα, άγγελοι αέναα προορισμένοι από τη μάνα-Γη να μεταφέρουν κακά μαντάτα σ’ έναν Ουράνιο πατέρα; Τι θα του έλεγαν και τι θα μπορούσε να τους προσφέρει;
Το αγόρι άνοιξε τα μάτια του. Βρίσκονταν σε ένα θολωτό χώρο. Κοίταξε κάτω και είδε πως το πάτωμα καλύπτονταν από ένα στρώμα γλίτσας, από αυτή που γίνεται το χιόνι όταν ποδοπατείται. Ίσια μπροστά του είδε ατελείωτες σειρές από υπερμεγέθη κόκαλα να φωτίζουν αχνά, μισοβουτηγμένα στη λασπουριά. Χαμήλωσε το βλέμμα του, μη θέλοντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Οι λευκοί δράκοι σίγουρα υπήρχαν κάποτε, αλλά όχι πια. Το μόνο που επέμεινε ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο. Το παιδί δε μπορούσε να αποδεχθεί πως μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, από την προηγούμενη φορά που είχε χιονίσει, τα πλάσματα του παραμυθιού είχαν πάψει να υπάρχουν. Ένιωσε δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια του και έκανε μια ατελέσφορη προσπάθεια να τα συγκρατήσει· δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα του.
Μέσα στους πνιχτούς λυγμούς του νόμισε πως άκουσε και κάποιον άλλο να θρηνεί μαζί του. Σταμάτησε μια στιγμή και αφουγκράστηκε. Άκουσε το απαλό σκούξιμο για άλλη μια φορά και αυτή τη φορά κατευθύνθηκε προς τα εκεί χωρίς να χάσει χρόνο. Και τότε τον είδε: ήταν ένας λευκός δράκος. Το αγόρι είδε πως ήταν μικρός, ένα παιδί, σαν και τον ίδιο. Είχε παγιδευτεί ανάμεσα στα κόκαλα και έσκουζε ζητώντας ανέλπιδα για βοήθεια. Το αγόρι τράβηξε με όση δύναμη είχε τα κόκαλα που εμπόδιζαν το μικρό δράκο και τον ελευθέρωσε. Μετά τον πήρε στην αγκαλιά του. Το σκληρό άγγιγμα των παγωμένων, σχεδόν διάφανων, λεπιών τού ζέσταινε τη ψυχή. Τα γαλάζια, ωχρά μάτια του δράκου κοιτούσαν βαθιά στα μάτια του αγοριού. Ο δράκος έμεινε σιωπηλός καθώς το τον μετέφερε έξω.
Το αγόρι απέθεσε τον λευκό δράκο στο έδαφος και έμεινε ακούνητο στη θέση του, παρατηρώντας τον με προσοχή. Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου βρήκαν τον δράκο να ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα στο παιδί, προτού αρχίσει να βηματίζει προς το βράχο στην κορυφή του βουνού. Άνοιξε τις φτερούγες του και ξεκίνησε να τις κουνά ελαφρά καθώς πήγαινε. Όταν έφτασε στην άκρη, έκανε ένα μικρό σάλτο και πέταξε προς τον Ουρανό.
Το αγόρι πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε με τη σειρά του τον βράχο. Ξάπλωσε ανάσκελα στη σκληρή του επιφάνεια και έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, ατενίζοντας το μαύρο πέπλο του νυχτερινού ουρανού. Τελικά, δεν έμαθα τι τα προκάλεσε όλα αυτά, είπε στον εαυτό του, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό απογοήτευσης. Η πρώτη νιφάδα τον πέτυχε στη μύτη, καθώς στο μυαλό του επέστρεφαν τα λόγια της προστάτιδας των δέντρων: «Εσείς οι άνθρωποι ποτέ δε ξέρετε».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου