Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη. Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες.
Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας».
Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη.
Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε.
Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία.
Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος.
Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του.
Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί.
Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους.
Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος, επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες.
Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212 πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.
Πόλεμοι μεταξύ Γότθων.
Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια.
Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό.
Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer, ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά.
Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε.
Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση.
Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παράπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε.
Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα.
Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός.
Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν –οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία–, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολής. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα!
Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.-
Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας».
Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη.
Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε.
Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία.
Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος.
Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του.
Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί.
Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους.
Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος, επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες.
Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212 πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.
Πόλεμοι μεταξύ Γότθων.
Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια.
Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό.
Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer, ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά.
Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε.
Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση.
Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παράπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε.
Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα.
Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός.
Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν –οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία–, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολής. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα!
Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.-
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου