Κατ’ αρχήν έχουμε να κάμουμε με τις επιμέρους διηγήσεις, οι όποιες δείχνουν την επήρεια του Δαιμονίου. Αμέσως προξενεί εντύπωση ότι το μερίδιο του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα είναι σημαντικά μικρότερο από εκείνο της ανώνυμης, δηλαδή λίγο-πολύ αναγόμενης στους άλλους παλιούς Σωκρατικούς, δευτερεύουσας παράδοσης.
Στον Ξενοφώντα ίσως αυτό μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από λόγους συγγραφικής τεχνικής. Στην ξενοφώντεια επεξεργασία της παλαιότερης σωκρατικής φιλολογίας τα σκηνικά στοιχεία των επιμέρους διαλόγων, οι πληροφορίες για τον τόπο και τον χρόνο των συζητήσεων, για τα γεγονότα, τα οποία προκαλούν τις συζητήσεις ή τις ακολουθούν, έχουν παραμερισθεί σχεδόν εντελώς ή τουλάχιστον έχουν αναχθεί σε απλά περιγράμματα. Εκεί σπάνια μόνο αναφέρεται και το δαιμόνιον, συχνά τόσο κρυμμένο κάτω από γενικότερες εκφράσεις, ώστε μόνο η ανάλυση διαπιστώνει ότι αυτό πρέπει να εννοείται.[1]
Στον Πλάτωνα όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα. Προφανώς ο Πλάτων αντιμετωπίζει το δαιμόνιον με τη μέγιστη επιφυλακτικότητα και, σε σύγκριση με τη δευτερεύουσα κειμενική παράδοση, του αφήνει μόνον εξαιρετικά περιορισμένη ακτίνα επιρροής. Όπως μου φαίνεται, τούτο πρέπει να οφείλεται σε συγγραφικούς και σε προσωπικούς λόγους. Είναι απόλυτα κατανοητό γιατί ο Πλάτων θέλει να κρατήσει απόσταση από τις συχνά περιπετειώδεις και εντυπωσιακές διηγήσεις, τις όποιες πιθανώς προσέφεραν οι πρόδρομοί του εδώ και εκεί. Ίσως όμως μπορούμε να διατυπώσουμε και, την άποψη ότι γενικά το δαιμόνιον ήταν ένα χαρακτηριστικό του Σωκράτη, το όποιο ο Πλάτων τελικά θεωρούσε ετερογενές. Γιατί ο Πλάτων ανήκει σ’ εκείνη την αθηναϊκή κοινωνία του τέλους του 5ου αιώνα, της οποίας τη θρησκεία ναι μεν συνιστούσαν βασικά ποιητικές εικόνες και ακαθόριστες θεωρίες, όμως λίγη κατανόηση έδειχνε πια απέναντι στις μυστηριακές λατρείες, στα μαντεία και στα θαύματα. Όταν στην Πολιτεία ο Πλάτων οικοδομεί τη θεολογία του πάνω στις δύο βασικές ιδέες ότι ο Θεός δεν κάνει τίποτε κακό, παρά κάνει μόνο το καλό, και ότι ο Θεός δεν αλλάζει μορφές, αυτό κατ’ αρχήν βέβαια στρέφεται εναντίον ορισμένης άλλης θεολογίας, η οποία ίσως ήταν η θεολογία του Δημοκρίτου. Ταυτόχρονα όμως απορρίπτεται έτσι η λαϊκή θρησκεία ακριβώς στα πιο συγκεκριμένα στοιχεία της. Στην Απολογία (31d) ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να λέει εν παρόδω ότι το δαιμόνιον τον συνοδεύει από τότε πού ήταν παιδί. Μπορούμε να προσθέσουμε και τον χρησμό προς τον πατέρα του Σωκράτη,: στον Σωφρονίσκο έγινε η σύσταση να εξασφαλίσει απόλυτη ελευθερία ζωής στον γυιό του, γιατί έχει μέσα του έναν οδηγό, ο όποιος θα τον κατευθύνει σωστά. Εδώ εννοείται ότι το δαιμόνιον οδήγησε τον Σωκράτη στη φιλοσοφία. Εξετάσαμε επίσης πολύ σύντομο υπαινιγμό στην Πολιτεία (496bc). Ο Σωκράτης λέει ότι ο φίλος του ο Θεάγης από φυσικού του μάλλον είναι προορισμένος να ασκεί την πολιτική παρά να φιλοσοφεί. Αλλά το φιλάσθενο σώμα του τον κρατά καθηλωμένο, επειδή καθιστά αδύνατη την πολιτική δράση του. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ίδιο τον Σωκράτη, όσον αφορά το δαιμόνιον· αλλά δεν μπορεί να μιλά κάνεις σχετικά, γιατί είναι πολύ ιδιόρρυθμο ζήτημα. Εδώ ας θέσουμε απλώς το ερώτημα κατά πόσον επιτρέπεται να εντάξουμε στην ίδια συνάφεια το επίσης γνωστό μας μοτίβο από την Απολογία ότι δηλαδή το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη την πολιτική δράση. Είναι φανερό ότι το δαιμόνιον δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο στη δίκη του Σωκράτη. Δεν εννοούμε εδώ το γεγονός ότι δηλαδή ορισμένη ερμηνεία του επίσημου κατηγορητηρίου συσχέτιζε το πρώτο μέρος του με το δαιμόνιον· έχουμε περισσότερο υπόψη μας την επέμβασή του στην ίδια την πορεία της δίκης. Αυτή αναφέρεται με δύο χαρακτηριστικούς τρόπους. Στον Ξενοφώντα μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης εμποδίσθηκε από το δαιμόνιον να προετοιμάσει απολογία — έτσι το δαιμόνιον ήθελε να καταστήσει σαφές ότι ο Σωκράτης οφείλει να μην αμυνθεί· γιατί εκείνη τη στιγμή ο θάνατος δεν ήταν δυστυχία γι’ αυτόν, αλλά η τελείωση της ευτυχίας του. Και στον Πλάτωνα ο Σωκράτης δεν εκφωνεί προετοιμασμένο λόγο, αλλά αυτοσχεδιάζει. Αλλά αυτό το κάνει με δική του απόφαση. Δεν του αρμόζει να εκφωνήσει ένα ρητορικό καλλιτέχνημα. Το δαιμόνιον απαντά στον Πλάτωνα αλλού, δηλαδή στον τελευταίο λόγο του Σωκράτη μετά την καταδίκη του, όπου ο Σωκράτης λέει ότι όλη την ημέρα της δίκης το δαιμόνιον δεν του έδωσε ούτε μία φορά προειδοποιητικό σημάδι· αυτό αποτελεί απόδειξη ότι οι θεοί θέλησαν και θεώρησαν καλό να έχει η δίκη αυτή την έκβαση. Δεν είναι εδώ ο χώρος να εκθέσουμε γιατί ο Πλάτων εισήγαγε το δαιμόνιον κατ’ αυτόν τον τρόπο και ειδικά αυτή τη στιγμή διεξαγωγής της δίκης. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, βέβαια, για να εξηγήσουμε πόσο ωραιότερη και διακριτικότερη είναι η εισαγωγή του δαιμονίου στον Πλάτωνα παρά στον Ξενοφώντα.
Ήδη αναφέρθηκε ότι στη διήγηση για τον Αρχέλαο το δαιμόνιον απαγορεύει στον Σωκράτη να δεχθεί την πρόσκληση του Μακεδόνα βασιλιά.
Σπουδαιότερος είναι ο ρόλος πού παίζει συχνά το δαιμόνιον στη σχέση του Σωκράτη με τους φίλους του. Υποστηρίζει ή εμποδίζει τη συναναστροφή με αυτόν ή τον άλλον άνθρωπο.
Σε πρώτη θέση αρμόζει να αναφερθεί η δράση του δαιμονίου στη σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη. Στην επεξεργασία παλαιότερων διαλόγων με τον Αλκιβιάδη, η οποία μας έχει περισωθεί μεταξύ των έργων του Πλάτωνα ως Μείζων Αλκιβιάδης διαβάζουμε ότι το δαιμόνων επέτρεψε στον Σωκράτη να συναναστρέφεται τον Αλκιβιάδη μόνο όταν ο Αλκιβιάδης παράτησε τούς ως τότε φίλους του και ξεπέρασε τούς ως τότε στόχους του – όταν έγινε επιδεκτικός ανώτερης φιλίας και ανώτερων στόχων.[2]
Πολύ ιδιόρρυθμα είναι δύο κείμενα, τα oποία πραγματεύονται κατά τρόπο εκπληκτικά παραστατικό και συστηματικό το ίδιο μοτίβο. Το ένα απαντά στον πλατωνικό Θεαίτητο, σε στενή συνάφεια με την περίφημη αυτοπεριγραφή του Σωκράτη ως δασκάλου στη φιλοσοφική τέχνη της μαιευτικής. Ο ίδιος ο Σωκράτης δεν γνωρίζει τίποτε και δεν δίνει ο ίδιος γνώση. Απλώς εκμαιεύει τη γνώση, η οποία ενυπάρχει στους άλλους. Μερικοί από τούς φίλους του το παραγνώρισαν αυτό και εγκατέλειψαν τον Σωκράτη νωρίτερα απ’ ό,τι ήταν καλό για τούς ίδιους. Αυτοί ή δεν έφθασαν καθόλου στην εκμαίευση της γνώσης τους ή κατέστρεψαν και πάλι την ήδη εκμαιευμένη γνώση τους. Ορισμένοι, βέβαια, το αναγνωρίζουν αυτό και επιδιώκουν εκ νέου να συναναστραφούν τον Σωκράτη. Αλλά τότε τυχαίνει το δαιμόνιον να απαγορεύει στον Σωκράτη να ξαναρχίσει την επαφή μαζί τους. Σε άλλες περιπτώσεις το δαιμόνιον δεν παρεμβαίνει και τότε η εκμαίευση της γνώσης μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να ευοδωθεί. Ως παράδειγμα ανθρώπου, ο όποιος εγκατέλειψε πολύ νωρίς τον Σωκράτη και γι’ αυτό έχασε όλους τους καρπούς της συναναστροφής μαζί του, αναφέρεται ο Αριστείδης, ο γυιός του Λυσιμάχου. Λεπτομέρειες γι’ αυτόν δεν μαθαίνουμε.
Αυτό το κείμενο συμπληρώνεται από ένα δεύτερο, μια περικοπή του ψευδοπλατωνικού διαλόγου Θεάγης, το τελευταίο μέρος του όποιου συνίσταται σε μια συλλογή ιστοριών για το δαιμόνιον. Εδώ αναπτύσσεται κατ’ αρχήν ένα αυθεντικό σχήμα: το ον ασκεί σημαντική επιρροή στις φιλίες του Σωκράτη. Σε ορισμένους ανθρώπους αντιστέκεται. Γι’ αυτούς η συναναστροφή με τον Σωκράτη δεν έχει καμιά αξία. Σε άλλους δεν αντιστέκεται, αλλά παρ’ όλα αυτά η συναναστροφή μπορεί να παραμείνει ανώφελη. Τέλος, στους τρίτους, το δαιμόνιον υποστηρίζει τις σχέσεις τους με τον Σωκράτη και αυτοί κάνουν τις πιο εκπληκτικές προόδους σε πάρα πολύ σύντομο χρόνο. Αλλά ακόμη κι εδώ υπάρχουν διαφορές. Για άλλους το κέρδος είναι μόνιμο, ενώ άλλοι ξαναχάνουν τα πάντα μόλις εγκαταλείψουν τον Σωκράτη. Γι’ αυτή την τελευταία περίπτωση ο Σωκράτης αναφέρει ένα παράδειγμα. Και μάλιστα δεν πρόκειται απλώς για τον ίδιο Αριστείδη, ο όποιος αναφέρθηκε στον Θεαίτητο, αλλά συγχρόνως και για τον σύντροφο του Θουκυδίδη, δηλαδή για τούς δύο νέους, των οποίων η αγωγή αποτελεί την αφετηρία της συζήτησης στον πλατωνικό Λάχητα. Μεταξύ αυτών των τριών χωρίων πρέπει να υπάρχει σχέση, αλλά δύσκολα μπορεί να διατυπωθεί.
Η ίδια η διήγηση εξελίσσεται ως έξης. Στην αρχή ο Αριστείδης ήταν πολύ φίλος με τον Σωκράτη και σε συντομότατο χρονικό διάστημα έκανε τις μεγαλύτερες προόδους. Έπειτα (προφανώς πολύ νωρίς) αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τον Σωκράτη, για να πάει σε μια εκστρατεία. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, παρατήρησε ότι είχε χάσει τελείως την ικανότητά του να διεξάγει φιλοσοφική συζήτηση με τον Σωκράτη, κι αυτό τον λυπούσε ακόμη περισσότερο γιατί κατά την ίδια περίοδο ο φίλος του ο Θουκυδίδης είχε συνάψει σχέσεις με τον Σωκράτη και ωφελούνταν πολύ σ’ ό,τι αφορά τη διαλεκτική του δεινότητα. Τότε ο Σωκράτης ρώτησε τον Αριστείδη τι έγινε και πισωδρόμησε έτσι και προπάντων πώς απέκτησε άλλοτε τη φιλοσοφική γνώση· την έμαθε κατευθείαν κοντά στον Σωκράτη ή μήπως την κέρδισε με διαφορετικό τρόπο; Στην απάντησή του ο Αριστείδης δηλώνει ότι ουδέποτε έμαθε κάτι κοντά στον Σωκράτη: μάλλον απέκτησε τη γνώση μόνο και μόνο εξαιτίας της παρουσίας του Σωκράτη στο ίδιο σπίτι ή στο ίδιο δωμάτιο. Κατά το πλείστον όμως έκανε προόδους, όσο καθόταν κολλητά δίπλα στον Σωκράτη και τον άγγιζε.
Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία το σχήμα πού σκιαγραφήσαμε προηγουμένως πρέπει να ερμηνεύσουμε τη διήγηση μάλλον με την έννοια ότι τόσο ο Αριστείδης όσο και ο Θουκυδίδης άνηκαν σε όσους φίλους το δαιμόνιον αντιμετώπιζε με ευνοϊκά σημάδια. Επειδή όμως ο Αριστείδης έκανε το λάθος να εγκαταλείψει πολύ νωρίς τον Σωκράτη, ξαναέχασε όλα, όσα είχε κερδίσει κοντά στον Σωκράτη. Δεν μαθαίνουμε αν, αντίθετα, ο Θουκυδίδης είχε μόνιμη επιτυχία. Γινόμαστε κάπως επιφυλακτικοί όταν ακούμε ότι ο Θουκυδίδης μετά από τις πρώτες προόδους του αποκτά αμέσως αλαζονική αυτοπεποίθηση, η οποία δεν μας αφήνει να υποθέσουμε τίποτε καλό.
Η διήγηση είναι όμως ιδιόρρυθμη και εξαιτίας όσων πληροφοριών παρέχει για την έμμεση επίδραση του Σωκράτη. Αξίζει τον κόπο να σταθούμε για λίγο σ’ αυτό.
Στον Πλάτωνα και (όπως δείχνουν ορισμένα χωρία του Ξενοφώντα) επίσης σε ορισμένους άλλους Σωκρατικούς το ότι ο Σωκράτης ουδέποτε δίδαξε άμεσα, αλλά έδρασε μόνον έμμεσα, αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του χαρακτήρα του. Έχουμε εδώ ένα στοιχείο εκείνης της πλευράς της σωκρατικής εικόνας, η οποία καθορίζεται από την αντίθεση Σωκράτη-σοφιστών. Όσο πιο φορτικά εμφανίζονται ως δάσκαλοι οι σοφιστές και εκπαιδεύουν μαθητές επί πληρωμή, τόσο αποφασιστικότερα αρνείται ο Σωκράτης ότι ήταν ή μπορεί ποτέ να γίνει δάσκαλος οποιουδήποτε ανθρώπου. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν μοτίβο πού μπορούσε να καθιερωθεί εύκολα. Μακροπρόθεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό αν ως αποκλειστική επίδραση του Σωκράτη πάνω στους φίλους του εμφανιζόταν η αποθάρρυνση της αλαζονείας και η εκμηδένιση της φαινομενικής γνώσης. Κάπως έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, με τον όποιο ο Σωκράτης, παρά την προϋπόθεση ότι δεν ήταν δάσκαλος υπό την έννοια των σοφιστών, θα μπορούσε να γίνει αγωγός θετικών απόψεων. Στον Πλάτωνα αυτό το σύνθετο πρόβλημα αντιμετωπίζεται με το μοτίβο της μαιευτικής. Στον Θεάγη έχουμε μια άλλη λύση. Με την απλή αντικειμενική επαφή ξυπνά η γνώση σε οποίον αγγίζει τον Σωκράτη. Ο αόριστος τρόπος έκφρασης του κειμένου δεν επιτρέπει δυστυχώς να πούμε με βεβαιότητα τι εννοείται μ’ αυτό το πολύ παράξενο μοτίβο. Δεν πιστεύω όμως ότι μας επιτρέπεται να βάλουμε αμέσως με το νου μας ότι εδώ έχουμε να κάμουμε με μαγικές αντιλήψεις. Μάλλον μπορούμε να το συσχετίσουμε μ’ ένα χωρίο του Συμποσίου (175c-e), όπου ο Πλάτων φαίνεται ότι έχει υπόψη του το ίδιο πράγμα: ο Αγάθων παρακινεί τον Σωκράτη να καθίσει δίπλα του, για να αποκτήσει, αγγίζοντας τον, μέρος της γνώσης του Σωκράτη· και ο Σωκράτης προσθέτει ότι θα ήταν ωραία αν μπορούσε η γνώση να περάσει απλώς με το άγγιγμα από έναν άνθρωπο σ’ έναν άλλο, όπως χύνεται το νερό από ένα γεμάτο αγγείο σ’ ένα άδειο.
Το μοτίβο ότι το δαιμόνιον ρυθμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις του Σωκράτη απαντά, τέλος, σε ένα ακόμη χωρίο του ξενοφώντειου Συμποσίου (8, 5). Στη συζήτηση ο Αντισθένης έκανε άκαιρα ερωτική εξομολόγηση στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης αστειευόμενος τον επιπλήττει, λέγοντάς του να μην τον ενοχλεί με τέτοια πράγματα. Τότε ο Αντισθένης παραπονείται: «Πάντα ο ίδιος είσαι. Άλλοτε χρησιμοποιείς για πρόφαση το δαιμόνιον όταν δεν θέλεις να μου μιλάς, και άλλοτε είσαι απασχολημένος με κάποιους άλλους». Αμέσως αναγνωρίζουμε και πάλι το μοτίβο, έστω και αν περιορίζεται σ’ έναν σύντομο υπαινιγμό. Σ’ αυτή την περίπτωση, φυσικά, δεν άφορα την απόλυτη παρεμπόδιση της συναναστροφής, άλλα μάλλον, όπως στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ένα σημείο, το όποιο ωθεί στην αναβολή της επαφής ή της συζήτησης.
Μια δεύτερη ομάδα μοτίβων παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα όχι για τον ίδιο τον Σωκράτη, αλλά για τους φίλους του. Ενώ ο Πλάτων αποκλείει εντελώς την πιθανότητα, στον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα I, 1, 4) βρίσκουμε τουλάχιστον μία γενική μνεία ότι συχνά ο Σωκράτης συμβούλευε τους φίλους του, με βάση τα σημεία του δαιμονίου, να κάνουν το ένα και να αφήσουν το άλλο. Και οποίος υπάκουε στο δαιμόνιον ωφελούνταν, όποιος όμως δεν υπάκουε το μετάνιωνε.
Ας παραθέσουμε ως εξεικόνιση μόνο τρεις ιστορίες, πού όλες τους απαντούν στη συλλογή του Θεάγη. Σε δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι φίλοι του Σωκράτη δεν υπακούουν στη συμβουλή του δαιμονίου και γι’ αυτό ζημιώνονται άσχημα.
Ο πρώτος είναι ο Χαρμίδης. Ήλθε κάποτε στον Σωκράτη και του ανακοίνωσε ότι θέλει να αρχίσει να προπονείται για τον αγώνα δρόμου της Νεμέας. Όσο ακόμη μιλούσε, ο Σωκράτης έλαβε σημείο. Τότε ο Σωκράτης τον προειδοποίησε επειγόντως να μην πραγματοποιήσει την πρόθεση του. Ο Χαρμίδης αντέτεινε ότι το σημείο πρέπει απλώς να σημαίνει ότι δεν θα νικήσει στον αγώνα· ακόμη κι αν δεν νικήσει, η προπόνηση παραμένει χρήσιμη. Κι έτσι, πήγαινε στις προπονήσεις, αλλά ο Σωκράτης καταλήγει: «Αξίζει να ρωτήσετε τον ίδιο τι κέρδισε απ’ αυτή την προπόνηση». Δεν μαθαίνουμε περισσότερα απ’ αυτόν τον πολυσήμαντο υπαινιγμό για κάποιο ατύχημα πού θα πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα αυτής της προπόνησης.
Η αφήγηση της δεύτερης ιστορίας γίνεται ακόμη αποσπασματικότερα. Αναγνωρίζουμε αμέσως μόνο ότι το υπόβαθρό της πρέπει να υπήρξε μία πολύ ζωντανή διήγηση, σχεδόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Έχουν διασωθεί μόνο τα έξης: όταν ο Τίμαρχος, ο γυιός του Φιλημονίδη, σηκώθηκε από το συμπόσιο για να σκοτώσει τον Νικία, τον γυιό του Ηροσκαμάνδρου, ο Σωκράτης έλαβε το σημείο του δαιμονίου. Ο Σωκράτης τον προειδοποίησε και τον ανάγκασε να μείνει εκεί. Μετά από λίγο όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε πάλι· δεύτερη φορά εμφανίσθηκε το σημείο και δεύτερη φορά ο Τίμαρχος υπάκουσε. Όταν όμως ο Τίμαρχος σηκώθηκε για τρίτη φορά, απλώς έφυγε βιαστικά, χωρίς να δώσει σημασία στον Σωκράτη. Μπορούμε να μαντέψουμε τι συνέβη κατόπιν. Ο Τίμαρχος αναγκάσθηκε να δραπετεύσει, φιλοξενήθηκε από τον δρομέα Εύαθλο (μάλλον σε άλλη πόλη), άλλα κι εκεί η μοίρα του τον βρήκε και εκτελέσθηκε μαζί με τον Εύαθλο· πριν πεθάνει, βρήκε μονάχα τον χρόνο να διηγηθεί στον αδελφό του τον Κλειτόμαχο τι τιμωρία έπαθε επειδή δεν είχε υπακούσει στη συμβουλή του Σωκράτη και του δαιμονίου. Είναι κρίμα πού μέχρι τώρα δεν κατορθώσαμε ακόμη να επαληθεύσουμε κάποιο από τα αναμφισβήτητα ιστορικά ονόματα αυτής της δραματικής διήγησης.[3] Σωκρατικός λόγος πρέπει να ήταν κι αυτή. Βέβαια, ένα τέτοιο έργο απέχει πάρα πολύ από τη διαλογική τέχνη του Πλάτωνα, στην οποία το σκηνικό παραμένει παραστατικό και παρ’ όλα αυτά τόσο ήρεμο, ώστε να μην αποσπά ποτέ την προσοχή του αναγνώστη από την πορεία της καθαρής σκέψης.
Μια τελευταία ομάδα πληροφοριών παρουσιάζει το δαιμόνιον να δρα σε συνάφεια με πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Από τις τρεις καλύτερα μαρτυρούμενες ιστορίες αυτού του είδους έχουμε συζητήσει ήδη δύο. Η πρώτη είναι η παρέμβαση του δαιμονίου η οποία κατά την ήττα των Αθηναίων στο Δήλιο σώζει τη ζωή του Σωκράτη, του Αλκιβιάδη και του Λάχητος, συστήνοντας στον Σωκράτη να μην ακολουθήσει τον συνηθισμένο δρόμο της υποχώρησης, αλλά έναν παράπλευρο δρόμο.
Για την υπόθεση αυτή καθαυτή δεν μπορούμε να πούμε τίποτε περισσότερο. Όμως στον Πλούταρχο (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.ε.) μας παραδίδεται μία διήγηση, η οποία σχεδόν δίνει την εντύπωση μιας καρικατούρας αυτής της ιστορίας, και γι’ αυτό την επισυνάπτουμε εδώ. Στον Πλούταρχο λοιπόν ο Θηβαίος μάντης Θεόκριτος αναφέρει τα εξής: «Όταν κάποτε πηγαίναμε στον μάντη Ευθύφρονα, ο Σωκράτης περνούσε από σταυροδρόμι τραβώντας κατά το σπίτι του Ανδοκίδη και πείραζε συνεχώς τον Ευθύφρονα με τις αστείες ερωτήσεις του. Ξαφνικά έμεινε ακίνητος και βυθίστηκε για πολλή ώρα σε σιωπηρή περισυλλογή. Έπειτα έκανε μεταβολή, πήγε πίσω περνώντας από το δρομάκι των κιβωτοποιών και φώναξε και τους συντρόφους του, οι όποιοι ήδη είχαν προχωρήσει μπροστά, να γυρίσουν κι εκείνοι, λέγοντας ότι το δαιμόνιον του έδωσε σημάδι. Οι περισσότεροι έκαναν μεταβολή μαζί του, μεταξύ αυτών και εγώ, επειδή δεν ήθελα να αποχωριστώ τον Ευθύφρονα. Ορισμένοι από τους νεαρούς φίλους μας όμως συνέχισαν ευθεία, επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι το δαιμόνιον του Σωκράτη λέει ψέματα, και πήραν μαζί τους τον αυλητή Χαρίλλο, ο οποίος είχε έλθει μαζί μου στην Αθήνα, για να επισκεφθεί τον Κέβητα. Καθώς λοιπόν περνούσαν από το δρομάκι των γλυπτών, δίπλα στα δικαστήρια, ήλθε καταπάνω τους ένα κοπάδι χοίρων τελείως ακάθαρτοι και στριμωγμένοι, έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Επειδή δεν υπήρχε χώρος διαφυγής, ορισμένοι νεαροί χτυπήθηκαν από τα συνωθούμενα ζώα, άλλοι πιτσιλίστηκαν με κοπριές από την κορυφή ως τα νύχια. Και ο Χαρίλλος ήλθε στο σπίτι με βρώμικα πόδια και λερωμένο πανωφόρι, κι έτσι θυμόμαστε πάντα γελώντας το δαιμόνιον του Σωκράτη κι αναρωτιόμαστε όλο απορία αν η θεότητα ποτέ δεν τον εγκαταλείπει και δεν τον ξεχνά».
Προφανώς όλη η ιστορία έχει εύθυμο χαρακτήρα. Δεν μπορώ να αποφανθώ κατά πόσον επινοήθηκε από τον Πλούταρχο. Αν η ιστορία είναι παλαιότερη, θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι επινοήθηκε για να γελοιοποιήσει την ιστορία του Δηλίου. Μήπως υπήρχε στον Αριστόξενο;
Μιλήσαμε ήδη επίσης για το σημείο του δαιμονίου το οποίο ανακοίνωσε στον Σωκράτη την ατυχή έκβαση της εκστρατείας στη Σικελία. Η τρίτη ιστορία είναι το ταίρι τούτης. Όταν «ο ωραίος» Σαννίων, προφανώς φίλος του Σωκράτη, ήθελε να φύγει για τον πόλεμο, ο Σωκράτης έλαβε ένα προειδοποιητικό σημάδι. Παρ’ όλα αυτά ο Σαννίων πήγε στον αθηναϊκό στρατό, ο όποιος υπό τις διαταγές του Θρασύλλου ετοιμαζόταν τότε για την επίθεση εναντίον της Εφέσου (το έτος 409). Η επίθεση απέτυχε εντελώς, ο Θρασύλλος αναγκάσθηκε να αποσυρθεί και τότε φαίνεται ότι σκοτώθηκε και ο Σαννίων (Θεάγης 129d).
Ίσως αυτά αρκούν, όσον άφορα τις ιστορίες για τη δράση του δαιμονίου. Διαπιστώνουμε ότι ως επί το πλείστον ξεπερνούν σε δραματική ποικιλία όσα διαβάζουμε στον Πλάτωνα· βλέπουμε επίσης ότι η εσωτερική εμβέλεια του δαιμονίου είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον Πλάτωνα. Αριθμητικά υπερτερούν βέβαια τα προειδοποιητικά σημεία. Αλλά γίνεται λόγος και για σημεία, τα οποία επέχουν θέση συστάσεων, και προπαντός αυτά τα σημάδια διόλου δεν αφορούν μόνο τον Σωκράτη, αλλά και τη μοίρα των φίλων του και έμμεσα όλου του κράτους.
Έτσι βέβαια κατανοούμε (και ταυτόχρονα περνάμε στο δεύτερο βασικό πρόβλημα) γιατί ο Ξενοφών μπόρεσε να κατατάξει ολοσχερώς το δαιμόνιον στην ίδια κατηγορία όπως και όλα τα άλλα μαντικά σημεία. Η υπεράσπιση του Σωκράτη από μέρους του βασίζεται σ’ αυτή την ταύτιση. Δηλώνει ότι ο Σωκράτης εννοεί με το δαιμόνιον ακριβώς το ίδιο πράγμα πού εννοούν οι άλλοι άνθρωποι με τα σημεία των πουλιών, των ήχων και τα παρόμοια. Η διαφορά έγκειται μόνο στη γλωσσική χρήση. Ενώ οι άλλοι άνθρωποι μιλούν παρακινδυνευμένα, δηλαδή σαν να έδιναν τα ίδια τα πουλιά κλπ. τα σημεία και σαν να είχαν τα ίδια θεϊκή γνώση, ο Σωκράτης επιμένει στη γλωσσική του χρήση ότι πρόκειται μόνο για σημείο δοσμένο από τον Θεό, δηλαδή μόνο για ένα μέσο, με το οποίο ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους να ωφεληθούν από την παντογνωσία του. Για τούτο ο Ξενοφών, στο κύριο σχετικό χωρίο του, ρίχνει το βάρος στο γεγονός ότι ο Σωκράτης μίλησε για υποδήλωση (σημαίνειν) από μέρους του δαιμονίου (Απομν. Ι, 1, 3-4) Ίσως δεν είναι εντελώς τυχαίο ότι πρόκειται για την ίδια έννοια, την οποία χρησιμοποίησε ρητά ο Ηράκλειτος για τις αποφάνσεις του δελφικού μαντείου και αν καταλαβαίνουμε σωστά τον Ηράκλειτο, ήθελε να κατανοηθεί και ο δικός του λόγος κατά μία έννοια ως υποδήλωση. Σ’ ένα δεύτερο χωρίο στον Ξενοφώντα εισάγεται για το δαιμόνιον η έννοια φωνή.[4] Αναφέρεται ότι το δαιμόνιον ήταν φωνή, όπως περίπου φωνή είναι η κραυγή των πουλιών, ή βροντή ή ο λόγος της Πυθίας. Έτσι έχουμε μια συγκεκριμένη απάντηση στο εύλογο ερώτημα τι να ήταν άραγε ως προς τη φύση του το δαιμόνιον. Ως φωνή χαρακτηρίζεται και σε ορισμένα χωρία του Πλάτωνα, ενώ αλλού στον Πλάτωνα (και συχνά και σε άλλους συγγραφείς) αποφεύγεται σκόπιμα κάθε ακριβέστερη περιγραφή και γίνεται αόριστα λόγος για το θεϊκό σημάδι. Δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν η ενίοτε εμφανιζόμενη ονομασία του δαιμονίου ως «ηχούς» (ηχώ) είναι γνήσια παραλλαγή της έννοιας της «φωνής».
Είναι περίεργο ένα χωρίο του Πλουτάρχου, όπου αναφέρεται ότι ο Τερψίων είχε ισχυρισθεί πώς το δαιμόνιον του Σωκράτη ήταν φτέρνισμα, και μάλιστα τόσο το δικό του όσο και ενός άλλου. Αν φτερνιζόταν κάποιος στα δεξιά του, άσχετα αν ήταν μπροστά ή πίσω απ’ αυτόν, αυτό για τον Σωκράτη αποτελούσε κίνητρο δράσης· αλλά ένα φτέρνισμα στα αριστερά του τον έκανε να παραιτηθεί απ’ αυτήν. Αν συνέχιζε να αμφιβάλλει, το δικό του φτέρνισμα σήμαινε παρότρυνση· αν όμως ασχολούνταν ήδη με την επιτέλεση της πράξης, το φτέρνισμα εμπόδιζε την αποπεράτωσή της. (Περί του Σωκράτους δαιμονίου 580d κ.έ.)
Δύο πράγματα είναι βέβαια σ’ αυτή την παράξενη ιστορία: αφ’ ενός ότι ο Τερψίων δύσκολα μπορεί να ήταν άλλος από τον φίλο του Ευκλείδη του Μεγαρέα, γνωστό από τον Φαίδωνα και τον Θεαίτητο του Πλάτωνα· αφ’ ετέρου ότι υπήρχε πράγματι κλάδος της ελληνικής μαντικής, ο οποίος συστηματοποιούσε τα σημεία πού έδινε το φτέρνισμα.[5] Είναι άλλο ζήτημα όμως αν μπορεί να υπήρχε μία σοβαρή παράδοση, η όποια ερμήνευε το δαιμόνιον του Σωκράτη μ’ αυτόν τον παιδαριώδη, όπως φαίνεται σε μας, τρόπο, πού τον απορρίπτει αγανακτισμένος και ο Πλούταρχος σ’ αυτό το χωρίο. Είναι δύσκολο να αποφανθούμε, ήδη γιατί δεν έχουμε τεκμήρια για το πώς αντιμετώπισαν ο Ευκλείδης, ο Αντισθένης και ο Αρίστιππος το δαιμόνιον και το ζήτημα της υφής του δαιμονίου. Δεν φαίνεται πολύ πιστευτό ότι προσπέρασαν αυτό το φαινόμενο αποσιωπώντας το. Αλλά δεν τολμώ να αποφανθώ αν σ’ αυτούς υπήρχε μια τέτοια ερμηνεία, πού αποκλίνει τόσο πολύ από την υπόλοιπη σωζόμενη παράδοση. Ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εξαρχής. Γιατί, γενικά, καλό είναι να ορίζουμε το εύρος της σωκρατικής ποίησης έτσι, ώστε να είναι μάλλον υπερβολικά μεγάλο, παρά έτσι, ώστε να είναι υπερβολικά μικρό. ‘Αλλά στην περίπτωση μας είναι αδύνατο να αποφανθούμε.
Σταματάμε εδώ. Γιατί δεν θέλουμε να μιλήσουμε για τις διάφορες προσπάθειες ερμηνείας του σωκρατικού δαιμονίου απλώς και μόνο ως ιδιαιτέρου φαινομένου στο πλαίσιο μιας γενικής θεωρητικής δαιμονολογίας, Αυτό θα οδηγούσε πάρα πολύ μακριά και γρήγορα θα χάναμε από τα μάτια μας τη συγκεκριμένη αφετηρία. Τούτο θα ήταν παρακινδυνευμένο αφού μάλιστα εδώ μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός ιστορικού υποστρώματος. Η πίστη του Σωκράτη σ’ ένα τέτοιο σημείο, πού φανερωνόταν στον ίδιο, αποτελεί χαρακτηρολογικό γνώρισμα του ιστορικού Σωκράτη. Για τη σωκρατική ποίηση ένα τέτοιο χαρακτηριστικό δεν ήταν απαραίτητο. Αν το υιοθέτησε -σε γενικές γραμμές βέβαια περισσότερο συμβιβαζόμενη μαζί του, παρά αξιοποιώντας πραγματικά ως το τέλος τις δραματικές και πνευματικές του δυνατότητες- αυτό οφειλόταν στο ότι το βρήκε να προϋπάρχει ιστορικά.
Αλλά και πάλι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το ιστορικό γεγονός ενισχύει σε απελπιστικά μικρό βαθμό τη γνώση μας για τον ιστορικό Σωκράτη. Γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο από το ότι υπήρχε αυτή η πίστη τού Σωκράτη. Αποκλείεται, π.χ., να μπορέσουμε να διακρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια τις πιθανώς ιστορικές περιπτώσεις από τις καθαρές επινοήσεις μέσα στο σύνολο των διηγήσεων για το δαιμόνιον. Αποκλείεται να αποφανθούμε αν βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια ο Πλάτων, ο οποίος περιορίζει αυστηρά τη θεϊκή επίδραση στον ίδιο τον Σωκράτη, ή ο Ξενοφών, ο όποιος συμπεριλαμβάνει και τούς φίλους του Σωκράτη. Αποκλείεται να μάθουμε, τέλος, αν ο ίδιος ο Σωκράτης περιέγραψε λεπτομερέστερα ή όχι το δαιμόνιον του και, αν το περιέγραψε, ποια ήταν η περιγραφή του.
Εδώ, όπως και σε όλα τα μέρη της σωκρατικής εικόνας, ο ιστορικός πυρήνας συνδέεται άρρηκτα με την ποιητική επεξεργασία. Εδώ η μέθοδος μας επιβάλλει μάλλον να θεωρήσουμε ίσως το ποσοστό της ποίησης μεγαλύτερο απ’ ό,τι ίσως ήταν τελικά παρά να επεκταθούμε σε θεωρίες για την ιστορική πραγματικότητα, οι οποίες είναι εντελώς αβάσιμες.
-------------
[1] Π.χ. Απομνημονεύματα I, 3, 4· I, 4, 15· IV, 3, 12.
[2] Ο Αλκιβιάδης και το δαιμόνιον στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα, Αλκιβιάδης Ι, 103ab. Και αλλού ακόμη: Θεαίτητος 150b-151d, ψευδεπίγραφος Θεάγης 128d-130e.
[3] Το χωρίο στον ψευδεπίγραφο διάλογο του Πλάτωνα Θεάγη 129a κ.ε. μπορεί να συγκριθεί με τη διήγηση του Πλουτάρχου στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου.
[4] Το δαιμόνιον ως φωνή: Ξενοφώντος, Απολογία 12-13.
[5] Βλ. το ψευδεπίγραφο σύγγραμμα του Αριστοτέλη Προβλήματα κεφ. 33.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου