Ο διαχωρισμός του νου σε ενεργητικό και παθητικό, όπου ο ενεργητικός σχετίζεται με τη δυνατότητα παραγωγής σκέψεων και είναι απαθής, ενώ ο παθητικός έχει να κάνει με τη συλλογή των δεδομένων και εξαρτάται από τα αισθητήρια όργανα, καταδεικνύει τα στάδια της λειτουργίας του, αφού από τη μια χρειάζεται η συλλογή της γνώσης κι από την άλλη η επεξεργασία της. «Ο ενεργητικός νους, όταν ενεργεί, είναι χωριστός από το σώμα. Αυτοί οι χαρακτήρες» (εννοείται απαθής και αμιγής) «αποδόθηκαν και ο Αριστοτέλης τονίζει ότι μόνο ο ενεργητικός νους τους διαθέτει».
Πέρα, όμως, από αυτό θα προστεθούν κι άλλες παράμετροι: «Η ενεργητική γνώση είναι ταυτόσημη με το αντικείμενό της· ενώ η γνώση που υπάρχει ως δυνατότητα προηγείται στο χρόνο μέσα στο άτομο» (430a 20-22). Το ότι η γνώση ως δυνατότητα προηγείται από την ενεργοποίησή της φαίνεται λογικό, καθώς το δυνάμει τίθεται εκ των προτέρων για να ακολουθήσει το ενεργεία. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα είναι αδύνατο να γίνει λόγος για πράξη.
Το δεδομένο ότι «η ενεργητική γνώση είναι ταυτόσημη με το αντικείμενό της» κρίνεται επίσης λογικό, αφού μαζί με τη γνώση ενός αντικειμένου ξεδιπλώνονται και οι σκέψεις γύρω από αυτό. Σε καθεστώς πλήρους άγνοιας για ένα θέμα είναι αδύνατο να συζητηθεί η εμβάθυνσή του.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο Αριστοτέλης θα ανατρέψει αυτή την φαινομενικά ορθή συλλογιστική τοποθετώντας το ζήτημα σε διαφορετική βάση: «απόλυτα, όμως» (εννοείται η δυνατότητα της γνώσης από την πραγμάτωσή της) «ούτε στο χρόνο προηγείται· δεν μπορούμε να πούμε ότι άλλοτε αυτός ο νους σκέφτεται και άλλοτε δε σκέφτεται» (430a 22-23).
«Στην πραγματικότητα πάντοτε η ενέργεια προηγείται της δυνατότητας, η ενεργητική γνώση από τη γνώση ως δυνατότητα και ο ενεργητικός από τον παθητικό νου. Του ενεργητικού νου δεν προηγείται καμία δυνατότητα και δεν μπορούμε να πούμε γι’ αυτόν, όπως για τον παθητικό νου, ότι δε σκέφτεται πάντα».
Η αναγνώριση ότι ο ενεργητικός νους είναι σε διαρκή σκέψη καθιστά σαφές ότι ως ένα βαθμό λειτουργεί ανεξέλεγκτα σαν κάτι αυτοματοποιημένο που αδυνατεί να σταματήσει. Τα όνειρα δεν είναι παρά οι εικόνες που γεννιούνται από τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού.
Όμως, το ζήτημα δε σταματά εδώ: «Στη διανοητική ψυχή οι εικόνες είναι όπως τα συναισθήματα. Κι όταν η ψυχή βεβαιώσει ή αρνηθεί το καλό ή το κακό, αποφεύγει ή επιδιώκει. Γι’ αυτό η ψυχή ποτέ δε σκέφτεται χωρίς εικόνα. Έτσι και ο αέρας· προκαλεί στην κόρη του ματιού κάποια μεταβολή και αυτή επηρεάζει κάτι άλλο· το ίδιο γίνεται και με την ακοή· το τελευταίο που επηρεάζεται, όμως, είναι ένα και συνιστά μια μοναδική μεσότητα· αλλά με πολλαπλή την ουσία της» (431a 15-21).
Η αναγνώριση ότι η ψυχή (το διανοητικό της μέρος) σκέφτεται με εικόνες (ποτέ… χωρίς εικόνα) καθιστά σαφές ότι η σκέψη τίθεται πάντα με τρόπο σχηματοποιημένο χωρίς να σταματά ποτέ την αλληλουχία των ειρμών της. Θα έλεγε κανείς ότι βρισκόμαστε στις απαρχές του φροϋδικού υποσυνείδητου που θέλει την ακατάπαυστη παραγωγή εικόνων σε κάθε στιγμή της ζωής, ιδέα που αξιοποιήθηκε και καλλιτεχνικά κυρίως από τους σουρεαλιστές. Με τον ίδιο τρόπο που ο αέρας προκαλεί μεταβολές στο μάτι προξενώντας διαρκή οπτικά ερεθίσματα, ο ενεργητικός νους δε σταματά να δρα ανταποκρινόμενος σε όλες τις προκλήσεις του εξωτερικού (κι όχι μόνο) περιβάλλοντος.
Η αναγνώριση ότι για τη νοητική ψυχή «οι εικόνες είναι όπως τα συναισθήματα» καταδεικνύει ότι επεξεργασία των νοητών εικόνων θα επιφέρει την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που θα κάνει μια πράξη επιθυμητή ή όχι. Και, βέβαια, σε όλο αυτό το μηχανισμό οι αισθήσεις δεν είναι αμέτοχες: «Η αίσθηση είναι όμοια με την απλή απόφανση και την απλή σκέψη· όταν, όμως, το αντικείμενο είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, η ψυχή σαν να καταφάσκει ή να αρνείται, το επιδιώκει ή το αποφεύγει» (431a 8-10).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Κι όταν κανείς ευχαριστείται ή δυσαρεστείται, ασκείται μέσω της ικανότητας της αίσθησης για το καλό ή το κακό ως τέτοια. Και η αποστροφή, λοιπόν, και η επιθυμία είναι ενέργειες της ίδιας ικανότητας και δεν είναι άλλο να επιθυμείς κι άλλο να αποστρέφεσαι· ούτε μεταξύ τους διαφέρουν ούτε από την ικανότητα της αίσθησης· αλλά μόνο η ουσία τους είναι διαφορετική» (431a 10-15).
Σε τελική ανάλυση, τόσο η επιθυμία όσο και η αποστροφή δεν είναι τίποτε άλλο από τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που σχετίζεται με την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που προκύπτει από τη δημιουργία των εικόνων της διανοητική ς ψυχής. Η εμπλοκή των αισθήσεων θα λέγαμε ότι δίνει περιθώρια αυτονομίας στη δράση του ενεργητικού νου, αφού το ακατάπαυστο της λειτουργίας του εξασφαλίζει ότι δεν υποχρεώνεται σε συγχρωτισμό με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Οι αισθήσεις μπορούν να λειτουργήσουν και αναδρομικά, ως παρακαταθήκη γνώσεων και συναισθημάτων διεγείροντας τον ενεργητικό νου ακόμα και όταν κάποιος κοιμάται.
Η ψυχή επιδιώκει ή αποφεύγει κάτι ανάλογα με τα συναισθήματα που τις προξενούν οι εικόνες κι αυτό είναι πεδίο που αφορά τη δράση του ενεργητικού νου. Από αυτή την άποψη γίνεται σαφές ότι και η φαντασία σχετίζονται πρωτίστως με τη λειτουργία και τις ιδιότητες του ενεργητικού νου. Ο Αριστοτέλης προσθέτει: «Κι όταν χωρισθεί, ο νους είναι μόνο αυτό που είναι και μόνο αυτό είναι αθάνατο και αιώνιο (και δε θυμούμαστε τότε, επειδή, ενώ αυτός ο νους είναι απαθής, ο παθητικός νους είναι φθαρτός), και χωρίς αυτόν τίποτα δε σκέφτεται» (430a 23-26).
Για το χωρισμό του νου θα αποπειραθεί την εξής ερμηνεία: «Πρόκειται, ίσως, για μια λειτουργία του πνεύματος, η οποία χωρίζει με αφαίρεση αυτό που στην πραγματικότητα είναι ενωμένο, δηλαδή τον ενεργητικό από τον παθητικό νου. Τότε ο ενεργητικός νους είναι η ουσία του και δεν μπορεί να γίνει καμιά διάκριση ανάμεσα στα δύο. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε επίσης, ότι ο Αριστοτέλης σκέφτεται έναν πραγματικό χωρισμό του ενεργητικού νου, για να διασφαλίσει την υπερβατικότητα και την αθανασία του».
Η εκδοχή που θέλει να διαχωρίζεται ο ενεργητικός νους κρίνεται μάλλον παρακινδυνευμένη, αφού ένας τέτοιος διαχωρισμός θα απαιτούσε την αναλυτική διερεύνηση των μερών που προκύπτουν, πράγμα που δε συμβαίνει. Προφανώς αναφέρεται στο διαχωρισμό του ενεργητικού νου από τον παθητικό ξεκαθαρίζοντας ότι ο δεύτερος είναι φθαρτός και αναλώσιμος, όπως όλα τα σωματικά μέλη, ενώ ο πρώτος είναι που διεκδικεί την αθανασία και την αιωνιότητα.
Για το φθαρτό του παθητικού νου η εκδοχή του Θεμίστιου και του Σιμπλίκιου: «Η επικρατέστερη ερμηνεία είναι εκείνη του Θεμίστιου και του Σιμπλίκιου. Σύμφωνα με αυτή ο Αριστοτέλης εννοεί ότι μετά το θάνατο δε διατηρούμε καμία ανάμνηση της ζωής που πέρασε … η μνήμη δεν επιβιώνει μετά το θάνατο, επειδή ο ενεργητικός νους είναι απαθής και δε διατηρεί καμία εντύπωση από το χρόνο ή τις περιστάσεις της ζωής, ενώ ο παθητικός νους, ο οποίος εκείνος είναι ευπαθής και μπορεί να γίνει όλα τα νοητά, υφίσταται την επίδραση των περιστάσεων και συνεπώς χάνεται με το θάνατο του ατόμου».
Με άλλα λόγια, κατά τον Αριστοτέλη αθάνατο είναι μόνο το ενεργητικό μέρος του νου, το οποίο όμως δε διατηρεί καμία ανάμνηση από αυτά που πέρασαν στο χρόνο της ζωής. Αυτό που έμεινε να διερευνηθεί είναι η άποψη που θέλει τη δυνατότητα της γνώσης να μην προηγείται με τρόπο απόλυτο από την ενεργοποίησή της: «Η γνώση στην εντελέχειά της ταυτίζεται με το αντικείμενό της. Ενώ η γνώση ως δυνατότητα προηγείται στο χρόνο μέσα στο άτομο· απόλυτα, όμως, δεν προηγείται ούτε στο χρόνο· γιατί όλα όσα γίνονται απορρέουν από το ον που υπάρχει σε εντελέχεια» (431a 1-4).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Και είναι φανερό ότι το αισθητό, από δυνατότητα που είναι η ικανότητα για αίσθηση, την κάνει ενέργεια· γιατί η αίσθηση δεν πάσχει ούτε αλλοιώνεται» (431a 4-6). Η διαρκής κατάσταση σκέψης που βρίσκεται ο ενεργητικός νους καθιστά σαφές ότι η γνώση δεν αποτελεί απλά ένα ερέθισμα που προκύπτει από τις αισθήσεις (όπως το ψυχρό ή το θερμό και το τι μπορεί να προκαλέσουν στο ανθρώπινο σώμα), αλλά σχετίζεται και με τη λογική επεξεργασία της ερμηνείας του. Με άλλα λόγια, η πράξη προηγείται της δυνατότητας, αφού πρώτα κανείς σκέφτεται για ένα θέμα που τίθεται κι όσο εμβαθύνει σκεπτόμενος, τόσο προκύπτουν νέα γνωστικά πεδία κι ερωτήματα που πρέπει να διερευνήσει.
Εκείνος που δεν τρέφει το ενεργητικό μέρος του νου του είναι αδύνατο να φτάσει σε συμπεράσματα που μόνο η χρήση του μπορεί να επιφέρει. Η σκέψη τρέφεται από τη σκέψη καθιστώντας σαφές ότι προηγείται το ενεργεία κι ακολουθεί το δυνάμει, αφού μόνο η πράξη ενεργοποιεί τη δυνατότητα. Θα έλεγε κανείς ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο με τις αρετές, που, όπως εξηγείται στο έργο Ηθικά Νικομάχεια, για να κάνει κανείς ενάρετες πράξεις, πρέπει πρώτα να εθιστεί στην αρετή κάνοντας και ξανακάνοντας πράξεις που αρμόζουν στο πλαίσιο των επιταγών της.
Από αυτή την άποψη, οι διανοητικές αρετές προϋποθέτουν την ενεργή συμμετοχή του ατόμου προκειμένου να αποκτήσουν υπόσταση. Το ίδιο βέβαια δε συμβαίνει στις αισθήσεις, αφού η δυνατότητα της όρασης γίνεται πράξη χωρίς καμία ενεργή συμμετοχή του ανθρώπου που έχει μάτια.
Η επίκληση των αισθήσεων ως μορφή κίνησης τίθεται προς επιβεβαίωση αυτών που διατυπώθηκαν για το νου: «Γι’ αυτό τούτο εδώ» (εννοείται η λειτουργία των αισθήσεων) «είναι ένα άλλο είδος κίνησης» (431a 6). Και φυσικά, ο όρος κίνηση εδώ έχει την έννοια της μεταβολής. Η κίνηση αυτή, δηλαδή η μεταβολή που προκύπτει στο αισθητήριο όργανο από το περιβάλλον, η οποία ενεργοποιεί κάθε αίσθηση, αποτελεί μοναδική αρχή και δεν υπόκειται ούτε σε πάθη ούτε σε αλλοιώσεις: «Με ποια δύναμη η ψυχή κρίνει σε τι διαφέρει το γλυκό από το θερμό το είπαμε νωρίτερα, αλλά πρέπει να το πούμε και εδώ. Πρόκειται, πράγματι, για μία και μοναδική αρχή και μάλιστα με τον τρόπο που το όριο είναι ένα» (431a 21-23).
«Η ενότητα αυτής της κριτικής δύναμης είναι ίδια με εκείνη του γεωμετρικού σημείου. Ο “όρος” εδώ έχει τη σημασία του ορίου και είναι συνώνυμο του πέρατος, του σημείου ή της στιγμής».
Οι αισθήσεις, λοιπόν, αποτελούν μορφή κίνησης που υπόκειται σε μία και μοναδική αρχή με τρόπο απαρέγκλιτο, ενώ η ικανότητα της νόησης παραλληλισμένη με τον τρόπο που λειτουργούν τα αισθητά αποτελεί επίσης μορφή κίνησης, η οποία όμως μπορεί να λειτουργήσει και πέρα από το όριο των αισθήσεων, κι ως εκ τούτου είναι απαθής, και στην οποία δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί με ασφάλεια ότι η δυνατότητα προηγείται της πράξης, καθώς μάλλον συμβαίνει το αντίθετο: «Η νοητική ικανότητα, λοιπόν, σκέφτεται τις μορφές μέσα στις εικόνες· και, όπως μέσα στα αισθητά, ορίζεται γι’ αυτήν αυτό που πρέπει να επιδιώκει και να αποφεύγει, έτσι, ακόμη κι έξω από την αίσθηση, όταν ασχολείται με τις εικόνες, κινείται» (431b 1-4).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα σχετικά με τη λειτουργία και την ερμηνεία των εικόνων: «Όπως, για παράδειγμα, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται ότι ο πυρσός είναι φωτιά, γνωρίζει με την κοινή αίσθηση, όταν τον βλέπει να κινείται, ότι πλησιάζει ο εχθρός. Άλλοτε, πάλι, με τις εικόνες ή τα νοήματα που υπάρχουν μέσα στην ψυχή, σαν να βλέπει, συλλογίζεται και αποφασίζει τα μελλοντικά σύμφωνα με τα παρόντα· κι όταν πει ότι εκεί βρίσκεται το ευχάριστο ή το δυσάρεστο, τότε αποφεύγει ή επιδιώκει, και γενικά έτσι περνά στην πράξη» (431b 4-9).
Το παράδειγμα του πυρσού που καταδεικνύει την κίνηση των εχθρών αποτελεί μια απλή περίπτωση της νόησης που ξέρει να ερμηνεύει τις εικόνες. Το να αποφασίζει όμως κανείς για το μέλλον του με βάση τις εικόνες που έχουν σχηματοποιηθεί μέσα του και τη χαρά ή τη λύπη που εισπράττει από αυτές σηματοδοτεί, ίσως, την πολυπλοκότερη λειτουργία του ενεργητικού νου, που επικεντρώνει σε αυτά που πραγματικά αρμόζουν στην υποκειμενικότητα της προσωπικότητας που υπηρετεί και την καθοδηγεί στο δρόμο που θα της φέρει την ευτυχία.
Μπορούμε να πούμε ότι και οι μεθοδολογία που αφορά την επιστημονική δράση είναι η ίδια, αφού ο ενεργητικός νους θα συνδυάσει όλες τις παραμέτρους που θα προκύψουν από τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί, απορρίπτοντας εκείνες που δεν ευσταθούν. Η επιστημονική γνώση δεν είναι παρά η αναζήτηση της αλήθειας, που θα προαχθεί μέσα από τους λογικούς συλλογισμούς των δεδομένων. Ο ενεργητικός νους είτε καλείται να αποφασίσει για πράγματα που αφορούν το μέλλον του ανθρώπου είτε να απαντήσει στα φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που τον απασχολούν θα κινηθεί σχηματοποιώντας τις εικόνες που έχει ήδη μέσα του προς την αναζήτηση του σωστού.
Αυτός είναι και ο λόγος που η αλήθεια και το ψέμα (που μπορούν να εκληφθούν και ως το σωστό και το λάθος) ανήκουν στο ίδιο γένος με το καλό και το κακό, αφού αυτό που διακυβεύεται είναι η σωστή επιλογή: «… ανεξάρτητα από την πράξη η αλήθεια και το ψεύδος ανήκουν στο ίδιο γένος με το καλό και το κακό· διαφέρουν, όμως, στο ότι τα πρώτα είναι απόλυτα, ενώ τα άλλα υπάρχουν για κάποιον» (431b 9-11).
Η έννοια της υποκειμενικότητας που τίθεται εδώ στο ζευγάρι του καλού και του κακού, έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία κάθε ατόμου, αφού αυτό που μπορεί να είναι καλό για κάποιον, ενδέχεται να είναι κακό για κάποιον άλλο. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, μπορεί να ερμηνευτεί και το σωστό με το λάθος, καθώς δεν είναι σωστό το ίδιο πράγμα για όλους (άλλη η σωστή μερίδα που πρέπει να φάει ένας Μίλωνας κι άλλη εκείνος που ξεκινά τώρα τις σωματικές ασκήσεις).
Θα λέγαμε ότι όσον αφορά αποφάσεις που σχετίζονται με τη ζωή κάθε προσωπικότητας ξεχωριστά υπάρχει μεγάλο πεδίο υποκειμενικότητας. Η έννοιες του σωστού και του λάθους, όπως και του καλού με το κακό σχετίζονται περισσότερο με τον επιστημονικό λόγο που οφείλει να βασίζεται σε αυστηρά αντικειμενικά δεδομένα.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου