Επιχειρώντας να διεισδύσει στη λειτουργία του νου ως τμήμα των δραστηριοτήτων της ψυχής ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στη διαφορά κάθε πράγματος με την ουσία του: «Επειδή άλλο είναι το μέγεθος και άλλο η ουσία του μεγέθους, και το νερό και η ουσία του νερού (το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα, αλλά όχι για όλα· γιατί σε μερικά είναι το ίδιο) η ψυχή αντιλαμβάνεται την ουσία της σάρκας και τη σάρκα είτε με άλλη ικανότητα είτε με την ίδια ικανότητα, αλλά σε διαφορετική κατάσταση» (429b 11-14).
Η διαφοροποίηση της ουσίας της σάρκας με τη σάρκα (όπως και των άλλων πραγμάτων) στην ουσία έγκειται στο δίπολο που αφορά την ύλη και τη μορφή. Ως ύλη τίθεται η δυνατότητα (το μάρμαρο -ύλη- είναι δυνάμει άγαλμα), ενώ ως μορφή εκλαμβάνεται η πραγμάτωση, δηλαδή η ολοκλήρωση του έργου της ύλης (το μάρμαρο αποκτά τη μορφή του αγάλματος μόνο εφόσον το φιλοτεχνήσει ο καλλιτέχνης).
Από αυτή την άποψη η σάρκα αποτελεί ύλη (και ο εντοπισμός της αφορά πρωτίστως τις αισθήσεις), όμως ταυτόχρονα αποτελεί και μορφή (ως αντίληψη που σχηματοποιείται από το νου). «Η αισθητική ικανότητα αρκεί για να συλλάβουμε το συγκεκριμένο αντικείμενο, για παράδειγμα τη σάρκα. Η σύλληψη όμως της ουσίας, της μορφής της σάρκας, ανήκει στην ικανότητα του νου, ο οποίος συλλαμβάνει είτε τη μορφή μέσα στην ύλη είτε τη μορφή ξέχωρα από την ύλη».
Επειδή, όμως, το ζήτημα αφορά την ψυχή, «Εξαιτίας της θεμελιακής ενότητας της ψυχής, πρόκειται μάλλον για την ίδια ικανότητα, η οποία, στην αίσθηση από τη μια πλευρά και στη νόηση από την άλλη, συμπεριφέρεται με διαφορετικό τρόπο και μόνο επειδή είναι χωριστός ο νους συλλαμβάνει τις καθαρές μορφές. Όπως δεν μπορούμε, πράγματι, να αντιληφθούμε τη διαφορά του λευκού και του γλυκού, αν δεν έχουμε μια κοινή αισθητική ικανότητα για να γνωρίσουμε το λευκό και το γλυκό, έτσι δεν μπορούμε να διακρίνουμε την ουσία και το πράγμα, αν δε διαθέτουμε μία και την αυτή ικανότητα για να γνωρίσουμε το ένα και το άλλο. Έτσι ερμηνεύουν το δύσκολο αυτό χωρίο ο Θεμίστιος και ο Σιμπλίκιος, ερμηνεία που ακολουθεί και ο Hicks».
Θα έλεγε κανείς ότι οι αισθήσεις ανταποκρίνονται στη διερεύνηση της ύλης, με την έννοια των αισθητηριακών χαρακτηριστικών κάθε πράγματος όπως η λευκότητα ή η γεύση του γλυκού (κυριολεκτικά ούτε τα χρώματα ούτε οι γεύσεις αποτελούν ύλη), ενώ ο νους σχετίζεται με την ουσία τους, που αφορά τη βαθύτερη εννοιολογική τους υπόσταση αντιλαμβανόμενος όχι την ύλη, αλλά τη μορφή, δηλαδή την κατανόηση του λόγου της ύπαρξής τους και την εξυπηρέτηση της τελεολογικής τους αποστολής.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «γιατί η σάρκα δεν υπάρχει χωρίς την ύλη της, αλλά είναι όπως η κοιλότητα της μύτης» (429b 15). Αντιλαμβανόμενοι τη σάρκα μονάχα με τις αισθήσεις δεν βλέπουμε τίποτε άλλο από σχήματα που διαμορφώνονται μέσα σε κομμάτια κρέας, όπως για παράδειγμα ένα κοίλωμα. Για να ονομαστεί το κοίλωμα αυτό μύτη πρέπει να γίνει κατανοητή η τελεολογική αποστολή της μύτης που θα δώσει νόημα στον ακατανόητο σχηματισμό της σάρκας. Από αυτή την άποψη, μονάχα η μορφή δίνει ερμηνεία στον κόσμο, αφού η ύλη, αν δε συνοδεύεται από την κατανόηση της μορφής, παραμένει στο ανερμήνευτο σαν κάτι που δημιουργεί τυχαίους και δίχως νόημα σχηματισμούς.
Η ύλη δημιουργεί τον κόσμο αποδίδοντας την τελική μορφή όλων των πραγμάτων. Η νόηση είναι εκείνη που παρατηρώντας την ύλη είναι σε θέση να συλλάβει τη μορφή της. Κι αυτή είναι η ουσία κάθε πράγματος. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «ορισμένη μορφή υπάρχει μέσα σε ορισμένη ύλη» (429b 15-16).
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ύλη, χωρίς τη μορφή που τη συνοδεύει, δηλαδή χωρίς την τελεολογική αποστολή που της αναλογεί. Η ύλη και η μορφή ως αδιάσπαστη ενότητα κάθε πράγματος επί της ουσίας διαφοροποιούν το ρόλο των αισθήσεων και της νόησης. Οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται την ύλη και δίνοντας τις σωστές πληροφορίες στο νου προσφέρουν τη δυνατότητα της κατανόησης της μορφής.
Ο Αριστοτέλης προσθέτει επί του θέματος: «Με την ικανότητα της αίσθησης αντιλαμβάνεται το θερμό και το ψυχρό και όλες οι ποιότητες, των οποίων η σάρκα είναι μια ορισμένη αναλογία· με άλλη όμως ικανότητα, που είτε είναι χωριστή από την προηγούμενη είτε έχει με την προηγούμενη τη σχέση που έχει η τεθλασμένη γραμμή με τον εαυτό της, όταν εκταθεί, αντιλαμβάνεται την ουσία της σάρκας» (429b 16-19).
Το δεδομένο ότι η σάρκα είναι μια αναλογία από ποιότητες αποτελεί την πεμπτουσία του υλισμού, αφού η σάρκα, ως ύλη, δεν είναι τίποτε άλλο από συνδυασμός ποιοτήτων που είναι σε θέση να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Όσο για την αναφορά στην τεθλασμένη γραμμή η ερμηνεία του Θεμίστιου: «όταν ο νους γνωρίζει τις μορφές καθαυτές, είναι απλός όπως η ευθεία γραμμή. Ενώ, όταν συλλαμβάνει τα συγκεκριμένα σώματα, είναι σύνθετος όπως η τεθλασμένη γραμμή».
Η διπλή αυτή δυνατότητα της λειτουργίας του νου (από τη μια να εντοπίζει τις μορφές καθαυτές και να βρίσκεται σε ευθεία γραμμή κι από την άλλη να συλλαμβάνει τα συγκεκριμένα σώματα) καθιστά σαφείς τις δύο εκδοχές των δυνατοτήτων του, αφού είναι σε θέση όχι μόνο να εντοπίζει τις μορφές (πράγμα εύκολο που σχηματοποιείται σαν ευθεία γραμμή), αλλά και να διεισδύει στη συγκεκριμένη υπόσταση των σωμάτων (πράγμα πιο σύνθετο που αποδίδεται ως τεθλασμένη γραμμή). Η πολυπλοκότητα της νοητικής λειτουργίας κατορθώνει όχι μόνο να αποκωδικοποιεί την ουσία όλων των πραγμάτων, αλλά και να δρα συνδυαστικά αποκαλύπτοντας τα μυστικά του φυσικού κόσμου.
Κι όπως τα πράγματα είναι χωριστά από την ύλη τους (αφού άλλο η ύλη κι άλλο η μορφή τους), έτσι και οι λειτουργίες του νου διαχωρίζονται άλλοτε στο πλαίσιο της ευθείας κι άλλοτε της τεθλασμένη γραμμής. Κι επειδή ο νους εδράζεται στην ψυχή, αναγκαστικά το ζήτημα παίρνει ψυχικές διαστάσεις: «Με άλλη ικανότητα επομένως, ή μάλλον με την ίδια ικανότητα σε άλλη μορφή, η ψυχή κάνει διακρίσεις. Και γενικά, όπως τα αντικείμενα είναι χωριστά από την ύλη, το ίδιο ισχύει και για τις λειτουργίες του νου» (429b 22-24).
Το γεγονός ότι ο νους είναι σε θέση να λειτουργεί απαθής, δηλαδή με τρόπο αυτόνομο, χωρίς να σχετίζεται άμεσα με κάποιο αισθητήριο όργανο, θα επιφέρει ένα εύλογο ερώτημα: «Κάποιος, όμως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί: αφού ο νους είναι απλός και απαθής και δεν έχει κανένα κοινό με κανένα πράγμα, όπως ισχυρίζεται ο Αναξαγόρας, πώς τότε θα σκεφτεί, αν το σκέφτομαι σημαίνει πάσχω κάτι;» (429b 25-27).
Η έννοια του πάσχω έχει να κάνει με αυτό που θα λέγαμε ως υφίσταμαι. Από τη στιγμή που υπάρχει κάτι που ενεργεί (παράγει σκέψη), τότε αναμφίβολα υπάρχει και κάτι που πάσχει (υφίσταται τη σκέψη). Ο νους, αν γίνει αποδεκτό ότι είναι απαθής, είναι αδύνατο να πάσχει, αφού μια τέτοια εκδοχή θα ακύρωνε την απάθειά του. Ο μηχανισμός που θέλει το ερέθισμα της σκέψης να ενεργοποιεί το νου, αυτόματα εκλαμβάνει το νου ως κάτι που πάσχει ενεργοποιούμενο από εκείνο που προκαλεί το ερέθισμα: «Γιατί στο βαθμό που δύο πράγματα έχουν κάτι κοινό, το ένα φαίνεται να ενεργεί και το άλλο να πάσχει» (429b 27-29).
Κι ο προβληματισμός αυτός δεν είναι ο μόνος: «Θα αναρωτιόταν, επίσης, αν και ο ίδιος ο νους είναι νοητός. Γιατί ο νους είτε θα υπάρχει στα άλλα νοητά (αν ο ίδιος δεν είναι νοητός με άλλο νοητό, κι αν το νοητό είναι ένα ως προς τη μορφή), είτε θα περιέχει αναμεμιγμένο μαζί του κάτι, που θα τον κάνει νοητό, όπως τα άλλα νοητά» (429b 29-32).
Η διερεύνηση που αφορά τη δυνατότητα νόησης του νου μέσω κάποιου άλλου αντιληπτικού εργαλείου, θα έλεγε κανείς ότι ταυτίζεται με τον προβληματισμό του κατά πόσο ο νους είναι σε θέση να προχωρήσει στη νόηση του εαυτού του. Εφόσον, πράγματι, συμβαίνει αυτό, εφόσον δηλαδή κρίνεται αποδεκτό ότι ο νους μπορεί να παράγει σκέψεις για τον εαυτό του, γίνεται αντιληπτό ότι ο νους, πέρα από όργανο της νόησης, κατατάσσεται και στα νοητά, σε αυτά δηλαδή που μπορούν να γίνουν αντιληπτά με το νου: «Επιπλέον, ο ίδιος ο νους είναι νοητός όπως τα νοητά» (430a 2-3).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Γιατί στην περίπτωση των πραγμάτων που δεν έχουν ύλη, εκείνο που νοεί και το νοούμενο είναι το ίδιο πράγμα· γιατί η θεωρητική γνώση και το πράγμα που γίνεται γνωστό με αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται» (430a 3-5). Ίσως εδώ βρίσκεται το πεδίο των πραγμάτων που ταυτίζονται με την ουσία τους («γιατί σε μερικά είναι το ίδιο» 429b 13). Η άυλη υπόστασή τους επιτρέπει την υλοποίηση μόνο της μορφής ταυτίζοντας το είναι με την ουσία τους.
Το βέβαιο είναι ότι και στην περίπτωση του νου ισχύει το δίπολο του δυνάμει και ενεργεία. Ο νους είναι σε θέση (δυνάμει) να παράγει σκέψεις, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί και να μένει αδρανής. Η μετατροπή της δυνατότητας σε πράξη έχει να κάνει με το ερέθισμα που θα προκαλέσει την ενεργοποίησή της, καθώς και τις δυνατότητες του νου να εμβαθύνει σε κάθε θέμα που τον διεγείρει. Κι εδώ φτάνουμε στην εξάσκησή του, που πραγματοποιείται τόσο με τη διεύρυνση των γνωστικών του πεδίων όσο και με το γλωσσικό υπόβαθρο που διαθέτει για να διεισδύσει στο βάθος των εννοιών που τον απασχολούν.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «με κάποιον τρόπο ο νους είναι δυνάμει τα νοητά, αλλά σε εντελέχεια δεν είναι κανένα, προτού να σκεφτεί» (429b 33-34). Στην ουσία πρόκειται για έναν άγραφο πίνακα που έχει τη δυνατότητα να γεμίσει από το περιεχόμενο των σκέψεών του: «Πρέπει, λοιπόν, να συμβαίνει ό,τι και με έναν πίνακα, στον οποίο δεν υπάρχει τίποτε γραμμένο σε εντελέχεια» (430a 1-2).
Το δίπολο δυνάμει και ενεργεία κατέχοντας βασική θέση στην αριστοτελική σκέψη ενεργοποιείται και εδώ ως φυσική δύναμη που μορφοποιεί την ύλη μετατρέποντας τη δυνατότητα σε πράξη. Σε κάθε γένος πραγμάτων υπάρχει η ύλη που μορφοποιείται φτάνοντας στον τελικό της προορισμό, φτάνοντας δηλαδή στην εντελέχειά της (θα λέγαμε την τελική μορφή) που ήταν προκαθορισμένη γι’ αυτήν εξαρχής ως αποστολή που έπρεπε να εκπληρώσει: «Επειδή, όμως, σε ολόκληρη τη φύση υπάρχει σε κάθε γένος κάτι που είναι ύλη (και αυτό είναι εκείνο που δυνάμει είναι όλα τα όντα του γένους), και κάτι άλλο, που είναι η αιτία και το ενεργητικό στοιχείο, επειδή παράγει τα πάντα, κάτι που, για παράδειγμα, είναι και η τέχνη σε σχέση με την ύλη, είναι ανάγκη αυτές οι διαφορές να υπάρχουν και μέσα στην ψυχή» (430a 10-14).
Η κινητήριος δύναμη που βρίσκεται μέσα σε κάθε πράγμα κάνοντάς το να εξελιχθεί προς την κατεύθυνση που ορίζει η τελεολογική του αποστολή είναι το ενεργητικό στοιχείο και η αιτία που παράγει τα πάντα. Το παράδειγμα της ύλης που χρησιμοποιείται από την τέχνη παραπέμπει ευθέως στο μάρμαρο και το άγαλμα. Οι δυνάμεις αυτές που ενεργοποιούν την ύλη, αναντίρρητα αφορούν και την ψυχή που πρέπει να στραφεί προς τη δική της εντελέχεια αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητές της.
Αυτό που μένει είναι ο τελικός καθορισμός της λειτουργίας του νου που αποτελεί ένα από τα κυριότερα (αν όχι το πιο σημαντικό) πεδίο που πρέπει να διαχειριστεί η ψυχή: «Και, πράγματι, υπάρχει ο νους που είναι ανάλογος με την ύλη, με το να γίνεται όλα τα νοητά, και ένας άλλος που τα παράγει όλα και μοιάζει με κάποια κατάσταση, όπως το φως» (430a 14-16).
Η δυνατότητα του νου να γίνει ένα με όλα τα νοητά είναι η αντιληπτική του δυνατότητα να δέχεται πληροφορίες και να ταυτίζεται με αυτές στο βαθμό που απαιτείται για τη διερεύνησή τους. Από κει και πέρα επέρχεται η δεύτερη λειτουργία του που είναι η παραγωγή σκέψεων γύρω από αυτά που έχει επεξεργαστεί. Με δυο λόγια, ο νους δεν είναι μόνο σε θέση να ταυτιστεί φαντασιακά με τα φαινόμενα, αλλά και να μπορέσει να τα αποκωδικοποιήσει συμμετέχοντας ενεργητικά στην ερμηνεία τους. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι η πεμπτουσία της λογικής.
Η πρώτη εκδοχή του νου είναι ανάλογη με την ύλη που μπορεί να υιοθετήσει τα δεδομένα. Η δεύτερη μορφή, όμως, που καταδεικνύει και το μεγαλειώδες της λειτουργίας του είναι κάτι σαν κατάσταση, όπως το φως, αφού είναι σε θέση να διαφωτίζει όλες τις πληροφορίες που συλλέγει αποδίδοντας την ερμηνεία τους: «γιατί, κατά κάποιο τρόπο, και το φως κάνει τα χρώματα που υπάρχουν δυνάμει, χρώματα σε ενέργεια. Και αυτός ο νους είναι χωριστός και απαθής και αμιγής όντας στην ουσία του ενέργεια. Γιατί πάντα αυτό που ενεργεί είναι πολυτιμότερο από αυτό που πάσχει και η αρχή από την ύλη» (430a 16-20).
Αυτή η δεύτερη εκδοχή του νου αποτελεί την ενεργητική πλευρά του, αφού μπορεί να μετατρέψει τα δεδομένα σε σκέψεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που θεωρείται απαθής, αφού η ερμηνεία των δεδομένων και η παραγωγή των σκέψεων δεν προϋποθέτει τη συνδρομή κανενός αισθητήριου οργάνου.
Οι αισθήσεις σχετίζονται με την πρώτη εκδοχή του νου, που συλλέγει τις πληροφορίες και που χωρίς αυτές (τις αισθήσεις) δε θα μπορούσε να κάνει. Αυτή είναι η παθητική πλευρά του, που (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπονομεύεται ή πολύ περισσότερο απαξιώνεται) θεωρείται κατώτερη, καθώς πρόκειται για κάτι που πάσχει από τα εξωτερικά ερεθίσματα κι όχι για κάτι που ενεργεί ερμηνεύοντάς τα ή και χρησιμοποιώντας προς όφελός του.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου