Το γνωστικό λάθος πίσω από την υπερανάλυση
Ποιο είναι το παράδοξο που κάνουμε όταν υπεραναλύσουμε το παρελθόν;
Η βαθιά επιθυμία μας είναι να το ‘ξεχάσουμε’ ή καλύτερα να το ξεπεράσουμε. Να θυμόμαστε το παρελθόν αλλά να έχουμε τη δυνατότητα να το διαχειριστούμε, να γίνουμε κυρίαρχοι πάνω του. Στην προσπάθεια μας κάθε φορά να το ‘ξεπερνούμε’, γινόμαστε αυστηροί και υπεραναλύουμε ‘πόσο λάθος ήμουν, γιατί να μην έπραττα διαφορετικά, τι γνώμη θα έχουν οι άλλοι για εμένα, αν δε γινόταν δεν θα ένιωθα έτσι, δεν ήμουν αρκετά καλός’.
Η υπερανάλυση είναι ένας μηχανισμός που έρχεται για να αποκαταστήσουμε την αρχική εμπειρία που βιώσαμε. Προσπαθούμε κάθε φορά να αναδομήσουμε την ύπαρξή μας, την αξία μας, τον χαρακτήρα μας μέσα από αυτήν την εμπειρία. Όσο περισσότερο λοιπόν λειτουργούμε ως αυστηροί κατήγοροι του εαυτού μας, τόσο περισσότερο δίνουμε αξία σε ότι έγινε, η αυτοεκτίμησή μας μειώνεται, οι ενοχές μεγαλώνουν, νιώθουμε ένα ανυπόφορο βάρος από ευθύνες, το σώμα μας βαραίνει, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που δε λύνει κανένα πρόβλημα. Το παράδοξο είναι ότι χρησιμοποιούμε την υπερανάλυση για να αποκαταστήσουμε την αλήθεια αλλά μόνο επιδεινώνει τον ψυχισμό μας.
Ταυτίζοντας τον εαυτό μας με τον παρελθοντικό εαυτό
Άλλο ένα γνωστικό λάθος που κάνουμε, ειδικά όταν είμαστε συναισθηματικά φορτισμένοι, είναι να ταυτίζουμε τις παρελθοντικές συμπεριφορές ή επιλογές μας με το ποιοι είμαστε. ‘Έκανα ένα λάθος, σημαίνει ότι είμαι σκέτη αποτυχία’, ‘απίστησα, άρα είμαι ανήθικος’, ‘αποτυγχάνω στις σχέσεις μου, άρα είμαι ανάξιος σύντροφος’, ‘καμία σχέση μου ως τώρα δεν ήταν σταθερή και μόνιμη, άρα θα είμαι για πάντα μόνος μου’.
Όλες αυτές οι δηλώσεις είναι διαστρεβλωμένες. Γιατί είναι παράλογο κάποιες πράξεις μας ή επιλογές να ορίζουν το ποιοι είμαστε πραγματικά. Να εξετάσουμε τις συνθήκες, την συναισθηματική κατάσταση που είχαμε, τις επιθυμίες και ανάγκες μας, τους φόβους που είχαμε ώστε να πάρουμε μια απόφαση. Επίσης, ρεαλιστικά, ποιες είναι οι αποδείξεις που αποδεικνύουν το αντίθετο; Ότι δηλαδή είμαι ένας άξιος άνθρωπος, ποιες είναι αρετές μου, ποια είναι τα επιτεύγματα που έχω έως τώρα, τι έχω διαχειριστεί με επιτυχία μέχρι τώρα, ποια είναι τα θετικά χαρακτηριστικά μου, ποια στοιχεία αποδεικνύουν ότι είμαι επαρκής και ικανός, ποιες είναι δεξιότητές μου;
Ακόμη, τείνουμε να γενικεύουμε, να σκεφτόμαστε με απόλυτους όρους, όπως ‘ποτέ δεν θα γίνει αυτό, κανένας δεν …. , όλοι είναι…., είμαι κακός, είμαι απορριπτέος, δεν αξίζω καθόλου κτλ.). Σκεφτόμαστε έτσι, επειδή κανένας δεν βρέθηκε ίσως να μας δείξει τον τρόπο να σκεφτόμαστε ευέλικτα και με ισορροπία. Το να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας με ‘όλα ή τίποτα’, δεν προσδίδει την προοπτική ότι μπορούμε να δούμε τα πράγματα και τις εμπειρίες μας εναλλακτικά, σαν να είμαστε καταδικασμένοι ή στο απόλυτα καλό ή στο απόλυτα κακό.
Τίποτα δεν είναι σταθερό…στον εαυτό
Επομένως, το είναι μας, ο εαυτός μας ότι εμπειρίες και αν έχει βιώσει, είναι ένα πνεύμα σε εξέλιξη, τίποτα δε είναι σταθερό, εξελισσόμαστε κάθε μέρα που περνάει, εφόσον αναγνωρίσουμε τα δυσλειτουργικά μοτίβα ζωής και μάθουμε τρόπους να τα διαχειριζόμαστε. Δεν γίνεται όταν κάνουμε μια καλή πράξη να αξίζουμε και λόγω μας άλλης να μην αξίζουμε. Η αξία, όπως και όλες οι πλευρές του εαυτού μας βρίσκονται σε μια εξέλιξη, δεν είναι ποτέ σταθερά.
Ακόμη και αν κάτι ισχύει ρεαλιστικά, πχ έχω πάρει κιλά, είμαι χοντρός’, απευθείας οραματίζομαι τον μελλοντικό μου εαυτό ως για πάντα χοντρό, χωρίς σύντροφο, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και ντροπή για την εικόνα του σώματος’. Ξεχνάμε να εστιάζουμε στο εδώ και τώρα, γιατί αυτήν την στιγμή μπορεί όντως να έχω παραπάνω κιλά, αλλά σε 2 μήνες, δεν ξέρω πως θα είμαι, σε 6 μήνες επίσης, σε 2 χρόνια πως είμαι; Το μέλλον κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει, συνεπώς τέτοιου είδους σκέψεις είναι άχρηστες και αποδιοργανωτικές.
Οι επιπλοκές της υπερανάλυσης
Η υπερανάλυση πολλές φορές έρχεται μέσα από χρόνιο συναισθηματικό πόνο, μέσα από τραυματικές εμπειρίες που έχουν απωθηθεί, μέσα από μια ανεπαρκή, ασταθή προσκόλληση με τους οικείους μας. Με την υπερανάλυση προσπαθούμε υποσυνείδητα να δαμάσουμε τον εσωτερικευμένο θυμό, ο οποίος μακιγιάρεται αρκετές φορές και από άλλες συνοδές συμπεριφορές εκτός της υπερανάλυσης, όπως η χρήση ουσιών, το αλκοόλ, οι παρορμητικές συμπεριφορές.
Η υπερανάλυση επανατραυματίζει τον εαυτό, τον εγκέφαλο, θέτει τον εαυτό σε μια επαγρύπνιση, σε μια συχνή ανάγκη για απάντηση στο στρες, χανόμαστε στις σκέψεις, αγχωνόμαστε, παθαίνουμε κατάθλιψη, νιώθουμε αβοήθητοι κα ανήμποροι σαν να βρισκόμαστε σε τούνελ χωρίς διέξοδο και φως. Νιώθουμε παγιδευμένοι, και πολλές φορές όταν αυτό γίνει συνήθεια απλά ζούμε μια παθητική πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι πια έτσι θα είμαστε εμείς, έτσι θα είναι η ζωή μας, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε. Η παραίτηση από τη ζωή και την αισιοδοξία δηλώνει ότι έχουμε χάσει τις ελπίδες μας.
Όταν το σώμα καθρεφτίζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις
Λόγω της άρρηκτης σύνδεσης νου~σώματος, η αναβίωση των παρελθοντικών αναμνήσεων και εμπειριών είναι ένα δυνατό στρες και για το σώμα. Είναι σύνηθες να προκαλούνται πονοκέφαλοι, ημικρανίες, να σφίγγεται το στομάχι μας ή να παθαίνουμε έλκος γιατί αδυνατούμε να επεξεργαστούμε σωστά και να ‘χωνέψουμε’ τις σκέψεις μας. Μπορεί να έχουμε την τάση για έμετο, αισθανόμενοι πολλά διαφορετικά συναισθήματα για μια κατάσταση. Η δυσκολία με το αποδεχτούμε μια κατάσταση, η καταπίεση των συναισθημάτων και των σκέψεων, και η παραμέληση των αληθινών μας αναγκών συχνά προκαλούν ευερέθιστο έντερο.
Ίσως, ένα από τα πιο ακουστά συμπτώματα είναι η δύσπνοια, ένα σύμπτωμα του άγχους, όταν νιώθουμε συναισθηματικό εγκλωβισμό, περιορισμούς, και αυτό μεταφράζεται στο σώμα με το ‘θέλω να πάρω αέρα, δεν μπορώ να αναπνέυσω, μου κόβεται η ανάσα’.
Καταλαβαίνουμε ότι η υπερανάλυση και οι συνοδές χρόνιες συναισθηματικές καταστάσεις μας επιβαρύνουν τόσο νοητικά και συναισθηματικά όσο και σωματικά.
Μπορώ να ελευθερωθώ;
Και μπορεί να μας φαίνoνται λογικά όλα αυτά όταν τα βιώνουμε στο έπακρο, αλλά γιατί να αποδεχτούμε την ματαιότητα από την στιγμή που μπορούμε να αποδεχτούμε ότι τα λάθη μας, οι παρελθοντικές πράξεις, η αυτοεκτίμησή μας είναι πράγματα που κατασκευάστηκαν και διαμορφώθηκαν μέσα από τις εμπειρίες μας. Και κυρίως να αναλογιστούμε τι μερίδιο ευθύνης είχαμε σε αυτές τις εμπειρίες. Μπορούσαμε να επιλέξουμε σε ποια οικογένεια να μεγαλώσουμε; Ρωτηθήκαμε ποτέ πως θέλουμε να μας μιλούν οι άλλοι και πως να συμπεριφέρονται όταν ήμασταν ακόμη παιδιά; Θα μπορούσαμε να ελέγχουμε καταστάσεις και δεν το κάναμε; Ποιον βλάψαμε σκόπιμα για τιμωρούμε σήμερα τον εαυτό μας τόσο αυστηρά;
Επιπλέον, η διαχείριση των αρνητικών σκέψεων, η εκπαίδευση στο να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους εναλλακτικά, αισιόδοξα, και όχι αρνητικά και μονόπλευρα, το να μάθουμε καινούργιους τρόπους να διαχειριζόμαστε τα έντονα δυσάρεστα συναισθήματα και να καταργήσουμε την υπερανάλυση ως συμπεριφορά αντικαθιστώντας την με άλλες συμπεριφορές, πιο υγιείς και λειτουργικές, αποτελούν τις κατάλληλες θεραπευτικές μέθοδοι για την καταπολέμηση της υπερανάλυσης.
Η αποδοχή του παρελθόντος και ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού μας συνιστούν μια διαδικασία που ωφείλουμε στον εαυτό μας. Δεν είναι αναγκαία πεποίθηση ότι το παρελθόν μας ορίζει, εκτός αν το πιστέψουμε. Δεν είμαστε οι συμπεριφορές μας ούτε οι σκέψεις μας πολλές φορές. Το παρελθόν είναι αυτό που είναι, ότι έγινε έγινε, είναι έα κομμάτι της ζωής μας, αλλά για να ονειρευτούμε το πως θέλουμε να είμαστε στο μέλλον, θα κριθεί από το τι θα κάνω στο παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου