Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Αγία Πουλχερία και Κύρος ο Πανοπολίτης

Αγία Πουλχερία, η μέγαιρα, έγγαμη «παρθένα» αυτοκράτειρα
(Τι κρύβεται πίσω από την «παρθενία» μιας Ορθόδοξης αγίας βασίλισσας)

Παρθένα και βασίλισσα είναι σχεδόν αδιανόητο από τι στιγμή που μια τόσο ισχυρή γυναίκα μπορεί να έχει περίπου όποιον άντρα θέλει. Παρθένα δήλωνε η Ελισάβετ της Αγγλίας αλλά είχε πολλούς εραστές, ανάμεσά τους και παντρεμένους.

Παρθένα φέρεται ότι ήταν και η Χριστίνα της Σουηδίας, αλλά αυτή ήταν μάλλον λεσβία και μεταστράφηκε στον Καθολικισμό-γεγονός που της στοίχισε το θρόνο της προτεσταντικής χώρας-για να κρύψει, όπως κάνουν πολλοί παπάδες, κάτω από το πέπλο της θρησκευτικότητας την ιδιαιτερότητά της. Ακόμη κι αυτή όμως δεν φαίνεται για παρθένα αφού εικάζεται με περίπου βεβαιότητα, κάποιο ειδύλλιό της με τον καρδινάλιο Δέκιο Αντζολίνο, μετά την παραίτησή της από το θρόνο. Αν πάλι ήταν πλατωνική σχέση, αν ήταν απλή φιλία, δεν το ξέρουμε.

Για την «παρθενία» της 15χρονης Πουλχερίας και των δυο μικρότερων κοριτσιών αδελφών της, φταίει η ορφάνια τους και ο εκμεταλλευτής της πατριάρχης. Η Πουλχερία μέσα στην εφηβική της άγνοια, χωρίς γονείς δίπλα της, πιθανόν να πίστευε αυτή τη θυσία ως εφικτή, αλλά είναι γνωστό πως το πνεύμα μπορεί να θέλει αλλά η σαρξ είναι ασθενής. Ο τότε πατριάρχης άγιος Αττικός (406-425), ένας ακαλλιέργητος και σκληρόκαρδος Αρμένης, είναι υπεύθυνος για αυτήν την απάτη. Το παπαδαριό έχει μανία με τα παρθένες, άλλοι για να έχουν σκλάβες να τους υπηρετούν, άλλοι γιατί μια δύστυχη παρθένα πέφτει εύκολα στην αγκαλιά και του πιο άσχημου σάτυρου παπά, στο ποσοστό βέβαια που υπάρχουν καλόγεροι που δεν προτιμούν τους άνδρες, τέλος όλοι τους οι ρασοφόροι αυτής της κατηγορίας, γιατί τα ανέραστα πλάσματα είναι ο σκληρός πυρήνας του στρατού τους. Αυτός ο αγύρτης έπεισε τρία άπειρα, ανήλικα και ορφανά κορίτσια να υπογράψουν χαρτί με το οποίο δεσμεύονταν να μείνουν παρθένες, μια πράξη παράλογη και άτιμη γιατί πέρα από το πρόωρο, το άχρηστο και αυτοκαταστροφικό της πράξης, κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να δεσμευτεί για κάτι τέτοιο, ούτε χρειάζεται πολύ περισσότερο να το κάνει ή και να το διακηρύξει δημόσια, ειδικά αν είναι σημαίνον πρόσωπο που μπορεί να παρασύρει στο χαμό του και λαϊκά χαζοκόριτσα, που νομίζουν πως έχουν κι αυτά την πολυτέλεια να υποκρίνονται ή να αυτοδραματοποιούνται σαν τις αρχοντοπούλες. Η Πουλχερία στα 15 της (414) ανακηρύχθηκε αντιβασίλισσα του 13χρονου αδελφού της Θεοδοσίου του μικρού, ο οποίος είχε από τα επτά του γίνει αυτοκράτορας, μια ενέργεια ασυνήθιστη για τους μισογυνικούς βυζαντινούς θεσμούς. Η μεγαλύτερη αδελφή η Πλακίλλα είχε ήδη πεθάνει από νωρίς και τώρα η επόμενη παρέσυρε και τις κουτές αδελφές της, «αυτή τη ιδία παρθενία θεώ προσανέθηκε και τας αδελφάς Αρκαδίαν και Μαρίαν τα όμοια πράττειν εδίδαξεν» («Anecdota graeca e codd. manuscriptis Bibliothecae regiae parisienses» … «Εκλογαί Ιστοριών, Θεοδόσιος ο νέος υιός Αρκαδίου»). Ο ταρτούφος Αττικός έγραψε μάλιστα τάχα ενθουσιασμένος και μια πραγματεία για την πίστη και την παρθενία και την αφιέρωσε στα τρία θύματά του, εκμεταλλευόμενος όσο μπορούσε τη βασιλική ορφάνια και κουταμάρα, αφού τα παιδιά αυτά είχαν χάσει πρόωρα τους αυτοκράτορες γονείς τους, τον άβουλο και φιλάσθενο Αρκάδιο, που έφυγε στα 30 του και την ακόμη νεότερη και νωρίτερα χαμένη γυναίκα του, τη διεφθαρμένη Ευδοξία. Οι δυο τους ήταν ένα άθλιο βασιλικό ζεύγος, που συγκυβερνούσε αρχικά με τον προδότη ύπατο Ρουφίνο και μετά με τον διάδοχό του τον φιλάργυρο ευνούχο Ευτρόπιο [“The Writings of Medieval Women, 2nd Edition: An Anthology (Library of Medieval Literature) 2nd ed. Edition Marcelle Thiebaux Routledge-January 3, 1994].

Η αυταρχική Πουλχερία λοιπόν ορκίστηκε μπροστά στην αυλή στην παρθένα της Ναζαρέτ, ότι θα παραμείνει στην ζωή της «παρθένα νύμφη του Νυμφίου Υιού της». Μαζί με τη διακήρυξη, προχώρησε σε δωρεές και αφιερώματα στην Εκκλησία και απαγόρευσε την είσοδο ανδρών στα διαμερίσματά της στο παλάτι. Αφοσιώθηκε με ζήλο, μέσα σε περιβάλλον ασφυκτικά γεμάτο από παπάδες και καλόγερους, στην ανατροφή του άβουλου και μαλθακού αυτοκράτορα, που δεν είχε την ηγεμονική στόφα του εγκληματία παππού του, του Μεγάλου Θεοδόσιου, άγιου τύραννου και προστάτη της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό περιπαικτικά τον αποκαλούσαν Μικρό ή και Καλλιγράφο, λόγω του σχετικού ταλέντου του. Τα ανάκτορα μετατράπηκαν από την υστερική αυτή εξουσιάστρια σε πραγματικό μοναστήρι. Καθιερώθηκε εκκλησιαστικό πρόγραμμα που άρχιζε με τον Όρθρο ενώ αργότερα ακολουθούσαν η ανάγνωση των Ευαγγελίων, οι Ψαλμοί του Δαυίδ και το βράδυ ερχόταν με Εσπερινό. Τα κεριά έκαιγαν νυχθημερόν και από τα παράθυρα τους αναδύονταν καπνοί από ακριβά λιβανωτά και θυμιάματα της Ανατολής. Έτσι διαμορφώθηκε ο συμπλεγματικός και κακός χαρακτήρας του μικρού Θεοδόσιου, που φάνηκε όχι μόνο στις διώξεις των αιρετικών, των Εβραίων και των Εθνικών (τότε δολοφονήθηκε και η Υπατία από τους καλόγερους του αγίου Κύριλλου), όπου τον έσπρωξε η αδελφή του, αλλά και στο τρόπο που αντιμετώπισε άδικα την ίδια τη γυναίκα του, την ενάρετη και λόγια Αθηναϊδα Ευδοκία, πρώην εθνική και κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου και τον καλύτερό του φίλο, τον πιστό του παρακοιμώμενο Παυλίνο. Ο αυτοκράτορας είχε χαρίσει στη γυναίκα του ένα μεγάλο μήλο, αυτή το χάρισε στο φίλο του, ο οποίος αγνοώντας την προέλευσή του το έδωσε στον αυτοκράτορα. Για τον μονάρχη αυτό ήταν απόδειξη μοιχείας. Βοήθησε στις υποψίες του και ο ισχυρός αυλικός ευνούχος, ο μηχανορράφος σπαθάριος, ο «παραδυναστεύων» Χρυσάφιος. Ο φίλος του εκτελέστηκε και η αυτοκράτειρα αυτοεξορίστηκε το 443 σε ανεπίστρεπτα μακρινά προσκυνηματικά ταξίδια στην Ανατολή με κατάληξη στην Παλαιστίνη, γυρεύοντας στη θρησκεία και στις καλοσύνες την παρηγοριά. Η Πουλχερία που είχε τότε αποσυρθεί, αν δεν υποδαύλισε την τραγωδία, δεν έκανε τίποτα για να την σταματήσει. Είχε κι ένα λόγο να θέλει το κακό του ωραίου Παυλίνου, αφού αν πιστέψουμε τον πατριάρχη Νεστόριο, ήταν κάποτε εραστής της. Η εξέλιξη την βόλευε απόλυτα, άδειαζε τη γωνιά από μια αντίπαλο, που από λάθος της η ίδια η Πουλχερία, θεωρώντας την του χεριού της ως προερχόμενη από πολιτικά ασήμαντη οικογένεια, είχε βρει για σύζυγο του αυτοκράτορα. Η παρθένα επέστρεψε στα πράγματα μέχρι το 453 που πέθανε. Πολλοί ιστορικοί (Σωκράτης σχολαστικός, Θεοδώρητος, Σωζομενός) αποδίδουν την εμμονή της στην παρθενία, ως αποστροφή της σε έναν γάμο με τον ισχυρό ύπατο Ανθέμιο που την πολιορκούσε, γάμο που θα του έδινε απροσδόκητη δύναμη επικίνδυνη για την ίδια και τον αδελφό της και πάντως στερητική των δικών της εξουσιών και της αυτονομίας της.

Αργότερα βέβαια, όταν βασίλευε με τον εικονικό της σύζυγο Μαρκιανό, περιποιήθηκε τον Χρυσάφιο, που «ουκ εις μακράν τούτον η δίκη μετήλθε» (Θεοφάνη ‘Χρονογραφία’) και τον αποκεφάλισε ή τέλος πάντων σχεδίασε την εξόντωσή του, γιατί τον θεωρούσε υπαίτιο και για δικά της παθήματα. Αυτή η παράξενη εξωτική φιγούρα του θλιβερού κόσμου των ευνούχων, που ήταν όλοι τους τραγικά θύματα της βυζαντινής παρθενοκρατίας, απανθρωπιάς και υποκρισίας, απασχόλησε πολύ τους χρονογράφους, που του δίνουν άλλο ένα όνομα ο καθένας, Ταϊουμά ο Θεοφάνης, Τζούμας ο Γεώργιος Κωδινός, Τούμνα ο Κεδρηνός και Ζτόμα ο Μαλάλας. Ο τελευταίος υπαινίσσεται πως η επιρροή του στον νοσηρό Θεοδόσιο οφειλόταν στην ομορφιά του, μάλιστα ο Κωδινός τον ονομάζει παρακοιμώμενο. Η συνωμοτική του δράση επεκτάθηκε στην εκθρόνιση του πατριάρχη άγιου Φλαβιανού, στην άνοδο του εκλεκτού του, επίσης άγιου, Ανατόλιου (449) και στο σχεδιασμό μιας αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας του Αττίλα, που την πλήρωσε πανάκριβα σε χρυσάφι η αυτοκρατορία [Rodolphe Guilland, «Les Eunuques dans l’Empire Byzantin: Étude de titulature et de prosopographie byzantines», in Études Byzantines, Vol. I (1943)].

Για να γυρίσουμε πίσω στον άγιο Αττικό, το πόσο ειλικρινής θιασώτης της παρθενίας ήταν φάνηκε και από τους διωγμούς που έκανε κατά των φανατικά ασκητικών και θιασωτών της αγαμίας (αλλά και της πενίας κι αυτό ενοχλούσε πολύ) Μεσσαλιανών (στα συριακά, Ευχιτών στα ελληνικά) ή και με πολλές ακόμη ονομασίες γνωστών, μελών ενός ενθουσιώδους κινήματος ηλιθίων, που είχε ξεκινήσει από τη Συρία. Με το που ανέβηκε στο θρόνο επέμενε στην ανάγκη να διώκονται οι Μεσσαλιανοί που είχαν ήδη υποστεί διωγμούς, από μια σειρά πατριαρχών. Ο Λητόιος μάλιστα, ο επίσκοπος της Μελιτηνής, είχε διατάξει την πυρπόληση των μοναστηριών τους, καταδικάζοντας τους υπότροπους να έχουν τις κοιλότητες των γονάτων τους τραυματισμένες, ώστε να εμποδίζεται η γονυκλισία τους στις συνεχείς προσευχές τους (“S. Runciman. Le manichéisme médiéval..”, 1974). Οι διωγμοί συνεχίστηκαν και μετά τον Αττικό. Στα 428 η αυτοκρατορική αστυνομία επιφορτίστηκε να τους καταδιώκει και να τους θέτει εκτός νόμου. Έτσι αντιμετώπιζε η κρατική Εκκλησία τις διαφοροποιήσεις από το δόγμα και από τις παραδόσεις.

O Aττικός είχε πολεμήσει τον Χρυσόστομο, τον συκοφάντησε προσωπικά και συνέβαλε στην εξορία του. Ο Αττικός, κατεδίωξε και τους οπαδούς του Χρυσοστόμου. Ένας μεγάλος αριθμός των επισκόπων της Ανατολής επέμενε να τον υποστηρίζει και υπέστη μια βάναυση δίωξη. Υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις έδρες τους και να αναλάβουν άλλες επισκοπές στις αφιλόξενες περιοχές της Θράκης, όπου βρέθηκαν κάτω από το άγρυπνο χωροφυλακίστικο βλέμμα του Αττικού και από το μακρύ του το χέρι. Όταν ο Αρσάκιος, διάδοχος του Χρυσοστόμου, πέθανε, ο Αττικός με ίντριγκες κατάφερε να πάρει τη θέση του και αργότερα να αποκαταστήσει τη μνήμη του Χρυσόστομου. Δεν είναι ασυνήθιστο στην ανατολική αγιολατρεία να αναγορεύονται άγιοι δυο θανάσιμοι εχθροί (άγιοι πατριάρχες Φώτιος και Ιγνάτιος κοκ), οι πιστοί δεν παίρνουν χαμπάρι και ο κλήρος βλέπει το πράγμα αποκλειστικά από την οικονομική σκοπιά ή από την καθαρά λαϊκιστική, θέλοντας να ικανοποιήσει τους οπαδούς και των δυο «αγίων», αν υπάρχουν και πιέζουν

Η Aιλία Πουλχερία ήταν θρησκόληπτη και τόσο κακιά που η Εκκλησία την αναγόρευσε Αγία. Η Καθολική Εκκλησία, που λανσάρει κι αυτή όπως και η σχισματική θυγατέρα της η Ορθόδοξη την παρθενία, αληθινή ή κατά δήλωσιν, ως αρετή έχει αγιοποιήσει κι αυτή και τιμήσει με το παραπάνω την αυτοκράτειρα, γι’αυτό και βρίσκουμε τόσες απεικονίσεις της σε δυτικά χειρόγραφα. Oι μόνες ενδείξεις όμως που θα μπορούσε η Εκκλησία να προσκομίσει για την παρθενία της, πέρα από τους ψεύτικους όρκους της και το θρησκευτικό της φανατισμό, θα ήταν η ζήλεια της για την καλλιεργημένη και ωραία νύφη της Ευδοκία, την πρώην εθνική Αθηναϊδα, μια από τις ελάχιστες μορφωμένες αυτοκράτειρες (όχι πως και η Πουλχερία ήταν αγράμματη) και μάλιστα Ελληνίδα, κάτι ακόμη σπανιότερο, αφού όλες κι όλες τους ήταν από όσο ξέρω μάλλον τρεις, οι δυο από αυτές αληθινές μέγαιρες η Σπαρτιάτισσα ταβερνιάρισσα Θεοφανώ (συζυγοκτόνος) και η Ειρήνη η Αθηναία (αγία και παιδοκτόνος). Η ευσεβής Πουλχερία, ήταν ισπανικής και φράγκικης καταγωγής, εγγονή από πατέρα δυο Ισπανών, του εκτελεστή χιλιάδων αθώων πολιτών αγίου και Μεγάλου Θεοδοσίου και της Αιλίας Πλακίλλας και από τη μητέρα της, ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό. Είπαμε σκληρή γυναίκα, αυτή ήταν η πραγματικότητα για όποιον δεν χάφτει τα κατασκευασμένα συναξάρια των παπάδων κι ένας παλιός Άγγλος δραματουργός, o Nαθαναήλ Lee, γιός κληρικού, έβαλε στο στόμα του Θεοδόσιου το παράπονο: «Ω , Πουλχερία ! Σκληρή, φιλόδοξη αδελφή» («Theodosius, or, The force of love a tragedy, acted by Their Royal Highnesses servants, at the Duke’s Theatre», written by Nathaniel Lee. London: Printed for R. Bentley and M. Magnes , 1680).

Ο μισογύνης πατριάρχης Νεστόριος από τη Συρία, που διαμαρτυρήθηκε για τη βλασφημία να αποκαλείται η χωρική της Ναζαρέτ Θεοτόκος αντί για Χριστοτόκος, θέλησε να περιορίσει τις δραστηριότητες των γυναικών, ειδικά των ανακτορικών, στο χώρο της Εκκλησίας, και έτσι συγκρούστηκε άγρια, λίγες μέρες μετά την ενθρόνισή του το Πάσχα του 428 με την ασεβέστατη Πουλχερία που απαιτούσε ντε και καλά να κοινωνήσει μέσα στο ιερό, πρακτική που είχε εγκαινιάσει ο προκάτοχός του ο άγιος Σισίνιος, που τον είχε διορίσει πατριάρχη ο αδελφός της, ο αυτοκράτορας. Μόνο ιερείς μπαίνουν εδώ, είπε ο πατριάρχης, ξεχνώντας πως έμπαινε και ο αυτοκράτορας που ήταν μάλιστα παρών. «Γιατί, δεν γέννησα το Θεό;» φώναξε προκλητικά η Πουλχερία, αναφερόμενη έμμεσα στο δόγμα της θεοτοκίας, που ο Νεστόριος το θεωρούσε ανίερο. «Εσύ γέννησες το Σατανά», της είπε ο τρελόπαπας σπρώχνοντάς τη, υπογράφοντας έτσι τον μελλοντικό διωγμό του («The Christians: Their First Two Thousand Years», Vol. 4») Σαν να μην έφταναν αυτά, κατέβασε το πορτραίτο της βλάσφημης βασίλισσας από το ιερό και πέταξε έναν μανδύα της που τον είχε δώσει για να χρησιμοποιηθεί υποχρεωτικά ως κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας (από τις επιστολές του Νεστόριου “Lettre à Cosme” –«Nestorius, Letter to Cosmus», στο: Kenneth G. Ηolum “Theodossian empresses Women and Imperial Dominion in Late Antiquity” October 25, 1989). Το σύνθημα είχε δοθεί, η Μαριολογία φούντωσε στο νοσηρό κλίμα της θρησκοληπτικής αυτοκρατορίας, γιατί η προσβεβλημένη Πουλχερία ως υποτιθέμενη παρθένα, είχε άλλον ένα λόγο να πάρει προσωπικά την υποτίμηση της Παναγίας. Το 431 συγκροτήθηκε με ενέργειές της μια Σύνοδος, δηλαδή μια σικέ αυτοκρατορική σύναξη εξαγορασμένων ή τρομαγμένων επισκόπων με προειλημμένη απόφαση. Άλλη μια οικουμενική Σύνοδος, η Δ’, συγκλήθηκε κάτω από την επιρροή της, 20 χρόνια μετά. Η ίδια, μια γυναίκα, γεγονός πρωτοφανές, εμφανίστηκε μπροστά στους συνοδικούς επισκόπους. Οι Επίσκοποι της Αντιόχειας αποκλείστηκαν με το κόλπο της επιτάχυνσης των εργασιών της πρώτης, προτού καν αυτοί αφιχθούν. Αυτή η φάρσα ονομάστηκε Γ΄Οικουμενική Σύνοδος, με μια, αν μη τι άλλο, πολύ περίεργη γεωγραφική αντίληψη για τα όρια της Γης. Εκεί αποφασίστηκε το παράλογο. Η Μαρία της Ναζαρέτ είχε γεννήσει τον ίδιο το Θεό. Μάταια ο Νεστόριος έσκουζε πως «υπό ανθρώπου Θεόν τεχθήναι αδύνατον». Ο ίδιος αντέτεινε πως θα ήταν πολύ παράλογο ένας Θεός να μετατραπεί σε έμβρυο και μετά σε βρέφος. Κάθε λογικός άνθρωπος καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο θα υποβάθμιζε για πολλά χρόνια την Αγία Τριάδα των Ορθοδόξων σε Δυάδα. Όμως η παρθένα βασίλισσα το είχε αποφασίσει και οι εγκάθετοι κρατικοί επίσκοποι δεν είχαν καμία διάθεση να χάσουν τα πριγκηπικά τους προνόμια. Ο ίδιος ο πάπας ο Μέγας Λέων είχε εκφραστεί θετικά για τη συμβολή της παρθένας στην καταπολέμηση των αιρέσεων: «…πόσο πολύ αγαπάτε την Καθολική πίστη και πόσο περιφρονείτε τις πλάνες των αιρετικών» (Pope St. Leo the Great: Letters. Translated by Brother Edmund Hunt, C.S.C. New York: Fathers of the Church, 1957). Ο Νεστόριος κατέληξε εξόριστος στην όαση της Χάργκα στην Αίγυπτο, όπου ο ναός του Θωθ ως ίβιδος, σε ένα μοναστήρι εκτεθειμένο σε ληστρικές επιδρομές που του κόστισαν και τον τραυματισμό του. Ένας άλλος «αιρετικός», ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, είχε την ίδια τύχη με το Νεστόριο. Οι πιστοί του πρώτου απλώθηκαν στην Περσία, στο Ιράκ, στην Ινδία, έφτασαν ως την Κίνα, αλλά σήμερα μετά από πολλούς διωγμούς είναι πια λίγοι έχοντας καταφύγει οι περισσότεροι στις ΗΠΑ («Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής»), είτε ενωθεί με τη Ρώμη. Στο απολογητικό του έργο (γράφτηκε περί το 451, ανακαλύφθηκε το 1985) «Το παζάρι των Ηρακλειδών» («The Bazaar of Heracleides By Nestorius. Translation and Introduction», by G. R. Driver & Leonard Hodgson, Gorgias Press 9/2012), ο Νεστόριος αποκαλύπτει πως η Πουλχερία, παρά τους παρθενικούς της όρκους ήταν μια μητρομανής που είχε σχέσεις με πολυάριθμους νέους άνδρες (καθόλου ασυνήθιστο αυτό για τις αγίες μέγαιρες αυτοκράτειρες όπως η ταβερνιάρισσα Ελένη και η πορνοστάρ του Ιππόδρομου Θεοδώρα η Α΄). Το ορθόδοξο παπαδαριό διαδίδει βέβαια άλλα, όπως πως είχε και το χόμπυ της μοδιστρικής, ισχυριζόμενο ότι αυτή κέντησε με χρυσή κλωστή μια ζώνη που το Βατοπέδι εμπορεύεται ως δήθεν ζώνη της Μαρίας της Ναζαρέτ, αυτήν που προσκύνησε επιδεικτικά στα τέλη του 20ου αιώνα, ένα άλλο ζεύγος ένας πρωθυπουργός που έπασχε από διπολική διαταραχή και η ευσεβέστατη πρώην μαιτρέσσα του, γνωστή για τις γυμνιστικές δραστηριότητές της παρά θιν’ αλός. Ο Νεστόριος δεν βγήκε να την ξεφωνίσει ανοιχτά, έπαψε όμως να την μνημονεύει στις δημόσιες προσευχές ως «νύμφη Χριστού», όπως οι δυο ξεδιάντροποι άγιοι προκάτοχοί του κι έτσι ο λαός κατάλαβε (“Sacred Founders. Women, Men, and Gods in the Discourse of Imperial Founding, Rome through Early Byzantium. Diliana N. Angelova. An Ahmanson-Murphy Fine Arts Book September 2015 και Vasilije Vranic: “The Constancy and Development in the Christology of Theodoret of Cyrrhus”, Brill-February 12, 2015).

Η Πουλχερία τράβηξε το παραμύθι της παρθενίας της μέχρι τέλους. Στα 450, στα 51 της, που ο αδελφός της πέθανε, παντρεύτηκε τον 58χρονο Φλάβιο Μαρκιανό, έχοντας του αποσπάσει τη δημόσια δήλωση ότι θα σεβαστεί την παρθενία της. Ήταν πια σχεδόν γριά για την εποχή της και χρειαζόταν έναν άντρα στο πλευρό της για να νιώθει δυνατή γι’αυτό και κατέφυγε σε λευκό γάμο. Μπορεί να μην είχαν σχέσεις, αλλά η αγιότητα είναι κολλητικό νόσημα που μεταδίδεται και με τον αέρα, γιατί κι αυτός, που έζησε άλλα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της βασίλισσάς του, ανακηρύχτηκε κι αυτός άγιος. H ιδέα της παρθενίας της είχε σφηνωθεί για τα καλά στο ταραγμένο της μυαλό και πριν πεθάνει φέρεται πως έχτισε τρεις φημισμένους ναούς στην παρθένα της Ναζαρέτ, τις Παναγίες των Βλαχερνών, στα Χαλκοπράτεια (Κεδρηνός και Συμεών ο μεταφραστής) και την Οδηγήτρια. Ούτε αυτό όμως είναι σίγουρο, ο καθηγητής Κύριλλος Mango («The Origins of the Blachernae Shrine at Constantinople….» -1998), τα αποδίδει αυτά σε μεταγενέστερες παραδόσεις που οφείλονται στη φημολογούμενη λατρεία της στην Αειπάρθενο, το ίδιο αμφισβητεί και τα παπαδίστικα κουτσομπολιά που της χρεώνουν το μαφόριο (μερικοί το βλέπουν σήμερα στην ταλαίπωρη Γεωργία) και τη ζώνη της Παναγίας και κάμποσα θαυματουργά λείψανα όλα τους κερδοφόρα και αφορολόγητα.

Τα πλούτη που είχε ληστέψει όσο ζούσε υποτίθεται πως ζήτησε στη διαθήκη της να μοιραστούν στους φτωχούς (Holum, Kenneth G. Theodosian Empresses: Women and Imperial Dominion in Late Antiquity. University of California Press, 1982). Όποιος θέλει πιστεύει ότι ο απαρηγόρητος χήρος της, που πέθανε από γάγγραινα στο πόδι, τα μοίρασε όλα. Είχε όμως μια μοναχοκόρη από τον πρώτο του γάμο την Μαρκία Ευφημία, μητέρα πέντε εγγονιών του και μου φαίνεται πιθανότερο να τα έδωσε σε αυτήν (Arnold Hugh Martin Jones, «Flavius Marcianus, The Prosopography of the later Roman empire: A.D. 260–395», Volume 1, Cambridge University Press, 1987).

Παρθένα ή ακόμη πιο τραβηγμένα Αειπάρθενος, δεν ήταν ούτε η ίδια η 15χρονη Μαρία της Ναζαρέτ. Το Ευαγγέλιο είναι αρκετά σαφές ως προς το δεύτερο, οι προτεσταντικές Εκκλησίες το διαβάζουν σωστά, αλλά η Καθολική και η Ορθόδοξη το έχουν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια, προκειμένου να λανσάρουν την παθολογία της παρθενίας ως θεάρεστη αρετή, ενός Θεού που του αρέσει τάχα να βασανίζονται τα παιδιά του και να βαραίνουν με τη μοναξιά, τον εγωκεντρισμό, τις κακίες και με τα συμπλέγματα που φέρνει η ερωτική στέρηση. Ο Ιωσήφ όμως, «ουκ εγίγνωσκεν αυτήν», όχι για πάντα, αλλά «έως ού έτεκε τον υιόν αυτής» (Ματθ.α΄25). Ποιόν γιό; «τον πρωτότοκον» (Ματθ. και Λουκάς-2,6) μια έκφραση που αφήνει την πόρτα ανοιχτή για να θεωρήσουμε κάποιο ή κάποια από τα μνημονευόμενα στην Καινή Διαθήκη αδέλφια του Χριστού, όχι ως παιδιά του Ιωσήφ από άλλη γυναίκα. Άλλωστε από πού κι ως που αυτά θα ήταν αδέλφια του, από άλλον πατέρα και άλλη μητέρα, τον Ιωσήφ και την πρώτη γυναίκα του; Μια σειρά από κορυφαίες προσωπικότητες του χριστιανικού κόσμου, άνθρωποι πιστοί, ο Ισαάκ Νεύτωνας, ο Ιωσήφ Priestley που ανακάλυψε το Οξυγόνο, o Κάρολος Ντίκενς, ο Λέων Τολστόι, δεν πίστευαν στη θεότητα του Ιησού, στην θεανδρική του ιδιότητα, στην τριαδικότητα του Θείου, στην θεοτοκία, στην παρθενία της Μαρίας, θρησκευτικά στοιχεία που αφθονούν σε αρχαίους μύθους της Ελλάδας και της Ανατολής. Καμιά σύνοδος βασιλικών επισκόπων μιας νοσηρά βάρβαρης εποχής, δεν μπορεί να σταθεί πάνω από αυτούς.

Κύρος ο Πανοπολίτης, επίσκοπος με το στανιό
Ένας από τους παγανιστές (!) Αρχιερείς της Εκκλησίας

Ο Κύρος ο Πανοπολίτης επίσκοπος Κοτυαίου ή Κοτυάειου της Φρυγίας (της οθωμανικής Κιουτάχειας), πατρίδας του Αισώπου, ανήκει στην κατηγορία των επισκόπων που ενώ ήταν ‘Εθνικοί’ σταδιοδρόμησαν στο χριστιανικό ιερατείο, είτε χωρίς να το θέλουν, είτε για να για να ζήσουν με άνεση και με ασφάλεια. Ο Καβάφης αναφέρεται σε έναν από αυτούς, στον Πηγάσιο της Τρωάδος, στο ομώνυμο ποίημα:

«Εισήλθαν στον περικαλλή ναό της Αθηνάς
ο Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός.
Εκύτταζαν με πόθον και στοργή τ’ αγάλματα
όμως συνομιλούσανε διστακτικώς.
με υπαινιγμούς, με λόγια διφορούμενα,
με φράσεις πλήρεις προφυλάξεως,
γιατί δεν ήσαν βέβαιοι ο ένας για τον άλλον
και συνεπώς φοβούνταν να μη εκτεθούν,
ο ψεύτης Χριστιανός επίσκοπος Πηγάσιος
ο ψεύτης Χριστιανός ηγεμονίσκος Ιουλιανός
».

Ήταν η εποχή που όπως περιγράφει ο Κωστής Παλαμάς:

«Του ρασοφόρου σύντριψεν ο πέλεκυς κ’ η αξίνα,
τα μεγαλόχαρα είδωλα στα βάθη των ναών
»

Μια συναφής περίπτωση υπήρξε ο νεοπλατωνικός λόγιος Συνέσιος από την Κυρήνη, μαθητής και φίλος της κατακρεουργημένης από τους καλόγερους Υπατίας, του οποίου οι πλούσιοι γονείς μεγαλοπιάνονταν πως ήταν απόγονοι των βασιλιάδων της Σπάρτης, που είχαν αποικίσει την πόλη. Ο βάνδαλος πάπας Αλεξάνδρειας Θεόφιλος, παρά τις επιφυλάξεις του τον διόρισε το 410 επίσκοπο Πτολεμαΐδας και μετά μητροπολίτη Πενταπόλεως, επιτρέποντάς του να κρατήσει την αγαπημένη του σύζυγο. Η υποχρεωτική αγαμία άλλωστε καθιερώθηκε αργότερα από το Αλβανό αυτοκράτορα της Ν.Ρώμης Ιουστινιανό. Αξίζει νομίζω να σημειώσω πως τον τίτλο της Πεντάπολης, έφερε και ο διωγμένος «για ανηθικότητα» από εκεί, Νεκτάριος Κεφαλάς, που σήμερα λανσάρεται ως θαυματουργός εκατοντάδων ή και χιλιάδων θαυμάτων!

Ένας τρίτος «εθνικός» επίσκοπος, ήταν ο Φλάβιος Ταύρος Σέλευκος Κύρος Ιέραξ, από την Πανόπολη της Άνω Αιγύπτου, ποιητής και φιλόσοφος. Αυτή η Πανόπολη, γνωστή και ως Χεμμίς, που τα ερείπιά της σωριάζονται κοντά στο σημερινό Αχμίν, στη δεξιά όχθη του Νείλου, είχε ναό τον οποίο ο Ηρόδοτος τον θέλει αφιερωμένο στον ήρωα Περσέα, που έσωσε την κόρη του Αιθίοπα βασιλιά Κηφέα και δεν ήταν καθόλου τυχαία. Εδώ γύρω πέθανε εξόριστος από την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μονοφυσίτης πατριάρχης Νεστόριος, εδώ γεννήθηκε ο Έλληνας ποιητής Νόννος ο Πανοπολίτης, εδώ ο Αλχημιστής Ζώσιμος, εδώ o αγύρτης ποιητής και φιλόσοφος Παμπρέπιος και από τα γύρω χωριά οι Γραμματικοί και ποιητές Ωραπόλλων και Τριφιόδωρος. Τον Κύρο μπορούμε να υποθέσουμε πως θα τον στένευε η επαρχία και έφυγε για να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 5ου αι. Λεπτομέρειες δεν ξέρουμε γιατί καμία από τις πηγές που μνημονεύουν τον Κύρο (Μαλάλας, Θεοφάνης, Κεδρηνός, Ευάγριος, Πρίσκος, Ι. Ζωναράς, Γ. Κωδινός, ‘Πασχάλιο χρονικό’, ‘Βίος αγίου Δανιήλ Στυλίτου’) δεν μας δίνει. Στην Πόλη αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο μικρός, ένας αδύναμος χαρακτήρας που τον κατηύθυνε η αντρογυναίκα αδελφή του, η αγία Πουλχερία, μια ανέραστη, θρησκόληπτη και αιμοβόρα μέγαιρα, που δήλωσε πως έκανε λευκό γάμο με το Μαρκιανό (προεδρεύει το 451 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου-της Χαλκηδόνας, που προκάλεσε την απόσπαση των Αιγυπτίων, Σύρων, Αρμενίων, Περσών, Ασσυρίων, Ινδών, Αιθιόπων Χριστιανών από την αυτοκρατορική Εκκλησία), ο οποίος διαδέχθηκε έτσι ως συμβασιλέας της τον αδελφό της.

Ως συγγραφέας επιγραμμάτων και ποιητής, ο Κύρος βρισκόταν κάτω από την προστασία της αυτοκράτειρας Αιλίας Ευδοκίας της Αθηναίας, της πρώην εθνικής Αθηναϊδας, κόρης του Λεόντιου, καθηγητή της Σχολής των Αθηνών, που λειτουργούσε ακόμη, πριν να τη λουκετώσει ο Ιουστινιανός. «Κύρος, Πανοπολίτης, εποποιός γέγονεν επί Θεοδοσίου του νέου βασιλέως, υφ’ ού και έπαρχος πραιτωρίων και έπαρχος πόλεως προεβλήθη και γέγονεν από υπάτων και πατρίκιος. Ευδοκία γαρ η Θεοδοσίου γαμετή, βασιλίς ούσα, υπερηγάσθη τον Κύρον, φιλοεπής ούσα…» (Σούδα, 19.22). Ήταν μια ευτυχής συνάντηση δυο καλλιεργημένων και έντιμων προσώπων, πράγμα τόσο σπάνιο στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, που κάνει τη σύμπτωση αυτή πολύ αξιοπερίεργη. Η Ευδοκία είχε διδαχθεί Όμηρο, φιλοσοφία, Γεωμετρία, Αστρονομία, γεγονός που την κατέστησε την πιο μορφωμένη Ρωμαία ορθόδοξη αυτοκράτειρα. Υπήρχαν και άλλες που δεν ήξεραν να γράψουν καλά-καλά ούτε το όνομά τους, αφού η θρησκόληπτη αυτοκρατορία απαξίωνε τις απογόνους της Εύας σε είδος κατώτερο. Στα 426 ο σοφός και ενάρετος Κύρος έγινε έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, φτάνοντας να εξελιχθεί σε δεύτερος πιο ισχυρός άνδρας της αυτοκρατορίας, ως Έπαρχος των Πραιτωριών της Ανατολής. Από τη θέση αυτή ευτύχησε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Εφθαλίτες (‘Λευκούς Ούννους’ της Κεντρικής Ασίας). Mια κίνησή του την οποία πρέπει να αποδώσουμε στον πολιτικό του οραματισμό, στην κλασσική του παιδεία αλλά και στην ελληνική θρησκευτική του τοποθέτηση, είναι η έκδοση διαταγμάτων και η δυνατότητα γραφής των διαθηκών στην ελληνική γλώσσα (439) αντί της ισχύουσας λατινικής. Οργασμός δημιουργίας εκπορεύτηκε από τη διοίκησή του, όπως η ανακαίνιση των τειχών της πόλης σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο, ο πρωτοπόρος νυχτερινός φωτισμός των οδών με μεγάλους φανούς καθώς και η υποχρεωτική φωταγώγηση των ιδιωτικών εμπορικών καταστημάτων. Πάνω από όλα όμως υπήρξε αυτός που ανοικοδόμησε την πρωτεύουσα μετά από το φοβερό σεισμό το Σεπτέμβρη του 437 (‘Kyros Panopolites, Rebuilder of Constantinople’. Demetrios J. Constantelos, William Clowes & Sons, 1971). Η συμβολή του στην ίδρυση (425) από το μικρό Θεοδόσιο του Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας, ενός είδους Πανεπιστημίου, που παρείχε ανώτερη μόρφωση και η προνομιακή διδασκαλία εκεί των ελληνικών Γραμμάτων, ήταν αποφασιστική. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του αυτοκρατορικού φθόνου, ήταν η αυθόρμητη λαϊκή σύγκριση του Κύρου με το Μ.Κωνσταντίνο («Κωνσταντίνος έκτισε Κύρος ανενέωσεν») στην περιτείχιση της Πόλης, που επιτάχυνε (441) την απομάκρυνσή του από όλα του τα αξιώματα και τη δήμευση της περιουσίας του. Ο Θεοδόσιος ήταν επιρρεπής στις διαβολές της αγίας αδελφής του, η οποία μισούσε τη νύφη της και τους φίλους της όπως ο Κύρος, βάζοντάς τους τρικλοποδιές, με όργανό της το φιλόδοξο και δολοπλόκο ευνούχο Πριμικήριο και κατόπιν Σπαθάριο Χρυσάφιο, που αργότερα τον αποκεφάλισε ο Μαρκιανός. Τρομοκρατημένος ο Κύρος κατέφυγε στις τάξεις του κλήρου, προφανώς για να δείξει στον ανασφαλή μονάρχη πως δεν είχε πολιτικές φιλοδοξίες και για να αποκτήσει κάποια ασυλία κάτω από τα ράσα. Όμως ο αυτοκράτορας άδραξε την ευκαιρία και τον έκανε επίσκοπο με ταυτόχρονο διορισμό, που ισοδυναμούσε το λιγότερο με εξορία, στη Φρυγία, στο Cotyaeum, που στα περίχωρά του πολύ αργότερα οι ευσεβείς παλατιανοί όπως ο λογιότατος καλόγερος Ψελλός, τύφλωσαν τον αυτοκράτορά τους, το Ρωμανό το Διογένη, που τόσο γενναιόδωρα τον είχε πριν απελευθερώσει ο νικητής Αλπ Αρσλάν.

Η εξορία του από την «καλοχτισμένη» του πόλη του κόστισε πολύ, γι’ αυτό έγραψε απευθυνόμενος προς τις Πιερίδες (όπως τις αποκαλούσαν οι Ρωμαίοι) Μούσες: «Μακάρι ο πατέρας μου να με είχε μάθει να έβοσκα μαλλιαρά πρόβατα, κάτω από φτελιά ή από βράχο να κάθομαι να φχαριστιέμαι το σουραύλι». «Πιερίδες, φεύγωμεν ευκτιμένην πόλιν· άλλην πατρίδα μαστεύσωμεν». Ασφαλώς ακούγεται περίεργη η τιμωρία κάποιου μέσω της ανάδειξής του σε ένα αξίωμα εξαιρετικά σεβαστό εκείνη τη σκοτεινή εποχή, αλλά υπήρχε μια λεπτομέρεια που έκανε τη διαφορά. Οι Ασιάτες κάτοικοι του Κοτυάειου ήταν φανατικοί Χριστιανοί, πιθανότατα επηρεασμένοι από τον παλιότερο (172), «καταφρύγιο», όπως ονομάστηκε, Μοντανισμό, που γεννήθηκε στη Φρυγία από το Μοντανό και τα δυο υστερικά γύναια που τον συνόδευαν, την Πρίσκιλλα και τη Μαξιμίλλα. Είχαν ήδη λυντσάρει τέσσερις επισκόπους τους, είτε επειδή τους εύρισκαν ύποπτους σε θέματα πίστης είτε διότι αρνούνταν τον επίσκοπο που διόριζε η Βασιλεύουσα, διεκδικώντας κάποια αυτονομία. Ο Κύρος, τα ήξερε όλα αυτά και είχε καταληφθεί από φόβο καθώς συνέπεσαν με την άφιξή του, τα πρώτα Χριστούγεννα στην έδρα του και δεν ήξερε τι κήρυγμα να κάνει, άξιο των απαιτήσεων του όχλου. Μελετά τα λειτουργικά κείμενα, για να ανταποκριθεί στο τελετουργικό και αναζητεί έμπνευση, έτοιμος να ανταποκριθεί στην απαίτηση του εκκλησιάσματος: «Αδελφοί, ας τιμήσουμε τη Γέννηση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού μέσα στη σιωπή, επειδή ο Λόγος του Θεού συνελήφθη από την αγία Παρθένο, μόλις με το άκουσμά του. Σε αυτόν ανήκει για πάντα η Δόξα. Αμήν» ήταν το τηλεγραφικό κήρυγμα που βρήκε να κάνει, ίσως το συντομότερο που έκανε ποτέ επίσκοπος, που περιέργως το εκκλησίασμα, που του το ζήτησε γνωρίζοντας ότι «ως Έλληνα έπεμψεν αυτόν ο βασιλεύς ίνα αποθάνη», το βρήκε τόσο αφοπλιστικό, που φείσθηκε της ζωής του ύποπτου ποιμενάρχη του. Ήταν η εποχή που φουρνάρηδες και θαμώνες των Λουτρών θεολογούσαν, κατά τη δηκτική ρήση του Γρηγορίου της Νύσσης. Πολλοί ασχολήθηκαν με την περιπέτεια αυτή του Κύρου ψάχνοντας την αιτία που σώθηκε από μια δολοφονική διαπόμπευση. Φαίνεται πιθανότερο η επίκληση της σιωπής της Μαρίας από τον επίσκοπο να προσλήφθηκε από το ποίμνιο των θεολογούντων αγράμματων ως υπαινιγμός πως όφειλε κι αυτό να σιωπήσει μπροστά στο αξίωμα του προκαθήμενου της οικείας επισκοπικής καθέδρας (Βλ. στο ‘Yale classical studies’- No 27, ‘Later Greek Literature’, σελ. 217-290 “By Alan Cameron: The empress and the poet: paganism and politics at the court of Theodosius II», Cambridge University Press -1982). Κάποιοι βλέπουν στο κήρυγμα του Κύρου την επιρροή του Αγίου Πρόκλου, πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (434-446), του σπουδαιότερου μαθητή του Χρυσόστομου, με τον οποίο ο Κύρος συνυπήρξε ως ύπατος αξιωματούχος και πιθανότατα συζητούσε. Ο Πρόκλος ήταν μάλλον αυτός που τον «έκρυψε» στις τάξεις του κλήρου όταν αποκαθηλώθηκε, γι’αυτό και βλέπουμε μια τόσο περισπούδαστη συνοπτική τοποθέτηση στο σύντομο κήρυγμα του Κύρου. (‘The Remarkable Christmas Homily of Kyros Panopolites’. Timothy E. Gregory AMERICAN SCHOOL OF CLASSICAL STUDIES AT ATHENS and THE OHIO STATE UNIVERSITY. April, 1975).

Ο Θεοφάνης και ο Πρίσκος διηγούνται μια μάλλον απίθανη παραλλαγή, το διορισμό του Κύρου ως επισκόπου στη Σμύρνη, όπου το ποίμνιο σχεδίαζε να εκτελέσει τον «ελληνιστή» μέσα στην εκκλησία ανήμερα των Θεοφανείων και από εκεί και πέρα η ιστορία εξελίσσεται το ίδιο με μόνη διαφορά πως ο Κύρος ζει για το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά στην επισκοπική του έδρα. Ο Κύρος όμως μάλλον έμεινε στη βάρβαρη φρυγική πόλη, στην όχθη του Θύμβρη ποταμού, περίπου οκτώ χρόνια και όταν το 450, ο άγιος Θεοδόσιος (αν και πολύ λιγότερο εγκληματικό στοιχείο από ότι ο παππούς του άγιος Θεοδόσιος ο Μέγας, η Εκκλησία τον αγιοποίησε κι αυτόν) έφυγε για την Κόλαση, μπόρεσε να γυρίσει πίσω στη Νέα Ρώμη, παραιτούμενος, πράξη ασυνήθιστη και επικίνδυνη είναι η αλήθεια, όχι μόνο από επίσκοπος αλλά πιθανότατα και από την ιεροσύνη, ζώντας ως λαϊκός αλλά με την ίδια ελεήμονα δραστηριότητα για την ανακούφιση των φτωχών, με την οποία πάντα ζούσε, όσο και όπως η εποχή το επέτρεπε. Εκεί κατάφερε να του επιστραφεί η περιουσία του και επιβίωσε όχι μόνο της επτάχρονης βασιλείας του Μαρκιανού, αλλά πρόλαβε και το διάδοχό τους το Λέοντα, έναν εγκάθετο του Αλανού στρατηγού Άσπαρ, που ως Αρειανός δεν μπορούσε να βασιλεύσει, γιατί δεν θα το επέτρεπε ο ισχυρός πατριάρχης άγιος Ανατόλιος, ένας Αιγύπτιος Μονοφυσίτης που ανακάλυψε έγκαιρα πως ήταν πιο συμφέρον να γίνει Ορθόδοξος.

Φαίνεται πως η Αρχιεροσύνη και οι σχετικές με αυτήν περιπέτειες του Κύρου, του άφησε προσωπικά και οικογενειακά πρόβλημα. Eννιά χρόνια περίπου μετά την επανεγκατάσταση του στην Κωνσταντινούπολη, φέρεται πως όταν τρελάθηκε η μικρότερη θυγατέρα του η Αλεξάνδρα προσέτρεξε σε έναν μαζοχιστή ερημίτη και προφήτη, της πιο διαστροφικής κατηγορίας του καλογερισμού, αυτής των Στυλιτών, τον όσιο Δανιήλ από τα Σαμόσατα, για τον οποίο έλεγαν ότι τάχα ζούσε ολημερίς κι ολονυχτίς για τριάντα τρία χρόνια πάνω σε μια κολώνα, τόσο που γέμισε με πληγές και οι άνεμοι του έπαιρναν τα κουρέλια αφήνοντάς τον γυμνό. Ήταν η εποχή που η παραφροσύνη μπερδευόταν με την αγιότητα, τόσο που δυο αυτοκράτορες, θεώρησαν υποχρέωσή τους να υποβάλλουν επιτόπια τα σέβη τους στον τρελόγερο. Ο άγιος διέγνωσε «δαιμονισμό» και υποτίθεται πως τη θεράπευσε με τις προσευχές του, όπως συνέβη λίγα χρόνια μετά και με τη μεγαλύτερη κόρη του («Prosopography of the Later Roman Empire Volume 1, Cambridge University Press-1971»). Δεν ξέρουμε αν ο καλόγερος ακολούθησε την ευχάριστη μέθοδο που ακολουθούσε και ο αρχισάτυρος Ρασπούτιν για να θεραπεύσει τις δαιμονισμένες που προσέτρεχαν σε αυτόν, πάντως ο Κύρος αφιέρωσε επίγραμμα, που χαράχτηκε στη βάση της κολώνας του καλόγερου, που λίγο πριν να πεθάνει κατέβηκε από τον ουρανό, όπως ισχυρίζεται το Συναξάρι του, συρφετός από δεσποτάδες, Αγίους, μάρτυρες κλπ και συλλειτούργησε μαζί του:

«Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού, ίσταται ανήρ/ πάντοθεν ορνύμενος και ου τρομέων ανέμους/ Τροφή δ’ αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη».

(Anth.PaI. 1.99, H. Delehaye, «Une epigramme de I’Anthologie Grecque). Στο επίγραμμα αυτό που λέει πως ο Δανιήλ ήταν ο «υιέα κηρύτων μητρός απειρογάμου», μάλλον θα πρέπει να δούμε μια διαχρονικη υποστήριξη του Κύρου, που απλά επιδεινώθηκε με το πέρασμα του χρόνου, στο μύθο της παρθένας που γεννά έναν ημίθεο-θεάνθρωπο, δηλαδή σε ένα προϊόν θρησκευτικού συγκρητισμού, αφού αναφέρεται και ανέγερση ναού από τον ίδιο, προς τιμήν της Θεοτόκου, από την εποχή της παντοδυναμίας του, όταν στην Πόλη των ασύστολων θαυματουργιών, κάποιο κυπαρίσσι, στο οποίο ήταν κρυμμένη μια εικόνα της Παναγίας, άρχισε να φεγγοβολεί. «Τιμών δε Κύρος τον χώρον περικαλλή τε και μέγιστον τη Θεοτόκω ιδρύετο τέμενος» (Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος , Migne, PG 146.2, 1220).

Για να ξαναγυρίσουμε στην οικογένεια του Κύρου, φαίνεται πως είχε και ένα γιό, τον επιγραμματοποιό Παύλο, ανώτατο αξιωματούχο του αυτοκρατορικού Συμβουλίου του Σιλεντίου, επί Ιουστινιανού, αν και για να έχει συμβεί αυτό, θα πρέπει να ήταν ήδη πολύ γέρος όταν ανέλαβε το αξίωμά του. Τα επιγράμματά του κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους, άλλα είναι τολμηρά ερωτικά και άλλα υμνούν τη Μεγάλη Εκκλησία. Αν θέλουμε να μεταφράσουμε όλες αυτές τις αντιφάσεις, νομίζω πως όλα κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι το αναγκαστικό πέρασμα του Κύρου από την ιεροσύνη και τα παθήματά του, η εξορία και οι διωγμοί, όχι μόνο τάραξαν βαθιά τον άνθρωπο και αλλοίωσαν τη συνείδησή του, αλλά η τραγωδία του είχε επιπτώσεις στη ζωή των παιδιών του που βίωσαν την αγωνία του πατέρα τους.

Ο Κύρος είναι ίσως η πιο έντιμη και συνάμα καλλιεργημένη προσωπικότητα που θα βρει κανείς ψάχνοντας με το φανάρι του Διογένη στο βυζαντινό γουρουνοστάσιο, που ήξερε να μετατρέπει σε κτήνη ακόμη και λογιότατους όπως ο καλόγερος Ψελλός και ο πατριάρχης Φώτιος, που αναρριχήθηκαν και κρατήθηκαν ψηλά, χάρις στο γλοιώδη και συνένοχο με την εξουσία χαρακτήρα που διαμόρφωσαν. Η προστάτιδά του η Ευδοκία κι αυτός είναι πιθανότατα το καλύτερο δίδυμο που θα βρει όποιος αναδιφήσει στον Ορθόδοξο Μεσαίωνα. Και οι δυο τους κυνηγήθηκαν. Η Ευδοκία περνώντας το 439 από την Αντιόχεια, την οποία είχε χτίσει ο Έλληνας Σέλευκος ο Νικάτορας, καυχήθηκε για την ελληνικότητά της στους Αντιοχείς παραφράζοντας λίγο το ομηρικό «Υμετέρης ταύτης τοι γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι», που το λένε ο Γλαύκος στο Διομήδη και ο Αινείας στον Αχιλλέα. Αυτό ήταν ένας σαφής υπαινιγμός πως, παρά τον εκχριστιανισμό της, η αυτοκράτειρα καυχιόταν ακόμη για την ελληνικότητά της στην πόλη όπου η Δάφνη μεταμορφώθηκε σε δέντρο, στην όχθη του Ορόντη, στην κοσμοπολίτικη πόλη που ο Ιουλιανός θέλησε να την κάνει πρωτεύουσά του, αυτήν που ο Καβάφης λίγο πριν πεθάνει την απαθανάτισε περιγράφοντας τη σύγκρουσή του με τους πτωματολάτρες Βυζαντινούς της:

«βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκεί. Ο Απόλλων ενοχλείται.
Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε
»

Κι όμως διωγμένη από δυο αισχρά υποκείμενα, τον άγιο άντρα της και την αγία αδελφή του («αποστάσης των βασιλείων και εις ανατολήν εν Ιεροσολύμοις διατριβούσης»), κατάντησε να θρησκεύεται στην καλογεροκρατούμενη πόλη, να ταλαντεύεται μεταξύ Μονοφυτισμού και Ορθοδοξίας, να συνομιλεί με Στυλίτες κι αυτή σαν τον Κύρο, να συναγελάζεται με το μισητό στο λαό άγιο Ιουβενάλιο, το μεγαλομανή πρώτο πατριάρχη Ιεροσολύμων και να παλινωδεί γράφοντας χριστιανικά κείμενα με πρότυπο ομηρικούς στίχους. Τραγικές φιγούρες αυτή κι ο Πανοπολίτης, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην βυζαντινοχριστιανική πλημμυρίδα, ήταν σχεδόν αδύνατο σε εκείνη την ολοκληρωτικά χριστιανική εποχή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ελληνική αρετή των φιλοσόφων και των ποιητών δεν σιγόκαιγε μέσα τους, κατηγορώντας ενδόμυχα τους κηφήνες ρασοφόρους και παλατιανούς για το κατάντημά τους.

Το λέει ξεκάθαρα ο Κύρος, όπως σώθηκε στην Παλατινή Ανθολογία (IX, 136), αν ερμηνεύσουμε το απόσπασμα σαν μια κραυγή απελπισίας ενάντια στον θρησκευτικό και πολιτικό ολοκληρωτισμό:

«Απαγγελέω δ’ άρα πάσιν /ως ολοοί κηφήνες εδηλήσαντο μελίσσας».
Θα φωνάξω σε όλους σας/ πως οι ολέθριοι κηφήνες κατέστρεψαν τις μέλισσες
».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου