Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Οι μαθητές του Σωκράτη και η συνέχιση της φιλοσοφίας του

Χωρίς ο ίδιος ποτέ του να έχει γράψει τίποτε, ο Σωκράτης επηρέασε ίσως όσο κανείς άλλος μια σειρά από φιλοσόφους. Και ωστόσο αρκετοί από τους συγχρόνους του τον κατηγόρησαν ακριβώς για την ποιότητα των μαθητών του. Η διαφθορά των νέων ήταν ανάμεσα στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν, και είναι προφανές ότι η μαθητεία δίπλα σε αυτόν τον σπουδαίο δάσκαλο ανθρώπων όπως ο Κριτίας ή ο Χαρμίδης και βεβαίως ο Αλκιβιάδης δημιουργούσε αρκετές επιφυλάξεις στον ευρύτερο περίγυρο. Η σχετική καχυποψία πρέπει να αντλούσε στήριξη και από την εικόνα που είχε καλλιεργήσει ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες του, περιγράφοντας τις προσπάθειες του καταχρεωμένου και απελπισμένου Στρεψιάδη ο οποίος, θέλοντας να απαλλαγεί από τις απαιτήσεις των δανειστών του, θα αναζητούσε την κατάλληλη καθοδήγηση στο πρόσωπο του Σωκράτη- θα έστελνε, λοιπόν, τον γιο του στο φροντιστήριον του σπουδαίου δασκάλου, προκειμένου να διδαχθεί τα τεχνάσματα του, προφανώς άδικου, λόγου. Βεβαίως δουλειά του Αριστοφάνη ήταν να σατιρίζει την επικαιρότητα της εποχής του, και έτσι είναι φυσιολογικό να υπερβάλλει, τόσο ως προς το περιεχόμενο των σπουδών όσο και ως προς τις προθέσεις των δασκάλων της σοφίας (ο Σωκράτης φαίνεται να λειτουργεί σαν παράδειγμα μιας σειράς διανοουμένων με αρκετά διαφορετικούς προσανατολισμούς, που εκτείνονται από την κοσμολογία ώς τη θεωρία της γλώσσας και τη ρητορική), αλλά και των μαθητών τους. Όμως αυτή η προκατάληψη απέναντι στους επίδοξους εκπαιδευτές της Αθήνας δεν προέρχεται μόνο από την κωμωδία· κατά τις τελευταίες δεκαετίες του πέμπτου αιώνα, οι Αθηναίοι δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη επιφύλαξη απέναντι στους επίδοξους εκπαιδευτές που έχουν συγκεντρωθεί στην πόλη τους για να διδάξουν μια σειρά από νέα αντικείμενα και να ασκήσουν κριτική στα παλιά. Κατ' αυτή την έννοια, η δίκη του Σωκράτη είναι ίσως η κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου - για όσους βλέπουν τη φιλοσοφία απ' έξω. Για όσους τη βλέπουν από μέσα, ήταν μάλλον η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, και έτσι ο Πλάτων, ο σπουδαιότερος από τους μαθητές του Σωκράτη, σύντομα θα αναλάμβανε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να εξηγήσει ποια είναι η σωστή φιλοσοφία και σε τι χρησιμεύει. Η συμβολή του Πλάτωνα θα εί­ναι το κύριο θέμα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, ενώ στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουμε, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια αίσθηση και ορισμένων άλλων σημαντικών κατευθύνσεων που ξεκίνησαν από τη διδασκαλία του Σωκράτη.

Γεννημένος στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 420 από αριστοκρατική οικογένεια, ο Πλάτων απέφυγε την άμεση εμπλοκή με την πολιτική. Υπεύθυνη γι' αυτή του την επιλογή πρέπει να ήταν η απογοήτευση που ο ίδιος εισέπραξε από την πολιτική κατάσταση της Αθήνας των ημερών του, με αποκορύφωμα την ίδια τη δίκη του Σω­κράτη2. Φαίνεται ωστόσο ότι ο Πλάτων επέλεξε με επιτυχία την έμμεση εμπλοκή με την πολιτική, καλλιεργώντας τις «ακαδημαϊκές» προϋποθέσεις για την ανάμιξη όποιων θα ήθελαν να επιλέξουν έναν τέτοιο δρόμο. Το ίδιο το επίθετο «ακαδημαϊκός» προέρχεται από την περίφημη Ακαδημία, το πρωτοποριακό κέντρο διδασκαλίας και έρευνας που ίδρυσε ο Πλάτων σε μια περιοχή της πόλης που συνδεόταν με τη λατρεία του ήρωα Ακάδημου (και που διατηρεί το ίδιο όνομα μέχρι σήμερα), προσελκύοντας μεγάλες μορφές της φιλοσοφίας και της επιστήμης, με σπουδαιότερο φυσικά τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ακολουθώντας τον κανόνα του σωκρατικού κύκλου, ο Πλάτων έγραψε με τη μορφή διαλόγου, χρησιμοποιώντας συχνά τον Σωκράτη ως κύριο ομιλητή. Έχουμε στα χέρια μας περίπου τριάντα τέτοια γνήσια κείμενα, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, έχοντας ωστόσο πάντα στο επίκεντρο την ηθική και την πολιτική. Μια πρόκληση για τον ερμηνευτή αυτών των κειμένων είναι, πέρα από τον απαιτητικό χαρακτήρα της φιλοσοφικής διαλεκτικής, η έντονη δραματουργική τους δύναμη - δύναμη που θα φαινόταν ακόμη πιο ισχυρή για ένα κοινό που συχνά θα γνώριζε και έτσι θα αναγνώριζε πολύ περισσότερο από ό, τι εμείς σήμερα τα πρόσωπα που συνομιλούν και τις ιστορικές καταστάσεις που αποτελούν το υπόβαθρο των διαλόγων.

Ανεξάρτητα από την ιδιαιτερότητα και την πρωτοτυπία της σκέψης του, στην οποία θα στραφούμε σε λίγο, έχει ενδιαφέρον η προσπάθεια που καταβάλλει ο Πλάτων για να απομακρύνει κάθε αμφιβολία που μπορούσε να εξακολουθεί να αμαυρώνει τη μνήμη του δασκάλου του. Η προσπάθεια αυτή διακρίνεται συχνά πίσω από τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται σε πολλούς διάλογους για το θέμα της διδαξιμότητας της αρετής. Αλλά η χαρακτηριστικότερη ετυμηγορία του Πλάτωνα για τη σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη βρίσκεται στο τέλος του Συμποσίου, καθώς ο επίμαχος μαθητής περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια την ταπεινωτική προσπάθειά του να «αποπλανήσει» τον υπεράνω κάθε υποψίας, όπως φαίνεται, δάσκαλο του και τη ματαίωση που τελικά εισέπραξε:

...τον σκέπασα με τον μανδύα μου (ήταν χειμώνας), πλάγιασα κάτω από τον τρίβωνά του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα τού αληθινά δαιμόνιου και εξαιρετικού αυτού όντος και έμεινα έτσι όλη τη νύχτα. Και αυτή τη φορά, Σωκράτη, δεν θα ισχυριστείς πως λέω ψέματα. Ε, λοιπόν! Παρ' ό, τι έκανα, αυτός αποδείχθηκε τόσο ανίκητος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσο τα περιφρόνησε και τα γελοιοποίησε, τόσο πολύ με ταπείνωσε - και όμως πίστευα πως κάποια αξία είχε αυτό το πράγμα, κύριοι δικασταί' γιατί στην πραγματικότητα είστε δικαστές της περηφάνιας του Σωκράτη. Μάθετε, λοιπόν, σας ορκίζομαι, στους θεούς, στις θεές: κοιμήθηκα και ξύπνησα στο πλευρό του Σωκράτη, χωρίς να συμβεί τίποτε περισσότερο από ό, τι αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή με έναν μεγαλύτερο αδερφό.

Πλάτων, Συμπόσιο 219b-c

Αυτό από το οποίο κυρίως προσπαθεί να απαλλάξει ο Πλάτων τον Σωκράτη εδώ δεν είναι η μάλλον σκανδαλιστική, για κάποια μεταγενέστερα ήθη, σεξουαλική διάσταση της σχέσης του με τον Αλκιβιάδη - αν και ασφαλώς το Συμπόσιο μας περιγράφει πώς ο πλατωνικός Σωκράτης ασπάζεται τη διδασκαλία της Διοτίμας για μια ανώτερη, πνευματική μορφή έρωτα, που στόχο έχει όχι τους επιμέρους ανθρώπους αλλά τις ίδιες τις Ιδέες. Ως αιτία της απόρριψης του Αλκιβιάδη ο Σωκράτης του πλατωνικού Συμποσίου επικαλείται την έλλειψη πνευματικού βάθους αυτού του επίδοξου ερωτικού συντρόφου: «ψάχνεις», του λέει, «να αποκτήσεις σε αντάλλαγμα του φαινομενικού το αληθινό κάλλος, και το σχέδιο σου είναι πράγματι χάλκινα να δώσεις και χρυσά να πάρεις» (Συμπόσιο 218e).

Το παράδειγμα του Συμποσίου είναι μια καλή αφετηρία για να καταλάβουμε πώς ο Πλάτων επενδύει μια μάλλον πραγματική διάσταση του ιστορικού Σωκράτη, που είναι το ενδιαφέρον του για τα ερωτικά, εντάσσοντάς την σε ένα νέο φιλοσοφικό οπλοστάσιο, κεντρική θέση στο οποίο κατέχουν η διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και το φαινομενικό, και η πεποίθηση ότι ο κόσμος μας χαρακτηρίζεται από βαθμούς πραγματικότητας. Αυτοί οι αναβαθμοί, σύμφωνα με το Συμπόσιο, αποκαλύπτονται μόνο σε όσους μυηθούν σωστά στα μυστήρια του έρωτα. Τι είναι όμως αυτό που αντικρίζει τελικά ο μυημένος; Εδώ ο Πλάτων προσφέρει στον δάσκαλο του ένα δώρο, και το δώρο αυτό είναι η ονομαζόμενη θεωρία των Ιδεών. Σύμφωνα με τη θεωρία που βάζει ο Πλάτων στο στόμα του Σωκράτη, αυτό που επιτρέπει στον αισθητό κόσμο να υπάρχει αλλά και σε εμάς να τον κατανοούμε είναι η ύπαρξη αυθύπαρκτων, αμετάβλητων και νοητών οντοτήτων, τις οποίες τα αισθητά μιμούνται, μετέχοντας στην ουσία τους σε έναν μικρότερο ή διαφορετικό βαθμό. Μια σημαντική διάσταση αυτής της θεωρίας είναι ότι η πραγματική πρόσβαση στις Ιδέ­ες είναι ανοιχτή, για να ξαναγυρίσουμε στη γλώσσα του Συμποσίου, μόνο για τους μυημένους, γι' αυτούς δηλαδή που επενδύουν στη φιλοσοφία και καταλαμβάνουν την πνευματική προσπάθεια να φτάσουν ώς εκεί. Η μάλλον απαισιόδοξη στάση του Πλάτωνα όσον αφορά τους υπόλοιπους φαίνεται σε ένα άλλο πολύ γνωστό κείμενο, στην αλληγορία του σπηλαίου.

Στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας ο πλατωνικός Σωκράτης επιχειρεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ανθρώπινη φύση «ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της». Η αλληγορία παρουσιάζει ανθρώπους αλυσοδεμένους από τα πόδια και τον αυχένα έτσι ώστε να μην μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους. Αυτά που βλέπουν οι κρατούμενοι είναι οι αντανακλάσεις στο τοίχωμα της σπηλιάς ομοιωμάτων ανθρώπων και ζώων που τα κινούν κάποιοι άλλοι. Και καθώς οι κρατούμενοι δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω για να καταλάβουν ότι πρόκειται για κάποιου είδους θέατρο πιστεύουν ότι αυτό που βλέπουν είναι η ίδια η πραγματικότητα και όχι κάποιο αντίγραφο της. Όμως ακόμη και αν έστρεφαν τα κεφάλια τους, ίσως ποτέ δεν καταλάβαιναν ότι τα αντικείμενα αυτά δεν είναι τα ίδια τα φυσικά είδη, ό­τι δηλαδή υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, που είναι αυτός που βρίσκεται έξω από τη σπηλιά, και ότι τα κατασκευάσματα που κινούνται πάνω στο τειχάκι δεν είναι παρά αντίγραφα. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι αυτό που επιλέγει να τονίσει εδώ ο Πλάτων δεν είναι τόσο η σχέση ανάμεσα στα πράγματα και στα είδωλά τους (τα διαφορετικά επίπεδα της γνώσης, που αντιστοιχούν σε διαφορετικά είδη αντικειμένων, παρουσιάζονται λίγο πιο πάνω στον ίδιο διάλογο, μέσα από την αναλογία της τετμημένης γραμμής) όσο η κατάσταση στην οποία θα βρεθεί όποιος επιχειρήσει να βγει από το σπήλαιο, καθώς θα δυσκολεύεται να δεχθεί πως όλα αυτά που μέχρι τότε τα θεωρούσε πραγματικά δεν ήταν παρά αντανακλάσεις ενός άλλου, αληθινού κόσμου:

«Θα χρειαζόταν, νομίζω, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να αντικρίσει τα πράγματα επάνω. Έτσι, στην αρχή θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων στο νερό κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα· από αυτά όσα βρίσκονται στον ουρανό, και αυτόν τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα με το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, με τον ήλιο και το φως του... Κι ύστερα α­πό αυτά θα έφθανε να συλλάβει με τον λογισμό του ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος κι οι άλλοι δεσμώτες».

516b-c

Εξίσου μεγάλη θα είναι η δυσκολία αυτοΰ του ανθρώπου να επιστρέφει στη σπηλιά, όχι μόνο επειδή δεν θα ήθελε πια να αφήσει την πραγματικότητα αλλά κι επειδή δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτούς που θα είχαν μείνει πίσω και που θα πίστευαν πως τα δικά του μάτια ήταν χαλασμένα «κι ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω». Αν μάλιστα ο άνθρωπος αυτός, έχοντας δει το αληθινό φως, επιχειρούσε να ελευθερώσει και τους άλλους από τα δεσμά για να τους φέρει έξω, θα αντιμετώπιζε την οργή των παλαιών συγκροτουμένων του, οι οποίοι, με πρώτη ευκαιρία, θα τον σκότωναν.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, το κείμενο μπορεί να διαβαστεί ως μια κριτική ερμηνεία του τέλους του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος που διαφοροποιείται από τα πλήθη, ο οποίος ίσως ενοχλεί όσους «κάνουν το λάθος» να τον ακολουθήσουν και να δουν ένα κομμάτι της αλήθειας, έρχεται αντιμέτωπος στο τέλος με την οργή των συμπολιτών του. Την ίδια περίπου ιδέα εκφράζει ο Πλάτων όταν στον Γοργία (486a-b) βάζει τον Καλλικλή να λέει στον Σωκράτη ότι αν κάποιος τον συκοφαντούσε και τον έσερνε στη φυλακή δεν θα κατάφερνε να βγει- ή όταν δείχνει τον ίδιο τον Σωκράτη να προβλέπει το τέλος του, λέγοντας πως αν κανείς τον κατηγορούσε ότι διαφθείρει τους νέους και ότι τους ταλαιπωρεί οδηγώντας τους σε αμηχανία, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι ρήτορες προφανώς θα τους καλόπιαναν, η θέση του θα ήταν παρόμοια με του γιατρού που θα έπρεπε να απαντήσει στις κατηγορίες ενός σπουδαίου μάγειρα, ενώπιον δικαστηρίου παδιών (Γοργίας 521d-522b).

Ασφαλώς στο πλαίσιο της Πολιτείας του Πλάτωνα η αναλογία του σπηλαίου επιτελεί μια πολύ πιο συγκεκριμένη και τεχνική λειτουργία, καθώς έρχεται να ολοκληρώσει μια συζήτηση για το Αγαθό, την αρχή που κυβερνά τον κόσμο. Ο ήλιος που θα αντικρίσει ο φιλόσοφος βγαίνοντας από το σπήλαιο αντιστοιχεί στον κόσμο των αισθήσεων με ό,τι θα ήταν το Αγαθό στον κόσμο της νόησης. Ο φιλόσοφος είναι αυτός που μέσα από τη διαλεκτική θα φτάσει να γνωρίσει τις ίδιες τις Ιδέες - ή ίσως να τις «θυμηθεί»: σύμφωνα με την περίφημη διδασκαλία της Ανάμνησης, που αναπτύσσεται πιο αναλυτικά και μέσα από φιλοσοφικά επιχειρήματα σε διάλογους όπως ο Μένων και ο Φαίδων, η γνώση του ενσαρκωμένου ανθρώπου προκύπτει από την ικανότητα που έχει να επαναφέρει στη μνήμη του τις Ιδέες όπως τις γνώρισε προτού ενσαρκωθεί. Το οπλοστάσιο των Ιδεών δίνει στη φιλοσοφία ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, που της επιτρέπει να διεκδικήσει μια περιοχή διακριτή από εκείνη των υπόλοιπων επίδοξων εκπαιδευτών της Αθήνας, οι οποίοι, χάρη στην αμείλικτη κριτική του Πλάτωνα, υποβαθμίζονται τώρα στις θέσεις των σοφιστών και των ρητόρων. Και αυτό είναι που τελικά επιτρέπει στον Πλάτωνα να εξηγήσει τη φαινομενικά παράδοξη, τουλάχιστον με βάση τις αξίες της εποχής, επιλογή του να εμπιστευτεί την πολιτεία στα χέρια φιλοσόφων.

Τι γίνεται όμως με τη φιλοσοφική παράδοση των κοσμολογιών; Τι είναι αυτό που κάνει τον Πλάτωνα να πιστεύει ότι «γυρίζει σελίδα» από κάθε άποψη στη φιλοσοφία; Η μεγάλη συμβολή του Πλάτωνα στη μελέτη της φύσης είναι η πεποίθησή του ότι ο κόσμος μας, ο καλύτερος δυνατός κόσμος, είναι αποτέλεσμα σχεδίου του υψηλότερου δυνατού νου. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι αυτή η πεποίθηση του Πλάτωνα αντανακλά ιδέες που διατυπώνονταν, έστω εν σπέρμα-τι, από τον ίδιο τον ιστορικό Σωκράτη. Όποια όμως και αν είναι η αλήθεια ως προς αυτό το χρέος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα της ύπαρξης σχεδιασμού του κόσμου αναπτύσσεται για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα, και μάλιστα με εκπληκτική λεπτομέρεια, σε ένα έργο που έμελλε να ασκήσει ιδιαίτερη επίδραση στην εξέλιξη της κοσμολογικής και θεολογικής σκέψης.

Στο έργο αυτό, που είναι ο Τίμαιος, ο ομώνυμος ομιλητής του διαλόγου αναλαμβάνει να διηγηθεί την ιστορία της δημιουργίας του κόσμου από έναν γεωμέτρη θεό. Προνομιακό πεδίο της δημιουργίας, ο ουρανός, παρουσιάζεται ως το κατ' εξοχήν πεδίο τελειότητας: σύμφωνα με μια αρχή που θα κυριαρχούσε στην ιστορία της επιστήμης ως την εποχή του Κέπλερ, τα ουράνια σώματα κινούνται σε τροχιές σύμφωνες προς το τελειότερο γεωμετρικό σχήμα, που είναι ο κύκλος, και η κίνησή τους είναι ομαλή. Η τελειότητα της ουράνιας σφαίρας γίνεται το μοντέλο προς το οποίο ο άνθρωπος, αξιοποιώντας τη γέφυρα μεταξύ νοητού και αισθητού κόσμου, που είναι η ίδια η ψυχή του, μπορεί και πρέπει να στρέψει τη νόησή του:

«Η παρατήρηση της μέρας και της νύχτας, των μηνών, της εναλλαγής των ετών, των ισημεριών και των τροπικών μάς οδήγησε στην επινόηση τον αριθμού, μας έδωσε την έννοια του χρόνου και μας ώθησε στη διερεύνηση της φύσης του Σύμπαντος. Από αυτή την πηγή αντλήσαμε τη φιλοσοφία, το μεγαλύτερο αγαθό που δώρισαν ή θα δωρίσουν ποτέ οι θεοί στους θνητούς... Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας τη δώρισε για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας».

Πλάτων, Τίμαιος 47a-c

Αυτό λοιπόν που διακρίνει τη σκέψη του Πλάτωνα από τη σκέψη των άλλων κοσμολόγων είναι η ρητή και αιτιολογημένη επένδυση του φυσικού κόσμου με ηθικές αξίες· η καταγγελία του ως προς τη ρήξη του με την παλαιότερη σκέψη του βρίσκεται σε ένα χωρίο που συχνά περιγράφεται ως «πνευματική αυτοβιογραφία του Σωκράτη». Έτσι, στις τελευταίες σελίδες του Φαίδωνα, που αφηγούνται τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη στη φυλακή, ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να εκφράζει την απογοήτευσή του ως προς τις προσπάθειες των προηγούμενων στοχαστών να ερμηνεύσουν τον φυσικό κόσμο. Το λάθος τους έγκειται στη ροπή τους προς αυτό που εμείς θα ονομάζαμε μάλλον υλιστικές ή μηχανιστικές ερμηνείες και στην αδυναμία τους να προβλέψουν μια θέση για το αγαθό, να αναδείξουν δηλαδή τη λειτουργία ενός σοφού σχεδιασμού πίσω από τον κόσμο. Ως δηλωμένος στόχος του πλατωνικού Σωκράτη στον Φαίδωνα εμφανίζεται ο Αναξαγόρας, εξαιτίας της ανεκπλήρωτης ελπίδας που άφηνε σε όποιον, όπως ο ίδιος ο Σωκράτης, αγοράζοντας το βιβλίο του περίμενε να καταλάβει την εξηγητική δύναμη του Νου, που είναι η βασική αρχή του συγκεκριμένου συστήματος, στον φυσικό κόσμο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο η κριτική του Πλάτωνα αξιοποιεί, για μία ακόμη φορά, την εικόνα του φυλακισμένου Σωκράτη:

«Αυτή όμως την ελπίδα γρήγορα την εγκατέλειψα όταν, καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση, είδα έναν άνθρωπο [τον Αναξαγόρα] που δεν χρησιμοποιεί καθόλου τον νου ούτε αποδίδει σε κάποιες αιτίες την τάξη των πραγμάτων, αλλά ως αιτίες αναφέρει τον αέρα, τον αιθέρα και το νερό και πολλά άλλα παράλογα. Αυτό που κάνει μου φαίνεται πανομοιότυπο σαν να έλεγε κάποιος ότι ο Σωκράτης όσα κάνει τα κά­νει με νου και έπειτα, επιχειρώντας να προσδιορίσει τις αιτίες των πράξεών μου, να πει ότι για αυτόν τον λόγο κάθομαι εδώ [στο κελί μου], γιατί το σώμα μου αποτελείται από οστά και νεύρα... Τα οστά αιωρούνται στα σημεία συναρμογής τους, τα νεύρα χαλαρώνουν και τεντώνονται και με κάνουν ικανό να κάμπτω τώρα τα μέλη μου. Και επειδή έκαμψα τα μέλη μου, για αυτήν την αιτία κάθομαι εδώ... Έτσι όμως αποφεύγει να πει την πραγματική αιτία, ότι δηλαδή, αφού οι Αθηναίοι θεώρησαν καλύτερο να με καταδικάσουν, για αυτόν ακριβώς τον λόγο θεώρησα κι εγώ καλύτερο και δικαιότερο να μείνω εδώ και να υποστώ την ποινή που θα μου επιβάλουν. Γιατί, μα την αλήθεια, πιστεύω ότι αυτά τα νεύρα και αυτά τα οστά θα ήταν από καιρό στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία, ωθούμενα από κάποια αντίληψη του βέλτιστου, αν δεν θεωρούσα ότι είναι πιο δίκαιο και πιο ωραίο, αντί να αποδράσω και να εξοριστώ, να υποστώ την ποινή που η πόλη μου επιτάσσει. Είναι λοιπόν παράλογο να ονομάζει κανείς αίτια τέτοιου είδους πράγματα. Αν βέβαια κάποιος έλεγε ότι χωρίς τα οστά και τα νεύρα και όλα τα παρόμοια που έχω δεν θα ήμουν σε θέση να κάνω ό­σα θεωρώ σωστό να κάνω, θα έλεγε την αλήθεια. Θα ήταν όμως ασυγχώρητη επιπολαιότητα το να πει κανείς ότι κάνω όσα κάνω εξαιτίας αυτών των πραγμάτων και ότι κάνω κάτι με νου αλλά όχι εξαιτίας της επιλογής του βέλτιστου. Αυτό θα σήμαινε ότι δεν μπορεί κανείς να δια­κρίνει ότι άλλο πράγμα είναι ο προσδιορισμός του πραγματικού αιτίου και άλλο εκείνο χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρξει αίτιο. Εκείνο μου φαίνεται ότι ψάχνουν οι περισσότεροι ψηλαφώντας στο σκοτάδι, και το ονομάζουν λανθασμένα «αίτιο».

Πλάτων, Φαίδων, 98b-99b

Λίγες ώρες προτού πεθάνει, λοιπόν, ο πλατωνικός Σωκράτης δηλώνει πρόθυμος να γίνει ευχαρίστως μαθητής οποιουδήποτε θα ήταν σε θέση να προσδιορίσει αυτή την αιτία. Η δήλωση αυτή προοικονομεί την εξέλιξη της σκέψης του Πλάτωνα, που θα επιτρέψει στους ρόλους του μαθητή Πλάτωνα και του δασκάλου Σωκράτη να αντιστραφούν: ο Σωκράτης στον Τίμαιο «υποβαθμίζεται» στον ρόλο του σιωπηλού ακροατή, ενώ ο Πλάτων κατορθώνει να κληροδοτήσει στην επιστημονική σκέψη ένα πρόγραμμα που θα έχει ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξή της, μια που η επικράτηση του (τόσο χάρη στην επιτυχία που θα γνώριζε ο Τίμαιος όσο και μέσα από την αριστοτελική τελεολογία) σημαίνει την αναστολή της εξάπλωσης της ατομικής φυσικής του Δημόκριτου.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο ο Πλάτων φαίνεται να αναπτύσσει τη δική του σκέψη στη βάση στάσεων ή ιδεών του δασκάλου του είναι η εξήγηση που προτείνει για την επιλογή της προφορικής σε σχέση με τη γραπτή διδασκαλία. Η σχετική μαρτυρία βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες του Φαίδρου:

«Άκουσα μια ιστορία για έναν από τους παλιούς αιγυπτιακούς θεούς, τον θεό Θευθ. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον αριθμό και τους υπολογισμούς, τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμη και τους πεσσούς και τους κύβους, και πάνω απ' όλα τη γραφή. Βασιλιάς τότε όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς - τον Θαμού οι Έλληνες τον ονομάζουν Άμμωνα. Σ' αυτόν λοιπόν ήρθε ο Θευθ, του επέδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι θα έπρεπε να διαδοθούν σε όλους τους άλλους Αιγυπτίους. Ο βασιλιάς τότε ρώτησε ποια είναι η ωφέλεια της καθεμιάς, και καθώς εκείνος του εξηγούσε, άλλες από τις εξηγήσεις τις επαινούσε και άλλες τις κατέκρινε ανάλογα με ό,τι του φαινόταν σωστό ή λάθος. Κάποια στιγμή όμως έφτασαν και στη γραφή. «Αυτή η μάθηση, βασιλιά μου», είπε ο Θευθ, «θα κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας». Και ο Θαμούς τού απάντησε: «Πολύτεχνε Θευθ, άλλος έχει την ικανότητα να γεννά τις τέχνες και άλλος να κρίνει αν οι τέχνες αυτές θα βλάψουν ή θα ωφελήσουν. Εσύ λοιπόν τώρα, σαν πατέρας που είσαι της γραφής, έδειξες εύνοια σ' αυτήν και της προσέδωσες τις αντίθετες από τις πραγματικές της δυνατότητες. Γιατί η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν στη θύμηση τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν πολλά χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά φθάνουν να νομίζουν ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε" γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε συντροφιά, αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι».

Πλάτων, Φαιδρός 274c-275b.

Παρά το ενδιαφέρον που μπορεί να έχουν αυτές οι παρατηρήσεις στο πλαίσιο της πρόσληψης μιας νέας, ριζοσπαστικής τεχνολογίας, ό­πως ήταν ασφαλώς η γραφή την εποχή που μας απασχολεί, θα ήταν λάθος να τις εκλάβουμε ως βάση για την ερμηνεία της «επιλογής» του Σωκράτη ή, όπως θα δούμε, και του ίδιου του Πλάτωνα να αποφύγει τον γραπτό λόγο. Ο προφανής στόχος του αιγυπτιακού μύθου είναι μάλλον ορισμένοι από τους συγχρόνους του Σωκράτη αλλά και του Πλάτωνα οι οποίοι, επενδύοντας στη δύναμη του γραπτού λόγου, ενθάρρυναν τους μαθητές τους να απομνημονεύουν ή να αναπαράγουν μηχανιστικά, αποσπασματικά και έτσι να μιμούνται άκριτα το ύφος ή και τις ιδέες που συναντούσαν στα βιβλία, υποβαθμίζοντας την αξία της αληθινής, ζωντανής διαλεκτικής. Δεν είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε αν ο ίδιος ο Σωκράτης είχε «θεωρητικοποιήσει» αυτό το ζήτημα, και αν με αυτόν τον τρόπο είχε οδηγηθεί στη συνειδητή επιλογή να μη γράφει- μπορούμε ωστόσο εύλογα να υποθέσουμε ότι, σε αντίθεση με τα μεταγενέστερα και οπωσδήποτε με τα σημερινά ακαδημαϊκά ήθη, η καταγραφή της διδασκαλίας δεν αποτελούσε κατ' ανάγκην προτεραιότητα για έναν δάσκαλο φιλοσοφίας στην αρχαιότητα.

Η υπόθεση αυτή μας επιτρέπει να αποσυνδέσουμε την κριτική της γραφής του Φαιδρού από τη στάση του ιστορικού Σωκράτη. Αυτό όμως που μένει αδιευκρίνιστο είναι κατά πόσον η κριτική αυτή εκφράζει τη στάση του ίδιου του Πλάτωνα για τη φιλοσοφική μέθοδο. Ετσι, συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι η κριτική του γραπτού λόγου στον Φαίδρο συνδέεται με, και ταυτοχρόνως φωτίζει, την επιλογή του Πλάτωνα να γράψει σε διαλογική μορφή, χωρίς ποτέ του να εμφανίσει τον ίδιο του τον εαυτό ως συνομιλητή στους διάλογους του. Η ανάγνωση αυτή ενισχύεται από κάποιες μεταγενέστερες μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρονται στα «άγραφα δόγματα» του φιλοσόφου, υποβαθμίζοντας τους διάλογους ως κείμενα που αφορούσαν μόνο ένα ευρύτερο κοινό. Όποια όμως και αν είναι η αληθινή απάντηση στο πώς, με δεδομένη την κριτική του αιγυπτιακού μύθου, ο ίδιος ο Πλάτων αντιλαμβανόταν την αξία των δικών του γραπτών κειμένων, η ευαισθησία μας απέναντι στην αξιοποίηση της διαλογικής μορφής και της σχέσης της προς τη διαλεκτική πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Γιατί ανεξάρτητα από τις τύχες που είχε η φιλοσοφία του Πλάτωνα στη μεταγενέστερη παράδοση, καθώς και από τη σύγχρονη τάση της ιστοριογραφίας να «απομονώνει» ιδέες ή δόγματα από τα κείμενα σαν να πρόκειται για πραγματείες, ένα χαρακτηριστικό των διαλόγων του Πλάτωνα είναι ο τρόπος με τον οποίο αναγκάζουν τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην αναζήτηση της αλήθειας, σε μια υπόθεση που για τον συγκεκριμένο φιλόσοφο δεν μπορεί ποτέ να είναι μοναχική.

Λόγω της τύχης που επιφύλαξε στη φιλοσοφία του η μεταγενέστερη παράδοση (τύχης που μπορεί κάλλιστα να συνδέεται με το βάθος και την αυστηρότητα της σκέψης του καθώς και με την απαράμιλλη δραματουργική αξία των κειμένων του) ο Πλάτων μάλλον δίκαια κερδίζει τη μερίδα του λέοντος σε οποιαδήποτε παρουσίαση των μαθητών του Σωκράτη. Το γεγονός αυτό συχνά μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο Πλάτων ήταν μόνο ένας από αρκετούς ανθρώπους που όχι μόνο γνώρισαν και επηρεάστηκαν από τον Σωκράτη αλλά και που παρήγαγαν τον δικό τους φιλοσοφικό λόγο. Οι υπόλοιποι μαθητές ονομάστηκαν «ελάσσονες» ή μικροί Σωκρατικοί. Η όποια προσπάθεια «αναβάθμισης τους» στον κανόνα της ιστορίας της φιλοσοφίας προσκρούει στο γεγονός ότι ελάχιστα από τα έργα τους έχουν σωθεί. Οι δρόμοι που χάραξαν ήταν αρκετά, συχνά εντυπωσιακά διαφορετικοί. Ισως αυτό που τους έφερε κοντά στον Σωκράτη να μην ήταν τελικά το όποιο περιεχόμενο της διδασκαλίας του, αλλά το ενδιαφέρον για την ίδια τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, στηριγμένο σε κάποιες γενικές παραδοχές, όπως είναι η σχέση της γνώσης, της αρετής και της ευδαιμονίας, ή η πεποίθηση ότι αυτό που διαμορφώνει την ηθική προσωπικότητα του ανθρώπου είναι η φιλοσοφία. Ακόμη και αν τα έργα τους δεν σώθηκαν, πολλοί από αυτούς διακρίθηκαν ως ιδρυτές σχολών, διασφαλίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, τη συνέχεια της «σωκρατικής» τους κληρονομιάς.

Ο πιο γνωστός κατά την πρώτη δεκαπενταετία μετά τον θάνατο του Σωκράτη είναι ο Αντισθένης (περ. 455-360), γιος αθηναίου πολίτη και μιας δούλας. Ο Διογένης Λαέρτιος του αποδίδει περίπου εξήντα τίτλους έργων, από τα οποία σήμερα σώζονται σε πλήρη μορφή μόνο δύο επιδεικτικοί λόγοι. Στη μεταγενέστερη παράδοση η διάσταση της φιλοσοφίας του που κυριαρχεί είναι η ηθική: ο Αντισθένης έμεινε γνωστός για την απαξίωση της σωματικής ηδονής (εμβληματική είναι η φράση του «μανείην μᾶλλον ἤ ἡσθείην»), ενώ κυρίαρχη θέση κα­τέχουν πολλές από τις ιδέες και τις αξίες του σωκρατικού κύκλου, όπως είναι η σχέση της αρετής με τη γνώση και η αξία της για τη διασφάλιση της ευδαιμονίας. Από την άποψη της μεθόδου, έχει ενδιαφέρον η χρήση παραδειγμάτων γνωστών ηρώων που θα οδηγούσε στην υιοθέτηση των σωστών αξιών, καθώς και η έμφαση της ηθικής του διδασκαλίας στις πράξεις, που συνοδεύεται από επιφύλαξη για τη χρησιμότητα μιας πιο ακαδημαϊκής παιδείας ως μέσου για την απόκτηση της αρετής. Ενδεικτικός της αντιπάθειάς του προς τον Πλάτωνα, αλλά και της αθυροστομίας που φαίνεται πως διέκρινε τον Αντισθένη, είναι ο τίτλος του έργου του Σάθων, που εκμεταλλεύεται την ομοιοκαταληξία με το όνομα του αντιπάλου του, σημαίνοντας, ωστόσο, το ανδρικό μόριο. Στα θέματα που οδήγησαν σε αντιπαλότητα με τον Πλάτωνα οπωσδήποτε συγκαταλέγονται ορισμένες απόψεις του Αντισθένη για τη μελέτη της γλώσσας που συνεπάγονται μεταξύ άλλων την αδυναμία μας να ορίσουμε την ουσία των πραγμάτων με τον αντικειμενικό τρόπο που αξίωναν όσοι ακολουθούσαν τον Πλάτωνα και αργότερα τον Αριστοτέλη.

Ο Αντισθένης θεωρείται ιδρυτής του κυνισμού, ενός κινήματος που διακρίνεται κυρίως για τον αντικομφορμισμό του. Τα χαρακτηριστικά που συνδέουν τους Κυνικούς με τους σκύλους, και που μάλλον αιτιολογούν την ονομασία τους, είναι η ειλικρίνεια, η ευθύτητα και η ικανότητα να ξεχωρίζουν τους εχθρούς από τους φίλους και, τέλος, η αναισχυντία, που εξηγεί την παντελή αδιαφορία τους για τις κοινωνικές συμβάσεις. Ενδεικτική αυτής της πεποίθησης είναι η ιστορία που μας παραδίδεται για τον Διογένη: γιος τραπεζικού από τη Σινώπη λέγεται ότι αναγκάστηκε, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, να ακολουθήσει τον πατέρα του, ο οποίος καταδικάστηκε για παραχάραξη του νομίσματος της πόλης. Η κληρονομιά αυτή κατά κάποιον τρόπο σημάδεψε τη μετέπεισα φιλοσοφική στάση του Διογένη: η αδιαφορία του για την αξία του νομίσματος (συμφωνά με μια παράδοση, υπεύθυνος για την παραχάραξη ήταν τελικά ο ίδιος ο Διογένης) ήταν μόνο η αρχή μιας συνολικότερης στάσης απέναντι στα νόμιμα, δηλαδή τις συνήθειες και τους θεσμούς της κοινωνίας. Τη θέση των συμβατικών αξιών των επιμέρους κοινωνιών παίρνει τώρα η έννοια του κοσμοπολιτισμού: αυτό που οδηγεί τον πολίτη του κόσμου δεν είναι αυτό που τυχαίνει να ορίζει λίγο έως πολύ αυθαίρετα ως σωστό η εκάστοτε κοινότητα, αλλά ο ορθός λόγος, που επιτρέπει πράξεις ανήκουστες για τα χρηστά ήθη, όπως η ιεροσυλία και ο κανιβαλισμός, ενώ καταδικάζει τη δεισιδαιμονία, αποκλείοντας τις έννοιες της θείας πρόνοιας και της επέμβασης των θεών στις ανθρώπινες υποθέσεις. Χαρακτηριστική είναι και η απόρριψη ενός μεγάλου μέρους της εγκυκλίου παιδείας ως άχρηστης γι' αυτό που πραγματικά έχει αξία στη ζωή, που είναι η απόκτηση της αρετής.

Στον αντίποδα του Κυνισμού συχνά τοποθετείται η διδασκαλία του Αρίστιππου (περ. 435-356), ο οποίος στην αρχαιότητα απέκτησε τη φήμη του υποστηρικτή ενός βίου αφιερωμένου στην ηδονή. Ωστόσο, προσεκτικότερη μελέτη των πηγών δείχνει πως η φήμη αυτή κρύβει μια δόση υπερβολής. Μεγαλύτερο φιλοσοφικό ενδιαφέρον έχει η στροφή που πραγματοποιεί ο συγκεκριμένος φιλόσοφος προς την αξία της υποκειμενικής εμπειρίας, καθώς αναλύει την ηδονή (που για τον Αρίστιππο είναι ο σκοπός του ανθρώπινου βίου) και τον πόνο με όρους φυσιολογίας. Ο Αρίστιππος υπήρξε ιδρυτής της Κυρηναϊκής Σχολής.

Η ποικιλία των απόψεων, οι ερμηνευτικές διαμάχες γύρω από τα σωζόμενα αποσπάσματα αλλά και ο συχνά τεχνικός χαρακτήρας πολλών από τα επιχειρήματα που μπορεί κανείς να ανασυγκροτήσει με βάση τις πηγές μας καθιστούν την πληρέστερη παρουσίαση του κύκλου του Σωκράτη αδύνατη στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης. Μια διάσταση που έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, ως προς τη διαφοροποίηση των «μαθητών» μεταξύ τους, είναι η δυναμική και οι συγκρούσεις που φαίνεται πως σύντομα αναπτύχθηκαν μεταξύ τους. Αναφερθήκαμε ήδη στην αντιπαλότητα ανάμεσα στον Αντισθένη και τον Πλάτωνα. Αρκετά ενδιαφέρουσα πηγή για τη σχέση των «Σωκρατικών» με τον δάσκαλο τους, καθώς και για το περιεχόμενο του στενού πυρήνα των μαθητών, είναι τα στοιχεία που μας παρουσιάζει ο Φαίδων. Εκεί μαθαίνουμε πως ο Αρίστιππος απουσίαζε από την τελευταία μέρα της ζωής του Σωκράτη, με την ισχνή, σύμφωνα με τα κουτσομπολιά των αρχαίων πηγών, δικαιολογία ότι βρισκόταν στην όχι και τόσο απομακρυσμένη Αίγινα. Παρόντες από αυτούς που ίδρυσαν ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές παραδόσεις ήταν, εκτός από τον Αντισθένη, ο Ευκλείδης (περ. 450-380), ιδρυτής της Μεγαρικής Σχολής, που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη της διαλεκτικής, και συντάκτης του κειμένου που καταγράφει τη συνομιλία ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Θεαίτητο στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, αλλά και ο Φαίδων από την Ήλιδα, ο πλατωνικός αφηγητής της συζήτησης που έλαβε χώρα την τελευταία μέρα της ζωής του Σωκράτη, και ιδρυτής της σχολής η οποία, εξαιτίας της συνεργασίας του ιδρυτή της με τον ερετριέα Μενέδημο, ονομάστηκε τελικά Ερετρική (ορισμένοι την αναφέρουν ως Ηλιοερετρική). Αν και τα κείμενα του Φαίδωνα δεν σώζονται, φαίνεται πως υπήρξαν αρκετά δημοφιλή στην αρχαιότητα. Η πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του αφορά τις απόψεις του για τον φυσιογνωμισμό, την αξιοποίηση δηλαδή των σωματικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου ως ενδείξεων για την ηθική ποιότητα και τον χαρακτήρα.

Σε πολλές περιπτώσεις, και καθώς οι πηγές μας δεν επαρκούν για τη βέβαιη ανασυγκρότηση των απόψεων των διαφορετικών μελών του σωκρατικού κύκλου, η αξία της διδασκαλίας αυτών των φιλοσόφων φαίνεται στις σχολές σκέψης που γονιμοποίησε. Αναφερθήκαμε ήδη στην παράδοση που συνδέει τον Αντισθένη με τους Κυνικούς. Ο Διογένης Λαέρτιος επισημαίνει την ύπαρξη μιας μεγαλύτερης παράδοσης, που κληροδοτείται μέσω του Αντισθένη στον Διογένη, στη συνέχεια στον Κράτητα και τέλος, στον ιδρυτή του Στωικισμού, που είναι ο Ζήνων ο Κιτιεύς. Για μία ακόμη φορά, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε τι μέρος αυτής της γενεαλογίας αντιστοιχεί στην αλήθεια και τι αντανακλά το ενδιαφέρον για ιδιοποίηση μιας σημαντικής κληρονομιάς. Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Στωικοί αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως οπαδούς του Σωκράτη. Ως προς τη θεωρία, το πιο χαρακτηριστικό σημείο συνέχειας είναι, για μία ακόμη φορά, η πεποίθηση ότι το μόνο πράγμα που οδηγεί στην πραγματική ευδαιμονία είναι η αρετή. Αλλά ο θαυμασμός και η συνέχεια της διδασκαλίας δεν αφορούν μόνο το περιεχόμενο της διδασκαλίας: σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το ίδιο το παράδειγμα της ζωής και του θανάτου του Σωκράτη, που αντιμετωπίζεται πια όχι μόνο ως εκδήλωση νομιμοφροσύνης αλλά και ως πράξη ύψιστης ελευθερίας.

Αν έπρεπε να απομονώσουμε έναν στωικό φιλόσοφο στη σκέψη του οποίου η παρουσία του Σωκράτη γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, το πρόσωπο που θα διαλέγαμε θα ήταν ο Επίκτητος, που γεννήθηκε στα μέσα του πρώτου αιώνα μ.Χ. στην Ιεράπολη της σημερινής Τουρκίας (στο σημερινό Παμούκ καλέ). Το όνομα Επίκτητος, ίσως όχι τυχαία, προδίδει το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με δούλο, ο οποίος, χάρη στον αφέντη του Επαφρόδιτο, γραμματέα αρχικά του Νέρωνα και εν συνεχεία του Δομιτιανού, βρέθηκε στο περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής, όπου, προτού ακόμη ελευθερωθεί, κατόρθωσε να πα­ρακολουθήσει μαθήματα του διάσημου στωικού φιλοσόφου Μουσώνιου Ρούφου. Η μαθητεία του Επίκτητου στον Μουσώνιο ίσως ήταν αυτό που του εξασφάλισε πέρα από την ελευθερία του και την αρχή της σταδιοδρομίας του ως δασκάλου στη Ρώμη. Υστερα από τη δίωξη των φιλοσόφων από τον Δομιτιανό το 95 μ.Χ. ο Επίκτητος βρέθηκε στη Νικόπολη (κοντά στη σημερινή Πρέβεζα), όπου συνέχισε τη διδασκαλία του.

Παρ' όλο που οι πηγές μας για τη σκέψη των Στωικών δεν μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα τι μέρος της διδασκαλίας του Επίκτητου συνιστά ανεξάρτητη συμβολή ενός συγκεκριμένου φι­λοσόφου, έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι η πρωτοτυπία του στο πλαίσιο της Στωικής φιλοσοφίας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο υιοθετεί και προσαρμόζει τη διαλεκτική των πλατωνικών διαλόγων. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την όλο και μεγαλύτερη διάδοση των σωκρατικών αξιών, καθώς, σε αντίθεση με τον εικοστό αιώνα που ελάχιστο ενδιαφέρον έδειξε γι' αυτό το κεφάλαιο της φιλοσοφίας, ο Επίκτητος υπήρξε από τους πιο πολυδιαβασμένους φιλοσόφους της αρχαιότητας.

Μια πλήρης παρουσίαση των διαφορετικών σχολών σκέψης που επικαλέστηκαν το όνομα του Σωκράτη, είτε στην αρχαιότητα είτε στη νεότερη εποχή, θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες αυτού του κειμένου. Οι όλο και πιο διαφορετικές μεταμορφώσεις που παίρνει ο Σωκράτης καθώς απομακρυνόμαστε από την εποχή του θα μας υποχρέωναν να ανοίξουμε μια σειρά από άλλα κεφάλαια, όπως αυτό των οπαδών του Ακαδημεικού σκεπτικισμού, με σπουδαιότερο εκπρόσωπο τον Αρκεσίλαο (που αναγνώρισαν στην άγνοια του Σωκράτη τον πρόδρομο της δικής τους φιλοσοφικής στάσης), των πρώιμων χριστιανών (οι οποίοι συχνά, και εύλογα, συνέκριναν τη δική τους θέση και στάση με εκείνες του αρχαίου σοφού: όπως ο Σωκράτης, έτσι και οι ίδιοι κατηγορούνταν άδικα, αλλά ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν γι' αυτό) ή, περνώντας με ένα μεγάλο άλμα στη νεότερη φιλοσοφία, εκείνα του Nietzsche και του Kirkegaard.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου