Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Η ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

«Eν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι». -Προκόπιος.

Αναφερόμενος, γύρω στα μέσα του 6ου μ.κ.ε. αιώνα, στα ήθη και στα έθιμα ενός λαού που μόλις είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, γράφει ο Προκόπιος:

«Τα έθνη αυτά, οι Σλάβοι και οι Αντες, δεν κυβερνώνται από έναν και μόνον άνδρα, αλλά από παλιά διαβιούν υπό το καθεστώς της δημοκρατίας» («εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι»).

Για έναν πεπεισμένο εκπρόσωπο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, όπως ο Προκόπιος, ο όρος «δημοκρατία» έχει αναμφίβολα ένα αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Στο έργο του ιστορικού αυτού της εποχής του Ιουστινιανού, που έζησε από κοντά την στάση των δήμων, που συγκλόνισε την βασιλεύουσα τον Ιανουάριο του 532 («Στάσις του Νίκα») ο όρος «δημοκρατία» χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει το πολιτειακό καθεστώς της «βαρβαρικής» κοινωνίας από εκείνο της αυτοκρατορίας: στην κοινωνία εκείνη «κρατούν» οι «δήμοι», οι φατρίες και οι φυλές και όχι ο βασιλεύς – αυτοκράτωρ.

Χίλια χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και την γέννηση του πολιτειακού όρου, ο όρος «δημοκρατία» θα διατηρήσει, στην χρήση του αττικίζοντος γλωσσικού του απογόνου Προκόπιου, την αρχική αμφισημία του. Για τον Προκόπιο, όπως και για τους φιλοσόφους της κλασικής περιόδου, το δίλημμα παραμένει το ίδιο: είναι δίκαιο να έχει η πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη του δήμου, ο χύδην όχλος, το δικαίωμα να ανατρέπει δια της ψηφοφορίας τις αποφάσεις των εκλεκτών του πνεύματος ή των οικονομικά ισχυρότερων συμπολιτών; Ιχνηλατώντας τις απαρχές του όρου θα διαπιστώσει κάποιος ότι η μορφή αυτή διακυβέρνησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την συμβίωση πολλών ατόμων σε έναν αστικό οικισμό, στην πόλη. «Δήμος» σημαίνει αρχικά την οικο­δομημένη περιοχή, την πόλη. Η σημασιολογική διεύρυνση ως πολιτειακού όρου είναι η δευτερεύουσα.

Ως μορφή διακυβέρνησης αποτελεί η δημοκρατία μια πρακτική λύση, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αττικού άστεως της εποχής του Κλεισθένη. Δεδομένο, το οποίο θα σημαδέψει τον όρο σημασιολογικά σε όλη την διαχρονική πορεία του: οι κανόνες συμβίωσης πολλών ατόμων σε ένα αστικό κέντρο και, κυρίως, οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που συνεπάγονται αυτοί, δεν θα βρουν πάντοτε ένθερμους υποστηρικτές. Για τον Λένιν, για παράδειγμα, οι κανόνες συμβίωσης στο άστυ, η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα φαινόμενο αρνητικό: «Η Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο που αναγνωρίζει την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, την επιβολή, δηλαδή, συστηματικής χρήσης βίας από την μια κοινωνική τάξη εις βάρος μιας άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού εις βάρος ενός άλλου» (Λένιν, «Κράτος και επανάσταση», 1919, κεφ. 4).

Μια διέξοδο από το δίλημμα προσφέρουν ίσως οι σκέψεις που διατύπωσε σε έναν λόγο του, στις 11/11/1947, ένας άνθρωπος της πολιτικής πράξης, ο Γ. Τσόρτσιλ: «Κανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η Δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Αντίθετα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης – αν εξαιρεθούν βέβαια όλες οι άλλες μορφές που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν».

Στην Αθήνα, μετά την τυραννία των Πεισιστρατιδών, εμφανίζεται ο Κλεισθένης, ο άνθρωπος που θέσπισε την άμεση δημοκρατία, δίδοντας σε όλους τους πολίτες ίσα πολιτικά δικαιώματα: ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία, επειδή το ίσον το θεωρούσαν τότε Δίκαιον και σωστικόν ομονοίας.

Το «Δίκαιον» παράγεται από το «δίχα» – ετυμολογεί ο Αριστοτέλης – και σημαίνει το μισό-μισό: το να υπάρχουν ίσες μερίδες για όλους.

Τι κάνουν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες; θέτουν την έδρα του δικαστή, το βήμα της αγόρευσης και το έπαθλο του αγώνα στο μέσον ενός κύκλου ίσων, όμοιων πολιτών. Την ίση απόσταση του καθενός από το μέσον, την ακτίνα του κύκλου, την ονομάζουν Μέτρον, για να μετριάζουν με αυτό την ματαιοδοξία, την υπερβολή, την ύβρι καθενός από τους όμοιους και για να τα βρίσκουν μεταξύ τους με Μέτρο τον άνθρωπο. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, έλεγε ο Πρωταγόρας.

Η τεχνική του Κλεισθένη στηρίζεται στο δεκαδικό σύστημα. Διαιρεί την Αττική σε περισσότερους από 170 δήμους, ίσους ως προς τον αριθμό των πολιτών και απ’ αυτούς τους δήμους, που λειτουργούσαν ως μικρές τοπικές δημοκρατίες, φτιάχνει τις δέκα φυλές, που πριν την μεταρρύθμιση ήταν τέσσερις. Αυτές οι δέκα νέες φυλές κατανέμονται σε ισάριθμα τεχνητά «πολιτειακά» διαμερίσματα που δεν έχουν κοινά γεωγραφικά σύνορα. Το έδαφος τους δεν είναι συνεχόμενο. Το 1/3 του χώρου και των κατοίκων κάθε φυλής θα ανήκει στο άστυ, το 1/3 στην μεσογαία, το 1/3 στην παραλία. Έτσι η νέα φυλή Ακαμαντίς λ.χ. θα περιλαμβάνει το 1/3 ή την τριττύα των κατοίκων του Κεραμεικού (άστυ), την τριττύα του Θορικού (Λαύρτο) κατ την τριττύα του Σφηττού (μεσογαία). Ή η νέα Πανδιονίς φυλή θα περιλαμβάνει τις τριττύες. Κυδαθηναίων (άστυ), Παιανίας (μεσογαία), Μυρινούντος (παραλία) κ.o.κ.

Γιατί αυτή η αναστάτωση; Για να κάθονται στον ίδιο κυβερνητικό χώρο (στην θόλο λ.χ.) οι πενήντα πρυτάνεις της ιδίας φυλής, δηλαδή οι 16-17 βουλευτές εκλεγμένοι με τον κλήρο από το άστυ με τους ισάριθμούς τους από την παραλία και από την μεσογαία.

Αυτοί, λοιπόν, το όλον πενήντα, κατά το 1/3 πάμπλουτοι τραπεζίτες, εφοπλιστές, Βιοτέχνες του άστεως, κατά το 1/3 γεωργοκτηνοτρόφοι της μεσογαίας, κατά το 1/3 ναύτες και αλιείς της παραλίας, εγκαθίστανται κάθε αττικό μήνα διαδοχικά στο «προεδρικό μέγαρο», στην θόλο αποτελούν το συλλογικό «Προεδρείο της Βουλής», και εκλέγουν μεταξύ τους, με τα κουκιά τον ημερήσιο «Πρόεδρο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας». Οι πενήντα πρυτάνεις – Βουλευτές επί δέκα, όσες οι νέες φυλές, απαρτίζουν την Βουλή των Πεντακοσίων, που επί Σόλωνα είχε τετρακόσια μέλη. Εκτός από την Βουλή, κάθε πολιτειακό όργανο είναι δεκαμελές. Οι Στρατηγοί λ.χ., που ο επικρατέστερος απ’ αυτούς είναι ο «πρωθυπουργός». Ακόμα οι άρχοντες και οι υπόλοιποι: Ταμίες, Αστυνόμοι, Αγορανόμοι κ.ο.κ. Και 10 επί 600 ίσον 6.000 θα είναι οι Ηλιαστές, μοιρασμένοι σε δέκα δικαστήρια των 500 μελών με 1.000 αναπληρωτές.

ΆΜΕΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΙΣΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε το 508 π.κ.ε. μέσα στο πλαίσιο πολιτειακής μεταρρύθμισης που πρότεινε ο Κλεισθένης. Μία από τις διατάξεις της έδωσε στο «Δήμο» (συνέλευση των πολιτών), στον οποίο μετείχαν και οι άποροι, το δικαίωμα να αποφασίζει κυριαρχικά και τελεσίδικα περί όλων των δημοσίων υποθέσεων. Με αυτή την διάταξη θεσπίστηκε η λαϊκή κυριαρχία, που είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Συγχρόνως έγιναν δεκτοί στο σώμα των πολιτών απόγονοι παλαιών μεταναστών που ζούσαν στην Αττική από πολλές γενεές και πάρθηκαν μέτρα ώστε να μην υπάρχουν πια ενδείξεις διακρίσεων μεταξύ ευγενών και μη ευγενών και μεταξύ παλαιών και νέων Αθηναίων. Οι άποροι πολίτες απέκτησαν επίσης δικαίωμα να αναδεικνύονται μέλη της «Βουλής», η οποία είχε έργο την επεξεργασία των νομοσχεδίων που ενέκρινε ο «Δήμος». Ωστόσο, διατηρήθηκαν μερικές ανισότητες μεταξύ των πολιτών, καθώς μόνον οι ευγενείς και πλούσιοι «πεντακοσιομέδιμνοι» μπορούσαν να αναδεικνύονται «άρχοντες».

Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης σταδιακά απαλείφθηκαν. Οι «ιππείς» ήταν οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν τα αξιώματα των «αρχόντων»

Οι ανισότητες που άφησε ο Κλεισθένης απορρο­φήθηκαν στην συνέχεια με διαδοχικές αποφάσεις του «Δήμου». Τα αξιώματα των «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και μερικών άλλων «αρχόντων» με οικονομικές αρμοδιότητες, έγιναν Βαθμιαία προ­σιτά στους «τριακοσιομεδίμνους» ή «ιππείς» (487 π.κ.ε.), στους «Ζευγίτες» (458 π.κ.ε.) και, τέλος, στους «θήτες» (μετά το 450 π.κ.ε.). Με άλλες αποφάσεις ίδιου «Δήμου» η ανάδειξη «βουλευτών» και «αρχόντων», πλην των «Στρατηγών» και λίγων άλλων, έπαψε να γίνεται με εκλογές: αφού δοκιμάστηκαν διάφορα μικτά συστήματα κληρώσεων και εκλογών, τελικά επικράτησε η καθαρή κλήρωση.

Παράλληλα καθιερώθηκαν «μισθοί», δηλαδή η­μερήσιες αποζημιώσεις ίσες με ημερομίσθιο ανει­δίκευτου εργάτη, για τους πολίτες που ασκούσαν κα­θήκοντα «βουλευτή» ή «άρχοντα», καθώς και για τους πολίτες που κληρώνονταν μέλη λαϊκών δικα­στηρίων. Οι «μισθοί» ενθάρρυναν τους άπορους πο­λίτες να μην αυτοαποκλείονται από την συμμετοχή τους στα κοινά.

Το 462 π.κ.ε. οι ριζοσπαστικοί δημοκρατικοί αφαί­ρεσαν από τον «Άρειο Πάγο», σώμα που είχε ακόμη την δυνατότητα, χάρη στο κύρος του, να αντιδρά στις μεταρρυθμίσεις, όλες τις αρμοδιότητες που είχαν πολιτικό βάρος και τις μετέφεραν άλλες στο «Δή­μο», άλλες στην «Βουλή», άλλες στα λαϊκά δικα­στήρια. Τα λαϊκά δικαστήρια διαδέχθηκαν την «Ηλιαία» που είχε ιδρύσει ο Σόλων. Η σολώνεια «Ηλιαία» ήταν ουσιαστικά ο «Δήμος» που συνερ­χόταν, με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών, για να εκδικάσει εφέσεις πολιτών εναντίον δικαστικών αποφάσεων «αρχόντων». Η νέα «Ηλιαία» αποτελεί­ται από 6.000 Αθηναίους άνω των 30 ετών, που έχουν ληφθεί με κλήρο κατ έχουν δώσει όρκο ως προς την τήρηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων τους. Από αυτούς λαμβάνονται τα μέλη των λαϊκών δι­καστηρίων, που λέγονται απλώς «Δικαστήρια».

Σε όσους κατείχαν αξιώματα δίνονταν «μισθοί». Έτσι μπορούσαν και οι άποροι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά.

Οι μετακλεισθένειες εξελίξεις, πολύ σημαντικές για την εμπέδωση και εμβάθυνση της δημοκρα­τίας, περατώθηκαν λοιπόν λίγο μετά το 450 π.κ.ε. Από τότε και έως το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.κ.ε., δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες, οι αρετές και οι αδυναμίες του ριζοσπαστικού δη­μοκρατικού πολιτεύματος. Ο ριζοσπαστικός δημο­κρατικός ηγέτης Περικλής κατορθώνει να επιβάλλεται στο λαό. Μετά το θάνατο του, και ενώ η Αθή­να έχει εμπλακεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα λαϊκά στρώματα άγονται και φέρονται από δημαγω­γούς που τα ωθούν να πιστεύουν ότι, αφού ο «Δή­μος» δικαιούται να αποφασίζει κυριαρχικά περί πά­ντων, μπορεί και να παραβιάζει τους νόμους.

Παρά ταύτα, συνειδητοποιούνται τα προβλήματα που προ­κύπτουν από νόμους με αντίθετες διατάξεις και λαμβάνεται ένα θεραπευτικό μέτρο, η «γραφή πα­ρανόμων», δηλαδή μία αγωγή ακυρώσεως νέου νό­μου που συγκρούεται με παλαιό. Γρήγορα όμως α­νακαλύπτεται ότι αυτό το μέτρο εμποδίζει και χρή­σιμες νομοθετικές βελτιώσεις.

Ηττημένη του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθή­να υποχρεώθηκε από τους νικητές της να δεχθεί έ­να τυραννικό καθεστώς, που δεν μπόρεσε να ριζώσει (404-403 π.κ.ε.). Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε μέσα σε οικονομικές δυσχέρειες, αλλά με ένα νέο δυναμισμό. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αναδύθηκαν με αυτοπεποίθηση και αρκετή εφευρετικότητα, ενώ οι αντιδημοκρατικές δεν σήκωσαν πια κεφάλι.

Υπέρ της δημοκρατίας ήταν μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες. Εναντίον, αριστοκράτες και ιδιοκτήτες γαιών και δούλων.

Μεταξύ των πρώτων νομοθετημάτων της νέας επο­χής ήταν η ημερήσια αποζημίωση για τους πολίτες που θα μετείχαν σε «εκκλησία του Δήμου», μία βελτιωμένη μέθοδος διαχείρισης ίων δημοσίων εσόδων και εσόδων και η διαδικασία τακτικής ετήσιας ανα­θεώρησης του σώματος των νόμων. Το πρώτο μέτρο απέβλεπε στο να προσελκύονται στις «εκκλησίες του Δήμου» ακόμη περισσότεροι φτωχοί πολίτες, ώστε να εξασφαλίζεται σταθερά η πλειοψηφία ίων α­κράδαντα ακραίων δημοκρατικών πολιτών.

Με το δεύτερο μέτρο ο «Δήμος» παραιτήθηκε από το δι­καίωμα που είχε επιφυλάξει στον εαυτό ίου να αποφασίζει ο ίδιος για κάθε δαπάνη και επέτρεψε στους «άρχοντες» με οικονομικές αρμοδιότητες να καταρτίζουν και να εκτελούν ειδικούς προϋπολογισμούς. Το τρίτο μέτρο πέτυχε τη μη εφαρμογή της «γραφής πα­ρανόμων» σε περιπτώσεις όπου αυτό το μέτρο ήταν χρήσιμο και, κατά συνέπεια, την κατάργηση νόμων απαρχαιωμένων ή επιβλαβών. Αργότερα καθιερώ­θηκε και μία μέθοδος άμεσης αντικατάστασης ενός νομού με νέο. Επί πλέον τούτων, ο «Δήμος» επέβαλε στον εαυτό του αυστηρότερες προδιαγραφές στην λήψη αποφάσεων του. Η αθηναϊκή δημοκρατία αποδείχθηκε αρκετά δη­μιουργική έως το τέλος της που επήλθε όχι από εσω­τερικούς λόγους, αλλά από εξωτερικούς, το 322 π.κ.ε.

Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.

Η αθηναϊκή δημοκρατία γεννήθηκε και λειτούρ­γησε μέσα σε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες τελείως διαφορετικές α­πό εκείνες που εξέθρεψαν την νέα δημοκρατία. Η οικονομία της αρχαιότητας ήταν προβιομηχα­νική και δουλοκτητική. Ακόμη και η αθηναϊκή οι­κονομία, που ήταν πιο προχωρημένη από την οικονομία άλλων ελληνικών πόλεων, ήταν βασικά α­γροτική. Περισσότερα από τα δύο τρίτα του πληθυ­σμού ζούσαν από το μέρος του εθνικού πλούτου που παραγόταν στην ύπαιθρο.

Οι κοινωνικές δυνάμεις που επέβαλαν, στή­ριξαν και εξέλιξαν την δημοκρατία, αποτε­λούνταν από ιδιοκτήτες μικρών αγροτι­κών κλήρων και από ακτήμονες, συγκε­ντρωμένους στην Αθήνα και στον Πειραιά, που επιβίωναν είτε αυτοαπασχολούμενοι, ως μικρέμποροι και μικροεπαγγελματίες, είτε εκμισθώνο­ντας την εργατική δύναμη τους. Μερικοί από τους μικρεμπόρους και τους μικροεπαγγελματίες μεγά­λωσαν τις επιχειρήσεις τους, όχι όμως σημαντικά, τόσο μάλλον που ξεπεράστηκαν από μετοίκους. Πράγματι, οι ιδιοκτήτες των πιο μεγάλων βιοτεχνι­κών επιχειρήσεων, με δεκάδες δούλους, ανήκαν σε μετοίκους.

Οι πιο σημαντικοί τραπεζίτες ήσαν απε­λεύθεροι δούλοι που εξομοιώνονταν με μετοίκους. Οι μέτοικοι όμως δεν μετείχαν στον δημόσιο Βίο, έτσι δεν επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις. Οι κοινωνι­κές δυνάμεις που αντιστέκονταν στις δημοκρατικές προόδους ήσαν αριστοκράτες, ιδιοκτήτες γαιών και δούλων, τους οποίους ενοικίαζαν.

Το αθηναϊκό κράτος ήταν τύπου πόλεως, πιο διαδεδομένου και πιο εξελιγμένου στον ελλη­νικό κόσμο. Τα κράτη αυτού του τύπου είχαν ως αν­θρώπινη βάση τους μια κοινότητα με πολιτιστική συνοχή και ενδοστρέφεια, μικρό πληθυσμό και περιορισμένο έδαφος.

Το αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέ­στερο ελληνικό (μαζί με το κράτος των Συρακουσών), έφθασε να έχει, το 431 π.κ.ε. το πολύ πολύ, 318.000 κα­τοίκους (165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους. 120.000 δούλους). Κατά τα μέσα του 4ου αιώνα είχε πληθυ­σμό της τάξης των 250.000 (93.000 Αθηναίους, 20.000 μετοίκους). Οι Αθηναίοι πολίτες, δηλαδή οι ενήλι­κοι άρρενες της κοινότητας, ήσαν περίπου 45.000 το 431 π.κ.ε. 31.000 το 322 π.κ.ε.

Το μικρό μέγεθος του πολιτικού σώματος και οι μικρές αποστάσεις επέτρεψαν στην αθηναϊκή δημοκρατία να γίνει και να μείνει άμεση και όχι αντιπροσωπευτική.

Το αθηναϊκό κράτος αριθμούσε κατά τα μέσα του 5ου αιώνα 165.000 Αθηναίους, 33.000 μετοίκους και 120.000 δούλους.

Τα ποσοστά των οικονομικών τάξεων μέσα στο σύνολο των πολιτών υπολογίζονται ως εξής: Αυτοα­πασχολούμενοι και ημερομίσθιοι: τον 5ο αιώνα 50-55%, τον 4ον αιώνα από 60 έως 70%. Μεσαία στρώ­ματα: τον 5ο αιώνα 40-45%, τον 4ο αιώνα 24-26%. Ανώτερα στρώματα: 5%. Έτσι εξηγείται η επικράτη­ση των ακραίων δημοκρατικών στις ψηφοφορίες και χειροτονίες στις «εκκλησίες του Δήμου» και στις ψηφοφορίες στα ηλιαστικά Δικαστήρια.

Οι φτωχότεροι Αθηναίοι τρέφονταν με χυλό (από κριθάρι ή στάρι), όσπρια, ελιές, κρεμμύδια, σκόρδα, χόρτα, ξερά σύκα, λίγες ζωικές πρωτεΐνες (αλλαντικά, ξερά ή παστά ψάρια, σπανίως κρέας και φρέσκα ψά­ρια), λάδι, κρασί και ενδύονταν πενιχρά. Παρά ταύτα δεν αντιδρούσαν στην συμμετοχή μετοίκων και δούλων στην αγορά εργασίας. Άλλωστε οι ίδιοι άφηναν χώρο σ’ αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων, προτιμώντας να εισπράττουν τις αποζημιώσεις από ανάληψη κρατικών λειτουργημάτων και συμμετοχή στις «εκκλησίες του Δήμου», καθώς και να λαμβάνουν γεωργικούς κλή­ρους σε εδάφη της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Οι φτωχότεροι μεταξύ των Αθηναίων πολιτών ε­πιδίωξαν και πέτυχαν την πολιτική εξίσωση τους, δεν απαίτησαν όμως και οικονομική ισότητα. Αντί γι’ αυτήν σταθερά προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν εισοδήματα από το κρατικό ταμείο και γεωργική α­ποκατάσταση σε ξένα εδάφη. Για τούτο ψήφιζαν υ­πέρ πολέμων για την επέκταση του ζωτικού χώρου της Αθήνας κατ υπέρ της οικονομικής εκμετάλλευ­σης των συμμάχων.

Οι μέτοικοι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία, ενώ ορισμένοι δούλοι να έχουν χρηματική περιουσία.

Η κατάσταση των μέσων παραγωγής, που ίσχυε στον Ελληνικό κόσμο κατά το κρίσιμο χρονικό διά­στημα, σαφώς εμπόδισε την αθηναϊκή δημοκρατία να καταργήσει την δουλεία. Πράγματι, με τις τότε τε­χνολογικές συνθήκες, καμιά κοινωνία δεν μπορού­σε να μη χρησιμοποιεί δούλους στην παραγωγική διαδικασία. (Σήμερα χρησιμοποιεί υπαλλήλους/εργάτες).

Αθηναϊκή και νεότερη δημοκρατία.

Οι θεσμοί της αθηναϊκής δημοκρατίας εν μέρει μοιάζουν με τους θεσμούς της νεότερης δημοκρα­τίας, εν μέρει διαφέρουν από αυτούς. Κοινά γνωρίσματα της αθηναϊκής δημοκρατίας κατ των νεοτέρων δημοκρατιών είναι (1) η λαϊκή κυριαρχία, (2) η ισότητα των πολιτών. (3) η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών.

Οι διαφορές τους προκύπτουν από το γεγονός ότι η αθηναϊκή δημοκρατία αλλού ήταν πιο προωθη­μένη από την σημερινή και αλλού υστέρησε σε σύ­γκριση με αυτή. Η αθηναϊκή δημοκρατία εφάρμοσε την λαϊκή κυριαρχία όχι δι’ αντιπροσώπων, αλλά άμεσα: ήταν όχι κυβέρνηση από τον λαό για τον λαό, αλλά κυβέρ­νηση του λαού για τον λαό. Το κράτος δεν διακρινόταν από τους πολίτες, αλλά ταυτιζόταν με αυτούς, καθώς αυτοί νομοθετούσαν, κυβερνούσαν και δίκαζαν. Οι πολίτες δεν ήσαν μόνον ίσοι, αλλά και εί­χαν ίσες ευκαιρίες προκειμένου να ασκήσουν τα δι­καιώματα τους. Έτσι συμμετείχαν στα κοινά ενεργώς και ήσαν πλήρως ενήμεροι για όλες τις δημόσιες υποθέσεις. Οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονταν από τους ίδιους μέσα στον «Δήμο».

Αντίστροφα, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν κατάρ­γησε την δουλεία, δεν εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και υπήρξε πολύ φειδωλή στην παροχή πο­λιτικών δικαιωμάτων σε μετοίκους. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη κατ τα εξής: 1) Μία από τις σπου­δαίες νεότερες δημοκρατίες άργησε πολλές δεκαε­τίες να καταργήσει την δουλεία, οι πιο προχωρημέ­νες νέες δημοκρατίες εξίσωσαν τις γυναίκες κατά τις δεκαετίες του μεσοπολέμου κατ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ότι η πολιτογράφηση μεταναστών δεν γίνεται εύκολα ούτε και σήμερα.

2) Η α­θηναϊκή δημοκρατία δέχθηκε στο έδαφος της πλήθη μετοίκων και τους έδωσε κάθε ελευθερία για να ασκούν τις δικές τους λατρείες και να τηρούν τα έθιμά τους μαζί με το δικαίωμα να ασκούν οποιαδή­ποτε οικονομική δραστηριότητα και να πλουτίσουν, ε­κτός του να αποκτούν ακίνητη περιουσία. Μέτοικοι έγιναν ισχυρότεροι από Αθηναίους σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς. Οι ημερομίσθιοι μέτοικοι α­μείβονταν ίσα με τους Αθηναίους. Αναφορικά με τους δούλους, πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση των δούλων βελτιώθηκε στην δημοκρατική Αθήνα, εκτός εκείνων που εργάζονταν στα λατομεία και στα μεταλλεία. Δημιουργήθηκε κατηγορία δούλων που είχαν δικαίωμα να σχηματίσουν μικρή χρηματική περιουσία και να ντύνονται όπως οι ελεύθεροι. Ποινικοποιήθηκαν ως υβριστικές, σωματικές βλάβες δούλων από τους κυρίους τους.

Η ΔΟΜΗ ΤΑ ΌΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΆ.

Η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών δημιουργήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους. Η αρχαία δημοκρατία δεν χρειάστηκε να την εφεύρει, επειδή η συγκέντρωση όλων των εξουσιών σ’ ένα μόνο όργανο του κράτους, το «Δήμο», δεν καταπίεζε τον πολίτη, δεδομένου ότι οι πολίτες ήταν το κράτος, όταν ελάμβαναν πο­λιτικές ή διοικητικές αποφάσεις σε μια «εκκλησία του Δήμου» ή δίκαζαν ως μέλη ενός ηλιαστικού δικαστηρίου. Ο «Δήμος» ήταν ο Νομοθέτης, η Κυβέρνηση και το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι πολίτες τον αντιλαμβά­νονταν ως μονάρχη.

Οι περισσότερες υποθέσεις δικάζονταν από ηλιαστικά δικαστήρια που αντιπροσώπευαν τον «Δήμο».

Ένα αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών, η «Βουλή», που είχε 500 κληρωτά μέλη, βοηθούσε το «Δήμο». Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και είχε τον κύριο ρόλο στην διοίκηση του κράτους. Επό­πτευε και συντόνιζε τους «άρχοντες», είχε όμως και μερικούς δικούς της τομείς δράσεως, ιδίως τον το­μέα των ναυτικών εξοπλισμών.

Οι «άρχοντες» δεν ήρχαν. Ο «Δήμος» δεν είχε ε­μπιστοσύνη στους πολίτες που καταλάμβαναν κά­ποιο αξίωμα: τους έβλεπε ως δυνάμει τυράννους. Σοφίστηκε πλείστα όσα μέτρα για να τους κάνει α­κίνδυνους. Αφαίρεσε εξουσίες από τους «άρχο­ντες» που κληρονόμησε από το προηγούμενο πο­λίτευμα: τον «Άρχοντα», τον «Πολέμαρχο», το «Βα­σιλέα» και τους έξι «θεσμοθέτες». Αντικατέστησε την εκλογή ως μέσον αναδείξεως «αρχόντων» και «βουλευτών» με την κλήρωση. Ίδρυσε πλήθος νέ­ων αρχών, με δεκάδες μέλη στις περισσότερες.

Τον 4ο αιώνα π.κ.ε. υπήρχαν στην Αθήνα 700 «άρχο­ντες». Τα μέλη των πολυμελών αρχών ήσαν ισοδύ­ναμα και συνυπεύθυνα. Κάθε αρχή είχε ένα ελάχι­στο μέρος από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες και καμία πραγματική εξουσία. Οι «άρχοντες» ελέγχο­νταν συνεχώς από τον «Δήμο», την «Βουλή» και τους πολίτες και λογοδοτούσαν στο τέλος της ετήσιας θη­τείας τους. Ο έλεγχος του «Δήμου» και η καχυπο­ψία των πολιτών βάραινε πιο πολύ επί των λίγων «αρχόντων» που δεν κληρώνονταν, αλλά εκλέγο­νταν και επανεκλέγονταν χωρίς περιορισμό: των «Στρατηγών».

Πολλοί «Στρατηγοί» δικάστηκαν από το «Δήμο» ή από ηλιαστικό δικαστήριο. Όχι λίγοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ή άλλες βαριές ποινές. Κεντρικό και μόνιμο όργανο του αριστοκρατικού πολιτεύματος, ο «Άρειος Πάγος», αποδυναμώθηκε πρώτα από τον Σόλωνα, το 593 π.κ.ε., επί δημοκρα­τίας από τον Εφιάλτη και τον Περικλή, το 462 π.κ.ε., που του άφησαν μόνον την εκδίκαση των ανθρωπο­κτονιών εκ προμελέτης, των εμπρησμών, δηλητη­ριάσεων και πράξεων ασεβείας. Από τις τάξεις των Αρεοπαγιτών, που ήσαν όλοι όσοι είχαν διατελέσει «εννέα άρχοντες», λαμβάνονταν οι 51 «Εφέται» που εκδίκαζαν αθέλητες ανθρωποκτονίες πολιτών και όλες ας ανθρωποκτονίες μετοίκων, παρεπιδημούντων, δούλων.

Πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή δημοκρατία. Η νομοθεσία.

Στην νομοθεσία ελάμβανε μέρος: κάθε πολίτης, ο «Δήμος» και η «Βουλή». Κάθε πολίτης είχε δικαί­ωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος», ο «Δήμος» παρέπεμπε το σχέδιο του «ψηφίσματος» στη «Βου­λή», η «Βουλή» εξέταζε το σχέδιο από άποψη νο­μιμότητας, το διατύπωνε νομοτεχνικά και το επέ­στρεφε στο «Δήμο». Ο «Δήμος» αποφάσιζε με ψη­φοφορία ή με χειροτονία. Τα «ψηφίσματα» ρύθμιζαν υποθέσεις άνισης σημασίας: πράγματι, ισοδυ­ναμούν άλλα με δικές μας τροποποιήσεις Συντάγματος, άλλα με δικούς μας οργανικούς νόμους, άλ­λα με δικούς μας κοινούς νόμους, άλλα με δικά μας διατάγματα, άλλα με δικές μας υπουργικές αποφά­σεις. Η χρήση του όρου «ψήφισμα» για όλες τις α­ποφάσεις του «Δήμου», ανεξαρτήτως σημασίας, προκαλούσε για αρκετό καιρό σύγχυση, έως ότου συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη να διακριθούν μετα­ξύ των «ψηφισμάτων» εκείνα που είχαν ευρύτερο και διαρκέστερο αντικείμενο.

Αυτά ονομάστηκαν «νόμοι», όπως ονομάζονταν παλαιότερα οι νομοθε­τικές ρυθμίσεις συντακτικού περιεχομένου του Δράκοντα, του Σόλωνα, του Κλεισθένη. Έπειτα κα­θιερώθηκε ειδική αγωγή κυρώσεως «ψηφισμάτων» που έρχονταν σε σύγκρουση με «νόμους», η «γρα­φή παρανόμων». Αυτή όμως η αγωγή δεν περιοριζόταν μόνον στην ακύρωση ενός «ψηφίσματος»: συ­νεπαγόταν επίσης Βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που εισηγήθηκε το πάσχον «ψήφισμα», κα­θώς και εναντίον του προέδρου της «εκκλησίας του Δήμου», αν άφησε να διαπραχθεί κάποια Οικονομι­κή παρατυπία. Έτσι, έγινε επικίνδυνη ακόμη και μία πρόταση να αλλάξει ένας παλαιός «νόμος» που κρινόταν γενικά απαρχαιωμένος ή Βλαβερός.

Ο «Δήμος» δεν εμπιστευόταν τους πολίτες που έπαιρναν αξιώματα και σοφιζόταν διάφορα μέτρα για να τους κάνει ακίνδυνους.

Για να αδρανοποιήσουν την «γραφή παρανόμων» σε περιπτώσεις που εμπόδιζε την εκκαθάριση του σώματος των νόμων ή την κατάργηση άχρηστων ή Βλαβερών νόμων και εν γένει την εξέλιξη της νομοθεσίας, οι Αθηναίοι εφάρμοσαν τις ακόλουθες μεθόδους. Πρώτα, μεταξύ του 410 και του 403 π.κ.ε., ανέθεσαν σ’ επιτροπές πολιτών που κληρώθηκαν μεταξύ των «ηλιαστών» και στην «Βουλή» να εκκα­θαρίσουν το σώμα των έως τότε ισχυόντων «νόμων» που προέρχονταν είτε από τον Δράκοντα, τον Σό­λωνα και τον Κλεισθένη είτε από μετακλεισθένεια «ψηφίσματα».

Στην αρχή του 4ου αιώνα καθιερώ­θηκε μια διαδικασία τακτικής εκκαθαρίσεως «νό­μων», που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, στην αρ­χή του πολιτικού έτους. «Εκκλησία του Δήμου» με συμμετοχή τουλάχιστον 6.000 πολιτών αποφαινόταν χωριστά για τον καθένα από τους υπό κρίση «νό­μους», εάν έπρεπε να διατηρηθεί ή να τροποποιη­θεί. Στην συνέχεια, κάθε πολίτης που είχε σχετική γνώμη την διατύπωνε γραπτά σε σανίδα που αναρτιόταν σε πολυσύχναστο μέρος της πόλεως. Το θέμα επαναφερόταν σ’ επόμενη «εκκλησία του Δήμου», για να αποφασίσει αυτή εάν θα το παρέπεμπε ή ό­χι στην αναθεωρητική επιτροπή «Νομοθετών».

Εάν αυτή η «εκκλησία του Δήμου» αποφάσιζε καταφα­τικά, κληρώνονταν 501 ή 1.001 «Νομοθέται» μετα­ξύ των «ηλιαστών». Οι «Νομοθέται» αποφάσιζαν, α­φού ελάμβαναν υπόψη τις γραπτές προτάσεις που είχαν κάμει οι πολίτες υπέρ της διατηρήσεως ή υ­πέρ της αναθεωρήσεως κάθε υπό κρίση «νόμου» και άκουγαν τους υπερασπιστές των κρινόμενων «νό­μων» που είχε ορίσει η «Εκκλησία του Δήμου». Πε­ρί τα μέσα του 4ου αιώνα π.κ.ε. καθιερώθηκε ακόμη μία διαδικασία καταργήσεως ή αναθεωρήσεως ή α­ντικαταστάσεως ενός συγκεκριμένου «νόμου» οπο­τεδήποτε έκανε σχετική εισήγηση ένας πολίτης μιλώντας σ’ «εκκλησία του Δήμου». Αυτή, αν ενέκρι­νε το νομοσχέδιο του πολίτη, το παρέπεμπε σε «Νο­μοθέτες» που κληρώνονταν για την συγκεκριμένη υ­πόθεση. Εκείνοι, είτε ενέκριναν χωρίς τροπολογίες το νομοσχέδιο είτε το απέρριπταν.

Στην διοίκηση εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βου­λή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες».

Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον «Δήμο», η «Βουλή» και οι «άρ­χοντες» ήσαν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου», που ήταν και νομοθέτης και κυβερ­νήτης. Από την αρχή της δημοκρατίας και για πο­λύ καιρό, ο «Δήμος» εννοούσε να εκδίδει «ψηφίσματα» για υποθέσεις εκτελεστικής και διοικητικής φύσεως, προκαλώντας προβλήματα, καθώς οι μεν δημοκρατικές εξελίξεις σε βάθος και σε πλάτος δι­εύρυναν το πεδίον της διοικήσεως, αύξαναν και ενέτειναν τις διοικητικές λειτουργίες, οι δε «άρχο­ντες» αποδυναμώνονταν.

Βαθμιαία ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεως του σε διοικητικές πράξεις, διατήρησε όμως αμείωτη την τάση του να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρό­τερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσε­ων κατ των πολεμικών δαπανών και, ακόμη, να δι­ευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η καχυποψία του «Δήμου» για τους «άρχοντες» τον εμπόδιζε να δημιουργήσει ιεραρχία μεταξύ των «Στρατηγών» και μεταξύ των οικονομικών «αρχόντων». Μόνο σε στιγμές οικονομικής δυσπραγίας δημιουργήθηκε, για πρώτη φορά, το 354 π.κ.ε. οικονομική αρχή, μο­νομελής, αιρετή και με τετραετή θητεία, η οποία συντόνισε με επιτυχία τις λοιπές οικονομικές αρ­χές, κληρωτές, πολυμελείς και ετήσιες, και δημι­ούργησε περισσεύματα. Παρά την επιτυχία της, αυ­τή η αρχή καταργήθηκε μετά τη δεύτερη τετραετία της. Το 338 ή το 334 π.κ.ε. υπό το βάρος της ήττας στην Χαιρώνεια, οι Αθηναίοι προχώρησαν στην ί­δρυση κεντρικής οικονομικής αρχής, που επίσης είχε επιτυχία.

Τα μέλη των αθηναϊκών δικαστηρίων δεν είχαν ειδική μόρφωση. Γνώριζαν, όμως, καλά τους νόμους, αφού αυτοί νομοθετούσαν.

Η δικαιοσύνη

Όργανα με αρμοδιότητες δικαστηρίων ήσαν ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, που ήταν απορ­ροή και σύνοψη του «Δήμου», η «Βουλή», ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και μερικοί ετήσιοι κληρω­τοί «άρχοντες», με πρώτους τους «Ένδεκα». Στην περίπτωση του «Δήμου» η δικαστική του εξουσία συνέπιπτε με τη νομοθετική του και την εκτελεστική του. Αλλά ο «Δήμος» πολύ σπάνια άσκησε τις δικαστικές δικαιοδοσίες του τον 5ον αιώνα και κα­θόλου τον 4ο. Όλα τα άλλα δικαστήρια ήταν αυτό­νομα και κυρίαρχα.

Μάλιστα τα ηλιαστικά, ο «Άρειος Πάγος», οι «Εφέται» και, εν μέρει, οι «Ένδεκα», εξέδιδαν μη εφέσιμες αποφάσεις. Το α­ντίθετο ίσχυε για τις δικαστικές αποφάσεις της «Βουλής» και των δικαστηρίων των «αρχόντων». Ο «Δήμος», τα ηλιαστικά δικαστήρια, ο «Άρειος Πά­γος», οι «Εφέται», οι «Ένδεκα» μπορούσαν να επι­βάλουν ποινές θανάτου, δημεύσεως περιουσίας, ε­ξορίας, στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ τα άλλα δικαστήρια, ακόμη και η «Βουλή» δεν μπο­ρούσαν να επιβάλουν παρά χρηματικά πρόστιμα.

Κανένα μέλος κανενός αθηναϊκού δικαστηρίου δεν είχε ειδική μόρφωση. «Ηλιασταί», «Αρεοπαγίται», «Εφέται» ήσαν κοινοί πολίτες. Παρά ταύτα, γνώριζαν καλά τους νόμους, αφού οι ίδιοι τους νομοθετούσαν στο «Δήμο» κατ τους εφάρμοζαν στα δικαστήρια. Από την άλλη μεριά όμως παρασύρο­νταν από τις ατομικές πολιτικές τάσεις τους και τις ψυχολογικές παρορμήσεις. Οι προδικαστικές και δικαστικές διαδικασίες ή­σαν απλές, αλλά και απλοϊκές, όταν θεωρούνται εκ των υστέρων, και μάλιστα από την δική μας οπτική γωνία. Ωστόσο υπήρχαν νόμοι που καθιέρωναν όλες τις δικές μας αρχές περί δικαιωμάτων του κατηγο­ρουμένου ή εναγομένου.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η Αθηναίων πολιτεία λειτουργούσε με θεσμούς άμεσης δη­μοκρατίας.

Με την κλήρωση «από κυάμων», αντί της εκλο­γής, στα περισσότερα αξιώματα και με το μισθό για την άσκηση των πολιτειακών λειτουργημάτων διασφάλιζαν την ισότητα: την ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια πράγματα. Και η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση. Έτσι, στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή, στην Ηλιαία και στα υπόλοιπα συλλογικά όργανα, οι Αθηναίοι πολίτες μετείχαν απ’ ευθείας, δηλαδή αυτοπροσώπως. Η δε συμμετοχή τους στα κοινά ή­ταν συνεχής και καθημερινή.

Στην αθηναϊκή δη­μοκρατία ο θεσμός της αντιπροσώπευσης και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής ήταν άγνωστος.

Κατ’ εξαίρεση γινόταν με εκλογή η ανάδειξη σε αξιώματα που «εδέοντο εμπειρίας και τέχνης», ό­πως στην περίπτωση των δέκα στρατηγών. Είναι, πά­ντως, προφανές ότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρα­τίας ήταν συνυφασμένοι με την «πόλη-κράτος», ενώ στα μεγάλα κράτη της εποχής μας ισχύει η έμμεση δημοκρατία της «Βουλής των αντιπροσώπων», όπου οι «αντιπρόσωποι» του λαού μπορούν να θέλουν ο­τιδήποτε «εν ονόματι», «αντί» και «για λογαριασμό» των εκλογέων τους, χωρίς να λογοδοτούν απέναντι τους για γνώμη ή ψήφο, ως μονή δε «κύρωση» υ­πάρχει το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής τους.

Οι «νομοθέτες» θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστούν με την σημερινή επιστημονική υπηρεσία της Βουλής

Η κυρίως νομοθετική διαδικασία.

Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων α­πό την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας. Κατά την έναρξη του βουλευτικού έτους η Εκκλησία του Δήμου αποφάσιζε για την ανάγκη ψήφισης νέων νόμων ή ψηφισμάτων («επιχειροτονία νόμων»). Η απόφαση αυτή είχε χαρακτήρα ουσιαστικά κυ­βερνητικό: προϋπέθετε την πολιτική επιλογή για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ο ο­ποίος χωρίς την θέσπιση συναφούς κανόνα δικαίου θα ήταν αδύνατον να πραγματωθεί.

Κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε, ασκώντας νο­μοθετική πρωτοβουλία -που σήμερα, με το αντι­προσωπευτικό σύστημα, ανήκει μόνο στη Βουλή και στην κυβέρνηση1- να υποβάλει γραπτώς πρότα­ση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν για να καταστεί δημοσίως γνωστή. Επι­πλέον η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί, προς μείζονα κατοχύρωση του δικαιώματος της πληρο­φόρησης περί τα κοινά, και στο οίκημα του «επώ­νυμου άρχοντα», ενός από τους εννέα άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση.

Ο πολίτης που ασκούσε νομοθετική πρωτοβουλία αναλάμβανε κατ την ευθύνη για το περιεχόμενο της πρότασης του, πράγμα που αποτυπωνόταν και στο κείμενο του νό­μου: «ειπόντος του τάδε». Αν η πρόταση νόμου α­ποσκοπούσε όχι στην θέσπιση νέων αλλά στην τρο­ποποίηση ισχυουσών ρυθμίσεων, ο εισηγούμενος την πρόταση έπρεπε να την συνοδεύει και με τις τρο­ποποιούμενες διατάσεις. Παρόμοια υποχρέωση ισχύει και στα σύγχρονα πολιτεύματα προς πληρέ­στερη και ακριβέστερη ενημέρωση των μελών του νομοθετικού σώματος.

Η Εκκλησία του Δήμου δεν επιτρεπόταν να νο­μοθετήσει για οτιδήποτε «απροβούλευτον». Διαβίβαζε προηγουμένως την πρόταση νόμου στην Βουλή, η οποία ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει την γνώμη της στην Εκκλησία του Δήμου. Η γνώμη αυτή της Βουλής, το «προβούλευμα», ήταν, με σύγχρονη ο­ρολογία, μία απλή -όχι «σύμφωνη», δηλαδή δεσμευτική- γνώμη, που αποτελούσε όμως ουσιώδη τύπο της νομοθετικής διαδικασίας. Συνιστούσε εγ­γύηση για την Εκκλησία του Δήμου ότι το Ζήτημα είχε ελεγχθεί σε πρώτη επεξεργασία. Η αποφασι­στική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ανή­κε πάντως στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δή­μω δοκεί άριστον είναι». Παρόμοια διαδικασία μιας πρώτης επεξεργασίας των νομοσχεδίων ή προτάσε­ων νόμων ισχύει και σήμερα: η Βουλή συζητεί επ’ αυτών μετά την επεξεργασία τους από τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές («διαρκείς») επιτροπές.

Της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετά­σχει κάθε πολίτης. Στην πράξη πάντως η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολι­τικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χει­ρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προή­δρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε τις ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.

Μετά το 403-402 π.κ.ε. η διαδικασία για την θέσπι­ση νόμων από την Εκκλησία του Δήμου περιέλαβε και ένα ακόμη στάδιο επεξεργασίας των προτάσεων νόμου από ένα πολυμελές συμβούλιο «νομοθετών», δηλαδή δικαστών αναδεικνυόμενων με κλήρωση. Οι «νομοθέτες» αυτοί, λόγω της δικαστικής ιδιότη­τας τους, είχαν καπότα εξοικείωση -όχι εξειδίκευ­ση- με το δίκαιο (αφού ήσαν λαϊκοί, απλοί πολίτες, που αναδεικνύονταν στο δικαστικό αξίωμα είτε με κλήρωση είτε επειδή μετείχαν στο Ηλιαστικό Δικαστήριο βάσει της ιδιότητας τους ως Αθηναίων πο­λιτών). Επιτελούσαν πάντως ένα έργο που θα μπο­ρούσε, κατά κάποιο τρόπο, να παρομοιαστεί με το έργο που επιτελεί σήμερα η επιστημονική υπηρε­σία της Βουλής στη χώρα μας.

Η επεξεργασία των προτάσεων νόμου γινόταν πριν διαβιβαστεί n πρόταση από την Εκκλησία του Δήμου στην Βουλή. Ένα σημείο που πρέπει να τονι­στεί εδώ και που καταδεικνύει το σεβασμό των Αθηναίων στους «πατρώους νόμους» είναι ότι οι «νομοθέτες», πριν εκφέρουν την γνώμη τους ή τις παρατηρήσεις τους επί της προτάσεως νόμου, έπρε­πε να ακούσουν μια επιτροπή πολιτών που ανα­λάμβανε να υποστηρίζει τον παλαιό νόμο έναντι της νέας προτεινόμενης ρύθμισης.

Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»

Δύο «γραφές» – δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα­θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα­τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος: η «γραφή παρανόμων» και η «γραφή νόμον μη επιτήδειον θείναι», που εκδικάζονταν από το δικα­στήριο της Ηλιαίας.

Η «γραφή παρανόμων» ήταν μία δημοσίου δικαί­ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νό­μο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα­τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανό­μων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα­στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.

Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν την λειτουργία του πολιτεύματος.

Η αναστολή διαρκούσε, και στις δύο περιπτώσεις, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από­φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε­ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε­ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»). Αν η δικαστική α­πόφαση επί της «γραφής παρανόμων» ήταν απαλ­λακτική, η νομοθετική διαδικασία συνεχιζόταν ή ο ψηφισθείς νέος κανόνας δικαίου -νόμος ή ψήφισμα-ανακτούσε την ανασταλείσα ισχύ του.

Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» ήταν ε­πίσης δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσε­ως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο­ρούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια­φορά της γραφής αυτής από την «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψη­φίσματα. Οι ποινές επί καταδίκης ήσαν κατά πολύ βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων»: εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έ­τους από την ψήφιση του νόμου.

Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, οι δύο «γραφές» είχαν και ακυρωτικό απο­τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα.

Οι «γραφές» αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρι­σθούν ως διφυή ένδικα βοηθήματα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα. Εκτός από τις ήδη αναφερθείσες «γραφές» υπήρ­χε και η ενώπιον του Ηλιαστικού Δικαστηρίου α­σκούμενη «γραφή» και κατά του Επιστάτη των Πρυ­τάνεων («επιστατική γραφή»).

Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι απο­φάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο κατ επικύρωναν τον θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέ­λη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψηφίσει το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οι ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.

Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» κατ «νό­μον μη επιτήδειον θείναι» δεν ήσαν μόνο κατα­σταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρή­σεως των πολιτικών κατ δικαιικών θεσμών της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτή­ρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπει­λούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτι­κά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για την λειτουργία του πολιτεύματος.

Οστρακισμός.

Προληπτική και κατασταλτική εγγύηση για την λειτουργία του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν και ο θεσμός του οστρακισμού. Βάσει αυτού η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να εξορίζει επί ορισμένο χρό­νο αυτούς που θεωρούσε επικίνδυνους για το πολί­τευμα κατ’ την ασφάλεια της πόλεως, επειδή είχαν α­ποκτήσει κάποια φήμη ή δύναμη στο δημόσιο βίο. Ο οστρακισμός είχε ως δικαιολογητική βάση την α­ποφυγή αποκτήσεως πολιτικής ισχύος. «Ο γαρ οστρακισμός την αυτήν έχει δύναμιν τρόπον τινά, τω κολούειν τους υπερέχοντας». Οι Αθηναίοι πολίτες έγραφαν σε μικρά κεραμίδια (όστρακα) το όνομα ε­κείνου που επιθυμούσαν να απομακρύνουν από την πόλη. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Λόγω της σοβα­ρότητας του ζητήματος, για να ληφθεί απόφαση οστρακισμού, ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθούν έξι χιλιάδες ψήφοι υπέρ ή κατ’ άλλην εκδοχή- η α­πόλυτη πλειοψηφία έτη παρόντων τουλάχιστον έξι χιλιάδων.

Το δικαίωμα και καθήκον αντιστάσεως κατά της καταλύσεως της δημοκρατίας.

Σημαντικός θεσμός για την προστασία του δημο­κρατικού πολιτεύματος υπήρξε και η μέριμνα για την αποτροπή καταλύσεως της δημοκρατίας. Σύμφωνα με το «Ψήφισμα του Δημοφάντου» (410 π.κ.ε.):

«Ἐάν τις δημοκρατίαν καταλύῃ τήν Ἀθήνησιν ἤ ἀρ­χήν τίνα ἄρχῃ καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας, πο­λέμιος ἔστω τῶν Ἀθηναίων καί νηποινί τεθνάτω καί τά χρήματα αὐτοῦ δημόσια ἔστω καί τοῦ θεοῦ τό ἐπιδέκατον, ὁ δέ ἀποκτείνας τόν ταῦτα ποιήσαντα καί ὁ συμβουλεύσας ὅσιος ἔστω καί εὐαγής…».

Ο νό­μος αυτός, πρόδρομος των συγχρόνων προστατευτικών του πολιτεύματος ποινικών διατάξεων που τιμωρούν την «εσχάτη προδοσία», καθιερώνει το δι­καίωμα αντιστάσεως, το οποίο, συνδυαζόμενο με το θαυμασμό κατ’ σεβασμό προς τους τυραννοκτόνους – περίπτωση Αρμοδίου και Αριστογείτονα – αποδεικνύει πόσο περί πολλού είχαν οι Αθηναίοι το πο­λίτευμα τους και τους δημοκρατικούς θεσμούς που αποτέλεσαν την βάση της μεγαλειώδους δημιουργίας τους στον πολιτικό, το φιλοσοφικό, τον καλλιτεχνικό και τον πολιτισμικό εν γένει τομέα.

Το πολίτευμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, παρά τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του και όσα αρνητικά στοιχεία εμφάνισε στην λειτουργία του ή στις σχέσεις του και στην εν γένει συμπεριφορά των Αθηναίων προς άλλες πόλεις-κράτη (π.χ. έναντι των Δηλίων, Μηλίων κ.ά.), υπήρξε αναμφισβήτητα μια πρωτοποριακή ιστορική κατάκτηση της ελληνικής αρχαιότητας.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η αθηναϊκή δημοκρατία εμφανίζεται πρακτικά ως η εξαίρεση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ουσιαστικά η πολιτική συμμετοχή ήταν υπόθεση λίγων ανδρών, των οποίων τα δικαιώματα ολοένα αυξάνονταν όσο η δημοκρατία αποκτούσε στερεές βάσεις. Αν και αριθμητικά ο αθηναϊκός δήμος (το σύνολο των πολιτών) αποτελούσε μια μειοψηφία του πλη­θυσμού της Αθήνας για τα δεδομένα της εποχής, θεωρούνταν εξαιρετικά μεγάλος. Στον ξένο δεν αναγνωρίζονταν και πολλά δικαιώματα, όσο για τούς δούλους, αυτοί πρακτικά δεν είχαν κανένα.

Η γυ­ναίκα αντιμετωπιζόταν ως σύζυγος. μητέρα, αδερφή, κόρη και όχι ως ενεργός και συμμέτοχος πολί­της. Ωστόσο οι τρεις αυτές κατηγορίες του πληθυ­σμού, αν και αποκλείονταν από την πολιτική ζωή, συνέβαλαν σημαντικά σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο και χωρίς αυτούς, τους συχνά «ανώνυμους» κατοίκους της Αττικής. δύσκολα η δημοκρατική Αθήνα θα γινόταν για δυο σχεδόν αιώνες ο πόλος έλξης του ελληνι­κού κόσμου.

Οι Αθηναίοι λοιπόν, χωρισμένοι σε εισοδηματικές τάξεις σύμφωνα με τις οποίες ρυθμίζονταν και τα πολιτικά τους δικαιώματα, αισθάνονταν ότι είναι μέ­λη μιας προνομιούχου κοινωνικής ομάδας, η οποία κρατούσε στα χέρια της κάθε μορφή εξουσίας, ενώ μοιραζόταν με τις άλλες κατηγορίες του πληθυσμού τις υποχρεώσεις της απέναντι στην πόλη.

Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε εισοδηματικές τάξεις, σύμφωνα με τις οποίες ρυθμίζονταν και τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια άμεση δημο­κρατία και στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας η ενεργός συμμετοχή του πολίτη στα κοινά ήταν ζωτικής σημασίας γιατί από αυτή εξαρτιόταν η λει­τουργία του πολιτεύματος. Το περιεχόμενο όμως αυ­τής της συμμετοχής μεταβαλλόταν όσο η δημοκρα­τία εξελισσόταν.

Τα Μηδικά και στη συνέχεια η εξάπλωση της Αθήνας στο Αιγαίο άλλαξαν τις κοινωνικές βάσεις της δημοκρατίας του Κλεισθένη, φέρνοντας στο πολιτικό προσκήνιο τους θήτες που κινούσαν το στόλο. Παρ’ όλο που οι διαφορές ανάμεσα στις ει­σοδηματικές τάξεις ως προς τα πολιτικά δικαιώμα­τα μειώνονταν, δεν συνέβαινε το ίδιο και ως προς τις υποχρεώσεις. Οι πλούσιοι επωμίζονταν σχεδόν όλα τα βάρη των φόρων και των στρατιωτικών δα­πανών. Εξάλλου, η ίδια η πραγματικότητα επέ­βαλλε όρια στην άσκηση μιας άμεσης δημοκρα­τίας: πρακτικά ήταν αδύνατον να συμμετέχουν όλοι, δεδομένου ότι η Αθήνα αριθμούσε την εποχή εκείνη περίπου 40.000 πολίτες.

Ενώ οι διοικού­ντες συνέχιζαν να προέρχονται από τα μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας, παραδοσιακά «εκπαιδευ­μένα» στη διοίκηση του κράτους, ο αστικός δήμος ασκούσε ένα πραγματικό μονοπώλιο σε Βάρος του αγροτικού που ζούσε μακριά από το κέντρο. Οι θήτες ήταν οι μοναδικοί που είχαν πρακτικά τη δυνα­τότητα να συμμετέχουν στις ολοένα αυξανόμενες συνεδριάσεις της Εκκλησίας, της Βουλής και των Δικαστηρίων. Τα μέτρα του Εφιάλτη και ο θεσμός της Μισθοφόρος επί Περικλή κατέστησαν την κυ­ριαρχία του δήμου πιο συγκεκριμένη και ισχυρή. Ταυτόχρονα όμως η άσκηση των πολιτικών δικαιω­μάτων έγινε ισότιμη με ένα «επάγγελμα» και ο έ­λεγχος της λειτουργίας του καθεστώτος ξέφυγε από τους σημαντικούς Αθηναίους.

Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-405 π.κ.ε.) δημιουργήθηκε στην ύπαιθρο και στην πόλη μια τάξη φτωχών που ενδιαφερό­ταν περισσότερο για την καθημερινή της επιβίωση παρά για τον πολιτικό προορι­σμό της δημοκρατίας. Η αδιαφορία αυτή συνοδευό­ταν και από τον ενθουσιασμό που εκδήλωναν για τους νικητές στρατηγούς. Παράλληλα, οι διάφοροι μισθοί (εκκλησιαστικός, θεωρικός) προσέφεραν στους φτωχότερους μια μικρή βοήθεια, ενώ τα πρόστιμα, οι δημεύσεις περιουσιών, οι δίκες κατά των πλουσίων που ολοένα πολλαπλασιάζονταν, αλλά και ο αυξανόμενος επαγγελματικός χαρακτήρας της πολιτικής ζωής υπέθαλψαν την ελεύθερη λειτουρ­γία των πολιτικών θεσμών και ενέτειναν την πολιτική παραίτηση του δήμου.

Στο προσκήνιο της πολιτικής εμφανίστηκαν νέοι άντρες που ορισμένοι εί­χαν αντικείμενο τους να πείθουν, ενώ άλλοι εμφανίζονταν ως ειδικοί σε τεχνικά θέματα. Οι περισσό­τεροι αντλούσαν την περιουσία τους κυρίως από την κατοχή ενός ή περισσοτέρων εργαστηρίων ή από τό­κους δανείων. Επιδέξιοι στην τέχνη του λόγου κα­τάφεραν να μεταχειρίζονται την Εκκλησία σύμφω­να με τα συμφέροντα τους.

Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (τέλη 6ου π.κ.ε. αι.) δικαίωμα Αθηναίου πολίτη είχαν όσοι κα­τάγονταν από άνδρες Αθηναίους που ήταν εγγε­γραμμένοι στους δήμους που δημιούργησε ο Κλει­σθένης. Στη νομιμοποίηση αυτή, από το 451, συμ­μετέχει και η γυναίκα, αφού πολίτες πλέον θεω­ρούνταν μόνο όσοι είχαν και τους δύο γονείς Αθη­ναίους και προέρχονταν από νόμιμο γάμο. Η πόλη ανέθετε στον πατέρα την εξουσία να αναδείξει έναν πολίτη, παρακολουθώντας από κοντά όλη τη διαδι­κασία: δημόσια αναγνώριση του παιδιού, εγγραφή του στη φρατρία, εγγραφή του σε ηλικία 18 ετών στα μητρώα του δήμου του. Ο κάθε Αθηναίος πολίτης λοιπόν είναι ταυτόχρονα μέλος μιας οικογένειας, ενός γένους, μιας φρατρίας, ενός δήμου, μιας φυλής.

Στην ύπαιθρο ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καθημερινή τους επιβίωση παρά για τον πολιτικό προορισμό της δημοκρατίας.

Ωστόσο, αυτό που διακρίνει τον Αθηναίο ως πολί­τη από κάθε άλλη κατηγορία του πληθυσμού είναι η συμμετοχή του στην πολιτεία, δηλαδή στην οργά­νωση των εξουσιών. Η πολιτεία ορίζει τη λειτουργία των κυριοτέρων οργάνων της, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει κανείς σε αυτά, καθώς και τον τρόπο εκλογής και ελέγχου των αρχόντων. Οι άρχοντες ε­πιλέγονταν δια κλήρου. Όλες οι αρχές ήταν συλλο­γικές, ενιαύσιες και όλοι οι αξιωματούχοι λογοδοτούσαν στο τέλος της θητείας τους στο δήμο. Οι άρ­χοντες δεν διατηρούσαν προσωπική εξουσία. Πρα­κτικά ήταν δημόσιοι λειτουργοί που ελέγχονταν ακατάπαυστα και απειλούνταν συνεχώς με καθαίρε­ση.

Για ορισμένα ωστόσο αξιώματα, όπως του στρα­τηγού, δεν είχαν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώμα­τα: η εκλογή γινόταν με ψηφοφορία και μόνο όσοι προέρχονταν από τις πλουσιότερες εισοδηματικές τάξεις μπορούσαν να εκλεγούν. Το δικαίωμα του πολίτη να αποφασίζει ασκούνταν στη συνέλευση του δήμου και το δικαίωμα του να δικάζει ασκού­νταν στα δικαστήρια. Νομικά, μόνο ο πολίτης απο­λάμβανε απεριόριστη νομική ικανότητα την οποία έχανε μόνο όταν στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα. Οικονομικά, είχε το δικαίωμα να κατέχει γη και απαλλασσόταν από κάθε σταθερό άμεσο φόρο. Οι εύποροι επιφορτίζονταν με πρόσθετα οικονομι­κά βάρη όπως ήταν οι λειτουργίες (δημόσιες δαπά­νες) κατ οι εισφορές (φόρος που επιβαλλόταν κυρίως σε περίοδο πολέμου). Με την ιδιότητα του πολίτη συνδεόταν άμεσα και η υπηρε­σία του στον πόλεμο είτε ως πολίτη είτε ως ναύτη. Ως πολίτης ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει στις δημόσιες εορτές και λατρείες της πόλης του.

Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν στηριζόταν στην αρχή της ισομοιρίας, αλλά στις αρχές της ισονομίας, της ισοτιμίας και της ισηγορίας.

Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν επιδίωξε να εξαλείψει τις κοινωνικές ή οικονομικές ανισότητες (κάτι τέτοιο για τους Αθηναίους θα οδηγούσε μοιραία σε τυραννία). Πέτυχε ωστόσο να εγκαθιδρύσει ένα σύ­στημα πολιτικής ισότητας το οποίο εξασφάλιζε την κοινωνική γαλήνη και ισορροπία και το οποίο δεν στηριζόταν στην αρχή των ίσων δικαιωμάτων (ισο­μοιρία), αλλά σε τρεις άλλες εξίσου σημαντικές αρ­χές: την ισονομία, την ισοτιμία, και την ισηγορία. Η βάση αυτής της πολιτικής ισότητας κατ κατ’ επέ­κταση της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η κυριαρχία του δήμου, η οποία εκφραζόταν κυ­ρίως δια μέσου των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής, των δικαστηρίων και των αρχόντων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να διοικεί, να αποφασίζει και να δικάζει. Αυτά είναι τα τρία στοιχεία που δηλώνουν τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα.

Κανένα από αυτά τα τρία δικαιώματα δεν απολάμβανε η Αθηναία. Γι’ αυτό και νομικά θεωρούνταν «ανήλικη» και βρισκόταν υπό την κηδεμονία ενός άνδρα (πατέρα, συζύγου, αδερφού ή γιου), χωρίς την συγκατάθεση του οποίου δεν μπο­ρούσε να κατέχει περιουσία, να απευθυνθεί μόνη της σε δικα­στήρια, να συνάψει συμβόλαιο ή να παντρευτεί.

Θεωρητικά, η Αθηναία παρέμενε στο σπίτι της. Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε ούτε να υπερεκτιμούμε αυτόν τον έγκλειστο βίο της, ο ο­ποίος δεν αφορά σε νομικά μέτρα, αλλά σε κοινω­νικές πρακτικές. Πράγματι, η πλειοψηφία των γυ­ναικών της «μεσαίας τάξης», αν και δεν έλειπαν οι προφάσεις ή οι ευκαιρίες «διαφυγής» από το σπίτι τους (θρησκευτικές εορτές, Ουσίες), τον περισσότε­ρο χρόνο τους τον περνούσαν μέσα σε αυτό. Ωστό­σο, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις και κατηγορίες γυναικών που είχαν ελευθερία και οικονο­μική ανεξαρτησία.

Η παντρεμένη γυναίκα, δεδο­μένου ότι ο άντρας ήταν απασχολημένος με την ερ­γασία του ή με την τρέχουσα πολιτική, διαχειριζόταν με απόλυτη εξουσία τον οίκο της (η προίκα άλ­λωστε την αναβάθμιζε κοινωνικά), δραστηριότητα ιδιαίτερα σημαντική για την ζωή της οικογένειας. Όταν μάλιστα ο σύζυγος απουσίαζε σε εκστρατεία έπρεπε να συντηρεί παιδιά και δούλους, ενώ οι χή­ρες διαχειρίζονταν την περιουσία των παιδιών τους μέχρι να ενηλικιωθούν. Οι φτωχές Αθηναίες συ­χνά ήταν αναγκασμένες να εργάζονται (τροφοί, μεταπράτριες στα χωράφια κ.ά.). Οι πλούσιες απο­λάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία (δύσκολα φανταζόμαστε την Ελπινίκη, αδελφή του Κίμωνα, περιο­ρισμένη στο σπίτι ή την Ασπασία του Περικλή).

Από τα τέλη του 5ου π.κ.ε. αι. ε­ξάλλου οι γυναίκες απέκτησαν πιο ελεύθερες συ­νήθειες και συνευρίσκονταν συχνότερα με άντρες. Αν και η δημοκρατική Αθήνα απέκλειε την γυναί­κα από τις πολιτικές συζητήσεις και αποφάσεις, της απέδιδε ωστόσο μια εξέχουσα θέση στη διαχείριση του οίκου και κυρίως στην αναπαραγωγή της πολιτι­κής κοινότητας (από το 451 και έπειτα). Έτσι, η γυ­ναίκα «πολίτης» με την τεκνοποίηση γνήσιων παι­διών ανήκε στην πόλη και με τη συμμετοχή της στις δημόσιες λατρείες ενσωματωνόταν στην κοινότητα.

Αντίθετα ο ξένος που εγκαθίστατο στην Αθή­να (μέτοικος) παρέμενε έξω από την κοινό­τητα των Αθηναίων. Εγγραφόταν στους κα­ταλόγους του δήμου στον οποίο κατοικούσε, κατέβαλλε ετήσιο τακτικό φόρο, το μετοίκιον (12 δραχμές οι άνδρες και 6 οι γυναίκες) και είχε τις ίδιες στρατιωτικές και οικονομικές υποχρε­ώσεις με τον πολίτη. Οι πλουσιότεροι συμμετείχαν στις εισφορές και αναλάμβαναν ορισμένες λειτουρ­γίες, υπηρετούσαν ως οπλίτες, ενώ οι υπόλοιποι στο ελαφρύ πεζικό ή στο στόλο.

Όλοι απολάμβαναν την προστασία των δικαστηρίων της Αθήνας, στα οποία (τον 5ο τουλάχιστον αιώνα) έπρεπε να αντιπροσω­πεύονται από έναν πολίτη Αθηναίο. Οι μέτοικοι δεν είχαν δικαίωμα να είναι ιδιοκτήτες γης στην Αττική, γι’ αυτό συγκέντρωναν τις προσπάθειες τους στη βιοτεχνία, στο εμπόριο, στην οικονομία. Ω­στόσο, υπήρχαν κατ οι «διανοούμενοι» που τους προσείλκυε η φήμη των φιλοσοφικών σχολών, ό­πως υπήρχαν κατ οι πολιτικοί πρόσφυγες. Αν και η συμμετοχή τους στη ζωή της πόλης συνεχώς αυξα­νόταν ακόμη και μέχρι τα τέλη του 4ου αι., το δι­καίωμα του πολίτη δινόταν σε ένα μέτοικο με εξαιρετική φειδώ. Και παρ’ όλο που η σχέση τους με τους πολίτες ήταν ιδιαίτερα στενή, ανάμεσα τους υπήρχε το αξεπέραστο εμπόδιο των πολιτικών δικαιωμάτων. Οι Αθηναίοι άλλωστε δεν παρέλειπαν ποτέ να τους υπενθυμίζουν την ξενική τους καταγωγή.

Ξενική καταγωγή είχαν και οι δούλοι. Στην πρά­ξη o δούλος αποτελούσε ένα ιδιωτικό περιουσιακό στοιχείο, αν και του επιτρεπόταν να κατέχει χρήμα­τα ή άλλα αγαθά. Οποιαδήποτε νομική πράξη που τον αφορούσε ασκούνταν μόνο από τον κύριο του. Παρ’ όλο που ο νόμος απαγόρευε να σκοτώσει κά­ποιος ένα δούλο χωρίς αιτία, η προβλεπόμενη «τι­μωρία» ήταν να υποβληθεί ο υπαίτιος στην ιεροτε­λεστία του εξαγνισμού. Ο καθένας μπορούσε να διαθέτει το δούλο του όπως επιθυμούσε: να τον ε­νοικιάσει, να τον δώσει ως ενέχυρο, να τον πουλή­σει, να τον βασανίσει, να τον κτυπήσει.

Το ερώτημα πώς συμβιβάζονταν η δουλεία με την δημοκρατία δεν έπαψε να απασχολεί όσους βλέ­πουν στο αθηναϊκό πολίτευμα ένα καθεστώς ισότη­τας. Οι δούλοι δεν απάλλασσαν εντελώς τους πολί­τες από την εργασία. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αθηναίων ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται για να ζήσουν, ακόμη και όταν αγόραζαν έναν ή δύο δού­λους για να τους βοηθούν. Η δουλεία αποτέλεσε α­παραίτητο συμπλήρωμα της δημοκρατίας όταν εξα­φανίστηκε από την Αθήνα η εξάρτηση των αγρο­τών.

Με την πολιτική του Σόλωνα και του Πεισίστρα­του δεν ήταν πλέον δυνατό στους μεγάλους ιδιο­κτήτες γης να απευθύνονται στην εργασία των ε­λεύθερων αγροτών και έπρεπε να βρουν αλλού τα εργατικά χέρια που χρειάζονταν. Η διαδικασία αυτή, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του αθηναϊκού εμπορίου είχε αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των δούλων. Τους βρίσκουμε στα ορυχεία, στα ναυπηγεία, στα δημόσια εργοτάξια, στα εργα­στήρια της πόλης, στους αγρούς, όπως και σήμερα.

Οι γυναίκες χρη­σιμοποιούνταν ή ως οικιακές βοηθοί ή στα υφαντουργεία, και βέβαια ως πόρνες στα «σπίτια» του Πειραιά. Ωστόσο, αν και το νομικό καθεστώς ήταν το ίδιο για όλους τους δούλους, υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ τους. Η τροφός, ο παιδα­γωγός ή η οικονόμος μοιράζονταν πολύ πιο στενά την ζωή των κυρίων τους από τους δούλους που εργάζονταν κάτω από σκληρές συνθήκες, όπως στα ορυχεία του Λαυρίου, όπως και σήμερα.

Και δεν μπορούμε να παραλεί­ψουμε και τις μεγάλες «δυναστείες» των δούλων τραπεζιτών, οι οποίοι μετά το θάνατο του κυρίου τους, τους διαδέχονταν, εξαγόραζαν την ελευθερία τους και παντρεύονταν τη χήρα. Αν στη δημοκρατική Αθήνα δεν υπήρξαν ποτέ ε­παναστάσεις δούλων, είναι γιατί συχνότατα ήταν βαρβαρικής καταγωγής και δεν αποτέλεσαν ποτέ, με την κυριολεξία του όρου, μια τάξη ή μια ομοιο­γενή ομάδα με κοινά συμφέροντα, άλλωστε δεν τους κακομεταχειρίζονταν και ζούσαν κατά κανόνα, καλή ζωή.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΏΝ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΉ ΕΠΟΧΉ

Το ερώτημα: ποια η λειτουργική σχέση μεταξύ δημοκρατίας και πολιτισμού των Αθηνών, ανάγει σε γενικότερο και προβληματικότερο ζήτημα, σπουδαιότατο για την επιστήμη της Ιστορίας, και διερευνητέο μάλλον από τη σκοπιά της φιλοσοφίας της Ιστορίας. Το προκείμενο Ζήτημα είναι: Υπάρχει στην ιστο­ρική πραγματικότητα επίδραση ορισμένου πολιτι­κού συστήματος, αποτελεσματική για την άνθηση του πολιτισμού, ή συμβαίνει αντίστροφα η κατάστα­ση του πολιτισμού να έχει αποτελεσματική επίδρα­ση για την γένεση ορισμένου πολιτικού συστήματος;

Η λύση του προβλήματος αυτού προϋποθέτει α­ποσαφήνιση της έννοιας του πολιτισμού, ως προς το λογικό της πλάτος. Εάν προϋποθέτουμε, λοιπόν, την ευρεία έννοια του πολιτισμού, τότε και η ίδια η δημοκρατία είναι στοιχείο του πολιτισμού. Και ως στοιχείο του πολιτι­σμού, προσφέρεται η δημοκρατία να αξιολογηθεί για τις συστατικές της ιδιότητες, πολιτικές, δηλαδή, και ηθικές.

Από την άποψη αυτή διαθέτει και σπάνιους τίτ­λους η αθηναϊκή δημοκρατία του Περικλέους, ως καίριο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού, όσο και αν είναι απόληξη προγενέστερων φάσεων του ελ­ληνικού πολιτικού βίου, μάλιστα όχι μόνο στην Αττική με τον Σόλωνα και τον Κλεισθένη, αλλά και στην Σπάρτη με τη νομοθεσία του Λυκούργου, και πριν ακόμη σε πόλεις της Ιωνίας.

Αναμφίβολα, στην αθηναϊκή δημοκρατία του Πε­ρικλέους είχε σε μέγιστο βαθμό εξασφαλιστεί, όχι νομικά μόνο, αλλά και οικονομικά, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, πλουσίων ή φτωχών, στο δημόσιο βίο, εφαρμόζονταν αρά και οι αρχές της πο­λιτικής δημοκρατίας, η ισηγορία και ισοπολιτεία. Άλλωστε, δεν υπήρχαν τότε η τηλεόραση και το ραδιόφωνο και η καταλυτική της ισηγορίας λει­τουργία τους. Εξάλλου, οι φτωχοί πολίτες δεν ήταν αφημένοι στην τύχη τους ως προς το βιοπορισμό τους και ως προς τις πνευματικές απολαύσεις. Πα­ρεχόταν σ’ αυτούς εργασία, είτε με τη ναυτολόγηση τους συχνά είτε με την απασχόληση τους σε δημόσια έργα. Χορηγούνταν σ’ αυτούς χρηματικοί πόροι με την «μισθοφόρο» ή και με τα «θεωρικά», ώστε και να μετέχουν κάπως στην πνευματική πανδαισία των α­θηναϊκών δημόσιων εορτών.

Εξάλλου, δεν έλειπαν τα ελαττώματα και οι α­μαρτίες από την αθηναϊκή δημοκρατία. Πολύ γνω­στές είναι κάποιες σφαλερές ή εγκληματικές απο­φάσεις του λαού των Αθηνών, ως κυρίαρχου οργάνου της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ορισμένες από αυτές σε θέματα εξωτερικής πολιτικής υπήρξαν ολέθριες, άλλες υπήρξαν ατιμωτικές για την πόλη των Αθη­νών, όπως οι καταδίκες του Μιλτιάδου, των στρατη­γών της ναυμαχίας των Αργινουσών, του Σωκράτους και άλλων, οι διώξεις του Θεμιστοκλέους, του Ανα­ξαγόρα, του Πρωταγόρα και άλλων. Παρά ταύτα, η αθηναϊκή δημοκρατία, συγκριτικά προς άλλα πολιτεύματα, καταφαινόταν πάντοτε προ­τιμότερη, όπως τονίζει και ο ίδιος ο Πλάτων, αν και αυστηρός κριτικός της.

Ως προς τη γένεση της αθηναϊκής δημοκρατίας πο­λύ αμφιβάλλω αν παράγων αποφασιστικός γι’ αυτήν υπήρξε η στάθμη του πολιτισμού των Αθηνών. Κύρι­οι συντελεστές, πιστεύω, για την εγκαθίδρυση και διάπλαση της αθηναϊκής δημοκρατίας υπήρξαν η τό­τε πολιτική συγκυρία και η πρωτοβουλία πολιτικών ηγετών, με συμβολή έμμεση μάλλον της τότε κοινω­νικής ηθικής των Αθηνών ή και των συναισθημάτων εχθρότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, οιονεί στοιχείων πολιτισμού και αυτών υπό ευρεία έννοια.

Τα υπό στενή έννοια στοιχεία του αθηναϊκού πο­λιτισμού, καθώς και οι λεγόμενες «θρησκευτικές βάσεις» του αθηναϊκού πολιτεύματος, επηρέασαν, νομίζω, κάποιες μόνο μικρότερης σπουδαιότητας λειτουργίες της αθηναϊκής δημοκρατίας. Και ας ερευνήσουμε τώρα το πιο σημαντικό Ζήτη­μα: Υπήρξε και με ποιον τρόπο το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών η κύρια αιτία για την άνθηση του υπό στενή έννοια πολιτισμού στην εποχή του Περικλέους, για το λεγόμενο Χρυσούν αιώνα της Ελλάδος;

Ας μην παραγνωρίζουμε ότι ο πολιτισμός υ­πό στενή έννοια είναι σύνολο, έστω δίχως αυστηρή συνοχή, διαθέσεων, ικανοτήτων και προπάντων έργων ποιήσεως, λογοτε­χνίας, καλλιτεχνίας, φιλοσοφίας, επιστή­μης ή και τεχνικής. Ερωτάται λοιπόν: Ο πολιτι­σμός, στην έννοια του αυτή, πώς δημιουργείται; Εί­ναι αυτόβλαστος από την ψυχή του λαού π.χ. ή από το πνεύμα προσώπων με ιδιοφυΐα ή τυχόν υποκι­νείται η διάπλαση του από την πολιτική εξουσία ή έστω από την πολιτική συγκυρία;

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναγνώρισαν στην πολιτική, ως «αρχιτεκτονική», το δικαίωμα και το καθήκον να εφορεύει στη διάπλαση των καλών τε­χνών και των επιστημών αν και δεν αμφισβητούσαν τον αυτόβλαστο κάπως χαρακτήρα τους. θα ήταν ό­μως εξήγηση καταχρηστική, αν αποδίδαμε τη θαυ­μαστή πνευματική μεγαλουργία πολιτών και μετοί­κων των Αθηνών της εποχής του Περικλέους στο δη­μοκρατικό εκεί τότε πολίτευμα. Δεν πρέπει, άλλω­στε, να λησμονούμε την πνευματική ακμή των Αθη­νών υπό τον Πεισίστρατο και τους Πεισιστρατίδες με τους έξοχους καλλιτέχνες, με τη φροντίδα για την ποίηση του Ομήρου, με την ίδρυση του θεάτρου ως θεσμού της «πόλεως».

Και ας μη λησμονούμε ακόμη ότι ακριβώς στην εποχή του Περικλέους, ύστερα από το ψήφισμα κατά πρόταση του Διοπείθους, η πολιτι­κή συγκυρία των Αθηνών υπήρξε δυσμενέστατη για την φιλοσοφία και την επιστήμη και γενικά τον ε­λεύθερο στοχασμό. Βέβαια, το θλιβερό αυτό ψήφι­σμα ήταν έργο των εχθρών του Περικλέους, αλλά θέ­σπισε κανόνες ισχύοντος δικαίου, θεμελιωτικούς του διωγμού φιλοσόφων και σοφιστών.

Πρέπει, όμως, και να μην παραβλέψουμε ότι η α­θηναϊκή δημοκρατία είχε αποτελέσει πολιτική συγκυρία ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ανάπτυξη της ρη­τορικής, δηλαδή σπουδαίου κλάδου της λογοτε­χνίας, άρα του υπό στενή έννοια πολιτισμού, και μάλιστα όχι απλώς της λογοτεχνίας. Καθώς τότε δεν υπήρχαν εφημερίδες και ο λαός συμμετείχε πο­λύ ενεργά στην Εκκλησία του Δήμου και στα διά­φορα δικαστήρια, η ρητορική είχε μεγάλη συμβο­λή στη λήψη από το λαό αποφάσεων, πολύ σπου­δαίων συχνά, ενώ εξάλλου είχε συμβολή επίσης για την καλλιέργεια της διάνοιας των πολιτών, όπως και της εκφραστικής τους ικανότητας, αλλά και για την παρουσίαση προβλημάτων και διαμόρφωση εννοιών, προδρομικών των προβλημάτων και των εννοιών των επιστημών του ανθρώπου και των πο­λιτικών επιστημών της εποχής μας.

(Παραστατικότα­τη έκθεση της γόνιμης αυτής συμβολής της ρητορι­κής υπάρχει στο βιβλίο της διάσημης ελληνίστριας Jacqueline de Romilly «Le grands sophistes dans Γ Athènes de Pericles».)

Το θέατρο περιελάμβανε ένα στοιχείο κατ’ εξοχήν δημοκρατικό.

Υποβαλλόταν όχι στην κρίση ειδημόνων· αλλά του λαού.

Εξάλλου, η «πόλις» των Αθηνών, υπό καθεστώς δημοκρατίας, δεν φειδόταν φροντίδων για την λει­τουργία του θεάτρου, του δημόσιου αυτού θεσμού, του θεσπισμένου από τον Πεισίστρατο. Ήταν ενταγ­μένο το αθηναϊκό θέατρο στις δημόσιες εορτές, διοργανωμένες για να έχει ο λαός ευκαιρίες ανα­ψυχής υψηλής στάθμης «τῶν πόνων ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καί θυσίαις διετησίοις νομίζοντες», όπως εξαίρει ο Περικλής στον περίφημο Λόγο του: Θουκυδίδου (Ιστοριών Β38), ε­πιτελούσε όμως και την αποστολή του να παρέχει στους Αθηναίους ηθική διδαχή και πολιτική παι­δεία.

Άλλωστε, και σύμφωνα με την επίσημη ορο­λογία, ο δραματικός ποιητής «εδίδασκε». Πραγμα­τικά, ο δραματικός ποιητής, και όταν επιχειρούσε να εισηγηθεί ή να υποστηρίξει ορισμένη πολιτική σε Ζητήματα επίκαιρα, ασκούσε και τότε διδακτικό έργο ηθοπλαστικό, συνέβαλλε δηλαδή στην καλ­λιέργεια της ηθικής ευαισθησίας και νοημοσύνης των πολιτών και στη βελτίωση άρα του πολιτικού τους φρονήματος και της ικανότητας να εκφέρουν πολιτική γνώμη, ώστε να είναι καλύτερα διαπαιδα­γωγημένοι για την εκπλήρωση των ποικίλων δη­μόσιων καθηκόντων. Και για την επιτέλεση του η­θικοπλαστικού αυτού έργου, ο δραματικός ποιητής βρισκόταν σε θέση πλεονεκτική, συγκριτικά προς τον πιο άξιο έστω ρήτορα· καθώς δεν αναφερόταν ρητά σε καταστάσεις και δράσεις του παρόντος, όπως ο ρήτωρ, και άρα ήταν υπεράνω υποψίας για μερο­ληψία και απαλλαγμένος της απότοκης της δυ­σπιστίας, ενώ το αντίθετο συνέβαινε στον ρήτορα.

Επιπλέον, όμως, το αθηναϊκό θέατρο, το δη­μόσιο αυτό λειτούργημα και αναψυχής και παιδείας υψηλής στάθμης, περιελάμβανε στην άσκηση του ως δημόσιου λειτουργήμα­τος και ορισμένο στοιχείο κατ’ εξοχήν δημοκρατικό: η τελική αποτίμηση των θεατρικών έρ­γων υποβαλλόταν όχι στην κρίση κάποιων ειδημό­νων, αλλά στην κρίση άμεσα του λαού. Και αυτό εί­χε συνέπεια την υποχρέωση των δραματικών ποιη­τών να υπολογίζουν κάπως και τα όρια της δεκτι­κότητας από το λαό για τα πνευματικά τους δημι­ουργήματα, να μην τα υπερβαίνουν υπέρμετρα ή, τουλάχιστον, να εκφράζονται όχι πολύ σκοτεινά.

Όποιες δοκιμασίες και αν συνεπαγόταν για τους με­γάλους τότε δραματικούς ποιητές, ιδιαίτερα για τον Αισχύλο ή και για τον Ευριπίδη, το ακραία δημο­κρατικό αυτό θέσμιο, είναι όμως συστατικό της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Και η επισήμανση του ενέ­χει τη διαπίστωση μιας αναμφίβολης επιρροής του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος σε κλάδο τρισένδοξο του αθηναϊκού πολιτισμού, όπως η αττι­κή τραγωδία, κορυφαίο δημιούργημα του ελληνι­κού πνεύματος.

Αλλά είναι αμελητέα μάλλον η σημασία της επιρροής αυτής για την απαράμιλλη μεγαλοσύνη της αθηναϊκής δραματουργίας του Χρυ­σού Αιώνα. Ό,τι συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευ­ματική αυτή μεγαλουργία, υπήρξε η μεγαλοφυΐα των έξοχων τότε ποιητών δράματος, ή και ό,τι ονομάζεται κάπως «ελληνικό θαύμα», και ίσως ακόμη, σε κάποιο βαθμό, η ευρύτατα εννοημένη ιστορική συγκυρία, δηλαδή όχι απλώς πολιτική.

Και τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπεται είτε να υ­ποτιμάται η πρακτικότερη θετική σχέση μεταξύ της αθηναϊκής δημοκρατίας και του υπό στενή έννοια πολιτισμού, η χρηματοδότηση δηλαδή από το δημό­σιο θησαυρό της συμμετοχής και των πιο φτωχών Αθηναίων στις πνευματικές εκδηλώσεις των Αθη­νών, ώστε και αυτοί να ζουν όχι δίχως απόλαυση των πνευματικών αγαθών της πατρίδας τους. Η λέξη «θεωρικά» υποδηλώνει την πολύ ανθρώπινη άποψη του ηθικού μεγαλείου της αθηναϊκής δημοκρατίας, με την ωραία μεριμνά της να εξασφαλίζει τους ό­ρους και «τοῦ εὖ ζῆν» στους Αθηναίους πολίτες.

Συγκεφαλαιωτικά: Η επίδραση της αθηναϊκής δημοκρατίας για τη διάπλαση του υπό στενή έννοια πολιτισμού υπάρχει όχι ως προς το σύνολό του, αλ­λά ως προς τη ρητορική προπάντων και ως προς την τραγωδία και την κωμωδία, ενώ περιλαμβάνει και την συμβολή στην βίωση και από το λαό των πνευματικών αγαθών υψηλής στάθμης. Εξάλλου, η μοναδική μεγαλοσύνη των έργων του καθαρού πνεύματος, όσα επιτεύχθηκαν στην Αττική της κλα­σικής εποχής, εκπηγάζει από την μεγαλοφυΐα των ποιητών, καλλιτεχνών, στοχαστών, υποκινημένων ό­μως στην δημιουργική δράση τους από την πολιτι­στική πολιτική της αθηναϊκής δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του Περικλέους, πολιτικού προικισμέ­νου και φιλοσοφημένου.

Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποδίδουμε χονδρικά την πνευματική μεγαλουργία των Αθηνών του Χρυσού Αιώνα στην αθηναϊκή δημοκρατία, με την υστερο­βουλία ενδεχόμενα και να συναγάγουμε καταχρη­στικά συμπεράσματα για την αξία της δημοκρατίας γενικά. Η δημοκρατία διαθέτει χαρίσματα ιδικά της αρκετά, ώστε να μην παύει να είναι, με αυτά και μό­νο, το καλύτερο, σχετικά έστω, πολίτευμα. Και η «πόλις» των Αθηναίων δικαιούται να υπερηφανεύ­εται ανά τους αιώνες, ενώπιον του Δικαστηρίου της Ιστορίας, και για το δημοκρατικό της πολίτευμα χω­ριστά και για την πνευματική μεγαλουργία της χω­ριστά, δύο απαράγραπτους ηθικούς τίτλους, έγκυ­ρους προς ολόκληρη την ανθρωπότητα.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Αν και η γένεσή του ανάγεται στην περίοδο της τυραννίας του Πεισιστράτου, το θέατρο, ως κοινωνι­κός θεσμός και καλλιτεχνική εκδήλωση, αλλά κυ­ρίως ως πλαίσιο ουσιαστικού διαλόγου γύρω από τα ζωτικά -μεταφυσικά, ηθικά, κοινωνικά- προβλήμα­τα του ανθρώπου αποτελεί, αναμφίβολα, καρπό α­ποκλειστικό, και χαρακτηριστικό, των συνθηκών που επικράτησαν μετά την εγκαθίδρυση της δημο­κρατίας.

Μάλιστα, ανάμεσα σε όσα ποιητικά είδη γεννήθηκαν μετά την εποχή του έπους, το δράμα είναι το πρώτο που εκπροσωπείται από γηγενείς, δηλαδή Αθηναίους, ποιητές και όχι από ξένους που σταδιοδρομούσαν στην Αθήνα. Εξάλλου, η διαμόρφωση, η λειτουργία και οι βαθμιαίοι μετα­σχηματισμοί των τριών δραματικών ειδών (τραγω­δίας, σατυρικού οράματος και κωμωδίας) μέσα στον 5ο αιώνα παρακολουθούν, διαγράφοντας καμπύλη αντίστοιχη με τη διαδρομή της δημοκρατίας, από τη γέννηση στην ακμή ως την αρχή της παρακμής.

Η λαϊκή στήριξη, ως προϋπόθεση για την επιβίωση της τυραννίας, εξηγεί μια σειρά παραχωρή­σεων προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ανά­μεσα στις οποίες και η οργάνωση εορτών, με κυρίαρχη τη συμμετοχή του λαού και φυσικό αποτέ­λεσμα τη διαδικασία μιας δυναμικής αυτοσυνειδη­σίας, προστάδιου της δημοκρατίας. Αυτής της πολι­τικής αποτέλεσμα υπήρξε η υιοθέτηση του δημο­φιλέστατου Θεού Διονύσου και ο συνακόλουθος εγκαινιασμός πάνδημων εκδηλώσεων με πυρήνα τις θε­ατρικές παραστάσεις και απεριόριστα περιθώρια ε­λευθερίας.

Η πρώτη βέβαιη μνεία δραματικών α­γώνων, με έργα τραγωδίας, στην Αθήνα εντάσσει το γεγονός στην ίδια περίοδο (535/4 π.κ.ε.), αν και εί­ναι άγνωστο σε ποιο χώρο και ποια καλλιτεχνικά συμφραζόμενα εμφανίστηκε ο σκιώδης τραγωδός Θέσπις, που κατονομάζεται ως νικητής. Είναι, πά­ντως, βέβαιο ότι η λαμπρότερη, μετά τα Παναθή­ναια, αλλά ετήσια εορτή των εν Άστει (ή Μεγάλων) Διονυσίων οργανώθηκε οριστικά πριν από τη στρο­φή του αιώνα, οπωσδήποτε μετά τις Κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις, και μάλιστα επί το «δημοκρατικό­τερο», όπως μαρτυρεί η σταδιακή ενσωμάτωση στο πρόγραμμα και των άλλων δύο λαϊκότερων δρα­ματικών ειδών: του σατυρικού οράματος (περ. 500) και της κωμωδίας (486).

Μια άλλη, αρχαιότερη, διονυσιακή εορτή, τα Λήναια, ήταν πολύ πιο πε­ριορισμένης κοινωνικής και καλλιτεχνικής σημα­σίας. Η εξασφάλιση μόνιμου θεατρικού χώρου (λί­γο πριν από τους μηδικούς πολέμους, στη ΝΑ πλευρά της Ακρόπολης, μέσα στο ιερό τέμενος του Διονύσου Ελευθερέως), χωρητικότητας τουλάχι­στον 15.000 θεατών, τονίζει την ιδιαίτερη σημασία που δινόταν στη λειτουργία αυτού του σύνθετου θε­σμού ανάμεσα σε εκείνους που θα συντελούσαν στην διαμόρφωση ενός νέου είδους πολίτη.

Η όλη οργάνωση των Διονυσιακών εορτών, ιδιαί­τερα των δραματικών αγώνων στα Μεγάλα Διονύ­σια, που συνέπιπταν με την αρχή της άνοιξης (τέ­λος Μαρτίου), αντανακλούσε τους στόχους και το μηχανισμό του δημοκρατικού συστήματος, απο­σκοπώντας, αφ’ ενός, στην ενδυνάμωση της πολιτι­κής συμμετοχικότητας, χάρη σε μια ειδική δρα­στηριοποίηση των πολιτών, και, αφ’ ετέρου, στην ε­πίδειξη της κοινωνικής ευμάρειας στους ξένους που κατέκλυζαν την Αθήνα. Εκτός από κάποιες πανηγύρεις με ανάλογα δρώμενα κ.λπ.), μεγάλος α­ριθμός πολιτών έπαιρνε μέρος στις παραστάσεις, εί­τε ως ερασιτέχνες ερμηνευτές (λ.χ. μέλη των 15μελών τραγικών /σατυρικών και 24μελών κωμικών χορών για 17 έργα κάθε φορά) είτε ως βοηθοί σκη­νής.

Δεν αποκλείεται η συμμετοχή να καθοριζόταν με ένα σύστημα ποσόστωσης για κάθε μία από τις 10 φυλές, όπως συνέβαινε λ.χ. με την εκτέλεση των 20 (10 παιδικών και 10 ανδρικών) 50μελών δι­θυραμβικών χορών, αλλά και με την εκλογή των 10 κριτών που αξιολογούσαν τις παραστάσεις. Όπως και σε άλλες ανάλογης σημασίας δραστηριότητες (λ.χ. το ναυτικό εξοπλισμό), η οικονομική ευθύνη αναλαμβανόταν, εν μέρει, από μια μορφή λειτουρ­γίας, με χορηγία, που κάλυπτε όχι μόνο τη συγκρότηση και την προετοιμασία (διδασκαλία, σκευή, αποζημίωση) των χορών αλλά και την υπό­λοιπη οργάνωση μιας παράστασης (κομπάρσους, σκηνικά κ.λπ.). εκτός από τις ανάγκες των επαγγελματιών καλλιτεχνών, δηλαδή των υποκριτών, που αποτελούσαν ευθύνη του κράτους.

Το θέατρο ακολουθεί αντίστοιχη διαδρομή με την αθηναϊκή δημοκρατία, από τη γέννηση στην ακμή και στην παρακμή της.

Παραπλανητικά θα χαρακτηρίζαμε τις θεατρικές παραστάσεις στην Αθήνα απλώς ως «καλλιτεχνικό» γεγονός, ενώ επρόκειτο ουσιαστικά για πολύ πιο σύνθετη εκδήλωση κοινωνικοπολιτικών στόχων, η οποία, με τη βαθμιαία «κοσμικοποίησή» της, προσέλαβε σημασία ανάλογη με τη λειτουργία της Βουλής ή της Ηλιαίας – δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι εποπτευόταν από τον Επώνυμο άρχο­ντα, αξιωματούχο με πολιτικές αρμοδιότητες, και όχι από τον Άρχοντα Βασιλέα αρμόδιο για θρη­σκευτικές εκδηλώσεις. Εξάλλου το ότι ακόμη και η παρακολούθηση των παραστάσεων συνιστούσε χρέος του πολίτη, όπως η συμμετοχή του σε άλλες πολιτικές δραστηριότητες, αποδεικνύει η παροχή οικονομικής ενίσχυσης, του θεωρικού, ανάλογης με την αποζημίωση για την θητεία στην Ηλιαία, για όσους δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην δα­πάνη αγοράς εισιτηρίων.

Μόνο αν η ελευθερία λόγου, ως προϋπόθεση ε­κτόνωσης ή ελέγχου, και ο διάλογος, ως δυνατότη­τα αντιπαράθεσης αντίθετων θέσεων, θεωρηθούν βασικά συστατικά της δημοκρατίας, είναι δυνατό να κατανοηθεί η συμβολή του θεάτρου στη διαμόρφω­ση πολιτικής συνείδησης και στην διαδικασία παι­δευτικής εμπειρίας. Για το μέσο Αθηναίο πολίτη ό­λες οι ανοιχτές εκδηλώσεις (Εκκλησία, Βουλή, δι­καστήρια, θέατρο) όπου κυριαρχούσε ο λόγος υπο­καθιστούσαν την απουσία συστηματικής εκπαίδευ­σης. Ιδιαίτερα το δράμα όμως, γεννημένο στο πλαί­σιο της διονυσιακής λατρείας, όπου συνδυαζόταν η ψυχαγωγική απελευθέρωση με την τέλεση δρωμένων από τις πηγές του μύθου, μετασχημάτισε τα στοιχεία αυτά σε δυναμικούς παράγοντες, οι οποίοι, μέσω τον δραματοποιημένου λόγου, συνέβαλλαν στην καλλιέργεια πνευματικής εγρήγορσης.

Αυτό ι­σχύει κυρίως για την τραγωδία, πραγματικό θέατρο ιδεών, που δεν λειτουργούσε ως απλή αντανάκλαση (παρά-) δεδομένων ηθικών και πολιτικών αρχών, α­φού με τους προβληματισμούς της, ακόμη και μέσα στο συμβατικό πλαίσιο που όριζαν τα θρησκευτικά συμφραζόμενα, ανίχνευε περιοχές άγνωστες, επι­χειρώντας διερευνήσεις τολμηρές και επικίνδυνες, αλλά φυσικές σε μια κοινωνία που εξασφάλιζε τε­ράστιο περιθώριο ελεύθερης έκφρασης.

Ως το τέλος του 5ου αιώνα η τραγωδία δεν απέβαλε τη σχέση της με τον παραδοσιακό μύθο, απο­κλειστική πηγή του προς δραματοποίηση υλικού της, αλλά απαλλαγμένη από περιορισμούς ή δε­σμεύσεις που θα επιβάλλονταν από οποιοδήποτε, ανύπαρκτο τότε, δόγμα. Ωστόσο, η προοπτική της δραματουργικής μετάπλασης αυτού του υλικού δη­μιουργήθηκε με την υπαγωγή του σε μια νέα αντί­ληψη για τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου μέ­σα σε αυτόν. Πρόκειται για την ανάδυση του «τρα­γικού», που προϋποθέτει, αφ’ ενός, την απελευθέ­ρωση από όσες δυνάμεις, θρησκευτικές ή πολιτι­κές, χαλιναγωγούσαν τη σκέψη και, αφ’ ετέρου, την ένταξη σε ένα πλαίσιο εντάσεων και αντιθέσε­ων, όπως αυτό που προέκυψε κατά τη μετάβαση από την αρχαϊστική τυραννία του 6ου αιώνα στη νεοτερική δημοκρατία του 5ου.

Από μιαν άποψη, η επίμονη, και όχι πάντα τελεσφόρα, προσπάθεια να ενσωματωθούν στο νέο πολιτικό σώμα τα αριστοκρατικά κατάλοιπα, μονίμως παρόντα στον κρατικό από τον μηχανισμό, αντανακλάται στη διαδικασία ένταξης του παραδοσιακού μύθου σε ένα «σύγχρονο» κό­σμο, με αναγνωρίσιμα κοινωνικά χαρακτηριστικά, και Ζωογόνησης των προσώπων του με εκφραστικά σχήματα φορτισμένα από τις εννοιολογικές πολυ­σημίες, μέσα από τις οποίες πάλευε να διαμορφω­θεί μια νέα πολιτική γλώσσα σε χώρους όπως η Βουλή, η Εκκλησία, τα δικαστήρια.

Οι παραστάσεις δεν ήταν απλά ένα καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά μία πιο σύνθετη εκδήλωση κοινωνικοπολιτικών στόχων.

Αλλά η τραγωδία, ως πολιτικός θεσμός, δεν εξα­ντλείται σε αυτό το αντανακλαστικό επίπεδο, αφού η θεματική και η προβληματική της ήταν, άμεσα ή έμμεσα, προσανατολισμένες στο σύγχρονο γίγνε­σθαι. Μάλιστα, η σχέση αυτή ήταν αμεσότερη στις πρώτες φάσεις της διαδρομής της, που συμπίπτουν με γεγονότα, όπως οι Μηδικοί πόλεμοι, καθοριστι­κά για την εδραίωση της εθνικής, συνακόλουθα και της δημοκρατικής, φυσιογνωμίας της Αθήνας.

Στην περίοδο μεταξύ 490 και 470 χρονολογούνται οι μοναδικές παραστάσεις έργων με θέματα δανει­σμένα από την σύγχρονη ιστορία. Η «Μιλήτου άλωσις» του Φρυνίχου όμως, που αντλούσε το «μύ­θο» της από την οδυνηρή περιπέτεια της μεγάλης μικρασιατικής πόλης (494), στοίχισε στον ποιητή της ένα βαρύτατο πρόστιμο, επειδή, κατά πληρο­φορία Ηροδότου, είχε θυμίσει στους Αθηναίους «οικεία κακά». Απτόητος ο Φρύνιχος επέστρεψε, μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας (480), σε ένα ανά­λογο θέμα (την ήττα των Περσών στην ναυμαχία) με τις «Φοίνισσες», πρότυπο των «Περσών» του Αι­σχύλου (472).

Είναι αξιοσημείωτη η συγκεκριμένη χρονι­κή στιγμή, αν συνδυαστεί με την πολιτική περιπέτεια του Θεμιστοκλή, του θριαμβευ­τή της Σαλαμίνας, ο οποίος λίγους μήνες μετά την παράσταση εξοστρακίστηκε- ίσως, μάλιστα, δεν είναι συμπτωματική η απουσία και της ελάχιστης, έστω έμμεσης και ανώνυμης, μνείας του προσώπου του στο κείμενο του έργου. Πάντως, δεν είναι δυνατό να συμμεριζόταν την καταδίκη του εμπνευστή της θαλάσσιας υπεροχής των Αθη­νών ο ποιητής ενός δράματος, το οποίο, πέρα από την ηθική διδαχή για τις οδυνηρές επιπτώσεις της πολιτικής αλαζονείας, άφηνε στην συνείδηση του θεατή ένα κατάλοιπο εθνικής υπερηφάνειας. Ας προστεθεί μια ενισχυτική πληροφορία: χορηγός των «Περσών» ήταν ο, νεότατος τότε, Περικλής!

Την περίοδο μεταξύ 490 και 470 χρονολογούνται οι μοναδικές τραγωδίες με θέματα δανεισμένα από τη σύγχρονη ιστορία.

Το πρόβλημα των πολιτικών συμπαθειών του Αι­σχύλου αντιμετωπίζεται και με αφορμή το τελευταίο δράμα της «Ορέστειας», τις «Ευμενίδες», όπου η μέ­θοδος της μυθοποίησης λειτουργεί πολύ πιο ριζοσπαστικά, αφού εδώ ένα πολύ πρόσφατο ιστορικό γε­γονός (συγκεκριμένα, ο περιορισμός των αρμοδιοτή­των του Αρείου Πάγου μόνο στην εκδίκαση περιπτώ­σεων φόνου) συνιστά το θεματικό πυρήνα ενός πα­ραδοσιακού μύθου διασκευασμένου με πρωτοφανή τόλμη: ανατρέπεται η παράδοση που συνέδεε την ί­δρυση του σεπτού δικαστηρίου με μια δίκη θεϊκή, με κατηγορούμενο τον Άρη και δικαστές ιούς υπό­λοιπους Θεούς.

Η μετατόπιση πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα: α) υπόδικος γίνεται ο θνητός Ορέ­στης- β) από Αθηναίους πολίτες συγκροτείται το πρώτο δικαστήριο, στο οποίο προεδρεύει η προστάτισσα Θεά της Αθήνας και συνηγορεί ο Θεός Απόλλων. Δύο, επίσης, στοιχεία από τη διαδικασία συνάπτο­νται με την ιστορική πραγματικότητα:

α) πράγματι, μετά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του διδύμου Περικλή – Εφιάλτη, κύρια αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου παρέμεινε η εκδίκαση περιπτώσεων φόνου, β) η ισοψηφία ως αθωωτικό αποτέλεσμα, όπως στη δίκη του Ορέστη, όντως ίσχυε κατά τον 5ο αιώνα. Το ερώτημα αν ο ποιητής επικροτούσε τον ακρωτηρια­σμό ενός από τα συντηρητικά κατάλοιπα του παρελ­θόντος φωτίζει ο παραλληλισμός Θεμιστοκλή-Εφιάλτη: η δολοφονία του δευτέρου (462) ήταν πολύ νωπή κατά την παράσταση των «Ευμενίδων» (458 π.κ.ε.).

Η παροχή προστασίας στον Ορέστη συνδυάζει το τυπικό θέμα της ικετείας με τον εγκωμιασμό της φωτισμένης και ανεξίκακης δημοκρατικής πόλης, που προσφέρει, αντίθετα από την ξενηλατική Σπάρτη, άσυλο στους κατατρεγμένους. Προς τον ί­διο στόχο είναι προσανατολισμένα, εκτός από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, και δύο α­πό τα λεγόμενα «πολιτικά» δράματα του Ευριπίδη, οι «Ηρακλείδες» και οι «Ικέτιδες», παρουσιασμένα στη δύσκολη περίοδο μεταξύ 425 και 420. Δεν μπορεί να μη θεωρηθεί πολιτικά ευθύβολη η α­πόφαση του ποιητή να εμφανίσει, στο πρώτο, τους Θησεϊδες Ακάμαντα και Δημοφώντα, βασιλείς της Αθήνας, να προστατεύουν τα παιδιά του μέγιστου σπαρτιατικού ήρωα, του Ηρακλή και, στο δεύτερο, το μέγιστο αθηναϊκό ήρωα, τον Θησέα, να συντρέ­χει, εναντίον των Θηβαίων, τις Αργείες μητέρες των επτά στρατηγών στο αίτημα τους να εξασφαλίσουν ορούς ταφής για τα παιδιά τους.

Αντιλαμβανόμαστε τι απήχηση είχαν στο κοινό οι δραστικές προσαρ­μογές των μύθων και στα δύο έργα, που μυθοποιούσαν τη σχέση της αθηναϊκής δημοκρατίας με ο­λιγαρχικούς αντιπάλους, όπως η Σπάρτη και η Θή­βα. Οι ανθρωπιστικές παρεμβάσεις του Αττικού ή­ρωα, αιτιολογημένες αναχρονιστικά από μια ιδεολογία καθαρά δημοκρατική, σε δράματα όπως ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή ή οι «Ικέτιδες» και ο «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη, αποτελούν δείγμα αναγωγής στο χώρο του μύθου προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς.

Γεννημένη στους κόλπους της Διονυσιακής λα­τρείας και η κωμωδία, από την αρχή, αφ’ ενός, α­ξιοποίησε την αχαλίνωτη ελευθερία που της πρό­σφερε το συγκεκριμένο πλαίσιο εκδηλώσεων και, αφ’ ετέρου, ανταποκρίθηκε στην ανάγκη του ταπεινού ανθρώπου να εκτονωθεί μέσω της γελοιογραφικής ακύρωσης των δυνάμεων που τον καταπίεζαν. Οι δύο αυτοί όροι ίσχυαν και μετά την έ­νταξη του είδους στο επίσημο κρατικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό η κωμωδία, σε όλη την διάρκεια του 5ου αι­ώνα, στην φάση της που αποκαλείται «Αρχαία» και εκπροσωπείται αποκλειστικά από τον Αριστοφά­νη, διατήρησε, σε αντίθεση με την τραγωδία, την ε­ξάρτηση της από την άμεση πραγματικότητα, από την οποία αντλούσε συγκεκριμένα και υπαρκτά θέ­ματα κατ πολύ συχνά επώνυμα πρόσωπα, εντάσσο­ντας τα σε έναν πέρα ως πέρα κατασκευασμένο μύ­θο -άρα είχε χαρακτήρα εμφανώς «πολιτικό».

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, που καλύπτουν χρονικό φάσμα περίπου 40 ετών (425-388), εκ­πλήσσουν με την τόλμη τους, που εκφράζεται όχι μόνο με μια απερίγραπτη αθυροστομία αλλά και με την ονομαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, πραγμάτων και προσώπων. Αυτή η κατάσταση ασυλίας, φυσική μόνο σε ένα καθεστώς που αξιοποιεί την απεριόριστη ψυχολογική εκτόνωση ως ε­φαλτήριο πολιτικής δραστηριοποίησης, παρουσιάζει μια κάμψη μετά τη στροφή του αιώνα, οπότε η κωμωδία, αποβάλλοντας τη συνάφειά της με τα πολιτικά συμφραζόμενα, στρέφεται προς μια γενική, και πάντως άκακη, κοινωνική σάτιρα, διατυπωμένη σε ένα αποκαθαρμένο γλωσσικό ιδίωμα.

Δείγ­ματα της αλλαγής, όχι άσχετης με την πολιτική μετριοπάθεια που κυριάρχησε μετά την περιπέτεια του πολέμου, προσφέρουν τα δύο τελευταία από τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη: οι «Εκκλησιάζουσες» (392) κατ ο «Πλούτος» (388). Από πολλές απόψεις, η πολιτική εμβέλεια της κωμωδίας, σε σύγκριση με της τραγωδίας, ήταν λιγότερο ουσιαστική και, παρά τα φαινόμενα, επικίν­δυνη. Κατ’ αρχάς, πρόθεση του κωμικού δεν αποτελούσε η σοβαρή και δεοντολογική πραγμάτευση ζωτικών θεμάτων, άρα και η διαφώτιση του κοινού ως προς την αντιμετώπισή τους, αλλά απλώς η γελοιογραφική αγιοποίηση τους.

Εφόσον ο ποιητής ούτε λύσεις πρότεινε ούτε πρότυπα συμπεριφοράς προέβαλλε (η σύναψη ιδιωτικής ειρήνης στους «Αχαρνείς» αποτελεί καθαρή ουτοπία, ενώ ο «φι­λειρηνικός» Δικαιόπολις αποδεικνύεται τέρας υ­στεροβουλίας), η πολιτική, ειδικότερα δημοκρατι­κή, οπτική του υλοποιείται, κατά κύριο λόγο, στην επιλογή των ηρώων του από τα καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα: αγρότες και γυναίκες. Από αυτή την άποψη η κωμωδία, προκαλώντας ένα είδος ταύ­τισης του μέσου θεατή με τον ήρωα, ο οποίος πάντα θριάμβευε, έστω και στο χώρο της ουτοπίας, αλλά και αποδυναμώνοντας, με την τολμηρή γελοιογράφησή της, τις δυνάμεις της καταπίεσης, πρόσφερε μια ευκαιρία καθαρτικής εκτόνωσης, δώρο ευπρόσ­δεκτο της δημοκρατικής πολιτείας.

Η τραγωδία καλλιεργούσε μία δημιουργική σχέση με το παρελθόν και η κωμωδία ενίσχυε την πίστη στην ελευθερία.

Όχι ότι λείπουν οι σοβαρές πολιτικές αιχ­μές από τα κείμενα του Αριστοφάνη· απλώς δεν συνιστούν το κυρτό σώμα των έργων, αφού οι οξύτερες από αυτές εμφανίζονται διάσπαρτες, ιδίως στα μέρη της «παράβασης», και μόνιμα κωμικά παραμορφωμέ­νες. Αν και σαφώς συντηρητικός ο ποιητής, στην ο­ξύτατη κριτική του για τα κακώς κείμενα ουδέποτε υπαινίσσεται την ανάγκη αλλαγής του πολιτεύμα­τος· απλώς μεμψιμοιρεί για την δυσλειτουργία του.

Εκπροσωπώντας το μέσο Αθηναίο εξοργίζεται με την αμφισβητική ιδεολογία των σοφιστών, τους ο­ποίους γελοιογραφεί στο πρόσωπο του Σωκράτη («Νεφέλες») και παρ’ όλο που γοητεύεται με τα α­νήσυχα δράματα του Ευριπίδη, τον καταψηφίζει προκρίνοντας τον αρχαϊστικό Αισχύλο («Βάτρα­χοι»). Πάντως, τουλάχιστον η λειτουργία της κωμω­δίας ως καθρέφτη της πραγματικότητας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αφού και ο Σωκράτης καταδικά­στηκε σε θάνατο και ο Ευριπίδης, όπως πριν από μισόν αιώνα ο Αισχύλος, πέθανε αυτοεξόριστος (;) με 4 μόνο νίκες στο ενεργητικό του.

Η περιγραφή του θεατρικού θεσμού πρέπει να συ­μπληρωθεί με την ιδιόμορφη συμβολή του σατυρι­κού οράματος, του πιο άγνωστου, λόγω ισχνότητας του σωζόμενου υλικού, από τα τρία δραματικά είδη. Κά­ποια ερεθιστικά κατάλοιπα, κυρίως από έργα του Αι­σχύλου και του Σοφοκλή, αφήνουν την εντύπωση ό­τι εδώ διατηρήθηκε η Βακχική απελευθέρωση που επικρατούσε στις γνησιότερες, περιθωριακές βέβαια, εκδηλώσεις της Διονυσιακής λατρείας.

Ωστόσο, το κά­θε ένα από τα δραματικά είδη ανταποκρινόταν σε δια­φορετικές ανάγκες του θεατή-πολίτη: η τραγωδία, προβάλλοντας τους ζωτικούς προβληματισμούς του ανθρώπου στο χώρο του μύθου, τόνιζε τη διαχρονι­κότητα τους, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια δημι­ουργική σχέση με το παρελθόν η κωμωδία, συρρι­κνώνοντας με την σάτιρα της τις δυνάμεις καταπίεσης και στηλιτεύοντας τα τρωτά της πολιτικής, ενίσχυε την πίστη στην ελευθερία· το σατυρικό δράμα, ενοφθαλμίζοντας στην ατμόσφαιρα χυμούς Βακχείας, ανήγε το θεατρικό φαινόμενο στις αρχέγονες Ζωογόνες πηγές. Ο συνδυασμός αυτός πρέπει να πλούτιζε τον δέκτη τους με μια εμπειρία όμοια της οποίας δεν έχει προσφέρει έκτοτε στον άνθρωπο κανένας άλλος πολιτικός χώρος μέσα στο γνωστό ιστορικό χρόνο.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η σκοπιμότητα είναι πρόδηλη. Δεν ήθελαν να σχηματιστεί τάξη νομομαθών που θα επηρέαζε την ψήφο των άλλων. Η προσωπικότητα καταδύεται έτσι και υπο­κύπτει στην γενική, ανώνυμη βούληση. Η δημοκρατία λειτούργησε ικανοποιητικά σε μεγά­λο μέρος του 5ου αι. π.κ.ε. Η Αθήνα οφείλει σ’ αυτήν το μεγαλείο της, αλλά στο ίδιο της το πολίτευμα μπορεί να αποδοθεί και η πτώση και η ήττα της κατά τον Πελο­ποννησιακό πόλεμο. Γιατί; Είχε γίνει αχαλίνωτη.

Επί Περικλέους το πολίτευμα κατά την περιλάλητη φράση του Θουκυδίδου “ἐγίγνετο λόγῳ μέν δημοκρατία ἔργῳ δέ ὑπό τοῦ πρώτου ἀνδρός ἀρ­χή”. Στα λόγια ήταν δημοκρατία, στην πράξη μοναρ­χία. Κάτι περισσότερο· κατά τον ίδιο ιστορικό ο Πε­ρικλής κατείχε το πλήθος. Η βαριά έννοια της κα­τοχής μετριάζεται με ένα επίρρημα που ακολουθεί, το ἐλευθέρως. Ο Περικλής έπειθε το δήμο. Ανέ­πτυσσε ό,τι επέβαλλαν τα πράγματα, η ανάγκη.

Κάθε φορά που η δημοκρατία πήγε να γίνει «πε­ρισσότερη» και επεδίωκε να ολοκληρωθεί, σημειώ­θηκε αναστάτωση. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι και πολιτειολόγοι πρόσεξαν ότι η επιδίωξη της απολύτου ελευθερίας οδηγεί αναπόφευκτα στην ασήκωτη δου­λεία. Συμβαίνει και εδώ ό,τι ονομάζουμε στην τρα­γωδία περιπέτεια, που κατά τον Αριστοτέλη είναι ἡ εἰς το ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή. Σου έρχεται ακριβώς το αντίθετο εκείνου που επιδιώκεις.

Ελευθερία και δημοκρατία είναι συνώνυμες λέξεις και όταν δεν γνωρίζουν χαλινάρι, φθάνουν στην τυ­ραννίδα και την δουλεία. Από την δημοκρατία και μόνο εκπηγάζει η κακή τυραννίς κατά τον Πλάτωνα. Και ο Αριστοτέλης δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς αυτό το σημείο όταν κρίνει τους δημαγωγούς ως προ­λειαίνοντας το έδαφος για προσωπική τυραννίδα.

Οι Έλληνες πολιτειολόγοι κατά κανόνα επικρίνουν την δημοκρατία. Στην Αθήνα, τήν Ἑλλάδος παίδευσιν, την είχαν συναντήσει στο τέλος του 5ου αι. π.κ.ε. ως οχλοκρατία και ο Πλάτων θα στραφεί εναντίον της με δριμύτητα. Κατ’ αυτόν η δημοκρατία δεν είναι ένα πολίτευμα αλλά παντοπώλιον πολιτειών. Καθένας αλλάσσει πολλά πρόσωπα (φορεί διάφορες μάσκες). Δέχεται πολλά ήθη. Γίνεται μεστός ἠθῶν και παντοδαπός. Δεν έχει την τόσο περιζήτητη από τον Πλάτωνα και πολλούς λακωνίζοντας συνέπεια.

Ο Αριστοτέλης, ο δεινός ανατόμος του πολιτειακού βίου, δυσκολεύεται να θεωρήσει την δημοκρατία και ως απλό πολίτευμα. Αν καταχρηστικώς το δεχθεί, το κατατάσσει μαζί με την τυραννίδα στα χείριστα. Τα ορ­θά πολιτεύματα κατ’ αυτόν είναι: βασιλεία, ἀριστοκρατία και πολιτεία. Η πολιτεία στην κατάταξη αυτή είναι μίξης ολιγαρχίας και δημοκρατίας, και είναι ο κατ’ εξοχήν πολιτειακός τύπος. Τα λανθασμένα πολιτεύ­ματα ή παρεκβάσεις, όπως τα ονομάζει. είναι πάλιν τρία, αντίστοιχα των προηγουμένου: τυραννίς, ὀλιγαρ­χία και δημοκρατία. Τα πολιτεύματα λοιπόν τοποθετούνται αξιολογικώς σε δυο επίπεδα: ΒΑΠ / ΤΟΔ (με τα αρχικά των). Η θέση της δημοκρατίας (Δ) είναι στο δεύτερο, το υποδεέστερο διάζωμα.

Γιατί όμως πολλοί θεωρούν τον Αριστοτέλη υ­πέρμαχο της δημοκρατίας; Διότι αναγνωρίζει την θέση του δήμου ως πολιτειακού παράγοντος και μερι­μνά για την σωστή και με μέτρο συμμετοχή του στην διακυβέρνηση της πόλεως.

Ο δήμος πρέπει να έχει κάποια μετοχή στα κοινά, ίσως το αἱρεῖσθαι και εὐθύνειν τάς ἀρχάς που προ­αναφέραμε. Δεν πρέπει να υπερβεί κάποια όρια. Προ παντός δεν πρέπει να στραφεί εναντίον των ε­κάστοτε ολίγων, που μαζί με τους πολλούς αποτε­λούν τους δύο πόλους της πόλεως.

Οι δύο αυτοί πόλοι είναι υπαρκτοί σε κάθε πολι­τειακή κατασκευή και κοινωνία. Πάντοτε θα ξεφεύ­γουν μερικοί και θα διακρίνονται από το πλήθος ως προς τα εκάστοτε θεωρούμενα τίμια, δηλαδή τις αξίες που ισχύουν σε κάθε εποχή. Ως προς τη σχέ­ση ολίγων/πολλών διαφέρουν οι συστάσεις και γνώμες μεταξύ των πολιτειολογούντων. Δύο κτυπητά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: ο Αριστο­τέλης τονίζει με επιμονή και γερή επιχειρηματολο­γία ότι πρέπει και οι ολίγοι και οι πολλοί να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως και συμπλεύσεως. Η ομόνοια είναι ο σκοπός και όχι ο δι­χασμός.

Τον διχασμό από το άλλο μέρος πρεσβεύει ο Μαρξ. Το χάσμα κατά τον Γερμανοεβραίο του 19ου αι. που υπάρχει μεταξύ ολίγων και πολλών, επιφανών κατ προλεταρίων, είναι ανάγκη και πρέπον να βαθύνει, να γίνει οξεία η αντίθεση και αναπόφευκτη η σύγκρουση που θα φέρει επί της γης το σοσιαλιστικό παράδεισο, υπαρκτό πια για ένα χρονικό διάστημα και όχι μόνο όραμα. (Αν ζούσε σήμερα κάτι έπρεπε να συμβουλεύσει για να μη γίνει ο υπαρκτός ανύπαρκτος).

Για τον Αριστοτέλη τα ορθά πολιτεύματα είναι: Βασιλεία, Αριστοκρατία, Πολιτεία.
Και τα λανθασμένα: Τυραννίς, Ολιγαρχία, Δημοκρατία.

Ριζική λοιπόν διαφορά ως προς κεφαλαιώδους σημασίας θέμα χωρίζει τον Αριστοτέλη από τον Μαρξ (ο οποίος σημειωτέον εθαύμαζε τον αρχαίο φιλόσοφο). Η ελευθερία που συσχετίζεται με την δημοκρατία είναι πολυσήμαντη. Είναι ίσως η πολυτιμότερη έν­νοια του ελληνικού ηθικού λεξιλογίου: Ελευθερία είναι κατά πρώτον η ανάδυση όλων των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, το ά­νοιγμα της ψυχής στο έπακρο και προς κάθε κα­τεύθυνση. Όσοι όμως θα αρκεστούν σ’ αυτήν την ε­λευθερία «γεύονται» μόνο το ήμισυ της.

Το δεύτε­ρο στάδιο (το έτερον ήμισυ) είναι η σύνθεση των ελευθερωθεισών δυνάμεων. Αυτή η σύνθεση, η κρά­ση είναι το δυσκολότερο έργο, αλλά αν γίνει σωστά από τον ἀραρίσκοντα νοῦν (που ἀραρίσκει: ταξινομεί, διευθετεί) οδηγεί σε αρετήν. Ιδεώδες για τους Έλληνες είναι και εδώ η ευκρασία.

Κατά τον Αισχύλο “μήτ’ ἀνάρχειον βίον μή­τε δεσποτούμενον αἰνέσῃς” (να μην επιδοκιμάσεις ούτε την αναρχία στην ζωή, ούτε την καταναγκαστική επιβολή). Αναρχία και δεσποτεία είναι αντίθετες και ασυμβίβαστες ίσως για τους πολλούς έννοιες. Αλλά εδώ στην Ελλάδα προβάλλεται ως αίτημα (και συχνά πραγματοποιείται) να συνδυασθούν τα τελείως αντί­θετα. Κάτι παραπάνω· ο Έλλην πιστεύει ότι η καλ­λίστη αρμονία προκύπτει μόνον εκ των διαφερό­ντων (απ’ αυτά που διαφέρουν, είναι αντίθετα). Και στην πολιτεία μπορούν να συνδυασθούν ολίγοι και πολλοί. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Είναι έργον της πολιτικής, που είναι η υψίστη των τεχνών. Κάθε πολιτειακή ζωή μπορεί να γίνει έργο τέχνης.

Κατά τον Σόλωνα είναι σωτήριο να συνδυαστεί στην πολιτεία βία και δίκη. Άνεσις και σύνεσις ε­ξάλλου δεν είναι ασυμβίβαστες. Ένας βαθιά καλ­λιεργημένος, ένας ελληνοθρεμμένος στοχαστής, θα συνήνωνε το ἀνειμένως ζῆv των Συβαριτών (που έ­χουν όλες τις ανέσεις) με το συνειμένως ζnv των Σπαρτιατών (που έχουν την τάση να συνάπτουν τα πολλά σε ολίγα, σε ένα, όπως απαιτεί το δεύτερο, το ουσιαστικότερο στάδιο της ελευθερίας) και θα συνεδύαζε άνεσιν και σύνεσιν σε μια αρμογή (αρμο­νία), σε μετρίαν κράσιν (μετρημένη, σωστή σύνθε­ση). Για την ευκρασία αυτή είναι απαραίτητη η ευψυχία (η καλή άρθρωση της ψυχής) που μαζί με την ευδαιμονία και ελευθερία αποτελούν το εξοχότερο Eλληνικό τρίπτυχο.

ΔΕΣ: Ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου