Ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας καί ἡ εὐθύνη τῶν πολιτῶν της.
Τὸ κατωτέρω κείμενο εἶναι μία σύντομη σπουδή καί κριτική στήν Δημοκρατία∙ καί κυρίως στήν ἄκρατη, ριζοσπαστική, Ἀθηναϊκή Δημοκρατία μετά τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Ἐφιάλτη. Πρόθεσή μας εἶναι νά καταδείξουμε τήν εὐθύνη τῶν πολιτῶν καί ὄχι μόνο τῶν ἡγετῶν τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας γιά τήν πτώση καί τήν παρακμή της. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό πολίτευμα τῆς εὐθύνης, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς. Γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία της εὐθύνονται ὄχι μόνο οἱ ἡγέτες, ἀλλά καί ὁ λαός, οἱ πολῖτες. Προϋπόθεση sine qua non τῆς δημοκρατίας εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἐνεργός, ἀλλά καί ἡ νηφάλια, ἡ νουνεχής, ἡ ἔμφρων συμμετοχή τῶν πολιτῶν στά δημοκρατικά δρώμενα. Ὅ,τιδήποτε ὑπερβαίνει τήν λογική καί τό μέτρο ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ καταστροφή τό εὐπαθές πολίτευμα τῆς δημοκρατίας.
Τό γενικῶς ἐπικρατοῦν πνεῦμα μιᾶς κοινωνίας, αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Μάξ Βέμπερ, «νομολογική γνώση» μιᾶς κοινωνίας (πού καθορίζει στά ἐπιμέρους ἄτομα τί εἶναι καλό καί τί κακό, τί εἶναι ἐπιτρεπτό καί τί ἀνεπίτρεπτο, τί εἶναι νόμιμο καί τί ἀθέμιτο), τό διαμορφώνει ἡ κοινωνία στό σύνολό της καί σχετικῶς μικρότερη συμμετοχή ἔχουν στήν διαμόρφωσή του οἱ ἐκλεγμένοι πολιτικοί (βεβαίως σημαντική εἶναι καί ἡ συμβολή τῶν Μ.Μ.Ε., ἀλλά καί αὐτά, καθορίζουν βεβαίως, ἀλλά καί καθορίζονται ἀπό τήν κοινή γνώμη τῆς κοινωνίας).
Βεβαίως ἔχει λεχθεῖ ἀπό τόν Ἰσοκράτη ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχόντων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχομένων, ἀλλά σέ μία δημοκρατική καί «ἀνοικτή» κοινωνία ἰσχύει ἐξίσου καί τό ἀντίστροφο, ὅτι τό ἦθος τῶν ἀρχομένων διαμορφώνει τό ἦθος τῶν ἀρχόντων. Στήν οὐσία πρόκειται γιά δυναμική ἀλληλεπίδραση καί ἀλληλεπενέργεια. Μάλιστα τολμῶ νά πῶ ὅτι περισσότερο εὐθυγραμμίζονται οἱ πολιτικοί πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τοῦ λαοῦ, παρά ὅτι ὁ λαός εὐθυγραμμίζεται πρός τό γενικώτερο πνεῦμα τῶν πολιτικῶν.
Τοὐλάχιστον τοῦτο ἰσχυρίζεται ὁ Γύλιππος, ὁ Λακεδαιμόνιος στρατηγός, στόν λόγο του μετά τήν συντριπτική ἧττα τῶν Ἀθηναίων στήν Σικελία καί τήν ἄνευ ὅρων παράδοσή τους στούς Συρακουσίους, ἀντικρούοντας τήν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Συρακοσίου Νικολάου ὅτι πρέπει νά δείξουν φιλανθρωπία στούς Ἀθηναίους, ἐπειδή παρεσύρθησαν ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη:
«Ἀλλ᾿εὑρήσομεν τούς συμβούλους κατά τό πλεῖστον στοχαζομένους τῆς τῶν ἀκουόντων βουλήσεως, ὥσθ᾿ ὁ χειροτονῶν τῷ ῥήτορι λόγον οἰκεῖον ὑποβάλλει τῆς ἑαυτοῦ προαιρέσεως. οὐ γάρ ὁ λέγων κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλ᾿ ὁ δῆμος ἐθίζει τόν ῥήτορα τά βέλτιστα λέγειν χρηστά βουλευόμενος».[1]
«Διαπιστώνουμε, ὅμως, ὅτι τίς περισσότερες φορές οἱ εἰσηγητές ἐκφράζουν τήν θέληση τῶν ἀκροατῶν, ἔτσι ὥστε ὁ ψηφοφόρος νά ὑποβάλλει στόν ρήτορα τά λόγια πού ταιριάζουν μέ τίς δικές του ἐπιθυμίες. Διότι ὁ ὁμιλητής δέν εἶναι κύριος τοῦ πλήθους, ἀλλά ὁ λαός συνηθίζει τόν ρήτορα νά προτείνει τό καλύτερο, μέ τό νά υἱοθετεῖ τά σωστά».
Ἡ μετοχή βουλευόμενος εἶναι ὑποθετική μετοχή. Ἀπαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση γιά νά προτείνει καί νά λέγει τά βέλτιστα ὁ ρήτωρ εἶναι ὁ λαός νά βουλεύεται (=νά σκέπτεται) χρηστά, διότι ὁ λαός κατευθύνει τόν ρήτορα καί ὄχι τό ἀντίθετο. Σημειωτέον ὅτι ὁ “ρήτωρ” εἶναι ὁ πολιτικός ἡγέτης στήν πολιτική ὁρολογία τῆς ἀρχαιότητος.
Ἀκόμη καί στήν ἔσω φιλοσοφία κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός ἐγκαθιστᾶ ἄρχοντες ἀναλόγως τοῦ ποιοῦ τῶν πολιτῶν. Ἄν οἱ πολῖτες εἶναι χρηστοί ἔχουν χρηστούς ἄρχοντες, ἄν οἱ πολῖτες εἶναι φαῦλοι ἔχουν φαύλους ἄρχοντες. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης λέγει ὅτι:
«Οἱ ἄξιοι ἄρχοντες προωθοῦνται στίς πόλεις πού τούς ἀξίζουν, ἐνῶ οἱ ἀνάξιοι, μέ παραχώρηση, ἤ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, προχειρίζονται στούς ἀνάξιους πολίτες. Γι᾿ αὐτό, ἄν δεῖς κάποιον ἀνάξιο καί πονηρό ἄρχοντα ἤ ἐπίσκοπο, μή ἀπορήσεις, καί μή συκοφαντεῖς τό Θεό ἀλλά μᾶλλον πίστευε, ὅτι παραδοθήκαμε σέ τέτοιους τυράννους, πού καί ἡ κακία τους δέν εἶναι ἀνάλογη μέ τό κακό ποὐ μᾶς ἀξίζει»[2].
Ὥστε ὁ Θεός προωθεῖ ἄρχοντες, ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῶν πολιτῶν. Στούς καλούς πολῖτες προωθεῖ καλούς ἄρχοντες καί στούς κακούς παραχωρεῖ (ἀνέχεται) κακούς ἄρχοντες». Προσέτι καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας διατυπώνει τήν γνώμη ὅτι «δίδωσιν ἄρχοντα τοῖς πονηροῖς κατά τάς καρδίας αὐτῶν»[3]. «δίνει ὁ Θεός στούς πονηρούς ἄρχοντα σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους».
Βέβαια θά μποροῦσε νά ἀντιτείνει κάποιος ὅτι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο ἡ ἐξουσία, ἡ κάθε ἐξουσία, εἶναι ἀπό τόν Θεό ἐγκαθιδρυμένη: «αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ´1). Ὅμως ἐδῶ, σύμφωνα μέ τή Πατερική ἑρμηνεία, ἐννοεῖται ὅτι ἀπό τόν Θεό εἶναι ἐγκαθιδρυμένος ὁ ἀπρόσωπος θεσμός τῆς ἐξουσίας καί ὄχι οἱ κατέχοντες τήν ἐξουσία, δηλαδή οἱ ἄρχοντες. Κατά τό Πατερικόν λόγιον: «Οὐ γάρ εἶπε οὐκ ἔστιν ἄρχων καί ἐξουσιαστής, ἀλλ᾿ εἶπεν οὐκ ἔστι ἐξουσία εἰ μή ὑπό Θεοῦ».[4]
Ἀκόμη ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποφαίνεται ὅτι: «Πολλάκις ἀκρισία δήμου τόν χείριστον εἰς ἀρχήν προεστήσατο»[5]. Ἡ ἀκρισία τοῦ λαοῦ πολλές φορές ἐγκαθιστᾶ στήν ἐξουσία τόν χειρότερο. Μάλιστα ὁ Βασίλειος, σχολιάζοντας τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος, λέγει «ἄλογοι αἱ συντυχίαι τῶν κλήρων ἐπί τόν πάντων ἔσχατον πολλάκις τό κράτος φέρουσαι»[6]. Οἱ συμπτώσεις τῶν κλήρων εἶναι ἄλογες/ἐξωλογικές καί δίδουν τήν ἐξουσία στόν τελευταῖο ὅλων. Ἡ ἔλλειψη λοιπόν κρίσεως, ἡ ἀπερισκεψία τοῦ δήμου, ἀλλά καί ἡ κλήρωση πολλές φορές τούς χειρότερους ἀνέδειξαν στήν ἐξουσία.
Τά ἱστορικά παραδείγματα συλλογικῆς ἀκρισίας μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα εἶναι πάμπολλα. Θά ἀναφερθῶ στήν περίπτωση τῆς κλασσικῆς, δημοκρατικῆς Ἀθήνας. Ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀπεφάσισε ἐλευθέρως καί οἰκειοθελῶς τήν καταστροφική γι᾿ αὐτόν Σικελική ἐκστρατεία:
«Ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσι ὁμοίως ἐκπλεῦσαι… ὥστε διά τήν ἄγαν τῶν πλειόνων ἐπιθυμίαν, εἴ τῳ ἄρα καί μή ἤρεσκε, δεδιώς μή ἀντιχειροτονῶν κακόνους δόξειεν εἶναι τῇ πόλει ἡσυχίαν ἦγεν»[7] γράφει ὁ Θουκυδίδης.
«Καί πάντες ἀνεξαιρέτως κατελήφθησαν ἀπό ζωηροτάτην ἐπιθυμίαν νά μετάσχουν τῆς ἐκστρατείας… οὕτως ὥστε, ἕνεκα τοῦ γενικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, οἱ τυχόν διαφωνοῦντες, φοβούμενοι μήπως καταψηφίζοντες θεωρηθοῦν κακοί πατριῶται, ἐσιώπων».[8]
Ἡ ἀμνήστευση τοῦ λαοῦ ἀπό τίς ἀπαραμείωτες εὐθύνες του γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἡ κολακεία καί ἡ ἄκριτη καί ἄμετρη ἱκανοποίηση τῶν ὁποιοδήποτε ὑπερβολῶν του ὁδηγεῖ στήν ἀπορρύθμιση τῆς δημοκρατίας. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν πικρή, ἀλλά πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν τραγική μοῖρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Ὅσο προΐστατο αὐτῆς ὁ Περικλῆς λειτουργοῦσε ὁμαλά. Ὁ Θουκυδίδης λέγει γιά τόν Περικλῆ:
«Αἴτιον δ᾿ ἦν ὅτι ἐκεῖνος μέν δυνατός ὤν τῷ τε ἀξιώματι καί τῇ γνώμῃ, χρημάτων τε διαφανῶς ἀδωρότατος γενόμενος, κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ᾿ ἔχων ἐπ᾿ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντιπεῖν»[9]
«Αἰτία τούτου ἦτον ὅτι ὁ Περικλῆς, ἔχων μεγάλην ἐπιρροήν, πηγάζουσαν ἀπό τήν πρός αὐτόν κοινήν ἐκτίμησιν καί τήν προσωπικήν του ἱκανότητα, καί πασιφανῶς ἀναδειχθείς εἰς ὕψιστον βαθμόν ἀνώτερος χρημάτων, συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν. Καθόσον μή ἐπιδιώκων ν᾿ ἀποκτήσῃ ἐπιρροήν δι᾿ ἀθεμίτων μέσων, δέν ὡμίλει πρός κολακείαν, ἀλλά στηριζόμενος εἰς τήν κοινήν πρός αὐτόν ἐκτίμησιν, ἠδύνατο ν᾿ ἀντιταχθῇ κατ᾿ αὐτῶν, προκαλῶν ἐν ἀνάγκῃ καί τήν ὀργήν των.»[10]
Οἱ μετά ἀπό αὐτόν πολιτικοί ἡγέτες κολάκευαν τόν δῆμο ὁδηγώντας τον στήν καταστροφή. Γράφει ὁ Θουκυδίδης:
«Ἐνῷ οἱ διάδοχοί του, ὄντες μᾶλλον ἴσοι ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον, ἐπιδιώκοντες ὅμως ἕκαστος νά γίνῃ πρῶτος, ἦσαν ἕτοιμοι καί αὐτήν τήν κατεύθυνσιν τῶν δημοσίων ὑποθέσεων νά θυσιάζουν εἰς τάς ἑκάστοτε ὀρέξεις τοῦ πλήθους. Τοιαύτη ὅμως ἀδυναμία, ὅπως εἶναι ἑπόμενον, προκειμένου περί πόλεως μεγάλης καί ἀσκούσης ἡγεμονίαν, ὡδήγησε καί εἰς ἄλλα πολλά σφάλματα καί εἰς τήν Σικελικήν ἐκστρατείαν, τῆς ὁποίας ἡ ἀποτυχία ὠφείλετο ὄχι τόσον εἰς κακόν ὑπολογισμόν, λαμβανομένης ὑπ᾿ ὄψιν τῆς δυνάμεως τοῦ ἐχθροῦ, ὅσον εἰς τό ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι διά τήν ἐκστρατείαν, μετά τήν ἀποστολήν της, δέν εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τό συμφέρον της, ἀλλά κατεγίνοντο νά διαβάλλουν οἱ μέν τούς δέ, διά νά ἐπιτύχουν τήν λαϊκήν ἡγεσίαν, καί ὡς ἐκ τούτου ὄχι μόνον ἔγιναν αἰτία τῆς χαλαρώσεως τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀλλά καί διά πρώτην φοράν ἀνεφύησαν εἰς τήν πόλιν ἐσωτερικαί διχόνοιαι.
Ἐν τούτοις οἱ Ἀθηναῖοι, μετά τήν ἀπώλειαν τοῦ στρατοῦ των καί τοῦ μεγαλητέρου μέρους τοῦ στόλου των εἰς τήν Σικελίαν, καί ἐνῷ οἱ ἐμφύλιοι σπαραγμοί ἐλυμαίνοντο ἤδη τήν πόλιν, κατώρθωσαν ὅμως ν᾿ ἀνθέξουν ἐπί δέκα ἔτη, ὄχι μόνον κατά τῶν ἀρχικῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καί κατά τῶν ἐκ Σικελίας, ὅσοι ἡνώθησαν μέ αὐτούς, ἀκόμη δέ καί κατά τῶν περισσοτέρων συμμάχων των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει, βραδύτερον δέ καί κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κύρου, υἱοῦ τοῦ Βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἡνώθη μέ τούς Πελοποννησίους καί παρεῖχεν εἰς αὐτούς χρήματα διά τόν στόλον των, καί τότε μόνον ὑπέκυψαν, ὅταν, συνεπείᾳ τῶν προσωπικῶν των διενέξεων, συνεκρούσθησαν πρός ἀλλήλους καί αὐτοκατεστράφησαν.»[11]
Εἶναι χαρακτηριστική τῆς νοοτροπίας τῶν Ἀθηναίων ἡ ἰταμή δικαιολογία πού προέβαλαν μετά τήν ναυμαχία στίς Ἀργινοῦσες, ὅταν οἱ στρατηγοί μετά τήν περιφανῆ νίκη τους ἐναντίον τῶν Λακεδαιμονίων, λόγῳ τῆς θαλασσοταραχῆς δέν μπόρεσαν νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς, γιά τήν καταστρατήγηση τοῦ νόμου νά δικασθοῦν ὅλοι μαζί καί ὄχι ὁ κάθε ἕνας χωριστά, ὅπως ὅριζε καί προέβλεπε ὁ νόμος:
«τό πλῆθος ἐβόα δεινόν εἶναι εἰ μή τις ἐάσει τόν δῆμον πράττειν ὅ ἄν βούληται»[12].
«Οἱ πιό πολλοί φώναξαν ὅτι εἶναι ἀνήκουστο νά μήν ἀφήνουν τόν λαό νά κάνει ὅ,τι θέλει»[13].
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης γράφει ἐπ᾽ αὐτοῦ χαρακτηριστικά:
«Οὕτως δ᾽ ὁ δῆμος τότε παρεφρόνησε, καί παροξυνθείς ἀδίκως ὑπό τῶν δημαγωγῶν τήν ὀργήν ἀπέσκηψεν εἰς ἄνδρας οὐ τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων ἀξίους»[14]:
«Τόσο πολύ παρεφρόνησε τότε ὁ λαός καί παρεσύρθη σέ μία ἄδικη πρόκλησι ἀπό τούς δημαγωγούς, ὥστε ἐκόρεσε τήν ὀργή του πάνω σέ ἀνθρώπους πού ἦσαν ἄξιοι ὄχι τιμωρίας, ἀλλά πολλῶν ἐπαίνων καί στεφάνων.»[15]
Ἡ συντριβή τῆς Ἀθήνας ὀφειλόταν στήν ἐξαχρείωση τοῦ ἤθους πολιτικῶν ἡγετῶν καί πολιτῶν καί στήν ἀμοιβαία καταστροφική ἀλληλεπίδρασή τους. Ἡ ἐπίρριψη τῆς εὐθύνης ἀποκλειστικά μόνο στούς πολιτικούς ἡγέτες διαστρέφει τήν ἀλήθεια τῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ αὐτοί πολιτεύονται ὄχι ἐρήμην τοῦ λαοῦ, ἀλλά ἐναρμονιζόμενοι καί στοιχοῦντες ἐπακριβῶς πρός τίς διαθέσεις καί τίς ὀρέξεις αὐτοῦ. Ἐάν τό σύνολον τῶν πολιτῶν ὑγιαίνει, πολιτεύονται ὀρθῶς καί οἱ ἐκλεγμένοι ἄρχοντες, εἰ δ᾿ ἄλλως ἀποβάλλονται ἀπό τόν πολιτικό ὀργανισμό ὡς νοσοῦντα μέλη αὐτοῦ. Εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιβιώσουν διεφθαρμένοι πολιτικοί σ᾿ ἕνα ἀδιάφθορο σῶμα πολιτῶν. Τοὐναντίον ἐάν ἡ κοινωνία νοσεῖ στό σύνολό της μοιραῖα νοσοῦν καί οἱ ἡγέτες της.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ὅσο ἐπολιτεύετο χρηστῶς ἐκίνησε τήν μῆνι τῶν συμπολιτῶν του, ἐνῶ ὅταν συμμορφώθηκε μέ τήν διαφθορά καί ἀναλόγως ἐπολιτεύθηκε ἐπέσυρε τόν ἔπαινο αὐτῶν.
«Τῶν δέ δημοσίων προσόδων αἱρεθείς ἐπιμελητής οὐ μόνον τούς καθ᾿ αὐτόν, ἀλλά καί τούς πρό αὐτοῦ γενομένους ἄρχοντας ἀπεδείκνυε πολλά νενοσφισμένους, καί μάλιστα τόν Θεμιστοκλέα· Σοφός γάρ ἀνήρ, τῆς δέ χειρός οὐ κρατῶν. Διό καί συναγαγών πολλούς ἐπί τόν Ἀριστείδην ἐν ταῖς εὐθύναις διώκων κλοπῆς καταδίκῃ περιέβαλεν, ὥς φησιν Ἰδομενεύς. Ἀγανακτούντων δέ τῶν πρώτων ἐν τῇ πόλει καί βελτίστων, οὐ μόνον ἀφείθη τῆς ζημίας, ἀλλά καί πάλιν ἄρχων ἐπί τήν αὐτήν διοίκησιν ἀπεδείχθη. Προσποιούμενος δέ τῶν προτέρων μεταμέλειν αὐτῷ καί μαλακώτερον ἐνδιδούς ἑαυτόν, ἤρεσκεν τοῖς τά κοινά κλέπτουσιν οὐκ ἐξελέγχων οὐδ᾿ ἀκριβολογούμενος, ὥστε καταπιμπλαμένους τῶν δημοσίων ὑπερεπαινεῖν τόν Ἀριστείδην καί δεξιοῦσθαι τόν δήμον ὑπέρ αὐτοῦ, σπουδάζοντας ἄρχοντα πάλιν αἱρεθῆναι. Μελλόντων δέ χειροτονεῖν ἐπετίμησε τοῖς Ἀθηναίοις· «Ὅτε μέν γάρ,» ἔφη, «πιστῶς καί καλῶς ὑμῖν ἦρξα, προυπηλακίσθην· ἐπει δέ πολλά τῶν κοινῶν καταπροεῖμαι τοῖς κλέπτουσι θαυμαστός εἶναι δοκῶ πολίτης. Αὐτός μέν οὖν αἰσχύνομαι τῇ νῦν τιμῇ μᾶλλον ἤ τῇ πρώην καταδίκῃ, συνάχθομαι δ᾿ ὑμῖν, παρ᾿ οἷς ἐνδοξότερόν ἐστι τοῦ σῴζειν τά δημόσια τό χαρίζεσθαι τοῖς πονηροῖς»[16]:
«Ὅταν τόν ἐξέλεξαν ἐπιμελητή τῶν δημοσίων ἐσόδων, ἐφανέρωσε ὅτι ὄχι μόνον οἱ σύγχρονοί του ἄρχοντες, ἀλλά καί οἱ προηγούμενοι εἶχαν κάμει καταχρήσεις, καί πρό πάντων ὁ Θεμιστοκλῆς “ἄνθρωπος σοφός, ἀλλά πού δέν εἶναι κύριος τοῦ χεριοῦ του”. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεμιστοκλῆς, ἀφοῦ συνεκέντρωσε πολλούς κατά τοῦ Ἀριστείδου, ὅταν ἔκανε τήν λογοδοσία του, τόν κατηγόρησε, καί κατόρθωσε νά τόν καταδικάσουν γιά κλοπή, καθώς λέγει ὁ Ἰδομενεύς. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἀριστοκρατικοί καί οἱ καλύτεροι πολῖτες ἀγανάκτησαν γι᾿ αὐτό, ὄχι μονάχα τοῦ χαρίστηκε τό πρόστιμο, ἀλλά ἐξελέγη καί πάλι ἄρχων στήν ἴδια ἐξουσία. Ὕστερα, προσποιήθηκε πώς μετάνοιωσε γιά τόν τρόπο πού διοίκησε πρωτύτερα, καί φερόταν πολύ μαλακώτερος· ἔτσι ἄρεσε σέ ἐκείνους πού ἔκλεβαν τό δημόσιο χρῆμα, γιατί οὔτε τούς ἔκανε ἔλεγχο, οὔτε ἀκριβολογοῦσε, ὥστε ἐκείνοι ἐχόρταιναν ἀπό τά δημόσια καί ἐπαινοῦσαν μέ τό παραπάνω τόν Ἀριστείδη, καί περιποιόταν τό λαό, ζητώντας νά τόν ἐκλέξη καί πάλι ἄρχοντα. Καί τή στιγμή πού ἐπρόκειτο νά τόν ἐκλέξουν, ὁ ἴδιος κατηγόρησε τούς Ἀθηναίους καί τούς εἶπε: «Τότε πού διοίκησα καλά καί πιστά, μέ ἐξευτελίσατε· τώρα πού ἄφησα νά κλέβουν τό δημόσιο χρῆμα, σᾶς φαίνομαι ἀξιοθαύμαστος πολίτης. Γιά τόν ἑαυτό μου ντρέπομαι περισσότερο γιά τή σημερινή τιμή, παρά γιά τήν καταδίκη μου τότε. Λυποῦμαι ὅμως γιά λογαριασμό σας, γιατί θεωρεῖτε ἐνδοξότερο τό νά χαρίζεται κανείς στούς κακούς, παρά τό νά σώζη τό συμφέρον τοῦ δημοσίου».[17]
Ἀκόμη ὁ Ἰσοκράτης, τόν 4ο αἰῶνα, ὅταν πλέον ἡ παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας ἦταν πασιφανής, κατηγορεῖ τούς Ἀθηναίους:
«…καί γάρ τοι πεποιήκατε τούς ῥήτορας μελετᾶν καί φιλοσοφεῖν οὐ τά μέλλοντα τῇ πόλει συνοίσειν (=αὐτά πού συμφέρουν), ἀλλ᾿ ὅπως ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους ἐροῦσιν»[18]:
«Ἔτσι ὅμως ἔχετε κάνει τούς ρήτορες νά ἐρευνοῦν καί νά φροντίζουν ὄχι ἐκεῖνα πού θά εἶναι συμφέροντα (πλεονεκτήματα) στήν πόλη ἀλλά πῶς θά ἐκφωνήσουν λόγους πού θά σᾶς εἶναι ἀρεστοί»[19].
Καί ἐπιπλέον θεωρεῖ ὁ Ἰσοκράτης ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι τῆς ἐποχῆς του ἐνόμιζαν:
«…τήν μέν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τήν δέ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τήν δέ παρρησίαν (=ἀθυροστομία) ἰσονομίαν, τήν δέ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν…»[20]
Γράφω αὐτά τά αὐτονόητα καί κοινότοπα γιατί ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες συνηθίζουμε νά ἀποδίδουμε τήν κακοδαιμονία τῆς Ἑλλάδος στούς «διεφθαρμένους» πολιτικούς, ἀποσιωπώντας τίς δικές μας εὐθῦνες, ἀφοῦ ἐμεῖς τούς ψηφίζουμε, τούς στηρίζουμε καί ἐν γένει, ἐάν δέν ἀποδεχόμαστε τήν πολιτική τους, ὁπωσδήποτε τήν ἀνεχόμαστε. Συνηθίζουμε νά θέτουμε στό ἀπυρόβλητο τόν λαό, ἀποδίδοντάς του τούς στίχους τοῦ ποιητῆ, “πάντα εὐκολόπιστε καί πάντα προδομένε”. Γιατί ὅμως ὁ λαός νά δείχνει τέτοια εὐκολοπιστία; Τοῦ συγχωρεῖται τέτοια ἐπιπολαιότητα; Τί λέει ὁ Γύλιππος στόν ἀνωτέρω μνημονευθέντα λόγο του, κατηγορώντας τούς Ἀθηναίους;
«Καί γενικά, ἄν διέπραξαν τήν ἀδικία (ἐννοεῖ τήν πάνδημη ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Σικελίας) μέ πλήρη ἐπίγνωση, γι᾿ αὐτή τους τήν πρόθεση εἷναι ἄξιοι τιμωρίας, ἄν πάλι κήρυξαν τόν πόλεμο χωρίς σοβαρή σκέψη (εἰκῇ βουλευσάμενοι στό πρωτότυπο), οὔτε σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πρέπει νά ἀπαλλαγοῦν γιά νά μή συνηθίζουν νά παίζουν μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων»[21].
Ἡ Δημοκρατία ἀπαιτεῖ ὑψηλή αἴσθηση εὐθύνης ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν, εἰ δ᾿ ἄλλως εἶναι καταστροφική. Τό δημοκρατικό πολίτευμα εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο, ἀλλά καί ἀπαιτητικό πολίτευμα: προϋποθέτει τήν διανοητική καί πνευματική ὡριμότητα καί τήν ἠθική ἀκεραιότητα τῶν πολιτῶν. Ἡ ὁμαλή λειτουργία τῆς Δημοκρατίας δέν προϋποθέτει μόνο τούς ἀνάλογους θεσμούς, ἀλλά ἐξίσου καί τό ἀνάλογο ἦθος τῶν πολιτῶν. Καί τό δημοκρατικό ἦθος, ἐκτός τῶν ἄλλων στοιχείων πού πρέπει νά ἔχει, πρέπει ὁπωσδήποτε νά περιλαμβάνει ὑψηλή αἴσθηση τῆς εὐθύνης καί τοῦ μέτρου. Ἀνευθυνότητα καί ἀμετρία τῶν πολιτῶν δυναμιτίζουν τά θεμέλια τῆς Δημοκρατίας.
«Ἡ γάρ ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἤ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καί ἰδιώτῃ καί πόλει» γράφει ὁ Πλάτων στήν Πολιτεία 564a.
«Γιατί, καθώς φαίνεται, ἡ ὑπερβολική ἐλευθερία γυρίζει σέ ὑπερβολική δουλεία καί γιά τόν πολίτη καί γιά τήν πόλη»[22].
Ὁ Πλάτων διαζωγραφίζει ὡς ἑξῆς τίς ἐπιπτώσεις τῆς ἄκρατης ἐλευθερίας καί τίς ἀμφίδρομες σχέσεις μεταξύ τῶν ἀρχόντων καί τῶν ἀρχομένων.
«Ὅταν, θαρρῶ, μιά δημοκρατημένη πόλη διψασμένη γιά ἐλευθερία τύχη νά εὕρη προϊσταμένους πού εἶναι κακοί οἰνοχόοι καί, πίνοντας ἄκρατη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο πρέπει τήν ἐλευθερία, μεθύση, τότε πιά τούς ἄρχοντές της, ἄν δέν εἶναι πολύ ἐπιεικεῖς κι᾿ ἄν δέν τῆς δίνουν ἐλευθερία χωρίς μέτρο, τούς βάζει τιμωρίες κατηγορόντας τους ὡς μιαρούς καί ὁλιγαρχικούς. Στ’ αλήθεια, εἶπε, αὐτό τό κάνουν. Τούς πολίτες, εἶπα, ὅσοι δείχνουν ὑπακοή στούς ἄρχοντες τούς ποδοπατοῦν, ἐπειδή τούς θεωροῦν ἐραστές τῆς δουλείας καί τιποτένιους, τούς ἄρχοντες πάλι πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἀρχόμενοι καί τούς ἀρχομένους πού φέρνονται ὡσάν νά εἶναι ἄρχοντες, αὐτούς καί στίς ἰδιωτικές συγκεντρώσεις καί στίς δημόσιες συνελεύσεις τούς ἐπαινοῦν καί τούς τιμοῦν…
Αὐτά, εἶπα ἐγώ, γίνονται καί ἀκόμη κι᾿ ἄλλα μικροπράγματα ὡσάν αὐτά· μέσα σέ μιά τέτοια κατάσταση ὁ δάσκαλος φοβᾶται τούς μαθητές καί τούς χαϊδεύει, οἱ μαθητές δέν δείχνουν κανένα σεβασμό οὔτε στούς δασκάλους οὔτε δά καί στούς παιδαγωγούς· καί γενικά οἱ νέοι παίρνουν τό ὕφος τῶν ἀνθρώπων τῆς προχωρημένης ἡλικίας καί προσπαθοῦν καί στά λόγια καί στά ἔργα νά τούς ξεπεράσουν, οἱ γέροι ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ῥίχνοντας τόν ἑαυτό τους στό ἐπίπεδο τῶν νέων θέλουν νά εἶναι ἀνεξάντλητη πηγή εὐτραπελίας καί λεπτῶν χαριεντισμῶν καί ἀντιγράφουν τή νεανική συμπεριφορά, γιά νά μή δίνουν τήν ἐντύπωση πώς εἶναι ἄνθρωποι δυσάρεστοι καί δεσποτικοί»[23].
Βλέπουμε λοιπόν πῶς ὁ Πλάτων περιγράφει τήν φαύλη κατάσταση στήν παρηκμασμένη δημοκρατία, ὅπου οἱ φορεῖς τῆς ἐξουσίας (ἄρχοντες, γονεῖς, δάσκαλοι) καί οἱ ὑποκείμενοι σ᾿ αὐτήν (ἀρχόμενοι, παιδιά, μαθητές) ἀλληλεπενεργοῦν καταστροφικά παρασύροντες ἀλλήλους στήν διαφθορά. Πράγματι στήν δημοκρατία ὑπάρχει μία ἀμφίδρομη σχέση ἐπιδράσεως μεταξύ ἀρχόντων καί ἀρχομένων καί ὄχι μονομερής σχέση ἐπιδράσεως τῶν ἀρχόντων ἐπί τῶν ἀρχομένων, ὅπως ἀφελῶς θεωροῦν πολλοί.
Ἡ διαφθορά, ἡ ἀνευθυνότητα, ἡ ἀμετρία, καί ἡ μαξιμαλιστική διεκδικητικότητα τῶν πολιτῶν ἐπηρεάζει ἀνάλογα τό ἦθος τῶν ἀρχόντων καί προκαλεῖ τήν ἀνάλογη διαχείριση τῆς ἐξουσίας ἐκ μέρους τους. Τοῦτο προσπαθοῦσαν νά ποῦν οἱ τραγικοί ποιητές στούς Ἀθηναίους γιά τήν ἄκρατη Δημοκρατία τους: Ὅταν τό κακό ὑπερβεῖ ὁρισμένα ὅρια, τότε γίνεται ἀθεράπευτο.Ὑπάρχει ἕνα ἀμετακίνητο ὅριο στήν ἀνθρώπινη δράση, εἴτε στήν πολιτική εἴτε στή γενικώτερη διάστασή της, ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὁποίου ὁδηγεῖ ἀφεύκτως στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή.
Τήν ἴδια κριτική εἶχε ἀσκήσει καί ὁ Ἡρόδοτος στήν Ἀθηναϊκή δημοκρατία διά στόματος δύο Περσῶν ἀριστοκρατῶν, τοῦ Μεγάβυζου καί τοῦ Ὀτάνη. Ὁ Μεγάβυζος ἀσκώντας κριτική στήν ἀπεριόριστη ἐξουσία τοῦ δήμου λέγει:
«Ὁμίλου γάρ ἀχρηίου οὐδέν ἐστι ἀσυνετώτερον οὐδέ ὑβριστότερον. Καίτοι τυράννου ὕβριν φεύγοντας ἄνδρας ἐς δήμου ἀκολάστου ὕβριν πεσεῖν ἐστί οὐδαμῶς ἀνασχετόν. Ὁ μέν γάρ εἴ τι ποιέει, γινώσκων ποιέει, τῷ δέ οὐδέ γινώσκειν ἔνι· κῶς γάρ ἄν γινώσκοι ὅς οὔτ᾿ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλόν οὐδέν [οὐδ᾿] οἰκήιον, ὠθέει τε ἐμπεσών τά πρήγματα ἄνευ νόου, χειμάρρῳ ποταμῷ εἴκελος;»[24]:
«Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ἀσύνετο καί πιό ἀλαζονικό ἀπό ἕνα ἀπαίδευτο πλῆθος. Εἶναι παράλογο νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι γιά νά ἀποφύγομε τήν ἀλαζονεία ἑνός τυράννου πρέπει νά καταλήξομε στήν ἀχαλίνωτη ἀλαζονεία τοῦ πλήθους. Ὁ τύραννος ὅ,τι πράττει τό πράττει ἐνσυνείδητα, ἐνῶ στό πλῆθος δέν ὑπάρχει οὔτε γνώση. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, ἀφοῦ δέν ἔμαθε τίποτε ποτέ του, οὔτε ξέρει ὁτιδήποτε τό σωστό ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, καί ὅταν ἀναμιχθεῖ στά πράγματα τά σπρώχνει μέ ἀσυλλόγιστη ὁρμή, σάν πλημμυρισμένος χείμμαρος;»[25]
Ὁ Ὀτάνης ἐξάλλου ἀποφαίνεται:
«Δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μή οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι»[26].
«Ἄν πάλι ὁ δῆμος ἔχει τήν ἐξουσία, εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἐξαχρειωθεῖ».[27]
Βεβαίως οἱ ἀνωτέρω θέσεις δέν ἰσχύουν καθολικά ἀλλά μερικῶς καί ἀναλόγως ἐάν ἰσχύουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, κυριώτερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἔλλειψη συνετῶν καί στιβαρῶν ἡγετῶν. Ἀλλά καί ὁ Θουκυδίδης δέν ὑστερεῖ σέ καυστικότητα ἀπέναντι στήν Δημοκρατία, ὅταν βάζει στόν Ἀλκιβιάδη τά ἑξῆς λόγια χαρακτηρίζοντας τή Δημοκρατία ὡς πανθομολογούμενη ἀνοησία:
«ἐπεί δημοκρατίαν γε καί ἐγιγνώσκομεν οἱ φρονοῦντες τι, καί αὐτός οὐδενός ἄν χεῖρον, ὅσῳ καί λοιδορήσαιμι. ἀλλά περί ὁμολογημένης ἀνοίας οὐδέν ἄν καινόν λέγοιτο». (Ἱστορίαι, Ζ, 89, 5):
«Διότι, βέβαια, τί σημαίνει κυριαρχία τοῦ πλήθους (δημοκρατία στό πρωτότυπο) τό γνωρίζαμε ὅσοι ἔχουμε μιά στάλα γνώση, καί μάλιστα ἐγώ ὁ ἴδιος καλύτερα ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο, ἀφοῦ θά εἶχα καί τίς περισσότερες ἀφορμές γιά νά τήν κατακρίνω. Ἀλλά γιά μιά πανθομολογούμενη μωρία τίποτα καινούργιο δέν θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ».[28]
Ὁ χαρακτηρισμός τῆς δημοκρατίας ὡς ὁμολογημένης ἀνοίας ἀπό τόν Ἀλκιβιάδη, μαθητή τοῦ Σωκράτη, ἀπηχεῖ τίς ἀντιλήψεις γιά τή δημοκρατία τοῦ δασκάλου του, τοῦ Σωκράτη.
Ὡσαύτως καί στήν ψευδο-Ξενοφώντεια “Ἀθηναίων Πολιτεία” συναντοῦμε τήν ἴδια σκληρή καί ἀπαξιωτική γιά τήν δημοκρατία κριτική:
«1) Ὅσο γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, δέν τούς ἐπαινῶ πού ἐπέλεξαν τή συγκεκριμένη μορφή. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι μέ τήν ἐπιλογή τους αὐτή προτίμησαν τήν εὐημερία τῶν φαύλων καί ὄχι τῶν χρηστῶν. Γιά τόν παραπάνω λόγο, λοιπόν, δέν τούς ἐπαινῶ. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔτσι ἀποφάσισαν, θά δείξω ὅτι διαφυλάσσουν ἀποτελεσματικά τό σύστημά τους καί ὅτι, κατά τά ἄλλα, τά καταφέρνουν σέ ὅσα οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες τούς καταλογίζουν ἀποτυχία.
2) Τό πρῶτο πού θά πῶ εἶναι τοῦτο: στόν τόπο αὐτόν, ὁ φτωχός λαός θεωρεῖ πώς μέ τό δίκιο του ἀπολαμβάνει περισσότερα ἀπ’ὅσα οἱ εὐγενεῖς καί οἱ πλούσιοι, γιατί ὁ λαός εἶναι αὐτός πού ἐπανδρώνει τά πλοῖα καί προσφέρει στήν πόλη τή δύναμή της, καθώς καί οἱ κυβερνῆτες, οἱ κελευστές, οἱ πεντηκόνταρχοι, οἱ πρωράτες καί οἱ ναυπηγοί−αὐτοί εἶναι πού προσφέρουν στήν πόλη τή δύναμή της, πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ὁπλίτες, οἱ εὐγενεῖς καί οἱ χρηστοί».[29].
Στό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα βλέπουμε τή σαφῆ νύξη τοῦ συγγραφέα στόν ἰμπεριαλιστικό χαρακτῆρα τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, τήν ὁποία τῆς ἐξασφάλισε ἡ θαλασσοκρατορία. Οἱ ναῦτες σέ ἀντίθεση μέ τούς ὁπλίτες ἀνῆκαν στούς φτωχότερους Ἀθηναίους πολίτες καί ἀποτελοῦσαν τήν καρδιά τῆς δημοκρατικῆς μερίδας. Καί συνεχίζει ὁ ψευδο-Ξενοφῶν:
«Ἀφοῦ λοιπόν ἔχουν ἔτσι τά πράγματα, θεωρεῖται δίκαιο νά μετέχουν ὅλοι στά ἀξιώματα, εἴτε μέ κλήρωση, ὅπως γίνεται σήμερα, εἴτε μέ ἐκλογή, καί νά μπορεῖ νά ἀγορεύει ὅποιος πολίτης θέλει.
3 Ὑπάρχουν ὅμως ἀξιώματα πού ὅταν ἀσκοῦνται σωστά προσφέρουν ἀσφάλεια, ὅταν ὅμως ἀσκοῦνται λανθασμένα θέτουν σέ κίνδυνο ὁλόκληρο τόν λαό. Στά ἀξιώματα αὐτά ὁ δῆμος δέν ἐπιδιώκει καθόλου τή συμμετοχή του: κρίνουν πώς δέν τούς χρειάζεται νά μετέχουν μέ κλῆρο οὔτε στή στρατηγία οὔτε στήν ἱππαρχία. Ἀντιλαμβάνεται, βέβαια, ὁ δῆμος ὅτι τό κέρδος εἶναι μεγαλύτερο ἄν δέν ἀσκεῖ ὁ ἴδιος αὐτά τά ἀξιώματα, ἀλλά ἀφήνει νά τά ἀσκοῦν οἱ ἱκανότεροι. Ὁ δῆμος ἐνδιαφέρεται γιά τά ἀξιώματα πού ὑπάρχουν γιά τόν μισθό καί τό ἰδιωτικό ὄφελος.
4 Ὁρισμένοι πάλι ἀποροῦν γιατί παντοῦ μοιράζουν περισσότερα προνόμια στούς φαύλους, τούς φτωχούς καί τούς ποταπούς ἀπ’ὅ,τι στούς χρηστούς. Ἀλλά μέ αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο θά ἀποδειχτεῖ ὅτι διασφαλίζουν τή δημοκρατία. Ὅταν εὐημεροῦν οἱ φτωχοί, οἱ ποταποί καί οἱ φαῦλοι, καί ὁ ἀριθμός τῶν ἱκανοποιημένων αὐξάνεται, τότε ἐνδυναμώνεται ἡ δημοκρατία. Ὅταν, ἀντίθετα, εὐημεροῦν οἱ πλούσιοι καί οἱ χρηστοί, τότε τά μέλη τοῦ δήμου καθιστοῦν ἰσχυρούς τούς ἀντιπάλους τους.
5 Γιατί σέ κάθε τόπο τό καλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι ἀντίθετο στή δημοκρατία. Ἀνάμεσα στούς καλύτερους θά συναντήσεις ἐλάχιστη ἀσυδοσία καί ἀδικία, μεγάλη ὅμως σχολαστικότητα στήν τήρηση τοῦ ἔντιμου τρόπου ζωῆς. Ἡ μάζα, ἀντίθετα, χαρακτηρίζεται ἀπό τεράστια ἀμάθεια, ἀταξία καί φαυλότητα. Γιατί ἡ φτώχεια τούς ἐξωθεῖ περισσότερο σέ πράξεις ἐπονείδιστες, καθώς καί ἡ ἀπαιδευσία καί ἡ ἀμάθεια, ἡ ὁποία, στήν περίπτωση ὀρισμένων, ὀφείλεται στή χρηματική ἔνδεια.
6 Θά μποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξει πώς δέν θά ἔπρεπε νά ἀφήνουν τούς πάντες νά ἀγορεύουν στήν ἐκκλησία ἤ νά συσκέπτονται στή βουλή, ἀλλά μόνο τούς εὐφυέστερους καί τούς καλύτερους. Ἀλλά καί σέ αὐτό τό θέμα οἱ Ἀθηναῖοι σκέφτονται ἄριστα, ἐπιτρέποντας τήν ἔκφραση γνώμης καί στούς φαύλους. Ἄν ἀγόρευαν καί συσκέπτονταν ἀποκλειστικά οἰ χρηστοί, αὐτό θά ἦταν καλό γιά τούς ὁμοίους τους, δέν θά ἦταν ὅμως καλό γιά τόν ὄχλο. Τώρα ὅμως, μέ τό νά μιλάει ὅποιος θέλει, κάθε παλιάνθρωπος ἀνεβαίνει στό βῆμα καί βρίσκει αὐτό πού εἶναι καλό γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς ὁμοίους του.
7 Θά ἔλεγε κάποιος: «Μά τί καλό γιά τόν ἴδιο ἤ γιά τόν δῆμο θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος;» Ἐκεῖνοι ὅμως ἀντιλαμβάνονται πώς ὠφελεῖ περισσότερο νά εἶναι κανείς φαῦλος, ἀνόητος καί ἀφοσιωμένος παρά ἔντιμος, εὔστροφος καί ἐχθρικός».[30].
Ὁ ἀνωτέρω λίβελλος κατά τῆς δημοκρατίας καί προκατειλημμένος καί ἄδικος εἶναι. Ὅμως παρά τήν πρόδηλη ἐμπάθειά του περιέχει καί στοιχεῖα ἀληθείας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ κατά τόν ψευδο-Ξενοφῶντα «ἡ δημοκρατία ἀντιπροσωπεύει τόν θρίαμβο τοῦ ἐπιτήδειου ἀνθρωπάκου[31]». Αὐτό εἶναι ἀναληθές ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀκμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας∙ ὅμως δέν ἀπέχει ὅμως πολύ ἀπό τήν ἀλήθεια ὅσον ἀφορᾶ στήν παρακμή τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας.
Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος, ὅταν πῆρε ὅλη τήν ἐξουσία στά χέρια του καί δέν εἶχε κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του μετά τήν μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ἀφηνίασε (ὅσο βέβαια ζοῦσε ὁ Περικλῆς τόν συγκρατοῦσε, μετά ἡ κατρακύλα…) Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καί ὁ Ἐφιάλτης, ὁ ὁποῖος κατέλυσε τήν δύναμη τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, προσφέροντας, κατά τόν Πλάτωνα, στούς πολίτες ἄφθονο καί ἀνέρωτο κρασί ἐλευθερίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου, ἀφηνιάσας, καθώς λένε οἱ κωμωδιογράφοι, ὁ λαός σάν ἄλογο ἄρχισε νά δαγκάνη…χωρίς νά τολμᾶ κανείς πλέον νά τόν πειθαρχήση[32].
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Σόλων, ὁ θεμελιωτής τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας, ὅταν διεκήρυττε ὅτι ὁ λαός δέν χρειάζεται οὔτε ὑπερβολική ἐλευθερία, οὔτε καταναγκασμό:
«Δῆμος δ’ὧδε ἄν ἄριστα σύν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο/μήτε λίαν ἀνεθείς μήτε βιαζόμενος» (ἀπ. 6):
«Ὁ λαός μέ τόν ἀκόλουθο τρόπο μπορεῖ νά ἀκολουθῆ ἄριστα τούς ἀρχηγούς του/ἐάν δέν ἀφίνεται ἐντελῶς ἀπεριόριστος καί ἐάν δέν περιορίζεται ὑπερβολικά»[33].
Ἡ μετοχή ἀνεθείς εἶναι τοῦ ἀνίημι πού σημαίνει χαλαρώνω, ἀφήνομαι ἐντελῶς ἐλεύθερος ἐξ οὗ καί ἄνεσις. Ἡ μετοχή βιαζόμενος τοῦ βιάζομαι πού σημαίνει καταναγκάζομαι. Ἄρα ὁ λαός δέν πρέπει οὔτε νά ἀφεθεῖ ἐντελῶς ἐλεύθερος οὔτε νά καταναγκασθεῖ. Ὁ ἡγέτης πρέπει νά βρεῖ τό κατάλληλο, τό προσῆκον μέτρο ἐλευθερίας καί περιορισμοῦ πού πρέπει νά δοθοῦν στόν λαό. Καί αὐτό εἶναι ἰδιαζόντως δύσκολο ἔργο. Ὁ Σόλων ὁμολογεῖ:
«Γνωμοσύνης δ’ἀφανές χαλεπώτατον νοῆσαι μέτρον/ὅ δή πάντων πείρατα μοῦνον ἔχει» (ἀπ. 16):
«Εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀντιληφθῆς τό ἀφανές μέτρο τῆς ὀρθῆς κρίσεως/τό ὁποῖο ὅμως μόνο του ἔχει τά πέρατα ὅλων τῶν πραγμάτων»[34].
Γι’ αὐτό καί ἡ Δημοκρατία ἐκτός τῶν ἄλλων εἶναι λίαν ἀπαιτητικό πολίτευμα: πρέπει οἱ ἡγέτες, κυρίως αὐτοί, ἀλλά καί ὁ λαός νά ἀναδιφήσουν τό ἀφανές μέτρον τῆς γνωμοσύνης=τῆς ὀρθῆς κρίσεως.
Εἶναι χαρακτηριστικό τῆς διορατικότητας τοῦ Σόλωνα ὅτι θέσπισε καί ἐνίσχυσε καί τίς δύο βουλές, καί τήν ἀριστοκρατική τοῦ Ἀρείου Πάγου καί τήν δημοκρατική τῶν 400. Ὁ Πλούταρχος γράφει σχετικά στόν βίο τοῦ Σόλωνος:
«Ἀφοῦ σύστησε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ἀπ’ὅσους εἶχαν χρηματίσει ἐνιαύσιοι ἄρχοντες, καθώς αὐτός, πού κι ὁ ἴδιος ἔλαβε μέρος, κι ἐπειδή ἔβλεπε τό λαό νά παραφουσκώνῃ καί νά ἀποθρασύνεται μέ τήν ἄφεση τῶν χρεῶν, ἔκαμε καί δεύτερη βουλή διαλέγοντας ἑκατό ἄνδρες ἀπό τήν κάθε φυλή – τέσσαρες ἦταν οἱ φυλές˙ σ’αὐτούς ὥρισε νά γνωματεύουν ἀπό πρίν γιά τά νομοσχέδια πού θά περνοῦσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ δήμου καί τίποτα νά μήν ἀφήσουν νά περνάῃ χωρίς πρωτήτερα αὐτοί νά τό ἐξετάσουν καί νά ποῦνε τή γνώμη τους. Ὅσο γιά τόν Ἄρειο Πάγο, τόν ὥρισε ἐπιτηρητή σέ ὅλα καί φρουρό τῆς δικαιοσύνης, γιατί νόμιζε πώς ἡ πολιτεία ἔχοντας δυό βουλές κι ἔτσι μοιάζοντας σά νἆχε ἀράξει μέ δύο ἄγκυρες, πολύ λιγώτερο θά ἀναταραζόταν κι ὁ λαός περισσότερο θά ἡρεμοῦσε. Οἱ περισσότεροι λοιπόν λένε πώς ὁ Σόλων, καθώς εἴπαμε, ἵδρυσε τή βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου»[35].
Ἡ βουλή τοῦ Ἀρείου Πάγου ὑπῆρχε βέβαια ἀπό παλαιοτάτων χρόνων πρό τοῦ Σόλωνος. Ἦταν ἀριστοκρατικός θεσμός καί ἦταν, μέχρι τή μεταρρύθμιση τῶν Ἐφιάλτη-Περικλῆ τό 462, ὁ ἐπιτηρητής καί ὁ φύλακας τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας. Μετά τή μεταρρύθμιση τοῦ Ἐφιάλτη, ὁ ὁποῖος ἀπεψίλωσε τόν Ἄρειο Πάγο σχεδόν ἀπό ὅλες τίς ἐξουσίες του, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀποβαίνει ὁ μόνος κύριος τῆς πολιτείας καί δέν ἔχει κανένα πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Ὁ Σόλων πίστευε στήν ὕπαρξη καί ταυτόχρονη καί συμπληρωματική λειτουργία καί τῶν δύο βουλῶν, καί τοῦ ἀριστοκρατικοῦ Ἀρείου Πάγου καί τῆς δημοκρατικῆς βουλῆς τῶν 400.
Μάλιστα ὁ Κλεισθένης μέ τίς μεταρρυθμίσεις του ἐνίσχυσε τή δημοκρατική βουλή καί ὅρισε νά ἔχει 500 βουλευτές, 50 ἀπό κάθε φυλή – οἱ φυλές, ἀντί γιά τέσσερις, ὅρισε ὁ Κλεισθένης νά εἶναι δέκα. Ἔτσι βλέπουμε ἡ Σολώνεια δημοκρατία νά εἶναι μετριοπαθής δημοκρατία καί μεμιγμένη μέ ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Κλεισθένεια δημοκρατία εἶναι πιό διευρυμένη καί διαθέτει σέ μεγαλύτερο βαθμό τή συμμετοχή τοῦ δήμου διατηρώντας ταυτόχρονα ὁρισμένα ἀριστοκρατικά στοιχεῖα. Ἡ Περίκλεια δημοκρατία εἶναι μία ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία, ὅπου τήν ἐξουσία ἔχει ὁλοκληρωτικά ὁ δῆμος. Γράφω ἐπιγραμματικά τά ἀνωτέρω διότι σέ κάθε πολίτευμα πρέπει νά ἐξετάζουμε τόν «βαθμό» δημοκρατίας.
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ ὡς ἰδανικό πολίτευμα ὄχι τήν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία τοῦ Περικλῆ, ἀλλά τό πολίτευμα πού ἐπεκράτησε γιά μερικούς μῆνες, ἀπό τόν Ἰούνιο ὡς τόν Σεπτέμβριο τοῦ 411 π.κ.ε. καί ἦταν μικτῆς ὑφῆς, συνδύαζε δηλ. ὀλιγαρχικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα:
«Καί φαίνεται ὅτι ὁ πρῶτος καιρός ἦταν μιά περίοδος πού τά πράγματα τῆς Ἀθήνας ἀντιμετωπίστηκαν μέ τόν καλύτερο τρόπο, ἐπί τῶν ἡμερῶν μου τουλάχιστον∙ διότι ἔγινε τότε ἕνας συγκερασμός ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας (ξύγκρασις ἐς τούς ὀλίγους καί τούς πολλούς), μέ τόν ὁποῖο ἀνορθώθηκε ἡ πόλη ἀπό μιά ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία εἶχε περιπέσει.»[36]
Ὁ Θουκυδίδης θεωρεῖ λοιπόν ὡς ὀρθή πολιτεία, ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα, τήν μεῖξιν Ὀλιγαρχίας καί Δημοκρατίας.
Ὡσαύτως καί ὁ Ἀριστοτέλης θεωροῦσε ὡς ἰδεώδη πολιτεία, ὄχι τήν ἀμιγῶς δημοκρατική, ἀλλά αὐτή πού συνδύαζε ἀριστοκρατικά καί δημοκρατικά στοιχεῖα.[37]
Ἐπ᾿αὐτοῦ ὁ Παναγιώτης Δαμάσκος γράφει:
«Ἡ καλύτερη μορφή διακυβέρνησης εἶναι τό μικτό ἤ μέσο πολίτευμα, μεῖγμα ὀλιγαρχίας καί δημοκρατίας, τό ὁποῖο ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλεῖ ἁπλῶς πολιτεία»[38].
Ἐπίσης ὁ Γιῶργος Ν. Οἰκονόμου γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου:
«Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ ἀρίστη πολιτεία τῶν βιβλίων 7 και 8 (τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἔργου Πολιτικά) οὐδεμία σχέση μπορεῖ νά ἔχει μέ τή δημοκρατία, καί μάλιστα μέ καμία περίοδο τῆς πραγματικῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Πρόκειται περί μιᾶς ὀλιγαρχίας ἤ «ἀριστοκρατικῆς ὀλιγαρχίας» ὑπό τήν ἀριστοτελική ἔννοια, δηλαδή περί τῆς πολιτείας τῶν ἀρίστων κατ’ἀρετήν»[39].
Ὁ Ἀριστοτέλης ἄλλωστε τήν «δημοκρατία» θεωρεῖ ὡς παρεκβατικό πολίτευμα τῆς «πολιτείας», τοῦ ὀρθοῦ πολιτεύματος καί «λαμβάνει τήν δημοκρατίαν ὡς συνώνυμον μέ τήν ὀχλοκρατίαν»[40]. Ἐξάλλου ὁ Ἀριστοτέλης ἀρνιόταν τήν διά κλήρου ἀνάδειξη στά ἀξιώματα τῆς πολιτείας καί θεωροῦσε ὅτι αὐτά πρέπει νά ἀπονέμονται μέ κριτήριο τήν ἀξία, τά προσόντα καί τίς ἱκανότητες τοῦ πολίτη.[41]
Γιά τήν ἀντίθεση τοῦ Πλάτωνα στήν Αθηναϊκή Δημοκρατία τῆς ἐποχῆς του ὅ,τι καί νά λεχθεῖ εἶναι λίγο. Κατά τόν Κ. Καστοριάδη ὁ Πλάτων ἦταν ὁρκισμένος ἐχθρός τῆς Δημοκρατίας. Ὁ Leo Strauss λέγει γιά τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα:
«Ἡ Πολιτεία, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα τοῦ Πλάτωνα, τό πιό φημισμένο πολιτικό σύγγραμμα ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἶναι ἕνας ἀφηγηματικός διάλογος τό θέμα τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ δικαιοσύνη…Τό πιό δριμύ κατηγορητήριο πού ἐκφράστηκε ποτέ γιά τή δεσπόζουσα δημοκρατία, τήν καινοτόμο πολιτεία ἡ ὁποία εὐνοεῖ τήν καινοτομία, ἐκφράζεται στήν Πολιτεία χωρίς νά ὑψωθεῖ μιά φωνή πρός ὑπεράσπισή της»[42].
Ἀπό τήν ἀδυσώπητη κριτική τοῦ Πλάτωνος στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία δέν ξεφεύγουν οὔτε οἱ πρωτεργάτες της, ὁ Περικλῆς καί ὁ Θεμιστοκλῆς. Ὁ Πλάτων ἀσκεῖ σκληρή κριτική καί στόν Περικλῆ:
«Ταυτί γάρ ἔγωγε ἀκούω, Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς καί δειλούς καί λάλους καί φιλαργύρους, εἰς μισθοφορίαν πρῶτον καταστήσαντα». (Γοργίας 515 e):
«Διότι ἐγώ τοὐλάχιστον αὐτό ἀκούω, ὅτι δηλαδή ὁ Περικλῆς ἔκαμε τούς Ἀθηναίους φυγοπόνους καί δειλούς καί φλυάρους καί φιλαργύρους, διότι πρῶτος εἰσήγαγε τήν πληρωμήν μισθῶν διά τάς εἰς τήν πόλιν προσφερομένας ὑπηρεσίας ὑπό τῶν πολιτῶν.»[43]
Ἰσχυρίζεται ὁ Πλάτων ὅτι ἔκανε ὁ Περικλῆς τούς Ἀθηναίους ἀργούς (=τεμπέληδες, ραθύμους, φυγοπόνους), διότι προτιμοῦσαν τόν δικαστικό μισθό ἀπό τά κέρδη πού προέρχονταν ἀπό τήν ἐργασία, ἐπειδή τόν μισθό αὐτό τόν ἐλάμβαναν ἀκόπως. Ὡσαύτως ὑποβάλλει σέ σκληρή κριτική ἐκτός ἀπό τόν Περικλῆ καί τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν Κίμωνα (Γοργίας 529):
«Ἐγκωμιάζεις ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσφέρει στούς πολῖτες τῶν Ἀθηνῶν τροφές, ἐμφυσώντας τους τήν εὐχαρίστηση μέ ὅσα ἐπιθυμοῦσαν καί οἱ ἴδιοι οἱ πολῖτες ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτοί ἔχουν καταστήσει μεγαλοπρεπῆ τήν πόλη. Ὅτι ἡ πόλη ἔχει νοσηρά διογκωθεῖ καί εἶναι ὑποδόρια διεφθαρμένη, ἐξ αἰτίας ἐκείνων τῶν παλαιῶν πολιτικῶν, δέν τό ἀντιλαμβάνονται. Γιατί ἐκεῖνοι χωρίς σωφροσύνη καί δικαιοσύνη ἔχουν γεμίσει τήν πόλη μέ λιμάνια, ναυστάθμους, τείχη, φόρους καί ἀνάλογες φλυαρίες· ὅταν λοιπόν ἐπέλθει ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀσθένειας, θά κατηγορήσουν τούς τότε παρευρισκομένους συμβούλους, ἐνῶ τόν Θεμιστοκλῆ βέβαια καί τόν Κίμωνα καί τόν Περικλῆ, τούς πραγματικούς ὑπαιτίους τῶν κακῶν, θά τούς ἐγκωμιάσουν.»[44]
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω μποροῦμε βάσιμα νά συμπεράνουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν διανοητῶν τῆς ἀρχαιότητος δέν ἐμπιστευόταν τήν ἄκρατη-ριζοσπαστική Περίκλεια δημοκρατία. Θεωροῦσε ὡς ἰδεῶδες πολίτευμα αὐτό πού συγκροτεῖται ἀπό δημοκρατικά καί ἀριστοκρατικά στοιχεῖα.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ὅπως σημειώνει ἡ Claude Mossé, δέν ὑπάρχει θεωρητικό κείμενο ὑπέρ τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας[45] κατά τήν κλασσική ἀρχαιότητα ‒ ἐξαίρεση ἀποτελεῖ κατά τήν γνώμη μου ὁ Ἐπιτάφιος τοῦ Περικλῆ-Θουκυδίδη. Οἱ φιλόσοφοι κατεδίκαζαν τήν δημοκρατία. Δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ἀθήνα θεωρητική ὑποστήριξη τῆς δημοκρατίας καί τῆς νομιμότητάς της.[46]
Ὁμοίως καί ὁ Moses Finley γράφει ὅτι οἱ διανοούμενοι ἀπεδοκίμαζαν τήν δημοκρατία καί ὅτι στήν ἀρχαιότητα καί μέχρι τόν 18ο αἰῶνα ὁ ὅρος «δημοκρατία» ἦταν ἀρνητικά φορτισμένος.[47] Οἱ φιλόσοφοι, οἱ τραγικοί ποιητές, οἱ ἱστορικοί καί οἱ ρήτορες ἦσαν ἐπιφυλακτικοί ἕως ἀρνητικοί ἔναντι τῆς ἄκρατης, ριζοσπαστικῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Κατά τήν Jaqueline De Romilly οἱ Ἀθηναῖοι στοχαστές ἔχοντας ἐμπειρία τῶν ἐγγενῶν ἀδυναμιῶν τῆς δημοκρατίας (ὅπως εἶναι ἐπί παραδείγματι ἡ δημαγωγία) ὁραματίσθηκαν μορφές διακυβέρνησης πού ἀφήνουν λιγώτερα περιθώρια στό λάθος καί τίς ἀκρότητες.[48]
Μποροῦμε βάσιμα νά ποῦμε ὅτι ἐξάπαντος οἱ εὐθύνες τῶν πολιτῶν εἶναι ἀπαραμείωτες καί κρισιμώτατες στίς δημοκρατικές κοινωνίες. Οἱ παγίδες τῆς ἀμετρίας καί τοῦ ἀλόγου ἐλλοχεύουν πάντοτε στήν πορεία τῆς δημοκρατίας. Τό μέτρο, ὁ λόγος, ὁ αὐτοπεριορισμός καί ἡ εὐβουλία εἶναι sine qua non ὅροι τῆς ὁμαλῆς καί εὔρυθμης λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ὁ Moses Finley γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη… Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου -ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας- καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας -ἡ ἧττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο- ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα.»[49]
Ὁμοίως καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης στό περισπούδαστο ἔργο του Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη γράφει:
«Ἡ ἀκατάσχετη ὁρμή γιά ἐλευθερία κατέστρεψε τελικά τή δημοκρατία καί μαζί μ’αὐτήν τήν Ἀθήνα. Ἐπιμένοντας νά αὐτοκαθορίζονται σέ βαθμό πού νά μήν ἀνέχονται κανέναν περιορισμό, ἔστω καί ἄν αὐτός ἀπέρρεε ἀπό τούς νόμους τῆς πολιτείας, οἱ Ἀθηναῖοι ὑπονόμευσαν τό πάτριο πολίτευμα καί δέν μποροῦσαν νά ἐφαρμόσουν μιά συνεπή καί ἀποτελεσματική ἐξωτερική πολιτική…Ἔτσι τό ὑψηλό ἰδεῶδες τῆς ἐλευθερίας πού ἔκανε τόν Ἀθηναῖο -καί κατ’ἐπέκταση τόν Ἕλληνα- ἱκανό νά ὀργανώσει πρῶτος αὐτός τόν πολιτικό βίο “μετά λόγου” ἦταν μοιραῖο νά κλείνει μέσα του τό σπέρμα τῆς κρίσης καί τῆς τελικῆς φθορᾶς. Ἡ ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία θεμελιώνονται στήν ἔννοια τοῦ μέτρου. Καί εἶναι εἰρωνεία τῆς ἱστορίας τό ὅτι ὁ λαός πού συνέλαβε αὐτή τήν ἔννοια καί τήν εἶδε ὡς ὑπέρτατη ἔκφραση τῶν πνευματικῶν του κατακτήσεων δέ στάθηκε ἱκανός νά τή μετουσιώσει γιά πολύ καιρό σέ πολιτική πράξη.»[50]
Οἱ Ρωμαῖοι μέ τό πρακτικό καί βαθιά συντηρητικό πνεῦμα πού τούς διέκρινε οὐδέποτε ἐγκαθίδρυσαν ἄκρατη, ριζοσπαστική δημοκρατία Ἀθηναϊκοῦ τύπου. Τό Ρωμαϊκό πολίτευμα, ἡ res publica, στό ὁποῖο κατά τόν Πολύβιο ὀφειλόταν πρωτίστως καί κυρίως τό ρωμαϊκό μεγαλεῖο καί ἡ ρωμαϊκή κοσμοκρατορία, ἦταν τριμερές: οἱ δύο ὕπατοι, ἡ Σύγκλητος καί ὁ λαός (populus).
Μέ τόν θεσμό τῶν ὑπάτων, στούς ὁποίους προσιδίαζε ἡ dignitas (=ἀξία) εἶχε τά πλεονεκτήματα τῆς μοναρχίας, μέ τήν Σύγκλητο, στήν ὁποία προσιδίαζε ἡ auctoritas (=κῦρος) ἀντλοῦσε τά πλεονεκτήματα τῆς ἀριστοκρατίας, καί μέ τόν λαό (populus), στόν ὁποῖο προσιδίαζε ἡ libertas (=ἐλευθερία), προσεκτᾶτο τά πλεονεκτήματα τῆς δημοκρατίας[51]. Ἔτσι σ᾿ αὐτό τό “μικτό πολίτευμα” τά τρία μέρη ἀλληλοεπικαλύπτονταν ὀργανικά καί ἀλληλοσυμπληρώνoνταν ἁρμονικά ἀκόμη δέ καί ἀλληλοπεριορίζονταν δραστικά εἰς τρόπον ὥστε κανένα δέν μποροῦσε νά ὑπερισχύσει καί νά κατισχύσει πάνω στ᾿ ἄλλα δύο.
Διετηρεῖτο μία λεπτή ἰσορροπία δυνάμεων, ἐφόσον κάθε μέρος ἐξηρτᾶτο ἀπό τά ἄλλα δύο, γιά τήν ἐπιτυχῆ ἐκτέλεση τῶν λειτουργιῶν του.[52] Ἔτσι ἡ libertas τοῦ λαοῦ, οὐδέποτε ὑπερέβαλε καί ἐξουδετέρωσε τήν dignitas τῶν ὑπάτων ἤ τήν auctoritas τῆς Συγκλήτου. Σημειωθήτω ἐπί πλέον ὅτι τά ἀξιώματα τῆς πολιτείας στήν Ρώμη δέν ἦσαν κληρωτά, ὅπως ἦσαν κατά 95% στήν Ἀθήνα, ἀλλά αἱρετά.
Ἄς λεχθεῖ ἀκόμη ὅτι ὁ Πολύβιος, ὁ μεγάλος ἱστορικός καί θεωρητικός τοῦ ρωμαϊκοῦ πολιτεύματος, ἀσκεῖ δριμεῖα κριτική στό ἀθηναϊκό πολίτευμα. Καταλογίζει στό ἀθηναϊκό πολίτευμα ἄστατη φύση, ἀκυβερνησία, διχόνοια καί διχοστασία τῶν πολιτῶν:
Ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι ἡ κρίση μας καί γιά τό πολίτευμα τῶν Ἀθηναίων, γιατί καί οἱ Ἀθηναῖοι πολλές φορές ἴσως βρέθηκαν σέ ἀκμή -ἔλαμψαν πάρα πολύ χάρη στίς ἱκανότητες τοῦ Θεμιστοκλῆ- ἀλλά γρήγορα βρέθηκαν στήν ἄλλη ἄκρη, γιατί ἡ φύση τοῦ πολιτεύματός τους ἦταν ἄστατη. Γιατί πάντοτε ὁ λαός τῶν Ἀθηνῶν εἶναι σάν τά ἀκυβέρνητα σκάφη. Ὅταν δηλαδή οἱ ἐπιβάτες τῶν καραβιῶν ἀπό φόβο γιά τό ἀνοιχτό πέλαγος ἤ τήν καταιγίδα πού τούς κυκλώνει ἀποφασίζουν ὁλόψυχα νά συμφρονοῦν καί νά ὑπακούουν στόν κυβερνήτη, ὅλα πᾶνε πολύ καλά.
Ὅταν ὅμως, ξεθαρρεύοντας, ἀρχίσουν νά περιφρονοῦν τούς ἀξιωματικούς τοῦ καραβιοῦ καί νά διχονοοῦν, γιατί δέν ἔχουν ὅλοι πιά τήν ἴδια γνώμη, τότε λοιπόν, ἐπειδή οἱ μισοί θέλουν νά συνεχιστεῖ τό ταξίδι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι βιάζουν τόν κυβερνήτη νά πιάσει στεριά, καί σηκώνουν οἱ ἀπ’ ἐδῶ τά πανιά, ἐνῶ οἱ ἀπό κεῖ τούς ἐμποδίζουν καί φωνάζουν νά τά κατεβάσουν, τό θέαμα τῆς διχόνοιας καί διχοστασίας ἀνάμεσά τους εἶναι ἄθλιο γιά τούς ἔξω παρατηρητές, καί κινδυνεύουν ὅσοι ταξιδεύουν.
Γιά τοῦτο, ἐνῶ γλίτωσαν ἀπό τίς μεγαλύτερες θάλασσες καί τίς φοβερότερες τρικυμίες ναυαγοῦν στά λιμάνια, δίπλα στήν στεριά. Αὐτό ἀκριβῶς ἔχει συμβεῖ πάρα πολλές φορές μέ τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία. Ἐνῶ ἀπομάκρυνε ἐντελῶς ἀρκετές φορές μέγιστους καί φοβερότατους κινδύνους, χάρη στή γενναιότητα τοῦ λαοῦ καί τῶν ἀρχόντων, στόν καιρό τῆς ἀσφάλειας καί τῆς ἡσυχίας ἀπρόσεχτα καί ἀδικαιολόγητα ἀστοχεῖ. Λοιπόν δέν χρειάζεται νά γίνει περισσότερος λόγος γιά τό πολίτευμα τῆς Ἀθήνας καί τῆς Θήβας, ἀφοῦ στίς πόλεις αὐτές ὁ ὄχλος τά διευθύνει ὅλα σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες του, οἱ Ἀθηναῖοι φοβερά ὀξεῖς καί πικροί, οἱ Θηβαῖοι μεγαλωμένοι μέσα στήν βία καί τά πάθη.[53]
Ὅμως καί ἡ σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία ἔχει συναισθανθεῖ τήν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σημασία τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς τῶν πολιτῶν καί ἔχει ἐπιδοθεῖ μέ ἰδιαίτερη προσπάθεια στήν συγκρότηση θεωριῶν γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη (citizenship).[54] Ἀρκετοί σύγχρονοι πολιτικοί φιλόσοφοι, ἰδιαίτερα ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ᾽90 καί μετά, ἔχουν ἐπισημάνει τό γεγονός ὅτι ἡ εὔρυθμη λειτουργία τῶν συγχρόνων δημοκρατιῶν δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τό ἀντικειμενικό θεσμικό πλαίσιό τους, ἀλλά καί ἀπό τήν ἰδιαίτερη ψυχική ὑφή καί ποιότητα τῆς προσωπικότητας τῶν πολιτῶν τους. Γι᾿ αὐτό καί ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ὁλόκληρες θεωρίες γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τίς ἀρετές πού πρέπει νά κοσμοῦν τήν δημοκρατική προσωπικότητά του. Ἐπί παραδείγματι ὁ William Galston θεωρεῖ ὅτι:
«Ὁ δημοκρατικός πολίτης πρέπει νά ἔχει τέσσερις τύπους πολιτειακῶν ἀρετῶν: α) γενικές ἀρετές: θάρρος· ὑπακοή στούς νόμους· ἀφοσίωση· β) κοινωνικές ἀρετές: ἀνεξαρτησία καί εὐρύτητα πνεύματος· γ) οἰκονομικές ἀρετές: ἠθική ἐργατικότητας· ἱκανότητα καθυστερήσεως τῆς προσωπικῆς ἀπόλαυσης καί προσαρμοστικότητα στήν οἰκονομική καί τεχνολογική ἀλλαγή· δ) πολιτικές ἀρετές: ἱκανότητα νά διακρίνει καί νά σέβεται τά δικαιώματα τῶν ἄλλων· προθυμία νά ἀπαιτεῖ μόνο αὐτό, γιά τό ὁποῖο ὑπάρχει δυνατότητα νά τοῦ δοθεῖ· ἱκανότητα ἀξιολογήσεως τῶν ἐπιδόσεων ὅσων κατέχουν ἀξιώματα καί προθυμία συμμετοχῆς στόν δημόσιο διάλογο.»[55]
Τό χαρακτηριστικό στήν ὅλη συζήτηση γιά τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη καί τήν βαρύνουσα σημασία της εἶναι ὅτι ἐπ᾿ αὐτοῦ συμφωνοῦν τόσο οἱ φιλελεύθεροι (libertarians) ὅσο καί οἱ κοινοτιστές ἤ καλύτερα κοινωνιοκράτες (communitarians) καί μάλιστα ἀποτελεῖ τόν συνδετικό κρῖκο μεταξύ των.[56]
Γράφοντας τά ἀνωτέρω γιά τήν δημοκρατία τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας οὐδόλως ἀποσκοπῶ στήν ἄρνηση καί ἀποδοκιμασία τῆς Δημοκρατίας ὡς πολιτεύματος. Τοὐναντίον. Θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ Δημοκρατία εἶναι ἕνα αἰσιόδοξο ἀλλά ἀπαιτητικό καί εὐπαθές πολίτευμα. Στηρίζεται στήν πίστη της στόν Ἄνθρωπο ὡς ἔλλογο ὄν καί στίς δυνατότητές του. Προϋποθέτει τήν ἀρτιότητα καί ἀκεραιότητα τῶν πνευματικῶν καί ἠθικῶν λειτουργιῶν του. Ὅπως γράφει καί ὁ καθηγητής Κυριάκος Κατσιμάνης:
«Ἡ ἐπιβίωση τῆς δημοκρατίας δέν εἶναι μόνο ζήτημα νομοθετικῶν ρυθμίσεων καί πολιτειακῶν δομῶν ἀλλά ταυτόγχρονα κάτι βαθύτερο: εἶναι ζήτημα εἰλικρινοῦς ἀγάπης γιά τόν ἄνθρωπο καί συνεποῦς προσήλωσης στίς ἠθικές ἀξίες πού τόν προάγουν.»[57]
----------------
Παραπομπές
[1] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 100.
[2] Ν.Θ. Μπουγάτσου, Ἡ πολιτική ζωή καί σκέψη τῶν Ἑλλήνων πατέρων, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1986, σελ. 51.
[3] Νικολάου Καβάσιλα, Θεομήτωρ, Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν 9, κείμενο-εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Παναγιώτη Νέλλα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1974, σελ. 156.
[4] Βλ. ΘΗΕ, τόμος 10ος, λῆμμα Πολιτεία.
[5] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἑξαήμερον, Ὁμιλία 8, Ρ.G. 29, 173Α.
[6] Μ. Βασιλείου, ό.π., 173Α.
[7] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, βιβλίο ΣΤ΄, 24.
[8] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, ἐκδ. Ἐστίας, Ἀθῆναι χ.χ., σελ. 313.
[9] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Βιβλίο Β΄, 65, 8-10.
[10] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ.Κ. Βενιζέλου, Ἑστία, Ἀθῆναι, χ.χ, σελ. 111.
[11] Θουκυδίδου Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐλευθερίου Κ. Βενιζέλου, Ἐστία, Ἀθῆναι χ.χ. σελ. 111.
[12] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 1, 7, 12.
[13] Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, τόμος Α΄, μετάφραση Ρόδη Ρούφου, Ὠκεανίδα, Ἀθήνα 2000, σ. 84.
[14] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίον ΙΓ́΄, 102, 5.
[15] Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, τόμος Ι΄, μετάφρασις Ἀποστόλου Παπανδρέου, ἐκδ. Γεωργιάδης, Ἀθήνα 2011, σελ. 75.
[16] Πλουτάρχου, Ἀριστείδης, 4.
[17] Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ἀριστείδης, εἰσαγωγή-μετάφραση Ἀνδρέα Ι. Πουρνάρα, ἐκδ, Πάπυρος, Ἀθήνα 1975, σελ. 271 καί 273.
[18] Ἰσοκράτους, Περί εἰρήνης 5.
[19] Ἰσοκράτη, Περί εἰρήνης, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δαυίδ Ἀντωνίου, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 1993, σελ. 27.
[20] Ἰσοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός 20.
[21] Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, Βίβλος Τρισκεδαικάτη 31,2-3, ἐκδ. Κάκτος, τόμος ἕνατος, Ἀθήνα 1992, σελ. 103.
[22] Πλάτωνος Πολιτεία, εἰσαγωγή, ἑρμηνεία, σημειώσεις Κ. Δ. Γεωργούλη, Γ΄ ἔκδοσις, ἐκδ. Ἰ. Σιδέρης, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 268.
[23] Πλάτωνος Πολιτεία 562d- 563a. ΠλάτωνοςΠολιτεία, ό.π., σελ. 266-267.
[24] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 81.
[25] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 75.
[26] Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Θάλεια ΙΙΙ, 82.
[27] Ἡροδότου Ἱστορίαι, τόμος Β΄, Βιβλίο Γ΄, Θάλεια, μετάφραση Ἄγγελου Σ. Βλάχου, ἐκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 76.
[28] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 909.
[29] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια Βασίλη Λεντάκη, ἐκδόσεις Στιγμή, Ἀθήνα 2010, σελ. 29.
[30] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 29-31-33.
[31] Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων Πολιτεία, ὅ.π., σελ. 18.
[32] Πλουτάρχου, ΠερικλῆςVII, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Θ. Παπακωνσταντίνου, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 17 καί 19.
[33] Κωνσταντίνου Βουδούρη, Ἱστορία τῆς πολιτικῆς καί κοινωνικῆς φιλοσοφίας, Ἀθήνα 1984, σελ. 78.
[34] Κωνσταντίνου Βουδούρη, ὅ.π., σελ. 78.
[35] Πλουτάρχου, Σόλων, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἀ. Λαζάρου,ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 41.
[36] Θουκυδίδη Ἱστορία, εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλου, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2011, σελ. 1177.
[37] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1294 b.
[38] Παναγιώτη Κ. Δαμάσκου, Κοινωνική καί πολιτική φιλοσοφία, ἐκδ. Συμμετρία, Ἀθήνα 2009, σελ. 111.
[39] Γιώργου Ν. Οἰκονόμου, Ἡ Ἀριστοτελική πολιτεία, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2008, σελ. 100.
[40] Κωνσταντίνου Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, Ἐκδόσεις Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Χαλκιδικῆς, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.369.
[41] Ἀριστοτέλη, Πολιτικά 1278a 19-20, 1288a 14-15, 1294a 9-10.
[42] Leo Strauss, Ἡ πόλη καί ὁ ἄνθρωπος, μετάφραση Γιώργου Μερτίκα, ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2020, σελ. 113-114.
[43] Πλάτωνος, Γοργίας, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Στ. Τζουμελέας, ἐκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σσ. 229-231
[44] Πλάτωνος, Γοργίας, πρόλογος Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλᾶ, εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ἠλίας Βαβούρας, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 665
[45] Claude Mossé, Μικρή ἱστορία τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας καί ἡ πρόσληψή της στούς αἰῶνες, μετάφραση Σώτη Τρανταφύλλου,ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2015, σελ. 30
[46] Claude Mossé, ὅ.π., σσ.187-188
[47] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 73-74
[48] Jaqueline De Romilly, Πόσο ἐπίκαιρη εἶναι ἡ ἀθηναϊκή δγμοκρατία σήμερα;, ἑλληνικό κείμενο τῆς Ἑλένης Οἰκονόμου, ἐκδ. Ἐρμῆς 2009, σελ. 32
[49] M.I. Finley, Ἡ ἀρχαία καί σύγχρονη Δημοκρατία, μετάφραση Θεόφιλος Βανδῶρος, ἐκδ. Εὐρύαλος, Ἀθήνα 1989, σσ. 79-83
[50] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ἦθος τοῦ Σωκράτη, ἐκδ. Ἐπικαιρότητα, Ἀθήνα 1981, σελ. 39.
[51] Πολυβίου, Ἱστορίαι, βιβλ. ΣΤ΄, 11 κ.ἑξ.
[52] Janet Colemman, Ἡ ἱστορία τῆς πολιτικῆς σκέψης, μετφρ. Γιώργου Ε. Χρηστίδη, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2004, σελ. 461. Ἐπίσης βλ. Α.Croiset, Οἱ ἀρχαῖες Δημοκρατίες, μετφρ. Ἀ. Πάγκαλου, ἐκδ. Μορφές, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 237-238.
[53] Πολυβίου, Ἱστορία ἕκτη, 44, μετάφραση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 2000, σελ. 44-45.
[54] Βλ.Will Kymlicka, Ἡ πολιτική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας, εἰσαγωγή-μετάφραση Γρηγόρη Μολύβα, ἐκδ. Πόλις, Ἀθήνα 2005, σελ. 401 κ.ἐξ.
[55] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 406.
[56] Will Kymlicka, ὅ.π., σελ. 401.
[57] Κυριάκου Σ. Κατσιμάνη, ὅ.π., σελ. 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου