Να στέκεσαι πάντα σε ένα σημείο που να ξέρεις πως κάθε στιγμή, θα μπορείς να φύγεις.
Να μην φοβάσαι να φύγεις.
Να μην φοβάσαι να χαθείς.
Να μην φοβάσαι την λήθη.
Είναι εκείνες οι φορές που ότι έχτισες θα το γκρεμίσεις συθέμελα. Θα πάρεις μια βαριοπούλα και δεν θα αφήσεις τίποτα όρθιο. Κι όταν όλα θα έχουν γίνει γκρεμίδια, θα τους βάλεις φωτιά και θα τα κάψεις. Και μέσα από αυτή την στάχτη θα ξαναγεννηθείς.
Να μη φοβάσαι να τα γκρεμίσεις όλα.
Μην ακούς τους βολεμένους της ζωής που θα πανικοβληθούν από την φυγή σου. Μην ασχοληθείς με εκείνους που θα ταραχτούν από την επιλογή σου. Φοβούνται μήπως οι δονήσεις ξυπνήσουν την καλά κοιμισμένη ζωούλα τους.
Εκείνοι μετράνε με αριθμούς την ζωή κι εσύ την μετράς με ιστορία.
Ιστορία επαναλαμβανόμενη και ποτέ ίδια με την προηγούμενη φορά. Ποτέ ίδια με την προηγούμενη στιγμή.
Μην φοβάσαι την σιωπή μετά το τέλος.
Μην φοβάσαι την σκόνη και την στάχτη.
Μην φοβάσαι το καινούριο και το άγνωστο που ξημερώνει.
Κάθε καινούριο, φοβίζει. Κάθε βήμα που δεν έχεις ξανακάνει είναι άγνωστο και κουβαλάει μέσα του σκοτάδι και σκιές. Ακόμα πιο σκοτεινό είναι να μένεις εκεί που δεν ανήκεις. Εκεί που δεν χωράς. Όταν έχουν αλλάξει όλα γύρω σου κι εσένα σου ζητάνε να μείνεις ίδιος. Σαν να μην αλλάζουν όλα μέρα με την μέρα.
Κι όσο προσπαθείς να τα κρατάς ζωντανά, ίδια, απαράλλακτα, τόσο εξαντλείσαι από μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη. Παρακαλάς να παγώσουν οι στιγμές. Προσπαθείς να τις αναβιώσεις και να τις κάνεις ίδιες. Μα δεν μπορείς. Γιατί δεν είναι τίποτα ίδιο. Ούτε κι εσύ.
Και τότε ξέρεις πως πρέπει να φύγεις.
Είναι εκείνος ο κόμπος που κουβαλάς από καιρό μέσα σου. Δεν θυμάσαι πότε μπήκε μέσα σου, δεν θυμάσαι και πώς είναι να αναπνέεις χωρίς αυτόν. Δεν θυμάσαι πώς είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην είναι αυτός ο κόμπος η πρώτη αίσθησή σου. Δεν θυμάσαι πώς να ανασάνεις.
Δεν καταλαβαίνεις πότε ο κόμπος γίνεται λυγμός και ο λυγμός, πόνος.
Κι ο πόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Δεν έχει σημείο εκκίνησης και λήξης. Ο πόνος σε εξελίσσει.
Ο πόνος σου δίνει την ώθηση που χρειάζεσαι για να προχωρήσεις στο καινούριο. Δεν σου ελαφραίνει τον πόνο. Όμως δεν σου δίνει τον χρόνο να τα επεξεργάζεσαι όλα όπως πριν. Δεν σου δίνει το χρόνο να σκαλίζεις τις στάχτες.
Μέχρι να αρχίσεις να συνηθίζεις στο καινούριο και τα μάτια σου να νιώθουν το σκοτάδι οικείο και να διακρίνουν τις σκιές. Και τότε αρχίζεις να νιώθεις λιγότερο τον κόμπο και περισσότερο τον πόνο. Γιατί κάθε μνήμη ξύνει τις πληγές. Θυμάσαι. Δεν έχεις βυθιστεί σε λήθη. Θυμάσαι. Και τότε βγαίνει από μέσα σου μια κραυγή.
Μια κραυγή εκκωφαντική.
Μια κραυγή που τρομάζει τα μέσα σου.
Μια κραυγή που σπάει τα πάντα μέσα σου και γύρω σου.
Και τώρα ξέρεις.
Αρχίζεις να πατάς στα πόδια σου.
Αρχίζεις να ανακτείς τις δυνάμεις σου.
Αρχίζεις να μιλάς χωρίς να κομπιάζεις.
Αρχίζεις να κοιτάς τον ήλιο κατάματα χωρίς τα σκούρα σου γυαλιά.
Φεύγεις.
Ο δρόμος μπροστά σου και αναζητάς τα θέλω σου. Όχι τα θέλω των γύρω σου. Όχι τα θέλω της ζωής που έζησες. Τα δικά σου. Τα ολόδικά σου. Και κάπου εκεί ξέρεις πως ο δρόμος σου σε βγάζει κι απόψε σε μια θάλασσα.
Πετάς μέσα το μπουκάλι με τις στάχτες της ζωής σου.
Αναπνέεις.
Ξεκινάς από την αρχή.
Στο καινούριο και το άγνωστο.
Κάθε φορά που θα στραβοπατάς θα αναζητάς την ζεστασιά του παρελθόντος.
Κι όσο θυμάσαι πως το παρελθόν είναι φυλακή, θα προχωράς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μνήμη θα σου δίνει την δύναμη να περπατάς αντίθετα.
Να προσέχεις.
Να μην φοβάσαι να φύγεις.
Να μην φοβάσαι να χαθείς.
Να μην φοβάσαι την λήθη.
Είναι εκείνες οι φορές που ότι έχτισες θα το γκρεμίσεις συθέμελα. Θα πάρεις μια βαριοπούλα και δεν θα αφήσεις τίποτα όρθιο. Κι όταν όλα θα έχουν γίνει γκρεμίδια, θα τους βάλεις φωτιά και θα τα κάψεις. Και μέσα από αυτή την στάχτη θα ξαναγεννηθείς.
Να μη φοβάσαι να τα γκρεμίσεις όλα.
Μην ακούς τους βολεμένους της ζωής που θα πανικοβληθούν από την φυγή σου. Μην ασχοληθείς με εκείνους που θα ταραχτούν από την επιλογή σου. Φοβούνται μήπως οι δονήσεις ξυπνήσουν την καλά κοιμισμένη ζωούλα τους.
Εκείνοι μετράνε με αριθμούς την ζωή κι εσύ την μετράς με ιστορία.
Ιστορία επαναλαμβανόμενη και ποτέ ίδια με την προηγούμενη φορά. Ποτέ ίδια με την προηγούμενη στιγμή.
Μην φοβάσαι την σιωπή μετά το τέλος.
Μην φοβάσαι την σκόνη και την στάχτη.
Μην φοβάσαι το καινούριο και το άγνωστο που ξημερώνει.
Κάθε καινούριο, φοβίζει. Κάθε βήμα που δεν έχεις ξανακάνει είναι άγνωστο και κουβαλάει μέσα του σκοτάδι και σκιές. Ακόμα πιο σκοτεινό είναι να μένεις εκεί που δεν ανήκεις. Εκεί που δεν χωράς. Όταν έχουν αλλάξει όλα γύρω σου κι εσένα σου ζητάνε να μείνεις ίδιος. Σαν να μην αλλάζουν όλα μέρα με την μέρα.
Κι όσο προσπαθείς να τα κρατάς ζωντανά, ίδια, απαράλλακτα, τόσο εξαντλείσαι από μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη. Παρακαλάς να παγώσουν οι στιγμές. Προσπαθείς να τις αναβιώσεις και να τις κάνεις ίδιες. Μα δεν μπορείς. Γιατί δεν είναι τίποτα ίδιο. Ούτε κι εσύ.
Και τότε ξέρεις πως πρέπει να φύγεις.
Είναι εκείνος ο κόμπος που κουβαλάς από καιρό μέσα σου. Δεν θυμάσαι πότε μπήκε μέσα σου, δεν θυμάσαι και πώς είναι να αναπνέεις χωρίς αυτόν. Δεν θυμάσαι πώς είναι να ξυπνάς το πρωί και να μην είναι αυτός ο κόμπος η πρώτη αίσθησή σου. Δεν θυμάσαι πώς να ανασάνεις.
Δεν καταλαβαίνεις πότε ο κόμπος γίνεται λυγμός και ο λυγμός, πόνος.
Κι ο πόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Δεν έχει σημείο εκκίνησης και λήξης. Ο πόνος σε εξελίσσει.
Ο πόνος σου δίνει την ώθηση που χρειάζεσαι για να προχωρήσεις στο καινούριο. Δεν σου ελαφραίνει τον πόνο. Όμως δεν σου δίνει τον χρόνο να τα επεξεργάζεσαι όλα όπως πριν. Δεν σου δίνει το χρόνο να σκαλίζεις τις στάχτες.
Μέχρι να αρχίσεις να συνηθίζεις στο καινούριο και τα μάτια σου να νιώθουν το σκοτάδι οικείο και να διακρίνουν τις σκιές. Και τότε αρχίζεις να νιώθεις λιγότερο τον κόμπο και περισσότερο τον πόνο. Γιατί κάθε μνήμη ξύνει τις πληγές. Θυμάσαι. Δεν έχεις βυθιστεί σε λήθη. Θυμάσαι. Και τότε βγαίνει από μέσα σου μια κραυγή.
Μια κραυγή εκκωφαντική.
Μια κραυγή που τρομάζει τα μέσα σου.
Μια κραυγή που σπάει τα πάντα μέσα σου και γύρω σου.
Και τώρα ξέρεις.
Αρχίζεις να πατάς στα πόδια σου.
Αρχίζεις να ανακτείς τις δυνάμεις σου.
Αρχίζεις να μιλάς χωρίς να κομπιάζεις.
Αρχίζεις να κοιτάς τον ήλιο κατάματα χωρίς τα σκούρα σου γυαλιά.
Φεύγεις.
Ο δρόμος μπροστά σου και αναζητάς τα θέλω σου. Όχι τα θέλω των γύρω σου. Όχι τα θέλω της ζωής που έζησες. Τα δικά σου. Τα ολόδικά σου. Και κάπου εκεί ξέρεις πως ο δρόμος σου σε βγάζει κι απόψε σε μια θάλασσα.
Πετάς μέσα το μπουκάλι με τις στάχτες της ζωής σου.
Αναπνέεις.
Ξεκινάς από την αρχή.
Στο καινούριο και το άγνωστο.
Κάθε φορά που θα στραβοπατάς θα αναζητάς την ζεστασιά του παρελθόντος.
Κι όσο θυμάσαι πως το παρελθόν είναι φυλακή, θα προχωράς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μνήμη θα σου δίνει την δύναμη να περπατάς αντίθετα.
Να προσέχεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου