Η μήτρα της ευφυΐας (και της βλακείας) ήταν ανέκαθεν αντικείμενο επιστημονικού σκυλοκαβγά: γεννήθηκαν ή έγιναν; Ετσι βγήκαν από τα γεννοφάσκια τους ή τους γάνωσε το μυαλό ο κόσμος όπου φύτρωσαν; Με δυο λόγια, η νόηση είναι κληρονομική (γονίδιο) ή επίκτητη (περιβάλλον). Η σκέψη της σπουδαίας Horney για το ζήτημα υπαγορεύεται μάλλον από τα ουμανιστικά της αισθήματα: «αν το δέντρο μαραζώσει από την έλλειψη του ήλιου, αν μείνει καχεκτικό από τη φτώχεια του εδάφους, ποτέ δεν θα πούμε πως αυτή ήταν η πραγματική του φύση. Και η απάντηση του Cyrulnik, ενός από τους μετριοπαθέστερους της διαμάχης, έρχεται απροσδόκητα ειρωνική: «ο σκύλος μου μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον όπου καθημερινά τραγουδιέται η Τόσκα, αλλά ποτέ δεν έμαθε να την τραγουδάει ο ίδιος». Η λαϊκή εμπειρία δεν έχει τέτοιου είδους διλήμματα: για την υποψήφια νύφη λένε «δες τη μάνα της για να δεις πώς θα γίνει», για το νήπιο «φτυστός ο πατέρας του» και «τα μάτια σου έχει» ή «πήρε τη μύτη του παππού του, μακάρι να πάρει και το μυαλό του».
Η αντίθεση έμφυτο-επίκτητο έχει προ πολλού ξεφύγει από την επιστημονική μονομέρεια και έχει αναχθεί σε ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα- στο παρελθόν εν ονόματι αυτών των δύο θεωριών έγιναν διαχωρισμοί, ρατσιστικές αθλιότητες και εγκλήματα. Όμως, τα σύνορα μεταξύ έμφυτου-επίκτητου δεν είναι διόλου ξεκάθαρα· το δίποδο δεν είναι ούτε γενετικά «απολύτως προγραμματισμένο», αλλά ούτε και «λευκή σελίδα» να τη γεμίσεις χαρίσματα. Όσο στραβωμάρα είναι να θεωρείται αμελητέο τo ευνοϊκό περιβάλλον (διαπαιδαγώγηση,μόρφωση, κουλτούρα) άλλο τόσο χοντροκεφαλιά είναι να μηδενίζονται τα γενετικά χαρακτηριστικά (μόνο οι κληρονομικές ασθένειες είναι κοντά 5.000). Αν το δέντρο της Hοrney είναι από τη φύτρα του χαμοκερασιά, όσο ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης και να του εξασφαλιστούν ποτέ δεν θα γίνει ψηλόλιγνο κυπαρίσσι ή μεγαλοπρεπής πλάτανος. Νοητικά καθένας μας κληρονομεί ένα ορισμένο οικόπεδο, μικρό ή μεγάλο· αν σου αναλογούν μόνο 200 τετραγωνικά, ανάλογα με το περιβάλλον, μπορείς να στήσεις παράγκα ή να φτιάξεις μια χαρά μεζονέτα, αλλά είναι αδύνατον να σηκώσεις πυραμίδα.
Όσο απωθητικοί είναι κάποιοι μαυρόψυχοι ευγονιστές άλλο τόσο ξύλινοι και κούφιοι είναι κάποιοι κοινωνιολόγοι που αγνοούν επιδεικτικά την κληρονομικότητα και διογκώνουν υπέρμετρα τις επιδράσεις του περιβάλλοντος- λες και αν ένα κουνάβι μεγαλώσει σε σαλόνι δεν θα βρομάει. Ερμηνεύουν με όρους κοινωνικούς ακόμα και βαθιά ριζωμένα ένστικτα, όπως την ερωτική ζήλια του αρσενικού (τόσο εμφανής στους πιθήκους και σε άλλα πρωτεύοντα), σαν καπιταλιστικό δηλητηρίασμα περί «ιδιοκτησίας». Αν διαγράψουμε τα γενετικά χαρακτηριστικά, τότε τι νόημα έχει ο πρώιμος διαχωρισμός των σπουδών σε θετικές και κλασικές ή ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων που ανιχνεύει έμφυτες δεξιότητες, ένστικτα στοιχεία και κλίσεις. Το σχετικό σκαρίφημα του Leroi-Gourhan εννοεί πολλά: μεταξύ 1.000 ατόμων που θα ακολουθήσουν μουσικές σπουδές, μόνο το 1 το «έχει μέσα του». Και μεταξύ 1.000 που «το έχουν», μόνο το 1 θα έχει την ευκαιρία να μαθητεύσει στη μουσική, γιατί τα υπόλοιπα δεν είχαν τα ανάλογα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους ή κανένας δεν διέγνωσε εγκαίρως την κλίση τους.
Η βλακεία είναι ανίατη.
Μυαλό δεν πουλάνε ούτε στα θρανία ούτε στη λαϊκή· ή το ‘χεις ή σου λείπει, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Το φάρμακο κατά της βλακείας δεν έχει ακόμα βρεθεί· όσο πιθανό είναι να βγάλει ο μονόχειρας καινούργιο χέρι άλλο τόσο πιθανό είναι να βάλει μυαλό το ντουβάρι. Ούτε οι νουθεσίες ούτε τα γράμματα ούτε τα χρόνια μπορούν να προσθέσουν ένα δράμι μυαλό· είναι σαν να γράφεις στο νερό. Οι αρχαίοι δεν εντυπωσιάζονταν διόλου με τους πολυμαθείς και πολυδιαβασμένους σοφολογιότατους: «ως ουδέν η μάθησις, αν μη νους παρή». Ούτε οι σύγχρονοι σοβαροί θαμπώνονται με τους περισπούδαστους. Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): “Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει”.
Η αντίθεση έμφυτο-επίκτητο έχει προ πολλού ξεφύγει από την επιστημονική μονομέρεια και έχει αναχθεί σε ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα- στο παρελθόν εν ονόματι αυτών των δύο θεωριών έγιναν διαχωρισμοί, ρατσιστικές αθλιότητες και εγκλήματα. Όμως, τα σύνορα μεταξύ έμφυτου-επίκτητου δεν είναι διόλου ξεκάθαρα· το δίποδο δεν είναι ούτε γενετικά «απολύτως προγραμματισμένο», αλλά ούτε και «λευκή σελίδα» να τη γεμίσεις χαρίσματα. Όσο στραβωμάρα είναι να θεωρείται αμελητέο τo ευνοϊκό περιβάλλον (διαπαιδαγώγηση,μόρφωση, κουλτούρα) άλλο τόσο χοντροκεφαλιά είναι να μηδενίζονται τα γενετικά χαρακτηριστικά (μόνο οι κληρονομικές ασθένειες είναι κοντά 5.000). Αν το δέντρο της Hοrney είναι από τη φύτρα του χαμοκερασιά, όσο ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης και να του εξασφαλιστούν ποτέ δεν θα γίνει ψηλόλιγνο κυπαρίσσι ή μεγαλοπρεπής πλάτανος. Νοητικά καθένας μας κληρονομεί ένα ορισμένο οικόπεδο, μικρό ή μεγάλο· αν σου αναλογούν μόνο 200 τετραγωνικά, ανάλογα με το περιβάλλον, μπορείς να στήσεις παράγκα ή να φτιάξεις μια χαρά μεζονέτα, αλλά είναι αδύνατον να σηκώσεις πυραμίδα.
Όσο απωθητικοί είναι κάποιοι μαυρόψυχοι ευγονιστές άλλο τόσο ξύλινοι και κούφιοι είναι κάποιοι κοινωνιολόγοι που αγνοούν επιδεικτικά την κληρονομικότητα και διογκώνουν υπέρμετρα τις επιδράσεις του περιβάλλοντος- λες και αν ένα κουνάβι μεγαλώσει σε σαλόνι δεν θα βρομάει. Ερμηνεύουν με όρους κοινωνικούς ακόμα και βαθιά ριζωμένα ένστικτα, όπως την ερωτική ζήλια του αρσενικού (τόσο εμφανής στους πιθήκους και σε άλλα πρωτεύοντα), σαν καπιταλιστικό δηλητηρίασμα περί «ιδιοκτησίας». Αν διαγράψουμε τα γενετικά χαρακτηριστικά, τότε τι νόημα έχει ο πρώιμος διαχωρισμός των σπουδών σε θετικές και κλασικές ή ο επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων που ανιχνεύει έμφυτες δεξιότητες, ένστικτα στοιχεία και κλίσεις. Το σχετικό σκαρίφημα του Leroi-Gourhan εννοεί πολλά: μεταξύ 1.000 ατόμων που θα ακολουθήσουν μουσικές σπουδές, μόνο το 1 το «έχει μέσα του». Και μεταξύ 1.000 που «το έχουν», μόνο το 1 θα έχει την ευκαιρία να μαθητεύσει στη μουσική, γιατί τα υπόλοιπα δεν είχαν τα ανάλογα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους ή κανένας δεν διέγνωσε εγκαίρως την κλίση τους.
Η βλακεία είναι ανίατη.
Μυαλό δεν πουλάνε ούτε στα θρανία ούτε στη λαϊκή· ή το ‘χεις ή σου λείπει, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Το φάρμακο κατά της βλακείας δεν έχει ακόμα βρεθεί· όσο πιθανό είναι να βγάλει ο μονόχειρας καινούργιο χέρι άλλο τόσο πιθανό είναι να βάλει μυαλό το ντουβάρι. Ούτε οι νουθεσίες ούτε τα γράμματα ούτε τα χρόνια μπορούν να προσθέσουν ένα δράμι μυαλό· είναι σαν να γράφεις στο νερό. Οι αρχαίοι δεν εντυπωσιάζονταν διόλου με τους πολυμαθείς και πολυδιαβασμένους σοφολογιότατους: «ως ουδέν η μάθησις, αν μη νους παρή». Ούτε οι σύγχρονοι σοβαροί θαμπώνονται με τους περισπούδαστους. Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): “Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου