Την αδικία την είδες, δεν την σταμάτησες, δεν έκανες τίποτα για να την αποτρέψεις. Κάτι πήγες να πεις, σαν να διαμαρτυρήθηκες, αλλά σε πρόλαβαν οι «λογικοί»:
Σώπα καημένε, τον κόσμο εσύ θα τον αλλάξεις; Μπελάδες μη γυρεύεις.
Σε έπεισαν, δεν ανακατεύτηκες.
Ο κόσμος δεν άλλαξε, εσύ δεν ασχολείσαι. Απ’ όλα έχεις και είσαι πιο φτωχός από ποτέ.
Ελεύθερος είσαι, μέσα στο χρυσό σου κελί.
Μιλάς για Εσένα κι όταν γράφεις τη λέξη φροντίζεις πάντοτε το πρώτο της γράμμα να το διορθώνεις.
Να μην είναι κεφαλαίο, μη σε παρεξηγήσουν, μη δώσεις δικαίωμα πως αγαπάς κάτι που δεν αναγνωρίζουν.
Να είσαι αρεστός, γιατί, αλίμονο αν μπεις στο περιθώριο.
Και δεν είναι που δεν σε πιστεύουν, όχι, είναι δικαίωμά τους.
Είναι που δεν σε αφήνουν, να πιστεύεις εσύ. Κι έτσι απαξιώνεις το πιστεύω σου κι ό,τι σου μάθαιναν στο σπίτι, να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου, τότε που σε μεγάλωναν με την ελπίδα πως δεν θα μοιάσεις στα τέρατα που κυκλοφορούν εκεί έξω.
Κρύβεσαι. Κρύβεσαι να μη δουν, πόσο είσαι διαφορετικός. Κάνεις το κέφι τους, πρέπει να σε αποδεχτούν πάση θυσία. Εκείνοι σε επιδοκιμάζουν κι εσύ σε σιχαίνεσαι. Έχεις ξεχάσει ποια ήταν η μορφή σου προτού ντυθείς το λυκοτόμαρό τους. Κι είναι βαρύ και δεν φτάνει που χαρακώνει το δέρμα σου, πληγιάζει τα σωθικά σου. Έχεις ξεχάσει ποιος ήσουν προτού τους προσκυνήσεις.
Τότε που δεν σε ένοιαζε τί χρώμα είχαν οι φίλοι σου κι αν τα παπούτσια τους ήταν ντεμοντέ, τα ρούχα τους παλιά, οι λέξεις τους απλοϊκές κι ίσως, λιγάκι χωριάτικες. Τότε που δεν ντρεπόσουν να μιλήσεις, που δεν σήκωνες το χέρι για να ζητήσεις την άδεια να πεις τη γνώμη σου. Τότε που δεν φοβόσουν να πεις όχι, να μπεις μπροστά, να υποστηρίξεις το δίκαιο, να υπερασπιστείς την αλήθεια και το δικαίωμα του καθενός να ζει όπως επιθυμεί, ανθρώπινα. Τότε που δεν δείλιαζες να τους δείξεις πως αγαπάς τον άνθρωπο κι όχι την εξουσία.
Τώρα απλώς σωπαίνεις, κάνεις στην άκρη κι όταν πηγαίνεις, ακολουθείς τους πολλούς, μόνος σου δεν βασίζεσαι να προχωρήσεις. Θα σε φάνε τα όρνια λες.
Και δεν βλέπεις, καημένε, πως τους σερβίρεις στο πιάτο την ψυχή σου.
Αντιστάσου, αν θέλεις να περισώσεις την ανθρωπιά σου. Πάλεψε, αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος. Τόλμα, να είσαι άνθρωπος ανάμεσα σε τόσους μικρούς «θεούς».
Μόνο βιάσου.
Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις – Μάνος Χατζιδάκις
Σώπα καημένε, τον κόσμο εσύ θα τον αλλάξεις; Μπελάδες μη γυρεύεις.
Σε έπεισαν, δεν ανακατεύτηκες.
Ο κόσμος δεν άλλαξε, εσύ δεν ασχολείσαι. Απ’ όλα έχεις και είσαι πιο φτωχός από ποτέ.
Ελεύθερος είσαι, μέσα στο χρυσό σου κελί.
Μιλάς για Εσένα κι όταν γράφεις τη λέξη φροντίζεις πάντοτε το πρώτο της γράμμα να το διορθώνεις.
Να μην είναι κεφαλαίο, μη σε παρεξηγήσουν, μη δώσεις δικαίωμα πως αγαπάς κάτι που δεν αναγνωρίζουν.
Να είσαι αρεστός, γιατί, αλίμονο αν μπεις στο περιθώριο.
Και δεν είναι που δεν σε πιστεύουν, όχι, είναι δικαίωμά τους.
Είναι που δεν σε αφήνουν, να πιστεύεις εσύ. Κι έτσι απαξιώνεις το πιστεύω σου κι ό,τι σου μάθαιναν στο σπίτι, να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου, τότε που σε μεγάλωναν με την ελπίδα πως δεν θα μοιάσεις στα τέρατα που κυκλοφορούν εκεί έξω.
Κρύβεσαι. Κρύβεσαι να μη δουν, πόσο είσαι διαφορετικός. Κάνεις το κέφι τους, πρέπει να σε αποδεχτούν πάση θυσία. Εκείνοι σε επιδοκιμάζουν κι εσύ σε σιχαίνεσαι. Έχεις ξεχάσει ποια ήταν η μορφή σου προτού ντυθείς το λυκοτόμαρό τους. Κι είναι βαρύ και δεν φτάνει που χαρακώνει το δέρμα σου, πληγιάζει τα σωθικά σου. Έχεις ξεχάσει ποιος ήσουν προτού τους προσκυνήσεις.
Τότε που δεν σε ένοιαζε τί χρώμα είχαν οι φίλοι σου κι αν τα παπούτσια τους ήταν ντεμοντέ, τα ρούχα τους παλιά, οι λέξεις τους απλοϊκές κι ίσως, λιγάκι χωριάτικες. Τότε που δεν ντρεπόσουν να μιλήσεις, που δεν σήκωνες το χέρι για να ζητήσεις την άδεια να πεις τη γνώμη σου. Τότε που δεν φοβόσουν να πεις όχι, να μπεις μπροστά, να υποστηρίξεις το δίκαιο, να υπερασπιστείς την αλήθεια και το δικαίωμα του καθενός να ζει όπως επιθυμεί, ανθρώπινα. Τότε που δεν δείλιαζες να τους δείξεις πως αγαπάς τον άνθρωπο κι όχι την εξουσία.
Τώρα απλώς σωπαίνεις, κάνεις στην άκρη κι όταν πηγαίνεις, ακολουθείς τους πολλούς, μόνος σου δεν βασίζεσαι να προχωρήσεις. Θα σε φάνε τα όρνια λες.
Και δεν βλέπεις, καημένε, πως τους σερβίρεις στο πιάτο την ψυχή σου.
Αντιστάσου, αν θέλεις να περισώσεις την ανθρωπιά σου. Πάλεψε, αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος. Τόλμα, να είσαι άνθρωπος ανάμεσα σε τόσους μικρούς «θεούς».
Μόνο βιάσου.
Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις – Μάνος Χατζιδάκις
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου