Καθισμένος κάτω απ’ το δέντρο βλέπω τα φύλλα να πέφτουν. Μοιάζουν ίδια με τα συναισθήματα που κιτρίνισαν και τώρα πεθαίνουν. Εκείνο όμως που δε θα πεθάνει ποτέ, ειν’ η αγάπη μου για σένα.
Θυμάμαι τότε, είναι σαν χθες, φάνηκες μες τη σκοτεινιά του χειμώνα σαν τις πρώτες αχτίνες του ήλιου και με ζέστανες. Με βλάστησες κι έφερες την άνοιξη στη ζωή μου, κι άνοιξαν τα φυλλαράκια της καρδιάς μου, μόνο για σένα. Ήθελαν να σου δώσουν τη σκιά τους να δροσίζεσαι απ’ όσα σε καίνε. Ήθελαν να σου δώσουν τη μελωδία της φυλλωσιάς τους, για να σε νανουρίζουν τα βράδια και να σε ταξιδεύουν πέρα απ’ τον ορίζοντα.
Τώρα που κιτρίνισαν όλα, τώρα που χάνονται στον παγωμένο αγέρα του χειμώνα, ξεπρόβαλαν γυμνά τα κλαδιά. Μείνανε να θυμίζουν ό,τι ζήσαμε αυτό το σύντομο καλοκαίρι. Μοιάζουν νεκρά, ίδια με κόκκαλα ενός ανθρώπου που ταξιδεύει στον δικό του μακρινό δρόμο.
Τώρα πια, σκυμμένος κάτω απ’ το δέντρο των αναμνήσεων, σηκώνω το βλέμμα κι αντικρίζω μέσα στην καταχνιά μια σκιά να με πλησιάζει. Αέρινη, συναρπαστική κι ατίθαση, μου θυμίζει εσένα που ερχόσουν με την αγκαλιά ανοιχτή για να με κλείσεις μέσα της. Αχ, πόσο χαιρόμουν εκείνη τη στιγμή, αιχμάλωτός σου, ευτυχισμένος μέσα στη θαλπωρή της καρδιάς σου.
Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Όλα όσα ζήσαμε ξεριζώνονται και πεθαίνουν. Φεύγουν και ξεμακραίνουν όσο κι αν παλεύω να τα κρατήσω πλάι μου. Έρωτας, αγάπη, ένταση, πάθος, φυλλαράκια του παγωμένου δέντρου παρασέρνονται και χάνονται μαζί σου στο ταξίδι των ανέμων, αναζητώντας αλλού τη Ιθάκη τους. Ξαπλώνω στο υγρό χώμα για να ρουφήξω λίγη απ’ τη μυρωδιά σου.
Μου ‘ρχεται στο νου μια βροχερή μέρα στο μώλο, με τη λίμνη γαλήνια, όπως την ευτυχία όταν μας κυριεύει. Περπατούσες στο βοτσαλωτό κάτω απ’ τα πλατάνια και κρατούσες την καρώ ομπρέλα ανοιχτή. «Μια στιγμή», σου φώναξα. Γύρισες και σε φυλάκισα στο καρέ της φωτογραφίας, ό,τι έχει απομείνει από σένα πια, μοναδικά όμορφη.
Βαθιά ριζωμένες μέσα μου τώρα οι αναμνήσεις, με όλες τις χαρές, τις λύπες και τα πάθη. Γιατί ό,τι όμορφο ζούμε οι άνθρωποι να κρατάει τόσο λίγο; Ποια είναι άραγε η αιτία που οτιδήποτε δίνει χαρά χάνεται γρήγορα; Λένε πως ζούμε όταν αισθανόμαστε, όταν κλαίμε, όταν γελάμε, όταν θυμώνουμε. Λένε πως αν είναι να κρατήσει κάτι για πάντα, στο τέλος γίνεται βαρετό κι ανούσιο. Ποιος ξέρει, ίσως γι αυτό να μην είναι παντοτινό ό,τι αγαπάμε. Ίσως γι αυτό ο καθένας μας, ένας μικρός Σίσυφος που παλεύει με τον δικό του βράχο, στο δικό του βουνό.
Τώρα, όλα μπλεγμένα μέσα μου. Βαριές σκιές κρύβουν τον ήλιο και με πλακώνουν. Μοιάζω με κορμό που πεσμένος στο έδαφος αποσυντίθεται. Σιγά – σιγά γίνομαι ένα με τη γη. Ίσως την επόμενη φορά που θα γεννηθώ να γίνω δέντρο. Στα ριζά μου θα ‘ρχονται οι ερωτευμένοι να φιληθούν και στον κορμό μου θα χαράξουν καρδιές για να σφραγίσουν την αγάπη τους νυν και αεί, να μη σκορπίσει στον άνεμο και χαθεί σαν τη δική μας.
Ψηλά, στον αυχένα του βουνού, στέκει μόνο του ένα κουφάρι δέντρου χτυπημένο απ’ τους κεραυνούς. Αγναντεύει κάθε πρωΐ την ανατολή κι αποχαιρετά κάθε σούρουπο τον ήλιο. Όπως οι μόνοι άνθρωποι που τριγυρίζουν στους δρόμους χαμένοι, με το βλέμμα στο κενό, ψάχνοντας στο πλήθος τα μάτια που τους ταξίδεψαν σ’ όνειρα κι ελπίδες αλλοτινές.
Θυμάμαι που γευτήκαμε μαζί τα μήλα του έρωτα, χωρίς ποτέ να χορτάσουμε την πείνα μας. Καθισμένοι στο τζάκι, βλέπαμε αγκαλιά τις φλόγες να γλείφουν τα κούτσουρα και ζεσταίναμε τα κορμιά μας καθώς φλέγονταν οι καρδιές μας. Τώρα πια, μόνος χαζεύω τις φλόγες που καίνε τα ξύλα, όπως καίγομαι κάθε μέρα.
Ριζώνουμε λένε σ’ έναν τόπο, γινόμαστε ένα μ’ αυτόν, όπως τα δέντρα που δε μπορούν να φύγουν μακριά του για να γνωρίσουν νέες πατρίδες, να χαρίσουν και σ’ άλλους τον ίσκιο τους.
Άπλωνα τα κλαδιά μου για να στήσουν φωλιές τα χελιδόνια, να σμίξουν και να χαρούν τον έρωτά τους. Πεσμένος τώρα απ’ τα δικά σου χτυπήματα, δε θα ξανακούσω τιτιβίσματα, δε θα ξαναδώ τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα μου.
Πόσο κρατάει άραγε η ευτυχία; Ίδια με τον κύκλο ενός δέντρου που μόλις μπει η άνοιξη βλασταίνει κι ανθίζει, το καλοκαίρι χαίρεται το κελάηδισμα των πουλιών, μα το φθινόπωρο κιτρινίζει, κι αρχίζει να χάνει όσα αγάπησε με τον ερχομό του χειμώνα.
Κομμάτια θα γίνω, θα κόψω τα κλαδιά μου για να χτίσω στην άκρη της θάλασσας την καλύβα που τόσο πόθησες. Το βράδυ θα σε νανουρίζουν τα κύματα και τη χαραυγή θα σε ξυπνούν οι αχτίνες του ήλιου.
Διαρκής αναρρίχηση η πορεία μας στο δέντρο της ζωής. Κλαδί το κλαδί μπλέκουν οι διαδρομές μας, σμίγουμε και χωρίζουμε μέχρι το τέλος της. Ξύλινες βάρκες τα όνειρά μας και ταξιδεύουν ψάχνοντας νέα, απάνεμα λιμάνια.
Γερνάμε, ξέρεις, μέρα τη μέρα. Σαν τον φλοιό της ακακίας βαθαίνουν οι ρυτίδες στο πρόσωπό μας.
Δέντρα κι εμείς οι άνθρωποι. Ένας σπόρος που καρπίζει είμαστε. Κάνουμε τον κύκλο μας και στο τέλος πεσμένοι, ξαναγυρνάμε στη γη.
Με πότισες με τα δάκρυα της χαράς σου, κι άνθισα. Σαν ξερόκλαδο μ’ έκοψες κι έπεσα κάτω πεθαίνοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου