Στα μέρη όπου κάποτε υπήρχε η Αχερουσία λίμνη, που την διέσχιζαν οι μακάριοι ποταμοί Αχέροντας, Πυριφλεγέθοντας και Κωκυτός, βρισκόταν καλά κρυμμένη η αποτρόπαια πύλη τού κάτω κόσμου, που οδηγούσε στο δυσεξιχνίαστο βασίλειο των νεκρών. Όσοι θνητοί ταξίδευαν μέχρι εκεί, επάνω στο αργό και πένθιμο πλοίο τού Χάροντα, και διάβαιναν την φρικώδη είσοδο, γνώριζαν με κάθε βεβαιότητα ότι δεν είχαν ελπίδα επιστροφής στον επάνω κόσμο, παρά μόνον εάν οι αθάνατοι θεοί επέτρεπαν κατ’ εξαίρεση κάτι τέτοιο, πράγμα που συνέβαινε σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Πίσω από την μελανή πύλη τού θανάτου παραμόνευε άτεγκτος και τρομερός ο τρικέφαλος σκύλος Κέρβερος, άγρυπνος φρουρός τού υποχθόνιου κόσμου, που με το σπινθηροβόλο βλέμμα του και την θηριώδη εμφάνισή του απέτρεπε ακόμη και την πιθανή σκέψη γιά έξοδο από την χώρα των σκιών.
Προσπερνώντας τον αθάνατο Κέρβερο, οι νεκροί βάδιζαν αμίλητοι και σκεφτικοί μέσα σε μία στενή, σκοτεινή και κατηφορική σήραγγα, που έμοιαζε ατέλειωτη, και έφταναν κάποτε στο μεγάλο, θολωτό δώμα τού μεταθανάτιου δικαστηρίου, όπου έκαιγαν διακριτικά τέσσερα άσβηστα λυχνάρια, κρεμασμένα από ισάριθμους πέτρινους κίονες. Στο κέντρο τού ζοφερού δώματος, ανάμεσα στους πανύψηλους κίονες που συγκρατούσαν τον επιβλητικό θόλο, υπήρχε μόνιμα στημένο ένα χαμηλό, ξύλινο εδώλιο, στο οποίο κάθονταν, με την σειρά τους, όλοι οι νεκροί. Εκεί ακριβώς, λοιπόν, ενώπιον των τριών αδέκαστων κριτών – τού Μίνωα, τού Ραδάμανθυ και τού Αιακού – οι ψυχές ελέγχονταν και απολογούνταν γιά τα αμαρτήματά τους και λάμβαναν την τιμωρία, μικρή ή μεγάλη, αυστηρή ή επιεική, που άξιζε στην καθεμιά τους.
Έξω από το δώμα τού δικαστηρίου και πριν από τον στυγερό Τάρταρο, όπου κατέληγαν τελικά οι κολασμένοι, απλώνονταν οι μελαγχολικοί κήποι τού ανακτόρου τού ακατανίκητου θεού Άδη, αδελφού τού κραταιού Δία και τού ρωμαλέου Ποσειδώνα, και συζύγου τής κάλλιστης και ευγενέστατης θεάς Περσεφόνης. Σ’ εκείνο το ομιχλώδες τοπίο, όπου ακούγονταν υπόκωφες κραυγές και απόμακροι θρήνοι, ανάμεσα σε αβαθείς λίμνες και μουντούς βάλτους, σε περιβάλλον θολό και ανατριχιαστικό, ζούσε η όμορφη νύμφη Μίνθη, κόρη τού ποταμού Αχέροντα και τής κρήνης Ληθαίας, μαζί με την αγαπημένη εξαδέλφη της, την χαριτωμένη νύμφη Λεύκη, θυγατέρα τού ποταμού Κωκυτού και τής κρήνης Παυσιλύπης. Οι δύο ωραίες νέες είχαν γεννηθεί κοντά στα ανήλια ανάκτορα τού Άδη και είχαν περάσει όλα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια τους μέσα στο υποχθόνιο βασίλειο, χωρίς να έχουν γνωρίσει ποτέ τον επάνω κόσμο. Εξοικειωμένες, όμως, μ’ εκείνο τον χώρο, η Μίνθη και η Λεύκη, πάντοτε χαρούμενες και ευδιάθετες, περνούσαν ζωή ευτυχισμένη και ανέμελη, παίζοντας, γελώντας και χορεύοντας σε κάθε ευκαιρία.
Καθώς τα χρόνια έτρεχαν και οι δύο νύμφες μεγάλωναν και ωρίμαζαν, η φήμη γιά την αξιοθαύμαστη εμφάνισή τους και γιά τον εύθυμο χαρακτήρα τους απλωνόταν σε ολόκληρο τον κάτω κόσμο, μέχρι που έφτασε και στα αυτιά τού ακμαίου θεού Άδη. Κάποια μέρα, λοιπόν, αμέσως μετά τον δείπνο, όταν όλοι οι οικείοι του αποσύρθηκαν γιά να ξεκουραστούν, ο Άδης μεταμφιέστηκε προσεκτικά και βγήκε κρυφά από το ανάκτορό του, προχωρώντας βιαστικά προς το σπήλαιο τού Μυκηθμού, μέσα στο οποίο απλωνόταν η υπόγεια λίμνη Υδαρής. Εκεί, κρυμμένος πίσω από τα πελώρια, κοφτερά βράχια, κάρφωσε το βλέμμα του στις δύο αμέριμνες νεαρές νύμφες, που είχαν βγάλει τις εσθήτες τους και βυθίζονταν παιχνιδίζοντας στα ακύμαντα νερά. Ο εύρωστος θεός έμεινε έκθαμβος από τις δύο καλλονές και αισθάνθηκε τα βέλη τού θεού Έρωτα – ο οποίος βρίσκεται παντού – να τρυπούν την ολόθερμη καρδιά του. Βέβαια, δεν τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά τους, επειδή φοβόταν ότι θα τις τρόμαζε αλλά, από εκείνη την ώρα και έπειτα, ο νους του έτρεχε συνέχεια προς αυτές.
Μερικές μέρες αργότερα, ο ερωτευμένος Άδης πήγε και πάλι στην υπόγεια λίμνη, εκεί όπου λούζονταν η Μίνθη και η Λεύκη, αποφασισμένος να φανερωθεί αυτή την φορά ενώπιόν τους και να εκδηλώσει τα αισθήματά του. Ενόσω, όμως, παραφύλαγε να τις δει, η θεά Περσεφόνη, που κάτι είχε υποψιαστεί και είχε ζηλέψει υπερβολικά, πρόλαβε να συναντήσει καθ’ οδόν τις δύο νύμφες και με μία λέξη της να τις μεταμορφώσει αμέσως σε φυτά. Η Μίνθη έγινε μία μικρή πόα και η Λεύκη ένα φυλλοβόλο δέντρο. Ο θεός Άδης, αφού παρέμεινε μάταια πίσω από τα βράχια, γιά πολλή ώρα, επέστρεψε απογοητευμένος στην κατοικία του. Η στενοχώρια του ήταν εμφανής και δεν τον απασχολούσε τόσο η ανώφελη αναμονή, όσο τον έθλιβε η ξαφνική και φαινομενικά αδικαιολόγητη απουσία των δύο κοριτσιών.
Την επόμενη μέρα, λοιπόν, όταν ο πανίσχυρος θεός πληροφορήθηκε έκπληκτος όσα τραγικά είχαν συμβεί στις δύο όμορφες νύμφες, εξαγριώθηκε πολύ και παραλίγο θα ξεσπούσε βίαια επάνω στην άκαμπτη και εκδικητική Περσεφόνη. Την φλογερή οργή του καταλάγιασε έγκαιρα η ήρεμη μεσολάβηση των τριών σεβάσμιων δικαστών τού κάτω κόσμου, που έσπευσαν να προστατέψουν την σύζυγό του και μίλησαν με σύνεση και σωφροσύνη στο ζευγάρι. Ωστόσο, ο τρανός θεός δεν εγκατέλειψε στην μοίρα τους τις δύο νύμφες. Στην γλυκιά Μίνθη έδωσε το χάρισμα τής σαγηνευτικής ευωδίας, καθώς και το προνόμιο να φυτρώνει μόνον στον επάνω κόσμο, ώστε όλοι εμείς να μπορούμε σήμερα να απολαμβάνουμε τις αρωματικές και θεραπευτικές ιδιότητες τής υπέροχης μέντας. Στην Λεύκη, πάλι, παραχώρησε το δικαίωμα να φύεται τόσο στα Ηλύσια πεδία – ένα ξεχωριστό μέρος τού βασιλείου των νεκρών όπου μετά τον θάνατο πηγαίνουν και ησυχάζουν οι μακάριες ψυχές των δοξασμένων ηρωίδων και ηρώων – όσο και στον επάνω κόσμο, με την μορφή τής πανύψηλης, ασημένιας λεύκας, που κοσμεί τα υπερήφανα βουνά και τις φιλόξενες πεδιάδες τής πατρίδας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου