Αδώνεια Μυστήρια: Αναζητώντας το
αρχαιοελληνικό Πάσχα
Το παρόν άρθρο θα αποπειραθεί να αναδείξει τις επιβιώσεις των αρχαίων ελληνικών τελετουργικών δρωμένων του Θεού Αδώνιδος στην σημερινή εποχή. Αλλωστε, η πρόσληψη και η κατανόηση των ταφικών δρωμένων που την περίοδο του Πάσχα επιτελούνται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την γνώμη μας, δεν καθίσταται ολοκληρωμένη εάν δεν συνδέσουμε τα τελέσματα αυτά με την πρωταρχική τους τελετουργική μορφή, που ανάγεται στα αντίστοιχα θρησκευτικά θέσμια των αρχαίων ελληνικών λατρειών.
Η καθιέρωση των διαφόρων μορφών τελετουργιών και εορτών στην ελληνική θρησκεία ήταν σχεδόν πάντοτε συνυφασμένη με το αντίστοιχο μυθολογικό υπόβαθρο. Η ιερά μυθολογική παράδοση διαπνέει και μορφοποιεί όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού, την θρησκεία, την τέχνη, την λογοτεχνία ακόμη και τον φιλοσοφικό λόγο (Burkert,1997).
Ο μύθος ενός θεού
Από τις τρεις βασικές μυθολογικές-γενεαλογικές αποτυπώσεις του θεού Αδώνιδος θα προτιμήσουμε να περιγράψουμε αυτήν που διασώζεται στις περίφημες μεταμορφώσεις του Οβιδίου και τον συνδέει με την παράδοση της Κύπρου, εκεί που, όπως γνωρίζουμε, η λατρεία της θεάς Αφροδίτης και του Αδώνιδος γνώρισε τεράστια διάδοση.
Οταν η Μύρρα, κόρη του Βασιλέα της Πάφου Κινύρα και της Κεχρηίδας, έφθασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της την ρώτησε ποιον θα ήθελε να παντρευτεί και αυτή απάντησε, με έναν «όμοιο» με εσένα. Ο άνομος έρωτας της κόρης για το πατέρα ήταν τόσο δυσβάσταχτος, που η Μύρρα θέλησε να βάλει τέρμα στην ζωή της. Ομως την σταμάτησε τελευταία στιγμή η παραμάνα της η Ιππολύτη, η οποία της υποσχέθηκε με όρκους ότι, αν δεν προχωρούσε στην πράξη της, θα την βοηθούσε σε ότι και να τις ζητούσε.
Οταν η Κεχρηίδα έλειπε στην εορτή των θεσμοφορίων, η Ιππολύτη, μέθυσε τον Κινύρα με διονυσιακό οίνο και η Μύρρα κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να συνευρεθεί με τον πατέρα της για δώδεκα ημέρες και νύχτες. Οταν ο Κινύρας συνήλθε από την μέθη θέλησε να δει το πρόσωπο της ερωμένης του και όταν αντιλήφθηκε την πλεκτάνη άρπαξε το ξίφος του να την σκοτώσει. Η Μύρρα ξέφυγε από το μένος του πατέρα της και περιπλανήθηκε για εννέα κύκλους της Σελήνης κυοφορώντας τον καρπό της ερωτικής μίξης μαζί του.
Στο τέλος του ένατου κύκλου η Μύρρα απέτεινε ικετευτικό λόγο προς του θεούς λέγοντας: «είναι δίκαιη, δεν το αρνούμαι, η τιμωρία μου, μα σας ζητώ, για να μη μιαίνω μήτε τους ζωντανούς- αν επιζήσω- μήτε τους νεκρούς – αν θα πεθάνω - και από τα δύο βασίλεια να με αποπέμψετε, μεταμορφώστε με έτσι που και ζωή και θάνατο μαζί να μου αρνηθείτε (Οβιδίος,2002).
Τότε το σώμα της Μύρρας άρχισε να μεταμορφώνεται σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός δέντρου, και τα ικετευτικά απλωμένα στον ουρανό χέρια της, κλαδιά. Μόλις ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση ο φλοιός του δέντρου αποσχίστηκε και εγγενήθη ο πανέμορφος μύρινος Αδωνης!
Αιμομιξία και αρχαία Ελλάδα
Σε αυτό το σημείο θεωρούμε απαραίτητο να αποσαφηνίσουμε το ζήτημα της αιμομιξίας στον μυθολογικό ορίζοντα της ελληνικής θρησκείας. Ως πράξη, βεβαίως, και ήταν απορριπτέα στον ελληνικό κόσμο, γι’ αυτό και τελικά η Μύρρα τιμωρήθηκε. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι οι μυθολογικές περιγραφές υποκρύπτουν πάντοτε και εσωτερικές-μυστηριακές προεκτάσεις που δεν ακολουθούν τις κοινωνικά καθορισμένες ηθικές.
Η Μύρρα ήθελε να μιχθεί με ένα ψυχικό μέγεθος εξελικτικά «όμοιο» με το πατέρα της, και εφόσον δεν υπήρχε, τότε αναπόφευκτα η μίξη, δηλαδή η μετάδοση των μυστηριακών θέσμιων θα έπρεπε να συντελεστεί από τον ίδιο τον Κινύρα. Γι’ αυτό το λόγο και η ερωτική συνεύρεση κράτησε δώδεκα ημέρες και νύχτες, και μάλιστα υπό την επίδραση του διονυσιακού οίνου, γεγονός υποδηλώνει την όλη μυστηριακή δομή του μύθου.
Η ανατροφή του Αδωνη
Αμέσως μόλις γεννήθηκε ο Αδωνης τον παρέλαβαν οι νύμφες να τον πρωταναθρέψουν μυστικά εντός ενός ιερού σπηλαίου. Μόλις έφεραν εις πέρας το έργο τους, η Θεά Αφροδίτη πήρε τον Αδωνη από τις νύμφες και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη για να ολοκληρώσει την μυστηριακή του ανατροφή, αφού τον τοποθέτησε κρυφά σε μία λάρνακα (ξύλινη κιβωτός από κυπαρισσόδεντρο, Liddell-Scott,2006). Οσο όμως ο νέος πλησίαζε προς την ενηλικίωση του και το φυσικό κάλλος του γίνονταν ανυπέρβλητο, η Αφροδίτη μαγεύτηκε από την ομορφιά του, ενώ και ο Αδωνης ερωτεύτηκε σφόδρα την πολύμνητη θεά.
Η Περσεφόνη, συνεπαρμένη από την ωραιότητα του Αδώνιδος αρνήθηκε να τον δώσει πίσω και τότε οι θεές αποτάθηκαν στον Κρονίδη Δία να δώσει την λύση. Ο Δίας αποφάσισε, το ένα τρίτο του έτους να παραμένει ο νέος με την Περσεφόνη στον Αδη και το υπόλοιπο διάστημα να επανέρχεται και να ζει με την Αφροδίτη. Το τρίτο του χρόνου θα το αφιέρωνε όπου εκείνος επιθυμούσε.
Ο Αδωνης επέλεξε το δικό του χρόνο να τον αφιερώσει στην αγαπημένη του θεά Αφροδίτη, για να χαίρονται περισσότερο χρόνο του ετήσιου κύκλου τον θείο έρωτά τους. Και σε αυτήν την αφήγηση, διαφαίνεται ο μυστηριακός ορίζοντας του μύθου, αφού η απόφαση του Διός είναι όμοια με αυτήν που έδωσε στην θεότητα της Ελευσίνος Περσεφόνη, όταν ο Αδης θέλησε να την κρατήσει κοντά του.
Η Αφροδίτη, ενόσω γεύονταν τον ερωτά της, συμβούλεψε τον Αδωνη, που αρέσκονταν στο κυνήγι, να προσέχει και να μην είναι παράτολμος. Εκείνος δεν την άκουσε, έτσι κάποια στιγμή ο θεός Αρης του έστειλε έναν αγριόχοιρο που του κατάφερε ένα θανατερό πλήγμα στην ηβική του χώρα. Η θεά άκουσε τον γοερό βόγγο του αγαπημένου της και έπεσε επάνω του θρηνώντας για τον χαμό του. Αμέσως μετά παραίνεσε τους ανθρώπους να καθιερώσουν εορτή προς τιμήν του εραστή της, εις αιώνια ανάμνηση του δικού της θρήνου για τον όμορφο θεό, και καθώς περιέρραινε το σώμα του με νέκταρ, από τον ουρανό κατήλθε λευκό σύννεφο και ο Άδωνης αναλήφθηκε με αυτό στα ουράνια δώματα των αθανάτων.
Μια γνώριμη εορτή!
Η εορτή που εγκαθιδρύθηκε ονομάστηκε Αδώνεια ή αλλιώς Κήποι Αδώνιδος Τα Αδώνεια ήταν μία επιτάφια ιδιωτική-οικιακή εορτή που τελούνταν κάθε χρόνο σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις προς τιμήν του Αδωνη και της Αφροδίτης. Η διάρκεια της εορτής ήταν συνήθως διήμερη, αλλά σε κάποιες πόλεις μπορούσε να διαρκέσει ακόμη και για μία εβδομάδα (Βρεττός, 2002). Τα τελετουργικά αυτά λάμβαναν χώρα κυρίως κατά την εποχή της ανοίξεως και όπως ο μεγάλος Ελληνας λαογράφος Ν. Πολίτης επισημαίνει, αυτά «ετελούντο δ’ εν Αθήναις και εν άλλαις πόλεσι της Ελλάδος περί τα τέλη Μαρτίου».
Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η λατρεία αυτή εισήχθη στον ελλαδικό χώρο από την πόλη Βύβλο της Συρίας τον 5ο π.κ.ε αιώνα, που βεβαίως την εποχή εκείνη κατοικούνταν και από ελληνικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικές αναφορές ότι η λατρεία του θεού ήταν αναπτυγμένη ήδη από το 600 π.κ.ε. στον θρησκευτικό κύκλο των γυναικών που πλαισίωναν την Σαπφώ στην Λέσβο (Burkert, 1993).
Η τελετή χωριζόταν σε δύο κύρια μέρη. Η πρώτη μέρα ήταν πένθιμη και ονομάζονταν «αφανισμός». Στο κομμάτι αυτό οι γυναίκες ακολουθούσαν όλα τα καθιερωμένα τελετουργικά της κηδεύσεως του Αδωνη που ονομάζονταν και ως «πρόθεσις» του νεκρού. Κατά την ταφική διαδικασία της προθέσεως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες τοποθετούσαν σε νεκρική κλίνη ένα ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) του Αδώνιδος και επιτελούσαν, σαν να είχαν ένα νεκρό σώμα, τα ταφικά τελετουργικά.
Επλεναν με νερό το ξόανο, μύρωναν το σώμα του Θεού, το έντυναν με το χαρακτηριστικό ύφασμα των νεκρών, το σάβανο και νεκροστόλιζαν με αρωματικά άνθη και κλαδιά αειθαλών δέντρων την κλίνη του. Ο ποιητής Θεόκριτος, που έζησε 3ο αιώνα π.κ.ε. και ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, περιγράφει με εξαίσιο τρόπο στο 15ο ειδύλλιό του με τίτλο Συρακουσίαι ή Αδωνιασταί την ατμόσφαιρα της εορτής:
«Εχουν στρώσει αργυρή κλίνη νεκρική για τον όμορφο Θεό. Δίπλα της, βρίσκονται καρποί που δίνουν τα κλαδιά των ιερών δένδρων, και άνθη φυλαγμένα σε πήλινα δοχεία, οι περιώνυμοι κήποι του Αδωνη. Ο πολυέραστος Αδωνης, αυτός που αγαπούν και στον Αχέροντα ακόμη! Δέσποινα Αφροδίτη, εσύ είσαι που κρατείς στα χέρια τώρα το ρόδινο σώμα του Αδωνη».
Σημαντικό μέρος στην τελετή διαδραμάτιζαν οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος». Οι γυναίκες εννέα ημέρες πριν την εορτή, τοποθετούσαν μέσα σε αγγεία πήλινα σπόρους από φυτά που αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως σίτο, μαρούλι, μάραθο ή και διάφορα άνθη. Τοποθετούσαν τα αγγεία αυτά στις στέγες των σπιτιών ή όπου αλλού αυτά θα δέχονταν την θερμότητα των ηλιακών ακτινών ώστε να μεγαλώσουν γρήγορα. Τα φυτά αυτά συμβόλιζαν την νεότητα και το σφρίγος του νεανία θεού, ενώ αναβλασταίνουν γρήγορα και μαραίνονται απότομα, όπως απότομα και πρόωρα αφανίστηκε και ο Αδωνης.
Θρήνος, επιτάφιος και ανάσταση
Κατόπιν ακολουθούσε ο θρήνος του νεκρού Αδώνιδος. Ο θρήνος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών ταφικών τελετουργιών. Εχουμε την τύχη να διασώζεται αυτούσιος ένας τελετουργικός θρήνος του Αδώνιδος από τον Βίωνα τον Σμυρναίο που έζησε τον 2ο αιώνα π.κ.ε. Το έργο του «Επιτάφιος Αδώνιδος» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα της Ελληνιστικής περιόδου που περιγράφει με αριστουργηματικό λογοτεχνικό τρόπο τον θρήνο της Θέας Αφροδίτης για τον Αδωνη.
Τον Αδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Αδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ και οι Ερωτες θρηνούνε
Επειτα ακολουθούσε η λεγόμενη «Εκθεσις» του ομοιώματος του θνήσκοντος Θεού, δηλαδή η περιφορά, η μετάβαση της ταφικής λάρνακας από τον οίκο προς τον χώρο ταφής του. Στην πομπή προπορεύονταν οι άντρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, οι αναμμένοι πυρσοί και τα κεριά προσέδιδαν σε αυτήν την επιβλητική πομπή μια ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι πένθιμοι ύμνοι συνεχίζονταν κατά την διαδρομή με την συνοδεία αυλού που παρήγαγε έναν θρηνητικό ήχο και ονομάζονταν γίγγρα. Οταν έφταναν στον υποτιθέμενο χώρο ταφής, έθαβαν το ομοίωμα και ακολουθούσαν οι καθιερωμένες ταφικές χοές, καθώς και ο τελετουργικός κυκλικός χορός των γυναικών γύρω από τον τάφο.
Η επόμενη ημέρα των Αδωνίων ήταν χαρμοσύνη και ενθουσιαστική και ονομάζονταν «Εύρεσις». Εκεί εόρταζαν την ανάσταση, την αναγέννηση του Αδώνιδος με χορούς και γέλια, και συνέτρωγαν με πλούσια γεύματα που προέρχονταν από τις καθιερωμένες θυσίες.
Τα «Πάσχα» των προχριστιανικών παραδόσεων
Οι πολυθεϊστικές θρησκείες πολλών παραδοσιακών πολιτισμών εμπεριέχουν το αρχέτυπο του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού. Στην Αίγυπτο ο Οσιρις, στους Βαβυλωνίους ο Ταμμούζ, στην Φρυγία ο Αττης κ.α. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες και ειδικότερα ο χριστιανισμός, στις περιοχές που επιβλήθηκε και υπήρχε ήδη ένα τέτοιο αρχέτυπο, περιέβαλε τον δικό της θεό με τις ίδιες σχεδόν θεολογικές και τελετουργικές πρακτικές, γιατί αντιλήφθηκε με το πέρασμα των χρόνων ότι με αυτόν τον τρόπο θα ήταν πιο ευχερή η επικράτησή του.
Κατά την διάρκεια της Ανοιξης και πιο συγκεκριμένα της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου), όπου και τελούνταν αυτές οι εορτές, ο ήλιος ανέρχεται σταδιακά από το νότιο ημισφαίριο της γης που κυριαρχεί το ψύχος και το σκοτάδι, κατάσταση παρόμοια με το σκότος του Άδη και μετέρχεται προς την επικράτηση του φωτός και της θερμότητος. Η αναγέννηση της φύσεως σηματοδοτεί και την αντίστοιχη αναγέννηση της ανθρώπινης πνευματικότητας (Αρβανάτικης, 2009).
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελληνική θρησκευτική παράδοση, ο Αδωνης συμβολίζει την ίδια την ανθρώπινη ψυχή που πεθαίνει και αναγεννιέται συνεχώς, οι συνεχόμενες όμως επαναγεννήσεις του θα εξελίξουν την ψυχή, προσδίδοντάς της το απαραίτητο ψυχικό κάλλος. Τότε θα νομιμοποιείται να ανέλθει στα ανώτερα θεϊκά πεδία. Η ανυπέρβλητη φυσική ωραιότητα του Αδώνιδος αντανακλά σε εξωτερική μορφή το αντίστοιχο εσωτερικό ψυχικό του κάλλος. Αυτό το εσωτερικό κάλλος της ανθρώπινης ψυχής ήταν και το ζητούμενο από τους μετέχοντες της ελληνικής θρησκευτικής παραδόσεως.
Τι μας θυμίζει;
Οπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την περιγραφή της εορτής των Αδωνίων, τα χριστιανικά θρησκευτικά δρώμενα του εορτασμού του Πάσχα από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις τελετουργικές πρακτικές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων. Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί, όπως θα αποδείξουμε, η χριστιανική θρησκεία, αν και προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξαλείψει τα ταφικά έθιμα, τελικά αυτά κατάφεραν και όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρόλο τον ανηλεή πόλεμο που δέχθηκαν.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκαζαν ήδη από την πρώιμη χριστιανική περίοδο τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα, όπως για παράδειγμα τον θρήνο, την περιφορά του νεκρού, ακόμη και τα μνημόσυνα που σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής πίστης. Δεν αντιμάχονταν βέβαια τόσο τα ίδια τα έθιμα, όσο την παγανιστική τους καταγωγή, αφού η τήρηση των εθίμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να διατηρούνται εν ισχύ τα τελετουργικά της ελληνικής θρησκείας.
Με το πέρασμα των αιώνων, η προσήλωση του ελληνικού λαού στα έθιμα αυτά ήταν ακλόνητη, γεγονός που εξανάγκασε τους Πατέρες της Εκκλησίας να τα εγκολπώσουν τελικά στην χριστιανική πίστη. Η προσπάθεια όμως αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μ. Aλεξίου «δεν υπήρξε μόνο ασυνείδητη φυσική διεργασία, αλλά ήταν και αποτέλεσμα συνειδητών παρεμβάσεων της Εκκλησίας».
Οι απόπειρες απεμπολής των δρωμένων αυτών βέβαια δεν σταμάτησαν ακόμη και έως τον προηγούμενο αιώνα. Η περιφορά του επιταφίου της Μ. Παρασκευής που πολλοί από τους αναγνώστες του παρόντος άρθρου πιστεύουν ότι αποτελεί αναπόσπαστο και απολύτως καθιερωμένο στην χριστιανική πίστη έθιμο, θα διαπιστώσουν με την παρακάτω ατράνταχτη απόδειξη, ότι στην πραγματικότητα είναι προϊόν… αντιγραφής! Η εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος της 12 Μαΐου του 1882, θεωρεί το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου ως «άσκοπον και ανεβλαβές» ενώ επικαλείται για την κατάργηση της περιφοράς, τις σχετικές θεολογικές θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Μπακούρος, 2001). Ακόμη και ο επιτάφιος θρήνος, όπως αναφέρει ο Β. Μπακούρος, «ως τελετή αποτελεί εκκλησιαστική ιεροπραξία που διαμορφώθηκε σταδιακά και το κυριότερο στοίχησε με τις απαιτήσεις της λαϊκής ψυχής».
Είναι άξιο αναφοράς, εν κατακλείδι, να επισημάνουμε ότι, οι σύγχρονοι πολυθεϊστές με την σχετική θρησκευτική ελευθερία των τελευταίων ετών, όχι απλά αναβιώνουν αλλά βιώνουν εκ νέου τα τελετουργικά αυτά δρώμενα προς τιμήν του θεού Αδώνιδος, γεγονός που αποδεικνύει το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ελληνική κοσμοθέαση στις ψυχές αυτού του λαού.
Το παρόν άρθρο θα αποπειραθεί να αναδείξει τις επιβιώσεις των αρχαίων ελληνικών τελετουργικών δρωμένων του Θεού Αδώνιδος στην σημερινή εποχή. Αλλωστε, η πρόσληψη και η κατανόηση των ταφικών δρωμένων που την περίοδο του Πάσχα επιτελούνται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την γνώμη μας, δεν καθίσταται ολοκληρωμένη εάν δεν συνδέσουμε τα τελέσματα αυτά με την πρωταρχική τους τελετουργική μορφή, που ανάγεται στα αντίστοιχα θρησκευτικά θέσμια των αρχαίων ελληνικών λατρειών.
Η καθιέρωση των διαφόρων μορφών τελετουργιών και εορτών στην ελληνική θρησκεία ήταν σχεδόν πάντοτε συνυφασμένη με το αντίστοιχο μυθολογικό υπόβαθρο. Η ιερά μυθολογική παράδοση διαπνέει και μορφοποιεί όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού, την θρησκεία, την τέχνη, την λογοτεχνία ακόμη και τον φιλοσοφικό λόγο (Burkert,1997).
Ο μύθος ενός θεού
Από τις τρεις βασικές μυθολογικές-γενεαλογικές αποτυπώσεις του θεού Αδώνιδος θα προτιμήσουμε να περιγράψουμε αυτήν που διασώζεται στις περίφημες μεταμορφώσεις του Οβιδίου και τον συνδέει με την παράδοση της Κύπρου, εκεί που, όπως γνωρίζουμε, η λατρεία της θεάς Αφροδίτης και του Αδώνιδος γνώρισε τεράστια διάδοση.
Οταν η Μύρρα, κόρη του Βασιλέα της Πάφου Κινύρα και της Κεχρηίδας, έφθασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της την ρώτησε ποιον θα ήθελε να παντρευτεί και αυτή απάντησε, με έναν «όμοιο» με εσένα. Ο άνομος έρωτας της κόρης για το πατέρα ήταν τόσο δυσβάσταχτος, που η Μύρρα θέλησε να βάλει τέρμα στην ζωή της. Ομως την σταμάτησε τελευταία στιγμή η παραμάνα της η Ιππολύτη, η οποία της υποσχέθηκε με όρκους ότι, αν δεν προχωρούσε στην πράξη της, θα την βοηθούσε σε ότι και να τις ζητούσε.
Οταν η Κεχρηίδα έλειπε στην εορτή των θεσμοφορίων, η Ιππολύτη, μέθυσε τον Κινύρα με διονυσιακό οίνο και η Μύρρα κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να συνευρεθεί με τον πατέρα της για δώδεκα ημέρες και νύχτες. Οταν ο Κινύρας συνήλθε από την μέθη θέλησε να δει το πρόσωπο της ερωμένης του και όταν αντιλήφθηκε την πλεκτάνη άρπαξε το ξίφος του να την σκοτώσει. Η Μύρρα ξέφυγε από το μένος του πατέρα της και περιπλανήθηκε για εννέα κύκλους της Σελήνης κυοφορώντας τον καρπό της ερωτικής μίξης μαζί του.
Στο τέλος του ένατου κύκλου η Μύρρα απέτεινε ικετευτικό λόγο προς του θεούς λέγοντας: «είναι δίκαιη, δεν το αρνούμαι, η τιμωρία μου, μα σας ζητώ, για να μη μιαίνω μήτε τους ζωντανούς- αν επιζήσω- μήτε τους νεκρούς – αν θα πεθάνω - και από τα δύο βασίλεια να με αποπέμψετε, μεταμορφώστε με έτσι που και ζωή και θάνατο μαζί να μου αρνηθείτε (Οβιδίος,2002).
Τότε το σώμα της Μύρρας άρχισε να μεταμορφώνεται σε δέντρο. Τα πόδια της έγιναν ρίζες, το σώμα της κορμός δέντρου, και τα ικετευτικά απλωμένα στον ουρανό χέρια της, κλαδιά. Μόλις ολοκληρώθηκε η μεταμόρφωση ο φλοιός του δέντρου αποσχίστηκε και εγγενήθη ο πανέμορφος μύρινος Αδωνης!
Αιμομιξία και αρχαία Ελλάδα
Σε αυτό το σημείο θεωρούμε απαραίτητο να αποσαφηνίσουμε το ζήτημα της αιμομιξίας στον μυθολογικό ορίζοντα της ελληνικής θρησκείας. Ως πράξη, βεβαίως, και ήταν απορριπτέα στον ελληνικό κόσμο, γι’ αυτό και τελικά η Μύρρα τιμωρήθηκε. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι οι μυθολογικές περιγραφές υποκρύπτουν πάντοτε και εσωτερικές-μυστηριακές προεκτάσεις που δεν ακολουθούν τις κοινωνικά καθορισμένες ηθικές.
Η Μύρρα ήθελε να μιχθεί με ένα ψυχικό μέγεθος εξελικτικά «όμοιο» με το πατέρα της, και εφόσον δεν υπήρχε, τότε αναπόφευκτα η μίξη, δηλαδή η μετάδοση των μυστηριακών θέσμιων θα έπρεπε να συντελεστεί από τον ίδιο τον Κινύρα. Γι’ αυτό το λόγο και η ερωτική συνεύρεση κράτησε δώδεκα ημέρες και νύχτες, και μάλιστα υπό την επίδραση του διονυσιακού οίνου, γεγονός υποδηλώνει την όλη μυστηριακή δομή του μύθου.
Η ανατροφή του Αδωνη
Αμέσως μόλις γεννήθηκε ο Αδωνης τον παρέλαβαν οι νύμφες να τον πρωταναθρέψουν μυστικά εντός ενός ιερού σπηλαίου. Μόλις έφεραν εις πέρας το έργο τους, η Θεά Αφροδίτη πήρε τον Αδωνη από τις νύμφες και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη για να ολοκληρώσει την μυστηριακή του ανατροφή, αφού τον τοποθέτησε κρυφά σε μία λάρνακα (ξύλινη κιβωτός από κυπαρισσόδεντρο, Liddell-Scott,2006). Οσο όμως ο νέος πλησίαζε προς την ενηλικίωση του και το φυσικό κάλλος του γίνονταν ανυπέρβλητο, η Αφροδίτη μαγεύτηκε από την ομορφιά του, ενώ και ο Αδωνης ερωτεύτηκε σφόδρα την πολύμνητη θεά.
Η Περσεφόνη, συνεπαρμένη από την ωραιότητα του Αδώνιδος αρνήθηκε να τον δώσει πίσω και τότε οι θεές αποτάθηκαν στον Κρονίδη Δία να δώσει την λύση. Ο Δίας αποφάσισε, το ένα τρίτο του έτους να παραμένει ο νέος με την Περσεφόνη στον Αδη και το υπόλοιπο διάστημα να επανέρχεται και να ζει με την Αφροδίτη. Το τρίτο του χρόνου θα το αφιέρωνε όπου εκείνος επιθυμούσε.
Ο Αδωνης επέλεξε το δικό του χρόνο να τον αφιερώσει στην αγαπημένη του θεά Αφροδίτη, για να χαίρονται περισσότερο χρόνο του ετήσιου κύκλου τον θείο έρωτά τους. Και σε αυτήν την αφήγηση, διαφαίνεται ο μυστηριακός ορίζοντας του μύθου, αφού η απόφαση του Διός είναι όμοια με αυτήν που έδωσε στην θεότητα της Ελευσίνος Περσεφόνη, όταν ο Αδης θέλησε να την κρατήσει κοντά του.
Η Αφροδίτη, ενόσω γεύονταν τον ερωτά της, συμβούλεψε τον Αδωνη, που αρέσκονταν στο κυνήγι, να προσέχει και να μην είναι παράτολμος. Εκείνος δεν την άκουσε, έτσι κάποια στιγμή ο θεός Αρης του έστειλε έναν αγριόχοιρο που του κατάφερε ένα θανατερό πλήγμα στην ηβική του χώρα. Η θεά άκουσε τον γοερό βόγγο του αγαπημένου της και έπεσε επάνω του θρηνώντας για τον χαμό του. Αμέσως μετά παραίνεσε τους ανθρώπους να καθιερώσουν εορτή προς τιμήν του εραστή της, εις αιώνια ανάμνηση του δικού της θρήνου για τον όμορφο θεό, και καθώς περιέρραινε το σώμα του με νέκταρ, από τον ουρανό κατήλθε λευκό σύννεφο και ο Άδωνης αναλήφθηκε με αυτό στα ουράνια δώματα των αθανάτων.
Μια γνώριμη εορτή!
Η εορτή που εγκαθιδρύθηκε ονομάστηκε Αδώνεια ή αλλιώς Κήποι Αδώνιδος Τα Αδώνεια ήταν μία επιτάφια ιδιωτική-οικιακή εορτή που τελούνταν κάθε χρόνο σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις προς τιμήν του Αδωνη και της Αφροδίτης. Η διάρκεια της εορτής ήταν συνήθως διήμερη, αλλά σε κάποιες πόλεις μπορούσε να διαρκέσει ακόμη και για μία εβδομάδα (Βρεττός, 2002). Τα τελετουργικά αυτά λάμβαναν χώρα κυρίως κατά την εποχή της ανοίξεως και όπως ο μεγάλος Ελληνας λαογράφος Ν. Πολίτης επισημαίνει, αυτά «ετελούντο δ’ εν Αθήναις και εν άλλαις πόλεσι της Ελλάδος περί τα τέλη Μαρτίου».
Πολλοί μελετητές ισχυρίζονται ότι η λατρεία αυτή εισήχθη στον ελλαδικό χώρο από την πόλη Βύβλο της Συρίας τον 5ο π.κ.ε αιώνα, που βεβαίως την εποχή εκείνη κατοικούνταν και από ελληνικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν σημαντικές αναφορές ότι η λατρεία του θεού ήταν αναπτυγμένη ήδη από το 600 π.κ.ε. στον θρησκευτικό κύκλο των γυναικών που πλαισίωναν την Σαπφώ στην Λέσβο (Burkert, 1993).
Η τελετή χωριζόταν σε δύο κύρια μέρη. Η πρώτη μέρα ήταν πένθιμη και ονομάζονταν «αφανισμός». Στο κομμάτι αυτό οι γυναίκες ακολουθούσαν όλα τα καθιερωμένα τελετουργικά της κηδεύσεως του Αδωνη που ονομάζονταν και ως «πρόθεσις» του νεκρού. Κατά την ταφική διαδικασία της προθέσεως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες τοποθετούσαν σε νεκρική κλίνη ένα ξύλινο ομοίωμα (ξόανο) του Αδώνιδος και επιτελούσαν, σαν να είχαν ένα νεκρό σώμα, τα ταφικά τελετουργικά.
Επλεναν με νερό το ξόανο, μύρωναν το σώμα του Θεού, το έντυναν με το χαρακτηριστικό ύφασμα των νεκρών, το σάβανο και νεκροστόλιζαν με αρωματικά άνθη και κλαδιά αειθαλών δέντρων την κλίνη του. Ο ποιητής Θεόκριτος, που έζησε 3ο αιώνα π.κ.ε. και ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελληνιστικής εποχής, περιγράφει με εξαίσιο τρόπο στο 15ο ειδύλλιό του με τίτλο Συρακουσίαι ή Αδωνιασταί την ατμόσφαιρα της εορτής:
«Εχουν στρώσει αργυρή κλίνη νεκρική για τον όμορφο Θεό. Δίπλα της, βρίσκονται καρποί που δίνουν τα κλαδιά των ιερών δένδρων, και άνθη φυλαγμένα σε πήλινα δοχεία, οι περιώνυμοι κήποι του Αδωνη. Ο πολυέραστος Αδωνης, αυτός που αγαπούν και στον Αχέροντα ακόμη! Δέσποινα Αφροδίτη, εσύ είσαι που κρατείς στα χέρια τώρα το ρόδινο σώμα του Αδωνη».
Σημαντικό μέρος στην τελετή διαδραμάτιζαν οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος». Οι γυναίκες εννέα ημέρες πριν την εορτή, τοποθετούσαν μέσα σε αγγεία πήλινα σπόρους από φυτά που αναπτύσσονται γρήγορα, συνήθως σίτο, μαρούλι, μάραθο ή και διάφορα άνθη. Τοποθετούσαν τα αγγεία αυτά στις στέγες των σπιτιών ή όπου αλλού αυτά θα δέχονταν την θερμότητα των ηλιακών ακτινών ώστε να μεγαλώσουν γρήγορα. Τα φυτά αυτά συμβόλιζαν την νεότητα και το σφρίγος του νεανία θεού, ενώ αναβλασταίνουν γρήγορα και μαραίνονται απότομα, όπως απότομα και πρόωρα αφανίστηκε και ο Αδωνης.
Θρήνος, επιτάφιος και ανάσταση
Κατόπιν ακολουθούσε ο θρήνος του νεκρού Αδώνιδος. Ο θρήνος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των ελληνικών ταφικών τελετουργιών. Εχουμε την τύχη να διασώζεται αυτούσιος ένας τελετουργικός θρήνος του Αδώνιδος από τον Βίωνα τον Σμυρναίο που έζησε τον 2ο αιώνα π.κ.ε. Το έργο του «Επιτάφιος Αδώνιδος» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα της Ελληνιστικής περιόδου που περιγράφει με αριστουργηματικό λογοτεχνικό τρόπο τον θρήνο της Θέας Αφροδίτης για τον Αδωνη.
Τον Αδωνη θρηνολογώ, τον όμορφο που εχάθη,
«πάει, χάθηκεν ο Άδωνης» οι Έρωτες θρηνούνε.
Στα πορφυρά σου Κύπριδα να μην ξαναπλαγιάσεις,
βάλε τα μαύρα σου, καλή, και να στηθοκοπιέσαι,
σύρε φωνή, ο Αδωνης χάθηκεν, ο καλός σου.
Τον Άδωνη θρηνολογώ και οι Ερωτες θρηνούνε
Επειτα ακολουθούσε η λεγόμενη «Εκθεσις» του ομοιώματος του θνήσκοντος Θεού, δηλαδή η περιφορά, η μετάβαση της ταφικής λάρνακας από τον οίκο προς τον χώρο ταφής του. Στην πομπή προπορεύονταν οι άντρες και ακολουθούσαν οι γυναίκες, οι αναμμένοι πυρσοί και τα κεριά προσέδιδαν σε αυτήν την επιβλητική πομπή μια ιδιαίτερα κατανυκτική ατμόσφαιρα. Οι πένθιμοι ύμνοι συνεχίζονταν κατά την διαδρομή με την συνοδεία αυλού που παρήγαγε έναν θρηνητικό ήχο και ονομάζονταν γίγγρα. Οταν έφταναν στον υποτιθέμενο χώρο ταφής, έθαβαν το ομοίωμα και ακολουθούσαν οι καθιερωμένες ταφικές χοές, καθώς και ο τελετουργικός κυκλικός χορός των γυναικών γύρω από τον τάφο.
Η επόμενη ημέρα των Αδωνίων ήταν χαρμοσύνη και ενθουσιαστική και ονομάζονταν «Εύρεσις». Εκεί εόρταζαν την ανάσταση, την αναγέννηση του Αδώνιδος με χορούς και γέλια, και συνέτρωγαν με πλούσια γεύματα που προέρχονταν από τις καθιερωμένες θυσίες.
Τα «Πάσχα» των προχριστιανικών παραδόσεων
Οι πολυθεϊστικές θρησκείες πολλών παραδοσιακών πολιτισμών εμπεριέχουν το αρχέτυπο του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού. Στην Αίγυπτο ο Οσιρις, στους Βαβυλωνίους ο Ταμμούζ, στην Φρυγία ο Αττης κ.α. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες και ειδικότερα ο χριστιανισμός, στις περιοχές που επιβλήθηκε και υπήρχε ήδη ένα τέτοιο αρχέτυπο, περιέβαλε τον δικό της θεό με τις ίδιες σχεδόν θεολογικές και τελετουργικές πρακτικές, γιατί αντιλήφθηκε με το πέρασμα των χρόνων ότι με αυτόν τον τρόπο θα ήταν πιο ευχερή η επικράτησή του.
Κατά την διάρκεια της Ανοιξης και πιο συγκεκριμένα της εαρινής ισημερίας (21 Μαρτίου), όπου και τελούνταν αυτές οι εορτές, ο ήλιος ανέρχεται σταδιακά από το νότιο ημισφαίριο της γης που κυριαρχεί το ψύχος και το σκοτάδι, κατάσταση παρόμοια με το σκότος του Άδη και μετέρχεται προς την επικράτηση του φωτός και της θερμότητος. Η αναγέννηση της φύσεως σηματοδοτεί και την αντίστοιχη αναγέννηση της ανθρώπινης πνευματικότητας (Αρβανάτικης, 2009).
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελληνική θρησκευτική παράδοση, ο Αδωνης συμβολίζει την ίδια την ανθρώπινη ψυχή που πεθαίνει και αναγεννιέται συνεχώς, οι συνεχόμενες όμως επαναγεννήσεις του θα εξελίξουν την ψυχή, προσδίδοντάς της το απαραίτητο ψυχικό κάλλος. Τότε θα νομιμοποιείται να ανέλθει στα ανώτερα θεϊκά πεδία. Η ανυπέρβλητη φυσική ωραιότητα του Αδώνιδος αντανακλά σε εξωτερική μορφή το αντίστοιχο εσωτερικό ψυχικό του κάλλος. Αυτό το εσωτερικό κάλλος της ανθρώπινης ψυχής ήταν και το ζητούμενο από τους μετέχοντες της ελληνικής θρησκευτικής παραδόσεως.
Τι μας θυμίζει;
Οπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την περιγραφή της εορτής των Αδωνίων, τα χριστιανικά θρησκευτικά δρώμενα του εορτασμού του Πάσχα από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις τελετουργικές πρακτικές των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων. Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί, όπως θα αποδείξουμε, η χριστιανική θρησκεία, αν και προσπάθησε με κάθε τρόπο να εξαλείψει τα ταφικά έθιμα, τελικά αυτά κατάφεραν και όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα, παρόλο τον ανηλεή πόλεμο που δέχθηκαν.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδίκαζαν ήδη από την πρώιμη χριστιανική περίοδο τα αρχαία ταφικά τελετουργικά δρώμενα, όπως για παράδειγμα τον θρήνο, την περιφορά του νεκρού, ακόμη και τα μνημόσυνα που σήμερα θεωρούμε δεδομένο ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής πίστης. Δεν αντιμάχονταν βέβαια τόσο τα ίδια τα έθιμα, όσο την παγανιστική τους καταγωγή, αφού η τήρηση των εθίμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα να διατηρούνται εν ισχύ τα τελετουργικά της ελληνικής θρησκείας.
Με το πέρασμα των αιώνων, η προσήλωση του ελληνικού λαού στα έθιμα αυτά ήταν ακλόνητη, γεγονός που εξανάγκασε τους Πατέρες της Εκκλησίας να τα εγκολπώσουν τελικά στην χριστιανική πίστη. Η προσπάθεια όμως αυτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μ. Aλεξίου «δεν υπήρξε μόνο ασυνείδητη φυσική διεργασία, αλλά ήταν και αποτέλεσμα συνειδητών παρεμβάσεων της Εκκλησίας».
Οι απόπειρες απεμπολής των δρωμένων αυτών βέβαια δεν σταμάτησαν ακόμη και έως τον προηγούμενο αιώνα. Η περιφορά του επιταφίου της Μ. Παρασκευής που πολλοί από τους αναγνώστες του παρόντος άρθρου πιστεύουν ότι αποτελεί αναπόσπαστο και απολύτως καθιερωμένο στην χριστιανική πίστη έθιμο, θα διαπιστώσουν με την παρακάτω ατράνταχτη απόδειξη, ότι στην πραγματικότητα είναι προϊόν… αντιγραφής! Η εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος της 12 Μαΐου του 1882, θεωρεί το έθιμο της περιφοράς του επιταφίου ως «άσκοπον και ανεβλαβές» ενώ επικαλείται για την κατάργηση της περιφοράς, τις σχετικές θεολογικές θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Μπακούρος, 2001). Ακόμη και ο επιτάφιος θρήνος, όπως αναφέρει ο Β. Μπακούρος, «ως τελετή αποτελεί εκκλησιαστική ιεροπραξία που διαμορφώθηκε σταδιακά και το κυριότερο στοίχησε με τις απαιτήσεις της λαϊκής ψυχής».
Είναι άξιο αναφοράς, εν κατακλείδι, να επισημάνουμε ότι, οι σύγχρονοι πολυθεϊστές με την σχετική θρησκευτική ελευθερία των τελευταίων ετών, όχι απλά αναβιώνουν αλλά βιώνουν εκ νέου τα τελετουργικά αυτά δρώμενα προς τιμήν του θεού Αδώνιδος, γεγονός που αποδεικνύει το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η ελληνική κοσμοθέαση στις ψυχές αυτού του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου