Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Απελλής άκμασε κατά την περίοδο της 112ης Ολυμπιάδος δηλαδή μεταξύ του 332 και του 329. Η συνεργασία του με τον Πτολεμαίο Α’ της Αιγύπτου υποδηλώνει πως υπήρξε ενεργός τουλάχιστον μέχρι το -305, όταν ο Πτολεμαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Εκτιμάται ότι έζησε από το -352 έως το -300 περίπου. Καταγόταν από την ιωνική πόλη Κολοφώνα βόρεια της Εφέσου.
Ο Απελλής υπήρξε αρχικά μαθητής του Εφόρου του Εφέσιου. Καθιερωμένος ήδη ζωγράφος έρχεται στη Σικυώνα. Σπουδάζει για 12 έτη στη Σικυώνια Σχολή Ζωγραφικής με δάσκαλο τον Πάμφιλο στον οποίο έδινε ένα τάλαντο το χρόνο. Λέγεται ότι μαθήτευσε και πλησίον του ζωγράφου Αμφιπολίτη. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Σικυώνα, συνεργάζεται με τον ζωγράφο Μελάνθιο για την κατασκευή της εικόνας του τύραννου Αρίστρατου. Την πληροφορία αυτή μας τη δίνει ο περιηγητής Πολέμων (αποσπάσματα: Πλούταρχος, Βίος Αράτου, παρ. 13 και Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 123). Στη Σικυώνα τον βρήκε ο Μέγας Αλέξανδρος και μαζί με τον Λύσιππο τους πήρε στη μακεδονική αυλή.
Ο Απελλής εργάστηκε σαν ζωγράφος στο περιβάλλον του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φιλοτεχνώντας αρκετές προσωπογραφίες τους. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Μέγας Αλέξανδρος εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ικανότητές του. Για το λόγο αυτό, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε απαγορεύσει να τον ζωγραφίζει άλλος εκτός από τον Απελλή (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 85). Σημειώνεται ότι ο Απελλής ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία μέχρι την Έφεσο.
Η Καμπάσπη. Όταν ήταν στη μακεδονική αυλή ζωγράφισε την ερωμένη του Αλεξάνδρου Καμπάσπη την οποία ο Απελλής ερωτεύθηκε. Ο πίνακας εντυπωσίασε τόσο τον Μέγα Αλέξανδρο ώστε αργότερα παραχώρησε την Καμπάσπη στον Απελλή.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε από τον Απελλή να φιλοτεχνήσει ένα πορτρέτο της παλλακίδας Καμπάσπης και εκείνος την ερωτεύτηκε. Ο πίνακας εντυπωσίασε τόσο τον Αλέξανδρο ώστε αργότερα την παραχώρησε ως δώρο στο ζωγράφο.
Άλλα σπουδαία έργα του Απελλή είναι:
«Αλέξανδρος Κεραυνοφόρος» στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο για τον οποίο αμείφθηκε με το υπέρογκο ποσό των 20 χρυσών ταλάντων (Πλίνιος, βιβλίο 35, παρ. 92). Ο Πλούταρχος στο “Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής”, λέγει πως “εκ των Αλεξάνδρων ο μεν του Φιλίππου υπήρξεν ανίκητος, ο δε του Απελλού αμίμητος”. Ο ίδιος συγγραφέας λέγει, επίσης, για τον ίδιο πίνακα, ότι έδωσε το χρώμα του δέρματος του Αλεξάνδρου φαιότερο, ενώ το πρόσωπο και το στήθος είχαν μια καταπληκτική ερυθρωπή λευκότητα.
Για την «Αναδυόμενη Αφροδίτη» ο Απελλής να χρησιμοποίησε σαν μοντέλο την πανέμορφη εταίρα της Αθήνας και ερωμένη του Πραξιτέλη Φρύνη. Ο Στράβων γράφει ότι ο Απελλής εμπνεύσθηκε το θέμα του πίνακα όταν είδε την περίφημη εταίρα Φρύνη να λούζεται στην Ελευσίνα. Ο πίνακας αφιερώθηκε στο Ναό του Ασκληπιού στην Κω.
«Η Συκοφαντία». Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον πίνακα του Απελλή «Η Συκοφαντία» που σώζεται σε αντίγραφο από τον Σάντρο Μποτιτσέλι ο οποίος το ζωγράφισε βασισμένος σε περιγραφή του Λουκιανού για τον πίνακα του Απελλή στην πραγματεία του «Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ» δηλαδή πως δεν θα πιστεύετε εύκολα τη συκοφαντία. Η ιστορία αναφέρεται στον ζωγράφο Αντίφιλο που ενοχλείτο γιατί ο Μακεδόνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’ ο Λάγου έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στον Απελλή παρά σε αυτόν. Για το λόγο αυτό, ο Αντίφιλος συκοφάντησε τον Απελλή στον Πτολεμαίο ότι δήθεν συμμετείχε στη συνωμοσία του έπαρχου της Τύρου Θεοδότα εναντίον του Πτολεμαίου. Ο Πτολεμαίος εξοργίσθηκε κατά του Απελλή αλλά όταν αργότερα έμαθε την αλήθεια ντράπηκε και α) δώρισε στον Απελλή 100 τάλαντα και β) του έδωσε τον Αντίφιλο σαν δούλο. Αντιδρώντας ο Απελλής στη συκοφαντία, εξ αιτίας της οποίας κινδύνευσε, ζωγράφισε τον περίφημο πίνακα «Διαβολή» δηλαδή συκοφαντία.
Να πως περιγράφει τον πίνακα ο Λουκιανός:
«Στα δεξιά κάθεται κάποιος άνδρας με πολύ μεγάλα αυτιά, σχεδόν όμοια με αυτά του Μίδα, προτείνοντας το χέρι στη Συκοφαντία ενώ ακόμα στέκεται μακριά της. Γύρω του στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, νομίζω, και η Δοξασία. Από την άλλη μεριά πλησιάζει η Συκοφαντία, γυναίκα υπερβολικά όμορφη, γεμάτη θέρμη και ερεθισμό, σαν να δείχνει τη λύσσα και την οργή, κρατώντας στο αριστερό χέρι αναμμένη δάδα και με το άλλο χέρι σέρνοντας από τα μαλλιά ένα νεαρό που τεντώνει τα χέρια στον ουρανό και καλεί για μάρτυρες τους θεούς. Προηγείται άνδρας κάτωχρος και άσχημος, με διαπεραστική ματιά, που μοιάζει να έχει γίνει σκελετός από μακρόχρονη ασθένεια. Θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι αυτός είναι ο Φθόνος (ζήλια). Επιπρόσθετα, τη Συκοφαντία ακολουθούν και άλλες δύο γυναίκες που την ενθαρρύνουν τη ντύνουν και τη στολίζουν. Όπως μου είπε ο ξεναγός, η μία είναι η Επιβουλή και η άλλη η Απάτη. Μετά ακολουθούσε κάποια γυναίκα με εμφάνιση εντελώς πένθιμη, ντυμένη στα μαύρα αληθινά ράκος. Αυτή λεγόταν, νομίζω, Μετάνοια. Αυτή, λοιπόν, στρεφόταν προς τα πίσω με δάκρυα και γεμάτη ντροπή έριχνε λοξές ματιές στην Αλήθεια που πλησίαζε».
Ο Απελλής υπήρξε αρχικά μαθητής του Εφόρου του Εφέσιου. Καθιερωμένος ήδη ζωγράφος έρχεται στη Σικυώνα. Σπουδάζει για 12 έτη στη Σικυώνια Σχολή Ζωγραφικής με δάσκαλο τον Πάμφιλο στον οποίο έδινε ένα τάλαντο το χρόνο. Λέγεται ότι μαθήτευσε και πλησίον του ζωγράφου Αμφιπολίτη. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Σικυώνα, συνεργάζεται με τον ζωγράφο Μελάνθιο για την κατασκευή της εικόνας του τύραννου Αρίστρατου. Την πληροφορία αυτή μας τη δίνει ο περιηγητής Πολέμων (αποσπάσματα: Πλούταρχος, Βίος Αράτου, παρ. 13 και Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 123). Στη Σικυώνα τον βρήκε ο Μέγας Αλέξανδρος και μαζί με τον Λύσιππο τους πήρε στη μακεδονική αυλή.
Ο Απελλής εργάστηκε σαν ζωγράφος στο περιβάλλον του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φιλοτεχνώντας αρκετές προσωπογραφίες τους. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Μέγας Αλέξανδρος εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ικανότητές του. Για το λόγο αυτό, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε απαγορεύσει να τον ζωγραφίζει άλλος εκτός από τον Απελλή (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 85). Σημειώνεται ότι ο Απελλής ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία μέχρι την Έφεσο.
“Ο Μ. Αλέξανδρος και η Καμπάσπη στο εργαστήριο του Απελλή”
Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο (1740)
Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο (1740)
Η Καμπάσπη. Όταν ήταν στη μακεδονική αυλή ζωγράφισε την ερωμένη του Αλεξάνδρου Καμπάσπη την οποία ο Απελλής ερωτεύθηκε. Ο πίνακας εντυπωσίασε τόσο τον Μέγα Αλέξανδρο ώστε αργότερα παραχώρησε την Καμπάσπη στον Απελλή.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε από τον Απελλή να φιλοτεχνήσει ένα πορτρέτο της παλλακίδας Καμπάσπης και εκείνος την ερωτεύτηκε. Ο πίνακας εντυπωσίασε τόσο τον Αλέξανδρο ώστε αργότερα την παραχώρησε ως δώρο στο ζωγράφο.
Άλλα σπουδαία έργα του Απελλή είναι:
«Αλέξανδρος Κεραυνοφόρος» στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο για τον οποίο αμείφθηκε με το υπέρογκο ποσό των 20 χρυσών ταλάντων (Πλίνιος, βιβλίο 35, παρ. 92). Ο Πλούταρχος στο “Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής”, λέγει πως “εκ των Αλεξάνδρων ο μεν του Φιλίππου υπήρξεν ανίκητος, ο δε του Απελλού αμίμητος”. Ο ίδιος συγγραφέας λέγει, επίσης, για τον ίδιο πίνακα, ότι έδωσε το χρώμα του δέρματος του Αλεξάνδρου φαιότερο, ενώ το πρόσωπο και το στήθος είχαν μια καταπληκτική ερυθρωπή λευκότητα.
Για την «Αναδυόμενη Αφροδίτη» ο Απελλής να χρησιμοποίησε σαν μοντέλο την πανέμορφη εταίρα της Αθήνας και ερωμένη του Πραξιτέλη Φρύνη. Ο Στράβων γράφει ότι ο Απελλής εμπνεύσθηκε το θέμα του πίνακα όταν είδε την περίφημη εταίρα Φρύνη να λούζεται στην Ελευσίνα. Ο πίνακας αφιερώθηκε στο Ναό του Ασκληπιού στην Κω.
Η Συκοφαντία του Απελλή Σάντρο Μποτιτσέλι (1495)
«Η Συκοφαντία». Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον πίνακα του Απελλή «Η Συκοφαντία» που σώζεται σε αντίγραφο από τον Σάντρο Μποτιτσέλι ο οποίος το ζωγράφισε βασισμένος σε περιγραφή του Λουκιανού για τον πίνακα του Απελλή στην πραγματεία του «Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ» δηλαδή πως δεν θα πιστεύετε εύκολα τη συκοφαντία. Η ιστορία αναφέρεται στον ζωγράφο Αντίφιλο που ενοχλείτο γιατί ο Μακεδόνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’ ο Λάγου έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στον Απελλή παρά σε αυτόν. Για το λόγο αυτό, ο Αντίφιλος συκοφάντησε τον Απελλή στον Πτολεμαίο ότι δήθεν συμμετείχε στη συνωμοσία του έπαρχου της Τύρου Θεοδότα εναντίον του Πτολεμαίου. Ο Πτολεμαίος εξοργίσθηκε κατά του Απελλή αλλά όταν αργότερα έμαθε την αλήθεια ντράπηκε και α) δώρισε στον Απελλή 100 τάλαντα και β) του έδωσε τον Αντίφιλο σαν δούλο. Αντιδρώντας ο Απελλής στη συκοφαντία, εξ αιτίας της οποίας κινδύνευσε, ζωγράφισε τον περίφημο πίνακα «Διαβολή» δηλαδή συκοφαντία.
Να πως περιγράφει τον πίνακα ο Λουκιανός:
Η Συκοφαντία του Απελλή, (λεπτ) Σάντρο Μποτιτσέλι,
«Στα δεξιά κάθεται κάποιος άνδρας με πολύ μεγάλα αυτιά, σχεδόν όμοια με αυτά του Μίδα, προτείνοντας το χέρι στη Συκοφαντία ενώ ακόμα στέκεται μακριά της. Γύρω του στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, νομίζω, και η Δοξασία. Από την άλλη μεριά πλησιάζει η Συκοφαντία, γυναίκα υπερβολικά όμορφη, γεμάτη θέρμη και ερεθισμό, σαν να δείχνει τη λύσσα και την οργή, κρατώντας στο αριστερό χέρι αναμμένη δάδα και με το άλλο χέρι σέρνοντας από τα μαλλιά ένα νεαρό που τεντώνει τα χέρια στον ουρανό και καλεί για μάρτυρες τους θεούς. Προηγείται άνδρας κάτωχρος και άσχημος, με διαπεραστική ματιά, που μοιάζει να έχει γίνει σκελετός από μακρόχρονη ασθένεια. Θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι αυτός είναι ο Φθόνος (ζήλια). Επιπρόσθετα, τη Συκοφαντία ακολουθούν και άλλες δύο γυναίκες που την ενθαρρύνουν τη ντύνουν και τη στολίζουν. Όπως μου είπε ο ξεναγός, η μία είναι η Επιβουλή και η άλλη η Απάτη. Μετά ακολουθούσε κάποια γυναίκα με εμφάνιση εντελώς πένθιμη, ντυμένη στα μαύρα αληθινά ράκος. Αυτή λεγόταν, νομίζω, Μετάνοια. Αυτή, λοιπόν, στρεφόταν προς τα πίσω με δάκρυα και γεμάτη ντροπή έριχνε λοξές ματιές στην Αλήθεια που πλησίαζε».
Ο Απελλής έγινε διάσημος για τον πλούτο των χρωμάτων του. Είχε ανακαλύψει μεθόδους παρασκευής χρωμάτων από ποικιλία διαφόρων ουσιών που ακόμα και σήμερα μας είναι άγνωστες. Χρησιμοποιούσε ένα τρόπο βαφής που κανείς άλλος δεν μπόρεσε να τον μιμηθεί. Επαινείται δε από όλους η ειλικρίνεια του καλλιτέχνη, ο οποίος έλεγε ότι υπολείπεται του Μελανθίου κατά τη διάταξη, του δε Ασκληπιόδωρου κατά τη συμμετρία και το μέτρο, για το οποίο τον θαύμαζε. Αναφέρεται επίσης σαν καινοτόμος στον τομέα της τεχνικής, έχοντας επινοήσει μία ειδική μέθοδο προετοιμασίας της μίξης των ουσιών των χρωμάτων από ελεφαντόδοντο (Πλίνιος, βιβλίο 35, παρ. 25). Η χρήση του βοηθούσε στη διατήρηση και προστασία των έργων ενώ παράλληλα επιδρούσε πιθανά και στην άμβλυνση των χρωμάτων.
Το κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης του Απελλή ήταν η λεπτότητα των χαρακτηριστικών γραμμών του, η αληθοφάνεια των χρωμάτων του, η άμετρη χάρη, καλλονή, εκφραστικότητα των μορφών του και η αποφυγή κάθε υπερβολής και στο σχέδιο και στα χρώματα. Εκτιμάται ότι πρώτος ο Απελλής ζωγράφισε αλληγορικές εικόνες και προσωποποιήσεις ιδεών όπως η βροντή, η άγνοια, η υπόληψη, ο φθόνος, η διαβολή, η αλήθεια. Ο Πίνδαρος έγραφε πως ο Απελλής «μείλιχα» εργάζεται για τους θνητούς και αυτό το απέδιδε στην παιδική αριστοκρατική του αγωγή, τη βαθιά μουσική του παιδεία, την έμφυτη ευγένεια και τη χάρη που είναι δώρο των θεών. Ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 88) υποστήριξε πως ο Απελλής υπήρξε ανώτερος από τους ζωγράφους που διαδέχτηκε και από εκείνους που υπήρξαν συνεχιστές του. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως οι προσωπογραφίες του ήταν τόσο αληθοφανείς, ώστε ένας μετωποσκόπος μπορούσε να προβλέψει την ηλικία του εικονιζόμενου προσώπου, καθώς και να πραγματοποιήσει προβλέψεις για το μέλλον του.
Το κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης του Απελλή ήταν η λεπτότητα των χαρακτηριστικών γραμμών του, η αληθοφάνεια των χρωμάτων του, η άμετρη χάρη, καλλονή, εκφραστικότητα των μορφών του και η αποφυγή κάθε υπερβολής και στο σχέδιο και στα χρώματα. Εκτιμάται ότι πρώτος ο Απελλής ζωγράφισε αλληγορικές εικόνες και προσωποποιήσεις ιδεών όπως η βροντή, η άγνοια, η υπόληψη, ο φθόνος, η διαβολή, η αλήθεια. Ο Πίνδαρος έγραφε πως ο Απελλής «μείλιχα» εργάζεται για τους θνητούς και αυτό το απέδιδε στην παιδική αριστοκρατική του αγωγή, τη βαθιά μουσική του παιδεία, την έμφυτη ευγένεια και τη χάρη που είναι δώρο των θεών. Ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, βιβλίο 35, παρ. 88) υποστήριξε πως ο Απελλής υπήρξε ανώτερος από τους ζωγράφους που διαδέχτηκε και από εκείνους που υπήρξαν συνεχιστές του. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως οι προσωπογραφίες του ήταν τόσο αληθοφανείς, ώστε ένας μετωποσκόπος μπορούσε να προβλέψει την ηλικία του εικονιζόμενου προσώπου, καθώς και να πραγματοποιήσει προβλέψεις για το μέλλον του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου