Δεν υπάρχει ναρκισσιστικός ψυχισμός χωρίς παρελθόν. Κανένας άνθρωπος δεν ξύπνησε ένα πρωί νιώθοντας ότι πρέπει να εντυπωσιάζει για να είναι σημαντικός ή ότι οφείλει να δείχνει πάντα δυνατός για να μην αποκαλυφθεί η ευαλωτότητά του. Κάτι προηγήθηκε. Κάτι εγγράφηκε νωρίς.Παραμέληση – Η σιωπή που μένει
Υπάρχουν ενήλικες που ξέρουν να ζουν χωρίς να ζητούν τίποτα. Μαθαίνουν να λειτουργούν με ακρίβεια, να διαχειρίζονται καταστάσεις και να μην αφήνουν να φανεί η ταραχή τους.
Προς τα έξω δείχνουν δυνατοί, αυτάρκεις και ικανοί. Κάτω όμως από αυτή την εικόνα κρύβεται συχνά κάτι βαθύτερο: μια εσωτερική εξοικείωση με την απουσία πραγματικής ανταπόκρισης. Αυτό συμβαίνει γιατί ως παιδιά μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα όπου κανείς δεν παρατηρούσε τι χρειάζονταν, κανείς δεν στάθηκε κοντά τους τη στιγμή που είχαν ανάγκη, κι έτσι έμαθαν να μην έχουν ανάγκες.
Πολλοί από αυτούς δεν κουβαλούν κάποια ιστορία κακοποίησης. Μεγάλωσαν σε ένα σπίτι φαινομενικά ήσυχο, με φροντίδα και σταθερότητα, αλλά χωρίς ουσιαστική σύνδεση. Δεν υπήρχε κάποιος να τους ρωτήσει «τι νιώθεις;», «τι χρειάζεσαι;».
Η ιστορία τους δεν έχει ένα εμφανές τραύμα, αλλά μια συνεχή, σιωπηλή εμπειρία μοναξιάς, μια επανάληψη του «είμαι μόνος με ό,τι νιώθω». Έτσι ο ψυχισμός τους σταδιακά εκπαιδεύεται να περιορίζει τις προσδοκίες, να αφήνει ανείπωτες τις επιθυμίες και να παραβλέπει τις ανάγκες του. Ο ενήλικας που προκύπτει φαίνεται λειτουργικός και επιφανειακά ασφαλής, αλλά μέσα του παραμένει οχυρωμένος. Αν τον ρωτήσεις πώς αισθάνεται, χρειάζεται χρόνο για να απαντήσει, γιατί η εσωτερική του πραγματικότητα παραμένει ανεξερεύνητη.
Αυτή η σιωπηλή εμπειρία διαμορφώνει ένα εσωτερικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη για σχέση εκφράζεται μόνο έμμεσα: μέσα από επιτυχίες, αποτελέσματα ή εξωτερική αναγνώριση. Ο ενήλικας που μεγαλώνει με αυτό το μοτίβο μαθαίνει να ζητά προσοχή με υπαινιγμούς, να διεκδικεί εγγύτητα μέσα από πράξεις, χωρίς να το εκφράζει με λόγια. Έχει μάθει ότι η άμεση επιθυμία για σύνδεση συχνά συνοδεύεται από απογοήτευση, γι’ αυτό προτιμά να μεταμφιέζει τις ανάγκες του με τρόπους λιγότερο ευθείς, ώστε να προστατεύει τον εαυτό του από τον πόνο της ματαίωσης.
Η ανάγκη για απόσταση προκύπτει από μια βαθιά πεποίθηση ότι η ένταση των συναισθημάτων του δεν θα βρει ποτέ έναν άλλον ικανό να την αποδεχτεί. Γι’ αυτό η σχέση με τον άλλον διατηρείται σε μια ασφαλή απόσταση, καθώς η πραγματική εγγύτητα σημαίνει έκθεση. Και αυτή η έκθεση ξυπνά τη μνήμη της σιωπηλής παιδικής ηλικίας, τότε που ένα παιδί γύριζε σπίτι με τραυματισμένο γόνατο και κανείς δεν το ρωτούσε αν πονάει. Ή τότε που ξυπνούσε τρομαγμένο από εφιάλτη και δεν υπήρχε κανείς να τρέξει στην αγκαλιά του. Ή τότε που κάτι το απασχολούσε αλλά προτιμούσε να σωπάσει, γιατί ένιωθε πως κανείς δεν θα το καταλάβαινε ούτε θα το παρηγορούσε.
Ο ενήλικας που έχει μεγαλώσει έτσι συχνά μαθαίνει να αντλεί αξία από το πόσο πολύ μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, πόσο ικανός φαίνεται να διαχειρίζεται τα πάντα χωρίς βοήθεια.
Και σε αυτό το μοτίβο αναπτύσσεται ένας ψυχισμός που επιβιώνει αποφεύγοντας την έκθεση της ευαλωτότητάς του, ζητά προσοχή και επιβεβαίωση έμμεσα, και δημιουργεί σχέσεις στις οποίες ο ίδιος παραμένει ασφαλής και έχει τον έλεγχο. Ζητά την αποδοχή μέσα από όσα μπορεί να δείξει και όχι μέσα από το ποιος πραγματικά είναι. Κι αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί η ναρκισσιστική οργάνωση προσωπικότητας, καθώς η ανάγκη για επαφή και αποδοχή βρίσκει διέξοδο μόνο σε ένα περιβάλλον που είναι ασφαλές, ελεγχόμενο και προσεκτικά στημένο.
Υπερβολική εξιδανίκευση – Το παιδί που έγινε είδωλο
Πίσω από την εικόνα σιγουριάς και επιτυχίας πολλών ενηλίκων κρύβεται συχνά μια διαρκής εσωτερική ανασφάλεια και μια έντονη δίψα για επιβεβαίωση. Δεν είναι αλαζονεία, αλλά μια βαθιά ανάγκη που έχει ρίζες στην παιδική ηλικία, όταν η αξία τους χτίστηκε αποκλειστικά πάνω στο πόσο εντυπωσίαζαν τους άλλους. Τους επαίνεσαν για κάποιο ταλέντο, την εξυπνάδα ή την εμφάνισή τους, όμως ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι πραγματικά ένιωθαν ή ποιοι ήταν πέρα από τις επιδόσεις τους.
Άλλοτε το παιδί είχε πράγματι αυτά τα χαρίσματα, άλλοτε πάλι του αποδόθηκαν ιδιότητες που δεν διέθετε. Σημασία δεν είχε η πραγματικότητα, αλλά η εικόνα που δημιουργούσαν οι άλλοι.
Αυτή η εικόνα δεν αποτελούσε ανταπόκριση στις αληθινές ανάγκες του παιδιού, αλλά κάλυπτε την ανάγκη ενός γονιού να προβάλει στο παιδί όσα ο ίδιος δεν έζησε. Ήταν μια προσπάθεια του γονιού να αισθανθεί περήφανος και επαρκής μέσω των επιτευγμάτων του παιδιού. Έτσι το παιδί, στην προσπάθειά του να διατηρήσει την αγάπη, έμαθε να προσπαθεί συνεχώς, να πετυχαίνει και να συντηρεί μια εικόνα τελειότητας.
Ως ενήλικες πλέον, αυτοί οι άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν με τον φόβο της απόρριψης και της αποτυχίας. Δυσκολεύονται να χαλαρώσουν στις σχέσεις τους, φοβούμενοι ότι μια λάθος λέξη ή πράξη μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη. Η αυθεντικότητα μοιάζει επικίνδυνη, καθώς συνδέεται με τον κίνδυνο να χάσουν την αποδοχή των άλλων. Νιώθουν πως αν δεν είναι συνεχώς εντυπωσιακοί, θα πάψουν να έχουν αξία.
Η εξιδανίκευση, σε αυτές τις περιπτώσεις, λειτουργεί σαν μια σιωπηλή, πρώιμη συμφωνία: «Αν συνεχίσεις να είσαι όπως θέλω εγώ, δεν θα μείνεις ποτέ μόνος». Η συμφωνία αυτή δεν είναι μια φιλοδοξία, αλλά ένας τρόπος επιβίωσης για το παιδί που ήθελε απλώς να νιώθει ότι το βλέπουν και το αγαπούν.
Πολλοί τέτοιοι ενήλικες ήταν κάποτε παιδιά-θαύματα: αριστούχοι μαθητές, ταλαντούχοι αθλητές, παιδιά στα οποία οι άλλοι προέβλεπαν μεγάλες επιτυχίες. Έγιναν γιατροί ή μεγάλοι αθλητές, όχι πάντα επειδή το επέλεξαν συνειδητά, αλλά επειδή ένιωθαν πως η αποδοχή τους ήταν συνδεδεμένη με τις επιτυχίες τους. Ένας πρώην πρωταθλητής στίβου θυμάται ότι, όταν έχανε, ένιωθε υποχρεωμένος να ζητάει συγγνώμη από τους γονείς του· ακόμα και στα είκοσι πέντε του χρόνια συνέχιζε να ζητάει συγγνώμη από τη σύντροφό του κάθε φορά που δεν κέρδιζε. Γιατί η αποδοχή είχε συνδεθεί βαθιά μέσα του μόνο με την επιτυχία και τη νίκη.
Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν μαθαίνοντας να πετυχαίνουν, αλλά χωρίς ποτέ να μάθουν πώς είναι να νιώθουν σιγουριά και ηρεμία μέσα στις σχέσεις τους. Φοβούνται ότι, αν απογοητεύσουν, αν δεν συνεχίσουν να εντυπωσιάζουν, θα πάψουν να έχουν αξία και θα μείνουν μόνοι. Αυτή η εσωτερική «ζυγαριά» της αποδοχής είναι συνεχώς ενεργή και οδηγεί σε έναν ναρκισσιστικό ψυχισμό που δεν βασίζεται στην υπεροψία, αλλά στον φόβο της εγκατάλειψης. Και κάθε φορά που προσπαθούν να είναι αυθεντικοί, νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο την αποδοχή, αλλά και την ίδια την αγάπη και τον εαυτό τους.
Ο γονιός που χρειάζεται καθρέφτη
Κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται πως πρέπει συνεχώς να είναι επαρκείς, να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες, να διατηρούν ισορροπίες και να δείχνουν αντάξιοι του ρόλου που τους έχει ανατεθεί, ακόμα και όταν ο ρόλος αυτός δεν ήταν ποτέ δική τους επιλογή. Δυσκολεύονται ιδιαίτερα με την αποδοκιμασία, την κριτική ή την αποτυχία. Αν τους ρωτήσεις γιατί συμβαίνει αυτό, δεν μπορούν πάντα να δώσουν σαφή απάντηση. Ωστόσο, βαθιά μέσα τους υπάρχει η αίσθηση ότι η επιβίωση της σχέσης εξαρτάται από το πόσο καλά εκείνοι καταφέρνουν να τη συγκρατούν.
Καθώς η ιστορία τους ξετυλίγεται, γίνεται εμφανές ότι κάποτε, πολύ νωρίς, ανέλαβαν έναν ρόλο που τους δόθηκε χωρίς επιλογή: έγιναν εκείνοι που έπρεπε να φροντίζουν έναν γονιό που δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του. Αυτή η κατάσταση συχνά εμφανίζεται σε οικογένειες όπου υπάρχει μόνο ένας γονέας ή σε περιβάλλοντα όπου ο γονιός αντιμετωπίζει ψυχικές δυσκολίες, ουσιοεξάρτηση ή έντονη συναισθηματική αστάθεια. Σε αυτές τις οικογένειες το παιδί δεν λαμβάνει την υποστήριξη που χρειάζεται· αντίθετα, αναλαμβάνει εκείνο τον ρόλο του φροντιστή και του σταθεροποιητή. Αυτή η αντιστροφή ρόλων δημιουργεί μια βαθιά εμπεδωμένη αίσθηση ότι η αξία του παιδιού μετριέται από το πόσο καλά καταφέρνει να ανακουφίζει τους άλλους.
Μερικά παιδιά γίνονται ο «δυνατός» της οικογένειας, εκείνος που δεν κλαίει ποτέ ή ο μόνος που ακούει υπομονετικά τον γονιό του όταν κανένας άλλος δεν μπορεί. Συχνά, το παιδί καλείται να καλύψει τη συναισθηματική ανεπάρκεια ενός ενήλικα που δεν έχει επεξεργαστεί τις δικές του δυσκολίες. Μεγαλώνει, λοιπόν, όχι απλώς κοντά σε έναν γονιό, αλλά για να στηρίξει και να καλύψει τις ανάγκες αυτού του γονιού.
Ως ενήλικες πλέον, αυτά τα άτομα συχνά δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί νιώθουν συνεχώς την πίεση να αποδείξουν την αξία τους. Τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτεθούν σε κριτική ή να αντιμετωπίσουν την αίσθηση της ανεπάρκειας. Δυσκολεύονται να χαλαρώσουν, δεν εμπιστεύονται εύκολα τη φροντίδα του άλλου και δυσκολεύονται να ζητήσουν βοήθεια. Κάθε φορά που αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο ή δεν ανταποκρίνονται σε κάποια προσδοκία, ένας εσωτερικός συναγερμός ενεργοποιείται. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή έχουν υπερβολικά υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό τους, αλλά επειδή έχουν μάθει πως η αποδοχή, η σχέση και ακόμη και η αγάπη εξαρτώνται από την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των άλλων. Αυτό το εσωτερικό μοτίβο δεν αλλάζει εύκολα μόνο με τη λογική, αλλά μέσα από μια νέα, επανορθωτική εμπειρία σχέσης.
Ο ναρκισσιστικός πυρήνας αυτών των ενηλίκων δεν έχει να κάνει με υπεροψία. Είναι αποτέλεσμα μιας πρώιμης αντιστροφής ρόλων: το παιδί καλείται να γίνει ο ενήλικας που στηρίζει, και ο ενήλικας ακουμπά συναισθηματικά στο παιδί.
Όταν συμβαίνει αυτό, η ταυτότητα του παιδιού διαμορφώνεται όχι ελεύθερα, αλλά ως προέκταση και στήριγμα του γονιού. Ο ενήλικας που μεγαλώνει μέσα από αυτή την εμπειρία μπορεί να αναζητά την προσοχή και την αναγνώριση, αλλά έχει μάθει να γίνεται ορατός μόνο ως απαραίτητος και όχι ως αυθεντικός. Όταν πλησιάζει η πραγματική εγγύτητα, συχνά ενεργοποιείται ο βαθύς και παλιός φόβος ότι η σχέση δεν αποτελεί χώρο χαλάρωσης, αλλά χώρο στον οποίο θα κληθεί να αναλάβει ξανά ένα βάρος που δεν μπορεί να αντέξει – όπως ακριβώς έκανε όταν ήταν παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου