Η Πυθαγόρεια Αναγέννηση απέναντι στο «Καθιερωμένο Πρότυπο». Από τον επιστημονισμό της διαχείρισης μοντέλων στην ενότητα μορφής-αριθμού-αιτίας που γεννά την αληθινή γνώση.
Η αντιπαράθεση δεν είναι ανάμεσα στην Επιστήμη και στους «αμφισβητίες» της, αλλά ανάμεσα σε δύο τρόπους να νοούμε την επιστήμη. Ο πρώτος, ο οποίος είναι και ο κυρίαρχος σήμερα, είναι ο διαχειριστικός. Υψώνει ένα τεχνοκρατικό ιερατείο που επιτηρεί τα «Καθιερωμένα Πρότυπα», υποστυλώνει τις αδυναμίες τους με προσθαφαιρέσεις παραμέτρων, κλείνει τα ανοιχτά ερωτήματα με προσωρινά υποκατάστατα όπως «σκοτεινή ύλη/ενέργεια», και μετατρέπει την ομότιμη αξιολόγηση σε μηχανισμό διανομής κύρους.
Ο δεύτερος τρόπος, που είναι ο πυθαγόρειος στον πυρήνα του, δεν αρνείται ούτε τα δεδομένα, ούτε τα μαθηματικά. Απλώς ζητά κάτι πιο απαιτητικό, το οποίο αφορά την ενότητα της μορφής και του νόμου, της αναλογίας και της αιτίας. Ζητά να δούμε την φύση όχι ως αποθήκη τιμών, αλλά ως υφαντό από ρυθμούς, λόγους και συμμετρίες που γεννούν τις τιμές. Σε αυτήν την γραμμή στέκονται ο Πλάτων, ο Κέπλερ, και ο Ρόμπερτ Μουν, όχι ως «εσωτεριστές», αλλά ως δάσκαλοι μιας μεθόδου που ξαναδένει το ποιοτικό με το ποσοτικό, την εικόνα με τον αριθμό, το αισθητό με το νοητό.
Όταν η Μορφή Γεννά τον Νόμο
Στον «Τίμαιο», ο Πλάτων διατύπωσε κάτι που, αν αφαιρεθεί η μυθοπλαστική του στολή, παραμένει επιστημολογικό αίτημα. Τα πέντε κανονικά στερεά δεν είναι απλές διακοσμήσεις της γεωμετρίας, αλλά σημαντικές αρχετυπικές μορφές. Στα εσωτερικά τους μέτρα και στις αναλογίες τους ο κόσμος βρίσκει τον «τρόπο» να σταθεί. Το ότι είναι μόνο πέντε δεν είναι ιδιοτροπία, αλλά ατίθετα είναι αυστηρός περιορισμός συμμετρίας. Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι να γεμίσει ο χώρος με ίσες γωνίες και ίσες έδρες. Αυτή η οικονομία μορφών είναι ήδη ένα μάθημα για την επιστήμη. Η φύση δεν σπαταλά, οργανώνει. Στην ίδια σελίδα ο Πλάτων μιλά για την «μουσική των σφαιρών», όχι ως ποιητική υπερβολή, αλλά ως τόλμη να υποθέσεις ότι οι κινήσεις και οι σταθερές υπακούν σε λόγους (1:2, 2:3, 3:4 κ.ο.κ.), ότι ο κόσμος είναι σύνολο συνηχήσεων και όχι άθροισμα θορύβων.
Ο Κέπλερ, αιώνες αργότερα, θα τολμήσει να μετατρέψει αυτό το αισθητικό και μεταφυσικό αίσθημα σε αστρονομική αιτιότητα. Η Ευρώπη του είναι διχασμένη ανάμεσα σε τρία περιγραφικά σχήματα (Πτολεμαίος, Κοπέρνικος, Τύχων). Όλα «κολλάνε» στα δεδομένα, κανένα όμως δεν απαντά στο ερώτημα που καίει. Γιατί οι πλανήτες βρίσκονται εκεί που βρίσκονται; Για να αγγίξει το «γιατί», ο Κέπλερ θα θυμηθεί τον Πλάτωνα. Θα εμφωλεύσει κανονικά στερεά ανάμεσα σε σφαιρικά κελύφη και θα επιχειρήσει να «κουρδίσει» τις αποστάσεις. Το πρώτο μοντέλο του είναι ατελές, αλλά το πιο σημαντικό έχει ήδη συμβεί. Η σκέψη του γύρισε από την περιγραφή στην αιτία. Από εκεί και πέρα, όλα ακολουθούν με την δύναμη του αναγκαίου. Οι τροχιές δεν είναι τέλειοι κύκλοι αλλά ελλείψεις· η επιφάνεια που σαρώνεται ως προς τον χρόνο είναι σταθερή· και, το κορυφαίο, ο χρόνος της περιόδου και η μέση απόσταση συνδέονται με αυστηρή αναλογία του τετραγώνου προς τον κύβο. Ο νόμος δεν είναι ορισμός· είναι μορφή που υποχρεώνει τα μεγέθη να συμπεριφέρονται ρυθμικά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Κέπλερ δεν χάνει ποτέ το ποιοτικό νήμα. Δεν φαντάζεται μια αφηρημένη «δύναμη» που σπρώχνει στα τυφλά. Μιλά για την εκχυόμενη επίδραση του ήλιου, για «μαγνητικές» και φωτεινές αναλογίες, για μια συνεχή και κατευθυνόμενη παρούσα δράση. Ο ήλιος δεν είναι μόνο σημείο γεωμετρίας, είναι πηγή ρυθμού. Αυτό δεν είναι ρομαντισμός· είναι υπόδειξη μεθόδου, πως οι καμπύλες της φύσης δεν κλείνουν όμορφα επειδή κάποιος τις «εξομάλυνε», αλλά επειδή κρύβεται από κάτω μια οικονομία μορφής που επιβάλλει την ομορφιά ως αναγκαίο αποτέλεσμα.
Στις «Αρμονίες του Κόσμου» ο Κέπλερ θα προχωρήσει ακόμη βαθύτερα. Παίρνει τις ελάχιστες και μέγιστες γωνιακές ταχύτητες κάθε πλανήτη, τις μετατρέπει σε λόγους, και βρίσκει μουσικές αναλογίες εκεί που άλλοι βλέπουν μόνο μεγέθη. Εκείνη η διάσημη «τρύπα» ανάμεσα στον Άρη και τον Δία -η απουσία του προσδοκώμενου διαστήματος- θα υποδείξει δύο αιώνες νωρίτερα τον χώρο όπου σήμερα γνωρίζουμε την ζώνη των αστεροειδών. Όχι επειδή «έτυχε», αλλά γιατί, ξανά, η μορφή άνοιξε δρόμο στον νόμο.
Ο Ρόμπερτ Μουν και ο Πυρήνας ως Γεωμετρία
Περνώντας από τον ουρανό στον πυρήνα, ο Ρόμπερτ Μουν ξεκινά από μια σύγχρονη αμηχανία. Η κβάντωση τρυπώνει παντού. Στα φάσματα, στους συντονισμούς Σούμαν, στο Κβαντικό Φαινόμενο Χολ και όμως οι επιφυλλίδες του επιστημονισμού μας ζητούν να την δεχτούμε ως λογιστικό γεγονός και όχι ως μορφική ανάγκη. Ο Μουν αντιδρά με τον μόνο τρόπο που ταιριάζει στον δημιουργικό νου. Ρωτά αν ο χώρος κβαντωθεί, θα το κάνει με την μέγιστη δυνατή συμμετρία. Και αυτή η πρόταση, σχεδόν παιδική στην απλότητά της, ξαναφέρνει στο κέντρο τα κανονικά στερεά.
Εδώ δεν υπάρχει «μυστικισμός», αλλά αυστηρή οικονομία υποθέσεων. Αν οι κορυφές αυτών των στερεών λογιστούν ως δυνητικές θέσεις πρωτονίων σε έναν πυρήνα, μήπως οι ολοκληρώσεις στερεών συμπίπτουν με τις φυσικές σταθεροποιήσεις; Μήπως οι μεγάλες «στάσεις» του περιοδικού πίνακα (οξυγόνο, πυρίτιο, σίδηρος, παλλάδιο) είναι ακριβώς οι θέσεις όπου «κλείνει» ένας κύβος, ένα οκτάεδρο, ένα εικοσάεδρο, ένα δωδεκάεδρο; Μήπως, εκεί που η γεωμετρία ολοκληρώνεται, η ύλη βρίσκει ακραίες τιμές σε μαγνητική επιδεκτικότητα, σε σημεία τήξης, σε συμπιεστότητα; Ο Μουν δεν απαντά με συναισθηματική σιγουριά· δοκιμάζει. Κι όταν το σχήμα του επεκτείνεται με ένα δεύτερο δωδεκάεδρο για να στεγάσει την περίφημη λανθανιδική «παρένθεση», βλέπει την ανωμαλία να εντάσσεται σε μια ευρύτερη αρμονία αντί να εξορίζεται σε υποσέλιδο του πίνακα. Σαν να έλειπε όχι μια «δύναμη», αλλά ένας κύβος στην κατάλληλη θέση.
Το πιο γοητευτικό είναι η στιγμή που η γεωμετρία αρχίζει να «τρίζει». Καθώς γεμίζουν οι τελευταίες κορυφές και το σύστημα σπρώχνεται προς τον αριθμό 92, τα δύο δωδεκάεδρα χρειάζονται μικρές περιστροφές, ξεκούμπωμα σε ακμές και μία ελάχιστη υπέρθεση. Η εικόνα δεν είναι απλώς όμορφη· είναι διαγνωστική. Η αστάθεια των βαρέων πυρήνων εμφανίζεται ως μορφική αμηχανία, όχι ως αριθμητικό καπρίτσιο. Σ’ αυτές τις στιγμές η επιστήμη θυμάται ότι είναι, πρωτίστως, τέχνη οραματισμού, βλέπει την αιτία, δεν την περιγράφει μόνο.
Ο Μουν δεν πρόλαβε να τελειοποιήσει το μοντέλο του. Άφησε όμως κάτι πιο πολύτιμο από έναν «τελικό πίνακα». Αφησε μια μνήμη μεθόδου. Να ρωτάς πρώτα τι μορφή θα επέβαλε τα δεδομένα που μετράς. Να δίνεις χρόνο στην υπόθεση, πριν βάλεις τον υπολογιστή να «ταιριάξει» καμπύλες. Να συνδέεις τα κατώφλια της φύσης, τις αναβαθμίδες, με τις κρυμμένες συμμετρίες. Να θεωρείς ότι η φύση προτιμά τις μορφές που κλείνουν, και μόνο εξ ανάγκης κατεβαίνει στο μερικό.
Η Προϋπόθεση της Προόδου
Τα μεγάλα μας σχήματα στον μικρόκοσμο και στην κοσμολογία, δουλεύουν θαυμάσια ως περιγραφές. Μένουν όμως περιοχές «σκοτεινές», που τις συμπληρώνουμε με αποθέματα. Αυτή είναι νόμιμη στρατηγική, αλλά δεν είναι τελική. Αντί να φορτώνουμε το πλοίο με βαρίδια για να μη γέρνει, ας ρωτήσουμε αν το σκαρί μας σχεδιάστηκε με το σωστό πλάτος. Η πυθαγόρεια παράδοση δεν προσφέρει «νέα νούμερα», προσφέρει νέο τρόπο να τα γεννήσουμε. Ο Πλάτων ζητά να ρυθμίσουμε τους έσω κύκλους μας με τους ουράνιους, ο Κέπλερ δείχνει πώς μεταφράζεται αυτό σε νόμο και ο Μουν το ψιθυρίζει μέσα στο πυρηνικό βάθος.
Αυτός ο τρόπος σκέψης έχει συνέπειες πέρα από την φυσική. Αλλάζει το ήθος της έρευνας, ξαναδίνει χώρο στην υποθετική φαντασία χωρίς να θυσιάζει την αυστηρότητα. Αλλάζει την παιδεία και διδάσκει τον νόμο ως πράξη ανακάλυψης, όχι ως λήμμα προς απομνημόνευση. Αλλάζει την πολιτική της γνώσης, περιορίζει την βιομηχανία εντυπωσιασμού και επαναφέρει ένα παλιό, αλλά πάντα νέο κριτήριο ποιότητας, το κατά πόσο δηλαδή ένα έργο μετακινεί τον ορίζοντα του δυνατού. Μια τέτοια στροφή δεν «ρίχνει» τα επιτεύγματα του Καθιερωμένου Προτύπου. Τα ελευθερώνει. Τους επιτρέπει να πάρουν νέα μορφή όταν τα δεδομένα το ζητήσουν, χωρίς να απαιτείται η σωτηρία τους με συνεχείς προσθήκες αόρατης μάζας και ενέργειας.
Και, ίσως το σημαντικότερο όλων, επουλώνει ένα ρήγμα που ταλαιπωρεί την νεωτερικότητα, την απόσχιση του αντικειμενικού από το υποκειμενικό. Η πυθαγόρεια στάση δεν ζητά να «μολύνει» τα πειράματα με συναισθήματα. Ζητά να αναγνωριστεί ότι ο νους που βλέπει αρμονία είναι ο ίδιος νους που παράγει επιστήμη. Ότι το αίσθημα της αναλογίας δεν είναι παραίσθηση, αλλά όργανο. Ότι «η μουσική των σφαιρών» είναι, τελικά, η μουσική του νου όταν αυτός συντονίζεται με τον κόσμο. Αν χαθεί αυτό, μένουμε με άψυχους λογισμούς που λειτουργούν μέχρι να πάψουν να λειτουργούν. Αν το ξαναβρούμε, η επιστήμη ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι από την φύση της, η τέχνη ανακάλυψης.
Δεν χρειάζεται να κηρύξουμε πόλεμο στα μοντέλα μας· χρειάζεται να τα αενστερνιστούμε λιγότερο από την αλήθεια. Να μην ξεχνάμε πως κάθε «αναβαθμίδα», κάθε κβάντο, κάθε κλείδωμα, κάθε ανώμαλη τιμή δεν είναι σφάλμα προς διόρθωση, αλλά υπόσχεση μορφής που περιμένει να αποκαλυφθεί. Αν ακούσουμε πάλι αυτή την υπόσχεση, ο δρόμος από τον «Τίμαιο» ως τον Κέπλερ και από εκεί ως τον Μουν δεν θα μοιάζει με ρομαντική παρένθεση, αλλά με σπονδυλική στήλη μιας επιστήμης που θυμάται γιατί γεννήθηκε. Για να βρίσκει, μέσα στην ροή των μεγεθών, τις μορφές που τα γεννούν. Και τότε οι επόμενες επαναστάσεις δεν θα έρθουν ως βίαιες ανατροπές, αλλά ως αναγνωρίσιμες συγχορδίες σε μια μουσική που ήδη παίζει, περιμένοντας να την μάθουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου