ΑΣΦΑΛΩΣ ΟΧΙ!
Η ιδέα τού να λειτουργούμε βάσει τού σεβασμού μας προς τη θρησκεία θυμίζει την εντολή τού μωσαϊκού νόμου: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Ας υποθέσουμε όμως, ότι ο πατέρας σου και η μητέρα σου είναι εγκληματίες. Δέν θα άξιζαν το σεβασμό σου. Θα πρέπει λοιπόν, να σεβόμαστε τους θρησκευόμενους ανθρώπους; Ναι, εφ’ όσον δέν είναι αντικοινωνικοί και δέν σκοπεύουν να επιβάλουν τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις στους άλλους.
Ωστόσο, ακόμη κι αν τους σεβόμαστε ως άτομα, που ζουν ευπρεπώς και δέν ενοχλούν τους συνανθρώπους τους, δέν μπορούμε να σεβόμαστε τις πεποιθήσεις τους. Η θρησκευτική πίστη, που σημαίνει ισχυρή πεποίθηση σε κάτι, παρά την απουσία απόδειξης, αποτελεί προδοσία τής ανθρώπινης ευφυίας, υπονομεύει την επιστημονική γνώση και την καλλιέργεια ήθους. Σε περίπτωση, που υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις για τα δόγματά τους, τότε δέν θα επρόκειτο για πίστη, αλλά για γνώση.
Θα πρέπει βεβαίως, να δείξουμε κάποια επιείκεια στους σκεπτικιστές τού μεσαίωνα, που ισχυρίζονταν, ότι σέβονταν το χριστιανισμό, προκειμένου να γλυτώσουν το κάψιμο στην πυρά και τους αποστάτες τού μουσουλμανισμού, οι οποίοι ζουν σε χώρες, όπου η έλλειψη πίστης στο μουσουλμανισμό θεωρείται βαρύ αδίκημα.
Εμείς όμως, που ζούμε σε μια σχετικά φιλελεύθερη κοινωνία, δέν έχουμε δικαιολογία. Για την ακρίβεια, εμείς έχουμε χρέος να στηρίξουμε τα θύματα τής θρησκευτικής καταπίεσης, όπου γης, βγαίνοντας από το «ευυπόληπτο» καβούκι μας και εκφράζοντας ευθαρσώς τις απόψεις μας. Η ελευθερία τού λόγου είναι πιο σημαντική από τον σεβασμό.
Ο σκεπτικισμός είναι ζήτημα ανάλογης βαρύτητας, διότι είναι η πύλη, που οδηγεί στην γνώση. Χωρίς όμως, την ελεύθερη εκφορά τού λόγου ούτε οι ιδέες των σκεπτικιστών διαδίδονται ούτε επιτυγχάνεται η ελεύθερη πρόσβαση στην γνώση.
Δέν μπορεί να υπάρχει πραγματική θρησκευτική ελευθερία χωρίς ελευθέρωση από τα δεσμά τής θρησκείας, πράγμα, που εμπίπτει στην αντίληψη περί ελεύθερου λόγου.
Όπως έγραψε ο Τζ. Σ. Μιλλ, καμμία ιδέα δέν μπορεί να καταξιωθεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων, αν δεν υπάρχει η δυνατότητα έκφρασης τής αντίθετης άποψης.
Στην έννοια τού ελεύθερου λόγου θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και το δικαίωμα των ανθρώπων να γελούν με τις παράλογες ιδέες. Πράγματι, το γελοίο –των σατιρικών καρτούνς τού Μωάμεθ συμπεριλαμβανομένων– αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό στοιχείο τής ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών σχετικά με οποιοδήποτε θέμα κι όχι μόνο όσον αφορά στην θρησκεία. Χωρίς αυτήν την ελεύθερη ανταλλαγή δέν θα υπήρχε πρόοδος στη γνώση και στην κοινωνία.
Οι απολυταρχικοί εξτρεμιστές οποιασδήποτε θρησκείας ή αίρεσης θέτουν την πίστη ως το πρωταρχικό ζητούμενο και αδιαφορούν παντελώς για την ελευθερία. Στην ημερησία διάταξη ακολουθούν η λογοκρισία και η βία. Σε μια κοινωνία, όπου κυριαρχεί η θρησκευτική ορθοδοξία, δέν υπάρχει θρησκευτική ελευθερία.
Παρεμπιπτόντως, το ξέσπασμα βίας, που προκλήθηκε από τα δανέζικα καρτούνς, σχεδιάστηκε από φανατικούς ισλαμιστές, οι οποίοι δημοσίευσαν σε μουσουλμανικές χώρες μια υπερβολική εκδοχή τους τέσσερις μήνες μετά την δημοσίευση των πρωτοτύπων.
Συζήτησα το θέμα με αρκετούς μετριοπαθείς μουσουλμάνους, οι οποίοι, ενώ σε γενικές γραμμές κατεδίκαζαν τη βία, προσέθεταν: «Οι άνθρωποι όμως, δέν πρέπει να προσβάλλουν την θρησκεία». Γιατί όχι; Κανείς δέν καταγγέλλει την διακωμώδηση των πολιτικών απόψεων, για τις οποίες δικαιούμαστε να προχωρήσουμε σε ελεύθερο διάλογο. Στην πραγματικότητα, αληθινός σεβασμός για τη θρησκεία θα επέτρεπε τον ελεύθερο διάλογο ούτως, ώστε να αναδειχθεί η αλήθεια. Προς το παρόν όμως, η θρησκεία γίνεται αποδεκτή ως θέσφατο και δεν υπάρχει περιθώριο για πραγματική έρευνα και ελεύθερο λόγο. Αυτό σημαίνει, ότι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι συνειδητοποιούν, ότι δέν μπορούν να σταθούν σε μια έλλογη συζήτηση.
Οι πολιτικοί και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί μάς λένε, ότι δέν είναι πολιτικώς ορθό να αποκαλούμε τους μουσουλμάνους, που προκάλεσαν τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου (7 Ιουλίου 2005), μουσουλμάνους τρομοκράτες. Όμως όλοι γνωρίζουμε, ότι ήταν μουσουλμάνοι και μάλιστα φανατικοί. Η πίστη τους, ότι τους μάρτυρες τού Αλλάχ περιμένει μία ευδαίμων μετά θάνατον ζωή, είναι μια άλλη πλευρά τού προβλήματος και από την στιγμή, που είναι ακλόνητη, εκείνο, που ίσως χρειαζόμαστε, είναι ένας Αγιατολλάχ, ο οποίος με τη βοήθεια τού Κορανίου θα τους πείσει, ότι οι βομβιστές αυτοκτονίας θα πάνε στην Κόλαση (ή ότι, τέλος πάντων, ο Παράδεισος ξέμεινε από παρθένες).
Αν και θα πρέπει να προσέξουμε να μήν στραφούμε εναντίον των φιλήσυχων μελών τής μουσουλμανικής βρετανικής κοινότητας, ωστόσο δέν θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πολιτική, που ακολούθησαν διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις στο παρελθόν. Για παράδειγμα, το 1989 οι ιμάμηδες επικήρυτταν επ’ αμοιβή μέσω του BBC τον Σαλμάν Ρουσντί κι όμως δέν διώχθηκαν για προτροπή σε έγκλημα.
Οι βομβιστές αυτοκτονίας τής 7ης Ιουλίου ήταν νεαροί μουσουλμάνοι, οι οποίοι γεννήθηκαν στη Μ. Βρεταννία, τρεις εκ των οποίων αναγνωρίσθηκαν αμέσως μετά τον θάνατό τους. Τουλάχιστον ένας από αυτούς συνήθιζε να πηγαίνει στο τζαμί τού Φίνσμπουρυ, όπου ο Αμπού Χαμζά έκανε επί οκτώ έτη κηρύγματα μίσους και βίας και προέτρεπε νέους άνδρες να διαπράξουν εγκλήματα (κάτι, το οποίο ήταν γνωστό στις Αρχές). Η Υπηρεσία Δίωξης άρχισε τις διαδικασίες ποινικής τού δίωξης μόλις το 2004 κι αυτό επειδή οι ΗΠΑ ζητούσαν την έκδοσή του στην χώρα τους, προκειμένου να δικαστεί για εκλήματα, που είχε διαπράξει εναντίον τους.
Είναι προφανές, ότι είναι αδύνατον να σεβόμαστε μια ιδεολογία, την οποία η λογική μας απορρίπτει ως πρόληψη, πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για επικίνδυνη πρόληψη. Κατά συνέπεια, πρέπει να υποκριθούμε, ότι σεβόμαστε τη θρησκεία χάρη τού «πολιτικώς ορθού». Όταν ιδεολογίες αυτού τού είδους, που παριστάνουμε, ότι σεβόμαστε, επιτρέπεται να εμφυτευθούν σε παιδιά, τα οποία ενδεχομένως να γίνουν βομβιστές αυτοκτονίας χάρη αυτών, τότε η υποκρισία μας μετατρέπεται σε συνενοχή στην ψυχική και πνευματική κακοποίηση των παιδιών, στην καταπίεση των γυναικών, ακόμη και προτροπή σε τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό είναι ένα έγκλημα, το οποίο διαπράττουν συστηματικά οι πολιτικοί μας χάρη των ψήφων. Ιδρύουν σχολεία, τα οποία προάγουν τη μύηση των παιδιών σε μια ορισμένη θρησκεία παρέχοντάς τους ταυτόχρονα κρατική υποστήριξη, ενώ οι ίδιοι ασπάζονται κάποιο άλλο δόγμα και είναι δέσμιοι άλλου είδους προλήψεων.
Μάς λένε, ότι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το Ισλάμ για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, τη Μαδρίτη και το Λονδίνο ούτε για τις βίαιες αντιδράσεις ορισμένων στη δημοσίευση των σκίτσων τού Μωάμεθ. Είναι σα να ισχυριζόμαστε, ότι ο χριστιανισμός δέν είχε καμμία σχέση με την Ιερά Εξέταση. Στο Ευαγγέλιο ο Ιησούς διαρκώς τονίζει, ότι το σωστό ταυτίζεται με την πίστη στο πρόσωπό του. Ο Θωμάς Ακυινάτης έλεγε, ότι «το να μήν πιστεύεις συνιστά τη μεγαλύτερη αμαρτία» και ουδείς διανοούνταν να το αμφισβητήσει. Είναι προφανές, ότι η Ιερά Εξέταση, οι σταυροφορίες, το κάψιμο των μαγισσών, των αιρετικών και των εβραίων - όλα είναι έργα τού χριστιανισμού. Η διενέργεια μαρτυρίων δέν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, πράξη κάποιων κακών ανθρώπων, που διασύρουν μια καλή θρησκεία. Η δίωξη των σκεπτικιστών απορρέει από το ότι οι χριστιανοί συνδέουν την πίστη με τη σωτηρία, ας μην αναφερθούμε στη φρικτή ιδέα, ότι ο θεός θα μπορούσε να τιμωρήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα για την μή πίστη μερικών.
Ο Μωάμεθ συνέχισε το «έργο» τού Ιησού και στο Κοράνιο υπάρχουν ακόμη περισσότερες μανιακές καταγγελίες περί μή πίστης απ’ ό,τι στην Καινή Διαθήκη. Επιπλέον, το Ισλάμ δέν κατάφερε να περιορίσει τα κρούσματα βίας και να δείξει τη μετριοπάθεια, που δείχνει ο χριστιανισμός τους τελευταίους δύο αιώνες. Οι ταλιμπάν, η Αλ Κάϊντα και η Μπάντρ Κόρμπς τού Ιράκ (την οποία διευθύνει το Ανώτατο Συμβούλιο Ισλαμικής Επανάστασης τής χώρας) είναι εξτρεμιστικά, αλλά ορθόδοξα κινήματα - γεννήματα τού Κορανίου, που υποτιμά τις γυναίκες και διατάσσει τους πιστούς του να κηρύξουν ιερό πόλεμο (τζιχάντ) ενάντια στους αιρετικούς και τους «απίστους». Οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι μπορεί να το θεωρήσουν ως παρερμηνεία - αλλά γιατί ο Αλλάχ ή ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, προκάλεσαν τέτοια σύγχυση; Ακόμη και οι δυο μεγαλύτερες σέκτες τού ισλαμισμού, οι σιίτες και οι σουνίτες, βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους στο Ιράκ, αλλά και αλλού.
Οι μουσουλμάνοι, μάς λένε, είναι πραγματικά ευαίσθητοι και πληγώνονται, όταν κάποιος κοροϊδεύει την θρησκεία τους. Ο θεός τους και υποτιθέμενος δημιουργός τους δέν διαθέτει κάποια αίσθηση τού χιούμορ; Το γέλιο δέν είναι δικό του δημιούργημα; Και μήπως είναι τόσο αδύναμος, ώστε να μήν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα αστείο, χωρίς να προστρέξουν προς υπεράσπισή του κάποιοι ιερωμένοι, οι οποίοι είναι ανίκανοι να αντιληφθούν τον οποιονδήποτε αστεϊσμό; Οι μουσουλμάνοι ισχυριζόμενοι, ότι είναι υπερευαίσθητοι κι ότι πληγώνονται από σκίτσα, αποκτούν προνόμια. Όλοι οφείλουν να τους μιλούν με ιδιαίτερη προσοχή και να τους αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιείκεια.
Είναι γεγονός, ότι στην Αγγλία υπάρχει νόμος κατά της βλασφημίας για την προστασία των δογμάτων τής Εκκλησίας τής Αγγλίας. Η αρχή τής ισότητας επιβάλλει την ισχύ αυτού τού νόμου και για τις άλλες θρησκείες. Σήμερα όμως, αποτελεί νεκρό γράμμα και η καλύτερη λύση θα ήταν να καταργηθεί, όπως άλλωστε έχει προτείνει η Νομική Επιτροπή επανειλημμένως και σε διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες όμως κωφεύουν. Τώρα όμως, η ιδέα τής βλασφημίας έχει μετονομασθεί σε ασέβεια των θρησκευτικών συναισθημάτων τού άλλου, πράγμα, που την έχει καταστήσει άτρωτη. Η τωρινή κυβέρνηση μάλιστα, προχώρησε στην ποινικοποίηση αυτής τής «ασέβειας» μετονομάζοντάς την σε «προτροπή σε θρησκευτικό μίσος» και ψηφίζοντας σχετικό νόμο.
Οι νόμοι βεβαίως, ψηφίζονται για την προστασία των ανθρώπων και υπάρχουν πλείστοι νόμοι γι’ αυτό τον σκοπό. Μέχρι τώρα, δέν είχαμε νόμους για την προστασία των ιδεών. Στις 20 Φεβρουαρίου, ο πάπας Βενέδικτος XVI έκανε έκκληση για αμοιβαίο σεβασμό των θρησκειών και των συμβόλων τους – μόνο, που παρέλειψε να ζητήσει ανάλογο σεβασμό και προς τους άθεους.
Υπό την πίεση των θρησκευτικών ηγετών και την κοινή τους βούληση για εξουσία το Συμβούλιο τής Ευρώπης εξετάζει τη θέσπιση νόμων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα Ηνωμένα Έθνη, που θα επιβάλλουν τον «σεβασμό των θρησκευτικών συναισθημάτων» παγκοσμίως.
Η εισαγωγή τής λέξης συναισθήματα στοχεύει σε μια επίφαση ανθρωπιάς. Οι έλλογοι όμως άνθρωποι δέν μπορούν να σέβονται τη θρησκεία –αν ενδιαφερόμαστε να υπερισχύσει η εντιμότητα τής υποκρισίας– και το να δείχνουμε ψευτοσεβασμό στις θρησκείες δέν θα ήταν μόνο ανέντιμο, αλλά θα επέτρεπε το θρίαμβο των προλήψεων και των προκαταλήψεων τού μεσαίωνα και την παράλληλη άρση των κοινωνικών και ατομικών ελευθεριών, που με τόσο κόπο και πόνο κατέκτησαν οι άνθρωποι τους τελευταίους αιώνες.
Εν κατακλείδι, αντί να είμαστε πρόθυμοι να περιορίσουμε την ελευθερία τού λόγου χάρη τού υποκριτικού σεβασμού προς τη θρησκεία, θα έπρεπε να περιορίσουμε το σεβασμό προς την θρησκεία χάρη τού ελεύθερου λόγου. Αυτό επιτάσσει η αναζήτηση τής αλήθειας και τής ελευθερίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου