Η διαπίστωση αυτή θα τροφοδοτήσει το ξεδίπλωμα της φιλοσοφικής έρευνας που οφείλει να λειτουργήσει επεξηγηματικά: «Η ψυχή, όμως, είναι αιτία και με τους τρεις τρόπους που ορίσαμε· γιατί αυτή είναι η πηγή της κίνησης, αυτή και ο σκοπός· και ακόμη, η ψυχή είναι αιτία ως η μορφή των έμψυχων σωμάτων» (415b 9-12).
Το δεδομένο ότι η ψυχή καθορίζει την κίνηση του σώματος είτε με την έννοια της επιθυμίας, που το δραστηριοποιεί, είτε με την έννοια των αλλαγών, που υφίσταται λόγω του χρόνου (και οι αλλαγές στη μορφή εμπεριέχονται στην έννοια της αριστοτελικής κίνησης) είναι κατανοητό, αφού η ψυχή αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξης καθορίζοντας όλα τα στάδια της ανάπτυξης και όλες της προτροπές της βούλησης. Αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί είναι η τελευταία φράση «η ψυχή είναι αιτία ως η μορφή των έμψυχων σωμάτων».
Ότι το σώμα αποτελεί την ύλη που θα δώσει τις δυνατότητες είναι φανερό από τη διευκρίνιση των όρων δυνάμει-ενεργεία. Το δυνάμει σχετίζεται με την ύλη και προσδιορίζει τις δυνατότητες εξέλιξης που υπάρχουν στη φύση της. Για παράδειγμα το μάρμαρο είναι δυνάμει άγαλμα. Όμως, η δυνατότητα δε συνιστά εγγύηση πραγμάτωσης. Το μάρμαρο μπορεί να σπάσει και τελικά να πεταχτεί στα σκουπίδια. Η πραγμάτωση εξασφαλίζεται από το ενεργεία, δηλαδή την πράξη της υλικής μετεξέλιξης, που προϋποθέτει τον καλλιτέχνη που θα φιλοτεχνήσει το μάρμαρο αποδίδοντας την τελική αγαλμάτινη μορφή.
Από αυτή την άποψη, η μορφή αποτελεί την υλοποίηση της δυνατότητας, δηλαδή τη μετάβαση της ύλης σε αυτό που εκ των προτέρων είχε καθοριστεί ως τελικός της προορισμός. Είναι σαφές ότι η μορφή τίθεται ως εντελέχεια της ύλης που πρέπει να περάσει από το δυνάμει στο ενεργεία προκειμένου να την επιτύχει.
Τοποθετώντας το ζήτημα της σχέσης του σώματος με την ψυχή σε αυτά τα πρότυπα ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Ότι είναι αιτία ως μορφή είναι φανερό· γιατί για όλα τα όντα αιτία που υπάρχουν είναι η υπόσταση και για τα ζωντανά όντα ό,τι συνιστά την ύπαρξή τους είναι η ζωή, ενώ για τη ζωή τους αιτία και αρχή είναι η ψυχή» (415b 12-14).
Η αποδοχή ότι η ψυχή είναι η κινητήριος δύναμη του σώματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για ποια είναι η αιτία και η αρχή της ζωής. Όσο κι αν η ζωή, με την έννοια της υπόστασης, τίθεται ως αιτία της ύπαρξης όλων των όντων, είναι φανερό ότι από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει εντελέχεια χωρίς να προσδιοριστεί το περιεχόμενο που θα την καθορίσει. Και ο καθορισμός του περιεχομένου της ύπαρξης, κυρίως για τον άνθρωπο που κατέχει την υψηλότερη εκδοχή της λογικής, είναι θέμα ψυχής.
Γι’ αυτό η ψυχή τίθεται ως «αιτία και αρχή» της ζωής. Η αριστοτελική εντελέχεια είναι και πάλι στο προσκήνιο: «Επιπλέον, μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας είναι η εντελέχεια» (415b 15). Αυτός είναι και ο λόγος που η ψυχή, ως μορφή της σωματικής ύλης, αποτελεί την εντελέχειά της. Το σώμα δίνει όλες τις δυνατότητες. Η ψυχή θα καθορίσει την ενεργοποίησή τους.
Γι’ αυτό και η ψυχή δεν είναι μόνο αιτία, αλλά και σκοπός: «Είναι φανερό ότι η ψυχή είναι αιτία και ως σκοπός· γιατί, όπως ακριβώς ο νους ενεργεί στοχεύοντας ένα πράγμα, με τον ίδιο τρόπο ενεργεί και η φύση, και το πράγμα είναι γι’ αυτή σκοπός. Ένας τέτοιος σκοπός μέσα στα ζώα είναι η ψυχή, και αυτό σύμφωνα με τη φύση· γιατί όλα τα φυσικά σώματα είναι όργανα της ψυχής –όπως ακριβώς τα σώματα των ζώων, έτσι και εκείνα των φυτών– επειδή υπάρχουν για την ψυχή» (415b 15-21).
Η ψυχή είναι εκείνη που θα καθορίσει το σκοπό και την κίνηση του σώματος, δηλαδή το νόημα της ύπαρξής του. Με δεδομένο ότι η εντελέχεια κάθε πράγματος είναι ο τελικός στόχος τον οποίο υπηρετεί, είναι σαφές ότι το σώμα τίθεται αμετάκλητα στην υπηρεσία της ψυχής, αφού υπάρχει για να υπηρετήσει τις επιταγές της. Όπως οτιδήποτε αποκοπεί από την τελεολογική του αποστολή στερείται υπαρξιακής υπόστασης (το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, αφού δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο έχει πλαστεί), έτσι και το σώμα είναι αδύνατο να νοηθεί έξω από την εκπλήρωση των ψυχικών υποδείξεων που θα οδηγήσουν στην ολοκλήρωσή του.
Ακόμη και η σωματική ανάπτυξη (αύξηση) και η παρακμή (αλλοίωση) έχουν ως βάση την ψυχή: «Και η αλλοίωση και η αύξηση, οφείλονται επίσης στην ψυχή· γιατί η αίσθηση, πράγματι, είναι φαίνεται κάποια αλλοίωση και τίποτα δεν αισθάνεται που δεν έχει ψυχή. Το ίδιο ισχύει και για την αύξηση και για την παρακμή· γιατί τίποτε που δεν τρέφεται δεν παρακμάζει ούτε αναπτύσσεται φυσικά και τίποτε δεν τρέφεται που δε μετέχει στη ζωή» (415b 23-28).
Το ότι τίποτε δεν αναπτύσσεται ή δεν φθείρεται όταν δεν έχει ζωή κρίνεται μάλλον ελεγχόμενο, αφού και ο βράχος μπορεί να μεγαλώσει ή να διαλυθεί ανάλογα με τις προσμίξεις του εδάφους, τις καιρικές συνθήκες, την υγρασία κτλ. Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει άψυχη ύλη που να μην παρακμάζει με το πέρασμα του χρόνου. Από αυτή την άποψη, το ζήτημα της αύξησης ή της παρακμής του σώματος προφανώς δεν καθορίζεται τόσο από την ψυχή. Ο μεσήλικας, όσο νέος κι αν νιώθει στην ψυχή του, δε θα αποφύγει τη σωματική φθορά που θα καταδείξει την ηλικία του. Το ότι ο μαρασμός της ψυχής μπορεί να έχει και σωματικές προεκτάσεις, ως ψυχοσωματική εκδήλωση, δεν αναιρεί τη φυσική παρακμάζουσα πορεία του σώματος που θα επέλθει ανεξάρτητα από την ψυχή με το πέρασμα του χρόνου.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει ξεκάθαρα στην ψυχή τόσο τη γέννηση, όσο και την αύξηση ή αλλοίωση των όντων και αυτός είναι ο λόγος που διαφωνεί με τον Εμπεδοκλή: «Ο Εμπεδοκλής δε μίλησε σωστά, όταν προσέθεσε ότι τα φυτά απλώνοντας ρίζες αναπτύσσονται προς τα κάτω, επειδή η γη έχει από τη φύση την κατεύθυνση αυτή, και προς τα πάνω, επειδή το ίδιο κάνει η φωτιά» (415b 29-30 και 416a 1-2).
Η άποψη του Εμπεδοκλή ότι τα φυτά συναποτελούνται από τη γη και τη φωτιά βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, ακριβώς επειδή δε συμπεριλαμβάνεται ο ρόλος της ψυχής. Ο Εμπεδοκλής ερμηνεύει τη φυτική ύπαρξη με τρόπο εντελώς μηχανιστικό, αφού όλα επαφίενται στην πρωταρχική ύλη που τα διαπλάθει. Αποτελούμενα από χώμα έχουν την τάση να αναπτύσσουν ρίζες, καθώς η γη τα ωθεί προς τα κάτω, και ταυτόχρονα αποτελούμενα και από φωτιά έχουν την τάση να απλώνουν κλαδιά προς τον ουρανό, αφού η φωτιά προσδίδει την τάση να κινούνται προς τα πάνω. Η παντελής έλλειψη της ψυχικής παρουσίας που ως εντελέχεια του σώματος (αριστοτελικά μιλώντας) καθορίζει και την αύξηση και την αλλοίωσή τους καθιστά σαφείς και τις αντιρρήσεις.
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «δεν κατανοεί σωστά» (ο Εμπεδοκλής εννοείται) «το πάνω και το κάτω· αφού το πάνω και το κάτω δεν είναι το ίδιο για όλα τα όντα και για το σύμπαν, αλλά ό,τι είναι η κεφαλή για τα ζώα, αυτό είναι οι ρίζες για τα φυτά, αν βέβαια πρέπει να διακρίνουμε και να ταυτίσουμε τα όργανα με βάση τις λειτουργίες τους» (416a 2-6).
Όμως, η κύρια αριστοτελική αντίρρηση δεν αφορά τη διαφορετικότητα στην εκδοχή του πάνω και του κάτω. Το ζήτημα είναι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό: «Κοντά σε αυτά, όμως, τι είναι αυτό που συνέχει τη φωτιά και τη γη, που τείνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις; Γιατί θα διασπασθούν, αν δεν υπάρχει κάτι να τα εμποδίσει· αν όμως υπάρχει, αυτό είναι η ψυχή, και η αιτία για την ανάπτυξη και τη θρέψη» (416a 6-9).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ρόλος και η λειτουργία της ψυχής που έχει τη δύναμη να ενώνει τα συστατικά της ύλης διαμορφώνοντας το ενιαίο της υπόστασης. Το θέμα δεν αφορά τόσο το αν πράγματι τα φυτά αποτελούνται από χώμα και φωτιά, όσο τον καθορισμό της δύναμης εκείνης που καταφέρνει το συνταίριασμά τους. Αποδεχόμενοι ότι δεν μπορεί να υπάρχει άλλη εκδοχή, που να ερμηνεύει τη μεγαλειώδη αυτή ζωογόνα ένωση, από την παρουσία της ψυχής γίνεται αντιληπτό ότι η ψυχή είναι η δύναμη που δημιουργεί τη ζωή έχοντας ως μέσα-εργαλεία τα στοιχεία που θα συναποτελέσουν το σώμα. Με άλλα λόγια, η ύλη, ως χώμα και φωτιά, δημιουργεί τα φυτά εκπληρώνοντας τη φυσική της αποστολή, δηλαδή την εντελέχεια που της είχε οριστεί από τη φύση ή αλλιώς την ψυχή που έχει τη δύναμη να τη φέρει στην τέλεια κατάστασή της και να εκπληρώσει το έργο για το οποίο είναι πλασμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η θρέψη δεν είναι παρά το μέσο που θα συντηρήσει την ύλη, ώστε να συνεχίσει να υφίσταται διατηρώντας τα χαρακτηριστικά που αρμόζουν στην έμβια κατάσταση. Η αύξηση και η αναπαραγωγή της είναι επίσης ζήτημα της ψυχής: «Κάποιοι, όμως, θεωρούν ότι η φύση της φωτιάς είναι η μόνη αιτία για τη θρέψη και την ανάπτυξη· γιατί μόνο αυτή από τα σώματα ή τα στοιχεία φαίνεται να θρέφεται και να αναπτύσσεται. Γι’ αυτό και μέσα στα φυτά και στα ζώα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι αυτή είναι εκείνο που ενεργεί. Εκείνη, όμως, είναι κατά κάποιο τρόπο συναίτιο κι όχι απόλυτη αιτία, που περισσότερο είναι η ψυχή· γιατί η αύξηση της φωτιάς είναι απεριόριστη, όσο υπάρχει κάτι για να καεί, ενώ εκείνα που η σύστασή τους είναι φυσική, όλα έχουν ένα όριο και μια αναλογία στο μέγεθος και την αύξηση· αυτά, όμως, οφείλονται στην ψυχή κι όχι στη φωτιά και στη μορφή περισσότερο παρά στην ύλη» (416a 10-19).
Το γεγονός ότι η φωτιά τρέφεται και αυξάνεται με τρόπο απεριόριστο σε αντίθεση με συγκεκριμένα σωματικά όρια ανάπτυξης καθιστά σαφές ότι ούτε η τροφή ούτε η αύξηση οφείλονται στη φωτιά. Τα πάντα καθορίζει η ψυχή ως εντελέχεια του σώματος. Η ύλη μπορεί να δίνει τις δυνατότητες, όμως η μορφή είναι που θα καθορίσει όλα τα περαιτέρω.
Η θρέψη και η γέννηση αφορούν την ψυχή και καθορίζονται από αυτή: «Επειδή, όμως, για τη θρέψη και τη γέννηση υπάρχει η ίδια ικανότητα της ψυχής, πρώτα είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για τη θρέψη· γιατί η συγκεκριμένη ικανότητα προσδιορίζεται ως προς τις άλλες με τη λειτουργία της αυτή. Νομίζουν, λοιπόν, πως το αντίθετο είναι τροφή για το αντίθετό του κι όχι οποιοδήποτε για οποιοδήποτε, αλλά ότι αυτό συμβαίνει με όσα αντίθετα δεν οφείλουν μόνο τη γέννησή τους το ένα στο άλλο, αλλά και την ανάπτυξη· γιατί πολλά προέρχονται το ένα από το άλλο, αλλά δεν είναι όλα ποσότητες· όπως για παράδειγμα η υγεία που προέρχεται από την ασθένεια. Φαίνεται, όμως, πως ούτε εκείνα τα αντίθετα είναι με τον ίδιο τρόπο τροφή το ένα για το άλλο» (416a 20-28).
Η εκδοχή που ορίζει ως τροφή για κάποιο ον κάτι που είναι αντίθετό του δεν είναι απολύτως ορθή, αφού όλες οι τροφές, ακόμη κι αν βασίζονται σε διαφορετική γέννηση δεν μπορούν να είναι αντίθετες (τουλάχιστον με τρόπο απόλυτο) ως προς την ανάπτυξη. Το ότι κάθε ον δεν μπορεί να φάει οτιδήποτε κι ότι άλλο ορίζεται ως τροφή για ένα ον κι άλλο για άλλο, κρίνεται δεδομένο.
Τα κριτήρια, όμως, που ορίζουν την τροφή κάθε όντος δεν μπορούν να τεθούν με τρόπο απόλυτο, αφού μια τέτοια ερμηνεία δε θα μπορούσε παρά να λειτουργήσει ισοπεδωτικά. Πράγματι, ένα ον είναι δύσκολο να τρέφεται με όμοιά του, αν και στη φύση αυτό δεν αποκλείεται, ωστόσο αυτό δε συνεπάγεται την αντίληψη ότι τρέφεται με τα αντίθετα.
Από την άλλη, υπάρχει και η αντίθετη άποψη που διατυπώνεται κυρίως από τον Εμπεδοκλή και το Δημόκριτο: «άλλοι υποστηρίζουν ότι το όμοιο τρέφεται, όπως και αναπτύσσεται, με το όμοιο» (416a31-32). Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα αφορά τον τρόπο που εκλαμβάνει κανείς την τροφή: «Έχει διαφορά αν τροφή είναι αυτό που προστίθεται τελευταίο ή πρώτο. Αν, όμως, και τα δύο είναι τροφή, αλλά η μία αχώνευτη και η άλλη χωνευμένη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θρέψη γίνεται και με τους δύο τρόπους· γιατί, όταν η τροφή είναι αχώνευτη, το αντίθετο, ενώ όταν είναι χωνευμένη το όμοιο τρέφεται με το όμοιο. Ώστε είναι φανερό ότι και οι δύο κατά κάποιον τρόπο έχουν και δεν έχουν δίκιο» (416b 4-10).
Η αριστοτελική παρατήρηση που διαχωρίζει τη χωνευμένη από την αχώνευτη τροφή αποδίδοντας εν μέρει δίκιο (ή άδικο) και στις δύο απόψεις δεν αφορά μόνο στην απόλυτη λεπτολόγηση του ζητήματος που, όπως όλα τα ζητήματα πρέπει να διερευνηθεί απολύτως διεξοδικά, αλλά και στην αντίληψη ότι η χώνεψη της τροφής της αλλάζει υπόσταση καθιστώντας την όμοια με τον οργανισμό που την έχει χωνέψει. Με άλλα λόγια, μια ανόμοια τροφή πριν φαγωθεί και χωνευτεί, γίνεται όμοια αμέσως μετά τις λειτουργίες αυτές καθιστώντας σαφές ότι ο οργανισμός συντηρείται και αυξάνεται αφομοιώνοντας την ξένη ύλη (τροφή), μετατρέποντας δηλαδή το ξένο σε οικείο.
Το βέβαιο είναι ότι το ζήτημα της θρέψης αφορά μόνο τα έμψυχα όντα: «Επειδή, όμως, τίποτα δεν τρέφεται που δε μετέχει στη ζωή, έμψυχο πρέπει να είναι το σώμα που τρέφεται» (416b 10-11). Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Άλλη, όμως, είναι η ουσία της τροφής και άλλη του αυξητικού· γιατί, όταν πάρουμε το έμψυχο ως ποσότητα, το τρόφιμο παρέχει την αύξηση· όταν, όμως, το πάρουμε ως συγκεκριμένο πράγμα και υπόσταση, το τρόφιμο είναι τροφή· γιατί η θρέψη διατηρεί την υπόσταση του εμψύχου και αυτό υπάρχει όσο καιρό τρέφεται· και η τροφή προκαλεί τη γέννηση όχι εκείνου που τρέφεται, αλλά ενός άλλου, που είναι σαν κι αυτό που τρέφεται· γιατί ήδη η δική του υπόσταση υπάρχει και τίποτε δε γεννά το ίδιο τον εαυτό του, αλλά τον διατηρεί. Ώστε η αρχή αυτή της ψυχής είναι μια ικανότητα που διατηρεί αυτό που την έχει τέτοιο που είναι, ενώ η τροφή την καθιστά έτοιμη να λειτουργήσει. Γι’ αυτό, όταν το ον στερηθεί την τροφή, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει» (416b13-21).
Το ότι μπορεί να υπάρξει ον που αναπαράγεται με διχοτόμηση αναιρώντας την άποψη του Αριστοτέλη ότι τίποτε δεν γεννά τον εαυτό του και το ότι δεν τρέφεται μόνο αυτό που γεννάει αλλά και το έμβρυο που κυοφορείται (μέσω της θρέψης του όντος που το κυοφορεί) δεν αλλάζει την ουσία της αριστοτελικής αντίληψης που εκλαμβάνει την τροφή ως εργαλείο (καύσιμο) που συντηρεί την ύπαρξη, δηλαδή της δίνει τη δυνατότητα να λειτουργήσει κι όχι ως ικανότητα για ζωή, που οπωσδήποτε οφείλεται στην ψυχή. Η ψυχή δίνει τη δύναμη της ζωής ως εντελέχεια του σώματος και η τροφή είναι το καύσιμο που εξασφαλίζει την επιβίωση, με τον ίδιο τρόπο που η βενζίνη είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του αυτοκινήτου, αλλά η ικανότητα της κίνησης οφείλεται στον κινητήρα.
Αυτό που μένει είναι η διερεύνηση και ο καθορισμός της πρωταρχικής ψυχής: «Επειδή, όμως, όλα είναι σωστό να τα χαρακτηρίζουμε από το σκοπό τους κι εδώ ο σκοπός είναι κάτι να γεννήσει ένα ον ίδιο με τον εαυτό του, η πρωταρχική ψυχή θα ήταν αυτή που μπορεί να γεννήσει ένα ον ίδιο με εκείνο που την έχει» (416b 24-27).
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Το δεδομένο ότι η ψυχή καθορίζει την κίνηση του σώματος είτε με την έννοια της επιθυμίας, που το δραστηριοποιεί, είτε με την έννοια των αλλαγών, που υφίσταται λόγω του χρόνου (και οι αλλαγές στη μορφή εμπεριέχονται στην έννοια της αριστοτελικής κίνησης) είναι κατανοητό, αφού η ψυχή αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξης καθορίζοντας όλα τα στάδια της ανάπτυξης και όλες της προτροπές της βούλησης. Αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί είναι η τελευταία φράση «η ψυχή είναι αιτία ως η μορφή των έμψυχων σωμάτων».
Ότι το σώμα αποτελεί την ύλη που θα δώσει τις δυνατότητες είναι φανερό από τη διευκρίνιση των όρων δυνάμει-ενεργεία. Το δυνάμει σχετίζεται με την ύλη και προσδιορίζει τις δυνατότητες εξέλιξης που υπάρχουν στη φύση της. Για παράδειγμα το μάρμαρο είναι δυνάμει άγαλμα. Όμως, η δυνατότητα δε συνιστά εγγύηση πραγμάτωσης. Το μάρμαρο μπορεί να σπάσει και τελικά να πεταχτεί στα σκουπίδια. Η πραγμάτωση εξασφαλίζεται από το ενεργεία, δηλαδή την πράξη της υλικής μετεξέλιξης, που προϋποθέτει τον καλλιτέχνη που θα φιλοτεχνήσει το μάρμαρο αποδίδοντας την τελική αγαλμάτινη μορφή.
Από αυτή την άποψη, η μορφή αποτελεί την υλοποίηση της δυνατότητας, δηλαδή τη μετάβαση της ύλης σε αυτό που εκ των προτέρων είχε καθοριστεί ως τελικός της προορισμός. Είναι σαφές ότι η μορφή τίθεται ως εντελέχεια της ύλης που πρέπει να περάσει από το δυνάμει στο ενεργεία προκειμένου να την επιτύχει.
Τοποθετώντας το ζήτημα της σχέσης του σώματος με την ψυχή σε αυτά τα πρότυπα ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Ότι είναι αιτία ως μορφή είναι φανερό· γιατί για όλα τα όντα αιτία που υπάρχουν είναι η υπόσταση και για τα ζωντανά όντα ό,τι συνιστά την ύπαρξή τους είναι η ζωή, ενώ για τη ζωή τους αιτία και αρχή είναι η ψυχή» (415b 12-14).
Η αποδοχή ότι η ψυχή είναι η κινητήριος δύναμη του σώματος δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για ποια είναι η αιτία και η αρχή της ζωής. Όσο κι αν η ζωή, με την έννοια της υπόστασης, τίθεται ως αιτία της ύπαρξης όλων των όντων, είναι φανερό ότι από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει εντελέχεια χωρίς να προσδιοριστεί το περιεχόμενο που θα την καθορίσει. Και ο καθορισμός του περιεχομένου της ύπαρξης, κυρίως για τον άνθρωπο που κατέχει την υψηλότερη εκδοχή της λογικής, είναι θέμα ψυχής.
Γι’ αυτό η ψυχή τίθεται ως «αιτία και αρχή» της ζωής. Η αριστοτελική εντελέχεια είναι και πάλι στο προσκήνιο: «Επιπλέον, μορφή του όντος που υπάρχει σε κατάσταση δυνατότητας είναι η εντελέχεια» (415b 15). Αυτός είναι και ο λόγος που η ψυχή, ως μορφή της σωματικής ύλης, αποτελεί την εντελέχειά της. Το σώμα δίνει όλες τις δυνατότητες. Η ψυχή θα καθορίσει την ενεργοποίησή τους.
Γι’ αυτό και η ψυχή δεν είναι μόνο αιτία, αλλά και σκοπός: «Είναι φανερό ότι η ψυχή είναι αιτία και ως σκοπός· γιατί, όπως ακριβώς ο νους ενεργεί στοχεύοντας ένα πράγμα, με τον ίδιο τρόπο ενεργεί και η φύση, και το πράγμα είναι γι’ αυτή σκοπός. Ένας τέτοιος σκοπός μέσα στα ζώα είναι η ψυχή, και αυτό σύμφωνα με τη φύση· γιατί όλα τα φυσικά σώματα είναι όργανα της ψυχής –όπως ακριβώς τα σώματα των ζώων, έτσι και εκείνα των φυτών– επειδή υπάρχουν για την ψυχή» (415b 15-21).
Η ψυχή είναι εκείνη που θα καθορίσει το σκοπό και την κίνηση του σώματος, δηλαδή το νόημα της ύπαρξής του. Με δεδομένο ότι η εντελέχεια κάθε πράγματος είναι ο τελικός στόχος τον οποίο υπηρετεί, είναι σαφές ότι το σώμα τίθεται αμετάκλητα στην υπηρεσία της ψυχής, αφού υπάρχει για να υπηρετήσει τις επιταγές της. Όπως οτιδήποτε αποκοπεί από την τελεολογική του αποστολή στερείται υπαρξιακής υπόστασης (το κομμένο χέρι δεν είναι χέρι, αφού δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο έχει πλαστεί), έτσι και το σώμα είναι αδύνατο να νοηθεί έξω από την εκπλήρωση των ψυχικών υποδείξεων που θα οδηγήσουν στην ολοκλήρωσή του.
Ακόμη και η σωματική ανάπτυξη (αύξηση) και η παρακμή (αλλοίωση) έχουν ως βάση την ψυχή: «Και η αλλοίωση και η αύξηση, οφείλονται επίσης στην ψυχή· γιατί η αίσθηση, πράγματι, είναι φαίνεται κάποια αλλοίωση και τίποτα δεν αισθάνεται που δεν έχει ψυχή. Το ίδιο ισχύει και για την αύξηση και για την παρακμή· γιατί τίποτε που δεν τρέφεται δεν παρακμάζει ούτε αναπτύσσεται φυσικά και τίποτε δεν τρέφεται που δε μετέχει στη ζωή» (415b 23-28).
Το ότι τίποτε δεν αναπτύσσεται ή δεν φθείρεται όταν δεν έχει ζωή κρίνεται μάλλον ελεγχόμενο, αφού και ο βράχος μπορεί να μεγαλώσει ή να διαλυθεί ανάλογα με τις προσμίξεις του εδάφους, τις καιρικές συνθήκες, την υγρασία κτλ. Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχει άψυχη ύλη που να μην παρακμάζει με το πέρασμα του χρόνου. Από αυτή την άποψη, το ζήτημα της αύξησης ή της παρακμής του σώματος προφανώς δεν καθορίζεται τόσο από την ψυχή. Ο μεσήλικας, όσο νέος κι αν νιώθει στην ψυχή του, δε θα αποφύγει τη σωματική φθορά που θα καταδείξει την ηλικία του. Το ότι ο μαρασμός της ψυχής μπορεί να έχει και σωματικές προεκτάσεις, ως ψυχοσωματική εκδήλωση, δεν αναιρεί τη φυσική παρακμάζουσα πορεία του σώματος που θα επέλθει ανεξάρτητα από την ψυχή με το πέρασμα του χρόνου.
Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει ξεκάθαρα στην ψυχή τόσο τη γέννηση, όσο και την αύξηση ή αλλοίωση των όντων και αυτός είναι ο λόγος που διαφωνεί με τον Εμπεδοκλή: «Ο Εμπεδοκλής δε μίλησε σωστά, όταν προσέθεσε ότι τα φυτά απλώνοντας ρίζες αναπτύσσονται προς τα κάτω, επειδή η γη έχει από τη φύση την κατεύθυνση αυτή, και προς τα πάνω, επειδή το ίδιο κάνει η φωτιά» (415b 29-30 και 416a 1-2).
Η άποψη του Εμπεδοκλή ότι τα φυτά συναποτελούνται από τη γη και τη φωτιά βρίσκει αντίθετο τον Αριστοτέλη, ακριβώς επειδή δε συμπεριλαμβάνεται ο ρόλος της ψυχής. Ο Εμπεδοκλής ερμηνεύει τη φυτική ύπαρξη με τρόπο εντελώς μηχανιστικό, αφού όλα επαφίενται στην πρωταρχική ύλη που τα διαπλάθει. Αποτελούμενα από χώμα έχουν την τάση να αναπτύσσουν ρίζες, καθώς η γη τα ωθεί προς τα κάτω, και ταυτόχρονα αποτελούμενα και από φωτιά έχουν την τάση να απλώνουν κλαδιά προς τον ουρανό, αφού η φωτιά προσδίδει την τάση να κινούνται προς τα πάνω. Η παντελής έλλειψη της ψυχικής παρουσίας που ως εντελέχεια του σώματος (αριστοτελικά μιλώντας) καθορίζει και την αύξηση και την αλλοίωσή τους καθιστά σαφείς και τις αντιρρήσεις.
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «δεν κατανοεί σωστά» (ο Εμπεδοκλής εννοείται) «το πάνω και το κάτω· αφού το πάνω και το κάτω δεν είναι το ίδιο για όλα τα όντα και για το σύμπαν, αλλά ό,τι είναι η κεφαλή για τα ζώα, αυτό είναι οι ρίζες για τα φυτά, αν βέβαια πρέπει να διακρίνουμε και να ταυτίσουμε τα όργανα με βάση τις λειτουργίες τους» (416a 2-6).
Όμως, η κύρια αριστοτελική αντίρρηση δεν αφορά τη διαφορετικότητα στην εκδοχή του πάνω και του κάτω. Το ζήτημα είναι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό: «Κοντά σε αυτά, όμως, τι είναι αυτό που συνέχει τη φωτιά και τη γη, που τείνουν σε αντίθετες κατευθύνσεις; Γιατί θα διασπασθούν, αν δεν υπάρχει κάτι να τα εμποδίσει· αν όμως υπάρχει, αυτό είναι η ψυχή, και η αιτία για την ανάπτυξη και τη θρέψη» (416a 6-9).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ρόλος και η λειτουργία της ψυχής που έχει τη δύναμη να ενώνει τα συστατικά της ύλης διαμορφώνοντας το ενιαίο της υπόστασης. Το θέμα δεν αφορά τόσο το αν πράγματι τα φυτά αποτελούνται από χώμα και φωτιά, όσο τον καθορισμό της δύναμης εκείνης που καταφέρνει το συνταίριασμά τους. Αποδεχόμενοι ότι δεν μπορεί να υπάρχει άλλη εκδοχή, που να ερμηνεύει τη μεγαλειώδη αυτή ζωογόνα ένωση, από την παρουσία της ψυχής γίνεται αντιληπτό ότι η ψυχή είναι η δύναμη που δημιουργεί τη ζωή έχοντας ως μέσα-εργαλεία τα στοιχεία που θα συναποτελέσουν το σώμα. Με άλλα λόγια, η ύλη, ως χώμα και φωτιά, δημιουργεί τα φυτά εκπληρώνοντας τη φυσική της αποστολή, δηλαδή την εντελέχεια που της είχε οριστεί από τη φύση ή αλλιώς την ψυχή που έχει τη δύναμη να τη φέρει στην τέλεια κατάστασή της και να εκπληρώσει το έργο για το οποίο είναι πλασμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η θρέψη δεν είναι παρά το μέσο που θα συντηρήσει την ύλη, ώστε να συνεχίσει να υφίσταται διατηρώντας τα χαρακτηριστικά που αρμόζουν στην έμβια κατάσταση. Η αύξηση και η αναπαραγωγή της είναι επίσης ζήτημα της ψυχής: «Κάποιοι, όμως, θεωρούν ότι η φύση της φωτιάς είναι η μόνη αιτία για τη θρέψη και την ανάπτυξη· γιατί μόνο αυτή από τα σώματα ή τα στοιχεία φαίνεται να θρέφεται και να αναπτύσσεται. Γι’ αυτό και μέσα στα φυτά και στα ζώα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι αυτή είναι εκείνο που ενεργεί. Εκείνη, όμως, είναι κατά κάποιο τρόπο συναίτιο κι όχι απόλυτη αιτία, που περισσότερο είναι η ψυχή· γιατί η αύξηση της φωτιάς είναι απεριόριστη, όσο υπάρχει κάτι για να καεί, ενώ εκείνα που η σύστασή τους είναι φυσική, όλα έχουν ένα όριο και μια αναλογία στο μέγεθος και την αύξηση· αυτά, όμως, οφείλονται στην ψυχή κι όχι στη φωτιά και στη μορφή περισσότερο παρά στην ύλη» (416a 10-19).
Το γεγονός ότι η φωτιά τρέφεται και αυξάνεται με τρόπο απεριόριστο σε αντίθεση με συγκεκριμένα σωματικά όρια ανάπτυξης καθιστά σαφές ότι ούτε η τροφή ούτε η αύξηση οφείλονται στη φωτιά. Τα πάντα καθορίζει η ψυχή ως εντελέχεια του σώματος. Η ύλη μπορεί να δίνει τις δυνατότητες, όμως η μορφή είναι που θα καθορίσει όλα τα περαιτέρω.
Η θρέψη και η γέννηση αφορούν την ψυχή και καθορίζονται από αυτή: «Επειδή, όμως, για τη θρέψη και τη γέννηση υπάρχει η ίδια ικανότητα της ψυχής, πρώτα είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για τη θρέψη· γιατί η συγκεκριμένη ικανότητα προσδιορίζεται ως προς τις άλλες με τη λειτουργία της αυτή. Νομίζουν, λοιπόν, πως το αντίθετο είναι τροφή για το αντίθετό του κι όχι οποιοδήποτε για οποιοδήποτε, αλλά ότι αυτό συμβαίνει με όσα αντίθετα δεν οφείλουν μόνο τη γέννησή τους το ένα στο άλλο, αλλά και την ανάπτυξη· γιατί πολλά προέρχονται το ένα από το άλλο, αλλά δεν είναι όλα ποσότητες· όπως για παράδειγμα η υγεία που προέρχεται από την ασθένεια. Φαίνεται, όμως, πως ούτε εκείνα τα αντίθετα είναι με τον ίδιο τρόπο τροφή το ένα για το άλλο» (416a 20-28).
Η εκδοχή που ορίζει ως τροφή για κάποιο ον κάτι που είναι αντίθετό του δεν είναι απολύτως ορθή, αφού όλες οι τροφές, ακόμη κι αν βασίζονται σε διαφορετική γέννηση δεν μπορούν να είναι αντίθετες (τουλάχιστον με τρόπο απόλυτο) ως προς την ανάπτυξη. Το ότι κάθε ον δεν μπορεί να φάει οτιδήποτε κι ότι άλλο ορίζεται ως τροφή για ένα ον κι άλλο για άλλο, κρίνεται δεδομένο.
Τα κριτήρια, όμως, που ορίζουν την τροφή κάθε όντος δεν μπορούν να τεθούν με τρόπο απόλυτο, αφού μια τέτοια ερμηνεία δε θα μπορούσε παρά να λειτουργήσει ισοπεδωτικά. Πράγματι, ένα ον είναι δύσκολο να τρέφεται με όμοιά του, αν και στη φύση αυτό δεν αποκλείεται, ωστόσο αυτό δε συνεπάγεται την αντίληψη ότι τρέφεται με τα αντίθετα.
Από την άλλη, υπάρχει και η αντίθετη άποψη που διατυπώνεται κυρίως από τον Εμπεδοκλή και το Δημόκριτο: «άλλοι υποστηρίζουν ότι το όμοιο τρέφεται, όπως και αναπτύσσεται, με το όμοιο» (416a31-32). Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα αφορά τον τρόπο που εκλαμβάνει κανείς την τροφή: «Έχει διαφορά αν τροφή είναι αυτό που προστίθεται τελευταίο ή πρώτο. Αν, όμως, και τα δύο είναι τροφή, αλλά η μία αχώνευτη και η άλλη χωνευμένη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θρέψη γίνεται και με τους δύο τρόπους· γιατί, όταν η τροφή είναι αχώνευτη, το αντίθετο, ενώ όταν είναι χωνευμένη το όμοιο τρέφεται με το όμοιο. Ώστε είναι φανερό ότι και οι δύο κατά κάποιον τρόπο έχουν και δεν έχουν δίκιο» (416b 4-10).
Η αριστοτελική παρατήρηση που διαχωρίζει τη χωνευμένη από την αχώνευτη τροφή αποδίδοντας εν μέρει δίκιο (ή άδικο) και στις δύο απόψεις δεν αφορά μόνο στην απόλυτη λεπτολόγηση του ζητήματος που, όπως όλα τα ζητήματα πρέπει να διερευνηθεί απολύτως διεξοδικά, αλλά και στην αντίληψη ότι η χώνεψη της τροφής της αλλάζει υπόσταση καθιστώντας την όμοια με τον οργανισμό που την έχει χωνέψει. Με άλλα λόγια, μια ανόμοια τροφή πριν φαγωθεί και χωνευτεί, γίνεται όμοια αμέσως μετά τις λειτουργίες αυτές καθιστώντας σαφές ότι ο οργανισμός συντηρείται και αυξάνεται αφομοιώνοντας την ξένη ύλη (τροφή), μετατρέποντας δηλαδή το ξένο σε οικείο.
Το βέβαιο είναι ότι το ζήτημα της θρέψης αφορά μόνο τα έμψυχα όντα: «Επειδή, όμως, τίποτα δεν τρέφεται που δε μετέχει στη ζωή, έμψυχο πρέπει να είναι το σώμα που τρέφεται» (416b 10-11). Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Άλλη, όμως, είναι η ουσία της τροφής και άλλη του αυξητικού· γιατί, όταν πάρουμε το έμψυχο ως ποσότητα, το τρόφιμο παρέχει την αύξηση· όταν, όμως, το πάρουμε ως συγκεκριμένο πράγμα και υπόσταση, το τρόφιμο είναι τροφή· γιατί η θρέψη διατηρεί την υπόσταση του εμψύχου και αυτό υπάρχει όσο καιρό τρέφεται· και η τροφή προκαλεί τη γέννηση όχι εκείνου που τρέφεται, αλλά ενός άλλου, που είναι σαν κι αυτό που τρέφεται· γιατί ήδη η δική του υπόσταση υπάρχει και τίποτε δε γεννά το ίδιο τον εαυτό του, αλλά τον διατηρεί. Ώστε η αρχή αυτή της ψυχής είναι μια ικανότητα που διατηρεί αυτό που την έχει τέτοιο που είναι, ενώ η τροφή την καθιστά έτοιμη να λειτουργήσει. Γι’ αυτό, όταν το ον στερηθεί την τροφή, δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει» (416b13-21).
Το ότι μπορεί να υπάρξει ον που αναπαράγεται με διχοτόμηση αναιρώντας την άποψη του Αριστοτέλη ότι τίποτε δεν γεννά τον εαυτό του και το ότι δεν τρέφεται μόνο αυτό που γεννάει αλλά και το έμβρυο που κυοφορείται (μέσω της θρέψης του όντος που το κυοφορεί) δεν αλλάζει την ουσία της αριστοτελικής αντίληψης που εκλαμβάνει την τροφή ως εργαλείο (καύσιμο) που συντηρεί την ύπαρξη, δηλαδή της δίνει τη δυνατότητα να λειτουργήσει κι όχι ως ικανότητα για ζωή, που οπωσδήποτε οφείλεται στην ψυχή. Η ψυχή δίνει τη δύναμη της ζωής ως εντελέχεια του σώματος και η τροφή είναι το καύσιμο που εξασφαλίζει την επιβίωση, με τον ίδιο τρόπο που η βενζίνη είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του αυτοκινήτου, αλλά η ικανότητα της κίνησης οφείλεται στον κινητήρα.
Αυτό που μένει είναι η διερεύνηση και ο καθορισμός της πρωταρχικής ψυχής: «Επειδή, όμως, όλα είναι σωστό να τα χαρακτηρίζουμε από το σκοπό τους κι εδώ ο σκοπός είναι κάτι να γεννήσει ένα ον ίδιο με τον εαυτό του, η πρωταρχική ψυχή θα ήταν αυτή που μπορεί να γεννήσει ένα ον ίδιο με εκείνο που την έχει» (416b 24-27).
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου